Το αρχαίο φυλακείον του Βασιλικού
και η σημασία του για την ιστορική τοπογραφία της περιοχής
και η σημασία του για την ιστορική τοπογραφία της περιοχής
Το καλοκαίρι του 1936 και κυρίως αυτό του 1937 (28/6- 3/7) ο σουηδός αρχαιολόγος Natan Valmin ανέσκαψε 1,5 χιλιόμετρο ΝΑ από το Βασιλικό, ένα κτίσμα, το οποίο με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα και ευρήματα το χαρακτήρισε ως στρατιωτικό καταυλισμό1, με τον αρχαίο όρο του φυλακείον2.
Το φυλακείον αυτό βρίσκεται νότια από το λόφο Βασιλικό (υψόμ. 376μ.)3 ανάμεσα στα χωριά Βασιλικό και Καλλιρρόη (πρώην Μπούγα), αντίστοιχα των επαρχιών Τριφυλίας και Μεσσήνης (τέως δήμοι Δωρίου και Ανδανίας, πίν.1). Πιο συγκεκριμένα βρίσκεται 160 περίπου μέτρα νότια της λεωφόρου Ζευγολατειό- Κυπαρισσία λίγο πριν το μεγάλο ελαιοπιεστήριο του Αλεξάνδρου Διαγούπη και 250μ. ΒΑ.4 από το φυλάκιο της σιδηροδρομικής γραμμής Ζευγολατειό- Κυπαρισσία. Το τελευταίο βρίσκεται στη διασταύρωση της γραμμής με τον κοινοτικό δρόμο που οδηγεί στον οικισμό Κάστρο (ανήκει στην κοινότητα Μίλας). Η θέση του φυλακείου ανήκει στην κοινότητα Καλλιρρόης και εντοπίζεται ανάμεσα στα τοπωνύμια Ξερόβρυση και Βίγκλες5. Σήμερα ο χώρος βρίσκεται μέσα σ’ ένα μεγάλο περιφραγμένο ελαιώνα με πρόσοψη επί της λεωφόρου, απ’ όπου και είναι δυνατή η πρόσβαση σαυτόν, ο οποίος ανήκει στον παπα-Γκότση Νικόλαο του Ιωάννου από την Καλλιρρόη. Δυστυχώς οι ελιές που φυτεύτηκαν μετά την ανασκαφή (μεταπολεμικά πάντως) και η άρωση του ελαιώνα έχουν καταστρέψει σ’ άγνωστο βαθμό το κτίσμα, έτσι ώστε μόνο από τους τοίχους του νεώτερου μαντριού, που χρησιμοποίησε ως θεμέλια τους τοίχους του φυλακείου, να μπορη να γίνη κατανοητό κάπως το σχήμα και η θέση του6. Επιπλέον το πυκνό χόρτο και τ’ αγκάθι εμπόδισε μια πιθανή περισυλλογή οστράκων, ενώ οι ελιές και η υπόλοιπη βλάστηση κρύβουν τη θέα προς τα γύρω, ώστε να μη φαίνεται το Κάστρο, η Iθώμη, το Pαμοβούνι ή ο λόφος Βασιλικό. Το αποτέλεσμα είναι να νομίζη ο επισκέπτης του φυλακείου ότι αυτό είναι κτισμένο σ’ ένα χώρο απόλυτα πεδινό. Στην πραγματικότητα όμως όταν κανείς δή τη θέση του από τα νότια, εκεί δηλαδή που περνάει η σιδηροδρομική γραμμή, τότε αντιλαμβάνεται ότι το φυλακείον κατέχει μια επίκαιρη τοποθεσία πάνω στη νότια χαμηλότερη υψομετρική καμπύλη του λόφου Βασιλικού, λίγο πριν αυτός σβήση προς την επίπεδη μικροκοιλάδα του ρέματος του Χουχουλωτού (Χουλιωτό)7, πούρχεται από τη ΒΑ πλαγιά της Μάλθης και πάει για το ποτάμι της Μαυροζούμενας. Ακριβώς άπέναντι του, σε απόσταση 1100μ. περίπου υψώνεται ο λοφίσκος που φιλοξενεί το μεσαιωνικό κάστρο (φράγκικο ή τούρκικο)8 και τον ομώνυμο σημερινό οικισμό.
Κατέχει λοιπόν το φυλακείον, όπως εύστοχα επισημαίνει και ο Valmin, μιά πολύ επίκαιρη θέση πάνω στο δρόμο που οδηγεί από τη ΒΑ Μεσσηνία, τη Στενύκλαρο9, στο χώρο της πεδιάδας του Σουλιμά (Βασιλικό, Κόκλα) και από εκεί στην υπόλοιπη Τριφυλία. Ο δρόμος είναι υποχρεωμένος να ακολουθήση αυτό το πέρασμα, ανάμεσα στο λόφο Βασιλικό και στο Κάστρο, πράγμα που κάνει σήμερα η λεωφόρος και η σιδηροδρομική γραμμή Ζευγολατειό- Κυπαρισσία. Άλλωστε το τοπωνύμιο Βίγκλες, εδώ κοντά, μαρτυρεί πολλά, ενώ περισσότερα βέβαια αποδεικνύουν τα κατάλοιπα των κατασκευών του παρελθόντος, μάλιστα σε διαχρονική βάση (προϊστορική ακρόπολη Μάλθης- Δώριον, το μεσαιωνικό Κάστρο, που πιθανότατα στα θεμέλιά του κρύβει παλαιότερες χρήσεις του, στις Βίγκλες τούρκικος σταθμός- δερβένι κλπ.)10.
Η ύπαρξη λοιπόν ενός φυλακείου στην περιοχή, αν όχι φυσιολογική, είναι αναμενόμενη. Έτσι για το χαρακτηρισμό του κτίσματος ως φυλακείου δεν υπάρχει αντίρρηση, τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα στοιχεία και εφόσον η σημερινή κατάστασή του δεν επιτρέπει άλλες υποθέσεις σχετικές με τη λειτουργική του αξία, όταν μάλιστα αυτό προτείνη ο ανασκαφέας, δέχωνται οι υπόλοιποι ερευνητές που ασχολήθηκαν μαζί του (C. Roebulk c, Ε. Kirsten, E. Meyer) και εκεί καταλήγη, όχι χωρίς επιφυλάξεις, και η προσωπική μελέτη του υλικού σε συνάρτηση με την επιτόπια έρευνα στην περιοχή. Από τα ανασκαφικά δεδομένα ο Valmin χρονολογεί το φυλακείον στα τέλη του -6ου με αρχές του -5ου αιώνα. Η χρονολόγησή του βασίζεται στην κεραμεική και στη μορφή των γραμμάτων των graffiti, που υπάρχουν πάνω σ’ ορισμένα όστρακα. Από τα λιγοστά ευρήματα της ανασκαφής και από την ακόμη λιγότερη κεραμεική που παραθέτει ο Valmin (και βρίσκονται στο Μουσείο Καλαμάτας)11 το πιό σπουδαίο εύρημα είναι τα όστρακα με τα graffiti, ένα των οποίων σώζει ακέραιο το όνομα του χαράκτη του12. Τα graffiti έγιναν από τους κατόχους, χρήστες των αγγείων και είναι δύσκολο να θεωρηθούν ως αναθηματικά13. Το σημαντικότερο από τα graffiti είναι αυτό που σώζεται στο εσωτερικό ενός ανοιχτού αγγείου (σκύφος) με την επιγραφή ΠΑΝΚΑ ΕΥΤΡΕΣΙΟ (γενική του ονόματος του κτήτορα και του, εθνικού του, πίν.2) Αυτό το συγκεκριμένο εύρημα είναι που από τη μιά δίνει ιδιαίτερη σημασία στο φυλακείον και από την άλλη έγινε πρόξενος παρερμηνειών και αίτιο δημιουργίας πολλών υποθέσεων,
Η ιδιαίτερη σημασία του graffito οφείλεται στο εθνικό του ονόματος Πανκάς (μια σύντμηση του ονόματος Πάγκαλος;)14. Ευτρήσιος. Εύτρησις αναφέρεται στη Βοιωτία και στην Αρκαδία. Από την «πόλη» της τελευταίας προέρχεται το εθνικό Ευτρήσιος έτσι ώστε ο χαράκτης του graffito να χαρακτηρίζεται ως Αρκάς στρατιώτης ή ότι είχε μια άλλη συναφή ιδιότητα. Οι ερευνητές που ασχολήθηκαν μέχρι τώρα με το Ευτρήσιος λαθεύουν στην αναγωγή που κάνουν του εθνικού στην ομώνυμη πόλη για το σχηματισμό του και αυτό γιατί το εθνικό Ευτρήσιος προέρχεται από το έθνος Ευτρήσιοι15 και όχι από το ομώνυμο οικιστικό κέντρο, αν υπήρξε, αφού πολλές ενδείξεις συνηγορούν γιά το αντίθετο. Οι Αρκάδες λαμβάνουν ως εθνικό τους πρώτιστα αυτό του έθνους στο οποίο ανήκουν (Παρράσιοι, Μαινάλιοι, Ευτρήσιοι Κυνούριοι, Αζάνες) και μάλιστα σε μιά τόσο πρώιμη εποχή, τέλη -6ου αρχές -5ου αιώνα, όταν οι οικισμοί της Αρκαδίας (με εξαίρεση την Τεγέα ή τον Ορχομενό για παράδειγμα) δεν έχουν πάρει τη μετέπειτα γνωστή μορφή της πόλεως16.
Ξεκινώντας λοιπόν ο Valmiη από το ότι ο κάτοχος του αγγείου είναι Αρκάς προχωρεί στη λογική υπόθεση ότι δε μπορεί να βρίσκεται κάποιος Αρκάς στρατιώτης σ’ ένα φυλακείον περιοχής ελεγχόμενης από τη Σπάρτη. Επιπροσθέτως υποστηρίζει ότι η περιοχή του Σουλιμά πρόσκειται γεωγραφικά περισσότερο στην ορεινή περιοχή της Φιγάλειας παρά στη Μεσσηνία. Προϊόν της συλλογιστικής του είναι το συμπέρασμα πώς το φυλακείον ανήκει στους Αρκάδες και συνακόλουθα ότι η συγκεκριμένη περιοιχή ήταν αρκαδική. Η απόδοση της σημερινής ΒΔ Μεσσηνίας στην Αρκαδία έχει βέβαια ως αποτέλεσμα τα ΝΔ παραδεδομένα όρια της Αρκαδίας, δηλαδή η Νέδα και οι ορεινοί όγκοι Λύκαιο και Τετράζι, να μεταφέρωνται στα υψώματα γύρω από το Βασιλικό17. Ο Vaίmin, αφήνει να εννοηθή στις τελευταίες γραμμές της δημοσιεύσεώς του ότι η Σπάρτη κατέλαβε την αρκαδική αυτή περιοχή γύρω στα -490 κάνοντας μάλιστα μνεία και για την ύπαρξη ενός Γ ́ Μεσσηνιακού πολέμου με βάση το σχετικό χωρίο του Στάβωνος (VIII,4,10)18.
Με την θεωρία αυτή του Valmin για την κάθοδο των ορίων Μεσσηνίας και Αρκαδίας δεν ασχολήθηκαν πολλοί ερευνητές και το ίδιο συνέβη και με το graffito που προαναφέρθηκε. Ίσως μια αιτία να ήταν το ότι η δημοσίευση δεν έγινε ευρύτερα γνωστή19. Αντιρρήσεις προέβαλαν μόνο οι Carl Roebuck20 και ο Ernst Kirsteno21. Και οι δύο όμως αντιτίθενται στον Valmin χωρίς να μπαίνουν σε λεπτομέρειες, εφόσον άλλωστε τα όσα γράφουν αποτελούν μια απλή παρέκβαση. Μάλιστα ο Kirsten τελείως επιγραμματικά τονίζει: hier sehr fraglichen. O Roebuck επιχειρηματολογεί λακωνικά τονίζοντας σωστά, ότι όση σχέση έχει η περιοχή του Σουλιμά με την Αρκαδία, άλλη τόση έχει η Φιγάλεια με τη Μεσσηνία και το κυριότερο ότι ο Αρκάς ΠΑΝΚΑΣ ΕΥΤΡΗΣΙΟΣ θα μπορούσε να ήταν σύμμαχος των Μεσσηνίων κατά της Σπάρτης, χωρίς όμως να προσδιορίζη επακριβέστερα τις ιστορικές συνθήκες για μιά τέτοια αρωγή.
Σχετικά πρόσφατα ο Ernst Meyer22 δέχεται την άποψη του Valmin, χωρίς όμως νέα επιχειρήματα ή εξέταση των αντεπιχειρημάτων του Roebuck. Η θεωρία όμως του Valmin γίνεται δύσκολα παραδεκτή, αφού έρχεται σ’ αντίθεση με τα δεδομένα του εδαφικού αναγλύφου της περιοχής, των οποίων βέβαια απόρροια (και όχι μόνο αυτών) είναι η οριοθετική γραμμή Μεσσηνίας και Αρκαδίας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η Νέδα και οι ορεινοί όγκοι Τετράζι και Λύκαιο είναι τα φυσικά όρια της Μεσασηνίας προς Β και BA, ενώ πιό NA η οριοθετική γραμμή περνά στην Eλινίτσα23 και τα Βρωμοβρυσαίϊκα βουνά. Τελειώνοντας οι πρόβουνοι των παραπάνω ορεινών όγκων εκτείνεται αμέσως η τελείως πεδινή περιοχή της Μεσσηνίας την οποία διακόπτουν είτε χθαμαλοί λόφοι, τους οποίους κατέχουν συνήθως οικισμοί (σε διαχρονική βάση πολλές φορές), είτε μεγαλύτεροι ορεινοί όγκοι, Ιθώμη, Ραμοβούνι, όρη Κυπαρισσίας, που αποτελούν τα διαχωριστικά μεταξύ των πεδινών εκτάσεων. Τα όρια λοιπόν Μεσσηνίας και Αρκαδίας ακολουθούν κατά την κλασική αποκρυσταλλωμένη τους γραμμή τα υψώματα χωρίς να κατεβαίνουν στην πεδιάδα. Τα όρια διαφοροποιούνται μόνον όταν έχουμε ιδιάζουσες ιστορικές συνθήκες, όπως είναι για παράδειγμα η κάθοδος του Επαμεινώνδα στην Πελοπόννησο το -369 και ο πολισμός24 της Μεγάλης Πόλεως. Η διάταξη του οικιστικού πλέγματος στην Αρκαδία και στη Μεσσηνία είναι η καλύτερη επιβεβαίωση για την παραπάνω σκέψη. Επιπλέον έχοντας υπόψη τους νόμους σχέσεων χώρου και ανθρώπου, κάποια πεδινή καλοαρδευόμενη έκταση και συνακόλουθα από τη φύση της εύφορη, χρειάζεται ένα οικιστικό κέντρο κοντά της. Αυτό δίνει το ανθρώπινο δυναμικό για την εκμετάλλευσή της και αυτή με τη σειρά της του παρέχει τις δυνατότητες για το βιοπορισμό του. Φυσικά αυτό το οικιστικό κέντρο είναι και ο υπερασπιστής της στην περίπτωση της οποιασδήποτε έξωθεν επιβολής,
Για τις συγκεκριμένες εκτάσεις της ΒΑ Μεσσηνιας δεν υπάρχει ένα ανάλογο αρκαδικό (ακολουθώντας τη θεωρία του Valmin) οικιστικό κέντρο, που θα είχε τη δυνατότητα κατοχής, νομής και άμυνάς τους. Δύο είναι τα μεγάλα οικιστικά κέντρα της ΝΑ Αρκαδίας, που παραδίδουν οι πηγές για αυτά τα χρόνια, η Φιγάλεια και το Ορεσθάσιον, τα οποία βρίσκονται, ιδίως το πρώτο, σε μόνιμη διάσταση με τη Σπάρτη. Το Ορεσθάσιον είναι στη ΝΑ Μεγαλοπολίτιδα, αρκετά μακρυά και σ’ άλλο χώρο25. Η Φιγάλεια26 είναι πλησιέστερα, πίσω από το Τετράζι και τη Νέδα, αλλά ακριβώς τα τελευταία είναι που την χωρίζουν και απομονώνουν από τις συγκεκριμένες πεδινές εκτάσεις. Τα χρόνια των αρχών του -5ου αιώνα δεν συντρέχουν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες για μια διαφοροποίηση των παραδεδομένων ορίων Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Η Αρκαδία θα επεκταθή στο χώρο της Τριφυλίας μετά το -369, όταν θα έχη ένα ανάλογο οικιστικό κέντρο, αυτό της Μεγάλης Πόλεως, ικανό να καλύψη από κάθε πλευρά τέτοιου είδους επεκτάσεις των Αρκάδων. Για τη συγκεκριμένη περιοχή του Σουλιμά υπάρχουν ενδείξεις ότι πέρασε για ένα διάστημα στα χέρια των Αρκάδων μετά το -180 27, όταν πάλι παρά την παρακμή της η Μεγάλη πόλις στέκη καλά. Η θεωρία λοιπόν του Valmin για κατοχή από τους Αρκάδες στις αρχές του -5ου αιώνα της ΒΑ Μεσσηνίας παραβλέπει και παραβιάζει τα γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής σε συσχετισμό με τις ιστορικές συνθήκες της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου28.
Έτσι η πιο πιθανή εξήγηση για την εύρεση του graffito του Αρκάδα στρατιώτη στη συγκεκριμένη περιοχή είναι αυτή που κάνει ο Roebuck, ότι δηλαδή ο Αρκάς ΠΑΝΚΑΣ ΕΥΤΡΗΣΙΟΣ ήταν σύμμαχος ων Μεσσηνίων κατά της Σπάρτης. Το ότι μια εξέγερση των Μεσσηνίων έλαβε χώρα στις αρχές του -5ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα γύρω στο 499, τέτοια που να χαρακτηρισθή ως πόλεμος29, είναι πια παραδεκτό από το σύνολο σχεδόν των ερευνητών, έτσι ώστε η εξέγερση του 464, αυτή η γνωστή με το σεισμό και τη βοήθεια του Κίμωνος, να επιδέχεται το χαρακτηρισμό Δ' Μεσσηνιακός. Ήδη, ανύποπτος σχεδόν, ο Valmin αφήνει γιαυτό μια υπόνοια30. Για το θέμα, σχετικά πρόσφατα,η βιβλιογραφία έχει να παρουσιάση εξαντλητικές θεωρήσεις, όπως αυτή του Fr. Cooper31 και του Ernst Meyer.32
Ο Αρκάς λοιπόν ΠΑΝΚΑΣ ΕΥΤΡΗΣΙΟΣ ήταν ένας από τους αρωγούς στις συγκρούσεις των Μεσσηνίων εναντίον της Σπάρτης κατά την εξέγερση αυτή. Η κατασκευή βεβαίως του κτίσματος το χαρακτηρίζει ως καταυλισμό ή φυλακείον χωρίς η θέση του και κυρίως η κατασκευή του να το ανάγουν σε οχυρό. Το φυλακείον και οι ένοικοί του ήταν για την επιτήρηση του ζωτικού δρόμου που διασχίζει την περιοχή, ενώ υπάρχουν γύρω τα κατάλληλα σημεία για την ύπαρξη οχυρών, στα οποία έγκαιρα εξαιτίας των μικρών αποστάσεων θα μπορούσαν να αποσυρθούν οι ένοικοι του. Πιο σημαντικό όμως για την ιστορία της περιοχής είναι η ύπαρξη ενδείξεων από άλλα κτίσματα που ανασκάφησαν στην περιοχή, ότι έχουμε μιά διατάραξη της ζωής τους στα πρώιμα κλασικά χρόνια. Οι ενδείξεις αυτές είναι η καλύτερη απόδειξη για την αξιοπιστία των πηγών, που παραδίδουν μια εξέγερση των Μεσσηνίων σύγχρονη των αρχών του -5ου αιώνα. Έτσι στον οικισμό της Λακαθέλας που ανέσκαψε η έφορος Θ. Καράγιωργα33 τα λιγοστά αρχαϊκά διαδέχονται ελάχιστα πρώιμα κλασικά. Ακόμη σπουδαιότερη ένδειξη αποτελεί η πρόσφατη ανασκαφή του επιμελητή Νίκου Καλιτσά στο χωριό Κοπανάκι, στην υστεροαρχαϊκή αγροικία που ανασκάφτηκε, το στρώμα καταστροφής χρονολογείται στις αρχές του -5ου αιώνα34.
Μια λοιπόν επισταμένη έρευνα αρχαιολογικών χώρων με το συγκεκριμένο ζητούμενο ίσως να έδινε ακλόνητα πειστήρια για τον Γ' Μεσσηνιακό πόλεμο. Επίσης η μελέτη της κεραμεικής θα μπορούσε να λύση πάμπολλα ιστορικά προβλήματα σχετικά με το χρόνο κατοχής της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη (κατά στάδια). Η ύπαρξη δηλαδή της ανάλογης κεραμεικής λακωνικών εργαστηρίων σαυτές τις περιοχές της Μεσσηνίας μπορεί να θεωρηθή ως ένδειξη τουλάχιστον οικονομικής εξαρτήσεως, αν όχι κατοχής του χώρου από τη Σπάρτη, ήδη πολύ πριν το -500.
Το Φυλάκειον στο Βασιλικό και η σημασία του για την ιστορική τοπογραφία της περιοχής
Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών
Σημειώσεις
1. N. Valmin, Ein messenisches Kastell und die arkadische Grenzfrage, Skrifter Utgivna av Svenska Institutet i Rom (Acta Instituti Romani Regni Sueciae) v, Opuscula Archaeoiogica, 2(1941) 59-76. Ba. akópun MME (The Minnesota Messenia Expedition, 1972) dip. 605. Carl Roebuck, A History of Messenia from 369 to 146 B.C., Chicago 1941, ειδικά σ.12 όπου μνεία. Του ίδιου, Messenian Economy and Population, CPh 40(1945) 151, σημ.21. REXXI 1368. Polichne dip.2 (of Ernst Kirnsten και RE Suppi. XV 136. Messenien του Erinst Mẽyer, ειδικά 192 και 258.
2. Βλ. Λεξικόν Επίτομον της Ελλ. Γλώσσης, υπό Σκαρλάτου Α. του Βυζαντίου, λ. Φυλακείον (τό), το μέρος όπου διαμένει (είναι τοποθετημένη) ή φυλακή, πύργος (οχύρωμα κτλ.) όπου φυλάττει η φρουρά. LS1, 1977, λ. Φυλακείον, το, post, Watchtower, fort,
3. Xάρτης ΓΥΣ, 1:50.000, φύλο Νέα Φιγαλεία, 1977.
4. Ο Ν. Valmin έκανε το κλασικό λάθος στον προσανατολισμό, με βάση το φυλάκιο δίνει 400μ. ανατολικά, αλλά βασίστηκε στον ήλιο του καλοκαιριού και όχι σε πυξίδα. Η απόσταση είναι 250μ. με κατεύθυνση ΒΑ. Δίπλα στο φυλάκιο είναι ο γνωστός θολωτός τάφος που ανέσκαψε ο Ν. Valmin στά 1927/8, βλ. ΜΜΕ άρ.220 και Gazetteer 1979 αρ. D220 (σ.173).
5. Bλ. D. Georgacas-W. Mc Donald, Place names of Southwest Peloponnesιιs, Athens 1967, άρ. 5719-20 και 1008- (αντίστοιχα άρ. 40 = Βασιλικό).
6. Valmin, σ.6.
7. BA. Georgacas- MC Donald, αρ.8569.
8. Bλ. MME 219, Gazetteer 1979. D 219 (σ.73) και W. Mc Donald - R. Hope Simpson, Further Exporations in SW, Peloponnese: 1964-1968, AA 73(1969) st8Kd. 142 p. 28E.
9. Bλ. RE IIIA 2339/42 A. Stenyklaros του F. Bölte και N. Παπαχατζής, Παυσανίου. Μεσσηνιακά, 1979, σ.46 σημ.6 (IV 3,7).
10. Va1min. 612.
11. Ευχαριστίες όφείλω στον έφορο Κ. Τσάκο γιά την άδεια μελέτης, στον Δημήτρη Στεφάνου, υπεύθυνο του Μουσείου και στους αρχαιοφύλακές του γιά την πολύτιμη βοήθεια τους. Στο Μουσείο βρέθηκε σχεδόν όλο το υλικό που αναφέρει ο Valmin εκτός από όρισμένα όστρακα. Στον φύλακα αρχαιοτήτων Αθανάσιο Ανδρούτσο πολλά χρωστώ.
12. Valmin, σ.67
13. Η ανακοίνωση δόθηκε στο τυπογραφείο όπως ακριβώς έγινε, με την προσθήκη μόνο τών απαραίτητων υποσημειώσεων. Η πλήρης παρουσίαση και διαπραγμάτευση τών graffiti ήταν ανέφικτη, αφού θα γινόταν σε βάρος της φιλοξενίας των Πρακτικών. Γιά το χαρακτηρισμό ορισμένων ως αναθηματικών βλ. Valmin σσ.70/1. Τα graffiti, από όσο ξέρω, έμειναν άγνωστα στην επιγραφική βιβλιογραφία αν εξαιρέσουμε τη μνεία τής L. Jeffery, The local scripts of archaic Greece, Oxford 1961, σ.203.
14. Vanilη σ. 67. Ονομα άγνωστο πάντως στην Αρκαδική Προσωπογραφία.
15. B. REVH 1519, Eutresis dip, 2. tolů A. Philiipps, ora. Akópium, J. Roy, Tribalism in SW Arcadia in the classical period, A. Ant. Hung. 20(1972) 43-51,.
16. Πρβλ. το συνοικισμό της Μαντίνειας λίγο πριν τα μέσα του 5ου ή αυτόν της Ηραίας επίσης τον -5o αιώνα (Στράβ, VΙΙΙ 3,2).
17. Valmin σ.74
18. Valmin σ.76.
19. Δημοσίευση μέσα στον πόλεμο (1941), αν και APh 16(1942-44) 336.
20. Roebuck, CPh. 40(1945) 151, cl. 21.
21. Kirsten, RE XXI 1368. 11, A. Polichne p.2.
22. Meyεr, RE Suppl. ΧΥ 192 και 258. Στην τελευταία διαζευκτικά δέχεται η μέρος των ενοίκων του φυλακείου ότι ήσαν Αρκάδες ή ότι η περιοχή ανήκε στην Αρκαδία (γεγονός δύσκολα παραδεκτό).
23. Στό συγκεκριμένο τοπωνύμια προτιμητέα ή απλούστερη γραφή Ελινίτσα αντί τής παραπειστικής Ελληνίτσα, αφού πολύ συχνά αυτό άκούγεται και Ελενίτσα, δικαιο?.oYèvrg Tc16vöv Tř Yvölf Toö M. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Leipzig 1970, σ. 153, ότι είναι σλαβικό.
24. Για το δόκιμο όρο βλ. Α. Μαρωνίτης, Λεξικό αρχαιοελληνικής οικιστικής ορολογίας.., Θεσ/νίκη 12/2/1970 σσ.12, 13 και στα αγγλικά Olossary of the Ecistic terms in ancient greek March, 1970 σ.13, 15.
25. Βλ. Γιάν. Πίκουλας, Ο μύθος του Ορέστη και η ταπογραφία της κλασικής Αρκαδίας, ΧΙΙ Διεθνές Συν, Κλασ. Αρχαιολογίας, Αθήνα 4-10 Σεπτ.1983. Περιλήψεις των ομιλιών, σ.187 (τά Πρακτικά του υπό εκτύπωση),
26. B.Fr.A. Cooper- J. W. Myers, Reconnaissance of a Greek Mountain City, JFA 8(1981) 123-134, όπου όλη η παλαιότερη βιβλιογραφία.
27. Roebuck, σημ.21.
28. Πρβλ. και τις επιφυλάξεις της L. Jeffery, σ.203, σημ.2, για τα γράμματα των graffiti.
29. Πλάτων, Νόμ. III 692d, 698e και Στράβων. VII 4,10.
30. Valmin σ.76.
31. Fr. Cooper, The tempie of Apollo at Bassai, 1978, si8ukü 217-220.
32. Meyer, RE Suppl.XV, ειδικά 255 κ.έ. Ακόμη επιλεκτικά μνημονεύει το άρθρο του P. Wallace, Kleonenes, Marathon, the helots and Arcadia, JHS 14 (1954) 32-35.
33. Θ. Καράγιωργα, AΔ27(1972) Β1, 258-262, πίν.195,7 και Ανασκαφή περιοχής αρχαίου Δωρίου AE 1972 Xpov.12-20.
34. Ευχαριστώ πολύ τον επιμελητή Νίκο Καλτσά για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την ανασκαφή. Στην αρχή το στρώμα καταστροφής χρονολογήθηκε στην πρώτη δεκαετία του -5ου αι. Μελετώντας το ανασκαφικό υλικό πρότεινε ένα χρονολογικό κατέβασμα της καταστροφής, μετά το -475. Βλ. σχετικά, Ν. Καλτσάς, Η αγροτική κατοικία στη βόρεια Μεσσηνία ως πρώιμο παράδειγμα τής μορφής της κλασικής οικίας.