.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Η οχυρωμένη μεσαιωνική πόλη της Αρκαδιάς/ Κυπαρισσίας


A
Η πόλη της Κυπαρισσίας1 αναπτύχθηκε από την αρχαιότητα σε ένα ιδιαίτερα πλεονεκτικό τοπίο, που συνδυάζει την πεδιάδα με το βουνό στην ακτή της Μεσσηνίας, και εκτείνεται ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Νέδα και τη Μεθώνη. Αναφέρεται2 ως σημαντική μυκηναϊκή πόλη της Μεσσηνίας το -1400/ -1350, στη συνέχεια κατά την Αργοναυτική εκστρατεία και μεταξύ των πόλεων της Πελοποννήσου κατά τον -5ο/ -4ο αι. Ενταγμένη σε τοποθεσία, μεγάλης στρατηγικής σημασίας3, ελέγχει το πέρασμα προς τα νότια κατά μήκος της ακτής και συγχρόνως την πρόσβαση προς την πεδιάδα της Μεσσηνίας (εικ.1).


Εικ.1. Η ένταξη του οικισμού και των «Μύλων» της Αρκαδιάς στο φυσικό τοπίο της δυτικής ακτής της Μεσσηνίας (A. Blouet “Expedition scientifique de Morée 1833)
Χαρακτηρίζεται από το φυσικό λιμάνι της και το δυσπρόσιτο βραχώδες έξαρμα φυσικό οχυρό σημείο ύψους περίπου 150. στην πλαγιά του όρους Αιγάλεω, όπου αναπτύχθηκε η αρχαία Ακρόπολη και το μεσαιωνικό Κάστρο. Αυτή η τοποθεσία παρότι βρισκόταν πολύ κοντά στην θάλασσα ήταν η καλύτερη σε όλη την περιοχή, προορισμένη από τη φύση να δεχτεί ένα οχυρό(εικ.2).
Σύμφωνα με όλες τις ιστορικές και πολεοδομικές ενδείξεις, η αρχαία Κυπαρισσία ήταν μία τυπική «πόλη- κράτος», που κατείχε σημαντική στρατηγική θέση στο κέντρο μιας ιδιαίτερα εύφορης αγροτικής περιοχής. Κατά την ελληνιστική περίοδο επιγραφές τεκμηριώνουν την αυτονομία της πόλης- σημαντικού λιμανιού.


Εικ.2. Γενική άποψη της Ακρόπολης - Κάστρου και της μεσαιωνικής πόλης της Αρκαδιάς σε σχέση με την ακτή της Μεσσηνίας (Κ.Μανούσου-Ντέλλα 1983)
Μία ειδική υπηρεσία ήταν επιφορτισμένη με την είσπραξη των φόρων για τα προϊόντα που εισάγονταν ή εξάγονταν από το λιμάνι. Ο Παυσανίας αναφέρει το όνομα της πόλης στον πληθυντικό «ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΕΙΣ» και περιγράφει μία πηγή του Βάκχου, που μπορούμε σήμερα να ταυτίσουμε με την κρήνη του Αη Λαγούδη κοντά στην ακτή. Επίσης αναφέρει δύο ναούς, του Απόλλωνα και της Αθηνάς5. Περί το +200 η Κυπαρισσία περιγράφεται ως ανεξάρτητη και ακμάζουσα πόλη κατά την απογραφή των πόλεων της Μεσσηνίας από τους αυτοκράτορες Αντωνίνους6, ενώ την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (+200/ +211) τεκμηριώνεται η ύπαρξη νομισμάτων της πόλης με την επιγραφή «ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΕΩΝ» και απεικόνιση του Ασκληπιού και της Αθηνάς7. Στην τοποθεσία της αρχαίας πόλης κοντά στην ακτή υπάρχουν πολλά ερείπια, όπως ήδη υπέδειξαν οι Dodwell8, ο Leake9 και το “Expedition scientifique de Morée”10, διασκορπισμένα σε όλη την έκταση που είναι γνωστή ως Μούσγα (εικ.2, εικ.3) και στο βορειότερο τμήμα της που ονομάζεται «Φόρος». Τα αρχαία λιμενικά έργα που διακρίνουμε στην ακτή όταν έχει νηνεμία ανάγονται πιθανότατα στον -4ο αι.11.

Εικ.3. Σχηματική απεικόνιση της πολεοδομικής διάταξης του μεσαιωνικού οικισμού της Αρκαδιάς (Κ.Μανούσου-Ντέλλα)
Η ονομασία «Φόρος» αποδίδεται στο λατινικό Forum και είναι πιθανό να υπήρχε σύνδεση του οχυρωματικού περιβόλου που περιέκλειε την μεγάλη επιφάνεια της Μούσγας- Φόρου σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών12, με τα τείχη της Ακρόπολης. Κατά τη διενέργεια διερευνητικών τομών στην περιοχή αυτή από το 1911 μέχρι σήμερα, αποκαλύφθηκαν τοίχοι θεμελίωσης σημαντικών κτισμάτων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου. Είναι η κύρια αιτία της μορφής της επιφάνειας των αγρών, με ανωμαλίες της επιφανείας εκεί που οι υφιστάμενες θεμελιώσεις συγκρατούν ακόμη το έδαφος. Ο Valmin13 θεωρεί ότι τα υπολείμματα οικοδομήματος γύρω από το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου είναι ερείπια αρχαίου ναού ιωνικού ρυθμού (εικ.3). Διαπίστωσε εξάλλου την ύπαρξη μίας ποσότητας κιόνων δωρικού ρυθμού, της βάσης ενός αγάλματος και στα 50 μέτρα βόρεια του σιδηροδρομικού σταθμού, μέσα σε μικρό χείμαρρο, της κατασκευής της πύλης του τείχους που οδηγούσε στους μόλους που είναι ακόμη εμφανείς στην ακτή.
Το τείχος είναι κατασκευασμένο από ογκόλιθους πωρόλιθου και κονίαμα και μπορούμε να παρακολουθήσουμε την χάραξη του μέχρι περίπου 1 χλμ. βορειότερα, όπου το ξανασυναντούμε μέσα σε ένα άλλο χείμαρρο. Περιχαράκωνε λοιπόν όλη τη μεγάλη περιοχή της Μούσγας- Φόρου.
Την Εποχή του Ιουστινιανού (VI αι.) η Κυπαρισσία αναφέρεται στην περιγραφή των επαρχιών και των πόλεων της βυζαντινής αυτοκρατορίας στο κείμενο που είναι γνωστό ως «Συνέκδημος του Ιεροκλέους»14. Ιστορικά δεν γνωρίζουμε πότε η Κυπαρισσία έγινε έδρα επισκοπής, πάντως το +347 ο επίσκοπος Κυπαρισσίας Μάρτυρας συμμετέχει στην Σαρδική Σύνοδο. Στο τέλος του VI αι. υπάρχει αναφορά της Επισκοπής της Κυπαρισσίας ως υπαγόμενης στην Μητρόπολη της Κορίνθου .
Από τον 8o αι., όταν οι Ίσαυροι ήταν αυτοκράτορες του Βυζαντίου, η Κυπαρισσία υπήρξε έδρα της Μητρόπολης της Χριστιανουπόλεως, που υπαγόταν μέχρι τον 10o αι. στη Ρώμη. Μετά το Σχίσμα των εκκλησιών η Μητρόπολη πέρασε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης15. Το 1097 συναντούμε για πρώτη φορά τη γραπτή αναφορά της πόλης με το όνομα Αρκαδιά, στον κώδικα «Vaticanus Graecus 32» από τον ρήτορα Πρόφημο16. Κατά τον 12ο αι. υπάρχει περιγραφή της Αρκαδιάς από τον Γεωγράφο Idrisi ως: «πόλη μεγάλη και πολυάνθρωπη με λιμάνι, όπου πολλά πλοία αγκυροβολούσαν και αναχωρούσαν»17
Το 1205 η Πελοπόννησος κατελήφθη από τον Guillaume de Champlitte και τον Geoffrey Villehardouin. Περιγραφή της κατάληψης της Αρκαδιάς και του οχυρού Κάστρου της περιλαμβάνεται στο «Χρονικόν του Μορέως»18. Η Αρκαδιά γίνεται προσωπικό φέουδο του Geoffrey Villehardouin και των διαδόχων του Geoffrey ΙΙ και Guillaume. Το 1261 ,μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο Guillaume Villehardouin παραχωρεί την Αρκαδιά και την περιοχή της στον Villain I d’Aulnay. Αποτέλεσε την 12η Βαρονία του Μορέως μέχρι το τέλος της Φράγκικης κατάληψης και κυβερνήθηκε από μία σειρά Φράγκων ηγεμόνων19.
Το 1402 το Δεσποτάτο του Μοριά αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο των Βυζαντινών εναντίον των Τούρκων. Η Βαρονία της Αρκαδιάς ήταν το τελευταίο κατάλοιπο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας που υπέκυψε στους Βυζαντινούς Δεσπότες του Μορέως. Μετά την κατάκτηση της Πάτρας και της Χαλανδρίτσας το 1429- 1430, που σήμανε και την κατάλυση του Πριγκιπάτου, ο τελευταίος Πρίγκιπας, Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, κράτησε μόνο την Αρκαδιά ως προσωπικό του φέουδο. Μετά το θάνατό του το 1432, ο Δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος, αν και γαμπρός του Ζαχαρία, κατέλαβε τη βαρονία και φυλάκισε την χήρα του Ζαχαρία και πεθερά του, η οποία και πέθανε στη φυλακή.
Το 1460, μετά την άλωση της Αρκαδιάς από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, ακολούθησε λεηλασία– ερήμωση της πόλης και μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή της20. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο διήρκεσε από το 1461 έως το 1686 και ακολούθησε η περίοδος της Α’ Ενετοκρατίας από το 1686 έως το 1715. Το στράτευμα του Morosini κατέλαβε την Αρκαδιά μετά από σκληρή πολιορκία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Τούρκοι ανατίναξαν «τους πύργους του Κάστρου», το 1685. Ο πληθυσμός της πόλης ενισχύθηκε από τους Βενετούς21. Το 1715, μετά από πόλεμο 100 ημερών, η Πελοπόννησος ανακτήθηκε από τους Τούρκους. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου τούρκικης κατοχής προκλήθηκαν πολλές καταστροφές της πόλης και ιδιαίτερα ολοκληρωτική καταστροφή 2-3 εκκλησιών από Αλβανούς, ως αποτέλεσμα των αψιμαχιών του Ορλώφ το 1770 22. Κατά τη διάρκεια τέλος του Αγώνα για την Ανεξαρτησία, η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ το 1825 23.


Εικ.4. Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας και το βυζαντινό ιερό της
Η Αρκαδιά αναφέρεται από τους Πορτολάνους, χαρτογράφους, περιηγητές και ιστορικούς με τρόπο πιο κανονικό και πιο συχνό από την Καλαμάτα. Το «Χρονικό του Μορέως»24 δίνει μία ακριβή περιγραφή του τοπίου: «Δεν υπάρχει λιμάνι ενώ η ακτή σχηματίζει κόλπους πλατειά ανοικτούς προς τα δυτικά και τα βορειοδυτικά. Το οχυρό όπου υπάρχουν τα κατάλοιπα ενός αρχαίου πύργου -“oeuvre des jaians”(έργο γιγάντων)- είναι σκαρφαλωμένο πάνω σε ένα βράχο που είναι αποκολλημένος μπροστά από την πλαγιά του όρους Ψυχρό. Ο πληθυσμός κατοικεί σε ένα μπούργκο (προάστιο) που απλώνεται αμφιθεατρικά γύρω από το λαιμό του λόφου από τα ανατολικά του Κάστρου μέχρι τα νοτιοδυτικά, κυριαρχώντας στην εύφορη πεδιάδα και την ακτή. Οι Φράγκοι έτσι πέρασαν πρώτα από τη βάση του οχυρού χωρίς να του επιτεθούν και κατέλαβαν μόνο το μπούργκο. Δεν το κατέλαβαν παρά μόνο αφού είχαν κατακτήσει το υπόλοιπο της Μεσσηνίας».
Η απομάκρυνση της πόλης από την ακτή στη διάρκεια του Μεσαίωνα φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης αβεβαιότητας, μετά τις εισβολές των Σλάβων και των πειρατών, κοινό φαινόμενο σε όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου αυτής της περιόδου25. Πιθανότατα η πόλη πήρε το μεσαιωνικό της όνομα από πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από το εσωτερικό της Πελοποννήσου και πιο συγκεκριμένα την Αρκαδία, λόγω της διείσδυσης των Σλάβων26. Η ιστορική εξέλιξη της πόλης εκφράστηκε στο χώρο με τη διαδοχική κατάληψη, της Μούσγας- Φόρου (εικ.3) από την αρχαία πόλη, την μετατόπιση της μεσαιωνικής πόλης γύρω από το Κάστρο και την ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης στην πεδιάδα27.
Η αλλαγή του ονόματος σε Αρκαδιά συμπίπτει με τον περιορισμό του οικισμού στο Κάστρο και την ανάπτυξη της πόλης γύρω από αυτό28. Μπορούμε να προσδιορίσουμε τη χρονική αυτή στιγμή στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, σε σχέση με τη διείσδυση των Σλάβων και την εγκατάσταση τους στις κεντρικές περιοχές της Πελοποννήσου. Για τη βυζαντινή πόλη η μόνη πληροφορία μας παρέχεται από το «Χρονικόν του Μορέως»29 ,όπου υπάρχει η περιγραφή της πρώτης αποτυχημένης προσπάθειας των Φράγκων να καταλάβουν την Αρκαδιά. Τεκμηριώνεται η ύπαρξη ατείχιστου τμήματος της πόλης, καθώς αναφέρεται η σφαγή όσων κατοίκων του βούργου δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στο Κάστρο. Η ύπαρξη του βυζαντινού ιερού30 της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας (εικ.4, εικ.6), η οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αποτελεί διαχρονικό χώρο λατρείας31 με συνεχή χρήση, ενισχύει αυτή την πληροφορία.


Εικ.5. Γραφική απεικόνιση της πόλης της Αρκαδιάς (Coronelli 1686)
Οι Φράγκοι θεωρούσαν το λιμάνι της δυσμενές, αλλά οι ισχυρές οχυρώσεις του Κάστρου της κατά την περίοδο αυτή αποδεικνύουν ότι η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή. Δεν διαθέτουμε στοιχεία σχετικά με την έκταση της Βαρονίας και την οργάνωση της πόλης, τη θέση των δημόσιων κτιρίων και της έδρας του ηγεμόνα. Γνωρίζουμε μόνο ότι παραχωρήθηκε στον Villain II d’Aulnoy ως δώρο από τη γυναίκα του Lisarea, και ότι βρισκόταν κοντά στην Πάτρα και την Moraina, πιθανότατα στα νότια της Αρκαδιάς, παρότι το Χρονικό την τοποθετεί κοντά στα Σκορτά. Ομοίως ο Erard II δέχτηκε το Saint -Sauveur και τον Αετό. Το 1391 ο «ηγεμόνας της Αρκαδιάς» κατείχε επίσης το Αράκλοβο, το Σιδερόκαστρο και τα Σκορτά.
Η μορφή της πόλης και των μνημείων της στο τέλος της πρώτης περιόδου της τουρκοκρατίας είναι γνωστή από δύο κύριες ιστορικές και εικονογραφικές πηγές, εκείνες του Coronelli (1686)32 (εικ.5)και του Προνοητή Grimani (1689)33,οι οποίες χρονολογούνται στην περίοδο αμέσως μετά την κατάληψη της Αρκαδιάς από τους Βενετούς (1686)34. Για τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας έχουμε πληροφορίες κυρίως από ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, που βρίσκεται στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης (Basvekalet Arsivi). Πρόκειται για την πρώτη απογραφή των τιμαρίων του Μοριά 35 (Tapu Defteri 10) για τα χρόνια 1459-1463, μεγάλης σπουδαιότητας για την τεκμηρίωση της προηγούμενης περιόδου.
Η έκρηξη που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τον Μοροζίνι36, σηματοδοτεί το τέλος της σημασίας του Κάστρου που ήδη είχε καταστεί ανεπαρκές, μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας και τη γενίκευση της χρήσης των πυροβόλων όπλων37, λόγω της ύπαρξης προσβάσιμης ψηλότερης πλαγιάς του βουνού στα ανατολικά του (εικ.1). Παρότι η επείγουσα αναγκαιότητα εκτέλεσης σημαντικών εργασιών επισκευής και ενίσχυσης των οχυρωμάτων αναφέρεται στις αναφορές των Βενετών Προνοητών, δεν θεωρείται πιθανό να πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.

Εικ.6. Γενική άποψη του οικισμού και του kάστρου της Κυπαρισσίας από τα νότια

Μεταξύ των άφθονων ιστορικών πηγών της Βενετικής περιόδου, η απογραφή του 1688 μας δίνει τον πληθυσμό της Αρκαδιάς από 745 κατοίκους και την έκταση της σε τέσσερα βούργα, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον πληθυσμό του «Territorio di Arkadia”, το μεγαλύτερο από τα είκοσι τρία της Πελοποννήσου αυτή την περίοδο. Στην έκθεση του Προνοητή Corner38 βρίσκουμε μία αναφορά στην ερήμωση της Πελοποννήσου, με ανάλυση της πολιτικής που ακολουθούν οι Βενετσιάνοι για την αποκατάσταση του πληθυσμού, εκχωρώντας την εύφορη γη «των εγκαταλελειμμένων τούρκικων τιμαρίων» στους πολίτες που έρχονταν από τις άλλες περιοχές της Ελλάδος. Στα ντοκουμέντα του αρχείου Grimani, σχετικά με την ιδιοκτησία της εκκλησίας του Μοριά (που απευθύνονται στον Γενικό Προνοητή του Μοριά Francesco Grimani μεταξύ του 1696 και του 1700), υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τις εκκλησίες της Αρκαδιάς, σε πολλές περιπτώσεις με την επισήμανση ότι ένα οθωμανικό τέμενος είχε μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία κατά την περίοδο αυτή39. Για τη δεύτερη τουρκοκρατία έχουμε κυρίως τις περιγραφές των περιηγητών και τις απεικονίσεις που τις συνοδεύουν: Ο Dodwell40, που έκανε το γύρο της Πελοποννήσου από το 1801 έως το 1806, μιλάει για 3 τεμένη στην πόλη- έκτος από αυτό του Κάστρου- και για πληθυσμό 4.000 κατοίκους. Είναι η πρώτη αναφορά μετά τη Βενετική απογραφή του 1688 και δείχνει ότι κατά τη διάρκεια του 18ου αι. είχαμε μία τεράστια αύξηση του πληθυσμού και μεγάλη ευημερία, μετά την ερήμωση της πρώτης τουρκοκρατίας. Η λεπτομερής περιγραφή από τον W.Gell, το 1823, του σπιτιού του Αναστασίου όπου φιλοξενήθηκε, μας δίνει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την τυπολογία και τη μορφολογία των κατασκευών της Αρκαδιάς και της οργάνωσης του πολεοδομικού ιστού της με σπίτια τυπικά διαρθρωμένα γύρω από εσωτερικές αυλές41. Ο W.M.Leake42, το 1830, μιλάει για 600 σπίτια στην Αρκαδιά από τα οποία το ένα τρίτο ελληνικά, τα πιο φτωχά, παρότι η είσπραξη των φόρων και άλλα προνόμια είχαν παραχωρηθεί στους έλληνες. Περιγράφει την διοικητική οργάνωση των τούρκων και μιλάει για περιορισμένη λειτουργία του λιμανιού, της «Σκάλας της Αρκαδιάς». Από εκεί γινόταν το εξωτερικό εμπόριο όλης της περιοχής διαμέσου του νησιού Πρώτη, που χρησίμευε ως λιμάνι της Αρκαδιάς αυτή την περίοδο43. Ο Buchon44 το 1840 μιλάει για την Αρκαδιά σαν μια πόλη εξολοκλήρου ανακαινισμένη, μετά από την πλήρη καταστροφή της το 1825, με ερείπια εκκλησιών Φράγκικων και Βυζαντινών. Ο A.Blouet μας δίνει, στο «Expédition scientifique de Morée”45 το 1833, την περιγραφή ενός κτιρίου κοντά στην ακτή, όπου γινόταν το πανηγύρι της Αρκαδιάς κάθε 8 Σεπτέμβρη46.
Η ανανέωση της άνω πόλης κατά την περίοδο του Καποδίστρια συνδυάστηκε με τη βελτίωση του συστήματος ανεφοδιασμού με νερό και τη μερική συντήρηση του Κάστρου για διοικητικές λειτουργίες. Ντοκουμέντα, που φυλάσσονται στα Εθνικά Αρχεία, μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την εποχή47.

Εικ.7. Α. Γενική άποψη του Τεμένους της Αγοράς (κάτω δεξιά, διακρίνεται ο στρογγυλός τρούλος) ενταγμένου στον πολεοδομικό ιστό ανατολικά του κάστρου Β. Σημερινή άποψη του ερειπίου του Τεμένους της Αγοράς (το κτήριο στο μέσον)
Β
Ο ατείχιστος μεσαιωνικός οικισμός της Αρκαδιάς αναπτύχθηκε αρχικά με πυρήνα το ισχυρό Κάστρο. Κατά την σταδιακή εξέλιξη του μέχρι και την Τουρκοκρατία επεκτάθηκε γραμμικά κατά μήκος των κύριων οδικών αξόνων της ορεινής Τριφυλίας, που οδηγούσαν προς τις Βάσσες, τα Φιλιατρά και το Φανάρι (εικ.3). Η οδός που οδηγούσε στο λιμάνι, δευτερεύουσας σημασίας κατά την περίοδο αυτή, δεν επηρέασε ιδιαίτερα την οργάνωση της πόλης. Η πόλη αποτελείτο από τέσσερεις συνοικίες (“borgi”), σύμφωνα με τη Βενετική απογραφή, που αναφέρεται στην επαρχία της Αρκαδιάς48, τη σημαντικότερη της περιοχής της Μεσσηνίας εκείνη την εποχή, όπως μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε στο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Προνοητή Francesco Grimani το 1689 49. Η πόλη είναι πολύ εκτεταμένη από νοτιοδυτικά προς το βορρά, όπου βρίσκεται το Κάστρο. Το γραμμικό της κέντρο εκτείνεται πάνω στον κεντρικό άξονα Βάσσες-Φιλιατρά, από την Πίσω Ρούγα (μπούργκο πίσω από το Κάστρο) μέχρι την περιοχή όπου βρισκόταν το «Διοικητήριο» των Βενετών50 και το Νεκροταφείο του Αγίου Δημητρίου. Κατά μήκος αυτού του άξονα ελάμβανε χώρα άλλοτε η αγορά της πόλης («παζάρι»), όπου συγκεντρωνόταν η εμπορική κίνηση και τα δημόσια κτίρια (εικ.3). Η διασταύρωση, στο σημείο συνάντησης με την οδό που οδηγούσε προς το Φανάρι, με επέκταση του παζαριού και κυρίως της βιοτεχνίας σε σχήμα Τ, ονομάζεται «Σταυροπάζαρο». Κατά μήκος του παζαριού τα οικοδομικά τετράγωνα είναι συνεχή και κανονικά και η δόμηση πολύ πυκνή, ενώ γενικά έχουμε την τυπική μορφή του πολεοδομικού ιστού των Οθωμανικών πόλεων51 με μεμονωμένες κατοικίες με εσωτερικές αυλές και μεγάλους ελεύθερους χώρους στο σύνολο της επιφάνειας της πόλης. Ένα δίκτυο οδών στενών και σκολιών χαράζει τις σημαντικότερες κινήσεις στο εσωτερικό της πόλης.

Εικ.8. Το Κάστρο και τα τεμένη πριν την πυρπόληση από τον Ιμπραήμ το 1825 (Sir William Gell 1804-1806)
Στη σημερινή μορφή του διατηρητέου μνημειακού συγκροτήματος της Άνω πόλης της Κυπαρισσίας, διακρίνουμε σημαντικά υπολείμματα του μεσαιωνικού πολεοδομικού ιστού, καθώς και τμήματα μνημειακών κατασκευών που χρονολογούνται από τη βυζαντινή περίοδο μέχρι την πρώιμη τουρκοκρατία. Το βούργο της «Πίσω Ρούγας», που ήταν πάντα το πιο εγκαταλελειμμένο της πόλης εξαιτίας του βόρειου προσανατολισμού του, του ανάγλυφου του εδάφους -σε μια πλαγιά πολύ απότομη- και της δύσκολης σύνδεσης του με τα υπόλοιπα τμήματα της πόλης, είναι σήμερα σε απελπιστική κατάσταση (εικ.2). Είναι το πρώτο εγκαταλελειμμένο βούργο της πόλης, όπου τα ερείπια δεν είναι καν προσβάσιμα εξαιτίας της πλήρους εξαφάνισης των παλιών δρόμων. Μόνο η μικρή εκκλησία, χαρακτηριστική του τύπου των εκκλησιών της τουρκοκρατίας που απεικονίζεται ήδη στο σχέδιο του Grimani, σώζεται ακόμη.Το βούργο που βρίσκεται στο άλλο άκρο το κεντρικού άξονα της πόλης, είναι γνωστό ως «Γυφτόρουγα», δηλαδή συνοικία που κατοικείται από τσιγγάνους (εικ.3).
Στα όρια του στην απόληξη του κεντρικού γραμμικού εμπορικού άξονα βρισκόταν άλλοτε η έδρα του Βενετού διοικητή -το “generalato”- όπως αναφέρεται στο σχέδιο Grimani. Στην ίδια περιοχή απεικονίζεται επίσης μία «λατινική εκκλησία» που ταυτίζεται πιθανότατα με την εκκλησία του νεκροταφείου, που σήμερα είναι ερειπωμένη αφού κάηκε από τον Ιμπραήμ το 1825. Αυτό το βούργο έχει πολύ υποφέρει κατά τον 19ο και 20ο αι. λόγω καθίζησης του εδάφους και σήμερα είναι εντελώς ερημωμένο. Το συγκρότημα του βενετικού στρατηγείου -“generalato”- προφανώς μεταφέρθηκε στη θέση αυτή μετά την ανατίναξη του Κάστρου από τον Μοροζίνι το 1685. Μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι βρισκόταν στο αδόμητο σήμερα οικόπεδο στη διασταύρωση της οδού, που οδηγούσε προς τα Φιλιατρά, με την δευτερεύουσα οδό που οδηγούσε στη συνοικία, που είναι σήμερα γνωστή ως «Πρόκα» (εικ.3). Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η γειτνίαση του οικοδομικού συγκροτήματος με μεγάλο ελεύθερο χώρο, πιθανότατα χώρο συγκεντρώσεων ή και υπαίθριας αγοράς. Η σημερινή υπερυψωμένη πλατεία με το «Ηρώον» ίσως αποτελεί το μοναδικό απομεινάρι της μνημειακής αυτής διάταξης, ενώ είναι χαρακτηριστική η διατήρηση κτισμάτων με κυρίαρχα μορφολογικά χαρακτηριστικά βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής ιδιαίτερα στην περιοχή αυτή.
Τα άλλα προάστια («βούργα»), που η διατήρηση των κύριων αξόνων κυκλοφορίας μας επιτρέπει να εντοπίσουμε, είναι εν μέρει κατοικημένα στη σημερινή μορφή της πόλης: Το «πούρκο», του οποίου η ονομασία προέρχεται από το βούργο και αναφέρεται στο «Χρονικόν του Μορέως», είναι η πρώτη συνοικία της πόλης που βρίσκεται στους πρόποδες του φρουρίου και προστατευόταν από αυτό (εικ.3,εικ.5).


Εικ.9. Γενική άποψη των ερειπίων του Κάστρου της Αρκαδιάς πριν τη δεντροφύτευση (A.Bon 1969)
Τα σπίτια του, που συχνά είναι κατοικημένα, είναι πολύ φτωχά και σε πολύ κακή κατάσταση και ανάμεσα τους μπορεί κανείς να ανακαλύψει ίχνη του μεσαιωνικού πολεοδομικού ιστού (εικ.6). Η μεσαιωνική οργάνωση είναι επίσης εμφανής στον πολεοδομικό ιστό, και θα ήταν ενδιαφέρον να μελετηθεί πιο αναλυτικά (εικ.3). Η νεοκλασική του εκκλησία είναι πιθανότατα θεμελιωμένη πάνω σε μία παλαιότερη εκκλησία, η οποία δεν απεικονίζεται στο σχέδιο Grimani, αναφέρεται παρόλα αυτά σε έγγραφο σχετικό με την εκκλησιαστική περιουσία της Πελοποννήσου που επίσης προέρχεται από το αρχείο Grimani (1697-1700)52.  
Το ενδιαφέρον θύρωμα απέναντι από την εκκλησία, με την επιγραφή «Ιερά Μητρόπολις Χριστιανουπόλεως» και τη χρονολογία «Φεβρουάριος 1797», αποτελούσε τμήμα πιθανότατα ενός επισκοπικού μεγάρου (εικ.3). Το αρχοντικό, σήμερα ιδιοκτησίας Γεωργακόπουλου, είναι το πιο επιβλητικό κτίσμα σε μικρή απόσταση στα νότια του φρουρίου (εικ.3). Σε συμβόλαιο πώλησης του53 στον Κυπαρίσσιο έμπορο Γεώργιο Αντωνίου Γεωργακόπουλο, που χρονολογείται στο 1858, αναφέρεται ως «ερείπιο εθνικό ονομαζόμενο του Σουλειμάναγα». Προσδιορίζεται ως ευρισκόμενο εις την θέσιν «πούρκον της Κυπαρισσίας και «οριοθετείται γύρωθεν με δρόμον δημόσιον». Είναι προφανές ότι η πράξη αυτή χρονολογεί την τελευταία επισκευή και πιθανότατα μετασκευή του «οσπιτίου ερειπίου», το οποίο περιλαμβάνει σημαντική παλαιότερη οικοδομική φάση. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα κτίσματα της μεσαιωνικής πόλης της Αρκαδιάς54 (εικ.6). Το βούργο της «Πάνω Ρούγας», που σημαίνει πάνω γειτονιά, βρίσκεται σε επίπεδο ψηλότερο από το Κάστρο πάνω από τον κεντρικό άξονα της πόλης (εικ.3). Αυτό το βούργο εμφανώς ανακατασκευασμένο μετά το 1825 πάνω στον παλιό πολεοδομικό ιστό, διατηρεί παρά ταύτα παραδοσιακά χαρακτηριστικά. Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας (εικ.3) τοποθετημένη σε ένα προνομιούχο πλάτωμα που κυριαρχεί πάνω από τη πόλη ψηλότερα από το Κάστρο (εικ.6),ταυτίζεται συχνά με τον αναφερόμενο αρχαίο Ναό της Αθηνάς. Απεικονιζόμενη στο σχέδιο του Grimani ως βυζαντινή μητρόπολη με πέντε τρούλους σε σχήμα σταυρού55, ανακατασκευάστηκε εξολοκλήρου μετά το 1825 πάνω στα ερείπια της με διατήρηση του βυζαντινού της ιερού (εικ.4) μέχρι και σήμερα.
Στις δύο πλευρές του κεντρικού γραμμικού άξονα τέλος βρίσκονται παλιά κτίσματα με δημόσια λειτουργία, όπως το πρώτο σχολείο μετά την ανεξαρτητοποίηση, το αστυνομικό τμήμα, το επαρχείο και ταυτόχρονα τα καταστήματα σε συνεχές ρυμοτομικό σύστημα κατά μήκος του παλιού παζαριού (εικ.3). Αυτό το τμήμα της πόλης ανακατασκευάστηκε μετά την καταστροφή του από τον Ιμπραήμ και παρουσιάζει χαρακτηριστικά κυρίως νεοκλασικά. Κατά μήκος αυτού του άξονα συναντούμε αξιόλογες τούρκικες κρήνες, ενώ η συνεχής, πυκνή δόμηση διατηρεί τη διάταξη των παλιών souks.
Δύο τεμένη της πόλης έχουν εντοπιστεί: ένα ενσωματωμένο, μετά την κατάρρευση του θόλου του, ως κεντρικός χώρος του ισογείου της μεταγενέστερης κατοικίας ιδιοκτησίας Καλογερόπουλου (εικ.3), και το «τέμενος της Αγοράς» στο κέντρο ενός οικοδομικού τετραγώνου απέναντι από την είσοδο στο Κάστρο, (εικ.3, εικ.7). Περιτριγυρισμένο από σπίτια, χρησιμοποιήθηκε μέχρι σήμερα ως εσωτερική αυλή. Και τα δύο τεμένη, καθώς επίσης και το ερειπωμένο τμήμα ενός χαμάμ56 (εικ.3), βρίσκονται σε επαφή με το γραμμικά αναπτυσσόμενο εμπορικό κέντρο της πόλης. Η ύπαρξη εκτεταμένων συγκροτημάτων ερειπίων και στοιχείων του πολεοδομικού ιστού όλων των εποχών διεσπαρμένων στο σύνολο της έκτασης του ιστορικού οικισμού δίνει τη δυνατότητα περαιτέρω συστηματικής τεκμηρίωσης και μελέτη της μεσαιωνικής πόλης που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά συμπεράσματα.
Από το φρούριο δεν σώζονται παρά μόνο αποσπασματικά στοιχεία αρκετά διασκορπισμένα για να είναι δυνατή η ακριβής γραφική αποκατάσταση του (εικ.8).
Σημαντικά προβλήματα για την μελέτη του αποτελούν η σχεδόν πλήρης καταστροφή του με ανατίναξη των πύργων του σε περισσότερες από μια ιστορικές περιόδους (εικ.9) και η φύτευση μεγάλων δέντρων μετά το 1969 57 στα ερείπια του μνημειακού οχυρωματικού συμπλέγματος που θεωρείται πολύ κακή για την αντιληπτική δυνατότητα των επισκεπτών αλλά ακόμη και για την συντήρηση του (εικ.6). Η προσπάθεια σχεδιαστικής τεκμηρίωσης του στα πλαίσια της προαναφερθείσας σπουδαστικής εργασίας της γράφουσας το 1983-85 58 είχε στόχο την αναγνώριση όσο το δυνατόν περισσότερων σωζόμενων στοιχείων των αλληλεπιτιθέμενων οχυρωματικών διατάξεων (εικ.10).

Εικ.10. Σχεδιαστική τεκμηρίωση του Κάστρου της Αρκαδιάς (Κ.Μανούσου-Ντέλλα 1983-85)
Είναι βέβαιο ότι εδράζεται στις βάσεις της αρχαίας Ακρόπολης59 καθώς μπορούμε να διακρίνουμε αρκετά υπολείμματα προγενέστερων οικοδομικών φάσεων στη θεμελίωση των τειχών και του κεντρικού τετράγωνου πύργου (εικ.10, εικ.11).
Η ύπαρξη ισχυρού βυζαντινού φρουρίου τεκμηριώνεται από την περιγραφή του «Χρονικού του Μορέως»60. Οι Φράγκοι κατακτητές, προφανώς εντυπωσιασμένοι από την μεγαλοπρέπεια των αρχαίων τειχών και πύργων το περιγράφουν ως «έργο γιγάντων» αναφερόμενοι πιθανότατα στον πανύψηλο κεντρικό τετράγωνο πύργο (εικ.6, εικ.10, εικ.11). Στην οικοδομική φάση του βυζαντινού φρουρίου αποδίδεται εκτός των άλλων η υπόγεια κινστέρνα με διαχωριστική τοξοστοιχία και εσωτερικές διαστάσεις περίπου 6,00Χ 6,00 μέτρα (εικ.10) που βρίσκεται περίπου στο μέσον της ΒΔ πλευράς του άνω περιβόλου και η κατασκευή του πεταλόμορφου πύργου της ανατολικής απόληξης του φρουρίου (εικ.10) που είναι γνωστός ως «πύργος του Ιουστινιανού» και έχει διαμορφωθεί ως πύργος- προμαχώνας (“tour-bastion”), με ισχυρή πλατφόρμα πυροβολικού (εικ.8, εικ.12). Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει και η διαπίστωση της ύπαρξης στοιχείων παλαιότερης οικοδομικής φάσης με χαρακτηριστικά βυζαντινής τοιχοποιίας στη βάση του πύργου.


Εικ.11. Γενική άποψη του κεντρικού βυζαντινού πύργου του Κάστρου της Αρκαδιάς (Κ.Μανούσου-Ντέλλα 1983)

Η τελική μορφή και διάταξη του φρουρίου πάντως, όπως έφτασε ως τις μέρες μας, φαίνεται ότι έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά των υστεροβυζαντινών φρουρίων που χαρακτηρίζουν την περίοδο της Φραγκοκρατίας τον 13ο αι. στην Πελοπόννησο61. Ως προς τη γενική του χάραξη είναι ένα ορθογώνιο ελαφρά επίμηκες οχυρό με άξονα δυτικά- ανατολικά που περιλαμβάνει δύο διαδοχικούς περιβόλους, που διαχωρίζονται με εσωτερικό διαγώνιο τείχος (εικ.10). Μία σειρά πύργων καλύπτουν την εσωτερική πύλη (εικ.10) που οδηγούσε στο Castelo62, της οποίας τα πενιχρά ίχνη τεκμηριώνουν την πυργοειδή διαμόρφωση που διακρίνεται στο σχέδιο του Grimani καθώς και στην γραφική απεικόνιση πριν την πυρπόληση από τον Ιμπραήμ το 1825 63 (εικ.8). Η διάταξη αυτή παρουσιάζει αναλογίες με τη μορφή του φρουρίου του Βιλεαρδουίνου στον Μυστρά64 και αυτό ενισχύει την πιθανότητα να είχε διαμορφωθεί αρχικά ως ηγεμονικό οχυρό με χώρους κατοικίας του ηγεμόνα, ταυτόχρονα με την κυρίαρχη χρήση του ως καταφύγιο του πληθυσμού σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Στην ίδια γραφική απεικόνιση διακρίνονται αρκετά σπίτια στον χαμηλότερο περίβολο, ο οποίος αναφέρεται ως Fortezza65 ενώ στο ψηλότερο σημείο του οικισμού του φρουρίου και στα ανατολικά της πύλης διακρίνεται εκκλησία με μεταγενέστερη προσθήκη μιναρέ, ίχνη των οποίων είναι ακόμη ορατά στην ανηφορική πλαγιά (εικ.10).
Εικ.12. Γενική άποψη του γωνιακού πύργου-προμαχώνα, γνωστού ως «πύργος του Ιουστινιανού» στο Κάστρο της Αρκαδιάς (Κ.Μανούσου-Ντέλλα 1983)
Το έργο των Βενετών εντοπίστηκε στην αναδιοργάνωση του οχυρού με την προσθήκη χαρακτηριστικών «πύργων- προμαχώνων» της μεταβατικής μορφής των οχυρών του 14ου- αρχών του 15ου αι., 66 πριν τη γενίκευση της χρήσης της πυρίτιδας και των πυροβόλων όπλων στην αμυντική τακτική. Οι Τούρκοι έκαναν κυρίως επεμβάσεις βελτίωσης της ανωδομής των οχυρωμάτων, όπως του κεντρικού τετράγωνου πύργου (εικ.10, εικ.11) και του ανατολικού «πύργου- προμαχώνα» με την χαρακτηριστική ελλειψοειδή χάραξη (εικ.10, εικ.12). Περιελάμβαναν κυρίως προσθήκη κανονιοθυρίδων και εξωτερικών πετασμάτων για την απόκρουση των εχθρών σε απόσταση από το Κάστρο67. Η στερέωση- αποκατάσταση του Κάστρου, βασισμένη στην εξαντλητική μελέτη των διαδοχικών οικοδομικών του φάσεων, πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε επέμβασης που πρέπει να έχει στόχο την καλύτερη κατανόηση αυτού του ιστορικού τόπου.  Η ύπαρξη του ερειπωμένου «τεμένους της Αγοράς»68, το οποίο διακρίνεται σαφώς στη γραφική απεικόνιση της πόλης της Αρκαδιάς από τον Coroneli69 (εικ.5) αποκαλύφθηκε την δεκαετία του 1980 κατά τη διάρκεια εργασιών φωτογραφικής και σχεδιαστικής τεκμηρίωσης του παραδοσιακού οικιστικού συγκροτήματος που βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του φρουρίου της Άνω Πόλης της Κυπαρισσίας, στα πλαίσια της εκπόνησης της ήδη αναφερθείσας μεταπτυχιακής εργασίας70 (εικ.7). Η θέση του τεμένους είναι χαρακτηριστικής σημασίας για την πολεοδομική ανάπτυξη του οικισμού της Αρκαδιάς (εικ.3, εικ.10). Το τέμενος της αγοράς προβαλλόταν στο ψηλότερο σημείο της μεσαιωνικής αγοράς και μετέπειτα παζαριού της οθωμανικής περιόδου.
 Ενταγμένο στο πλάτωμα όπου ανοίγεται η είσοδος στο μεσαιωνικό φρούριο, την γνωστή ως «πλατεία Ελένης Χαμέρη» με τον πλάτανο και την περίοπτη κρήνη επί της κεντρικής οδού που οδηγούσε στην πίσω ρούγα και τους Μύλους, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα τοπόσημα του οικισμού. Το τέμενος, χωρίς τον τρούλο του, κατείχε τη θέση υπερυψωμένου αίθριου της κατοικίας του Παναγιώτη Αντωνόπουλου, που ήταν γνωστός ως «Κάμπρας» στη μικρή κοινωνία της Άνω Πόλης (εικ.10). Από το εσωτερικό του αίθριου και από την αυλή των κατοικιών που εφάπτονται στα βόρεια και τα ανατολικά του καθίστανται ορατά τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα ίχνη επί των τοιχοποιιών, που είναι αρκετά για να καθοδηγήσουν τη γραφική αποκατάσταση του τεμένους (εικ.7).
 Πρόκειται σαφέστατα για κατασκευή της πρώτης περιόδου της Τουρκοκρατίας (1460-1685), καθώς διακρίνεται σαφώς στην γνωστή γραφική απεικόνιση της πόλης της Αρκαδιάς από τον Coronelli που δημοσιεύτηκε το 1685 στη Βενετία (εικ.5). Η ακριβής χρονολόγηση της κρήνης στην πλατεία προ του τεμένους, όπως αναγράφεται στην κτητορική της επιγραφή71, στο 1608-1609 αποτελεί σημαντική ένδειξη της χρονολόγησης και της κατασκευής του τεμένους. Την υπόθεση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι στη διάρκεια του 16ου αι. παγιώνεται η ειρήνη, γνωστή ως Pax Ottomana στην μέχρι τότε πολυτάραχη και ερημωμένη Μεσσηνία. Στα Οθωμανικά κατάστιχα της εποχής αυτής καταγράφεται μία σαφής δημογραφική αύξηση και οικονομική ανάπτυξη72. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί το 1668 αναφέρει την Αρκαδιά ως ακμάζουσα πολιτεία.
 Πρόκειται για μία τυπική διάταξη μονόχωρου τεμένους, χαρακτηριστικής μορφής του 15ου- 16ου αι. με διαστάσεις του εσωτερικού χώρου του 11,00Χ 11,00μ., πάχος λιθοδομής 1,20μ. και άφθονη χρήση κεραμιδιών στους αρμούς της τοιχοποιίας του (εικ.10,). Στη διαμόρφωση των τόξων, των ημιχωνίων στήριξης του σφαιρικού τρούλου, του «μιχράμπ» και των τοξωτών φεγγιτών χρησιμοποιούνται λαξευτοί λίθοι (εικ.7). Το «μιχράμπ» έχει κωνική προς τα άνω απόληξη, είναι ημικυκλικό σε κάτοψη και φέρει ανατολίτικο διάκοσμο με πρισματικά ανάγλυφα στοιχεία. Τα ορθογώνια ανοίγματα του τεμένους έφεραν ανακουφιστικό χαμηλωμένο τόξο και τύμπανο σε ελαφρά εσοχή πιθανότατα διακοσμημένο.  Στη δυτική του όψη διακρίνονται ίχνη προστώου στον όροφο με τρείς τρουλίσκους υποβασταζόμενους με κίονες. Στο ισόγειο της δυτικής κύριας όψης του υπήρχαν τρία καταστήματα, διάταξη την οποία ευνόησε η επικλινής διαμόρφωση του εδάφους και ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχιτεκτονική τεμενών ιδίως σε κεντρικούς χώρους των πόλεων και σε αγορές73. Η χαρακτηριστική οδοντωτή ταινία στην επίστεψη των τοιχοποιιών των εξωτερικών όψεων του τεμένους παρουσιάζει αναλογίες με το τέμενος του Fayk Aga στην Άρτα που χρονολογείται στο Β’ μισό του 15ου αι. Η διαπίστωση αυτή της πιθανής χρονολόγησης του τεμένους ενισχύεται από την συγκριτική μελέτη με τα ανάλογης διάταξης και μορφολογίας τεμένη Orta στη Βέροια και Fayk Aga στην Άρτα74 η κατασκευή των οποίων επίσης ανάγεται στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο Β’ μισό του 15ου αι., καθώς και του επίσης πρώιμου οθωμανικού τεμένους στην Εξοχή της Δράμας75. Αυτό όμως που είναι απολύτως συγκρίσιμο, αφού παρουσιάζει σαφέστατη μορφολογική και τυπολογική αναλογία με το τέμενος της Αγοράς στην Αρκαδιά, είναι το σύγχρονο του τέμενος Fetihye του Λιμανιού στη Ναύπακτο76. Η ιδιοκτησία στην οποία περιλαμβάνεται το ιδιαίτερα σημαντικό αυτό μνημειακό κτίσμα δωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη της μετά θάνατον στο Δήμο Κυπαρισσίας, προκειμένου να στεγάσει το Λαογραφικό Μουσείο της Άνω Πόλης77.


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΝΟΥΣΟΥ- ΝΤΕΛΛΑ
Η ΟΧΥΡΩΜΕΝΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ/ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ

1 Η μελέτη της μεσαιωνικής πόλης της Αρκαδιάς απετέλεσε το αντικείμενο της πρώτης ερευνητικής ενασχόλησης της συγγραφέως και το αρχικό θέμα εγγραφής της ως υποψήφιας διδάκτορος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ο καθηγητής Χαρ.Μπούρας, είχε τον καθοριστικό ρόλο στην καθοδήγηση και παρακολούθηση της έρευνας, που ξεκίνησε αρχικά στα πλαίσια υποτροφίας εσωτερικού του Ι.Κ.Υ (1983-1985). Τμήμα της εργασίας με τίτλο: “Kyparissia. Evolution historique, amenagement- conservation” κατατέθηκε τον Ιούνιο του 1985 στο Πανεπιστήμιο Σορβόννη (Paris IVInstitut de Geographie), ως διπλωματική εργασία των μεταπτυχιακών σπουδών (DEA en Geographie de l’Amenagement). Διευθυντής της έρευνας στη Γαλλία ήταν ο γεωγράφος–καθηγητής Paul Claval.
2 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «Εκδοτική Αθηνών»,τ.Α,σ.262.τ.Β.,σ.149.τ. Γ1,σ.417,433.
3 J.P.Muret, La ville comme paysage (De l’antiquité au Moyen Age), Centre des Recherches et des Rencontres d’Urbanisme, Paris 1980. Ν. Ιωαννίδου, Κάστρο Κυπαρισσίας ή Αρκαδιάς: Μία κατασκευή μεσογειακής νοσταλγίας, Μνημείο και Περιβάλλον,τ.9,2005,σ.35-63.
5 Ν. Παπαχατζή, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά, τ.3
6 Σ.Παρασκευόπουλος κ.α, Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και η ιστορία των αιώνων της, Κυπαρισσία 1971, σ.42
7 Τ.Ιμιρζιάδη, Κυπαρισσία με αφορμή την Ιστορία, Πρόγραμμα για την προστασία και ανάδειξη της παλιάς πόλης της Κυπαρισσίας 2015,σ.22
8 E. Dodwell, Classical and topographical tour through Greece during the years 1801,1805 και 1806, London 1816,τ.2,σ.350
9 W. M. Leake, Travels in the Morea, ,London 1830, τ.1,σ.68-75
10 A. Blouet, Expédition scientifique de Morée, Paris 1833, πιν. ΧΙΙΙ,ΧIV (J.P.Adam)
11 Μ. N.Valmin, Etudes topographiques de la Messénie ancienne. Lund 1930, σ.129-131.
12 ΠΑΕ 1911,σ.247-252.Α.Δ, 17Β(1961-62)σ.96-98,23Β(1968),σ.157-158,26Β(1971),σ.124-125.
13 Μ. N.Valmin,ο.π,(σημ.11)
14 I.Bekker, Ιεροκλέους Συνέκδημος, Βόννη 1840, σ.392.
15 A.Bon, Le Péloponnèse Byzantin jusqu'à 1204, Παρίσι 1951, σ.108
16 I.M.Allen,”Manuscripts of the Iliad in Rome”, Classical review 4 (1980), σ. 290, σημ.3.
17 B. Nedkov: Il manoscritto di Sofia della "Geografia" di Idrisi, Palermo 1955
18 To Χρονικόν του Μoρέως (ελληνική έκδοση σύμφωνη με τον κώδικα της Κοπεγχάγης), Π. Καλονάρος, εκδ. Δημητράκου Α.Ε, Αθήνα 1940, σ.1327,1663,1679,1865,5302,8462.
19 A. Bon, «La Moree Franque», Παρίσι 1969, σ. 413-414.
20 Γ.Φινλευ, Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα (επιμ.Τ.Βουρνά), Αθήνα 1972,σ.164-168
21 Σ.Παρασκευόπουλος κ.α ,ο.π (σημ.6)
22 Μ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατία ν (1715-1821), Αθήνα 1978,σ.162-172.
23 Σ.Παρασκευόπουλος κ.α, ο.π. σημ.6, σ.190-195.
24 Χρονικόν του Μορέως,ο.π. (σημ.18)
25 P.Flatres, X.de Planhol, Etudes sur l’habitat perché, εκδ. του τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Paris IV-Sorbonne,no 11,Παρίσι 1983. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου(13ος-18ος αι.),εκδ. Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987
26 Ph. Fallmerayer ,Geschihte der halbinsel Morea vahrend des mittelalters, Στουτγάρδη 1830, σ.305. G.Gregorovius ,Gerchihte der Stadt Athen, Στουτγάρδη 1889,σ.120.A.Bon,ο.π (σημ.15),σ.61. «Χριστιανική Μεσσηνία. Μνημεία και Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας», εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2010
27 Archéologie urbaine, Actes du colloque international, Tours 17-20 Novembre 1980.
28 A.Bon ,ο.π (σημ.15),σ.61
29 Χρονικόν του Μορέως ,ο.π. (σημ.18)
30 Πρόκειται για τριμερές ημιεξαγωνικής κάτοψης ιερό που ανήκει σε εκκλησία μικρότερων διαστάσεων με μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά βυζαντινής περιόδου, πριν την φραγκοκρατία.
31 Είναι χαρακτηριστική η διαμόρφωση της Αγίας Τράπεζας της εκκλησίας με χρήση τμήματος αρχαίου κίονα, καθώς και η ύπαρξη άφθονων ιχνών παλαιότερων κατασκευών στον περιβάλλοντα χώρο
32 V. Coronelli, Memorie istoriografiche degli regni della Morea , Βενετία 1685. Περιλαμβάνεται χαλκογραφία της πόλης της Αρκαδιάς διαστάσεων 12,7 Χ 17 εκατοστά.
33 Συλλογή Γενναδείου Βιβλιοθήκης του Grimani Franzesco, Raccolta degli disegni della pianta di tutte le piazze di regno di Morea ,e parte delli porti dello stesso. Περιλαμβάνεται έγχρωμη υδατογραφία της Αρκαδιάς (πίνακας XVIII) που χρονολογείται περίπου στο 1700.
34 Θ. Κριμπάς, Η ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος 1685-1715,Πελοποννησιακά,τ.1,1956 σ.315-346.
35 Ι.Χ.Αλεξανδρόπουλου (Alexander),Δύο Οθωμανικά κατάστιχα του Μοριά (1460-1463):ειδήσεις για το Nahiye Αρκαδιάς ,Πρακτικά του Α’Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (2-4 Δεκεμβρίου 1977),σ.398-407.
36 A. Locatelli, Racconto historico della Veneta Guerra di Levante (Diretta dal Valore del Serenissimo Principe Francesco Morosini), Κολωνία 1691, τ. Ι, σ.228. «Οι Ενετοί έχοντας ως κέντρο επιχειρήσεων το Κάστρο του Ναβαρίνου απέστειλαν «τον ναύαρχο Carponese με τρεις γαλέρες για να διώξει τους Τούρκους από το Κάστρο της Αρκαδιάς. Ο ναύαρχος επέστρεψε μεταφέροντας Τούρκους αιχμάλωτους και μερικές βάρκες με οικογένειες Ελλήνων οι οποίες για μεγαλύτερη σιγουριά ήθελαν να καταφύγουν στο Ναβαρίνο. Ανέφερε επίσης ότι οι τούρκοι πριν εγκαταλείψουν το Κάστρο στα 1686 το είχαν ανατινάξει αφήνοντας μάλιστα μέσα και 14 κανόνια .Ένας έλληνας ανέφερε ότι βρισκόταν στην πόλη ο Σιλιστάρ πασάς με χίλια άλογα και πεζικό και αφού πυρπόλησε όλα τα σπίτια άφησε την πόλη ερειπωμένη και σε εγκατάλειψη»
37 Ν. Μπούζα, Κάστρο Κυπαρισσίας, Ενετοί και Ιωαννίτες Ιπποτες. Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα 2001,σ.84-85. Όπως αναφέρει ο ενετός αξιωματούχος Molin το 1693,οι κανονιοστοιχίες του Κάστρου αδυνατούν να προστατεύσουν την ακτή από ενδεχόμενη επίθεση.
38 Σπ.Λάμπρος, Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού Προνοητή Κορνέρ, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ.Β’, 1879, σ.282.
39 Κ.Ντόκος, Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β’Ενετοκρατίας, Byzantinische Neugriechische Jahrbucher, Αθήνα 1976
40 E. Dodwell, ο.π, (σημ. 8)
41 W. Gell, Narrative of journey in the Morea, London 1823.
42 W.M.Leake,ο.π (σημ.9)
43 R.Baladié, Le Peloponnése de Strabon ,Παρίσι 1980,σ.5
44 A. Buchon, La Grèce continentale et la Morée. Voyage, séjour et études historiques en 1840,1841 et 1843, Παρίσι 1849, σ.464-467.
45 A.Blouet, ο.π (σημ.10)
46 Σπ.Λάμπρος, Εμπορικαί πανηγύρεις και αγοραί εν Πελοποννήσω κατά τον 17ο αι., Δελτίον της επί της εμψυχώσεως της εθνικής βιομηχανίας επιτροπής,τ.Α’, 1878,σ.74.
47 Γ.Α.Κ (Γενικά Αρχεία του Κράτους),φύλλο 253/8-10 Οκτωβρίου 1830 και φύλλο 255/16 Νοεμβρίου 1830. Επίσης φύλλο 262/21-25 Φεβρουαρίου 1831 της Δημογεροντίας Αρκαδιάς.
48 Δελτίον Χριστιανικής Εθνολογικής Εταιρείας,τ.2,1887,σ.686-709.
49 Franzesco Grimani, Raccolta degli disegni della pianta di tutte le piazze del regno di Morea et parte degli porti dello stesso, 52 cm,37 χειρόγραφα σχέδια των Βενετικών φρουρίων της Πελοποννήσου,τα περισσότερα σχεδιασμένα από τον Franzesco Grimani κατά τον 17ο και 18ο αι.
50 Στο σημείο Ι του χειρόγραφου τοπογραφικού διαγράμματος του Franzesco Grimani.
51 X.de Planhol, Les fondements de l’histoire géographique de l’Islam,Παρίσι 1968
52 Κ. Ντόκος, Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας, Byzantinische Neugriechische Jahrbucher,Αθήνα 1976.
53 Στο ίδιο συμβόλαιο, της 3ης Δεκεμβρίου 1858 του συμβολαιογράφου Κυπαρισσίας Ηλία Γ. Βουτιέρου, αναφέρεται επίσης ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του βουλευτής της επαρχίας Τριφυλίας Αναγνώστης Παπατζώρης το είχε «προ πολλών χρόνων αγορασμένο από το Δημόσιο» .
54 Σημαντικά στοιχεία για την οικοδομική εξέλιξη και πλήρης σχεδιαστική τεκμηρίωση του Αρχοντικού περιλαμβάνονται σε αδημοσίευτη διπλωματική εργασία της φίλης αρχιτέκτονος Ελένης Μακρή στα πλαίσια του μεταπτυχιακού τμήματος Diploma Conservation Studies του Πανεπιστημίου του York.
55 Στο σημείο L του χειρόγραφου τοπογραφικού διαγράμματος του Franzesco Grimani,αναφέρεται ως “Chiesa Grecho”.
56 Τ.Ιμιρζιάδη, ο.π (σημ.7),σ.24
57 A.Bon, ο.π (σημ.19). Περιλαμβάνει τις καλύτερες φωτογραφίες του ερειπιώνα του Κάστρου της
Κυπαρισσίας πριν τη δεντροφύτευση.
58 Ευχαριστίες οφείλονται στο σύζυγο μου αρχιτέκτονα Γ. Ντέλλα για την πολύτιμη βοήθεια του κατά την επί τόπου εργασία τεκμηρίωσης και σχεδιαστικής αποτύπωσης των ερειπωμένων κατασκευών του Κάστρου. Κατά την αποτύπωση χρησιμοποιήθηκαν τοπογραφικά όργανα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
59 Ch.Bouras, Byzantine cities in Greece, Heaven and Earth. Cities and countryside in byzantine Greece, Athens 2013,σ.49.
60 Χρονικόν του Μορέως ,ο.π. (σημ.18)
61 D.Athanasoulis, The triangle of Power. Building projects in the Metropolitan Area of the Crusaders Principality of the Morea, Viewing the Morea. Land and People in the Late Medieval Peloponnese(Dumbarton Oaks Research Library and Collection), Washington 2013,σ. 111-152.
62 Όπως αναφέρεται στο σημείο Β του χειρόγραφου τοπογραφικού διαγράμματος του Franzesco Grimani.
63 W.Gell, Narrative of a journey in the Morea, Λονδίνο 1923,σ.79
64 Γ. Μαρίνου, Η οχύρωση της πόλης, Τα Μνημεία του Μυστρά. Το έργο της Επιτροπής Αναστήλωσης Μνημείων Μυστρά, Αθήνα 2009,σ.80-85.
65 Στο σημείο A του χειρόγραφου τοπογραφικού διαγράμματος του Franzesco Grimani.
66 Κ.Μανούσου-Ντέλλα, Οχυρώσεις πόλεων στην Ελλάδα κατά την πρώιμη εποχή του πυροβολικού
Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο (5ος-15ος αι.).Συνέδριο, Ιούνιος 2012 (υπό δημοσίευση) Κ. Μανούσου-Ντέλλα, Το χαμένο Οθωμανικό Τέμενος της Αγοράς στην Αρκαδιά/Κυπαρισσία, 34ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της ΧΑΕ, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων ,Αθήνα 2014
69 V.Coronelli,ο.π (σημ.32).
70 Σημείωση 1.
71 Γ. Λιακόπουλος, Οθωμανικές επιγραφές της Μεσσηνίας, Πρακτικά του Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Καλαμάτα, 8-11 Οκτωβρίου 2010) , Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα:, 2015,σ.475-498.
72 Γ. Λιακόπουλος,ο.π,(σημ.71)
73 Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διάταξης αυτής αποτελεί το κεντρικό τέμενος της Αγοράς στη Δράμα, αλλά και το αλλοιωμένο σήμερα Σιαντριβάν τζαμί της «παλιάς Αγοράς» της πόλης της Ρόδου.
74 Α. Μουτζάλη, Τζαμί Φαίκ Πασά/ Φευζούλ τζαμί ,Η Οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2008,σ.184
75 Β.Μεσσής ,Το Οθωμανικό τέμενος στην Εξοχή της Δράμας. Συμβολή στη μελέτη της πρώιμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής στον Ελλαδικό χώρο., 33ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της ΧΑΕ, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 2013,σ.70-71
76 Β.Κασκάνης,Το Φετιχιέ τζαμί στο λιμάνι της Ναυπάκτου, Η συντήρηση και η αποκατάσταση των Οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 2009,σ.121-128. Πρόκειται για το σημαντικότερο οθωμανικό τέμενος της Ναυπάκτου και βρίσκεται στον ανατολικό λιμενοβραχίονα του ενετικού λιμανιού. Κτίστηκε μετά την κατάληψη της πόλης το 1499 από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β Βελή και η ονομασία του Φετιχιέ ή Φετιχιγιέ Τζαμί (Fethiye) σημαίνει «Τέμενος της κατάκτησης». Επίσης είναι γνωστό στις οθωμανικές πηγές και ως «Μπαγεζίντ Βελή Τζαμί» (Βậyezid-I Velî Cậmii), από το όνομα του σουλτάνου.
77 Στο πλαίσιο αυτό εκπονήθηκε μετά από ανάθεση του Δήμου Κυπαρισσίας στην γράφουσα,η αρχιτεκτονική «Μελέτη του Λαογραφικού Μουσείου της Κυπαρισσίας στην Πλατεία της Άνω Πόλης της Κυπαρισσίας» που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1995.Δυστυχώς όμως έκτοτε μόνο το τμήμα της μελέτης που αφορούσε το νεότερο κτίριο, γνωστό ως «Οικία του Παλαμά», έχει αποκατασταθεί.