.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Τα Πρωτοελλαδικά Μέγαρα στα Ακοβίτικα Μεσσηνίας


Η τοποθεσία των Ακοβίτικων ήτο ήδη γνωστή από του έτους 1958, ότε ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, κ. Νικ. Γιαλούρης, προέβη εις μικράν δοκιμαστικήν έρευναν κατόπιν της τυχαίας ευρέσεως υπό ιδιωτών χαλκών αγαλματίων εντός αγρου ιδιοκτησίας της οικογενείας Πιέρρου (BCH 83 (1959) Chronique des Fouilles, σ.639).
Πολύ αργότερον επρογραμματίσθη να εκτελεσθούν εις την περιοχήν εγγειοβελτιωτικά έργα υπό του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, σκοπόν έχοντα την αποξήρανσιν αυτής δια της κατασκευής νέας τεχνητής κοίτης- διώρυγος του συνεχώς πλημμυρίζοντος ποταμού Άριος, διό και εγένετο απαλλοτρίωσις της επιλεγείσης εκτάσεως, πράγμα το οποίον επληροφορήθη η Εφορεία εκ δημοσιεύματος του τοπικού τύπου. Μετά παρέλευσιν ενός και ημίσεος έτους (Ιούνιος 1967) και παρά τας ενεργείας της Εφορείας, επραγματοποιήθη υπό της Υπηρεσίας Υδραυλικών Έργων η διάνοιξις της διώρυγος, με αποτέλεσμα, ως διεπίστωσεν η υφ’ ημών γενομένη αυτοψία, την αποκάλυψιν και καταστροφήν σημαντικών αρχιτεκτονικών λειψάνων εις το σημείον, όπου είχον επισημανθή αρχαία κατά το έτος 1958.
 Εξ άλλου, κατά την αυτοψίαν, διεπιστώθη η ύπαρξις και νέου σημείου, 200μ. προς Β. του προηγουμένου, όπου εις τα άκρα, εγκαρσίως προς την διώρυγα, μη διανοιγείσης εισέτι εις το σημείον τούτο της αύλακος, διεκρίνοντο θεμελιώσεις εξ αργολιθοδομής, άλλα τμήματα των οποίων ήσαν επίσης ορατά εντός του παρακειμένου πρανούς του Δ. ορίου της διώρυγος.
Πλήθος, εξ άλλου, ομοίας υφής διασπάρτων λίθων, υπήρχεν εις μέγα μήκος επί του εις το σημείον τούτο αναχώματος, πράγμα το οποίον εβεβαίωνε την ύπαρξιν εκτεταμένων οικοδομημάτων, τα οποία ολοσχερώς είχον καταστραφή από τας εργασίας διανοίξεως της διώρυγος.

Μετά τας διαπιστώσεις αυτάς διεκόπη, κατόπιν ενεργειών της Εφορείας, η περαιτέρω διάνοιξις της διώρυγος δια να διενεργηθή ανασκαφική έρευνα. 
Η έναρξις των ανασκαφών εγένετο την 24ην Ιουνίου 1969 τη βοηθεία της εκτάκτου επιστημονικής βοηθού δ. Γεωργ. Κοκορού, κατά μήκος του άξονος της υπό διάνοιξιν διώρυγος και εις έκτασιν 700 μ. περίπου από της παραλίας προς το εσωτερικόν, μέχρι του πρώτου διανοιγέντος τμήματος της διώρυγος (Τομεύς A) , ενώ συγχρόνως επρογραμματίσθη και ήρχισεν η έρευνα των χωμάτων του αναχώματος του προς Δ. του μετέπειτα ονομασθέντος τομέως I. 
Δεξιά: Ο αρχαιολογικός χώρος των Μεγάρων

Η έρευνα του τομέως Α, ήτις σκοπόν είχε την επισήμανσιν τυχόν υπαρχόντων αρχαίων, δεδομένου ότι επιφανειακώς ουδεμία σχετική ένδειξις υπήρχεν, εγένετο δι’ ελαφρών μηχανικών μέσων, τη εποπτεία ημών, ουδέν δε απέδωσεν, ενώ εκ της αρξαμένης ερεύνης των χωμάτων του αναχώματος, περισυνελέγη σημαντικός αριθμός οστράκων από των αρχαϊκών μεχρι και των ρωμαϊκών χρόνων.
Αι ως άνω ανασκαφικαί εργασίαι, αποτελούσαι την δευτέραν φάσιν ανασκαφικών ερευνών εις την περιοχήν, διεκόπησαν επ’ ολίγον την 5/7/1969 και επανήρχισαν την 22/7/1969, υπό την εποπτείαν του Επιμελητού Αρχαιοτήτων κ. Π. Θέμελη, διήρκεσαν δε μέχρι της 27/8/1969, πραγματοποιηθείσαι εις τους υπό του ανασκάψαντος ονομασθέντας τομείς I και II, όπου αντιστοίχως απεκαλύφθησαν μέρος αρχαϊκού ιερού και ΠΕ μεγάρου. Περί της ανασκαφής υπό του κ. Π. Θέμελη εις τους τομείς I και II και των εξαχθέντων εξ αυτής συμπερασμάτων βλ. AAA II (1969), σ.352. κ.ε., AAA III (1970), σ.303 κ.ε., και ΑΔ25 (1970): Μέρος Α', σ.109-125.

Η ανασκαφή του καλοκαιριού του 1969- Το Μέγαρο Α
To θέρος του 1969, με αφορμήν την διάνοιξιν ευρείας αντιπλημμυρικής τάφρου επί της παλαιάς κοίτης του ποταμού Άρεως, παρά το χωρίον Ακοβίτικα Μεσσηνίας, 3-4 χιλιόμετρα προς Δ. της Καλαμάτας, διενηργήθη εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα εις δύο τομείς, απέχοντας μεταξύ των περί τα 200 μ. Θα ασχοληθώμεν μόνον με την περιγραφήν των αρχιτεκτονικών λειψάνων του τομέως II.



Απεκαλύφθη πλήρως κολοσσιαίον μεγαρόσχημον οικοδόμημα (σχέδ.άνω), σωζ. μήκ. 28μ. Το ολικόν μήκος του υπολογίζεται εις πλέον των 35μ., διότι το Β. αυτού τμήμα απεκόπη υπό των μηχανικών εκσκαφέων. Το πλάτος είναι 15 μ. περίπου. Το πάχος των τοίχων κυμαίνεται από 0,80- 1.45μ. Το βάθος της θεμελιώσεως υπερβαίνει το 1μ. (είκ.1). Ως οικοδομικόν υλικόν έχουν χρησιμοποιηθή λίθοι φυσικοί, ποτάμιοι, απεστρογγυλωμένοι, συνδεόμενοι μεταξύ των διά λίαν ανθεκτικού μίγματος αργίλου και άμμου. Η ανωδομή απετελείτο εξ ωμοπλίνθων (crude brick), πλείστα θραύσματα των οποίων περισυνελέγησαν. Μεταξύ του θεμελίου και της ανωδομής παρεμβάλλεται σειρά λίθων, εισέχουσα ελαφρώς του θεμελίου και αποτελούσα την υποδομήν (socle) των ωμοπλίνθων. Παρόμοιος τρόπος κατασκευής παρετηρήθη εις το οικοδόμημα ΒG της Λέρνης (Hesperia 28 (1959), 203 κ.έ.) και εις το μέγαρον της γ' φάσεως της Τροίας II (Wace- Stubbings, Companion, 369).



Τo μέγαρον περιλαμβάνει τους εξής χώρους:
1. Τον πρόδομον (σχέδ.2,α), διαστ. 11.50 X 10μ., ο οποίος αποτελεί εν είδος βαθέος προθαλάμου, έχοντος τας αυτάς περίπου διαστάσεις προς την κεντρικήν αίθουσαν.
2. Την κεντρικήν αίθουσαν (σχέδ.2,β), διαστ. 8 X 12.50μ., η οποία, κατ' αναλογίαν πρός έτερα γνωστά σύγχρονα παραδείγματα (σχέδ.3, 3), θα έφερεν εις το μέσον εστίαν.
3. Επιμήκεις χώρους (σχέδ.2,γ Εικ.2) εκατέρωθεν της κεντρικής αιθούσης, προφανώς διαδρόμους, «λαύρας» κατά την ομηρικήν έκφρασιν (Οδ.χ 126- 128. Bertha C. Rider, The Greek House, 135 κ.έ. Lorimer, 411 κ.έ. και 422 κ.έ.). Η ομηρική περιγραφή Οδύσσειας χ 134- 5:..άγχι γαρ αινώς αυλής καλά θύρετρα και αργαλέον στόμα λαύρης αποδίδει με εκπληκτικήν αντιστοιχίαν τα ανοικτά προς το αίθριον («άγχι αυλής») στόμια εισόδου των διδύμων διαδρόμων, εκατέρωθεν του προδόμου, του μεγαρου BG της Λέρνης III (σχέδ.3,1).
Τα σκοτεινά ταύτα στόμια, δρώμενα εκ του αίθριου, θα ήσαν κυριολεκτικώς «αργαλέα».
4. Πλακόστρωτον δίοδον (σχέδ.2, είκ.3) εκ φυσικώς πεπλατυσμένων και απεστρογγυλωμένων ποταμίων λίθων παρά την δυτικήν πλευράν του μεγάρου (πρβλ. Hesperia 28 (1959), 203 κ.έ.: «paving of rough cobble stones» παρά το νότιον άκρον του ανατολικού διαδρόμου του κτηρίου BG της Λέρνης). Η δίοδος αυτή ήγεν εις μικρόν αυλήν ή φωταγωγόν (σχέδ.2,ζ), χρησιμοποιούμενον ίσως και δια τον φωτισμόν της σκοτεινής άλλως κεντρικής αιθούσης. Δύναται να παραβληθή προς τας ομηρικά «ρώγας μεγάροιο», αι οποίαι απετέλουν στενόν διαχωριστικόν ύπαιθρον(;) διάδρομον. Η Lorimer, 411 και 422, ερμηνεύει το «ρώγες» ως short passage. Αντιθέτως ο Wace, Companion 497, διερωτάται μήπως «ρώγες» σημαίνει openings.
Είς Όμηρον απαντά άπαξ (Όδ.χ 142- 143): ως ειπών ανέβαινε Μελάνθιος, αιπόλος αιγών ες θαλάμους Οδυσσήος ανά ρώγας μεγάροιο. (Πρβλ. την «ρούγα» της οικίας Δ. Σφόρτζου εις Αμπελάκια (Μέγας, Η έλληνική οικία, 1949, σ.28, Εικ.22).
5. Το πρόθυρον (σχέδ.2, η είκ.4). Παρά την Δ. παραστάδα του προδόμου του μεγάρου απεκαλύφθη τμήμα μικρού οικοδομήματος, το οποίον δύναται να ερμηνευθή ως πρόθυρον (Όδ.η 4). Τούτο φέρει κατ’ ευθείαν μεν (ανατολικώς) εις την αυλήν του προδόμου, πρός αριστερά δε (βορείως) εις την πλακόστρωτον δίοδον, «ανά ρώγας μεγάροιο». Παρόμοιον πρόθυμον μετά φυλακείου(;), εις τον άξονα όμως του μεγάρου ευρισκόμενον, σώζεται εις το μέγαρον της Τροίας II (Bertha C. Rider, ε.α., σ.137, εικ.24). Το πρόθυρον του μεγάρου των Ακοβίτικων έφερε στέγην εκ λεπτών σχιστολιθικών πλακών, πλείστα θραύσματα των όποιων απεκαλύφθησαν κατά χώραν, ως είχον καταπέσει επί του δαπέδου κατά την καταστροφήν του οικοδομήματος (σχέδ.2,α). Σχιστολιθικαί πλάκες στέγης ευρέθησαν και εις Τίρυνθα, Ασίνην, Λέρναν και Μάλθην (AJA 1945,35 - 44. Hesperia, 1960, 288. Συριόπουλος, Προϊστ. Πελοποννήσου, 217).
6. Το νότιον, οπίσθιον τμήμα του μεγάρου, «μυχός μεγάροιο» (σχέδ.2,δ), Το οποίον θα περιελάμβανε βοηθητικούς χώρους και αποθήκας, κατ’ αναλογίαν πρός το νεώτερον μέγαρον της Φυλακωπής III (σχέδ.3,5), κατεστράφη ανεπανορθώτως υπό των μηχανικών εκσκαφέων. Κατ’ εικασίαν συνεπληρώθη εις το σχέδ.3,4.



Δεν θα μας απασχολήση ένταυθα ιδιαιτέρως η περισυλλεγείσα κεραμεική, η οποία είναι χειροποίητος και περιλαμβάνει κυρίως βαθείας και αβαθείς φιάλας, πίθους και πιθαμφορείς. Ελάχιστα θραύσματα ανήκουν εις sauceboats, ΠΕ II εποχής, και δύο ή τρία εις εγχάρακτα αγγεία. Τινά των οστράκων θα ηδύναντο να χαρακτηρισθούν και ως μεσοελλαδικά, μολονότι Τα αρχιτεκτονικά λείψανα, αντιπροσωπεύοντα μίαν οικοδομικήν φάσιν, δεικνύουν ότι η αρχή και το τέλος του μεγάρου θα πρέπει να τοποθετηθή εις την ΠΕ II περίοδον. Δέν αποκλείεται εν τούτοις μέρος του μεγάρου να εχρησιμοποιήθη και κατά την Μεσοελλαδικήν εποχήν. Είναι λίαν ενωρίς διά την εξαγωγήν βεβαίων περί τούτου συμπερασμάτων.
Ουδέν στοιχείον έχομεν εκ της ανασκαφής, το οποίον να δύναται να βεβαιώση την βιαίαν καταστροφήν του μεγάρου. Ίχνη πυράς ουδαμού εσημειώθησαν, μολονότι τα περισυλλεγέντα θραύσματα ωμοπλίνθων, εντόνως ερυθρά και σκληρά, εμβάλλουν εις σκέψεις σχετικώς πρός την αρχικήν ή την ενδεχομένως εκ των υστέρων κατά την εκ πυρός τυχόν καταστροφήν του κτηρίου συμπτωματικήν αυτών όπτησιν. Η καταστροφή και εγκατάλειψις του μεγάρου των Ακοβίτικων οφείλεται ίσως εις φυσικά αίτια. Το πιθανότερον είναι ότι ο χειμαρρώδης ποταμός Άρις είχεν ήδη από της εποχής ταύτης αρχίσει να καθίσταται απειλητικός, παρέσυρε δε τελικώς την ανωδομήν και εκάλυψε τα στερεά λίθινα θεμέλια διά στρώματος ιλύος και άμμου. Δεν αποκλείεται βεβαίως η εγκατάλειψις του μεγάρου να εγένετο κατά την περίοδον της εσωτερικής αταξίας και ανωμαλίας εν τη Πελοποννήσω (Συριόπουλος, 410), ήτις κατέστρεψε τον ακμαίον Πρωτοελλαδικόν πολιτισμόν και ηφάνισε τον πληθυσμόν της χερσονήσου, δημιουργήσασα ούτω χώρον δι' εγκατάστασιν νέων στοιχείων εν αυτή, ήτοι των δημιουργών του Υστεροελλαδικού πολιτισμού. Οχυραί θέσεις φαίνονται προτιμώμεναι δι’ εγκατάστασιν κατά την ΜΕ περίοδον (Σικυών, Ασπίς, Άστρος, Όρχομενός Αρκαδίας). Κατά τον Συριόπουλον η αναταραχή αυτη εις τας ΠΕ πόλεις, η οποία χαρακτηρίζεται από καταστροφήν των μεγάλων οικοδομημάτων, ίσως να οφείλεται εις επιδρομάς των κατοίκων των ορεινοτέρων δυτικών περιφερειών της Πελοποννήσου εναντίον των πλουσίων αφ’ ενός πεδινών οικισμών, ως η Μάλθη, η Νεμέα, αι Ζυγουριές, και των ακτών αφ’ ετέρου, ως η Ασίνη, η Λέρνα κ.α. Οι χρόνοι καταστροφής του μεγάρου των Ακοβίτικων συμπίπτουν ίσως με τους χρόνους καταστροφής της Λέρνης III.



Η σημασία του επιβλητικού μεγάρου των Ακοβίτικων γίνεται κατανοητή, όταν παραβληθή τούτο προς τα μέχρι σήμερον γνωστά «μνημειώδη» μεγαρόσχημα ανάκτορα της αυτής περιόδου. Πρός σύγκρισιν προσφέρονται το οικοδόμημα BG και η «Οικία των Κεράμων» (House of Tiles) της Λέρνης III, ως και το κεντρικόν μέγαρον της γ' φασεως της Τροίας II (Hesperia 25 (1956), 162- 6. Hesperia 28 (1959), 202, 4. Hesperia 29 (1960), 285).
Το μέγαρον BG (σχέδ.3,) ανήκει εις την μεσαίαν φάσιν της Λέρνης III (ΠΕ II περίοδον), αποτελεί δε τον πρόδρομον του νεωτέρου ανακτόρου, ήτοι της «Οικίας των Κεράμων». Το πλάτος του είναι 12μ., το μέχρι στιγμής Ανασκαφέν τμήμα του έχει μήκος 17μ., το δε πάχος των τοίχων του υπερβαίνει το μέτρον (+1.20μ.). Η αρχιτεκτονική του μορφή και αι κατασκευαστικαί αυτού λεπτομέρειαι παρουσιάζουν ομοιότητας προς το μέγαρον των Ακοβίτικων: βαθύς πρόδομος, ευρεία κεντρική αίθουσα, στενοί διαδρομοι, ίχνη πλακοστρώτου «of rough cobble stones», ανωδομή εξ ωμοπλίνθων, πλάκες σχιστολίθου εις την στέγην. Είναι σαφώς μικρότερον του μεγάρου των Ακοβίτικων, φέρει δε επί πλέον διαδρόμους και εκατέρωθεν του προδόμου.
To House of Tiles (σχέδ.3,3), νεώτερον του BG, αλλά της αυτής ΠΕ II περιόδου, αποτελεί το τελευταίον και τελειότερον εις αρχιτεκτονικήν μορφήν οικοδόμημα της Λέρνης III, αλλά και ολοκλήρου της Πρωτοελλαδικής εποχής. Αί διαστασεις του είναι 12X 25 μ., το δε παχος των τοίχων του 1 μ. περίπου. Υστερεί μέν εις μέγεθος του μεγάρου των Ακοβίτικων, αλλά ύπερτερει εις την τελειότητα της μορφής, εις τρόπον ώστε να δύναται να χαρακτηρισθή ‹κλασσικόν » διά την εποχήν του. Παρουσιαζει τα αυτά βασικά χαρακτηριστικά του προηγουμένου μεγάρου BG και επί πλέον την λεπτομέρειαν της διά σχιστολιθικών και πηλίνων πλακών καλύψεως των οροφών του.
Tο κεντρικόν μέγαρον της γ' φασεως της Τροίας II (σχέδ.3,2) εχει σχεδόν 13μ. πλάτος, το δε μήκος του υπελογίσθη υπό του Dörpfeld εις 36μ. περίπου. Το πάχος των τοίχων του κυμαίνεται μεταξύ 1.40- 1.45μ. Απλούστερον εις μορφήν, συναγωνίζεται εις κλίμακα μεγέθους το μέγαρον των Ακοβίτικων, μετά του οποίου το συνδέουν και ετέρα χαρακτηριστικά: ο βαθύς και ευρύς πρόδομος και η κολοσσιαία κεντρική αίθουσα, της οποίας το πλάτος εις το μέγαρον των Ακοβίτικων περιωρίσθη χάριν των πλευρικών διαδρόμων.



Το ανάκτορον των Ακοβίτικων δύναται λοιπόν αδιστάκτως να χαρακτηρισθή ως το μεγαλύτερον μέχρι σήμερον γνωστόν μέγαρον της Πρωτοελλαδικής περιόδου. Η μεγάλη Θόλος της Τίρυνθος, διαμ. 28μ. περίπου, δεν προσφέρεται πρός σύγκρισιν, διότι αποτελεί μοναδικόν εις μορφήν και προβληματικόν παράδειγμα της Πρωίμου εποχής του Χαλκού εν Ελλάδι.
Tο πρόβλημα της καταγωγής του μεγάρου των Ακοβίτικων και γενικότερον των ελλαδικών μεγάρων δεν είναι δυνατόν να συζητηθή ενταύθα. Αι σχέσεις πάντως προς την Μικράν Ασίαν είναι και ένταυθα εμφανείς. Η βασική καινοτομία των πελοποννησιακών μεγάρων εν σχέσει πρός τα απλούστερα τρωικά, είναι η προσθήκη των πλευρικών διαδρόμων. Που οφείλεται η καινοτομία αυτή, δεν είμαι εις θέσιν να εξηγήσω. Σημειώ απλώς ενταύθα, ότι το μέγαρον των Ακοβίτικων τοποθετείται εξελικτικώς μεταξύ του μεγάρου της Τροίας II και της «Οικίας των Κεράμων» της Λέρνης III. Το πρόβλημα πάντως είναι πολυπλοκότερον από ό,τι ίσως φαίνεται. Ο τύπος του μεγάρου εξαπλούται επί ευρείας ζώνης εκ της Μέσης και Νοτίου Ευρώπης διά της Τροίας II μέχρι της Μικράς Ασίας. Ποιον δρόμον ηκολούθησεν η εξαπλωσις, αν εκινήθη εκ των Νοτιοανατολικών πρός τα Βορειοδυτικά ή εκ του μέσου πρός αμφοτέρας τας πλευράς, δεν είναι δυνατόν να είπωμεν.
Επιθυμώ, τέλος, να θέσω απλώς ένταυθα ωρισμένα ερωτήματα, τα όποια προκύπτουν εκ της αντιστοιχίας του ομηρικού πρός το Πρωτοελλαδικόν μέγαρον, ως ετονίσαμεν ταύτην κατά την περιγραφήν ενός εκάστου των χώρων του ανακτόρου των Ακοβίτικων. Η αντιστοιχία βεβαίως δύναται απλώς να οφείλεται εις το γεγονός ότι το μέγαρον, ως οικοδομικός τύπος, επέζησε μέχρι της μυκηναϊκής εποχής. Είναι λοιπόν τυχαία και τελείως συμπτωματική η αντιστοιχία του Πρωτοελλαδικού πρός το ομηρικόν μέγαρον; Μήπως το ηρωικόν έπος είχεν αρχίσει να διαμορφούται κατά την Μεσοελλαδικήν εποχήν, διά να ψάλει το μεγαλοπρεπέστερον παρελθόν της Πρωτοελλαδικής περιόδου, κατ’ ανάλογον τρόπον, όπως η ομηρική ήρωική ποίησις υμνεί το λαμπρόν μυκηναϊκόν παρελθόν; Και είναι δυνατόν κατάλοιπα του Μεσοελλαδικού τούτου έπους να διετηρήθησαν μέχρι της του εποχής του Ομήρου; Μήπως οι δημιουργοί του Πρωτοελλαδικού και όχι του Μεσοελλαδικού πολιτισμού πρεπει να θεωρηθούν ως οι πρώτοι Έλληνες; τα ερωτήματα ηχούν ίσως απλοϊκα και φαιδρά εις τα ώτα των ειδικών, οι όποιοι ασχολούνται επί σειραν ετών με την λύσιν των σχετικών προβλημάτων. Αξίζει, πάντως, να επανέλθωμεν επί των άκρως ενδιαφερόντων τούτων θεμάτων.


Η ανασκαφή του χειμώνα 1969
Μετά την αποκάλυψιν των ως άνω αρχαίων και τη προτάσει του ανασκάψαντος κ. Π. Θέμελη, απεφασίσθη μικρά τοπική παραλλαγή της διώρυγος, ολίγα μέτρα προς Δ. του αποκαλυφθέντος ΠΕ μεγάρου.
Αι δια μηχανικού εκσκαφέως αρξάμεναι σκαπτικαί εργασίαι δια την παραλλαγήν διεκόπησαν αυθημερόν, λόγω προσκρούσεως των μηχανημάτων επί των επεκτάσεων των θεμελιώσεων των προσκτισμάτων του παρακειμένου ΠΕ μεγάρου. Μετά ταύτα ήρχισεν υφ’ ημών αμέσως, ήτοι την 19ην Νοεμβρίου 1969, τετάρτη φάσις των ανασκαφικών ερευνών εις Ακοβίτικα, διαρκέσασα μέχρι της 11ης Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
Αι ανασκαφικαί εργασίαι κατά την φάσιν ταύτην, εις τας οποίας έλαβε μέρος και η έκτακτος επιστημονική βοηθός δ. Α. Μπακατσή, εγένοντο εις τον αμέσως προς Δ. του μεγάρου χώρον και εντός των ορίων της παραλλαγής της διώρυγος, είχον δε τα ακόλουθα αποτελέσματα:
Απεκαλύφθη μέγα συγκρότημα οικοδομημάτων, σύγχρονον προς το ΠΕ μέγαρον, αποτελούμενον εκ πολλών ορθογωνίων κατά κανόνα χώρων, μικρών και μεγαλυτέρων (εικ.5). Αι θεμελιώσεις ωρισμένων εκ των χώρων τούτων ευρίσκονται χαμηλότερον, καλυπτόμεναι υπό των θεμελιώσεων άλλων, πράγμα το οποίον δεικνύει την χρησιμοποίησιν του χώρου εις διαδοχικάς οικοδομικάς φάσεις κατά την διάρκειαν της ΠΕ εποχής. Ούτω, κατέστη δυνατόν να επισημανθούν τρεις τοιαύται φάσεις.
 Οι τοίχοι των οικοδομημάτων και κατά τας τρεις φάσεις δεν σχηματίζουν πάντοτε ορθάς γωνίας, δεδομένου ότι μερικοί εκ τούτων έχουν λοξήν κατεύθυνσιν, πράγμα το οποίον παρατηρείται και εις το κυρίως μέγαρον. Η συνολική έκτασις, την οποίαν καταλαμβάνουν τα αποκαλυφθέντα κτίσματα εις τον τομέα της παραλλαγής, είναι μεγαλυτέρα εις εμβαδόν εκείνης του κυρίως μεγάρου.


Η τοιχοδομία συνίσταται εκ φυσικών ποταμίων λίθων δια τας θεμελιώσεις και εξ οπτών πλίνθων δια την ανωδομήν, ως τούτο κατεφάνη εκ των ανευρεθέντων εις πολλά σημεία υπολειμμάτων των πλίνθων, ενώ δια την κάλυψιν των στεγών εχρησιμοποιήθησαν λεπταί σχιστολιθικαί πλάκες, μέγας αριθμός των οποίων ευρέθη εντός ωρισμένων χώρων (εικ.6). Το πλάτος των θεμελίων κυμαίνεται από 0,70- 1μ., ενώ εις την περίπτωσιν του παρά το ΝΔ. όριον της ανασκαφής αποκαλυφθέντος διπλού τοίχου το πλάτος ήτο 2.10μ. (εικ.7).
Εξ άλλου, κατά μήκος του Β. άκρου του ανασκαφέντος τομέως της παραλλαγής, απεκαλύφθησαν τμήματα πλακοστρώτου δαπέδου και πλησίον αυτού, εις χαμηλότερον επίπεδον, δύο μεγάλα τμήματα λιθοστρώτου δαπέδου εκ ποταμίων χαλίκων, εξαιρέτου κατασκευής, διατηρούμενα εις αρίστην κατάστασιν (εικ.8).
 Αξιοσημείωτον επίσης μικρόν τεχνικόν έργον, ήτοι υδαταγωγός, απεκαλύφθη εις απόστασιν 1.80μ. από του εξωτερικού ορίου του Δ. διπλού τοίχου του μεγάρου. Η κατασκευή του υδαταγωγού συνίσταται εκ πλευρικών τοιχωμάτων εξ αργολιθοδομής, ο δε πυθμήν αυτού εξ εντέχνως τοποθετημένων εις μίαν σειράν σχιστολιθικών πλακών. Ο υδαταγωγός διεσώθη εις μήκος 3μ.
Η μελέτη της περισυλλεγείσης κεραμεικής, συνισταμένης αποκλειστικώς εξ οστράκων, τα οποία σημειωτέον εν αναλογία προς τα ανευρεθέντα εις το μέγαρον είναι πολύ περισσότερα, δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθή λόγω της μεταθέσεως του γράφοντος εκ της Ζ' Εφορείας Αρχαιοτήτων. Πάντως, η κεραμεική αύτη αποτελείται εκ χειροποίητων χονδροειδών ερυθρωπών οστράκων αγγείων οικιακής χρήσεως, καθώς και εξ ολίγων τεμαχίων πίθων. Ωσαύτως ευρέθησαν ολίγα όστρακα εκ τεφρού πηλού αγγείων επιμελούς κατασκευής, με λεπτά τοιχώματα, αναγόμενα εις την ΜΕ περίοδον. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική είναι η παντελής απουσία γραπτών οστράκων, σφονδυλίων, φολίδων, λεπίδων και βελών εξ οψιανού ή πυριτολίθου, ως και λιθίνων εργαλείων και όπλων.Η έκθεσις περί της ανασκαφής εις τα Ακοβίτικα δεν εξαντλεί βεβαίως το θέμα, επιφυλάσσεται όμως ο γράφων να προβή εις πλήρη παρουσίασιν του όλου ευρήματος και των πορισμάτων μετά την ολοκλήρωσιν της ανασκαφικής ερεύνης κάτωθεν του χώρου των δύο αυτόθι αγροτικών οικίσκων, υπό τα δάπεδα των οποίων ευρίσκεται η συνέχεια των αποκαλυφθεισών θεμελιώσεων, καθώς και προς Β. και Ν. αυτών. Σημειωτέον, ότι αι ανασκαφικαί εργασίαι εγένοντο υπό όλως ιδιαζούσας και δυσμενείς καιρικάς συνθήκας, εν μέσω χειμώνι, χαρακτηριστικόν δε τούτου είναι η εικών την οποίαν παρέχει η εικ.5.


Η ανασκαφή του 1970- Το Μέγαρο Β
Η ανασκαφή του 1970 που έγινε από την Θ. Καράγιωργα αποκάλυψε την ύπαρξη και δεύτερου Μεγάρου (Μέγαρο Β).  Σύμφωνα με τα δεδομένα της ανασκαφής το Μέγαρο Β ανήκει στην ίδια περίοδο με το Μέγαρο Α. Αντιπροσωπεύει, όμως, οπωσδήποτε μια προγενέστερη φάση μέσα στην ίδια χρονική περίοδο που ξεπερνά, άλλωστε, τις δύο εκατοντάδες χρόνια. 
Από το γενικό σχέδιο κάτοψης είναι σαφές ότι η κατασκευή του Μεγάρου Α προϋποθέτει την κατάργηση (λόγου καταστροφής ή εγκατάλειψης) του Μεγάρου Β, που βρίσκεται και σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο.
Το Μέγαρο Β (16,30μ.Χ 12μ.) αποτελείται από δύο χώρους: Βαθιά αίθουσα (περίπου 5Χ 10μ.) και σχεδόν τετράγωνο οπισθόδρομο (5Χ 4,75μ.). δίδυμοι τοίχοι με ψευδοδιαδρόμους υπάρχουν και εδώ σε όλο το μήκος των μακρινών πλευρών και διακόπτονται με εγκάρσιους μόνο στις δύο πλευρές του οπισθόδρομου. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το φτιάξιμο των ψευδοδιαδρόμων στην πρόσοψη, που δεν απαντά στο αντίστοιχο Οικοδόμημα BG της Λέρνας. Η παρουσία ορόφου  και στο Μέγαρο Β πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Το Μέγαρο Β παρουσιάζει εκπληκτικές μορφολογικές και κατασκευαστικές ομοιότητες με το Οικοδόμημα BG της Λέρνας.

Βιβλιογαφία: 
-Γ. Α. Παπαθανασόπουλος: Αρχ. Δελ. 25 (1970): Χρονικά σελ 173
-Π. Γ. Θέμελης: "Πρωτοελλαδικόν Μέγαρον εις Ακοβίτικα Μεσσηνίας". Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, 1970, Τεύχος 3.
- Π. Θέμελης: "Το Πρωτοελλαδικό Μέγαρο στα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας και το πρόβλημα της καταγωγής του". Τριφυλιακή Εστία, τόμος Ζ΄ (σελ.16-20), Τεύχος 37-38, Γενάρης-Μάρτης 1981.