.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Οι ανασκαφές του Σπ. Μαρινάτου στην Περιστεριά


Πρόλογος
O Σπυρίδων Κ. Μαρινάτος, Προϊστάμενος, Γενικός Επιθεωρητής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, καθηγητής του Πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός, έγινε παγκοσμίως γνωστός χάρη στην ανασκαφή του Ακρωτηρίου στην Θήρα, την οποία επισκέπτονται κάθε χρόνο οι μυριάδες των περιηγητών που έρχονται στην Ελλάδα. Προηγουμένως όμως ήταν επίσης ευρύτατα γνωστός σε όλους τους ασχολούμενους επαγγελματικά η ερασιτεχνικά με την αρχαιογνωσία για τις ανασκαφές και τις έρευνες του στην Κρήτη, την πατρίδα του Κεφαλληνία, τις Θερμοπύλες και τον Μαραθώνα, καθώς και τις πολλές και ποικίλες σχετικές δημοσιεύσεις του.
Η κυριότερη και διαρκέστερη προσφορά του όμως στη μυκηναϊκή αρχαιολογία υπήρξαν οι ανασκαφές του στην Μεσσηνία, που διήρκεσαν χωρίς διακοπή επί 15 χρόνια, από το 1952 έως το 1966. Το 1952 η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία επανέλαβε τις ανασκαφές της στην Πύλο, όπου είχε αρχίσει το 1939 ανασκαφές ο Κ. Κουρουνιώτης σε συνεργασία με αμερικανική αποστολή υπό τον καθηγητή Carl W. Blegen. Η ανασκαφή διακόπηκε λόγω τον πολέμου και ξανάρχισε το 1952 με εκπρόσωπο της Εταιρείας τον Μαρινάτο. Το αντικείμενο ήταν το ανάκτορο στην θέση Εγκλιανός της Πύλου. Οι δύο επιστήμονες συμφώνησαν να μοιραστούν την έρευνα έτσι ώστε ο Blegen με την ομάδα του να αναλάβει το ανάκτορο, ενώ ο Μαρινάτος θα ερευνούσε και θα ανέσκαπτε τους τάφους και τους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή του ανακτόρου, αλλά και παντού αλλού όπου υπήρχαν λείψανα του μυκηναϊκού πολιτισμού, όπως οι μισοσκαμμένοι θολωτοί τάφοι στον Κακόβατο και στην Τραγάνα.

Αρχικά οι έρευνές του τον οδήγησαν στις συστάδες των θαλαμοειδών τάφων στην θέση Βολιμίδια, 6 χιλιόμετρα περίπου βορείως του ανακτόρου, με την πάροδο του χρόνου όμως επεξετάθηκαν από την Περιστεριά και την Μουριατάδα ανατολικά της Κυπαρισσίας προς Βορράν έως το Χαροκοπειό κοντά στην Κορώνη προς Νότον, καλύπτοντας ολόκληρη σχεδόν την Μεσσηνία, Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δημοσιεύονταν κατά έτος στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας. 
Οι σχετικές του εκθέσεις, γραμμένες με το ζωηρό και ρέον ύφος του, είναι σαφέστατες, περιεκτικότατες και γλαφυρότατες, και καταλήγουν στο να διερευνύσουν και να συμπληρώσουν τις γνώσεις μας για την περιοχή όπου ανακαλύφθηκαν και ανασκάφηκαν 18 εξακριβωμένες μεγάλες (Εγκλιανός) και μικρότερες μιικηναϊκές εγκαταστάσεις. Εις αυτές ευρέθηκαν 29 θολωτοι τάφοι, από τους οποίους 10 μεγάλοι και 18 μικροί και απλούστερης κατασκευής (όπως ο Επάνω Φούρνος, ο Κατω Φούρνος και ο Κυκλώπειος των Μυκηνών), που υποδηλώνουν την ύπαρξη ισαρίθμων εδρών τοπικών αρχόντων και αξιωματούχων. Ο Μαρινάτος με τον Blegen ανέδειξαν δηλαδή την Μεσσηνία σε μία περιοχή ίσης σημασίας με τα μεγάλα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού, την Αργολίδα και την Βοιωτία.
Δεξιά ο Σπυρίδων Μαρινάτος μπροστά στον θολωτό τάφο 1 της Περιστεριάς



Οι ανασκαφές του 1960
Την 8ην Σεπτεμβρίου ήρχισεν η συστηματική ανασκαφή εις θέσιν Περιστεριά, περί το χιλιόμετρον προς Β. του χωρίου. Πρόκειται περί λόφου υπερκειμένου του Μεσσηνιακού αυλώνος, τον όποιον διαρρέει ο Κυπαρισσήεις ποταμός (εικ.1). Προς Δ. του λόφου τούτου, χωριζόμενον υπό βαθείας χαράδρας, ένθα αναβλύζει αέναος πηγή, υπάρχει έτερον ύψωμα, Κουκιρίκου καλούμενον, αμφότερα δε διακρίνονται μακρόθεν δια τους επί της κορυφής αυτών δύο τεχνητούς τύμβους. Ο Δυτικώτερος κρύπτει ταφάς εντός πίθων ΠΕ/ΜΕ εποχής, ήτοι είναι ανάλογος προς τον τύμβον Αγίου Ιωάννου Παπουλίων (ΠΑΕ 1954, 313 και 1955, 254). Ο τύμβος όμως της Περιστεριας έκρυπτεν ένα των σπουδαιοτέρων και αρχαιοτέρων μέχρι τούδε γνωστών θολωτών τάφων.



Οι χωρικοί διηγούντο, ότι εχρησίμευσεν ως λατομείον εξαγωγής πωρολίθων πελεκητών προς κατασκευήν γεφύρας, τεμαχισθέντος μάλιστα ενός πελωρίου πωρολίθου διά δυναμίτιδος.
Εις βάθος 0.60 υπό την επιφάνειαν του αμβλέος τύμβου εφάνη ταχέως πελώριον ανώφλιον εξ αμυγδαλίτου, φέρον άνω γλυφήν και κατά τας τέσσαρας πλευράς, προς καλυτέραν υποδοχήν του υπερκειμένου τοίχου. Ητο το τρίτον και τελευταίον, εσώτατον ανώφλιον του υπερμεγέθους τάφου. Το μεσαίον, εξ αμυγδαλίτου ωσαύτως, κατάκειται εις δύο τεμάχια πέραν του τάφου προς Ν., ενώ το εξώτατον, το όποιον ήτο εκ πώρου, απεκομίσθη τεμαχισθέν υπό των φουρνέλλων, ομού μετά των ανωτάτων δόμων της προσόψεως του τάφου, αποτελουμένης ωσαύτως εκ πελεκητών πώρων.
Ήρκεσαν μόνον δύο ημέραι, όπως αναφανή το άνω μέρος της μεγαλοπρεπούς ταύτης προσόψεως, της οποίας δύο λίθοι της αριστεράς παραστάδος φέρουν βαθέως και επιμελώς κεχαραγμένα δύο γνωστά λατομικά σημεία της Κνωσού, τον κλάδον και τον διπλούν πέλεκυν (εικ.2).



Προχωρούσης της ανασκαφής απεδείχθη, ότι το απομένον ανώφλιον είχε διαρραγή, είχε διαρραγή δε και ο ύπ’ αυτό τοίχος αμφοτέρων των παραστάδων του στομίου, αι οποίαι ούτω εκρέμαντο προς τα έσω. Αφαίρεσις των χωμάτων υπό το ανώφλιον συνεπήγετο κίνδυνον άμεσον, δι’ ο και εζητήθη ταχίστη αποστολή ενός μηχανικού της Διευθύνσεως Αναστηλώσεως, ίνα υποδείξη ημίν τον τρόπον περαιτέρω ανασκαφής, άνευ φόβου δυστυχημάτων. Δυστυχώς ο μηχανικός δεν απεστάλη. Κατόπιν τούτου μετεβάλομεν σχέδιον ανασκαφής, σκάψαντες μόνον τον δρόμον και μικρόν τμήμα της Ανατ. πλευράς της θόλου, ένθα ηδυνήθημεν να φθάσωμεν μέχρι του δαπέδου. Ο δρόμος του τάφου ανοίγεται προς Ν. και είχε μήκος 28μ. πλάτος δε 3.30μ. Φέρει επένδυσιν τοίχου εξ απλών λίθων λογάδων μέχρις αποστάσεως 1.90μ. από της θύρας, το δε δάπεδόν του, μέχρι μήκους 12μ. από της θύρας, είναι επεστρωμένον διά μικρών χαλίκων άγνωστον έτι αν άλλοθεν κομισθέντων, ως συνέβαινε και εις τον τάφον του Κορυφασίου. Η θύρα ευρέθη τετειχισμένη δι’ επιμελεστάτου τοίχου πλακωτών λίθων μέχρις ύψους 2.80μ. διατηρουμένου. Υπεράνω τούτου υπάρχει στρώμα χώματος, 0.20- 0.30 πάχους, είτα διατηρούνται, ολίγον εσώτερον, δύο σειραί λίθων άλλης, μεταγενεστέρας και αμελεστέρας τειχίσεως της θύρας. 
Το υπόλοιπον μέρος, μέχρι του ανωφλίου, ευρέθη πλήρες χωμάτων και λίθων αναμείξ (εικ.3). 
Το συνολικόν ύψος της θύρας ήτο 5.10μ., το δε πλάτος 2.33 κάτω και περίπου 2.20 άνω. Το συνολικόν βάθος του στομίου είναι 6μ. (υπό το ανώφλιον), αλλά έχει μετακινηθή το εσωτερικόν μέρος των τοίχων υπό το βάρος του ανωφλιού.
Ολόκληρος αύτη η ανωτάτη επίχωσις, από του ανωφλίου μέχρι του ανωτάτου μέρους της αρχικής τειχίσεως, περιείχε Μυκηναϊκά τινα όστρακα ομού μετά τεμαχίων ωραίων μελαμβαφών αγγείων κλασσικής εποχής και θραυσμάτων μεγάλων κεράμων. 
Από του σημείου όμως, οπόθεν άρχιζει η διατηρουμένη ωραία τείχισις της θύρας, τα όστρακα ήσαν μόνον Μυκηναϊκά μέχρι του πυθμένος του δρόμου, μεταξύ δ΄ αυτών, ήδη από της πρώτης ημέρας, ήσαν και ΥΕ I/II όστρακα, ως και τινα αμαυρόχρωμα. Η εικών διετηρήθη η αυτή μέχρι τέλους, επομένως το μέρος τούτο του δρόμου παρέμεινεν αδιατάρακτον από της Μυκηναϊκής εποχής.
Εσωτερικώς εις την θόλον επεχειρήσαμεν να ανοίξωμεν μίαν τάφρον εγκαρσίως προς την διεύθυνσιν του δρόμου (επομένως από Δ. προς Α.), προς σπουδήν της στρωματογραφίας. 
Απεδείχθη, ότι η πελώρια θόλος είχε συμπέσει, καταρρεύσαντος προς τα έσω πρώτον του δεξιού τω εισερχομένω (Ανατολικού) τοιχώματος. 



Επ΄ αυτού έπεσε το Δυτικόν και υπέρ αμφότερα έκειτο ανεστραμμένος κώνος χώματος λευκάζοντος εις τα άκρα και μελανού περί το μέσον, ήτοι ο άλλοτε υπέρ την θόλον τύμβος. Την τάφρον ηλάσαμεν εις βάθος μέχρι 3μ. περίπου, οπότε ήρχισαν να κρημνίζωνται οι λίθοι εκ των τοιχωμάτων και ηναγκάσθημεν να σταματήσωμεν.
Εις το ανατολικώτατον όμως μέρος της τάφρου, κατόπιν καταλλήλου στερεώσεως των τοιχωμάτων, κατωρθώσαμεν να φθάσωμεν μέχρι του πυθμένος, ούτινος εκαθαρίσαμεν τμήμα δύο περίπου τ.μ. Αι επιτευχθείσαι παρατηρήσεις επί του μικρού τούτου τμήματος είναι αι ακόλουθοι: Ολόκληρος η επίχωσις της θόλου παρουσιάζει πλήθος οστράκων. (εικ.4) Όσα είναι γραπτά, είναι αμαυρόχρωμα και ΥΕ I/II. Υπάρχουν ωσαύτως τεμάχια χειροποιήτου, ενίοτε εγχαράκτου χονδροειδούς κεραμεικής (το αποκληθέν «Αδριατικόν» στοιχειών.Τα όστρακα ταύτα προφανώς ανήκον εις τα χώματα, τα οποία εσωρεύθησαν υπέρ την θόλον.
Απεδείχθη, ότι είς το Α. μέρος ο τοίχος της θόλου διατηρείται είς όψος μόνον 1.20, αποτελούμενος από έξ σειράς ισουψών, ψευδοϊσοδόμως εκτισμένων λίθων. Μέχρις ύψους 0.80 περίπου από του δαπέδου υπήρχον οι τελευταίοι λίθοι της καταπεσούσης θόλου, άρα ο τάφος είχεν ήδη την επίχωσιν ταύτην, καθ’ ην εποχήν κατέρρευσεν. Είς την κορυφήν της επιχώσεως ταύτης εύρομεν άνθρακας, άφθονον τέφραν, οστά ζώων και τεμάχια Ελληνιστικών χυτρών και μελαμβαφών αγγείων.



Ακολούθως το χώμα ήτο σχεδόν καθαρόν, περιέχον μόνον αραιούς λίθους. Τα κατώτατα 0.15- 0.20 συνέκειντο εκ λευκής καθαράς αργίλλου, ήτις προφανώς είναι αποτέλεσμα διηθήσεως εκ των ομβρίων υδάτων. Είτα εφάνη το δάπεδον της θόλου, συγκείμενον εκ μειζόνων ή μικρών χαλίκων, ως και το του δρόμου. Ψήγματα χρυσού ανεφάνησαν αμέσως, αλλά και τέσσαρα θραύσματα μελαμβαφούς Ελληνιστικού αγγείου επ΄ αυτού του δαπέδου της θόλου. Ο τάφος, ως και πάντες οι όμοιοι αδελφοί του, έχει προ πολλού υποστή γενικήν αναμόχλευσιν και σύλησιν.
Πάντως η σπουδαιότης του μνημείου τούτου είναι σημαντική. Αν και κατατάσσεται είς την κατηγορίαν Β (μεσαίαν) του Wace, εν τούτοις φαίνεται να ανήκη εις τον -16ον αιώνα. Παρουσιάζει επί πλέον άμεσον σχέσιν προς την Κρήτην διά των εν τη προσάψει λατομικών σημείων, και δη προς την Κνωσόν ειδικώτερον. Είναι ενωρίς να αποπειραθώμεν ερμηνείαν του φαινομένου τούτου, πάντως αι σχέσεις αι ειδικώτεραι μεταξύ Κνωσού και Πύλου είναι ακόμη ζωηραί διά τον ποιητήν του Ομηρικού ύμνου είς Απόλλωνα, όστις ποιεί Κρήτας από Κνωσού Μινωίου πλέοντας επί πρήξιν και χρήματα ές Πύλον ημαθόεντα Πυλοιγενέας τ΄ ανθρώπους (393 έξ. Allen).
Ο λόφος της Περιστεριάς διατηρεί ακόμη ίχνη κατοικιών, αι οποίαι φαίνονται όλαι της παλαιοτέρας Μυκηναϊκής περιόδου. Μία οικία ανεσκάφη ολόκληρος. Είναι ΥΕ I εποχής και δεικνύει ίχνη και δευτέρας, κατά τι μεταγενεστέρας διασκευής. Επί του δαπέδου ευρέθησαν δύο παιδικαί ταφαί (οραταί επί της εικόνος παρά την κάτω αριστ. γωνίαν της οικίας).
Ευρήματα επιφανείας επί του λόφου ήσαν λίθιναι σφύραι, λειαντήρ δονάκων των βελών και μικραί λεπίδες εκ πυρίτου. Δεν υπάρχουσιν ίχνη εκ της μεταγενεστέρας Μυκηναϊκής εποχής. Ο τόπος ούτος φαίνεται να εγκαταλείφθη περί το τέλος του 15ου αιώνος και τούτο καθιστά ετι δυσκολωτέραν την ταύτισιν προς οιανδήποτε πόλιν της παραδόσεως. Η φύσις της τοποθεσίας, ένθα και σήμερον αργοκυλούν τα ύδατα της πηγής του λόφου και της κοίτης του Κυπαρισσήεντος, θα επέτρεπεν όπως σκεφθώμεν την Ομηρικήν Αμφιγένειαν, ήτις εν τω Καταλόγω συνεκφέρεται μετά του Κυπαρισσήεντος. Το ζήτημα είναι, τι εννοεί ο Ποιητής δια του τελευταίου τούτου ονόματος: Πόλιν (οπότε θα έπρεπε να λέγεται μάλλον Κυπαρισσήεσσα ή Κυπαρισσιάς) ή αυτόν τούτον τον ποταμόν μετά της περιοχής του; Το ζήτημα είναι ουχί απλούν, αφού μάλιστα η Περιστεριά κατεστράφη ενωρίτατα και ίσως ήτο άγνωστος πλέον κατά την εποχήν της συνθέσεως του Καταλόγου.


Οι ανασκαφές του 1961
Αι ανασκαφαί του 1961 εν Πύλω περιωρίσθησαν εις την έρευνάν των δύο παλαιοτέρων ανασκαφών Περιστεριάς και Κουκουνάρας. Εις το Ελληνικόν Μουριατάδας δεν κατέστη δυνατή η περαιτέρω έρευνα, διότι χρονίζει το ζήτημα της απαλλοτριώσεως.
Ο λόφος Περιστεριάς, παρά το χωρίον Μύρον Κυπαρισσίας, αποδεικνύεται ήδη το σπουδαιότατον κέντρον Παλαιομυκηναϊκού πολιτισμού, μέχρις ώρας τουλάχιστον, εις όλην την Δυτικήν Πελοπόννησον. Ο λόφος και οι ισχυροί δυνάσται, οίτινες ήδρευον επ’ αυτού φαίνεται ότι ήλεγχον εκείθεν ολόκληρον την διάβασιν του Μεσσηνιακού αυλώνος προς την πεδιάδα Σουλίμας, το Στενυκλάριον πεδίον και εκείθεν προς την περιοχήν της Ιθώμης και της ευδαίμονος Μεσσηνίας, της Μακαρίας των αρχαίων. H περιοχή Κοπανακίου και Μαλθίου (του Δωρίου κατά Valmin και άλλους), της Οιχαλίας και Ανδανίας, αίτινες κατά τας αρχαίας παραδόσεις ήσαν η πηγή των Μεσσηνιακών ηρωικών γενεών, εξηρτώντο εκ τηςοχυράς Περιστεριάς, ήτις απετέλει την κλείδα της διαβάσεως. Περί τα 20 χλμ. βορειότερον κείται ο Κακόβατος, η Πύλος του Νέστορος κατά τον Δαίρπφελδ. Εν τούτοις οι θολωτοί τάφοι του Κακοβάτου υπολείπονται κατά πολύ των της Περιστεριάς. Είναι περίεργον, ότι ο μύθος δεν μας διέσωσε καμμίαν ανάμνησιν. Η θέσις, υπέρ τον Κυπαρισσήεντα ποταμόν και με άφθονον πηγήν σχηματίζουσαν παρά τους πρόποδας του λόφου μικρά τέλματα, δίδει το δικαίωμα να σκεφθώμεν τουλάχιστον το Έλος, μίαν των εννέα πόλεων του Νέστορος.



Ο μέγας θολωτός τάφος (από τούδε τάφος 1, όρα σχέδιον 1) εσκάφη περαιτέρω, χωρίς να περατωθή η ανασκαφή του, ενώ μόλις 70μ. νοτιώτερον ανευρέθη και ενταύθα ο αδελφός τάφος 2. Αιτίαι, δι’ ας ουδέ κατά τo 1961 ανεσκάφη πλήρως ο τάφος 1, είναι ου μόνον η απώλεια χρόνου, μέχρις ότου η υπηρεσία Αναστηλώσεως δυνηθή να μετατόπιση το ανώφλιον, αλλά και το μέγεθος της θόλου, πλήρους λίθων και χωμάτων έως άνω. Το έσω ανώφλιον (βάρους 22 τόννων περίπου) ήτο διηρημένον εις δύο υπό σχισμής προξενηθείσης υπό του υπερκειμένου βάρους. Η υπηρεσία Αναστηλώσεως δι’ επιδέξιων μεθόδων, οφειλομένων εις την εμπειρίαν του κ. Α. Κολοκοτσά, μετετόπισε κατ’ αρχάς το Ανατολικόν (και μικρότερου) τμήμα του ανωφλίου, ακολούθως ώθησε το υπολειπόμενον, μεγαλύτερου, μέρος προς την έξω πλευράν του στομίου του τάφου. Επιτευχθείσης της στερεώσεως τούτου επί των παραστάδων του στομίου, ηδυνήθημεν να σκάψωμεν και το στόμιον και το αμέσως μετά τούτο εσωτερικόν μέρος της θόλου (εικ.5).


Το στόμιον του τάφου, μήκους 5.50 μέτρων, απεδείχθη ότι έφερε τείχισιν και εις την πρόσοψιν και εις το οπίσθιον μέρος, άπας δε ο πελώριος χώρος ήτο συμπαγώς πλήρης λίθων και χωμάτων. Τούτων απομακρυνθέντων, απεδείχθη ότι τα τοιχώματα του στομίου εκαλύπτοντο άλλοτε ολόκληρα υπό λευκωπού ασβεστοκονιάματος, εντεύθεν δ’ εξηγείται και η ατελής κατεργασία των πελεκητών λίθων, δι’ ών το στόμιον του τάφου εκτίσθη. Άφθονα ίχνη του κονιάματος διατηρούνται ου μόνον εις τους αρμούς, αλλά και επί της επιφάνειας των πελεκητών λίθων. Της θόλου εσκάφη μέχρι του δαπέδου το ήμισυ περίπου, το προς την είσοδον (ήτοι προς Νότον) ευρισκόμενον. Το δάπεδον, επιμελώς πελεκημένον και λελεασμένον, σύγκειται εκ του κροκαλοπαγούς φυσικού πετρώματος.
Πέρυσιν είχον εκλάβει το μικρόν τμήμα, όπερ είχον κατορθώσει να φθάσω, ως τεχνητόν χαλικόστρωτον δάπεδον. Ήδη αποδεικνύεται, ότι και εις τον δρόμον του τάφου και εις την θόλον το δάπεδον είναι αυτός ούτος ο φυσικός βράχος, εξ ου συνίσταται ο λόφος της Περιστεριας, ων μέτριας σκληρότητος, ώστε να λαξεύεται οπωσούν ευχερώς.
Η επίχωσις της θόλου συνίσταται μέχρι τέλους εκ λίθων και χωμάτων, προερχομένων εκ της κατακρημνίσεως του τάφου και του επ’ αυτού τύμβου. Άφθονα όστρακα αμαυρόχρωμα, ΥΕ I-II, Ελληνικά και Ελληνιστικά, ερμηνεύουν τα πεπρωμένα του μεγάλου τούτου νεκρικού θαλάμου. Τα τεμάχια Ελληνιστικής κεραμεικής, ομού μετά μεγάλων τεμαχίων κεράμων, ήσαν ιδιαιτέρως άφθονα πέριξ της εισόδου.



Μέγα όμως στρώμα θυσιών Ελληνικής εποχής (εικ.6) καλύπτει ολόκληρον την θόλον. Προ της θύρας, ευρίσκεται το στρώμα τούτο εις ύψος 1.60 από του δαπέδου, κατέρχεται δ’ εφόσον προχωρεί εσώτερον, ίνα καταλήξη εις ύψος 0.30 παρά τον τοίχον της θόλου έναντι της θύρας. Το πάχος του στρώματος συνήθως είναι ολίγων εκατοστών, αλλ’ εις τινα σημεία είναι παχύ μέχρι 0.30μ. Λείψανα οστών ζώων (βοοειδών, προβάτων και χοίρων), άφθονος τέφρα και άνθρακες, κέραμοι και όστρακα μικρών, μελαμβαφών, συνήθως Ελληνιστικών αγγείων, αποτελούσι το στρώμα τούτο. Τα όστρακα ανήκουν κυρίως εις τον -4ον και -3ον αιώνα, τινά όμως φθάνουν μέχρι του 5ου αιώνος.
Το δάπεδον της θόλου είναι πανταχού λείον. Πλην οστράκων, ελάχιστα και ασήμαντα ίχνη εκ της Μυκηναϊκής εποχής διεσώθησαν, ήτοι ολίγαι ψήφοι εξ ημιπολύτιμων υλικών και φυλλάρια χρυσού. Η κεραμεική είναι κυρίως αμαυρόχρωμος και ΥΕ I-II, αλλ’ ευρέθησαν και τινες πόδες κυλικών. Εσυχνάζετο λοιπόν ο τάφος και κατά την ΥΕ III εποχήν, εις το γεγονός δε τούτο και ουχί εις τους επισκέπτας της Ελληνικής εποχής δέον να αποδοθή η πλήρης σύλησις τούτου.



Συνεχόμενα προς Ανατολάς ανεκαλύφθησαν τα ερείπια μεγάλης οικίας (εικ.7), καταστραφείσης προς ανέγερσιν του τάφου. Οι τοίχοι όμως του υπολειφθέντος τμήματος διατηρούνται εις ύψος μέχρις ενός περίπου μέτρου, διότι αφέθησαν όπως αποτελέσουν αναλήμματα προς συγκράτησιν των χωμάτων του υπέρ τον τάφον χυθέντος τεχνητού τύμβου. Τα όστρακα τα προερχόμενα εκ του τύμβου τούτου αντιστοιχούσιν ακριβώς προς τα της οικίας, ήτις είναι Μεσοελλαδική -πρώιμος Μυκηναϊκή. Επί πλέον, αντικείμενα οικιακής χρήσεως ως ακόναι, σφονδύλια πήλινα, κελύφη θαλασσίων οστρέων κλπ. ανευρεθέντα εντός της οικίας, ανευρέθησαν και εις τα χώματα του τύμβου. Είναι προφανές, ότι τα χώματα του τύμβου τούτου συνελέγησαν εκ των πέριξ των οικιών του συνοικισμού, αι οποίαι ηχρηστεύθησαν χάριν του τάφου.



Η οικία απετελείτο εκ πολλών δωματίων, ων εν (αρ.2) διατηρείται ολόκληρον. Οι τοίχοι είναι ευθύγραμμοι, αλλ’ ολίγη φροντίς των ορθών γωνιών υπάρχει. Εντός των δωματίων και των αυλών ανεκαλύφθησαν επτά μικροί κιβωτόσχημοι τάφοι περιέχοντες σκελετούς από δύο μέχρι και πέντε νηπίων, άνευ ουδενός άλλου κτερίσματος (εικ.8). 
Εις μίαν γωνίαν ανεκαλύφθη κατά χώραν πηλίνη στάμνος. Εντός αυτής περιείχετο μικρός δίωτος σκύφος και όπισθεν τούτου έκειντο τρία πήλινα σφονδύλια. Εν κύπελλον (τύπου «Kefti») μετά στολιδωτής διακοσμήσεως γραπτής (Rippling) ανευρέθη πρακτικώς ακέραιον εντός του δωματίου 2 (εικ. δεξιά). 

Περί τα 70-80 μέτρα προς ΝΔ. διεξήχθησαν μερικαί δοκιμαί, καθ’ ας ημέρας αι εργασίαι της Αναστηλώσεως ημπόδιζον την ανασκαφήν εις τον μέγαν τάφον. 

Η προσπάθεια ημών ήτο, να ευρεθή και ο δεύτερος, πράγματι δ’ ου μόνον ούτος ανευρέθη, αλλά και μέγα καμπυλόγραμμου οικοδόμημα (βλέπε το Τοπογραφικό στο τέλος του άρθρου). Ο τάφος 2, φαινόμενος πενιχρότερος και κατά τι μικρότερος, προφανώς δε και αρχαιότερος του τάφου 1, έχει τον δρόμον ακριβώς προς Ν.
Το στόμιον διατηρείται καλώς, φέρει δ’ εισέτι την τείχισιν της θύρας, ήτις φράσσει μόνον το οπίσθιον ήμισυ. Μόνον λεπτόν στρώμα χώματος εκάλυπτε τον τάφον, όστις όμως ήτο τελείως αόρατος. Απομακρυνθέντος του χώματος εφάνη ο κύκλος του τάφου και η θόλος ήτο πλήρης εκ των συμπεσόντων λίθων. Ο κύκλος είναι εκτισμένος διά μικρών πλακωτών λίθων και έχει πλάτος από 1.30 μέχρι και 1.80 ενιαχού, είναι δε πηλόκτιστος. Η διάμετρος, ως φαίνεται νυν, είναι εσωτερική μεν απ 9.50 μέχρι 10.50, εξωτερική δε εκ Δ. προς Α. 12,30. Ο τάφος, προφανώς ένεκα μετακινήσεως του εδάφους, έχει παραμορφωθή κατά τι.
Μικρόν μόνον τμήμα της θόλου, ακριβώς όπισθεν της θύρας, ανεσκάφη μέχρι του πυθμένος. Απεδείχθησαν τα εξής: Ο τάφος κατέπεσεν εις άγνωστον εισέτι εποχήν. Εις το μέρος της θύρας διατηρείται μέχρις ύψους 3.30 μέτρων.
Δεξιά της εισόδου εις απόστασιν 2.10μ., υπάρχει κτιστόν βάθρον ή βωμός μήκους 1.80, πλάτους 1.25 και ύψους 0.75, ερειδόμενος επί του τοίχου της θόλου (εικ.10).



Η τετειχισμένη θύρα έχει πλάτος κάτω 2.10μ., άνω δ’εις το σωζόμενον σημείον 1.60 μόνον. Η τείχισις φέρει εις το επίπεδον του δαπέδου της θόλου οχετόν 20X 25εκ. εκδίδοντα προς τον δρόμον, παχύ δε στρώμα ιλύος ξηράς δεικνύει, ότι ύδατα έτρεχον δια του τάφου και παρίστατο ανάγκη να δοθή εις αυτά διέξοδος (εικ.11). Ο τάφος φαίνεται πλήρως σεσυλημένος. Ευρέθησαν ολίγαι ψήφοι ηλέκτρου, θραύσματα χαλκού και ανθρωπίνων οστών και πλήθος χρυσών ψηγμάτων, αφθονωτέρων η εις τον τάφον Α. Ολίγα τεμάχια ενός μελαμβαφούς τριώτου αμφορέως δεικνύουν εποχήν περί το 1500, διότι ο τάφος στερείται και κεραμεικής εισέτι, τουλάχιστον εις το ανασκαφέν τμήμα.
 Ο τάφος ούτος κείται πλησίον πελωρίου πεταλοειδούς; κτίσματος, ούτινος φαίνεται να κατέστρεψε το ανατολικόν σκέλος. Επειδή πρέπει πρώτον να πραγματοποιηθή απαλλοτρίωσις του χώρου, μόνον ατελώς ηρευνήθη το κτίσμα τούτο, ίσως το σπουδαιότατον αρχιτεκτόνημα της Περιστεριάς. Ο άξων του οικοδομήματος από Β. προς Ν. έχει μήκος 23 περίπου μέτρων. Η είσοδος είναι προς Β. διατηρείται δ’ ακεραία η δεξιά παραστάς της εισόδου. Καταλήγει εις αιχμήν, λεπτυνομένου βαθμηδόν του τοίχου, όστις έχει πάχος 2 μέτρων, διατηρούμενος εις ύψος 1μ. και πλέον. Η εξωτερική (Δυτική) πλευρά του τοίχου αποτελείται εκ μεγάλων λίθων, η έσωτερική εκ μικρών (πίν.134β).


Μικρόν μόνον μέρος του εσωτερικού του κτίσματος ανεσκάφη, ακριβώςπαρά τήν είσοδον, εν τη προσπάθεια ημών, όπως καθορίσωμεν την φύσιν του οικοδομήματος.
Δεν εφωτίσθημεν όμως, διότι προσεκρούσαμεν επί κυκλικού θολωτού κατασκευάσματος, ου η διάμετρος υπολογίζεται εις 6- 6.50μ. Προς στιγμήν υπεθέσαμεν, ότι επρόκειτο περί πελωρίου κυκλικού σιρού, όστις περιέκλειε κύκλω τας μικροτέρας κυκλικάς σιταποθήκας κατά το γνωστόν υπόδειγμα της περιφήμου Μηλιακής πυξίδος (BOSSERT, Altkreta, είκ.403). Όπως δήποτε, το μικρόν κυκλικόν κτίσμα, καίπερ φέρον δάπεδον λιθόστρωτον, είναι πιθανώτατα τρίτος θολωτός τάφος. Υπολείπεται επομένως η ερμηνεία, ότι το πελώριον καμπυλόγραμμον κτίσμα, ου μόνον ανάλογον είναι το «κυκλικόν» κτίσμα υπό το ανάκτορον της Τίρυνθος, είναι μάλλον συναφές προς τους τάφους. Ίσως μάλιστα δικαιούμεθα να το ονομάσωμεν περίβολον.
Δυστυχώς δεν εξηκριβώθη η χρονολογία του. Η σκαφή προ του δυτ. τοίχου απέδωκε μέγα πλήθος Υστερομυκηναϊκής (III α-β) κεραμεικής, κυριώτατα αγράφων κυλίκων. Το εσωτερικόν απέδωκεν ελάχιστα όστρακα, πάντα «άχρονα» εξ ερυθρωπού, κακώς ωπτημένου πηλού. Δύο μόνον μικρά όστρακα είναι ΥΕ I, ων το εν, ευρεθέν εις βάθος 1.20 προ της Β. εισόδου, δεικνύει ενόφθαλμον σπείραν. 
Πάντως είναι φανερόν, ότι το κτίσμα κατεστράφη εν μέρει μέχρι και των θεμελίων εις το Ν. μέρος ένθα η επίχωσις είναι μικρά.

Μικραί δοκιμαί εγένοντο εις διάφορα σημεία του λόφου Περιστεριάς, προκειμένου να προταθή η απαλλοτρίωσις του χώρου. Παντού υπάρχουν λείψανα τοίχων και ανευρίσκεται αφθονωτάτη Υστερομυκηναϊκή κεραμεική είς κάθε δοκιμήν. Περί τα 25μ., προς Α. του τάφου 2 ανεφάνησαν τα ίχνη οικίας μετά πολλών χώρων, ήτις φαίνεται να εχρησιμοποιήθη εκ νέου κατά την Ελληνιστικήν εποχήν, ενώ εις τα βαθύτερα στρώματα παρουσιάζει κεραμεικήν Μυκηναϊκήν III α-β και άφθονα οικιακά εργαλεία, ως και τεμάχια πήλινων ειδωλίων.

Οι ανασκαφές του 1962
Αι έρευναι του 1962 εν Πύλω διήρκεσαν από της 23ς Ιουλίου μέχρι της 8ης Σεπτεμβρίου. Αι ανασκαφαί περιωρίσθησαν είς μόνην την Περιστεριάν. Τοπογραφικαί όμως εξερευνήσεις εγένοντο είς διάφορα μέρη: Πήδασον, Χανδρινού (ένθα ευρέθη τεχνητός τύμβος είς θέσιν Κισσός, έτερος εντός αγρού Μαρίας Σκαφιδά, πολλά δε άλλα ίχνη Μυκηναϊκής και Μεταμυκηναϊκής εποχής είς τα πέριξ) και άλλας τοποθεσίας. Πλησίον του χωρίου Σχινόλακκα και είς ολίγων λεπτών απόστασιν από των Παλαιοχωρίων Κουκουνάρας, ένθα πέρυσι διεξήχθη επιτυχής σκάφη, εσημειώθη πλήθος λακκοειδών τάφων, ίσως όμως χριστιανικής ήδη εποχής. Έτι περαιτέρω προς το χωρίον, είς θέσιν Παληάλωνα (αγρός Ν. Βισβίκη) υπάρχει Μυκηναϊκόν κτίσμα, πλησίον δε τούτου (αγρός Κων. Καλογεροπούλου) ευρέθησαν Μυκηναϊκαί ψήψοι εκ κυανής υάλου και χαλκή τριχολαβίς. Τινά των ευρημάτων τούτων κατέληξαν είς το μουσείον Πύλου.
Είς το μουσείον Χώρας ειργάσθη επί δυο μήνας ο αρχιτεχνίτης κ. Ζαχ. Κανάκης, εργασθείς συγχρόνως και είς τα ευρήματα παλαιοτέρων ετών του μουσείου Πύλου. Το σπουδαιότερον αποτέλεσμα ήτο η συγκρότησις δυο νέων μεγάλων ταφικών πίθων εκ του τύμβου Αγίου Ιωάννου Παπουλίων. Ο είς ανασυγκροτηθείς έδειξεν ύψος 1.98μ. και το ενδιαφέρον ατρακτοειδές σχήμα, το οποίον είς το μέσον παρουσιάζει ελαφράν άρθρωσιν. Ο έτερος πίθος ήτο ο του κεντρικού μέρους του τύμβου, ον κατέθραυσαν οι χωρικοί. Ελλείπουν μερικά τεμάχια, αλλ’ η ανασυγκρότησίς του επετεύχθη άνευ δυσκολίας. Το ύψος του φθάνει 1.78μ.
Διά λόγους ανασκαφικής τακτικής αι ανασκαφαί περιωρίσθησαν είς μόνην την Περιστεριάν. Πράγματι, τη βοήθεια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, συνετελέσθη η διαδικασία απαλλοτριώσεως ολοκλήρου του λόφου επί τη βάσει τοπογραφικού σχεδίου του κ. Ιω. Μπαντέκα. Προείχεν ως εκ τούτου η πληρεστέρα εξακρίβωσις της υπάρξεως αρχαιοτήτων ανά την απαλλοτριουμένην έκτασιν.
Ητο ήδη γνωστόν εκ των προηγουμένων σκαφικών περιόδων, ότι ολόκληρος ο ωραίος λόφος, απρόσιτος από των τριών πλευρών και βατός μόνον εκ Νότου, παρουσίαζεν ίχνη της Μυκηναϊκής αρχαιότητος. Διά της εφετεινής ερεύνης το πράγμα εξηκριβώθη πλήρως. Μόνη η κορυφή του λόφου φαίνεται ελεύθερα κτισμάτων. Η Δυτική πλευρά είναι πλήρης κτισμάτων, ίσως μεμονωμένων οικημάτων. Η Νοτία κατά το μέγιστον μέρος καταλαμβάνεται υπό των τάφων. Εις το υπολειπόμενον Ν. και ΝΑ. τμήμα ηνοίξαμεν δυο μεγάλας τάφρους σταυροειδώς. Η Βορειονοτία έχει μήκος 41 και η Ανατολικοδυτική 48 μέτρων. Παντού ενεφανίσθη η αυτή εικών, ήτις συνίσταται εις τοίχους και εγκατεσπαρμένους λίθους ευθύς υπό το καλλιεργήσιμον στρώμα, ενώ τα όστρακα, αν και κατά μεγάλην πλειονότητα Μυκηναϊκά, περιέχουν και ποσοστόν Ελληνιστικής και μεταγενεστέρας κεραμεικής, ως και θραύσματα κεράμων. Η εντύπωσις του παρόντος είναι, ότι τουλάχιστον μέρος των αναφανέντων τοίχων είναι Ελληνικής εποχής. Ενιαχού υπάρχουν χαλικόστρωτα δάπεδα, υπό τα όποια τα όστρακα είναι μόνον Μυκηναϊκά.
Εν τω μεταξύ (Πέμπτην 23 Αυγούστου) ήνοιξαν κυριολεκτικώς οι καταρράκται του ουρανού, φαινόμενον του οποίου είχομεν ήδη πικράν πείραν εκ προηγουμένων ετών εις την περιοχήν εκείνην. Εν διαστήματι ολίγων ωρών ο θολωτός τάφος 2, ο δρόμος του, αι τάφροι και πάσα άλλη κοιλότης μετεβλήθησαν εις λίμνας, των οποίων τα ύδατα διετηρήθησαν επί εβδομάδας. Τούτο ηνάγκασεν ημάς όπως ανοίξωμεν τρίτην τάφρον κατά την προέκτασιν του δρόμου του τάφου 2 προς διέξοδον των υδάτων, διότι άλλως ταύτα θα ελίμναζον εντός της θόλου καθ’ όλον τον χειμώνα. Η τάφρος αύτη, εκταθείσα προς Ν. εις απόστασιν σχεδόν 35μ. από του τάφου, έπρεπε να φθάση ενιαχού εις βάθος σχεδόν 2 μέτρων, ίνα καταστή δυνατή η φυσική ροή των υδάτων. Η ευκαιρία προς σπουδήν και της στρωματογραφίας έδειξε τα εξής:
Εις βάθος 1μ. περίπου υπό το καλλιεργήσιμον έδαφος ανεφάνησαν λίθοι, τινές των οποίων ανήκουν εις τοίχους καλώς εκτισμένους και αρκετά παχείς. Λείψανα ανθράκων και τέφρα ενεφανίσθησαν ενιαχού. Δια το στενόν του χώρου δεν εγένετο σαφές, αν πρόκειται περί δαπέδου, εστίας ή μάλλον περί πυράς θυσιών. Πάντα τα όστρακα εις το βάθος τούτο είναι YE I- II, ομού δε μετ’ αυτών ευρέθησαν και σχετικώς άφθονα πήλινα ειδώλια, περί ων κατωτέρω.
Αι ανωτέρω δοκιμαστικοί σκαφαί κατηνάλωσαν το πλείστον του χρόνου και των χρημάτων της ανασκαφής. Η πραγματικώς σκαφική εργασία περιωρίσθη εις τον θολωτόν τάφον 2, διότι ο τάφος 1, διαρκούντος του χειμώνος, υπέστη σημαντικήν ερείπωσιν και δεν απετόλμησα την περαιτέρω ανασκαφήν του. Ουδείς θα ήτο πρόθυμος να εργασθή εντός της θόλου, ης το ήμισυ περίπου παραμένει άσκαφον, ενώ επικινδύνως κρέμονται το πελώριον ανώφλιον και οι διερρωγότες τοίχοι της θολώσεως 4-5 μέτρα υπεράνω του δαπέδου. Η εργασία εντός του σπουδαίου τούτου τάφου θα είναι άκρως προβληματική άνευ της συνεχούς παρουσίας της Αναστηλώσεως, διότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος δυστυχήματος.
Αι εργασίαι κατ’ ανάγκην περιωρίσθησαν εις τον τάφον 2. Η δυσκολία ανασκαφής της θόλου του τάφου τούτου έγκειται είς το γεγονός, ότι δεν τολμώμεν να αφαιρέσωμεν την παχείαν τείχισιν του στομίου, διότι θα καταπέση η Ανατολική τούτου παραστάς, ήτις αρχαιόθεν έχει υποστή νεύσιν προς τα έσω. Όταν διά τελευταίαν φοράν είχε τειχισθή η θύρα του τάφου (πιθανώς κατά την YE III περίοδον), υπήρχεν ήδη η μετατόπισις αυτή ολοκλήρου του Ανατολικού τμήματος της θόλου, ήτις εν τέλει επέφερε και την πτώσιν του τάφου.
Η θόλος, διά τούτο, κενούται άνωθεν, γεννωμένου και προβλήματος τοποθετήσεως της απειρίας των εξαγομένων λίθων, δεδομένου ότι αμφοτέρων των τάφων αι θόλοι έχουν παχυτάτους τοίχους. Οι εξαγόμενοι λίθοι, πάντες εκλεκτής ποιότητος, πλακωτοί, αρκούντως κατειργασμένοι και μεταφερθέντες μακρύθεν, αναγκαστικώς κτίζονται εκ νέου είς μάνδρας και μακρούς τοίχους πέριξ των δύο τάφων. Εφέτος επωφελήθημεν της παρουσίας των κτιστών και διά μικράς προσθέτου δαπάνης εις ξύλα, κεράμους και κονίαμα κατεσκευάσθη φυλακείον ευπρόσωπον και καλώς αποκρυβέν, ώστε δεν είναι ορατόν ούτε μακρόθεν ούτε και εγγύθεν. Είχεν ακριβώς στεγασθή ήδη, ότε κατέλαβεν ημάς η καταιγίς, την οποίαν είχομεν εγκαίρως υποπτεύσει.
Η προσπάθεια ημών εφέτος συνεκεντρώθη εις το να σκάψωμεν το τρίτον τεταρτημόριον της θόλου (τα δύο άλλα είχον σκαφή κατά το 1961) και να καθαρίσωμεν και τον δρόμον. Τα αποτελέσματα υπήρξαν εν συντόμω τά ακόλουθα:
Αφού εκαθαρίσθη επιμελώς και εγένετο κάθετος η τομή της επιχώσεως της θόλου, ης το ήμισυ είχεν ήδη καθαρισθή κατά το προηγούμενον έτος, εφωτογραφήθη και εσχεδιάσθη. Η τομή, ήτις έχει διεύθυνσιν από Α. προς Δ., δεικνύει ότι, όταν κατέπεσεν η θόλος, το δάπεδον αυτής εκαλύπτετο υπό στρώματος ιλύος καθαράς, ήτις προς Α. αρχίζει εις το μηδέν και προς Δ. έχει πάχος σχεδόν 1μ. ακριβώς. Τούτο δε, διότι ακολουθεί την αντίστοιχον κλίσιν του δαπέδου της θόλου, όπερ είναι ο ακατέργαστος κροκαλοπαγής βράχος, ενώ η άνω επιφάνεια του γηίνου τούτου στρώματος είναι οριζοντία, Η υπόλοιπος επίχωσις της θόλου σύγκειται εκ λίθων και χώματος. Μέχρι βάθους σχεδόν 1μ. από της επιφάνειας συνηντήσαμεν και εφέτος αραιά όστρακα Ελληνικής εποχής και τινα τεμάχια κεράμων. Κατόπιν η επίχωσις γίνεται καθαρά Μυκηναϊκή. Τα ανευρισκόμενα όμως όστρακα είναι αραιά και ελάχιστα τούτων είναι γραπτά.
Είς βάθος 1.60 από της επιφάνειας (και εις ύψος 2.20 από του δαπέδου) ευρέθη, εστημένον όρθιον μεταξύ λίθων και ερειδόμενον επί του Β. τοιχώματος της θόλου, εημέγεθες χυτροειδές αγγείον (πίν.94α). Φέρει δύο οριζόντιας λαβάς και μίαν μαστοειδή απόφυσιν, τούτο όμως δεν αποδεικνύει, ότι το αγγείον είναι Μυκηναϊκόν. Έχει ύψος 30 και διάμετρον 25 εκατοστών. Πλησίον και πέριξ του αγγείου υπήρχον πολλά λείψανα πυράς και μικροί άνθρακες. Ου μακράν δ’ ευρέθη και τεμάχιον σιδηρού δρέπανου, ίσως ουχί άσχετον προς τα ανωτέρω. Κενωθείσα η χύτρα ευρέθη περιέχουσα μόνον χώμα μετά τινων λειψάνων μικρών ανθράκων είς τον πυθμένα.



Οταν η σκαφή έφθασεν είς το τέλος, το δάπεδον της θόλου ενεφανίσθη και πάλιν ως ακατέργαστος κροκαλοπαγής βράχος. Λείψανα δευτέρου «βωμού» ανεκαλύφθησαν, όστις όμως τρεις- τέσσαρας λίθους διατηρεί κατά χώραν. Η φωτογραφία 12 δεικνύει το ΒΑ. τμήμα της θόλου ομού μετά του περυσινού (δεξιά) και του εφετεινού «βωμού». Μεταξύ αυτών είδος αύλακος έχει σκαλισθή ελαφρώς εις το δάπεδον της θόλου.
Ο καθαρισμός του δρόμου του τάφου απέδωκε τα ακόλουθα αποτελέσματα: Μετά την αφαίρεσιν των χωμάτων επιφάνειας πλήθος λίθων, μεγάλων συνήθως, ευρέθησαν πληρούντες τον δρόμον και σχηματίζοντες ομοιόμορφον στρώμα μέχρις αποστάσεως 11 μέτρων από του τετειχισμένου στομίου.
Προχωρούσης της ανασκαφής είς βάθος εξηκριβώθη, ότι τμήμα πάχους 1.40μ. είς το εξώτατον μέρος του δρόμου απετέλει τοίχον, οι δε υπόλοιποι λίθοι ήσαν ατάκτως ερριμμένοι εντός του δρόμου μεταξύ του τοίχου τούτου και του τετειχισμένου στομίου. Η εικών του πίν.94β δεικνύει μίαν φάσιν της ανασκαφής, ένθα εις το κάτω μέρος φαίνεται ο ρηθείς τοίχος, εις δε το άνω μέρος η τετειχισμένη είσοδος της θόλου.
Περατωθείσης της εξαγωγής των λίθων και χωμάτων απεδείχθη, ότι εις τον πυθμένα του δρόμου υπήρχεν οχετός κεκαλυμμένος δια σειράς πλακωτών λίθων (εικ.11). Την παρουσίαν τούτου είχομεν ήδη συμπεράνει από του προηγουμένου έτους λόγω αντιστοίχου οπής εις το κάτω μέρος της τειχίσεως του στομίου. Πράγματι, μέχρι και σήμερον, κατά τον χειμώνα ο τάφος συλλέγει ύδατα, τα οποία εν μέρει αναβλύζουν. Εντεύθεν εξηγείται και η ιλύς εντός της θόλου. Ο πλήρως ήδη ανασκαφείς δρόμος, από της τειχίσεως του στομίου μέχρι του ρηθέντος τοίχου, έχει πλάτος 2μ. και μήκος 9.15μ., διατηρούνται δε τετειχισμέναι αι παρειαί του εις το τέλος επί διάστημα 1.85μ. από του ρηθέντος τοίχου. Το δάπεδον και ο οχετός ευρίσκονται εις βάθος 3μ. από της σημερινής επιφάνειας του εδάφους.
Ο ρηθείς εγκάρσιος τοίχος, όστις ούτω θέτει πρόωρον τέρμα εις τον δρόμον του τάφου, παρουσιάζει εις μεν την οπισθίαν όψιν του (την προς τον δρόμον) και εις το εσωτερικόν αυτού αμελεστέραν τοιχοδομήν διά λίθων αναμείξ πλακωτών και ολοιτρόχων. Η εξωτερική του όμως επιφάνεια (η προς Ν.) είναι επιμελέστατα εκτισμένη διά πλακωτών λίθων. Παρακολουθηθείσα μέχρι τέλους εις το προ του δρόμου σημείον ευρέθη έχουσα ύψος 1.80, εις δε τα θεμέλια υπήρχεν οπή του οχετού προς περαιτέρω δίοδον των υδάτων (εικ.10).
Ενεκα του μεγάλου βάθους των επιχώσεων, μόνον επί μικρόν διάστημα εκαθαρίσθη ο τοίχος ούτος. Απεδείχθη, ότι παρουσιάζει κυρτότητα και, το σπουδαιότερου, ότι συνεχίζεται προς Δυσμάς και προς Ανατολάς. Παρηκολουθήσαμεν τούτον προς Δ. επί τινα μέτρα, ώστε να δύναται να θεωρηθή βέβαιον, ότι είναι εις και ο αυτός προς το πέρυσιν ονομασθέν Πεταλοειδές κτίσμα, το οποίον τώρα φαίνεται μάλλον κυκλικόν. Επειδή δε εφέτος εφάνησαν και νέα ίχνη εντός του «πετάλου», τα οποία αποδεικνύουν ότι πρόκειται περί τρίτου θολωτού τάφου, διαμέτρου 7μ. περίπου, έπεται ότι ο μέγας ούτος κύκλος (υπελογίσαμεν την διάμετρον αυτού εις 32μ.), περιέβαλλε τον ταφικόν τούτον χώρον. Δεν φαίνεται όμως πιθανόν, ότι πρόκειται περί σωστού κυκλικού περιβόλου ως οι των Μυκηνών.
Η τοπογραφία προδίδει μάλλον ημικύκλιον ή τι πλέον, όπερ άφηνεν ελεύθερον την Βορείαν (υψηλοτέραν) πλευράν του περιβόλου. Η μελλοντική σκαφή θα φωτίση το πρόβλημα τούτο ως και το πρόβλημα του προορισμού του κολοσσιαίου τούτου έργου. Η εύρεσις πολλών ειδωλίων και πολλών θραυσμάτων κεραμεικής προ του τοίχου φαίνεται να προδίδουν σεβασμόν, διότι τα ειδώλια ζώων και ανθρώπων δυσκόλως δύνανται να ερμηνευθώσιν άλλως, αφού μάλιστα πολλαχού ευρέθησαν άνθρακες και τέφρα. Γοητευτική είναι η ιδέα, μήπως ο «κύκλος» περιέβαλλε παλαιοτέρους τάφους και ουχί τους θολωτούς.



Τα κινητά ευρήματα, πλην μεγάλου όγκου οστράκων συλλεγέντων εκ των τάφρων, υπήρξαν τα ακόλουθα: Εντός της θόλου ευρέθη αφθονία θραυσμάτων εκ χαλκών σκευών, φυλλάρια χρυσού, ων τινα φέροντα εμπίεστον διακόσμησιν, μικραί και μείζονες ψήφοι ηλέκτρου (εικ.13), αρκεταί σφαιρικαί ψήφοι αμεθύστου (εικ.14) και ολίγα τεμάχια αργυρού σκεύους, το οποίον εκοσμείτο ενθέτως. Διατηρούνται τρία τεμάχια φέροντα χρυσά κρίνα και σειράν χρυσών δισκαρίων, εσωτερικώς και εξωτερικώς, άτινα ήσαν αι κεφαλαί χρυσών ήλων. 
Τα σπουδαιότερα όμως ευρήματα εκ της θόλου ήσαν πλακίδιον ορθογώνιον ηλέκτρου μετά περίπλοκου διατρήσεως (εικ.15) και πήλινον ειδώλιον. Αμφότερα ευρέθησαν εντός της επιχώσεως της θόλου αριστερά τω εισερχομένω, ώστε είχον παρασυρθή ομού μετά της ιλύος. Το πλακίδιον ηλέκτρου ανήκει είς την κατηγορίαν των περιδέραιων, τα οποία, ως απέδειξεν ο Hachmann, προέρχονται εκ της περιοχής του πολιτισμού Wessex εν Αγγλία. Τα τελευταία επί Ελληνικού εδάφους ευρεθέντα όμοια πλακίδια προέρχονται εκ του περιβόλου Β των Μυκηνών και εδημοσιεύθησαν υπό του καθηγητού Milojcic. (Όρα περί πάντων τούτων Sp. Marinatos, Atti del VI Congr. Intern, delle Scienze Preist. e Protoistoriehe I, 1962, 161 έξ., ιδίως 166 - 167 μετά περαιτέρω βιβλιογρ.)


Δεύτερον όμοιον πλακίδιον ευρέθη ολίγας ημέρας βραδύτερον μεταξύ των λίθων της τειχίσεως του στομίου του τάφου (εικ.15). Αποδεικνύεται ούτω καλύτερον ο μέγας ρόλος της Πυλιακής περιοχής εις το μετά της Δύσεως εμπόριον, περί ου ομιλώ εν εκτάσει εις την ανωτέρω μελέτην μου.
Το πήλινον ειδώλιον (εικ.16), ύψους 0.105μ., οδηγεί ημάς προς την Κρήτην, διότι είναι γυνή γυμνή το στήθος προσευχομένη κατά τον γνωστόν τύπον «Πετσοφά», αναγόμενον εις Μεσομινωικούς χρόνους. (Παράλληλα τελευταίως: Πλάτων, Κρητ. Χρονικά Ε', 1951, πίν.ΣΤ άνω και Η κάτω αρ.)
Το κάτω σώμα είναι κωδωνοειδές και έφερεν οριζόντιας γραπτάς ζώνας, μόλις διακρινομένας, διά καστανού, διά του οποίου ήσαν γραπταί και αι λεπτομέρειαι του προσώπου. Η όπτησις είναι κακή και φρονώ ότι πρόκειται περί εντοπίας απομιμήσεως. Το κωδωνόσχημον κάτω σώμα είναι ενταύθα κονικώτερον ή εις τα γνήσια Μινωικά έργα και αι χείρες φέρονται ενταύθα αντιστρόφως η εις τα Κρητικά έργα προς την κοιλίαν και τον ώμον. Πάντως είναι ενδιαφέρουσα η στενή σχέσις της Περιστεριάς προς την Κρήτην, ης έτερον πειστήριον έχομεν ήδη τα λατομικά σημεία επί της προσόψεως του τάφου 1.



Περαιτέρω ειδώλια ανευρέθησαν προ παντός εις την εξωτερικήν πλευράν του «κύκλου». Εικονίζουν βόας, ίσως ίππους και ανθρώπους. Τα περισσότερον ενδιαφέροντα εκ των τελευταίων είναι τα εικονιζόμενα επί του πίνακος. Το εν φέρει καλώς διατηρουμένην γραπτήν διακόσμησιν δεικνύουσαν οφθαλμούς, περιδέραιον και κόμμωσιν, είναι δε YE I ή II χρονολογίας. Το έτερον φέρει κοίλους ημισφαιρικούς οφθαλμούς.
Σχεδόν εκπληκτική δύναται να χαρακτηρισθή η αφθονία των φύλλων χρυσού, ολίγα των οποίων σχετικώς ευρέθησαν εντός του στρώματος ιλύος της θόλου, τα δε πλείστα εις τον δρόμον, προ του τετειχισμένου στομίου. Έκειντο εκεί μεταξύ των λίθων, κυρίως όμως εντός λεπτού στρώματος 5 εκατοστών του μέτρου, το οποίον ήτο μελανόν και πλήρες μικρών ανθράκων, ευρίσκετο δε εις ύψος 0.35 από του δαπέδου του δρόμου και κατελάμβανεν άπαν τούτου το πλάτος. Εις το αυτό ύψος ανεκαλύφθησαν και τα ίχνη παλαιοτέρας τειχίσεως του στομίου, διατηρουμένης μόνον εις δύο ή τρεις δόμους των κατωτάτων λίθων.
Το χρυσοφόρον τούτο στρώμα διήκει διά μέσου των διακένων της λίθινης τειχίσεως και προχωρεί προς τον δρόμον εις απόστασιν 1.50- 2 μέτρων. Είναι δύσκολον προς το παρόν να δώσωμεν εξήγησιν του πράγματος. Έχει τις την εντύπωσιν, ότι είναι αποτέλεσμα εκχειλίσεως του εσωτερικού της θόλου, οπότε τα ευρήματα (σχεδόν αποκλειστικώς φυλλάρια χρυσού και ήλεκτρον, ήτοι ελαφρά αντικείμενα) παρεσύρθησαν προς τα έξω υπό των υδάτων.
Τα φυλλάρια ταύτα ήσαν τόσον άφθονα, ώστε, καθώς συνελέγοντο ομού μετά μικρού όγκου του περιβάλλοντος χώματος, επληρούντο εξ αυτών ολόκληροι κάδοι ύδατος (κουβάδες). Ολίγα θραύσματα χαλκών σκευών και αρκεταί ψήφοι ηλέκτρου, αμέθυστου (μετά μιας ή δυο εκ σαρδίου) και υαλομάζης ήσαν τα λοιπά ευρήματα εκ του δρόμου. Εντός των λίθων της τειχίσεως ευρέθη η δευτέρα πλαξ ηλέκτρου και εις το έτερον άκρον του δρόμου, παρά τον «κύκλον», πλην αραιοτάτων φυλλαρίων χρυσού ευρέθη και μέγας χρυσεπένδυτος ήλος, είτε εκ ξίφους είτε εκ μεγάλου σκεύους. Βλέπει τις, ότι εις εποχήν πάντως Μυκηναϊκήν, η σύλησις της θόλου υπήρξε κανονική και πλήρης, ως ει ωφείλετο εις εχθρικήν χείρα.
Τα ευρεθέντα φυλλάρια χρυσού (τα οποία συνήθως αποδίδομεν εις χρυσοποίκιλτα φορέματα) ήσαν κατά το μέγιστον μέρος ακόσμητα. Μεταξύ αυτών καταλέγονται και ταινίαι, δισκάρια διαφόρων μεγεθών και ορθογώνια ή τετράγωνα τεμάχια χρυσού φύλλου φέροντα ενίοτε μίαν τόσον μικράν οπήν, ώστε ουχί ήλος, αλλά βελόνη και νήμα εχρησιμοποιήθησαν προς στερέωσίν των (εικ.17).


Τινά φύλλα, ενίοτε σημαντικού μεγέθους, φέρουν και εμπίεστον διακόσμησιν: Ρόδακας κυρίως, αλλά και φυλλοειδή και ρομβωτήν και άλλα θέματα. Τα πλέον ενδιαφέροντα των χρυσών τούτων ευρημάτων ήσαν σειρά μελισσών (εικ.18) και εξ αντικείμενα, ων τρία ορατά στην εικόνα 19. Κατά την μορφήν και την τεχνικήν τις κατασκευής είναι απολύτως όμοια προς το μοναδικόν όμοιον αντικείμενον εκ των βασιλικών λάκκων των Μυκηνών, Karo, Schachtgraber ν. Mykenai, πίν.L,VI (τάφοςV).
Περιγράφεται ως λοφίον κράνους (Helmbusch). Είναι όμως βέβαιον, ότι τα αντικείμενα ταύτα ταυτίζονται προς τους Ομηρικούς θυσάνους, οίτινες περιγράφονται ως κόσμος της Αιγίδος, αλλά και ζωνών (Ίλ. Ξ181) και ρητώς αναφέρονται ως χρυσοί. Έχομεν επομένως εν επί πλέον από τα realia του Ομήρου, ερμηνευόμενον ασφαλώς διά των αποτελεσμάτων των ανασκαφών. Ευρέθη και αριθμός τις χρυσών μελισσών, αίτινες ανηρτώντο, ως δεικνύει οπή επί της κεφαλής.




Το περιεργότερον των ευρημάτων είναι τα τεμάχια εξ ελεφαντοστού, άτινα ευρέθησαν εντός της θόλου του τάφου 2. Επρόκειτο ή περί λαβής ή περί σκεύους, άλλου, του οποίου τα άκρα έληγον εν μέρει καμπύλως. Ανά διαστήματα το σκεύος έφερεν οπάς μαστοειδώς εξεχούσας.
 Το ενδιαφέρον είναι, ότι και κατά το χείλος και πέριξ των οπών το σκεύος έφερε την διάστικτον οφιοειδή γραμμήν, ήτις απαντά μεν βεβαίως και επί Μυκηναϊκών έργων τέχνης, αλλά είναι γνωστή επί οστέινων κυλινδρικών αντικειμένων ευρεθέντων εις την Κεντρικήν Ευρώπην (Karel Tihelka, Der Veterov (Vieterschauer) Typus in Mahren, Kommission fur das Aneolith. und die altere Bronzezeit, 1958, 92, πίν.1-3). Όμοιον αντικείμενον εκ της πρωίμου περιόδου του σιδήρου ευρέθη τελευταίως κατά τας ανασκαφάς της Αρχ. Εταιρείας εν Κοζάνη: Το Έργον 1960, 101, είκ.117.
 Η πρώτη εντύπωσις, ότι επρόκειτο περί ελεφάντινης κωπής ξίφους, καθίσταται προβληματική κατά την λεπτομερεστέραν εξέτασιν των αντικειμένων τούτων, ων η εργασία είναι λεπτή και ανήκει εις την αρχήν του -15ου αιώνος.

Οι ανασκαφές του 1964
Εφέτος ηρευνήθη τελειωτικούς ο μέγας τύμβος «Κουκιρίκος» (Έργον 1960, 152), όστις κείμενος εις απόστασιν 500μ. προς Δ. της Περιστεριάς και χωριζόμενος απ’αυτής διά βαθείας χαράδρας, ήτο λίαν περίοπτος. Ήτο γνωστόν εκ προηγουμένων δοκιμών, ότι εις τουλάχιστον μέγας ταφικός πίθος, οριζοντίως κείμενος εκρύπτετο υπό τον τύμβον. Ηνοίχθησαν δύο μεγάλαι τάφροι, διχοτομήσασαι τον πελώριον τύμβον μέχρι του παρθένου εδάφους. Επί πλέον ηνοίχθη και περιφερειακή τάφρος, κυρίως εις το Α. και Β. μέρος του τύμβου. Τα αποτελέσματα είναι τα ακόλουθα:
Ο τύμβος ήτο πελωρίων διαστάσεων. Σήμερον ακόμη αν και η κορυφή του είχεν ισοπεδωθή προς δημιουργίαν αλωνίου, έχει ύψος 3-4 μέτρων. Το ύψος τούτο όμως είναι εν μέρει φυσικόν. Η διάμετρος είναι μεταξύ 16 και 20 μέτρων. Η περιφερική τάφρος έδειξεν, ότι εις το Α. και το Β. μέρος η βάσις του τύμβου περιελαμβάνετο εντός στερεού, αλλ’ αμελώς εκτισμένου ξηροτοίχου, πάχους από 1 μέχρις 1.30μ., ύψους δε μόνον εις 2-3 σειράς των ακαταλλήλων λίθων (μεγάλων χαλίκων ποταμίων, των Ελληνιστί λεγομένων ολοιτρόχων). Είναι φανερόν, ότι οι λίθοι εκομίσθησαν εκ του Κυπαρισσήεντος, όστις ρέει εις την βάσιν αμφοτέρων των λόφων, του τε παρόντος και του της Περιστεριάς (πίν. 86α). Ο περίβολος ανευρέθη δια τηρούμενος εις τρία σημεία ων το μεγαλύτερον (πίν. 85β, κάτω) έχει μήκος 4.70μ.
Ο εκ προηγουμένων δοκιμών γνωστός πίθος έκειτο παρά την ΒΔ. περιφέρειαν του τύμβου. Τα τεμάχιά του ήσαν εσκορπισμένα υπό των ποιμένων.
Παρέμενεν όμως κατά χώραν το κατώτερον ήμισυ του πίθου, όστις ήτο κεκλιμένος με το στόμιον προς Β. Υπό τον λαιμόν υπάρχει το σύνηθες σχοίνινον κόσμημα. Κατά τα άλλα το αγγείον είναι χονδροειδές, εξ ακαθάρτου πηλού. Το διατηρούμενον τεμάχιον είχε μήκος 1.42 και μέγιστον πλ. 1.00μ. Εντός αυτού διετηρούντο τα μακρά οστά των ποδών και εις βραχίων συνεσταλμένου νεκρού με ίχνη κρανίου προς το μέρος του πυθμένος. Εις ακόμη πίθος φαίνεται ότι ευρίσκετο εις την Ανατ. περιφέρειαν του τύμβου, ον όμως από δεκάδων ετών είχον καταστρέψει οι χωρικοί, οίτινες δυστυχώς κατά δόσεις λέγουν την αλήθειαν, ην επιστοποίησαν και τεμάχια εντός του παρακειμένου αγρού.
Το κέντρον του τύμβου ουδέν έδειξεν, αν και εφθάσαμεν εις βάθος 3μ. εντός του παρθένου χώματος. Εξηκριβώθησαν μόνον τα εξής: Εις βάθος 85- 90 εκ. υπό το σημερινόν έδαφος υπάρχει στρώμα καύσεως πάχους 2-3 εκ., το οποίον διήκει δι΄ όλης της εκτάσεως του τύμβου. Εις το στρώμα τούτο, μάλιστα κατά τι βαθύτερον, έκειτο και ο ταφικός πίθος.
Επομένως αύτη ήτο η αρχική επιφάνεια του εδάφους, ένθα έθαψαν, εθυσίασαν και έκαυσαν πυράν, είτα ετυμβοχόησαν. Εντός του κεκαυμένου τούτου στρώματος ευρέθησαν τεμάχια μεγάλου φαιού Μινυείου αγγείου, ίσως κρατήρος. Συγκροτείται το πλείστον του χείλους, υπάρχει δε και μέρος των πλατειών λαβών (τα τεμάχια ασυγκόλλητα και αμελέτητα εισέτι). Εκ του ευρήματος τούτου χρονολογείται και ο τύμβος, ον η εντός των πίθων ταφή χαρακτηρίζει ήδη ως πρώιμον ΜΕ.



Επί του ωραίου λόφου Περιστεριάς (εικ. πάνω άποψη του αρχαιολογικού χώρου), απαλλοτριωθέντος ήδη, η πρώτη ημών φροντίς ήτο να εξακριβώσωμεν, που δυνάμεθα να άπορρίπτωμεν τα χώματα της ανασκαφής. Ηνοίξαμεν διά τούτο αρκετάς τάφρους εις ημετέρους και ξένους πέριξ αγρούς, ένθα οι ιδιοκτήται ευχαρίστως δέχονται την απόρριψιν χωμάτων. Ούτω συνέβη να ανακαλύψωμεν το Νότιον τείχος της Περιστεριάς, ου την ύπαρξιν είχομεν υποθέσει ήδη, (Έργον 1962, 110), εντός αγρού της Γαρυφαλλιάς Δημοπούλου. Λίθοι τινές κυκλώπειου φύσεως έχουσι διασωθή εις την ΝΔ. γωνίαν της ακροπόλεως Περιστεριάς εις μήκος 7.40μ. Τούτων συνέχειαν αποτελεί το ευρεθέν τείχος. Το διατηρούμενον τμήμα σώζεται εις μήκος 30μ. από Δ. προς Α.
Εχει πλάτος 2.80μ. διατηρεί άνοιγμα πύλης πλάτους 2μ. περίπου. Όπισθεν του τείχους ανεφάνησαν τοίχοι και ανεσκάφη πλήρως εν μικρόν δωμάτων 2.90X 2.50μ. άνευ εισόδου. Η σκαφή ευρίσκεται ακόμη εις την αρχήν, ώστε δεν δύναται να υποστήριξή τις ότι πρόκειται περί «κοίλου τείχους» (Casemate Wall) ως συμβαίνει συχνότατα εις τας οχυρώσεις της Ανατολής και της Συρίας. Μόνον εις μικρόν ύψος (30- 50 έκ.) διατηρείται το τείχος και σύγκειται εκ μικρών λίθων. Παρά την πύλην ανεκαλύφθη μικρόν χαλκούν μαχαίριον καλλωπισμού αρίστης διατηρήσεως. Κατά τα λοιπά η ανασκαφή περιωρίσθη εις την ολοσχερή αποκάλυψιν του θολωτού τάφου 2, εφόσον ο Τ.1 είναι λίαν ετοιμόρροπος και επικίνδυνος.
Ο Τ.2 ανεσκάφη ήδη πλήρως και πρόχειρα έργα στερεώσεως διά ξύλων εγένοντο εις την θύραν. Εσωτερικώς κατεσκευάσθη διά λίθων και τσιμέντου μία μικρά αντηρίς παρά τον «βωμόν», όστις και ούτος θα ηδύνατο να ερμηνευθή ως αρχαία αντηρίς (πίν. 86β, αριστερά φαίνεται και η παλαιά και μέρος της νέας αντηρίδος). Επειδή το πρόσθιον τμήμα της θόλου είχεν εκβαθυνθή προς έξοδον των υδάτων, άτινα συνέλεγεν ο τάφος, είδος μικρού θρανίου κατεσκευάσθη εκατέρωθεν της θυρας, ίνα προφυλάξη τα θεμέλια (πίν.86β). Ύψος του θρανίου 0.30. Πλάτος 0.25μ.
Νυν η ιστορία του τάφου καθίσταται σαφής: Η εκβάθυνσις αυτή του δαπέδου της θόλου έσχεν ως αποτέλεσμα την εις τον δρόμον, προ της θυρας, απόρριψιν της λεπτής, μελανής ταφικής επιχώσεως του δαπέδου. Εντεύθεν η αφθονία των ευρημάτων χρυσού, ηλέκτρου και άλλου υλικού, η ευρεθείσα εντός του δρόμου, ακριβώς εις το ύψος των καλυπτήρων πλακών του οχετού και εντός μελανού στρώματος ολίγων εκατοστών πάχους (Έργον 1962, 114 έξ.).
Η διάμετρος της θόλου (Β.-Ν. και Α.-Δ.) είναι 10.60. Το μέγιστον σωζόμενον ύψος (έναντι της θυρας, εις το Β. μέρος του τάφου) είναι 3.50μ. Σχεδόν παντού όμως διατηρείται ισοϋψής η θόλος. Του στομίου το μήκος είναι 5.15μ. Πλάτος έσω 2.05 (κάτω, άνω όμως λόγω και παραμορφώσεως των παραστάδων είναι 1.60). Το έξωτ. πλάτος είναι 2.35 κάτω, 2.10 άνω.
Εκ των συλλεγέντων οστράκων (συμπληρωθέντων διά των κατά το 1962 συλλεγέντων) απηρτίσθη σχεδόν πλήρως αμφορεύς τρίωτος ωραίου ανακτορικού ρυθμού. Δεύτερος συνεκροτήθη αρκούντως, υπάρχουν δε και τμήματα άλλων αγγείων, δι’ ων δίδεται η χρονολογία του τάφου περί το 1500. Η μακροχρόνιος χρήσις επέφερε την πλήρη σύλησιν του τάφου εκ μέρους των Μυκηναίων. Ό,τι περιεσώθη δεικνύει απλώς τον αρχικόν πλούτον των κτερισμάτων, από της απόψεως δε ταύτης προέχουσι τεμάχια αργυρών αγγείων (άφθονα) και πολλά χιλιόγραμμα θραυσμάτων εκ χαλκών αγγείων. (Εφέτος ευρέθη πυθμήν μεγάλης πρόχου ή αμφορέως κατά χώραν.)



Ιδιαιτέρως σπουδαία ήσαν αγγείον ή αγγεία με ένθετον διακόσμησιν χρυσών κρίνων, αργυρών θεμάτων (δελφίνων;) και νιέλλο (εικ.20). Ήλοι (τινές ογκώδεις) επενδεδυμένοι τας κεφαλάς διά χρυσού και αργύρου προέρχονται εκ ξιφών ή σκευών. Τα παντοία χρυσά φύλλα ευρέθησαν εν μεγίστη αφθονία. Εν (ρόδαξ) ευρίσκεται ακόμη προσκεκολλημένον επί της πετροποιηθείσης ιλύος. Εξητάσαμεν εν προς εν μετά προσοχής τα απειράριθμα φυλλάρια. Είτε είναι άμορφα (σήμερον τουλάχιστον) είτε προέρχονται εκ μεγάλων ροδάκων. Το φύλλον εις την περίπτωσιν ταύτην είναι εξαιρετικώς λεπτόν.
Συνήθως εκ παχυτέρου φύλλου σύγκεινται πολυάριθμα δισκάρια ή ορθογώνια πλακίδια και στενόμακροι ταινίαι. Φυλλάρια και δισκάρια φέρουν ανά μίαν μόνην οπήν, ευρέθησαν δε και ολίγοι μικρότατοι χρυσοί ήλοι. Συνήθως λέγομεν, ότι τα χρυσά φύλλα εκόσμουν φορέματα.
Άγνωστος όμως είναι εισέτι ή χρήσις των. Ευρέθησαν ωσαύτως περαιτέρω παραδείγματα χρυσών μελισσών (μία οπή εις την κεφαλήν προς ανάρτησιν) και χρυσών θυσάνων. Εις ήτο απολύτως άθικτος και επιτρέπει να σπουδάση τις εν ανέσει τον τρόπον και το σχήμα της κατασκευής του. Μέγας αριθμός ψήφων μικρών ηλέκτρου συνελέγη. Διά των καλύτερον διατηρουμένων εξ αυτών απηρτίσθη το περιδέραιον της εικ.14.

Οι ανασκαφές του 1965
Αι ανασκαφαί Περιστεριάς απέδωκαν κατά την εφετεινήν περίοδον λίαν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Κατά το πρόγραμμα ημών επρόκειτο να συνεχισθή η ανασκαφή και να γίνουν αι απαραίτητοι υποστυλώσεις εις τους θολωτούς τάφους. Κατέφθασε μετά φορτίου ξυλείας ο εργοδηγός της Αρχαιολογικής Εταιρείας κ. Χαρίλαος Σφακιανάκης, παρηγγέλθησαν δ’ αμέσως και σιδηροδοκοί εκ Πατρών. Διά τούτων εγένετο η υποστύλωσις του στομίου του μεγάλου θολωτού τάφου 1 συμφώνως προς τα σχέδια του αρχιτέκτονος της Γενικής Διευθύνσεως Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων κ. Αίαντος Βαζιριαντζίκη (εικ.21). Επειδή και η κατά πολύ μικροτέρα θύρα του θολωτού τάφου 2 έχρηζεν επειγούσης στερεώσεως (είχομεν υποστυλώσει ταύτην προχείρως διά ξύλων) κατεσκευάσαμεν όμοιον σιδηρούν πλαίσιον και διά ταύτην (εικ.22). Επί πλέον ο τάφος ούτος εστερεώθη εις τα κινδυνεύοντα τμήματα της θόλου του δια σειράς κτιστών αντηρίδων. Ο δρόμος του τάφου ήτο άλλοτε τετειχισμένος εις τα τοιχώματά του, διότι εκεί δεν υπάρχει βράχος, αλλά μαλακή γη. Ολίγα όμως μέρη διετηρήθησαν. Επειδή δ’ επανειλημμένως είχον κρημνισθή τα χώματα των παρειών του δρόμου, συνεπληρώσαμεν την τείχισιν. Ο ιδικός μας τοίχος ετοποθετήθη 0.10μ. εσώτερον του παλαιού προς εύκολον διάκρισιν. Επί πλέον, όπου διετηρούντο λίθοι της παλαιάς τειχίσεως, αφέθησαν οπαί εις τον νέον τοίχον, ίνα ώσιν ορατά τα λείψανα τού παλαιού.




Η μεγάλη όμως και δύσκολος εργασία συνετελέσθη εις τον μέγαν θολωτόν τάφον 1, ου η θόλος ευρίσκετο εις λίαν επικίνδυνον κατάστασιν. Η Διεύθυνσις Αναστηλώσεως είχε θέσει προς ημάς όρον την πλήρη ανασκαφήν της θόλου, ίνα εν συνεχεία αρχίση το έργον της Αναστηλώσεως. Η εκκένωσις όμως της θόλου ήτο αδύνατος άνευ ειδικών μέτρων υποστυλώσεως. Πράγματι, πλην των κατωτάτων 6- 7 δόμων, πάντες οι λίθοι της θόλου εχουσιν υποστή απίστευτον σύνθλιψιν, τινές δε έχουν κυριολεκτικώς μεταβληθή εις χάλικας. Τούτο οφείλεται εις την ισχυρώς κρυσταλλικήν υφήν του χρησιμοποιηθέντος λίθου, όστις θραύεται ως ύαλος. Επειδή δ’ ο τάφος ανήκει εις την πρώιμον εποχήν και οι αρχιτέκτονες δεν ειχον εισέτι συγκομίσει αρκετήν πείραν, ενομίσθη ότι το υπερβολικόν πάχος των τοίχων της θολού (άνω του μέτρου) προσέδιδε μείζονα στερεότητα. Αν υπολογισθή το βάρος και του πελωρίου τυμβου χώματος, όστις εσωρεύθη υπέρ την θόλον, ασφαλώς δε και η επίδρασις σεισμών, θα γίνη νοητόν διά ποιον λόγον πάντες οι λίθοι του τάφου και τα ανώφλια και μετ’ αυτών οι τοίχοι του στομίου υπέστησαν ρωγμάς, μέχρις ότου η θόλος εξεκλειδώθη και τελικώς κατέρρευσεν. Ο πελώριος όγκος των εξαχθέντων λίθων εξ αμφοτέρων των τάφων, κατακλύσας κυριολεκτικώς. πάντας τους ελευθέρους χώρους της ανασκαφής, μαρτυρεί και περί των νεκρών βαρών, άτινα τόσον ολεθρίως επέδρασαν επί της στερεότητος του τάφου.


Η βαθμιαία μεθοδική υποστύλωσις του τάφου 1 εγένετο κατά τρόπον εξόχως ευφυά και τολμηρόν υπό του κ. Σφακιανάκη. Μετά την εξασφάλισιν του στομίου διά του σιδηρού πλαισίου εγένοντο μερικαί εγκάρσιοι στερεώσεις συμπληρωματικαί διά συνθέτων ξύλινων υποστυλωμάτων. Ήρχισεν ακολούθως άνωθεν μετά προσοχής η αφαίρεσις μερικών λίθων και χωμάτων της θόλου και εντός ολίγου δάσος εκ ξύλινων στηριγμάτων υπεστήριζε κατά το δυνατόν τα ερείπια των τοιχωμάτων. Εφόσον προεχώρει η εκκένωσις της θόλου εβελτιούτο και η στήριξις. Ούτως η πλήρης ανασκαφή επετεύχθη, εφαρμοσθείσης όμως και της εξής μεθόδου: Έκαστον τμήμα της θόλου, το οποίον εκαθαρίζετο, επενεδύετο αμέσως διά ξηρολιθιάς εξ αυτών τούτων των καταπεσόντων λίθων. Ούτω, μετά το πέρας της ανασκαφής, η θόλος ευρέθη επενδεδυμένη. Τα της περιγραφείσης εργασίας βλέπει τις επί των εικ. 23- 24.

 
Αι εργασίαι αύται όμως δεν είναι μόνιμοι. Ο τάφος 1 Περιστεριάς ανήκει εις τά περιφημότερα μνημεία του Μυκηναϊκού αλλά και παντός προϊστορικού πολιτισμού. Καθήκον ημών είναι να τον διασώσωμεν. Η Υπηρεσία Αναστηλώσεως οφείλει άνευ αναβολής να λάβη πάντα τα μέτρα προς συστηματικήν αναστήλωσιν του μνημείου τούτου, το οποίον, με την πελεκητήν πρόσοψιν και με τα Μινωικά λατομικά σημεία επ’ αυτής προσλαμβάνει και εντελώς ιδιαιτέραν ιστορικήν σημασίαν ως προς την πορείαν και τας διασταυρώσεις των πολιτισμών.
Αι στερεωτικαί εργασίαι έσχον και έτερον ευχάριστον αποτέλεσμα, την απόκτησιν των πρώτων αγγείων της σκοτεινής Μεταμυκηναϊκής περιόδου, άτινα, διά την σπάνιν τοιούτων ευρημάτων, είναι πολύτιμα. Εν Τριφυλία μάλιστα είναι τα πρώτα και μόνα γνωστά παραδείγματα. Πρόκειται περί επτά μικρών αγγείων ευρεθέντων εις θέσιν Ρίζες, κατά το ήμισυ περίπου της διαδρομής από Κυπαρισσίας προς Περιστεριάν (6 χλμ. από Κυπαρισσίας επί λοφίσκου). Τα αγγεία εύρεν εντός πίθου, ούτινος το κατώτερον αιχμηρόν τμήμα εσώθη, ο σιδηρουργός της ανασκαφής κ. Βασίλειος Λαμπρόπουλος και προθύμως παρέδωκε ταύτα ημίν. Επέμεινε ρητώς, ότι ουδ’ ίχνος τέφρας ή ανθράκων ή οστών υπήρχεν εντός του πίθου, όστις ευρέθη κεκλιμένος εντός του αγρού του. Δύσκολον όμως είναι να φαντασθή τις, ότι επρόκειτο περί άλλης περιπτώσεως εκτός τάφου, ίσως παιδικού, ούτινος είχον διαλυθή τα οστά. Τα αγγεία είναι τα έξης:
1) Τέσσαρα μικρά και εν μέρει μικρότατα προχοΐδια, άτινα μόνον ως παιδικά αθύρματα είναι νοητά. Εν εκ τούτων ευρίσκεται εισέτι εντός μείζονος κυάθου. Τα αγγεία ταύτα σύγκεινται εκ πορώδους καστανού ή μελανού πηλού και είναι χειροποίητα.
2) Τρεις τροχήλατοι μόνωτοι κύαθοι. Ο πρώτος φέρει μελαμβαφή την κάτω κοιλίαν επί κιτρινωπού πηλού, όστις άβαφος παραμείνας υπό τα χείλη φέρει πριονοειδή γραμμήν με οξείς οδόντας (ύψ. 0.063, διάμ. χειλέων 0.073). Παρόμοιος ήτο και ο δεύτερος κύαθος, αλλ’ αποξεσθείς υπό του ευρετού διατηρεί εξίτηλον την πριονοειδή γραμμήν. Έφερε και εσωτερικώς το μελαμβαφές βερνίκωμα. Ο τρίτος δεν φέρει την πριονωτήν γραμμήν, υπάρχει όμως στενή εξηρημένη ζώνη υπό τα χείλη. Εντός αυτού αφέθη το μικρόν χειροποίητον κυάθιον ή προχοΐδιον ως ευρέθη. Πιστεύω, ότι τα αγγεία ταύτα ανήκουσιν εις Πρωτογεωμετρικήν μάλλον ή Υπομυκηναϊκήν εποχήν και αποτελούσιν ενδιαφέροντα δείγματα του πολιτισμού της αποσυνθέσεως, οπότε ο απομείνας πληθυσμός διεσπάρη και κατώκει κωμηδόν ή κατά αγροικίας.



Τα αποτελέσματα των ανασκαφών επί της ακροπόλεως Περιστεριάς υπήρξαν τα ακόλουθα:
Δυο έρευναι εγένοντο κατά το νότιον όριον της ακροπόλεως, η πρώτη εις το Ανατολικόν άκρον (ΝΑ. τομεύς) και η δευτέρα εις το Δυτικόν άκρον (ΝΔ. τομεύς). Εις τον ΝΑ. τομέα πλην ιχνών του τείχους, όπερ από του βατού ΝΑ. μέρους περιέβαλλε την ακρόπολιν, ευρέθησαν οι τοίχοι Μυκηναϊκού οικοδομήματος και υπέρ τούτο οι τοίχοι ετέρου οικοδομήματος της πρωίμου Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής (εικ.25, ένθα κάτω είναι ορατοί οι Μυκηναϊκοί και άνω οι Ρωμαϊκοί τοίχοι). Το Ρωμαϊκόν οικοδόμημα δεν φαίνεται να ήτο οικία. Σύγκειται εκ δυο δωματίων, ων το εν είναι εστρωμένον (ακανονίστως) διά τεμαχίων κεράμων και το έτερον φέρει εν τω μέσω κυκλικώς σειράν όμοιων τεμαχίων κεράμων. Χαλκούν νόμισμα, εφ’ού αναγινώσκεται το όνομα του Νέρωνος, δίδει και την χρονολογίαν.
Το οικοδόμημα τούτο έχει αβαθώς θεμελιωθή εντός των Μυκηναϊκών στρωμάτων. Τα ολίγα Ρωμαϊκά όστρακα ανευρίσκονται ομού μετά μεγάλου πλήθους Μυκηναϊκών, σπανίως γραπτών, συνηθέστερον δε αγράφων. Μία κύλιξ είναι σχετικώς καλής διατηρήσεως, ανήκουσα και αυτή και όσα άλλα όστρακα είναι χαρακτηριστικά προ του καθαρισμού αυτών, μάλλον εις ΙΙΙΑ και εν ουδεμιά περιπτώσει υστερωτέραν της III Β περίοδον.
Ευρέθησαν ομοίως μερικά ειδώλια τετραπόδων και ανθρωπίνων μορφών, σφονδύλια πήλινα ή εκ στεατίτου, ίχνη χαλκού, μικραί λίθιναι ακόναι και ευτελής φακοειδής ψήφος στεατίτου μετά ιχνών κυκλικής γλυφής του τρυπάνου.
Εις τον ΝΔ. τομέα ανεφάνη τμήμα της εσωτερικής πλευράς του δυτικού σκέλους του τείχους και κατά μήκος αυτού χαλικόστρωτον δάπεδον. Mικρόν μόνον τμήμα ανεσκάφη και εκ των ολίγων ευρημάτων ιδιαιτέρως μνημονευτέα είναι πήλινα ειδώλια γυμνών γυναικείων μορφών αξιολόγου πλαστικότητος.



Η ανασκαφή της θόλου του τ.1 παρέσχεν εκ μεν του Ελληνιστικού κεκαυμένου στρώματος των θυσιών πλήθος αγνύθων και μελαμβαφών οστράκων, εξ ων συνεκροτήθησαν μικροί αναθηματικοί κύαθοι και ποτήρια (εικ.26). Κάτωθεν του στρώματος τούτου (ευρισκομένου εις ύψος 50- 80 εκ. από του δαπέδου της θόλου) ευρέθησαν πολλά όστρακα πρωίμων και μεσαίων Μυκηναϊκών αγγείων, επί δε του δαπέδου κυρίως πλήθος θραυσμάτων εκ πιθαμφορέων Ανακτορικού και πρωίμου και προκεχωρημένου ρυθμού. Ευρέθησαν ωσαύτως τα τεμάχια λίθινου γλυπτού λύχνου εκ μέλανος λίθου (εικ.27), κέρατα ελάφων (εκ του Ελληνιστικού στρώματος) (εικ.28) και άμορφα τεμάχια χαλκού.
Εκ του πάλαι πλούτου του τάφου, πλην τεμαχίων χρυσών φύλλων, ανευρέθησαν:
Δύο χρυσά φύλλα εν σχήματι του ιερού κισσού- waz (εικ.29).
Χρυσή ψήφος μεγέθους μικρού κερασιού μετά θαυμασίας μοροέσσης (κοκκιδωτής) διακοσμήσεως (εικ.30). Είναι σφαίρα ελαφρώς πεπιεσμένη και, κατά εύστοχον παρατήρησιν της βοηθού της ανασκαφής δ. Β. Δαραδήμου, μιμείται μάλλον τον καρπόν της κομάρου ή το μόρον. Η έκφρασις του Ομήρου μορόεις χαρακτηρίζει επιτυχέστατα την θαυμασίαν ταύτην εργασίαν. Πλέον των χιλίων μικροτάτων σφαιριδίων έχουσι προσκολληθή εν προς εν επί της χρυσής επιδερμίδος της ψήφου, ίνα απαρτίσωσι τον καρπόν της κομάρου (arbutus unedo), ήτις και επί των πινακίδων της Κνωσού αναφέρεται ko - ma - ra [...(όρα Ε Stella, La civilta Micenea, 1965, 176-7).



Τέλος ευρέθησαν δύο συναπτόμενα χρυσά φύλλα εξ επενδύσεως σκεύους τινός, άτινα διασώζουν τμήμα σπουδαίας παραστάσεως: Επτά ανθρώπινοι μορφαί εναλλάξ υψηλότεραι και χαμηλότεροι (φαίνονται ως έφηβοι και παίδες) βαίνουν προς αριστερά. Η καλύτερον διατηρουμένη μορφή χειρονομεί διά της δεξιάς με ανοικτούς δακτύλους. Η αριστερά ευρίσκεται επί του στήθους παρά τον μαστόν. Προ του στήθους δυσδιάκριτου τρισκελές αντικείμενου. Το έδαφος μεταξύ των μορφών πληρούται καθέτων ραβδώσεων διδουσών περίπου την εντύπωσιν την οικείαν εκ του ρυτού των «λικμητήρων» Αγίας Τριάδος. Ίσως πρόκειται και ενταύθα περί αναλόγου ομίλου, διότι πολεμισταί δεν είναι (εικ.31).


Τα σπουδαιότερα αποτελέσματα απέδωκεν η έρευνα του «Κύκλου» (αν και απεδείχθη εν τω μεταξύ ότι πρόκειται περί ημικυκλίου). Το μνημειώδες τούτο κατασκεύασμα, διαμέτρου άνω των 30 μέτρων, ηρευνήθη εφέτος καλύτερον. Εξωτερικώς καταλήγει εις μεν το Ανατολικόν άκρον εις γωνίαν (εικ.32), αλλ’ ο τοίχος προχωρεί και πέραν ταύτης. Επειδή δε πρώιμα όστρακα (YE I), ειδώλια και ίχνη πυράς παρουσιάζονται ενταύθα, αφέθη η συμπλήρωσις της ανασκαφής δι’ ευθετώτερον χρόνον.Πράγματι, άνευ κατασκευής αμαξιτής οδού μέχρι Περιστεριάς, προς άνοδον καταλλήλων μηχανικών μέσων, η ανασκαφή καθίσταται πολύ δαπανηρά λόγω των μεγάλων επιχώσεων. Εις το έτερον άκρον, το δυτικόν, ο «Κύκλος» καταλήγει εις αιχμήν, ως ήτο ήδη γνωστόν.


Εντός του «Κύκλου» κατά το σημείον τούτο ειχεν ήδη εντοπισθή ο θολωτός τάφος 3 (σχ.2), όστις εφέτος ηρευνήθη πλήρως. Η όλη οικοδομική αυτού δεικνύει, ότι είναι ο νεώτατος πάντων, είναι δε και ο μικρότατος. Η διάμετρός του ήτο 6.90μ. και μόνον εν τεμάχιον της θόλου εις το Αν. μέρος διατηρείται μέχρις ύψους 2μ. περίπου. Της υπολοίπου θόλου διατηρείται εις τινα σημεία μόνον η κατωτάτη σειρά των πρώτων λίθων των θεμελίων.
Ολόκληρος η θόλος συνέκειτο εκ μικρών πλακωτών λίθων άλλης ποιότητος, ουχί τόσον κρυσταλλικής, όσον η των τάφων 1 καί 2. Κατά το ανατολικόν μέρος της θόλου υπάρχει μικρόν, ακανονίστως τριγωνικόν βάθρον, μήκους 1.10μ. Το έδαφος της θόλου σύγκειται κατά μεν το Β. μέρος εκ του φυσικού κροκαλοπαγούς βράχου, κατά δε το Ν. μέρος υπάρχει και ελαφρά επίχωσις αργιλώδους υφής, ίνα επιτευχθή οριζοντίωσις.
Τάφρος στενή, ανοιχθείσα από Β. προς Ν. εντός της θόλου, σκοπόν είχε να ερευνηθή καλύτερον το υπέδαφος εντός του «Κύκλου», όστις επιδέχεται μεν και άλλας ερμηνείας αλλά δεν ηδύνατο να αποκλεισθή η υπόνοια, ότι δυνατόν να περιέκλειε λακκοειδείς τάφους, παλαιοτέρους των θολωτών, ως συμβαίνει εν Μυκήναις. Η τάφρος ουδέν απέδωκε, διότι εντός ολίγου συνηντήσαμεν το σκληρόν φυσικόν πέτρωμα. Ακολούθως ηνοίχθη σταυροειδώς ετέρα τάφρος από Ανατολών προς Δυσμάς, όπου ωσαύτως παρουσιάζει κλίσιν ο φυσικός βράχος.




Την φοράν ταύτην τα αποτελέσματα υπήρξαν ευτυχή. Ενώ ολόκληρος η θόλος ουδέν παρουσίασεν εύρημα, πλην οστράκων κατά το πλείστον ΜΕ, άτινα ανήκον προφανώς εις την επίχωσιν του Κύκλου (τινά των ανασυγκροτηθέντων αγγείων ενταύθα Εικ. 33, 34, 35, 36), ήρχισαν νυν να αναφαίνωνται υπό το δάπεδον ψήγματα φυλλαρίων χρυσού. Ταύτα απέβαινον διαρκώς πολυαριθμότερα, ενίοτε δε τα φύλλα ήσαν σημαντικών διαστάσεων. Συγχρόνως παρουσιάσθη σειρά λίθων εντός της τάφρου, ην διά τούτο διεπλατύναμεν. 


Οι λίθοι ήσαν πάντες μικροί πλακωτοί, ως και οι των τοίχων της θόλου και ήσαν αρχικώς αραιοί (εικ.37). Βαθύτερον ανεφάνη δεύτερον στρώμα πυκνότερον εκ των αυτών λίθων, τα χρυσά μικρά ευρήματα επολλαπλασιάζοντο, ων μεταξύ μία γλαυξ, τρίτωνες, ρόδακες, χρυσοί θύσανοι. Τέλος, προσκείμενα προς την Νοτίαν πλευράν της τάφρου, ένθα είχε γίνει ήδη σαφές, ότι ο βράχος είχε λατομηθή εις αβαθή λάκκον, ανεφάνησαν πρώτον το χρυσούν κύπελλον 1, ακολούθως το διάδημα και είτα το χρυσούν κύπελλον 2.
Συγκινητικός υπήρξεν ο ενθουσιασμός των εργατών, πάντων κατοίκων Μύρου, οίτινες θεωρούν την Περιστεριάν τέκνον και προϊόν των πολυετών προσπαθειών των. Πάντες προσεφέρθησαν να χρησιμεύσουν ως νυκτερινοί φρουροί, δύο δ’ εξ αυτών, ο Αλέξανδρος Ζαφειρόπουλος και ο Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, προσκομίσαντες την τροφήν και τα κλινοσκεπάσματά των διενυκτέρευσαν επί τόπου. Την μεθεπομένην ημέραν ευρέθη και το τρίτον κύπελλον, το οποίον έκειτο μονήρες περί τα 50 εκ. Νοτιώτερον.



Ταχέως εγένετο αντιληπτόν, ότι επρόκειτο περί λάκκου εντός του σκληρού κροκαλοπαγούς βράχου από Α. προς Δ., έχοντος συνολικόν μήκος 2.70- 2.80μ., πλάτος δε 0.90μ. Μόνον προς το Ν. μέρος όμως και εις μήκος 1.80μ. ο λάκκος είναι βαθύς μέχρι 0.80μ. από της επιφάνειας του δαπέδου της θόλου. Το υπόλοιπον προς Ανατολάς μέρος του λάκκου, μήκους 0.90μ. είναι αβαθέστερον, μέχρις ότου προς Ανατολάς συγχέεται προς την επιφάνειαν του βράχου. Μόνον δύο- τρεις μικροί πλακωτοί λίθοι ευρεθέντες εις το σημείον τούτο ως ει ήσαν εκτισμένοι (βέβαιον όμως δεν είναι), υπεδείκνυον πιθανώς το Ανατολικόν άκρον του λάκκου. Τα κύπελλα και το διάδημα έκειντο μετά το αβαθέστερον τούτο τμήμα του λάκκου. Κατά τον πλήρη καθαρισμόν ολοκλήρου του λάκκου ευρέθησαν και πάντα τα μικρότερα ευρήματα.Επί πλέον, εις το αβαθές τμήμα του λάκκου, ευρέθησαν ψήφοι εξ ημιπολύτιμου υλικού και εν σωρώ και με τας αιχμάς πρός το αυτό μέρος, επομένως αποκείμεναι εκεί ως δέσμη βελών, τριάκοντα αιχμαί εξ οψιανού και κυριώτατα εκ καστανού πυρίτου (εικ.38).



Σκελετού ή οστών ουδ’ ίχνος ευρέθη εντός του λάκκου. Κατά το Νότιον όμως αυτού τοίχωμα, όπερ σύγκειται εκ λίθων κτιστών, ους θα ηδύνατό τις να ερμηνεύση ως τοίχισιν της θύρας της θόλου του τάφου 3, ευρέθησαν τα ακόλουθα: Εντός κοιλώματος επί τούτω αφεθέντος εντός της λιθιάς έκειντο εν μετακομιδή τα καλώς διατηρούμενα οστά σκελετού (εικ.39) αποτελούμενα εκ κρανίου, μακρών οστών, πλευρών και τινων σπονδύλων. Ακόμη και η πύελος διετηρείτο ασυνήθως καλώς. Ομού μετ’ αυτών κατεσπαρμένα ευρέθησαν φυλλάρια χρυσού και τα τεμάχια δυο αγγείων, εξ ων απετελέσθη ολόκληρος ο πιθαμφορεύς (εικ.40) και το πλείστον του ραδινού αμφορέως της εικ.41. Ολίγη δύναται να υπάρξη αμφιβολία, ότι πρόκειται περί του νεκρού ή ενός των νεκρών του λάκκου, ούτινος ούτω πιστούται και η χρονολογία, αν και ήτο φανερά εκ μόνων των χρυσών ευρημάτων. Τα αγγεία είναι Δυτικοπελοποννησιακής τεχνικής, χειροποίητα και μέτριας οπτήσεως.
Ανήκουσι χρονικώς εις πρώιμον ΥΕ περίοδον (είναι νωπή εισέτι η Μεσομινωική III παράδοσις). Επομένως τα μέσα του 16ου αιώνος είναι το χρονικόν πλαίσιον του ευρεθέντος θησαυρού.



Τα κυριώτατα αντικείμενα είναι τα ακόλουθα (πάντα χρυσά):
1) «Διάδημα» του γνωστού τύπου εκ του ευρήματος Schuemann εν Μυκήναις. Μήκος 0.43μ., μεγίστη διάμετρος 0.103μ. (εικ.42). Το πλησιέστερον εκ Μυκηνών ανάλογον είναι το του τάφου I, Karo, Schachtgr. ν. Mykenai, άριθ.184 πίν.XXXV.
2) Τρία χρυσά κύπελλα αριθμούμενα κατά την σειράν της ανακαλύψεως αυτών. 
Το υπ’ άριθ. 1 είναι μόνωτος αβαθής κύαθος κοσμούμενος υπό συνεχών σπειρών και συγκεντρικών κύκλων υπό τον πυθμένα (ύψος 0.045μ., διάμετρος 0.16μ., εικ.43).



Το υπ’ αριθ. 2 δύναται να συγκαταλεχθή μεταξύ των αρίστων γνωστών κυπέλλων. Έχει το σχήμα το συνήθως αποκαλούμενον «Kefti» μετά μεσαίας αναγλύφου ζώνης και ατέρμονος σπείρας καλυπτούσης ολόκληρον την επιφάνειαν του αγγείου (εικ.44). Υπό τον πυθμένα συγκεντρικοί κύκλοι και, περιέργως, μικρά κανονική στρογγύλη οπή. Η ακρίβεια του σχεδίου και η σταθερότης της χειρός του τεχνίτου είναι αξιοθαύμαστα και το κύπελλον υπερέχει κατά πολύ του αδελφού ποτηριού εκ των βασιλικών λάκκων των Μυκηνών, Karo, Schachtgr. ν. Mykenai, άριθ.629, πίν. CXXV (ύψος 0.135μ., διάμετρος 0.195μ.). 
Το τελευταίον κύπελλον υπ’ αριθ. 3 δεν σύγκειται εκ καθαρού χρυσού ως τα προηγούμενα, αλλά φέρει ελαφράν πρόσμειξιν αργύρου και λευκάζει ελαφρώς. Το έλασμα ωσαύτως δεν είναι τόσον μαλακόν και διά τούτο υπέστη τας μεγαλυτέρας φθοράς κατά την σύνθλιψιν υπό των λίθων, ήτις είχε παραμορφώσει ολόκληρον τον θησαυρόν. Το ποτήριον είναι του αυτού και το υπ’ αριθ. 2 σχήματος και φέρει δύο σειράς συνεχούς σπείρας και τους συγκεντρικούς κύκλους του πυθμένος. Τα λεγάμενα κύπελλα Kefti (λ.χ. εκ του τάφου του Senmut, Evans, PM II, 2, 534, είκ.338) είναι μεν του αυτού σχήματος, αλλά στερούνται της μεσαίας αναγλύφου ζώνης και επί πλέον φέρουσι λαβήν τύπου Βαφείου (ύψος 0.075μ., διάμετρος 0.12μ., εικ.45). 



Ο βράχος, επί του οποίου ευρίσκοντο το διάδημα και τα ποτήρια, ήτο κεκαλυμμένος υπό αφθονίας λεπτοτάτων χρυσών φύλλων. Τινά ήσαν συνεχή και εκάλυπτον ολοκλήρους κόχλακας του κροκαλοπαγούς βράχου, ως ει το έδαφος ήτο υπεστρωμένον διά του χρυσού φύλλου ή δι’υφάσματος χρυσοποίκιλτου ή ίσως σκεύους (σπυρίδος, ταλάρου, ξυλίνου κιβωτιδίου) κεχρυσωμένου. Όπισθεν του κυπέλλου 2 και εν μέρει υπό τούτο υπήρχεν αρχικώς αργυρούν μόνωτον κύπελλον. Διά την οξείδωσιν όμως και διά τον περίεργον νόμον, καθ’ ον επί γειτνιάσεως δύο μετάλλων το αγενέστερον φθείρεται ταχύτερον εις όφελος του ευγενεστέρου, μόνον το μελανόν χρώμα του χώματος υπεδείκνυε μέρος του χείλους, της λαβής και μικρού μέρους της κοιλίας του αγγείου. Υπό την λαβήν διεκρίνετο αστραγαλωτόν κόσμημα. Δι’ ακετόνης εσκληρύναμεν και μετεφέραμεν εις το Μουσείον Χώρας το λείψανον μετά τμήματος της λαβής του αγγείου, το οποίον όμως δεν είναι τι πολύ περισσότερον από απλούν χώμα.
Εκ των μικροτέρων χρυσών αντικειμένων των ανά τον λάκκον ευρεθέντων απεικονίζονται ενταύθα τα κυριώτατα. Επί της εικ.46 εικονίζονται τρία εκ των πέντε ευρεθέντων ωραίων και πρωτοφανών κοσμημάτων, άτινα σύγκεινται εκ δύο φύλλων έκαστον, είναι δηλαδή διπλοπρόσωπα, αλλά το όπισθεν μέρος είναι λείον. Το κύριον θέμα είναι περίτεχνος συνδυασμός δύο ιπταμένων αντωπών ψυχών (πεταλουδών) μετά είδους waz υπέρ τας κεφαλάς των. Αι κοιλίαι ενούνται κάτω σχηματίζουσαι βρόχον. Ως δε τα σήμαντρα Ζάκρου αποδεικνύουν, ο βρόχος ούτος εθεωρήθη κατόπιν ως άνω μέρος (Evans, PM I, 702 είκ.525b). Το σύνολον, πράγματι, είναι τόσον πεφροντισμένον, ώστε το κόσμημα τούτο είναι σχεδόν μαγική εικών δυναμένη να χρησιμοποιηθή και ανάστροφος. Η συμβολική σημασία είναι σχεδόν βεβαία, δηλούσα ίσως την αναγέννησιν της ψυχής.
Η εικ.47 εικονίζει πεντάφυλλον άνθος κοινόν εις την Κρητομυκηναϊκήν τέχνην, το οποίον ταυτίζεται προς το «άγριον ρόδον» (Evans, Οικία των Τοιχογραφιών εν Κνωσώ) ή προς το άνθος του κίστου (αλαδάνου). Ευρέθησαν πολλά παραδείγματα.
 Επί της επομένης εικ.48 εικονίζονται δύο ιπτάμενα πτηνά, τα όποια δέονται εισέτι μελέτης. Πρόκειται περί ιερών πτηνών, αναμφιβόλως δε την αυτήν σημασίαν έχει και η χρυσή γλαύξ (ύψ. 0.038μ.), ήτις ενταύθα είναι ανάλογος προς την επί των Αθηναϊκών νομισμάτων. Την σημασίαν της γλαυκός ενταύθα δεν δυνάμεθα εισέτι να σχολιάσωμεν πλήρως.
Ίσως είναι πτηνόν της αιώνιας νυκτός του θανάτου. Ενδιαφέρον είναι, ότι καταντά το κατ’ εξοχήν σύμβολον της περιοχής, αφού γλαύκες χρυσαί ευρέθησαν και εις τον Κακόβατον και εις τον Εγγλιανόν. Την πιθανήν καταγωγήν της Αθηναϊκής γλαυκός εκ Πύλου (διά των Νηλειδών) υπέθεσα προ πολλού, θεωρεί δε δυνατήν και ο καθηγητής Blegen. Ίσως όμως η μελέτη του πτηνού τούτου εν σχέσει προς Ανατολικά πρότυπα δύναται να μας οδηγήση εις μεγαλυτέρας σημασίας συμπεράσματα.
Επί της εικ.49 φαίνονται: Εξάρτημα φέρον εμπίεστον πτερωτόν αντικείμενου, ίσως δακτυλόπτερον. Τινές εκ των πολλών ευρεθέντων στενομάκρων σωλήνων, οίτινες ανήκον εις σύνθετα περιδέραια. Τρία αντικείμενα εκ στερεού φύλλου χρυσού αποτελούμενα εξ έξ σωληνίσκων έκαστον.
Υποθέτω ότι και ταύτα προέρχονται εκ συνθέτων περιδέραιων, ων αι μικραί ψήφοι, φερόμεναι επί επαλλήλων θωμίγγων, ειχον ανάγκην στηριγμάτων, ίνα διατηρούνται εις την θέσιν των. Δύο χρυσά καψύλια, το εν εστερεωμένον εντός χρυσού φύλλου και διασώζον κυανήν ουσίαν, δι’ ης ήτο πεπληρωμένον, είναι δυσκολώτερον να ερμηνευθώσιν.
Επί της εικ.50 βλέπει τις μερικούς εκ των ευρεθέντων ανθοροδάκων, οίτινες έχουσι και οπίσθιον πρόσωπον, λείον όμως και φέρον μόνον τας εγκοπάς στερεώσεως. Πιθανώς οι ρόδακες γενικώς ήσαν κοσμήματα της κόμης. Η εικ.51 δεικνύει μερικούς αποσυντεθειμένους και μερικούς ημιδιατηρουμένους θυσάνους. Ευρέθησαν πάντες σχεδόν ομού εν σωρώ, ομού δε μετ’ αυτών λεπτά χαλκά σύρματα και κωνικά χρυσά καψύλια. Τα χάλκινα σύρματα σχετίζονται προς την χρησιμοποίησην των θυσάνων, αλλά δυστυχώς ουδέν ευρέθη εις την θέσιν του.
Η εικ.52 δεικνύει εν εκ των πολλών μείζονων χρυσών φύλλων και ένα (εκ των πολλών ευρεθέντων) χρυσούν τρίτωνα (Dolium Trito). Ύψος 0.047μ. Ούτος, ως και η γλαυξ και τινα άλλα κοσμήματα, σύγκεινται εκ στερεωτέρου χρυσού φύλλου και φέρουσιν ανά δύο οπάς.
Επί της εικ.53 εικονίζονται εμπίεστα χρυσά φύλλα. Το εν εξ αυτών είναι ημιελλειψοειδές, το δ’ έτερον καρδιόσχημον. Το τελευταίον τούτο, ως αποδεικνύει έτερον πληρέστερον παράδειγμα, έφερεν εις το άνω μέρος άγκιστρον, δι’ ου ηδύνατο να άναρτάται. Η εικ.54 δεικνύει περαιτέρω σωληνωτά αντικείμενα, άτινα ετυλίσσοντο πιθανώτατα περί τους θώμιγγας περιδέραιων, και αριθμόν φύλλων και ταινιών κεκοσμημένων εμπιέστως διά διαφόρων θεμάτων.
Πολλά προβλήματα προσδοκάται νά λυθώσι διά της περαιτέρω ανασκαφής του «Κύκλου». Δεν είναι ακόμη απολύτως σαφές, αν ο περιγράφεις θησαυρός προέρχεται πράγματι εκ λακκοειδούς τάφου του τύπου Μυκηνών, αν και το πράγμα είναι λίαν πιθανόν. Το σκάμμα του θολωτού τάφου 3 είναι πεταλοειδές, τοιαύτα δε σκάμματα είναι γνωστά και εκ του ασυλήτου τάφου Ρούτση 2 και εκ του τάφου Γουβαλάρη 1 Κουκουνάρας και εκ του τάφου Τραγάνας 2. Δεν είναι ακόμη σαφές διατί εκτίσθη και διατί κατεστράφη ο θολωτός τάφος 3 εν Μυκηναϊκή εισέτι εποχή. Ουδέν αποδεικνύει, ότι εκτίσθη διά νά περιλάβη νεκρούς, αφού ουδέ το παραμικρόν ταφής σημείον ευρέθη. Αλλά και ο σκοπός του «Κύκλου», όστις ηχρήστευσε και τούτον και τον θολωτόν τάφον 2, δεν είναι ακόμη σαφής. Πάντως, αν εγένετο διά να περιλάβη παλαιοτέρους λακκοειδείς τάφους, υπόθεσις ήτις εφάνη βεβαιουμένη εκ της εφετεινής δοκιμής, τότε υπάρχει βάσιμος ελπίς να άνευρεθώσι και άλλοι όμοιοι τάφοι και ίσως υπό όρους ευνοϊκωτέρους ή ο του προβληματικού εισέτι πρώτου λάκκου.



ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ

Βιβλιογραφία:
-Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1960, 1961, 1962, 1964 και 1965.
-"Σπυρίδωνος Μαρινάτου ανασκαφαί Μεσσηνίας 1952-1966". Σπύρος Ιακωβίδης (επιμέλεια).