.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Ηρωολατρεία στο Προϊστορικό Νεκροταφείο Βοϊδοκοιλιάς



 Αι ανασκαφαί της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας εις τον βόρειον βραχίονα του προς Δυσμάς (Ιόνιον πέλαγος) εστραμμένου μικρού όρμου της Βοϊδοκοιλιάς1 (ΒΔ εκτός του όρμου του Ναβαρίνου και Β του Παλαιοναβαρίνου και του σπηλαίου του Νέστορος2) έφεραν εις φως, διά του Σπυρ. Ν. Μαρινάτου τον υπ’ αυτού προς τον τάφον του Θρασυμήδους ταυτισθέντα ΥΕ I (του τέλους του -16ου αι.) θολωτόν τάφον (1956, 1958)3 καi του υπογραφομένου (1976-83)4 στοιχεία κατοικήσεως του χώρου κατά την Τελικήν Νεολιθικήν (μέχρι του -2.500), ΠΕ II οικισμόν αλλεπαλλήλων φάσεων επί των ισοπεδωθέντων βράχων και ΜΕ I τύμβον μετά ταφικών πίθων και άλλων τάφων εκτός του αναλημματικού του περιβόλου, ένδον του οποίου τύμβου, ως επιστοποιήθη (1977), ανιδρύθη ο μνημονευθείς πρωτομυκηναϊκής εποχής θολωτός τάφος (Πίν.27).
«Λείψανα θυσίας ολοκλήρου βοός κατατεθέντος» εις τον ταφικόν θάλαμον του θολωτού υποδηλούν5 την εις μεταγενεστέραν περίοδον χρήσιν του τάφου, περίοδον όμως η οποία δεν είναι δυνατόν να καθορισθή λόγω του υψηλού σημείου του ταφικού θαλάμου εις το οποίον ανευρέθησαν τα στερούμενα συνοδευούσης κεραμεικής οστά του ζώου.


 Βέβαιον δύναται να θεωρηθή ότι ο θολωτός τάφος ίστατο ακέραιος και υπερυψούτο του ME I τύμβου και κατά τους ιστορικούς χρόνους χάρις εις το σύστημα εξωτερικής αντιστηρίξεως που είχον εφαρμόσει οι Πρωτομυκηναίοι και χάρις εις την δι’ αόπτου πηλού επάλειψιν του θόλου εξωτερικώς προς απομάκρυνσιν των όμβριων υδάτων, έτι δε ήτο ορατός εκ του κατέναντι πολίσματος του Κορυφασίου,6 που εύρητο εις απόστασιν 200, ως έγγιστα, μέτρων επί του νοτίου βραχίονος του όρμου. Ότι ο τύμβος ήτο ορατός και κατά τους προχριστιανικούς χρόνους μετά του λίθινου μανδύου του και των ταφικών πίθων, είναι βέβαιον εκ του γεγονότος ότι, κατά την αποκάλυψιν του τύμβου (1977), το μέγιστον τμήμα του εκαλύπτετο υπό λεπτοτάτου στρώματος χώματος, πλείστοι δε όσοι λίθοι του μανδύου ήσαν ορατοί.
 Ακριβώς, λοιπόν, ο χώρος ούτος του προϊστορικού νεκροταφείου του βορείου βραχίονος με τον ΜΕ τύμβον και τον περικλειόμενον θολωτόν τάφον εθεωρήθη ιερός υπό των κατοικησάντων εις τον κατέναντι νότιον βραχίονα και, διά τον λόγον αυτόν, επελέγη διά την ενάσκησιν ταφικής και χθονίας λατρείας προς τιμήν αγνώστων νεκρών προγόνων, αν μη προς τιμήν του ήρωος Θρασυμήδους, υιού του Νέστορος, έφ’ όσον θεωρηθή ότι η θέσις δύναται να ταυτισθή προς την υπό του Παυσανίου εις την περιοχήν κατά τας μαρτυρίας των εντοπίων εντοπιζομένην ομηρικήν Πύλον. Η λατρεία αύτη ενησκήθη -επί τη βάσει ανασκαφικών δεδομένων- δι’ αναθέσεως πλέον των τριών εκατοντάδων πήλινων πλακιδίων μετ' αναγλύφων παραστάσεων και ελάχιστων, ομοίως πήλινων, ειδωλίων και τούτο ανεξαρτήτως της εις Διβάρι (εις απόστασιν ολίγων εκατοντάδων μέτρων) αναπτύξεως του συγχρόνου υστεροκλασσικού- πρωίμου ελληνιστικού νεκροταφείου (1965)7 του πολίσματος Κορυφασίου.



 Η απόδειξις διά την μεταγενεστέραν ταφικήν και χθονίαν λατρείαν και ηρωολατρείαν εκερδήθη τω 1982, ότε ανεκαλύφθη ο αμητός των πήλινων αναθηματικών πλακιδίων και ενίων ειδωλίων κατά τον μείζονα A-ANA τομέα (Πίν.28,1), που είχον τοποθετηθή είτε ένδον υποτυπωδών κογχών, εσχηματισμένων δι' ασβεστόλιθων (Πίν.28,2), είτε εις τον λοιπόν ελεύθερον χώρον ανατολικώς της κατεστραμμένης ΠΕ II Ανατολικής Οικίας του προϊστορικού οικισμού.8 
 Ο χώρος ούτος εχωρίζετο υπό της Ανατολικής Οικίας δι’ ενός μεταποιηθέντος τοίχου, προφανώς του πρώην ανατολικού της οικίας, και διά μιας σειράς ογκωδεστάτων ασβεστόλιθων, οι οποίοι, αρχικώς, είχον τοποθετηθή όρθιοι. Επ’ αυτών είχον, επίσης, αφεθή πλακίδια, που κατέπεσαν με τους ογκώδεις αυτούς ασβεστολίθους.



 Τότε (1982) υπετέθη9 και ότι το κατά την ΒΔ. γωνίαν του ανασκαπτομένου χώρου εις φως έλθον μικρόν σύγχρονον (ελληνιστικών χρόνων) κτίσμα δυνατόν να είχε χρησιμεύσει ως ευκτήριος οίκος, ταπεινός ιερός σηκός, ήτοι, δίκην ταφικού κτηρίου εις τα πλαίσια ενός προϊστορικού νεκροταφείου, χαρακτηριστικού διά την Εποχήν του Χαλκού, ως διαθέτον και προμυκηναϊκών χρόνων τύμβον και μυκηναϊκών χρόνων θολωτόν τάφον (Πίν.27).
 Η όλη κατάστασις, ως αναφαίνεται εις τον νέον αρχαιολογικόν χώρον της Βοϊδοκοιλιάς με τον συνδυασμόν ταφικού ιερού και ανάθεσιν απλών αναγλύφων πλακιδίων και ελαχίστων ειδωλίων εις τον χώρον ενός προϊστορικού νεκροταφείου ουδεμίαν μοναδικότητα ενέχει αντιθέτως, υποδηλοί την διάδοσιν του αυτού πνεύματος -εν συγκρίσει προς άλλα αντίστοιχα παραδείγματα- και την ενάσκησιν αντιστοίχου ηρωολατρείας, ταφικής και χθονίας λατρείας. Βεβαίως, είναι πιθανώτατον ότι και εις άλλους τάφους (νεκροταφεία) θα είχον δημιουργηθή παρόμοια ιερά και θα κατετίθεντο και θα αφίεντο αναθήματα κατά το τυπικόν μιας τοπικής λατρείας, πράγμα που δεν έχει μέχρι τούδε διαπιστωθή, διότι σπανίως ανασκάπτεται ο πέριξ θολωτών και θαλαμωτών τάφων χώρος.
 Ο λόγος, επίσης, διά τον οποίον προετιμήθη η ανατολική πλευρά της ανασκαπτομένης θέσεως διά την εναπόθεσιν του πλήθους τούτου των πλακιδίων, παραμένει αδιευκρίνητος και τούτο εάν υποτεθή ότι το γωνιαίον ΒΔ κτίσμα ήτο ταπεινόν ιερόν της εποχής. Η όλη διευθέτησις του χώρου ήτο, σημειωθήτω, πρόχειρος και ουχί η ενδεδειγμένη προς επιτέλεσιν λατρείας. Αντιθέτως προς την υποτιθεμένην χρήσιν του ΒΔ κτίσματος ως ευκτηρίου οίκου, σημειωθήτω ότι ο αριθμός των ένδον και εκτός του κτηρίου ανευρεθέντων αναγλύφων πλακιδίων και ειδωλίων ήτο όλως περιωρισμένος. Εν πάση περιπτώσει, ο μείζων ανατολικός τομεύς και η ΒΔ γωνία του ανασκαπτομένου χώρου είναι τα δύο εκ των τριών σημείων εις τα οποία ευρέθησαν πλακίδια και ειδώλια, πράγμα που συντείνει, ούτως ή άλλως, εις τον χαρακτηρισμόν του ΒΔ κτίσματος ως ιερού. Το τρίτον σημείον ανευρέσεως αναθηματικών πλακιδίων είναι η νοτία επέκτασις, όπου υπήρχον ελάχιστα αποσπασματικώς σωζόμενα πλακίδια (1983).
 Το ΒΔ τούτο κτίσμα (πλευράς 2.60μ.) είναι το μόνον μεταγενέστερον μετά χαρακτηριστικών κεράμων κτίσμα εις τον ανασκαπτόμενον χώρον και είχεν είτε αμφικλινή είτε, απλώς, επικλινή την στέγην. Ότι πρόκειται περί ευκτηρίου οίκου συνηγορεί και η ταύτισις και άλλων κτηρίων εις χώρους νεκροταφείων, τα όποια κτήρια εθεωρήθησαν ταφικά υπό πλειόνων ερευνητών, ως υπό του Σπυρ. Μαρινάτου, του Μαν. Ανδρονίκου, του Π. Θέμελη και άλλων. Ταύτα είναι τα ακόλουθα: της Πρωτογεωμετρικής εποχής εις Αρκάδες, Δρήρον και Βρόκαστρο Κρήτης, έτι δε εις Λευκαντί Εύβοιας, της Γεωμετρικής εποχής εις Ανάβυσσον Αττικής, παρά τον Β ταφικόν κύκλον των Μυκηνών, της αρχαϊκής εποχής εις Κύμην Αιολίδος, της αρχαϊκής και κλασσικής εποχής το ιερόν των Τριτοπατρέων του Κεραμεικού, της ελληνιστικής εποχής το ιερόν εις το ύστερογεωμετρικόν ιερόν της Αγοράς της Κορίνθου, το ιερόν του Ηρακλέους εις Ρήνειαν Δήλου, το ιερόν της Πασικράτας εις το νεκροταφείον Δημητριάδος Βόλου και εις το νεκροταφειον των θαλαμωτών τάφων εις Μεταξάτα Κεφαλληνίας. Επίσης, εκ της αρχαίας ελληνικής γραπτής παραδόσεως κατέχομεν στοιχεία περί ταφικών ιερών και αρκεί η μνεία του παρά Παυσανία μνήματος του Κάστορος (Γ13,1) εις Σπάρτην.

Ο θολωτός τάφος "Θρασυμήδη" στην Βοϊδοκοιλιά

 Τα αρχικά ευρήματα (και, εν ταύτω, ενδείξεις περί ταφικής χθονίας λατρείας και ηρωολατρείας), προήλθον, εν αρχή εκ του ΒΔ τούτου ευκτηρίου οίκου και εκ της περιοχής του. Ούτω, τω 1978 ανευρέθησαν: 
(α) τμήμα πλακιδίου διασώζοντος τον κορμόν εστραμμένου προς τα δεξιά ιππέως, 
(β) τμήμα γωνιακόν άλλου πλακιδίου με ακαθορίστους αναγλύφους λεπτομέρειας, 
(γ) τμήμα άλλου πλακιδίου ιππέως, του οποίου διασώζεται το οποίον μέρος του ίππου και η ουρά του, 
(δ) το ανώτερον ήμισυ ειδωλίου εγκύου γυναικός, 
(ε) τμήμα ειδωλίου ανδρικής μορφής στηριζομένης εις τον δεξιόν πόδα και 
(στ) γωνιακόν τμήμα άλλου πλακιδίου με μέρος όφεως αποδιδομένου μαιανδροειδώς πέριξ επιμήκους ράβδου ή λόγχης. 
 Ακριβώς, η ανεύρεσις ειδωλίου εγκύου γυναικός δυνατόν να υποδηλοί την εις ιερόν ανάθεσιν τούτου υπό του συζύγου, επί παραδείγματι, λόγω εγκυμοσύνης της συζύγου.10 Άλλα άνευρέθησαν τω 1979.
 Τω 1981 ανευρέθησαν: 
(α) ακέφαλον ειδώλιον αποδίδον ανδρικήν μορφήν και 
(β) ικανά άλλα τεμάχια πλακιδίων, των οποίων αι παραστάσεις δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν ελλείψει επαρκών στοιχείων.11
 Τα πλακίδια και τα ελάχιστα ειδώλια του Ανατολικού τομέως ευρέθησαν κατά τας ανασκαφάς των ετών 1982 και 1983. Άπαντα έχουν κατασκευασθή εις μήτρας. Η οπισθία των πλευρά είναι επίπεδος, βεβαίως δε με συνεχείς ανωμαλίας κατά την επιφάνειαν ταύτην και τούτο διότι επίεζον διά των δακτύλων προς απόδοσιν των λεπτομερειών, ιδία δε της κεφαλής, όπισθεν της οποίας διακρίνονται, κατά περιπτώσεις, και τα αποτυπώματα των δακτύλων. Ο πηλός των είναι χαρακτηριστικός (κιτρινωπός, ροδόχρους έντονος) και περιέχει εγκλείσματα μικροτάτων χαλικιδίων και οργανικών ουσιών. Η ανεπιτυχής ή, μάλλον, ατελής- ελλιπής όπτησις δικαιολογεί απολύτως την κακήν διατήρησιν των περισσοτέρων. Αι διαφοροποιήσεις εις τας λεπτομέρειας οφείλονται εις τας διαφορετικάς μήτρας εκ των οποίων προήλθαν και, πιθανόν, εις διάφορον εργαστήριον, πάντοτε, όμως, ταύτα, τοπικά.




Ειδώλια

α. Ανδρικόν πήλινον ειδώλιον. Η μορφή απεικονίζεται γυμνή με την κεφαλήν ελαφρώς κεκλιμένην προς τα εμπρός. Οι πόδες απέχουν μεταξύ των και ερείδονται επί πλίνθου (Πίν.29,1).
β. Καθιστή γυναικεία μορφή. Περιγραφή αδύνατος λόγω οικτράς διατηρήσεως. Ύψος: 6.8 εκ.
γ. Ειδώλιον γυναικείας μορφής φερούσης ιμάτιον (Πίν.29,2).

Πλακίδια

 Τα μετά αναγλύφων παραστάσεων πλακίδια είναι, κατά το σχήμα: (α) ορθογώνια, (β) με περιγράμματα που ακολουθούν το απεικονιζόμενον θέμα ή την απεικονιζομένην μορφήν και (γ) ελλειψοειδή (εν μέχρι τούδε). Όλα είναι μικρών διαστάσεων πλην ενίων που απεικονίζουν ιππέα εις ιπτάμενον καλπασμόν (μεγαλυτέρων διαστάσεων).
Τα θέματα που απεικονίζονται είναι τα ακόλουθα:
1. Ανακεκλιμένη γυναικεία μορφή φέρουσα ιμάτιον. Πιθανόν, μορφή νεκροδείπνου. Το σχήμα του πλακιδίου ακολουθεί το περίγραμμα της μορφής. Ωρισμένα έχουν εις την οπισθίαν επιφάνειαν απόφυσιν, ώστε να στηρίζωνται εις ορθίαν θέσιν (Πίν.29,5 και 6).
2. Νεκρόδειπνον με δύο μορφάς εις ορθογώνιον ολικόν περίγραμμα. Η δεξιά μορφή,
επί της κλίνης ανακεκλιμένη, είναι ανδρική. Αριστερά κάθηται γυναικεία μορφή. (Πίν.29,3).
3. Ιππεύς εν καλπασμώ. Ο ιππεύς κατευθύνει τον ίππον διά της αριστεράς, ενώ ανυψοί εις ορθήν γωνίαν την δεξιάν. Το θέμα αποτελεί την πολυπληθεστέραν ομάδα (Πίν.29,4).
4. Τρεις προς την δεξιάν πλευράν ιστάμεναι μορφαί, αι οποίαι μετέχουν τελετουργίας τινός. Εις εν των πλακιδίων τούτων διακρίνεται τάσις της δεξιάς χειρός εις κίνησιν σεβασμού, εξ ου και η ονομασία την οποίαν προτείνω περί αυτών «σεβίζοντες»(προσκυνηταί). Άλλο, καλώς διατηρούμενον -ακέραιον- ανάγλυφον πλακίδιον της ομάδος φέρει παράστασιν τριών μορφών που χωρούν προς τα αριστερά, φέρουν ιμάτιον και υψούν την αριστεράν κατά τελετουργικήν κίνησιν. Η κίνησις υποδηλούται και διά της γωνιώσεως που σχηματίζει εις το οπίσθιον σημείον τι ποδήρες ένδυμά των. Η απεικόνισίς των δεικνύει γεωμετρικήν αντίληψιν των όγκων, αποτελεί δε ως σύνολον το πλακίδιον τούτο παράστασιν άγνωστον μέχρι τούδε (Πίν.30,4).
5. «Δεξίωσις». Η παράστασις εις όλα τα πλακίδια σώζεται μερικώς. Ο παριστώμενος φέρει βραχύν χιτώνα, ο όποιος εξικνείται μέχρι των γονάτων και υπεράνω τούτου θώρακα.
7. Δράκων (όφις) αποδιδόμενος διαφοροτρόπως εις διαφόρους παραστάσεις. Εις μίαν περίπτωσιν αποδίδεται εις οριζόντιον ανέλιξιν και εις ετέραν αναδιπλουται και με την κεφαλήν κατ' ενώπιον προσεγγίζει την χείρα της καθημένης μορφής, η οποία τείνει αντικείμενον τι προς τον όφιν- δράκοντα (Πίν.30,2).



 Συνολικώς, ανευρέθησαν οκτώ ομάδες, τρεις των οποίων προ των ογκωδών ασβεστολίθων, επί των οποίων είχον τοποθετηθή ως προσφοραί. Ως εκ των θεμάτων που φέρουν, τα ανάγλυφα αυτά πλακίδια είναι αναθηματικά και απετέλεσαν αναπόσπαστον μέρος και εκδήλωσιν της εις το νεκροταφείον επιτελουμένης ταφικής χθονίας λατρείας και ηρωολατρείας, ήτις ανεφάνη εις όλην της την έκτασιν χάρις εις την εις τα κατώτερα στρώματα αναφανείσαν λοιπήν ελληνιστικήν κεραμεικήν (1983), η οποία περιελάμβανε τα χαρακτηριστικά διά την τέλεσιν αυτής της λατρείας σκεύη. Πολλών άλλων αναγλύφων πλακιδίων -αντιστοίχων μικρών διαστάσεων- έχει αναγνωρισθή η αντίστοιχος χρήσις, είναι δε χαρακτηριστικόν ότι πρόκειται, κυρίως, περί ευρημάτων προερχομένων εξ ιερών του -4ου αιώνος ή και υστερώτερον.
 Αι ανάγλυφοι παραστάσεις είναι όλαι πρόστυποι και τούτο, βεβαίως, λόγω των μικρών διαστάσεων αυτών τούτων των πλακιδίων με εξαίρεσιν τα αποσπασματικώς υπολειφθέντα μεγάλα πλακίδια των ιππέων. Τα πλακίδια της Βοϊδοκοιλιάς ανήκουν εις την κατηγορίαν των αναθηματικών αναγλύφων άτινα εστερούντο οπής αναρτήσεως, ήτοι, δεν ανηρτώντο, ως γνωρίζομεν δι΄ άλλα εκ Κνωσού, Αμυκλών καθ Αγγελόνας Λακωνίας.12 
 Συγκρινόμενα τα πλακίδια της Βοϊδοκοιλιάς προς πλακίδια άλλων ιερών, είναι σαφές ότι διατηρούν την ιδιαιτερότητά των και τούτο λόγω της πληθύος των παραλλαγών ενίων θεμάτων, ως, επί παραδείγματι, των σεβιζουσών μορφών (προσκυνηταί κατά Μαν. Ανδρόνικον),13 που εμφανίζονται εις τρεις, τουλάχιστον, παραλλαγάς, ή των νεκρόδειπνων και της κυρίας παραλλαγής των, ήτοι της μεμονωμένης ανακεκλιμένης μορφής.
 Αμεσώτερον, συγγενή παραδείγματα αποτελούν τα μικρά αναθηματικά πλακίδια του αποθέτου ιερού εις Αμύκλας, του ιερού του Γλαύκου εις το σημερινόν χωρίον της Κνωσού και του ηρώου πλησίον του ποταμού εις Σπάρτην14 και τούτο διότι και εις τα τρία ιερά ο τύπος του ιππέως είναι το κύριον θέμα (εκ παραλλήλου προς τα πολλαπλά παραδείγματα των νεκροδείπνων, που και αυτά υποδηλούν ηρωολατρείαν) και ακολουθεί κατά την σημασίαν ο ένοπλος αναθέτης. Άλλα συναφή προέρχονται εκ Κορίνθου και Τροίας.15
 Γενικώς, η θεματολογία των πλακιδίων της Βοϊδοκοιλιάς είναι ανάλογος και αντίστοιχος προς την θεματολογίαν των πλακιδίων (κατά τι παλαιοτέραν) των Αμυκλών του καθηγ. Χρυσ. Χρήστου (ευρήματα ετών 1956, 1960), εξ όσων δυνάμεθα να κρίνωμεν επί τη βάσει των δημοσιευθέντων εκείθεν παραδειγμάτων. Σημαντική διαφορά των πλακιδίων της Βοϊδοκοιλιάς προς τα των Αμυκλών είναι η απόδοσις του αναχρονιστιού κανθάρου εις τας λακωνικάς παραστάσεις αναθηματικών αναγλύφων με ένθρονον θεόν και η απουσία του κανθάρου εκ των αντιστοίχων παραστάσεων της Βοϊδοκοιλιάς, όπου ο ένθρονος θεός προτείνει φιάλην ή άλλο τι, οπόθεν λαμβάνει τροφήν (ουχί υγράν) ο δράκων ανυψούμενος. Εις Αμύκλας ο κάνθαρος αποτελεί δείγμα περί του τυπικού της παλαιάς τοπικής λατρείας και, βεβαίως, η σπανιότης του εις τα πλακίδια της Βοϊδοκοιλιάς οφείλεται εις το γεγονός ότι είχε λησμονηθή με την πάροδον των αιώνων.
Τα πολυπληθή πλακίδια της Βοϊδοκοιλιάς αποτελούν την τρίτην εις αριθμόν και ποικιλίαν θεμάτων ομάδα εξ ιερού της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδος. Ως αναθήματα αποτελούν την χαρακτηριστικήν διά την εποχήν ταπεινήν προσφοράν των πτωχών αγροτών κατοίκων του Κορυφασίου.

Χρονολόγησις

 Θεματολογικώς, τα πλακίδια της Βοϊδοκοιλιάς δεν φαίνονται να διαφοροποιώνιαι αισθητώς έναντι των Αμυκλών, ενώ υπάρχουν και διαφοροποιήσεις εις λεπτομέρειας. Βεβαίως, όπως υποδηλούται και εκ της όλης εμφανίσεως των πλακιδίων και της στάσεως των ανδρικών ειδωλίων, δέον όπως τα πλακίδια της Βοϊδοκοιλιάς χρονολογηθούν μετά το μέσον του -4ου αιώνος, ήτοι εις την περίοδον μετά την απαλλαγήν των Μεσσηνίων εκ του σπαρτιατικού ζυγού. Εις αυτό συμφωνούν και άπαντα τα ευρήματα που έχουν σημειωθή εις τους ανά την Μεσσηνίαν και την Τριφυλίαν ανασκαφέντας Μυκηναϊκούς θολωτούς και θαλαμωτούς τάφους ως εκ της εις μεταγενεστέρους χρόνους χρησιμοποιήσεώς των.16 Πάντως, δέον όπως αναγνωρισθή ότι αποτελούν την πρώτην ομάδα αναγλύφων πλακιδίων εις όλο το γνωστόν φάσμα της μεταγενεστέρας χρήσεως των μεσσηνιακών τάφων της Εποχής του Χαλκού και του περιβάλλοντος αυτούς χώρου.
 Η χρονική διάρκεια της ενασκηθείσης εις τον βόρειον βραχίονα του όρμου της εις Βοϊδοκοιλιάν τοπικής λατρείας δεν είναι δυνατόν, εισέτι, να καθορισθή. Αναμένεται η μελέτη του κεραμεικού υλικού, το οποίον προήλθεν, ιδία, εκ της ανασκαφικής περιόδου 1983. Το δεύτερον ήμισυ του 4ου αιώνος και η αρχή του -3ου αιώνος (J. Binder) είναι το πλαίσιον δι’ αυτήν την νέαν, όλως παροδικήν, χρήσιν του παλαιού νεκροταφείου. Ίσως, τυχούσα καταστροφή του θολωτού τάφου να εσήμηνε την λήξιν της λατρείας του ανωνύμου ήρωος της περιοχής (ιππεύς), που δυνατόν να χαρακτηρίζεται ανώνυμος κατ' επίφασιν ύφ’ ημών, πλην όμως να εχαρακτηρίζετο κατά μίαν γενικήν έννοιαν Ήρως υπό των Ελλήνων των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων. Ίσως ήτο ο Θρασυμήδης διά τους μεταγενεστέρους και, ίσως, η μνήμη του απετέλεσε το κύριον έναυσμα δι' αυτήν την ηρωολατρείαν (τοπικήν λατρείαν),17 Χθονία λατρεία επετελείτο, επίσης, επ' ονόματι ανδρικής θεότητος ή ηρωικής μορφής, όπως διαπιστούται και εκ της ανακεκλιμένης ανδρικής μορφής και εκ της παρουσίας δράκοντος εις ωρισμένα πλακίδια.
 Η διάδοσις του αυτού θεματολογικού τύπου αναθηματικών πήλινων πλακιδίων από της ΝΔ και Ν Πελοποννήσου μέχρι Κρήτης και, βορειότερον, μέχρι Κορίνθου, Φθιώτιδος, Αχαΐας, Φαρσάλων18 και Τροίας άγει εις την διαπίστωσιν της ομοιογενείας της ασκουμένης προγονολατρείας και ταφικής λατρείας εις το σύνολον του ελληνικού αιγαιακού χώρου.



Εικ. πάνω από τον Θολωτό Τάφο "Θρασυμήδη": Αναθηματικό πλακίδιο από ωχρό καστανό πηλό, ο οποίος κατά τόπους είναι ερυθροκίτρινος. Ο μικρός ανάγλυφος πίνακας απεικονίζει έφιππη ανδρική μορφή, σε δεξιά κατατομή, πάνω σε άλογο σε ιπτάμενο καλπασμό. Ο ιππέας κατευθύνει το άλογο με το αριστερό του χέρι, ενώ ανασηκώνει το δεξί του χέρι λυγίζοντας το δεξιό του αγκώνα σε ορθή γωνία. Προφανώς κρατούσε ευθύγραμμο επίμηκες αντικείμενο (δόρυ;) προς την πλευρά της ουράς του αλόγου, με φορά από πάνω προς τα κάτω. Το πλακίδιο σώζεται σε πολύ καλή διατήρηση, σχεδόν ακέραιο, με λίγες επιφανειακές φθορές (απολεπίσεις και αποκρούσεις), ενώ διατηρεί ίχνη μελανής βαφής και στις δύο όψεις. Το συγκεκριμένο θέμα «του έφιππου σε άλογο εν καλπασμώ» διασώθηκε σ’ ένα σύνολο δεκαπέντε μικρογραφικών πλακιδίων καθώς επίσης και σε δύο πλακάκια μεγαλύτερων διαστάσεων τα οποία σώζονται όμως αποσπασματικά. Ο ιππέας αποτελεί το συνηθέστερο θέμα της εικονογραφικής θεματολογίας των πλακιδίων της Βοϊδοκοιλιάς και συνηγορεί στην αναβίωση λατρείας σημαντικού τοπικού ήρωα και στην ύπαρξη μικρού βωμού ή ηρώου. Εξάλλου, τόσο ο Μαρινάτος όσο και ο Κορρές ταυτίζουν τον θολωτό τάφο της γειτονικής Βοϊδοκοιλιάς με το μνημείο του Θρασυμήδους, γιού του θρυλικού βασιλιά Νέστορα. Προς επίρρωση της θεωρίας περί τέλεσης ηρωολατρείας, στα ανατολικά του τάφου σε ειδικά διαμορφωμένα θρανία η αρχαιολογική σκαπάνη του καθηγητή Κορρέ έφερε στο φως μεγάλο αριθμό ειδωλίων και αναθηματικών πλακιδίων.



 Εικ. πάνω από τον Θολωτό Τάφο "Θρασυμήδη": Πλακίδιο ορθογωνίου σχήματος κατασκευασμένο σε μήτρα από πηλό (αποχρώσεων μεταξύ ανοιχτού καστανού και κιτρινέρυθρου) με λευκές προσμίξεις. Η παράσταση εντάσσεται σε έξεργο πλαίσιο που αναδεικνύει το θέμα . Φέρει μελανή βαφή και στις δύο όψεις. Απεικονίζεται μία τριάδα σχηματοποιημένων γυναικείων μορφών (ομάδα γ) διαδοχικά παρατεταγμένων σε μετωπική στάση. Παρά την κακή διατήρηση του πλακιδίου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι διακρίνεται η τέλεση, μάλλον, κάποιου τελετουργικού καθώς οι γυναίκες απεικονίζονται στην ίδια στάση: σηκώνουν το δεξί τους χέρι σε ορθή γωνία με λυγισμένο τον αγκώνα. Επειδή η σύνθεση μαρτυρά τυπικό ιεροπραξίας, η γυναικεία τριάδα θεωρήθηκε ότι αποδίδει σεβίζουσες μορφές, δηλαδή προσκυνήτριες που απεικονίζονται δεόμενες. Οι γυναικείες μορφές αποδίδονται πανομοιότυπα σχεδόν με τις ίδιες διαστάσεις. Φορούν ποδήρες ένδυμα (πιθανότατα άζωστο πέπλο). Αν και δε διακρίνονται με ακρίβεια οι λεπτομέρειες μάλλον φέρουν καλύπτρα στο κεφάλι, ενώ η πλούσια επιμελημένη κώμη τους αφήνει βοστρύχους να πλαισιώνουν το λαιμό ως τους ώμους.
 Ανασκαφικά δεδομένα σε διάφορες θέσεις της ευρύτερης μεσσηνιακής γης έχουν τεκμηριώσει σε επόμενες ιστορικές περιόδους την επανάχρηση παλαιότερων μυκηναϊκών τάφων. Η μελέτη των κεραμεικών κτερισμάτων σε θαλαμοειδείς τάφους στα Βολιμίδια πιστοποιεί την πρακτική νέων ταφών κατά τους πρωτογεωμετρικούς και γεωμετρικούς χρόνους σε παλιότερα υστεροελλαδικά ταφικά μνημεία και σχετίζεται με ιεροτελεστίες προς τιμήν των νεκρών προγόνων. Η εκτεταμένη χρήση της μυκηναϊκής νεκρόπολης των Βολιμιδίων κατά τους ιστορικούς χρόνους, αλλά και ανασκαφικά ευρήματα σε θολωτούς τάφους όμορων περιοχών, όπως π.χ. στον τάφο του Θρασυμήδους (Βοϊδολοιλιά) ενισχύουν την άποψη ότι ίσχυαν έθιμα που σχετίζονταν με την προγονολατρεία ή την ηρωολατρεία, ιδιαίτερα μετά από την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από το σπαρτιατικό ζυγό.


Γ. Σ. ΚΟΡΡΕΣ: "ΤΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΧΘΟΝΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ ΕΙΣ ΠΡΟΤΣΤ. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑΣ"- ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ XII ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

1. Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ 1956, 202-3 ΠΑΕ 1958, 184, Sp. Marinatos, Antiquity 1957 97. ΑΔ 16, 1960, Χρον., 114. Γ.Σ. Κορρές, ΠΑΕ 1975, 512-14' 1976, 254-65· 1977, 242-95, 1978, 334-60' 1979, 138-55 1980, 150-87, 1981, 194-239. Γ.Σ. Κορρές, Ή προϊστορία τής Βοϊδοκοιλιας, Τόμος Μνήμη Γ. Ί. Κουρμούλη, 1979 (άνάτυπον)·Ή προϊστορία τής Βοϊδοκοιλιας κατά τάς έρεύνας των ετών 1956, 1958, 1975-79, Επιστημονική Έπετηρις τής Παντείον Ανώτατης Σχολής Πολιτικών Επιστημών Αθηνών 1980, 311-43. Ό αύτός, Τό Χρονικόν των άνασκαφών Βοϊδοκοιλιας έν «Αρχαιολογικαί Διατριβαί επί θεμάτων τής Εποχής τοϋ Χαλκού», Αθήνα, Σειρά Διατριβών και Μελετημάτων 21, 1979, 11-84. Γ.Σ. Κορρές, λ. Βοϊδοκοιλιά, Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια 5, 1979, 658-59 (και 2α έκδοσις). Ό αύτός, λ. Μεσσηνία, αυτόθι (ΜΣΕ), 21, 1980, 456-58. R. Hope Simpson, Ο.Τ.Ρ.Κ. Dickinson, Gazetteer, I, 1979, 131-32 (D 8). R. Hope Simpson, Mycenaean Greece, 1981, 117 (F 21).
2. Γ.Σ. Κορρές, λ. Νέστορος σπήλαιο, ΜΣΕ 24, 1981, 116.
3. Έ.ά., σημ. 1.
4. Έ.ά., σημ. 1.
5. Γ.Σ. Κορρές, Ή προβληματική διά τήν μεταγενεστέραν χρήσιν των Μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας και ή έξέλιξις τοϋ τυπικοϋ των έν αύτοΐς έθίμων ταφής και ταφικής λατρείας, Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Πάτραι 1980, Β. 1983, 394-97, ιδία, 395. Πρβλ. καί ΠΑΕ 1982, σημ.12.
6. Γ.Σ. Κορρές, λ. Κορνφάσιον, ΜΣΕ 18, 1980, 124-26. Δημ. Α. Παπαδήμου, Τά ύδραυλικά έργα παρά τοις άρχαίοις. Τ.Ε.Ι. Άθήναι 1975, Β', 591-94.
7. Ν. Γιαλούρης, Ελληνιστικόν νεκροταφεΐον Γιαλόβης Παλαιοναυαρίνου (Κορυφασίου), ΑΔ21, 1966, Χρον., 164-165, σχ.1, πίν.158-65· Ό Αυτός, Unusual forms of tombs and burial customs, AAA I, 1968, 191-93.
8. ΠΑΕ 1982, 200 κ.έξ.
9. ΠΑΕ 1979, 150, πίν.109β ΠΑΕ 1980, πίν.117, 125.
10. Γ.Σ. Κορρές, Προβληματική, έ.ά., 395-97, είκ.2 έν σ.445.
11. IIΑΕ 1981, 219 είκ. 9. Προβληματική, 397.
12. Χρ. Χρήστου, ΠΑΕ 1956, 212, πίν. 104γ.BCH 81, 1957, 551, είκ.7. Χρ. Χρήστου, Αρχαία Σπάρτη, Σπάρτη 1960, 98, είκ. 25 (έξ Άμυκλών). A.J.B. Wace-F.W. Hasluck, BSA 11, 1904-5, 86 είκ. 7. A.J.B. Wace, BSA 12, 1905-6, 289. Μαν. Ανδρόνικος, Λακωνικά άνάγλυφα, Πελοποννησιακά A', 1956, 296 (έξ Άγγελόνας), H.W. Catling, Ali for 1977-78, The Knossos Area 1974-76, 20, είκ. 48-49 (έκ Κνωσού), P.J. Callaghan, KRS 1976: Excavations at a Shrine of Glaukos, Knossos, BSA 73, 1978, 3, 21-26, PI. 9.
13. Μαν. Ανδρόνικος, έ.ά., 298.
14. A.J.B.Wace,The Heroon, BSA 12,1905-6,288 κ.έ., ιδία,292, είκ.3-6. Μαν.Ανδρόνικος, έ.ά.,271, 301.
15. D.M. Robinson, Terra-cottas from Corinth, AJA 10, 1906, 159-73, πίν. 10-13. Gl. Davidson, A Hellenistic Deposit at Corinth, Hesperia 11, 1942, 106-13, είκ.2-3. Osc. Broneer, Hero Cults in the Corinthian Agora, αύτόθι,128-61. Μαν. ’Ανδρόνικος, έ.ά.,302, 310. Πρβλ. Corinth XII (1952), πίν. 24-28. Corinth XV (1952), πίν.20-23, 27, 34. Troy. The Terracotta Figurines of the Hellenistic Period by Dor. B. Thompson, Suppl. Monograph 3, Princeton 1963, 108-16, πίν.27-28, 62h.
16. Γ.Σ. Κορρές, Προβληματική, έ.ά., σποράδην.
17. «Ή σχέσις της λατρείας άνωνύμου ήρωος ή ηρώων προς τούς νεκρούς καί τούς τάφους είναι, κατά τόν Ανδρόνικον, άμεσος. Η λατρεία αυτή δέν ταυτίζεται πρός τήν θεραπείαν τού ενός συγκεκριμένου νεκρού καί τήν φροντίδα τού τάφου του (Μαν. Ανδρόνικος, ε.ά., 312).
18. Αλεξάνδρα Δάφφα- Νικονάνου, Θεσσαλικά ιερά Δήμητρος και κοροπλαστικά αναθήματα, Βόλος 1973, 70 (ΠΡ 151), πίν.4, είκ.5. Άθαν. Τζιαφάλιας, Φάρσαλα, Λόφος Φρουρίου, ΑΔ 29, 1975-74. Χρον. 578-79, πίν.385-86. G. Touchais, BCH 104, 1980, 534, είκ. 114. H.W. Catling, AR for 1979-80, 40.