.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Ψάρι Τριφυλίας: Ένα σημαντικό Προϊστορικό λιθοτεχνικό κέντρο



Εισαγωγή

 Το μέταλλο που είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στους κόλπους των εργαλειοτεχνιών της νεότερης και της τελικής Νεολιθικής, ήδη από την -5η χιλιετία, αποδεικνύεται στην αυγή της -3ης χιλιετίας ένας σοβαρός αντίπαλος για τα σκληρά πυριτικά πετρώματα, που μέχρι τώρα είχαν σχεδόν την αποκλειστικότητα, όσον αφορά την κατασκευή των εργαλείων. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της βελτίωσης της παραγωγής λίθινων τεχνέργων με την τεχνική κυρίως της πίεσης. Στα βασικά πλεονεκτήματα της νέας τεχνολογίας, δηλαδή στην αντοχή και στη δυνατότητα πολλαπλών ανανεώσεων της κόψης των χάλκινων εργαλείων μέσω του τροχίσματος, αντιπαραβάλλεται το γεγονός ότι τα εργαλεία από οψιανό και πυριτόλιθο, για ορισμένες χρήσεις και για κάποια χρονική διάρκεια, είναι εξ ίσου αποτελεσματικά και επιπλέον πολύ «φθηνότερα». Τα χάλκινα εργαλεία της πρώιμης Χαλκοκρατίας ήταν λιγοστά, προφανώς εισηγμένα, όπως και τα παλαιότερα εγχειρίδια της Χαλκολιθικής, και δεν αποτέλεσαν πραγματικό κίνδυνο για τα συμφέροντα των λαξευτών. Από τη μέση, ωστόσο, Χαλκοκρατία, τα πράγματα αλλάζουν. Διαφαίνεται, βέβαια, η έγνοια των πρώτων ντόπιων χαλκέων να ευθυγραμμιστούν με τις προτιμήσεις μιας αγοράς που δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το στερεότυπο μοντέλο του λίθινου εργαλείου. Άλλωστε η παράδοση λειτουργεί ως σοβαρός παράγοντας πίεσης που έμμεσα τους χειραγωγεί και ασυνείδητα τους κατευθύνει, χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια να εκμεταλλευτούν, στα πρώιμα αυτά βήματα, τις πραγματικές δυνατότητες της νέας τεχνολογίας. Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας είναι το συλλογικό υποσυνείδητο και η ακούσια αντιμετάθεση των αναλογιών ανάμεσα στη νέα και την παλαιά τεχνική. Τα παραδείγματα των πρώτων χάλκινων πελέκεων της τελικής Νεολιθικής, των προότων χάλκινων πριονιών της μέσης Χαλκοκρατίας και των αιχμών βελών της πρώιμης ύστερης περιόδου του Χαλκού, που μιμούνται ως προς τον τύπο λίθινα πρότυπα, το παράδειγμα της διάνοιξης τρήματος στειλέωσης στους πρώτους χάλκινους πελέκεις, όπου ακολουθείται η παλαιά τεχνολογία, είναι απόλυτα διαφωτιστικά και τεκμηριώνουν το γεγονός ότι η τεχνολογία του μετάλλου δεν έχει χειραφετηθεί, αλλά σε ένα μεγάλο μέρος υιοθετεί τύπους και τεχνικές που σχετίζονται με την κατασκευή των λίθινων εργαλείων. Αυτό γίνεται, βέβαια, εις βάρος των πλεονεκτημάτων που προσφέρει το μέταλλο, το οποίο όντας ελατό και όλκιμο και παρέχοντας τη δυνατότητα χύτευσης είναι ως πρώτη ύλη απαλλαγμένο από ορισμένες βασικές δεσμεύσεις που από τη φύση τους έχουν τα πυριτικά πετρώματα. Η τάση αυτή μίμησης της παλαιάς τεχνολογίας από τη νέα δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι η εύκολη λύση. Όπως διαπιστώνουμε από τις χάλκινες μυκηναϊκές αιχμές, η μίμηση των λίθινων είναι διαδικασία που απαιτεί πολύ κόπο και δεξιοτεχνία, χωρίς να προσφέρει κάτι περισσότερο στην αποτελεσματικότητα του εργαλείου, το αντίθετο μάλιστα. Γρήγορα, ωστόσο, οι όροι αντιστρέφονται, όπως δείχνουν πάρα πολλά παραδείγματα στη Μεσόγειο και άλλου (αιγυπτιακοί μαχαιροπελέκεις της -4ης χιλιετίας, εγχειρίδια από τη Δανία της -2ης χιλιετίας, όπως και εγχειρίδια από τις Αλεούτες νήσους του -16ου αιώνα). Στην περίπτωση των ελλαδικών δεδομένων του -15ου αιώνα οι λιθουργοί, σε μια έσχατη προσπάθεια να ανταγωνιστούν τους μεταλλουργούς κατά τη μέση φάση της μυκηναϊκής περιόδου, αναλώνουν όλο τους το ταλέντο μιμούμενοι το ελάχιστο πάχος των αιχμών από χαλκό. Όπως και στην περίπτωση της κατάτμησης με πίεση των λεπίδων την προηγούμενη χιλιετία, έτσι και τώρα οι τεχνικές κατεργασίας των σκληρών πυριτικών πετρωμάτων ωθούνται σε εντελώς οριακά και αξιοθαύμαστα σημεία, εις βάρος όμως, πολλές φορές, της αποτελεσματικότητας των τεχνέργων. Τα εργαλεία αποκρουσμένου λίθου συνεχίζουν να υφίστανται έως και την ύστερη φάση της μυκηναϊκής περιόδου, πριν εξαφανιστούν σχεδόν τελείως με την εισαγωγή του «δημοκρατικού μετάλλου», του σιδήρου.

Η πεδιάδα του Σουλιμά από το άνω Ψάρι

Ψάρι Τριφυλίας: Ο Προϊστορικός αρχαιολογικός χώρος

 Το Ψάρι, χωριό της Τριφυλίας στη Βόρεια Μεσσηνία, απέχει σε ευθεία απόσταση 7 χλμ. περίπου από τον ποταμό Νέδα, φυσικό σύνορο των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας, και 16,5 χλμ. ανατολικά του Κυπαρισσιακού κόλπου. Τα σύνορα με την Αρκαδία βρίσκονται σε απόσταση 8 χλμ. ΒΑ., ενώ αυτά με τη Λακωνία 30,5 χλμ. Α.ΝΑ. Στο επιβλητικό επίμηκες ύψωμα Μετσίκι εντοπίστηκε ακρόπολη με δύο θολωτούς τάφους (Χατζή 1982). Ανασκαφική έρευνα (1984-85) που διεξήχθη στον πρώτο απέδωσε κεραμική της ΜΕ/ΥΕI και YE Ι-ΙΙ περιόδου (Χατζή-Σπηλιοπούλου 1995, σ.537). 
 Το μεγαλύτερο μέρος από τα λίθινα τέχνεργα βρέθηκε στην ίδια τη θέση του θολωτού τάφου ο οποίος καταλαμβάνει το ψηλότερο σημείο του πλατώματος, κάτι που αποκλείει τη δευτερογενή απόθεση. Μια επιτόπια αυτοψία έδειξε επίσης ότι ορισμένα από τα τέχνεργα είναι διασκορπισμένα γύρω και κυρίως στα δυτικά και βορειοδυτικά του θολωτού τάφου και μερικά έχουν φτάσει μέσω ανακύλησης στο μονοπάτι που οδηγεί στα δυτικά, προς την πεδιάδα του Σουλιμά. Αντίθετα, σπανίζουν εξαιρετικά στην περιοχή του 2ου θολωτού τάφου, όπου εντοπίστηκαν λιγοστά αποκρούσματα από ημιδιαφανή γκρίζο πυριτόλιθο.
 Η λιθοτεχνία από το Ψάρι αποτελείται σε γενικές γραμμές από πλήθος απολεπισμάτων επεξεργασίας, αποκρουσμάτων και εργαλείων, τα περισσότερα από τα οποία είναι αιχμές βελών. Τα αντικείμενα αυτά είναι από τοπικούς, ως επί το πλείστον, πυριτόλιθους και μηλιακό οψιανό. Προέρχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ανασκαφή του θολωτού τάφου και το κοσκίνισμα του μισού όγκου των επιχώσεων. Το υλικό αυτό (2340 λίθινα τέχνεργα) αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής μελέτης, κατά την οποία τα μορφοτεχνικά και αρχαιομετρικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων αναλύθηκαν σε κώδικες με βάση ένα περιγραφικό λεξικό λιθοτεχνιών και ακολούθησε στατιστική επεξεργασία των δεδομένων σε Η/Υ.



Συμπεράσματα για το Προϊστορικό λιθοτεχνικό εργαστήριο στο Ψάρι

 Η λιθοτεχνία από το Ψάρι της Βόρειας Μεσσηνίας που είναι το προϊόν της δραστηριότητας ενός εργαστηρίου, αποτελείται ως επί το πλείστον από λεπτά απολεπίσματα πυριτόλιθου και οψιανού προερχόμενα από την επεξεργασία με την τεχνική της πίεσης αιχμών βελών με κοίλη βάση και εσωστρεφή πτερύγια. Βάσει της τυπολογίας των χαρακτηριστικών αυτών αιχμών, η δράση του εργαστηρίου τοποθετείται χρονικά σε μια πρώιμη φάση της ύστερης Χαλκοκρατίας και συγκεκριμένα στα τέλη του -16ου και στις αρχές του -15ου αιώνα, περίοδο ακμής της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας. Αυτό αποτελεί, ίσως, και ένα terminus post quem για τη χρονολόγηση του θολωτού τάφου, εφόσον η λιθοτεχνία προέρχεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, από τα χώματα που τον εκάλυπταν.
 Οι ίδιες οι αιχμές αντιπροσωπεύουν μικρό τμήμα του συνόλου και φαίνονται δυσανάλογα λίγες. Αυτό όμως δεν είναι ενδεικτικό της μικρής παραγωγής, δεδομένου ότι για την κατασκευή μιας λεπτής αιχμής βέλους από πυριτόλιθο ή οψιανό είναι αναπόφευκτη η παραγωγή εκατοντάδων υποπροϊόντων. Επίσης, είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο της εξαγωγής του μεγαλύτερου μέρους της. Η δραστηριότητα αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του πολεμικού συμβολισμού και ίσως της ίδιας της πολεμικής πρακτικής που χαρακτηρίζει την εποχή αυτή τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα και της «συμφέρουσας» στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν απαιτούνταν υπερπόντια ταξίδια για την απόκτηση της πρώτης ύλης, κατασκευής «αγαθών κύρους», τα οποία η ντόπια αριστοκρατία χρησιμοποιούσε, ίσως παράλληλα με τα ανάκτορα, για να επιβληθεί, εμμέσως, στους υπηκόους της.
 Οι περισσότερες από τις αιχμές που απέμειναν απορρίφθηκαν ως ακατάλληλες (σπασμένες και ημιτελείς). Παρόλα αυτά, χαρακτηρίζουν περίπου το μισό της εργαλειοτεχνίας. Παράλληλα, κατασκευάζονταν, χρησιμοποιούνταν ή επισκευάζονταν επί τόπου άλλοι τύποι εργαλείων, όπως εσοχές, οπείς, σφηνίσκοι, δρεπάνια και γλυφίδες. Αναμφισβήτητα η κατασκευή των λεπτότατων αιχμών βελών απαιτούσε εξειδικευμένους τεχνίτες και δεν ήταν έργο του καθενός, δεν αποκλείεται όμως να μην αφορούσε την πλήρη απασχόληση των τεχνιτών αυτών λόγω της σχετικά περιορισμένης ζήτησής τους. Οι τεχνίτες αυτοί ασχολούνταν παράλληλα, όπως δείχνουν και τα υπόλοιπα εργαλεία, και με άλλες παρεμφερείς δραστηριότητες (επεξεργασία ξύλου ή οστού), ίσως πάντα στο πλαίσιο της κατασκευής ή επισκευής σύνθετων εργαλείων ή όπλων, όπως δείχνουν ανάλογα εθνογραφικά παραδείγματα (κατασκευή και επισκευή δόκανων στην Κύπρο).
 Χρησιμοποιήθηκε βασικά ντόπιος πυριτόλιθος καστανού, ως επί το πλείστον, χρώματος, διαθέσιμος με τη μορφή κονδύλων σε επιφανειακές ή αβαθείς εμφανίσεις, η διαλογή και μια πρώτη κατεργασία του οποίου γινόταν επί τόπου. Μια πετρογραφική ιδιαιτερότητα του πυριτόλιθου αυτού (απόσχιση κατά παράλληλα επίπεδα σύμφωνα με προϋπάρχουσες διαπλάσεις) εκμεταλλεύτηκαν οι μυκηναίοι τεχνίτες για την κατασκευή αιχμών βελών. Τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει ο μηλιακός οψιανός, ενώ πολύ λιγότερο χρησιμοποιήθηκαν διάφορα πετρώματα τοπικής προέλευσης. Διαπιστώθηκε η χρήση του πυριτόλιθου για την κατασκευή εργαλείων ανθεκτικών στη διαρκή μηχανική φθορά και την κρούση (εσοχές, οδοντωτά, σφηνίσκοι, ξυστήρες, οπείς) και του οψιανού κυρίως για κόπτοντα και νύσσοντα τέχνεργα (λεπίδες, αιχμές βελών, γλυφίδες).


 Έντονο πνεύμα οικονομίας χαρακτήριζε την κατεργασία του οψιανού, η οποία προσανατολιζόταν βασικά στην κατασκευή αιχμών βελών, ενώ μεγαλύτερη σπατάλη παρατηρείται στον πυριτόλιθο, κάτι που είναι φυσικό, εφόσον βρίσκεται άφθονος και σε μικρή απόσταση. Πολλά από τα αποκρούσματα πυριτόλιθου είχαν χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μιας διαφορετικής και ξεχωριστής, αλλά ταυτόχρονης των αιχμών βελών, παραγωγικής διαδικασίας που αποσκοπούσε στην κατασκευή άλλων τύπων εργαλείων. Όσον αφορά τις στερεότυπες λεπίδες πίεσης, είναι μάλλον αμφίβολο, κυρίως στην περίπτωση του οψιανού, ότι κατασκευάζονταν μαζί με τις αιχμές και τα υπόλοιπα εργαλεία.
 Αυτό που κατά κύριο λόγο κάνει να ξεχωρίζουν οι λιθοτεχνίες της -2ης χιλιετίας στη Δυτική Πελοπόννησο από τις παλαιότερες είναι η κατασκευή αιχμών βελών με κοίλη βάση. Οι αιχμές που κατασκευάζονταν κατά τη Νεολιθική χαρακτηρίζονται από μίσχο, για την εύκολη στειλέωσή τους, και από πτερύγια. Επίσης, οι δύο τελευταίες περίοδοι της Νεολιθικής αλλά και η πρώιμη Χαλκοκρατία χαρακτηρίζονται από την εντατική παραγωγή λεπίδων με πίεση, βασικά από οψιανό. Στη μετάβαση, όμως, από την -3η προς τη -2η χιλιετία ο ελλαδικός χώρος γίνεται πεδίο δραματικών αλλαγών που έχουν τον αντίκτυπο τους και στις λιθοτεχνίες. Σε σύγκριση με τον πυριτόλιθο, ο οψιανός χρησιμοποιείται κατά τη ΜΕ και την ΥΕ περίοδο μάλλον περιστασιακά, ενώ το αντίθετο ίσχυε για την ΠΕ περίοδο. Η κρίση στην εισαγωγή οψιανού στη Δυτική Πελοπόννησο αρχίζει από την ΠΕ III, ενώ κατά τη ME I επιδεινώνεται. Μια ανάκαμψη παρατηρείται, ωστόσο, κατά τις YE I και II, αλλά κυρίως την YE III φάση, όπου ο οψιανός χρησιμοποιείται για την κατασκευή, ως επί το πλείστον, αιχμών βελών αλλά και λεπίδων. Η αύξηση του ποσοστού χρήσης του οψιανού στην YE III φάση στη Δυτική Πελοπόννησο, περιοχή απομακρυσμένη από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής χαλκού, σχετίζεται με την ανάπτυξη των ανακτόρων και φανερώνει την καλύτερη οργάνωση, το σωστότερο έλεγχο της επικράτειας και την ασφαλέστερη διακίνηση των αγαθών, κάτι που δεν υπήρχε στις δυο προηγούμενες φάσεις και κυρίως κατά τη διάρκεια της μεσοελλαδικής περιόδου. Παράλληλα με την εδραίωση της μυκηναϊκής κυριαρχίας στο Αιγαίο λύεται ο ενδεχόμενος αποκλεισμός που είχαν επιβάλει οι Μινωίτες κατά τη μέση Χαλκοκρατία, καθιστώντας ευκολότερη τη διακίνηση του οψιανού προς την ηπειρωτική Ελλάδα.
 Οι λεπίδες οψιανού της YE Ι- ΙΙ στη Δυτική Πελοπόννησο είναι μικρότερες από αυτές της μεσοελλαδικής. Η διαφορά αυτή οφείλεται πιθανότατα σε κάποια τεχνική παραλλαγή της μεθόδου, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως τεχνολογική εξέλιξη. Από αυτήν την άποψη είναι συγκρίσιμες με λεπίδες της ΠΕ εποχής. Οι λεπίδες της YE III είναι κατά κανόνα μεγαλύτερες από αυτές της προηγούμενης φάσης. Όσον αφορά τις αιχμές βελών, είναι σαφής η τάση για κατασκευή μακρύτερων και πλατύτερων αιχμών κατά την YE Ι- ΙΙ σε σύγκριση με αυτές της προηγούμενης περιόδου, σε σχέση όμως με τις αιχμές της πρώιμης YE III είναι ελαφριάς παχύτερες. Σε γενικές γραμμές οι αιχμές βελών της -2ης χιλιετίας στη Δυτική Πελοπόννησο γίνονται αισθητά μακρύτερες και πλατύτερες κατά την πρώιμη ΥΕ περίοδο, ενώ σε μια οψιμότερη φάση αποκτούν εξαιρετική λεπτότητα αλλά γίνονται στενότερες. Αυτό είναι εύλογο, αν λάβουμε υπόψη ότι τα πυριτικά πετρώματα είναι δέσμια της νομοτέλειας ορισμένων φυσικών κανόνων της μηχανικής των πετρωμάτων, κάτι που δεν ισχύει με άλλες πρώτες ύλες, όπως ο χαλκός. Φαίνεται ότι φτάνουν σε μια εξαιρετική τυποποίηση κατά τη φάση αυτή, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι οι αιχμές από πυριτόλιθο και οψιανό δεν παρουσιάζουν καμιά διαφορά στις διαστάσεις τους.


 Τα στοιχεία δρεπανιών από πυριτόλιθο και οι λεπίδες πίεσης από οψιανό χαρακτηρίζουν βασικά τις ΜΕ θέσεις. Αυτές της ΥΕ Ι- ΙΙ χαρακτηρίζονται, αντίθετα, από αιχμές βελών πυριτόλιθου και φαίνεται ότι ο οψιανός χρησιμοποιείται ακόμη στο πλαίσιο κάποιου πειραματισμού. Ωστόσο, δεν είναι ανεπτυγμένη η προτίμηση που δείχνει η επόμενη φάση για τους πολύχρωμους και με αισθητικές αξιώσεις πυριτόλιθους. Η ΥΕ III φάση, χαρακτηρίζεται, σε σύγκριση με τις προηγούμενες, από αιχμές βελών και στοιχεία δρεπανιών πυριτόλιθου, υστερεί όμως, σε σύγκριση με τη ΜΕ στην παραγωγή λεπίδων πίεσης. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι κατά τη ΜΕ και ΥΕ III, πρωτεύοντα ρόλο έπαιζαν οι παραγωγικές διαδικασίες του αγροτοποιμενικού βίου, ενώ στην ΥΕ Ι- ΙΙ το κύριο βάρος δινόταν ίσως σε βιοτεχνικού χαρακτήρα μεταποιητικές δραστηριότητες. Ταυτόχρονα σημειώνεται, από τη ΜΕ προς την ΥΕ III φάση, μια τάση για παραγωγή ολοένα και περισσοτέρων αιχμών βελών, ενδεικτική της αύξησης των πολεμικών δραστηριοτήτων και κατά προέκταση της κλιμάκωσης της ιεραρχίας, καθώς αυτές τοποθετούνται συστηματικά σε επιβλητικούς τάφους της ΥΕ περιόδου. Όσον αφορά τη διαχείριση των δύο βασικών πρώτων υλών, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια τάση, κατά τη ΜΕ περίοδο, κατασκευής λεπίδων και αιχμών βελών από οψιανό σε βάρος του πυριτόλιθου, η οποία όμως φθίνει κατά τις επόμενες φάσεις. Αν η παραπάνω διαπίστωση δείχνει μία σχετική προτίμηση για τον οψιανό, το βασικό, ωστόσο, χαρακτηριστικό των λιθοτεχνιών της 2ης χιλιετίας της Δυτικής Πελοποννήσου είναι η χρήση πυριτόλιθου τοπικής προέλευσης.


Η εξέλιξη των αιχμών βελών αποκρουσμένου λίθου κατά την εποχή του Χαλκού

 Λίθινες αιχμές βελών, μικρά αλλά χαρακτηριστικά στοιχεία του κατ’ εξοχήν εκηβόλου και τηλεμάχου σύνθετου (γυξιζώπυρον, δηλ. νήσσοντος) όπλου, του τόξου, χρησιμοποιούνταν έως τα τέλη της προϊστορίας. Το σύνηθες μήκος τους κυμαίνεται μεταξύ 0,015 και 0,055μ. οι αιχμές με εγκοπή στο άκρο στειλέωσης απαντούν μεμονωμένα κατά την ΠΕ II, αλλά κυρίως χαρακτηρίζουν τα τέλη της πρωτοελλαδικής (ΠΕ III), τη μεσοελλαδική και την υστεροελλαδική, δηλαδή το χρονικό διάστημα περίπου -2300/ -1200. Μολονότι κατασκευάζονταν με την ίδια τεχνική, την πίεση, όπως και οι προγενέστερες μισχωτές αιχμές που απαντούν κατά κανόνα στη νεολιθική, διαφέρουν σημαντικά από αυτές ως προς τη μορφολογία αλλά και την τεχνική στειλέωσης. Στο επίπεδο της εργαλειοτεχνίας, γενικότερα, διαπιστώνεται επίσης ότι κατά τη μετάβαση από την 3η στη 2η χιλιετία, σε πολλές περιοχές μειώνονται οι στερεότυπες λεπίδες πίεσης και ο οψιανός, εμφανίζονται διαφορετικού τύπου στοιχεία δρεπανιών, σφυροπελέκεις με οπή στειλέωσης και εργαλεία από ελαφοκέρατο. Παράλληλα, παρατηρούνται αλλαγές στην κεραμική και καταστροφές σε σημαντικά κέντρα. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί με τη θεωρία της έλευσης νέων ομάδων -φορέων διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης και τεχνολογίας, αναμφίβολα των Πρωτοελλήνων.


 Οι παλαιότερες αλλά και διαχρονικότερες αιχμές (τύπος Α) είναι ως επί το πλείστον κοντές και παχιές, με ευρεία κοίλη βάση, μάλλον άτεχνες, και φαινομενικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας, αν συγκριθούν με τις προηγούμενες νεολιθικές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, το μειονέκτημα αυτό να αναπληρωνόταν από σημαντικές τεχνικές βελτιώσεις του κυρίως βαλιστικού μηχανισμού (τόξο, βέλος). Στη Δυτική Ελλάδα, ωστόσο, εντοπίζεται μια βελτιωμένη και εξαιρετική παραλλαγή του τύπου αυτού, η οποία δεν αποκλείεται να δείχνει επαφές με πολιτισμούς της Κεντρικής Ευρώπης. Η συγκεκριμένη μορφολογία (ραίνεται ότι εξελίσσεται προς τα τέλη της μεσοελλαδικής, στην περιοχή της Μεσσηνίας, στις αιχμές τύπου Β. Είναι επίσης τριγωνικές αλλά ραδινές και επιμήκεις, με ικανοποιητική εγκοπή στειλέωσης και σωστό πάχος, στοιχεία που τους δίνουν αναμφισβήτητη βλητική αποτελεσματικότητα, ανθεκτικότητα σε ισχυρή πρόσκρουση και γενικότερα τη βέλτιστη μορφολογία. Απαντούν, ως επί το πλείστον, σε λακκοειδείς τάφους και για ένα διάστημα συνυπάρχουν με τις αιχμές του πρωτομυκηναϊκού τύπου Γ, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ρηχή εγκοπή στειλέωσης και αμβλείς κνώδοντες και αποτελεί, όπως οι προηγούμενες, έμπνευση της Δυτικής Ελλάδας, ίσως κατ’ επίδραση βορειοευρωπαϊκών προτύπων, αλλά τελικώς μάλλον διαμορφώθηκε στην Αργολίδα. οι αιχμές του τύπου Β και Γ σχετίζονται με την κατ’ εξοχήν εποχή του τόξου και των τοξοτών-ηρώων (Κορρές 1985, σ.178), όπου παρατηρείται το έθιμο της εναπόθεσης όπλων σε τάφους διακεκριμένων πολεμιστών (Poursat 1999, σ.430), αν και οι ενδείξεις κατάθεσης πλήρους εξοπλισμού τόξου δεν είναι σαφείς. Το χρονικό αυτό διάστημα (μέσα -17ου έως μέσα -16ου αι.) αντιστοιχεί σε μια έντονη προπαρασκευαστική φάση, η οποία προηγήθηκε εκατό και πλέον χρόνων της αρχής της επεκτατικής πολιτικής των Μυκηναίων στο Αιγαίο. Σημειώνεται μια εμφανής τάση αύξησης των αιχμών από τη ΜΕ στην πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο, βαθμιαία όμως, κυρίως από τα μέσα του -15ου αι., η ταφική αυτή πρακτική παρακμάζει και εγκαταλείπεται κατά τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙΑ (KΙΙΙan-Dirlmeier 1997, σ.33). Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται σε μια σταδιακή αλλαγή της πολεμικής πρακτικής, που αναμφίβολα αντανακλά κοινωνικές αλλαγές, όταν οι εξέχοντες πολεμιστές, οι μονομαχίες και τα ατομικά κατορθώματα αντικαθίστανται από ένα οργανωμένο ομοιογενές σύνολο που μάχεται κατά παράταξη.

Ο μεγάλος θολωτός τάφος 1 στον λόφο Μετσίκι

 Παράλληλα, διαπιστώνεται μια εξέλιξη της μορφολογίας των αιχμών βελών προς δύο πολύ χαρακτηριστικούς και επιμελημένους τύπους (Δ-Ε). οι δύο αυτοί κατ’ εξοχήν μυκηναϊκοί τύποι τοποθετούνται στα τέλη της YE I έως και την YE II περίοδο, δηλαδή περίπου από το -1530/ -1400 και απαντούν ως επί το πλείστον στο νοτιοελλαδικό χώρο, προπαντός στην Πελοπόννησο. Προέρχονται από τον πρωτομυκηναϊκό τύπο Γ και ίσως υιοθέτησαν στοιχεία από τη Βόρεια Ευρώπη στις συχνές επαφές κατά μήκος του δρόμου του ηλέκτρου. Ο ενδεικτικότερος των νέων τάσεων και πιο διαδεδομένος φαίνεται ο τύπος Ε. οι συχνά εξαιρετικά λεπτές αυτές αιχμές είναι οι κατ’ εξοχήν φυλλόσχημες, με τη χαρακτηριστική αμφιπρόσωπη καλύπτουσα επεξεργασία πίεσης, τη μικρή εγκοπή στειλέωσης, τα εσωστρεφή πτερύγια και την εύθραυστη αιχμηρή απόληξη. οι παλαιότερες γωνίες αντικαθίστανται τώρα από εύχυμες, αρμονικές καμπύλες που προσφέρουν αισθητική ικανοποίηση και εντυπωσιάζουν. Στο ίδιο αποτέλεσμα ίσως αποσκοπεί και η χρησιμοποίηση πολύχρωμων λίθων. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκε η ειδική «παλίνδρομη» μέθοδος, κατά την οποία η επεξεργασία αρχίζει από το αιχμηρό άκρο και καταλήγει σε αυτό. Οπωσδήποτε πρόκειται για μια περιορισμένη, αν συγκριθεί με άλλες βιοτεχνικές δραστηριότητες (κεραμική, μεταλλουργία), παραγωγή αντικειμένων κοινωνικής προβολής και διαφοροποίησης των κατόχων τους, τους οποίους ακολουθούσαν στον τάφο. Το γεγονός ότι ανευρίσκονται κατά κανόνα σε θολωτούς τάφους και εξαφανίζονται με την καταστροφή των ανακτόρων (τέλη 13ου αι.) ενισχύει την παραπάνω άποψη. Η κατασκευή των αιχμών αυτών απαιτεί τεχνίτες με ειδίκευση και πείρα, οι οποίοι μόνον ίσως στο πλαίσιο ενός ανακτορικού περιβάλλοντος, ήδη τουλάχιστον από το -15ο αι., θα εύρισκαν τη σωστή τους θέση. Η ανάλυση της μορφολογίας τους δεν αποκλείει το ενδεχόμενο της χρήσης τους σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Όμηρος, περιγράφοντας τον τραυματισμό του Μενελάου στο Δ της Ιλιάδας, συνηγορεί σε γενικές γραμμές με την άποψη αυτή. Κάποιες έμμεσες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι λίθινες αιχμές του -16ου και του -15ου αι. είχαν χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, δραστηριότητα τόσο προσφιλής στους Μυκηναίους, αν κρίνουμε από σχετικές παραστάσεις (πρβλ. Hood 1987, σ.273 Βασιλικού 1995, σ.94, 95, Είκ.72, 74). Η ενασχόληση αυτή ήταν αποκομμένη πλέον από τη διατροφική αναγκαιότητα και αποτελούσε προφανώς μια ψυχαγωγία. οι λόγοι για τους οποίους χρησιμοποιούνταν λίθινες αιχμές είναι πρωταρχικά πρακτικοί και λειτουργικοί, αλλά δεν αποκλείεται να έχουν και κάποια ιδεολογική-συμβολική χροιά και να σχετίζονται με δοξασίες και αντιλήψεις, όπως, για παράδειγμα, στο πλαίσιο ενός «ιερού» κυνηγιού βασισμένου σε πατροπαράδοτους τρόπους και πρακτικές και εξασκούμενου από μια, οπωσδήποτε, συντηρητική από αρκετές απόψεις αριστοκρατία. Δεν αποκλείεται, επίσης, να τοποθετούνταν στον τάφο μόνον οι αιχμές, όπως προφανώς συμβαίνει και με τα μεμονωμένα λίθινα δόντια σύνθετων δρεπανιών με τα οποία πολλές φορές συνυπάρχουν, ίσως στο πλαίσιο μιας συμβολικής πρακτικής όπου το τόξο και το δρεπάνι παρέπεμπαν άμεσα στις αρχέγονες βασικές ασχολίες επιβίωσης, το κυνήγι και τη γεωργία. Τα εξειδικευμένα αυτά προϊοντα φαίνεται ότι από νωρίς κυκλοφορούσαν αυτοτελή και ανταλλάσσονταν με άλλα. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, μέσα στον ολοένα και πιο έντονο συμβολισμό της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου σταδιακά να μεταλλάχθηκαν, και σε μεγαλύτερο βαθμό οι αιχμές βελών, σε αυτόνομο μέσο συναλλαγής, δηλαδή μια πρώιμη μορφή «νομίσματος», δεδομένου ότι είναι δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά αν αποτελούσαν καθαρά χρηστικά αντικείμενα, ενώ η χρήση τους ως κοσμημάτων ή κάποιου άλλου προσωπικού είδους φαίνεται πλήρως ατεκμηρίωτη.



 Οι κυρίως μυκηναϊκοί τύποι αιχμών γρήγορα υιοθετήθηκαν στη Μεσσηνία, κατ’ εξοχήν ως κτερίσματα των θολωτών τάφων. Η παραγωγή της Μεσσηνίας είναι η πλέον χαρακτηριστική, δεδομένου ότι οι πολυπληθέστερες και τελειότερες, από κατασκευαστική άποψη και από ποιότητα εργασίας, αιχμές ανευρίσκονται εκεί (π.χ. ανάκτορο του Νέστορος, Ψάρι, Περιστεριά, Κουκουνάρα, Τραγάνα, Βοϊδοκοιλιά, Διόδια). Επιπλέον, στις δύο πρώτες θέσεις υπήρξαν εργαστήρια κατασκευής τους και μάλλον δεν είναι οι μοναδικές περιπτώσεις. Μεγάλα κέντρα, όπως η ομηρική Πύλος, περιελάμβαναν και οργανωμένα εργαστήρια κατασκευής αιχμών βελών και τόξων. Η παράδοση αναφέρει περίφημους κατασκευαστές τόξων (to-ko-so-wo-ko, τοξοΕεργός= τοξουργός, σύμφωνα με τις πινακίδες από το ανάκτορο του Νέστορος), τους Μεσσήνιους Μελανέα και Εύρυτο (Κωστούρου 1972, σ.326). Επιβεβαιώνεται δε από την εύρεση χιλιάδων χάλκινων, αλλά σαφώς λιγότερων λίθινων αιχμών βελών του -13ου αι. Κάποια παραδείγματα λίθινων αιχμών του τύπου Δ από το ανάκτορο της Πύλου είναι προφανώς κατά ένα με δύο αιώνες παλαιότερα. Η εξαιρετική ποιότητα κατασκευής τους υποδηλώνει την ύπαρξη ενός προανακτορικού εργαστηρίου, το οποίο θα κάλυπτε τις ανάγκες σε μεγάλη ακτίνα, δεδομένου ότι στους θολωτούς τάφους της μείζονος ευρύτερης περιοχής (Περιστεριάς, Κουκουνάρας, Βοϊδοκοιλιάς, Διοδίων) έχουν βρεθεί ανάλογες, από τεχνική και μορφολογική άποψη, αιχμές. οι ανάγκες στο βορειότερο τμήμα της Μεσσηνίας θα καλύπτονταν από άλλα, πιο επαρχιακά εργαστήρια, που λειτουργούσαν προφανώς υπό την εποπτεία κάποιου μικρότερου ηγεμόνα ή τοπάρχη (πρβλ. Μαρινάτος 1956, σ.203).
 Ένα από αυτά υπήρχε αναμφίβολα στο Ψάρι, όπου τουλάχιστον κατά το -16ο αι. ελάμβανε χώρα το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας κατασκευής λίθινων αιχμών βελών και, προφανώς, τόξων, δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα εργαλεία που βρέθηκαν μαζί με τις αιχμές προορίζονταν για την επεξεργασία ξύλου (Ματζάνας 1999, σ.28). Η εγκατάσταση του εργαστηρίου αυτού δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Τα απορρίμματα, ωστόσο, της κατεργασίας λίθινων εργαλείων βρέθηκαν ανάμεσα στα χώματα που κάλυψαν τον εκεί θολωτό τάφο. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έδειξε ότι πρόκειται για ένα ομοιογενές σύνολο, απορρέον από τη συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία. Ορισμένες από τις αιχμές του εργαστηρίου του Ψαριού τοποθετήθηκαν στον εκεί θολωτό τάφο. Άλλες εξήχθησαν, όπως είναι πιθανό, για παράδειγμα αυτές που βρέθηκαν στους θολωτούς τάφους του γειτονικού Χαλκιά. οπωσδήποτε η όλη παραγωγή ευνοήθηκε από την αφθονία του μεσσηνιακού πυριτόλιθου. Σε περιοχές όπως η Αργολίδα και η Αττική, όπου η απόσταση από τη Μήλο είναι μικρότερη, προτιμήθηκε ο οψιανός. Η παραγωγή τους, ωστόσο, όπως και αυτή της Θήβας ή της Λακωνίας, υπολείπεται κατά πολύ της μεσσηνιακής. Άλλωστε, δεν υπάρχουν αποδείξεις για τη λειτουργία εργαστηρίων, όπως αυτό στο Ψάρι, αλλά συνάγεται από σποραδικές ημιτελείς αιχμές (Πίνακας IX). Θα ήταν ευχής έργο να γίνουν νέες ανακαλύψεις και να εμπλουτιστούν οι γνώσεις για τις περιοχές αυτές.
 Είναι σίγουρο ότι στη Μεσσηνία δεν γινόταν εισαγωγή κατεργασμένων αιχμών οψιανού, δεν αποκλείεται, όμως, το ενδεχόμενο εξαγωγής αιχμών πυριτόλιθου προς άλλες περιοχές. Απόδειξη του εξειδικευμένου χαρακτήρα του εργαστηρίου αυτού είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες αιχμές βελών από πυριτόλιθο εγκαταλείφθηκαν ανολοκλήρωτες, ακέραιες και όχι σπασμένες, γιατί δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτούμενες υψηλές προδιαγραφές του τελικού προϊόντος. Αντίθετα, στην περίπτωση του οψιανού ο οποίος εισαγόταν από μακριά, η κατεργασία είναι προσεκτικότερη και διέπεται από μεγαλύτερο πνεύμα οικονομίας. Λίγες ήταν οι αιχμές που έσπασαν κατά το τελικό στάδιο της επεξεργασίας τους. Από τις υπόλοιπες, λίγες επίσης φαίνεται ότι κατατέθηκαν στους τοπικούς τάφους. Τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κάποιες από αυτές να διακινήθηκαν, όπως προφανώς και μεγάλο μέρος της παραγωγής αιχμών από πυριτόλιθο, στο πλαίσιο ενός ανταλλακτικού εμπορίου σε περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου όπου δεν υπήρχε η συγκεκριμένη παραγωγή. Αν κρίνουμε από τη γενικότερη εικόνα και την ποιότητα εργασίας όσων αιχμών οψιανού τελικά απέμειναν, φαίνεται ότι αυτές που είχαν πράγματι χρησιμοποιηθεί κατασκευάζονταν από λιγότερο επιδέξιους τεχνίτες και, ίσως, μαθητευόμενους. ο οψιανός, εν γένει, ως ευκολότερη στην κατεργασία της πρώτη ύλη σε σχέση με τον πυριτόλιθο, χρησιμοποιήθηκε από τους λαξευτές στο πεδίο των πειραματισμών και των νεωτερισμών τους ήδη από τα τέλη της ΜΕ περιόδου. Πολύ γρήγορα διαδόθηκαν σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα, αναμφίβολα στο πλαίσιο μιας πρώιμης έκφανσης της μυκηναϊκής κοινής, και ίσως προς Ανατολάς, κατά τη διάρκεια των εξορμήσεων για αναζήτηση χρυσού (Κολχίδα). Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν έχουν εντοπιστεί σε σημαντικά κέντρα, όπως η ομηρική Ιθάκη, ενώ απουσιάζουν ή σπανίζουν εξαιρετικά στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου.

Άριστα δουλεμένες αιχμές βελών από καστανέρυθρο πυριτόλιθο, που βρέθηκαν στο στις ανασκαφές στο ψάρι

 Αν η κατασκευή των λίθινων αιχμών βελών είναι περιορισμένη, εντοπίζεται σημειακά και δεν εξυπηρετεί καθαρά χρηστικούς σκοπούς, με τις μεγάλης, ωστόσο, έκτασης επιχειρήσεις και τον επεκτατισμό του μυκηναϊκού κόσμου από τα μέσα του -15ου αι. και εξής συνδέονται αναπόσπαστα οι χάλκινες αιχμές βελών οι οποίες χαρακτηρίζουν κατά κανόνα θαλαμωτούς τάφους, ενώ η παρουσία των λίθινων μειώνεται ολοένα και περισσότερο. Λίθος και χαλκός στα τέλη της προϊστορίας αντιπροσωπεύουν τα δύο αντίπαλα άκρα ενός σημαντικού τεχνολογικού δίπολου. Κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο οι χάλκινες αιχμές απομιμούνται τον τύπο Β των λίθινων, οι οποίες ήταν σαφώς παλαιότερες και εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας μακράς παράδοσης. Το φαινόμενο συνεχίζεται κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του 15ου αιώνα, καθώς αντιγράφονται στο χαλκό οι καμπύλες λεπτομέρειες της μορφολογίας των τύπων Δ και Ε, τεκμηριώνοντας την ισχυρή θέση που είχε ακόμα η παραγωγή λίθινων αιχμών βελών. Σαφώς ευκολότερος ήταν ο σχηματισμός των ευθύγραμμων περιγραμμάτων των παλαιότερων χάλκινων αιχμών, μορφολογία η οποία τελικά θα υπερισχύσει. Κατά τη διάρκεια του -15ου αι. γίνεται πλέον εμφανής η υπεροχή της νέας τεχνολογίας και οι όροι ίσως αντιστρέφονται, αν το ελάχιστο πάχος των λίθινων αιχμών εκληφθεί ως προσπάθεια μίμησης των χάλκινων, καθώς φαίνεται ότι προσπαθούν αυτήν τη φορά οι λιθοξόοι να μιμηθούν το ελάχιστο πάχος των χάλκινων αιχμών, οι οποίες και τελικά θα επικρατήσουν. Από την πλευρά τους, οι χαλκουργοί επιστρέφουν γρήγορα στο πρακτικότερο παλαιότερο πρότυπο του τύπου Β.
 Οι τεχνίτες που λάξευσαν τις αιχμές της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου ήταν φορείς μιας μακράς παράδοσης και τεχνογνωσίας. Με εξαιρετική τεχνική και μεγάλη επιδεξιότητα μετέτρεπαν την άμορφη πρώτη ύλη σε άρτια δείγματα μικροτεχνίας. Στην έσχατη αυτή περίοδο της προϊστορίας η επεξεργασία των σκληρών πυριτικών λίθων έφτασε στο απόγειό της, δεδομένου ότι προσεγγίστηκαν τα ανυπέρβλητα όρια που θέτουν οι νόμοι της μηχανικής των πετρωμάτων. Πρόκειται για ένα από τα λιγοστά παραδείγματα στην ιστορία της λάξευσης των πυριτικών λίθων, όπου η αισθητική αναζήτηση συνδυάζεται με τη χρηστική σκοπιμότητα και οδηγεί στην κατασκευή μικρών έργων τέχνης (πρβλ. Schliemann 1885, σ.163 Bosanquet 1903, σ.223 Caro 1932, σ.208), που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε έναν ιδιαίτερο κλάδο της μικρογλυπτικής. Η συνέχιση, λοιπόν, της παραγωγής λίθινων αιχμών σε μια εποχή που μεσουρανούσε ο χαλκός δεν ερμηνεύεται αποκλειστικά ως αποτέλεσμα καθαρά πρακτικής επιλογής. Παρά τον ανταγωνισμό του χαλκού, οι λίθινες αιχμές βελών επιβιώνουν και για ένα μεγάλο διάστημα της YE III φάσης. Πρόκειται, όμως, για «παρακμιακή» παραγωγή, χωρίς δηλαδή κάποια καλλιτεχνική πνοή, μικρών αιχμών με αρκετό πάχος (τύπος ΣΤ), έργα απλών λαξευτών του πυριτόλιθου. Ως τόπος καταγωγής τους μπορεί να θεωρηθεί η Μεσσηνία, όπου συνυπάρχουν για αρκετό χρονικό διάστημα με αιχμές τύπου Δ και Ε, προφανώς ως παραλλαγή μαζικότερης χρήσης, και σύντομα διαδίδονται σε μεγάλο τμήμα του μυκηναϊκού κόσμου. Το γεγονός, όμως, ότι επανέρχεται σε αυτές ο πρακτικός χαρακτήρας των παλαιότερων τύπων υποδηλώνει, ίσως, αυξημένες ανάγκες και το ενδεχόμενο κατασκευής φθηνότερων υποκατάστατων των χάλκινων αιχμών κατά τη διάρκεια ίσως της ΥΕ ΙΙΙΒ, προς αντιμετώπιση ενός πιθανού κινδύνου (πρβλ. Sacconi 1999, σ.362-363 Walberg 1999, σ.160 C. Schelmerdine, στο Laffineur (επιμ.) 1999, σ. 407-408) σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις (Κ. KΙΙΙan, JRGZM 27 (1980), σ.193 για την αντίθετη άποψη, βλ. S. Iakovidis, στο Laffineur (επιμ.) 1999, σ.203). Η συνέχιση της παραγωγής λίθινων αιχμών, σε περιοχές όπως η Μεσσηνία, στα τέλη της εποχής του Χαλκού, οφείλεται, όπως συνάγεται και από τις γραπτές πηγές (Sacconi 1999, σ.364-365), στην έλλειψη χαλκού, η οποία μπορούσε εν μέρει να αντισταθμιστεί από τις ντόπιες πηγές κατάλληλων πετρωμάτων.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΤΖΑΝΑΣ

-"Τέχνεργα αποκρουσμένου λίθου από το Ψάρι Τριφυλίας και η εξέλιξη των λιθοτεχνιών της -2ης χιλιετίας στη Δυτική Πελοπόννησο".- Α.Δ. 54 (1999) Μέρος Α'- Μελέτες 
-"Η εξέλιξη των αιχμών βελών αποκρουσμένου λίθου κατά την εποχή του Χαλκού με ιδιαίτερη έμφαση στην Υστεροελλαδική περίοδο". -Α.Δ. 57 (2002) Μέρος Α'- Μελέτες