.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Προϊστορική Ακρόπολη Μάλθης: Η Μεσοελλαδική Κεραμική



 Ο προϊστορικός οικισμός της Μάλθης βρίσκεται στην ενδοχώρα της βόρειας Μεσσηνίας, κοντά στο σημερινό χωριό Βασιλικό. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε ψηλό λόφο, σε γεωγραφικά στρατηγική θέση, η οποία ελέγχει το δρόμο που ακόμη και σήμερα διασχίζει τον μεσσηνιακό αυλώνα εξασφαλίζοντας την επικοινωνία μεταξύ βόρειας/ κεντρικής και νοτιοδυτικής Πελοποννήσου και τις εξόδους προς τη θάλασσα: δυτικά στο Ιόνιο και νότια στον Μεσσηνιακό κόλπο. Η περιοχή διαθέτει πηγές και ποτάμια και είναι κατάλληλη τόσο γιά καλλιέργειες όσο και για κτηνοτροφία. Έτσι, υπήρχαν εδώ πολλές ακόμη θέσεις προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, με σημαντικότερη την Περιστεριά.

Η Προϊστορική Ακρόπολη της Μάλθης

 Η Μάλθη ανασκάφηκε κατά το α' ήμισυ του 20ο αιώνα από τον Natan Valmin και το Πανεπιστήμιο της Λούνδης. Η ανασκαφή έγινε προσεκτικά, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, και δημοσιεύθηκε το 1938 1. O Valmin πραγματοποίησε και άλλες έρευνες στη Μεσσηνία, σε εποχή που ελάχιστα είχαν γραφεί γιά την «γοητευτική αυτή περιοχή»2.
 Η δημοσίευση αυτή ήταν η πρώτη τόσο λεπτομερής και ολoκληρωμένη μελέτη μιάς θέσης της ουσιαστικά άγνωστης μέχρι τότε Μέσης Εποχής του Χαλκού. Έτσι, οι προσεγγίσεις και οι ερμηνείες του Valmin έχουν έκτοτε «στοιχειώσει» τη βιβλιογραφία και την εικόνα που έχουν οι μελετητές για τη χαρακτηριστική μορφή της θέσης της Μέσης Εποχής του Χαλκού -οχυρωμένη, αγροτική/κτηνοτροφική, απομονωμένη στην ενδοχώρα-, παρόλο που οι μεταγενέστερες έρευνες έχουν δείξει ότι οι οχυρώσεις δεν συνηθίζονταν στη διάρκεια αυτής της περιόδου, καθώς και ότι η Μέση Εποχή του Χαλκού δεν ήταν τόσο «κλειστή», αφού πλέον έχει ανακαλυφθεί πλήθος παράλιων θέσεων σε διάφορες περιοχές, αλλά και στην ίδια τη Μεσσηνία3. Πρέπει, πάντως, να σημειώσουμε ότι ο οικισμός στην Ασπίδα του Άργους, ιδίως των Μεσοελλαδικών ΙΙΙ χρόνων, δίνει εικόνα παρόμοια με αυτήν της Μάλθης.
 O Valmin στη δημοσίευσή του, παρά την προσεκτική αναφορά σε στρώματα, μη διαθέτοντας, όμως, όπως όλοι οι πρωτοπόροι, συγκριτικό υλικό, χρονολόγησε τα παλαιότερα ευρήματα του οικισμού στη Νεολιθική εποχή, ενώ, τουλάχιστον όσα είχε απεικονίσει, ανήκαν στην Μέση και στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού4. Εντούτοις, το μικρό λίθινο νεολιθικό ειδώλιο επέτρεπε υποθέσεις για παλαιότατη χρήση του χώρου.

Ακρόπολη Μάλθης: Αριστερά: Στεατοπυγικό ειδώλιο νεολιθικού τύπου από πρασινωπό στεατίτη. Παριστάνει γυμνή γυναικεία καθιστή μορφή. Φέρει οπή ανάρτησης στοιχείο που μαρτυρεί την χρήση του ως περίαπτου (κρεμαστό κόσμημα). Νεολιθική περίοδος: -5η έως -4η χιλ. Δεξιά: Θήλαστρο, αγγείο καθημερινής χρήσης, από την εποχή της ακμής της ακρόπολης:Μέση Εποχή του Χαλκού, -2050/ -1680

 Ο μόνος τρόπος άρσης της αβεβαιότητας και των ερωτημάτων είναι η εκ νέου μελέτη και επαναδημοσίευση του υλικού -ιδίως της κεραμικής, πρακτική, η οποία έχει αποδειχθεί χρήσιμη τα τελευταία χρόνια.
 Σε ό,τι αφορά τη Μάλθη, αλλά και γενικότερα τη Μεσσηνία, η ανάγκη αυτή εντοπίστηκε ήδη από τη δεκαετία του 1980, όταν ξεκίνησα την μελέτη της Μεσοελλαδικής κεραμικής από την Ν-ΝΔ Μεσσηνία. Ως μέλος της ομάδας των «Ανασκαφών Πύλου» της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας υπό την διεύθυνση του καθ. Κ. Γ. Κορρέ είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω στις ανασκαφές των μεσσηνιακών τύμβων και άλλων θέσεων. Τα ερωτήματα σχετικά με την χρονολόγηση των τύμβων προέβαλαν την ανάγκη ενδελεχούς μελέτης της Μεσοελλαδικής κεραμικής που προέκυψε από αυτούς5. Παράλληλα, η τακτοποίηση και η καταγραφή του υλικού από παλαιές ανασκαφές του Σπ. Μαρινάτου στην περιοχή έθετε ανάλογο ζήτημα6. Η έρευνα διεξήχθη με πολλές δυσκολίες λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού και των συνθηκών στις αποθήκες των μουσείων, αλλά και επειδή δεν υπήρχε γνώση ή κάποια προηγούμενη μελέτη για την περιοχή. Προκειμένου να υπάρξει πιο ολοκληρωμένη εικόνα μελετήθηκε και η κεραμική από το Νησακούλι Μεθώνης και εκείνη από τα βαθύτερα στρώματα κάτω από το Ανάκτορο του Εγκλιανού7. Η ανάγκη άμεσης επαφής με το υλικό από την μόνη δημοσιευμένη θέση, τη Μάλθη, ήταν πρόδηλη. Είχε προγραμματιστεί για το 1987 8, όταν συνέβη ο μεγάλος σεισμός στην Καλαμάτα. Οι αρχαιότητες που φυλάσσονταν στο Μπενάκειο Μουσείο Καλαμάτας συσκευάσθηκαν επειγόντως με ηρωικές προσπάθειες της τότε επιμελήτριας της Ζ ́ ΕΠΚΑ κ. Γ. Χατζή υπό συνεχείς μετασεισμικές δονήσεις και «φυγαδεύθηκαν» στο Παλαιό Μουσείο Ολυμπίας, το οποίο τότε ήταν κλειστό και χρησίμευε ως αποθήκη και εργαστήριο. Μόνον η ευγενική συναίνεση του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων κ. Αγγ. Λιάγκουρα9, μου επέτρεψε να αναζητήσω το υλικό της Μάλθης αποσφραγίζοντας και ερευνώντας τα περίπου 360 μεγάλα κιβώτια από το Μουσείο Καλαμάτας10. Εντοπίσθηκαν περίπου 300 αγγεία και όστρακα, εργαλεία και άλλα ευρήματα από τη Μάλθη. Η μελέτη, η φωτογράφηση και η σχεδίαση των κεραμικών ευρημάτων πραγματοποιήθηκε στο παλαιό Μουσείο Ολυμπίας τον χειμώνα του 1988.
 Όταν, μετά παρέλευση αρκετών ετών, ολοκληρώθηκε η μελέτη της Μεσοελλαδικής κεραμικής από τη νότια Μεσσηνία11, το υλικό ήταν τεράστιο και ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανάγκες μιας διδακτορικής διατριβής. Έτσι, αποφασίστηκε να μη περιληφθεί σε αυτήν το υλικό της Μάλθης, όπως και της Περιστεριάς και γενικότερα. της βόρειας Μεσσηνίας, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστή μελέτη. Η μελέτη του υλικού της Μάλθης προωθήθηκε σταδιακά12, αλλά παραμένει αδημοσίευτη13.


 Αξιοσημείωτη και εντυπωσιακή από την αρχή ήταν η αντίφαση ανάμεσα στον σχετικά μικρό αριθμό των ευρημάτων του μουσείου και στον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό οστράκων που αναφέρει ο Valmiη στη δημοσίευσή του14. Η ανησυχία μου ότι, ενδεχομένως, λόγω των συνθηκών του 1988, δεν είχα εντοπίσει όλα τα ευρήματα, εξέλιπε πολλά χρόνια αργότερα (το 2008), όταν, με άδεια της Εφόρου κ. Ξ. Αραπογιάννη15, επισκέφθηκα τις προθήκες και τις νέες, τακτοποιημένες πλέον, αποθήκες του Μουσείου Καλαμάτας. Ήταν φανερό ότι μεγάλο μέρος των κεραμικών ευρημάτων του Valmin δεν είχε φθάσει, μάλλον ποτέ, στο Μουσείο Καλαμάτας. Ο ανασκαφέας, λόγω του όγκου των ευρημάτων (χαρακτηριστικά αναφέρει "mass of finds"), είχε αναγκαστεί να κατασκευάσει ένα μικρό μουσείο στο Βασιλικό (εγκαινιάστηκε στις 13/10/1935) και, όπως αναφέρει "we had a shelter for our potsherds and the village of Vasiliko the first archaeological museum of Messenia"16. Εκεί έγινε ο καθαρισμός, η καταγραφή και η μελέτη των ευρημάτων που αναφέρονται στη δημοσίευση.
 Η απορία για το τι απέγινε έκτοτε ο μεγάλος όγκος των οστράκων παραμένει, με υποθετικές απαντήσεις ότι χάθηκαν στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που ακολούθησε ή, το πιθανότερο, ότι ο ίδιος ο ανασκαφέας, μετά την μελέτη και τη δημοσίευση και κατά τη συνήθεια της εποχής, τα επέστρεψε στον λόφο. Πράγματι, ένας σωρός οστράκων διακρινόταν εκεί μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
 Η μελέτη της κεραμικής της Μάλθης εμφανίζει την εγγενή δυσκολία της ταύτισης του ευρήματος με το ακριβές σημείο προέλευσής του, δυσκολία που δεν μας είναι άγνωστη, καθώς την αντιμετωπίσαμε για πλήθος κεραμικών ευρημάτων από τις παλαιές ανασκαφές της υπόλοιπης Μεσσηνίας. Εντούτοις, η μελέτη των ίδιων των αγγείων και των οστράκων της Μάλθης και η σύγκριση με την κεραμική από την νότια Μεσσηνία επέτρεψε αρκετές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
 Το γυναικείο, νεολιθικού τύπου ειδώλιο της Μάλθης παραμένει μεμονωμένο εύρημα, καθώς, ανάμεσα στα «σωζόμενα» αντικείμενα, δεν εντοπίσθηκε νεολιθική κεραμική, που θα στήριζε την υπόθεση μιάς τόσο πρώιμης κατοίκησης στο λόφο17.
 Αντιθέτως, μικρός αριθμός χαρακτηριστικών Πρωτοελλαδικών ΙΙ οστράκων (κύμβες, φιαλίδια) υποδηλώνουν χρήση/ κατοίκηση του χώρου ήδη από αυτή την ακμαία περίοδο, πιθανώς συνδυαζόμενα με αναφορά του ανασκαφέα ότι υπήρχαν οικίες που «χάνονταν» κάτω και έξω από το τείχος (και οι οποίες μάλλον έχουν μείνει άσκαφες).
 Είναι γεγονός, πώς κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, παρά την σαφή προτίμηση γιά παράλιες θέσεις, πολλοί είναι οι μεσόγειοι οικισμοί. Στη Μεσσηνία -για να αναφερθούμε σε όχι πολύ γνωστά παραδείγματα- σε περίοπτη θέση με εξαιρετική θέα/ έλεγχο της γύρω περιοχής είναι οι Άγιοι Θεόδωροι Μεσοχωρίου Πυλίας18 και η επίσης σε λόφο ευρισκόμενη θέση γύρω από τον θολωτό τάφο 1 της Τραγάνας19. Πρέπει, ακόμη, να σημειώσουμε την ύπαρξη πρωτοελλαδικών οστράκων κάτω από μεσόγειους τύμβους της Μέσης Εποχής του Χαλκού, όπως στα Παπούλια και στου Ρούτση-Καλογεροπούλου, πού, αν και λιγότερο έκδηλα, παραπέμπουν στο παράδειγμα της Βοϊδοκοιλιάς με τον εκτεταμένο Πρωτοελλαδικό οικισμό κάτω από τον τύμβο.


 Στη Μάλθη η παρουσία της εγχάρακτης- «αδριατικής» κεραμικής τοποθετεί την έναρξη του Μεσοελλαδικού οικισμού σε πρώιμες φάσεις της περιόδου. Τα περισσότερα εγχάρακτα όστρακα, αν τα γράμματα και οι αριθμοί που μερικά φέρουν αντιστοιχούν στις περιοχές Α-Β-C-D, όπως αυτές εμφανίζονται στην κάτοψη του οικισμού20, φαίνεται να προέρχονται από το κεντρικό και το βόρειο τμήμα του (Α και D), χωρίς όμως να απουσιάζουν και από τα άλλα. Πιθανότατα, λοιπόν, ο οικισμός ήταν εκτεταμένος από την αρχή, χωρίς, πάντως, να γνωρίζουμε την πολεοδομική του μορφή εκείνη την περίοδο. Αγγεία μινύεια και αμαυρόχρωμα μαρτυρούν τη συνέχεια της κατοίκησης κατά τους ώριμους Μεσοελλαδικούς χρόνους. Πολλά αγγεία ανήκουν στα τέλη της Μεσοελλαδικής και στις αρχές της Υστεροελλαδικής περιόδου και επίσης προέρχονται κυρίως από την κεντρική και τη βόρεια περιοχή του οικισμού, αλλά και από τους «εντός των τειχών» τάφους.
 Στο Μουσείο Καλαμάτας και στις αποθήκες του «σώζονται» συνολικά περί τα 60 συγκολλημένα αγγεία και περί τα 220 όστρακα. Από αυτά, ένα συγκολλημένο αγγείο και περί τα 120 όστρακα είναι εγχάρακτα- «αδριατικά» αποτελώντας το μεγαλύτερο μέρος του υλικού. Είναι κατασκευασμένα από ημίχονδρο πηλό, με μικρά λίθινα εγκλείσματα και επιφάνειες συνήθως απλές και ενίοτε έντριπτες. Η όπτηση είναι άνιση. Τα περισσότερα αγγεία είναι ανοικτού τύπου, με έξω νεύοντα χείλη, παχιές, ταινιωτές λαβές και παχιές, επίπεδες ή ελάχιστα διακεκριμένες βάσεις. Οι εγχαράξεις έχουν γίνει με διαφορετικά εργαλεία, με οξύ («βελόνα»), αμβλύ ή πολλαπλό άκρο («χτένι»). Το συνηθέστερο μοτίβο είναι η ιχθυάκανθα, εμφανίζονται όμως και διαγραμμισμένα τρίγωνα και κατακόρυφες ή λοξές γραμμές, άλλοτε σχηματισμένες καλά και άλλοτε πρόχειρα και αμελώς. Σε λίγες περιπτώσεις εμφανίζονται κυματοειδείς γραμμές. Είναι φανερό πως πρόκειται για εγχώρια κεραμική καθημερινής χρήσης.
 Εγχάρακτα αγγεία έχουν προκύψει από αρκετές θέσεις της νότιας Μεσσηνίας. Από τον τύμβο της Βοϊδοκοιλιάς προέρχεται ένα μικρό, καλοσχηματισμένο κλειστό αγγείο (πίθoυ 11)21 αλλά και ένα βαρύ, ανοικτό ηθμωτό αγγείο με πόδι, με τις απαρχές του σχήματος στην ΠE III παράδοση και με συνέχεια μέχρι τους πρώιμους Μυκηναϊκούς χρόνους (π.χ. στα Βορούλια, αλλά χωρίς εγχάρακτη διακόσμηση πλέον). Εγχάρακτα αγγεία έχουν προκύψει από τον τύμβο στα Καστρούλια22. Από τον Εγκλιανό23 προέρχονται αρκετά όστρακα και ένα μόνωτο ωοειδές αγγείο, έντριπτο, μελανό και πιό βαριάς κατασκευής από αυτό της Μάλθης. Λίγα όστρακα έχουν προέλθει από την Τραγάνα και ελάχιστα από το Νησακούλι Μεθώνης24 και τους Αγίους Θεοδώρους Μεσοχωρίου. Περιορισμένος αριθμός εγχάρακτων οστράκων έχει προέλθει και από τα Νιχώρια25. Εγχάρακτη κεραμική έχει βρεθεί και στην γειτονική της Μάλθης Περιστεριά, τόσο από την περιοχή της Νότιας Θόλου26, όσο και από τους Βόρειους τομείς του λόφου27.
 Ας σημειώσουμε ότι στη Μάλθη δεν έχουν βρεθεί φλασκιά με εγχάρακτη και εμπίεστη διακόσμηση, όπως στη Βοϊδοκοιλιά28, ούτε άλλα αγγεία, που να δηλώνουν πρώιμες επαφές με τον Βορρά ή τη Δύση -αγγεία, που, πιθανώς, επιλέγονταν για ταφική κυρίως χρήση.
 Επίσης, παρά την αναφορά του Valmiη στην εύρεση μεγάλων πίθων29, τέτοια αγγεία ή όστρακα δεν εντοπίσθηκαν μεταξύ του υλικού -ούτε εκείνος ο πίθος, γιά τον οποίο αναφέρεται ότι βρέθηκε σχεδόν πλήρης, ούτε ο συγκολλημένος, άωτος, ωοειδής πίθος από το δωμάτιο Β18, που απεικονίζεται στη δημοσίευση30 και αναφέρεται να έχει ύψος 1.18μ., διάμετρο κοιλίας 0.78μ. και γκριζοπράσινο πηλό παρόμοιο με αγγείων από τα, κατά Valmin, «πρωτοελλαδικά» στρώματα, που μπορούμε να τα νοήσουμε ως τα πρωιμότερα μεσοελλαδικά. Ο πίθος αυτός μοιάζει με τους ταφικούς πίθους της νότιας Μεσσηνίας (Βοϊδοκοιλιάς, Παπουλίων, Καμινίων, Καλογεροπούλου), αν και εκείνοι έχουν συνήθως μεγαλύτερο ύψος (μέχρι 1.90μ.), εκτός από ένα μικρότερο από τον τύμβο Καλογεροπούλου. Στη Μάλθη εμφανίζεται η μόνη περίπτωση εύρεσης ολόκληρου μεγάλου πίθου σε οικιστικό χώρο, γιατί, αν και σε άλλες θέσεις, όπως στο Καταρραχάκι31, έχει βρεθεί πλήθος οστράκων από πιθοειδή αγγεία, είναι εξαιρετικά αποσπασματικά και δεν μπορούν να ανασυντεθούν σε ολόκληρο σκεύος ή σκεύη, ενώ και η χρονολόγησή τους είναι μάλλον ύστερη. Η παρουσία αυτού του αγγείου στον οικισμό της Μάλθης είναι, ίσως, ενδεικτική για την πρώτη χρήση των ταφικών πίθων και ίσως απαντά στο ερώτημα (που έχει προκύψει από τα ευρήματα των τύμβων) για την αμεσότητα εξεύρεσης τόσο μεγάλων, δυσκίνητων και μάλλον «πολύτιμων» αγγείων στις περιπτώσεις αιφνίδιου θανάτου κάποιου μέλους της κοινότητας.


 Στην κατηγορία των αγγείων καθημερινής χρήσης από τη Μάλθη ανήκουν λίγα όστρακα και αγγεία από μέτριο πηλό, μερικές φορές με στιλπνά, μελανά και έντριπτα τοιχώματα και με παράλληλα στο Νησακούλι, στο Καταρραχάκι (στα «μέγαρα» και στον αποθέτη), στον Εγκλιανό και στην Τραγάνα32.
 Ορισμένα αγγεία της Μάλθης είναι παρόμοια με τη μεγάλη ομάδα των χονδροειδών κυπέλλων από τα Βορούλια στη νότια Μεσσηνία33, όπου συνυπάρχουν σε κλειστό σύνολο με κύπελλα τύπου Κεφτί, χρονολογούμενα, έτσι, στα πρώιμα Μυκηναϊκά χρόνια. Εντούτοις, τέτοιου τύπου αγγεία έχουν διαχρονική χρήση, έχοντας κάνει την εμφάνισή τους ήδη από τις αρχές των Μεσοελλαδικών χρόνων, όπως για παράδειγμα, στα Νιχώρια34.
Τα όστρακα με τις ωτοειδείς αποφύσεις που απεικονίζονται στη δημοσίευση του Valmin35 δεν εντοπίστηκαν.
 Μεταξύ του υλικού της Μάλθης σώζονται όστρακα γκρι μινύειων αγγείων, μερικά από κανθάρους με υπερυψωμένες ταινιωτές λαβές και άλλα με χαμηλότερες, καθώς και μελανά/ αργεία μινύεια, από καθαρό, αμμώδη πηλό, καστανοκόκκινο πυρήνα και στιλβωμένες σκούρες επιφάνειες. Δύο αγγεία έχουν εγχάρακτη διακόσμηση με festoons. Μακροσκοπικά ο πηλός τους φαίνεται ίδιος με αυτόν από αγγεία της νότιας Μεσσηνίας (Νησακούλι, Εγκλιανός), το ίδιο και η όπτηση και οι επιφάνειες, σε βαθμό που θα επέτρεπαν ακόμη και την υπόθεση για ύπαρξη κοινού εργαστηρίου ή τουλάχιστον, για κοινή τεχνογνωσία σε ό,τι αφορά την επιλογή του πηλού, την επεξεργασία και την όπτηση. Οι μελανοί κάνθαροι της Βοϊδοκοιλιάς36, εκτός από το πρώιμο σχήμα τους, είναι μάλλον κατασκευασμένοι από πηλό λίγο λεπτότερο και οπτημένο σε χαμηλότερη θερμοκρασία (έχουν πιο «μαλακή», πιο «Πρωτοελλαδική» υφή). Εντούτοις, έχουν κόκκινο πυρήνα και σκούρες, στιλβωτές επιφάνειες συνεχίζοντας ουσιαστικά την τεχνοτροπία των Πρωτοελλαδικών στιλβωτών αγγείων37 και «παραδίδοντάς» την στους επόμενους χρόνους, για να αξιοποιηθεί ιδιαίτερα στα μελανά μινύεια.
 Ολόκληρα αμαυρόχρωμα αγγεία δεν σώζονται, όμως τα περίπου 60 όστρακα, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν στους ώριμους Μεσοελλαδικούς χρόνους, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς την ποιότητα του πηλού και των επιφανειών: όστρακα από σχετικώς μικρά και λεπτά αγγεία, ανοιχτά, συχνά με υπερυψωμένες λαβές (κανθαροειδή) και άλλα από μεγάλα κλειστά αγγεία με λαιμό και από πηλό με αρκετά εγκλείσματα. Οι επιφάνειες έχουν συνήθως ανοιχτόχρωμο επίχρισμα, άλλοτε αλαμπές, μπεζ ή γκρι, περασμένο με «βούρτσα», τα ίχνη της οποίας διακρίνονται στις επιφάνειες, και άλλοτε στιλπνό και στιλβωμένο, μπεζ και, σε μερικές περιπτώσεις, ρόδινο ή σχεδόν λευκωπό, σε παχιά επίστρωση («αλείφωμα»).
 Η διακόσμηση έχει γίνει με αμαυρή βαφή μελανή ή γκριζωπή. Τα μοτίβα είναι τα συνήθη παράλληλες οριζόντιες ταινίες, απλές ή με ενδιάμεσες λοξές γραμμές προς διαφορετικές κατευθύνσεις να δημιουργούν ζιγκ ζαγκ, καθώς και απλά ζιγκ ζαγκ, λεπτές γραμμές, οι οποίες, διασταυρούμενες, δημιουργούν δικτυωτό σειρές ημικυκλίων «κρεμάμενων» από οριζόντιες ταινίες ή «εκφυόμενων» από αυτές προς τα επάνω, κυματοειδείς γραμμές, ενίοτε συμπλεκόμενες ανά δύο («αλυσιδωτό»), ευρέα τόξα, κατακόρυφες γραμμές ή πλατιές ταινίες που συνδέουν οριζόντιες ταινίες, αλλά και ταινίες διασταυρούμενες χιαστί,
 Επίθετο, θαμπό λευκό χρώμα σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργεί επιπλέον διακοσμητικό αποτέλεσμα πάνω στη μελανή βαφή είτε με απλές γραμμές ή ταινίες είτε με κάποιο άλλο μοτίβο (κρεμάμενα ημικύκλια, τρίγωνα, λοξές ή κατακόρυφες ταινίες, κυματοειδείς γραμμές). Σε μία περίπτωση μελανή κυματοειδής γραμμή έχει τεθεί πάνω σε πιό ανοιχτόχρωμη, πάντως σκούρα γκρί ταινία.
 Αμαυρόχρωμα αγγεία παρόμοια με της Μάλθης υπάρχουν από τον τύμβο Παπουλίων (δύο μικροί ταφικοί αμαυρόχρωμοι πίθοι)38, την Περιστεριά (Ανατολική Οικία), το Νησακούλι και τον Εγκλιανό.
 Μερικά όστρακα από ανοικτά, ακόσμητα αγγεία (bowls και αρύταινες) καθαρού λεπτού πηλού, γκρί ρόδινου ή πορτοκαλί, είναι πρώιμα Μυκηναϊκά και έχουν πολύ κοντινά παράλληλα από το Καταρραχάκι, το Νησακούλι και άλλες θέσεις. Δύο θήλαστρα και ένα λεβητοκυάθιο έχουν κοντινά παράλληλα με αγγεία από τους πρωιμότερους θαλαμωτούς τάφους των Βολιμιδίων Χώρας και από τους πρώιμους θολωτούς τάφους του τύμβου Καμινίων39.
 Τέσσερεις χαμηλόποδες κύλικες, ένα μόνωτο κύπελλο, ένα καλαθοειδές αγγείο και ένα ιδιότυπο διπλό αγγείο40 προέρχονται από τάφους «εντός των τειχών», πράγμα που υποδηλώνει διατήρηση της μεσοελλαδικής παράδοσης για χρήση «εν ενεργεία» ή εγκαταλελειμμένων οικιστικών χώρων για ταφές, παρατήρηση ενδιαφέρουσα για την Μεσσηνία, καθώς εδώ δεν έχουν ανασκαφεί πολλά οικιστικά σύνολα. Εκτός από το συγκεκριμένο διπλό αγγείο41, που φαίνεται μοναδικό στη Μεσσηνία, τα άλλα έχουν κοντινά παράλληλα μεταξύ του υλικού των Βορουλίων (κύλικες, καλαθοειδές), του Καταρραχακίου, καθώς και θολωτών τάφων.
 Μεταξύ των οστράκων της Μάλθης σώζεται μικρό τμήμα από το στέλεχος και τη λαδή ενός διπλού αγγείου (με ανοικτά κύπελλα), που έχει πολλά παράλληλα από τη νότια Μεσσηνία, όπως από τον τάφο Κεφαλοβρύσου 1 Βολιμιδίων, όπου έχουν βρεθεί έξι τέτοια σκεύη42, από τους τύμβους Βοϊδοκοιλιάς και Καλογεροπούλου, καθώς και από τις οικιστικές θέσεις στο Καταρραχάκι και το Νησακούλι.

Κάνθαρος και Αμφορέας από την πρώιμη κατοίκηση της ακρόπολης. Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, -3100/ -2200
 Γενικά, παρόλο που η κεραμική τέχνη της Μέσης Εποχής του Χαλκού δεν παρουσιάζει τις εκλεπτύνσεις της προηγούμενης περιόδου, εντούτοις, δεν στερείται ποικιλίας σε σχήματα και μοτίβα, ενώ διατηρεί και εξελίσσει τις τεχνικές κατασκευής, που, καθώς είναι κοινές σε πολλές περιοχές, μας επιτρέπουν να σκεφθούμε όχι μόνο την ανάπτυξη των επαφών, όσο και την πιθανότητα μιάς πιο «μαζικής» παραγωγής και διάθεσης των κεραμικών προϊόντων.
 Πράγματι, αυτό το οποίο είναι περισσότερο από φανερό είναι η ομοιότητα των κεραμικών ομάδων της Μάλθης με αυτές της υπόλοιπης Μεσσηνίας, που μαρτυρούν ανεπτυγμένο δίκτυο επικοινωνιών και ανταλλαγών σε ιδέες, συρμούς, υλικά και τεχνολογία σε όλη τη διάρκεια της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Τα πρώιμα εγχάρακτα κεραμικά συνδέουν τη Μάλθη με την «μακρινή» Βοϊδοκοιλιά και άλλες θέσεις μαρτυρώντας μιά θαλερή επικοινωνία και ανάπτυξη, που δεν συμβαδίζει με την εικόνα που υπάρχει -ιδίως για τις αρχές της περιόδου- για «κλειστές», απομονωμένες κοινότητες. Οι ομοιότητες που αδιάπτωτα συνεχίζονται και στις επόμενες φάσεις μαρτυρούν μία ήπια, πάντως ανοδική πορεία ανάπτυξης και μία συνέχεια και σταδιακή μετάβαση προς την μυκηναϊκή εποχή.
 Αν και η θάλασσα έπαιζε μεγάλο ρόλο διευκολύνοντας τις επικοινωνίες τόσο μεταξύ των κοινοτήτων όσο και με άλλες περιοχές, όπως υποδηλώνουν οι πυκνοί παράλιοι οικισμοί, οπωσδήποτε σημαντικοί για την επικοινωνία των μεσόγειων οικισμών ήταν οι χερσαίοι δρόμοι. Πάντως, το παράδειγμα της γεωγραφικής θέσης της Μάλθης σε σταυροδρόμι επικοινωνιών καταδεικνύει το ενδιαφέρον και την ανάγκη των αγροτικών κοινοτήτων για επαφές, αλλά και την οικονομική δυνατότητά τους για ανταλλαγές. Η κατάληξη στη θάλασσα, τόσο δυτικά όσο και νότια, των χερσαίων δρόμων που περνούν από τη Μάλθη, αλλά και η παρουσία αρκετών ακόμη Μεσοελλαδικών οικισμών σε όλη αυτή την περιοχή, καταδεικνύει την ύπαρξη ενός οργανωμένου και δραστήριου δικτύου επικοινωνιών επαφών και ανταλλαγών ανάμεσα στην παραλία και τη μεσογαία.

Αφροδίτη Χασιακού
Λέκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Μεσοελλαδική Κεραμική από τη Μεσσηνία - Η Μάλθη
Πρακτικά Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 2010.

1. N. Valmin, The Swedish Messenia Expedition, Lund 1938 (στο εξής: SME). Προκαταρτικές αναφορές: N. Valmin, Bulletin de la Société Royale des Lettres de Lund, 1925/26, 1926-1927, 1927-1928, 1933/34, 1934/35. 1936/37. B. zu N, Valmin, Das adriatische Gebiet (in Vorund Frühbronzezeit). Lunds Universitets Ärsskrift, N.F. Avai. I, Bd.35. Nr.1.1939,
2. N. Valmin, SME, 4 και Études Topographiques sur la Messénie Ancienne, Lund 1930.
3. W. McDonald - G. Rapp, The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minnesota 1972. The Pylos Regional Archaeologica Project (:PRAP). Βλ. ενδεικτικά J. L. Davis, ed. Sandy Pylos An Archaeological History from Nestor to Navarino, Austin, Univ. of Texas, 1998 και σε ελληνική μετάφραση Πύλος ή Αμμουδερή. Αθήνα 2005. Καί: Α Φρ. Χασιακού και Γ. Κορρέ «Νέες προϊστορικές θέσεις στη Μεσσηνία. Οι παράλιες θέσεις», στό. Ι. Προμπονά και Π. Βαλαβάνη επιμ. ΕΥΕΡΓΕΣΙH. Τόμας Χαριστήριος στόν Παναγιώτη Ι. Κοντό, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2006, 689- 758.
4, P. Darcque , La architecture doméstique mycénienne, Paris 1980. 22,32,46,67,74,85 και 104-5,
5. Ευχαριστώ από καρδιάς τον δάσκαλό μου καθ. Τ. Κορρέ που μου εμπιστεύθηκε αυτό το υλικό για την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής μου.
6. Εκτός από τους τύμβους Βοϊδοκοιλιάς, Παπουλίων, Καλογεροπούλου, Καμινίων, Κισσού, Μεσοελλαδική και πρώιμη Μυκηναϊκή κεραμική υπήρχε από την οικιστική θέση Καταρραχάκι, από τα Βορούλια Τραγάνας, τον λακκοειδή τάφο Κεφαλοβρύσου, Βολιμιδίων, καθώς και από τις θέσεις τών θολωτών τάφων Τραγάνας, Ρούτση, Κουκουνάρας- Γουβαλάρη και Καμινίων,
7. Με άδειες αντίστοιχα του ανασκαφέα Αγγ. Χωρέμη και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, τους οποίους και ευχαριστώ.
8. Με άδεια του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και του τότε διευθυντή αείμνηστου R. Hagg στον οποίο και οφείλω χάριτας.
9. Τον οποίο και ευχαριστώ,
10. Ως «αντίδωρον» τοποθέτησα ενδείξεις προέλευσης σε όλα τα υπόλοιπα κιβώτια.
11. Αφρ, Χασιακού. Μεσοελλαδική κεραμική από τη Μεσσηνία, διδ.δ., Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αθήνα 2003.
12. Με το Πρόγραμμα «Πυθαγόρας Ι: Ενίσχυση Ερευνητικών Ομάδων στα Πανεπιστήμια» (2008).
13. Αφρ. Χασιακού - «Μάλθη», άρθρο στό: Ανδρ. Βλαχόπουλος, επιμ., Αρχαιολογία ΙΙΙ, Πελοπόννησος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2012.
14. Για παράδειγμα, στο SME 1938, 4 αναφέρει: "The preparation, memding and examination of the finds had become, through the endlessly growing number of baskets and boxes, a difficult problein".
15. Την οποία και ευχαριστώ.
16. SME, 4.
17. Δεν γνωρίζουμε βεβαίως το σύνολο τών ευρημάτων και πάντως, υπάρχει το παράδειγμα της Βοϊδοκοιλιάς, όπου μέσα στις κοιλότητες τών βράχων, πάνω στους οποίους θεμελιώθηκε ο Πρωτοελλαδικός οικισμός και, αργότερα, ο Μεσοελλαδικός τύμβος και ό θολωτός τάφος, υπήρχαν Νεολιθικά όστρακα μαρτυρώντας την παλαιότατη χρήση του χώρου, βλ. Γ. Κορρέ , «Ερευναι και ανασκαφαι ανά την Πυλίαν», ΠAE 1978. 336 -338, εικ.3.
18. Αφρ. Χασιακού- Γ. Κορρέ, ένθ' ανωτ. (σημ.3), 718-720.
19. Από κοσκινίσματα χωμάτων στην περιοχή γύρω από τον θολωτό τάφo 1 προέκυψαν Πρωτοελλαδικά και Μεσοελλαδικά όστρακα, που υποδηλώνουν κατοίκηση της θέσης κατ' εκείνες τις περιόδους. Εντούτοις, άρχιτεκτονικά λείψανα δεν έχουν προκύψει. Γ. Κορρέ , «Ανασκαφαι ανά την Πυλίαν», ΠΑΕ 1980, 122 και ΠAE 1981, 239-240.
20. SME. Pians II, III.
21. Γ. Κορρέ «Έρευναι και ανασκαφαι ανά την Πυλίαν», ΠΑΕ 1978. πίν. 212.
22. J. Rambach, «Investigations of two MH Buria Mounds at Messenian Kastroulia (Near Ellinika, Ancient. Thouria)» in: F. Felton, W. Gauss and R. SInetana. cds. Middle Helladic Pottery and Synchronisms. Proceedings of the International WorkShop Held at Salzburg. October 31st – November 2", 2004. Österreichische Akademie der Wissenschaften Denkschriften der Gesamtakademie 42. Ägina - Kolonna Forschungen und Ergebnisse 1. Wien: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, 2007, 137-150 και του ιδίου: «Die Ausgrabung von Zwei mittelhelladisch I-Zeitlichen Grabtumuli in der Flur Kastroulia bei Ellinika (Alt-Thouria) Messenien», in: El Borgna and S. Miller Celka. eds. Ancestral Landscapes. Buriai Mounds in the Copper and Bronze Ages (Central and Eastern Europe- Balkans- Adriatic- Aegean, 4th-2nd Inillennium B.C), Travaux de la Maison de l' Orient et de la Méditerranée 58, Lyon 2011, 463-474.
23. C.W. Blegen. M. Rawysoml. Lord W. Taylour, and W. P. Do I:o-vam , The Palaice of Nestor III. Acropolis and Lower Town, Tholioi and Grave Circle, Chamber Toinbs, Discoveries outside the Citadel, University of Cincinnati Press, Princeton 1973.
24. Άγγ. Χωρέμη «Μ.Ε. βωμός εις Νησακούλι Μεθώνης», AAA II, 1969, 10-14 και AA25(1969). Xρον. B, 145.
25. R. Howell &Middle Heliadic Settlement: Potteryx, in: W. Mc Donald and N. Wiikie eds, Excavations at Nichoria in Southwest Greece, Vol. Il. The Bronze Age Occupation. The University of Minnesota Press, Minneapolis, Minnesota 1992, 45,48,49-50,55,64.85, 87.89, 97-98, 113-4, 803 (Plate 3-16).
26. Γ. Κορρέ  «Aνασκαφαί εν Περιστεριά Πύλου», ΠAE 1976. 507-513 και ΠΑΕ 1977. 3:19-324 (άνασκαφική αναφορά, δεν αναφέρεται κεραμική). 
27. Γ. Κορρέ «Aνασκαφαί εν Περιστεριά», ΠAE 1977. 341-351, 
28. Γ. Κορρέ και «Ανασκαφή Βοϊδοκοιλιάς», ΠΑΕ1979.147, πίν,112, 
29. SME. 285; "Large pithoi or pithos- rests were found in a great number of rooms,
30. SME, 285. Fig. 63. όπου αναφέρεται ότι είναι "one of the many in which the inhabitants Stored ...
31. Σπ. Μαρινάτου «Ανασκαφή Πύλου», ΠΑΕ 1958, 188-9 και ΠΑΕ 1959, 174,
32. Για εικόνες και περιγραφές, όλ. Αφρ. Χασιακού. ένθ’ ανωτ. (σημ.9).
33. Σπ. Μαρινάτου «Ανασκαφαι εν Πύλω» ΠΑΕ 1956, 202-3, πίν,96.
34. R. Howell, ενθ, ανωτ.. (σημ. 20). 98-100 και 804-806 (Plate 3-17 3-18, 319).
35. Σελ. 249.
36. Γ. Κορρέ «Ερευναι και ανασκαφα ανά την Πυλίαν», ΠΑΕ1978, πίν.212 και «Ανασκαφή Βοϊδοκοιλιάς Πυλίας». ΠΑΕ1979, 146, πίν.112.
37. Όπως τα γνωρίζουμε από τον ίδιο τον Πρωτοελλαδικό ΙΙ οικισμό της Βοϊδοκοιλιάς.
38. Γ. Κορρέ, «Ανασκαφαί ανά την Πυλίαν», ΠΑΕ 1980. 144 (Εικ.3), 146-147,  ΠAE 1980, 25 -129
39.  Γ. Κορρέ, "Ανασκαφή Πύλου", ΠAE 1975, 484-512, ΠAE 1980, 12125.
40. N. Valmin, SME 227. Fig.50.
41. Αποτελείται από μία μικρή πρόχου, το σώμα της οποίας συνδέεται μέσω κυλινδρικού στελέχους με ωοειδές αγγείο παντελώς κλειστό. Τα δύο μέρη «γεφυρώνονται» με τοξωτή ταινιωτή λαβή.
42. Σπ. Μαρινάτου «Ανασκαφαί εν Πύλω». ΠΑΕ 1964, 86-89.