.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Μακρύσια: οι ανασκαφές του 1969



 Από της 25ης Αυγούστου μέχρι της 10ης Δεκεμβρίου του έτους 1969, διεξήχθη εκτεταμένη συστηματική ανασκαφική έρευνα εξ αφορμής της αποκαλύψεως αρχαίων εντός των ορίων της αποστραγγιστικής τάφρου Σ2, ευρισκομένης κατα μήκος της παρυφής των Β. υψωμάτων των Μακρυσίων και παραλλήλως βαινούσης, εις μεγάλην απόστασιν από την αριστεράν όχθην του Αλφειού. Ο ερευνηθείς χώρος διηρέθη εις δύο μεγάλους τομείς, Α' και Β'. Επίσης ηρευνήθησαν και μεμονωμένοι τάφοι ή ημικατεστραμμένοι τοιούτοι, επισημανθέντες κατά το προανασκαφικόν στάδιον και μετά το πέρας των δια μηχανικού εκσκαφέως γενομένων καταστρεπτικών σκαπτικών εργασιών, αι οποίαι εξετελέσθησαν εις βραχύτατον χρονικόν διάστημα και εν αγνοία της Εφορείας.

Τομεύς Α'

Η έρευνα του τομέως Α', μήκ. 30 και πλ. 7μ., απέδωσε τα εξής:
Παρά το Α. όριον του τομέως και εις βάθος από της επιφανείας 1.50μ., απεκαλύφθη θεμέλιον τοίχου εξ αργολιθοδομής (τοίχος I) με κατεύθυνσιν από Α.- Δ., καταλαμβάνον διαγωνίως ολόκληρον το πλάτος της τάφρου και συνεχιζόμενον εκατέρωθεν αυτής (Πίν.166γ).


 Εις απόστασιν 18μ. ΝΔ. αυτού, απεκαλύφθη έτερος τοίχος (II), βαίνων παραλλήλως προς τον τοίχον I και ευρισκόμενος εις το αυτό βάθος. Ο τοίχος II, εδραζόμενος επί του στερεού εδάφους, αποτελείται εκ του θεμελίου και της πρώτης δομικής σειράς εκ λίθου κογχυλιάτου αρίστης κατασκευής. Παρά το Β. όριον της τάφρου ο τοίχος II σχηματίζει προς Ν. γωνίαν (Πίν.166δ).


Λόγω μη ολοκληρώσεως της ερεύνης, περιορισθείσης εντός του ορίου της διώρυγος (τάφρος Σ2) , δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθή η μορφή και το είδος του οικοδομήματος, εις το οποίον ανήκει το αποκαλυφθέν τμήμα της μιας μόνον πλευράς αυτού.
Δύο άλλα εγκάρσια τμήματα τοίχου εξ αργολιθοδομής, τα οποία ευρίσκονται εν επαφή προς την εσωτερικήν πλευράν του τοίχου II, είναι εις υψηλότερον επίπεδον και αποτελούν μεταγενεστέρας κατασκευάς.
 Παρά το Δ. όριον του τομέως απεκαλύφθησαν ωσαύτως άλλα τμήματα τοίχων εξ αργολιθοδομής, έχοντα κατεύθυνσιν ε καρσίαν προς τον τοίχον I, εις ελαχίστην δε απ’ αυτού απόστασιν ευρέθησαν δύο κτιστά φρέατα, των οποίων τα στόμια ευρίσκονται εις το επίπεδον του πέριξ αυτού εκτεινομένου λιθοστρώτου δαπέδου.
 Εντός του τομέως Α' απεκαλύφθησαν πέντε κιβωτιόσχημοι τάφοι (Πίν.167β-γ) , εις ταφικός πίθος, εις απλούς λακκοειδής τάφος και εις σκελετός ενσφηνωμένος εις τι σημείον εντός της Β. πλευράς του τοίχου I. Εκ των τάφων τούτων μόνον εις (ο υπ’ αριθ. 69/9) , περιείχε πήλινον λύχνον (Πίν.167α), χαλκούν δίσκον κατόπτρου και συρματίνην χαλκήν πόρπην.


 Εις απόστασιν 200μ. περίπου από του τοίχου II, προς Δ. και παρά το Ν. πρανές της τάφρου, ένθα εγένετο τοπική έρευνα εξ αφορμής του εν επιφανεία ευρισκομένου πλήθους κεράμων, διεπιστώθησαν ίχνη παλαιόθεν καταστραφέντος οικοδομήματος. Η έρευνα εις το σημείον τούτο υπήρξεν ιδιαιτέρως ικανοποιητική, λόγω του είδους και του πλήθους των ευρημάτων.
Εν συνόλω ευρέθησαν άνω των εικοσιπέντε πήλινα προσωπεία, ακέραια και εις θραύσματα (Πίν.168α-γ) , σημαντικός αριθμός πηλίνων ειδωλίων, αγγείων, νομισμάτων και χαλκών μικροαντικειμένων (Πίν.168δ-η) .
 Το σημαντικώτερον, όμως, εύρημα υπήρξε μέγα τμήμα ευθρίπτου πωρολίθου (αμμόπετρα), φέρον επί της μιας πλευράς την επιγραφήν: ΔΙΟ[Σ.]. Το όνομα του θεού, εν συνδυασμώ προς το είδος των ευρημάτων (αναθηματικά προσωπεία, μικρού μεγέθους αναθηματικά αγγεία, υδρίαι, κρατήρες, λήκυθοι κλπ., ως και χαλκά μικροαντικείμενα και νομίσματα με απεικόνισιν του Διός και της Ήρας), αποτελούν αναμφισβήτητα τεκμήρια δια την ύπαρξιν εις την αντιπέραν όχθην του Αλφειού, και οπωσδήποτε ουχί μακράν της ιεράς Άλτεως, ιερού του Διός.



Τομεύς Β'

 Ο τομεύς Β' ευρίσκεται 20 μ. περίπου προς Δ. του επισημανθέντος ιερού του Διός. Το ερευνηθέν μήκος του τομέως είναι 60, το δε πλάτος αυτού 7μ.
Εντός αυτού απεκαλύφθη εν μόνον ορθογώνιον κτίσμα, με τοίχους εξ αργολιθοδομής δια τα κατώτερα και μεγαλυτέρων εκ κογχυλιάτου ορθογωνίων λίθων δια τα ανώτερα αυτού μέρη (Πίν.169α-β). Εις τας επιχώσεις του τομέως ευρέθη μικρός αριθμός ποικίλων αντικειμένων (Πίν.170α-ε).


 Εντός του τομέως απεκαλύφθησαν επίσης εις ταφικός πίθος και τρεις κεραμοσκεπείς τάφοι (Πίν.171α). Εκ τούτων ο τάφος υπ’ αριθ.69/22 περιείχε δύο μελανομόρφους ληκύθους (Πίν.171β-γ) και δύο πυξίδας με εξίτηλον μελανόμορφον διακόσμησιν (Πίν.172α-β) .
 Εκ των επισημανθέντων, εξ άλλου, μεμονωμένων τάφων, εκτός των ορίων των προαναφερθέντων τομέων, σημειούμεν ενταύθα τον υπ’ αριθ.69/14, του οποίου αν και αι πλευραί είχον σχεδόν πλήρως διαλυθή υπό του μηχανικού εκσκαφέως, το περιεχόμενον αυτού διεσώθη. Ο τάφος εκτός του σκελετού, όστις ανευρέθη ανέπαφος, περιείχε μελαμβαφή δίωτον σκύφον, τρεις μελανομόρφους ληκύθους μετά παραστάσεων (Πίν.171δ, 172γ-δ) και δύο χαλκάς στλεγγίδας αρίστης κατασκευής και διατηρήσεως, εκ των οποίων η μία έφερεν εις το άκρον της λαβής εγχάρακτον ανθέμιον.
Αι έρευναι, τελούσαι υπό την άμεσον εποπτείαν του γράφοντος, εγένοντο δια των επιστημονικών βοηθών δδ. Αλ. Μπακατσή, Ειρ Ορφανού και Ελ. Τζανίνη.
 Εκ της ερεύνης των τομέων Α' και Β', ως και των μεμονωμένων τμημάτων κατά μήκος της ταφρου Σ2, εν συνδυασμώ δε και με παλαιότερα ευρήματα, προκύπτει, ότι η περιοχή η περιλαμβανομένη μεταξύ της αριστεράς όχθης του Αλφειού, των Β. πρανών των λοφοσειρών των Μακρυσίων, του χειμάρρου Σελινούντος και προς Α. μέχρι του σημείου του κειμένου έναντι των εκβολών του Κλαδέου, παρουσιάζει όλως ιδιαίτερον αρχαιολογικόν ενδιαφέρον, διό και επιβάλλεται να προγραμματισθή εκτεταμένη συστηματική ανασκαφική έρευνα αυτής.



Γ. Α. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 25 (1970) : ΧΡΟΝΙΚΑ