Είναι γνωστό από το Χρονικόν του Μορέως1 και συγκεκριμένα τον Παρισινό κώδικα ότι ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος γεννήθηκε στο Κάστρο της Καλαμάτας. Το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που γεννήθηκε σε ελληνικό έδαφος και ανατράφηκε σε ελληνικό περιβάλλον αναμφισβήτητα τον επηρέασε. Μιλούσε την ελληνική γλώσσα με την ίδια ευχέρεια που μιλούσε την γαλλική2. Οι στίχοι του Χρονικού που περιγράφουν την συνάντησή του με τον αδελφό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου, μετά την ήττα των Φράγκων στην Πελαγονία και την αιχμαλωσία του, χαρακτηριστικά αναφέρουν3 «ο πρίγκιπας, ως φρόνιμος, ρωμαίϊκα του απεκρίθη...». Κατά τον Buchon, που πρώτος εξέδωσε το 1846 το γαλλικό και το ελληνικό κείμενο του Χρονικού, η σχέση μεταξύ Φράγκων και Ελλήνων υπήρξε αμφίδρομη4. «Οι φεουδάρχες οι οποίοι είχαν γεννηθεί όπως ο Γουλιέλμος στην Ελλάδα, ενώ διατηρούσαν τα ήθη, τα έθιμα και την γλώσσα της πατρίδας τους, άρχισαν να ταυτίζονται με το κατακτημένο έθνος που με την σειρά του υιοθέτησε τις συνήθειες, ακόμη και την γλώσσα των κατακτητών». Διαδεδομένη είναι η εντύπωση που σχηματίζουν οι περιηγητές, ειδικά οι γάλλοι, του 19ου αιώνα κατά την επίσκεψή τους στην Καλαμάτα ότι «η πόλη είναι φράγκικη με ελληνικό όνομα» όπως γράφει το 1847 ο Antoine de Latour5. Για τον Buchon6, ο οποίος ταξίδεψε το 1840 και 1841, η Καλαμάτα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αφού αναφέρει πόσο αγαπούσε την γενέθλια πόλη του ο Γουλιέλμος και ότι ζούσε συχνά σε αυτή περιγράφει τα, κατά τη γνώμη του, σημάδια από την παρουσία των σταυροφόρων και υπερβάλλοντας από τον ενθουσιασμό του θεωρεί ότι «η Καλαμάτα είναι ακόμη όπως την εποχή των Βιλλεαρδουΐνων, η κυριότερη πόλη του Μοριά, αυτή που θυμίζει περισσότερο τις ευρωπαϊκές συνήθειες». Παρατηρεί την ομοιότητα που έχουν οι πόρτες των περισσοτέρων σπιτιών με αυτές των μεσαιωνικών γαλλικών πόλεων, ιδιαίτερα όταν υπάρχει στο αέτωμα σκαλισμένο κρινάνθεμο. Επισημαίνει7 την πληθώρα στοιχείων ενός άλλου πολιτισμού στις προσόψεις αρκετών εκκλησιών όπως η Αγία Άννα (ερειπωμένη από τότε), ο Άγιος Αθανάσιος του Τζάνε8 (κατεδαφίστηκε το 1911), οι Άγιοι Απόστολοι και η Μητρόπολη.
Ο αρχιτέκτονας Abel Blouet9 της Γαλλικής Αποστολής του Μορέως μιλάει, για μια μικρή, αλλά καλοχτισμένη πόλη και αναγνωρίζει σε τρείς ή τέσσερις μικρές εκκλησίες αρχιτεκτονική ανάλογη αυτής της Ιταλικής Αναγέννησης. Πρόκειται για την ομάδα των βυζαντινών ή μεταβυζαντινών ναών, οι οποίοι ανακαινίστηκαν την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας. Ο φυσιοδίφης, επικεφαλής του τμήματος Φυσικών Επιστημών της Γαλλικής Αποστολής, Bory de Saint-Vincent κάνει λόγο για δύο σπουδαίες εκκλησίες που προσέλκυσαν την προσοχή του10. Η μία ταυτίζεται με τους Αγίους Αποστόλους, η δεύτερη «είναι κτισμένη σε έναν από τους δρόμους της άνω πόλεως, η μία πλευρά της οποίας θα μπορούσε να αναχθεί στην βασιλεία του Βιλλεαρδουίνου του Καλαμάτη...». Ο γερμανός ταξιδιώτης Αρμάντ φον Σβάιγκερ Λέρχενφελντ11 στο βιβλίο του «Η Ελλάδα με τον λόγο και την εικόνα», αφού εκθειάζει την οργιώδη βλάστηση « Η Καλαμάτα βρίσκεται σε έναν χαρούμενο παράδεισο, γεμάτο με φυτά... », περιγράφει τις εντυπώσεις του από τον περίπατο στην παλιά πόλη «σταθήκαμε μπροστά σε μικρές αξιοθέατες παλαιές οικοδομές που είχαν βενετικούς και φράγκικους θυρεούς. Περάσαμε και μπροστά από εισόδους, στο αέτωμα των οποίων είδαμε λαξευμένους στην πέτρα τους γαλλικούς κρίνους. Σε μερικά μέρη νομίζαμε ότι είχαμε μεταφερθεί εξ' ολοκλήρου σε μία τυπική πόλη του μεσαίωνα. Εδώ βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, με το βενετσιάνικο καμπαναριό της και πιο πέρα η παλαιά Μητρόπολη».
Μολονότι η Ανδραβίδα υπήρξε η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου της Αχαΐας και η Γλαρέντσα το εμπορικό του κέντρο, αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και ιστορικοί του 20ου αιώνα όπως ο Lognon12 τονίζουν το πόσο απολάμβανε ο Γουλιέλμος την διαμονή του στην πόλη όπου γεννήθηκε και υπήρξε το πρώτο του τιμάριο. Αυτή η προτίμηση εύκολα ερμηνεύεται από περιηγητές όπως ο Joseph Michaud13, ο οποίος ανατρέχει στους στίχους του Χρονικού για να παρουσιάσει «αυτό τον τόπο ως το ωραιότερο φέουδο που εγκατέστησαν οι Φράγκοι στην Πελοπόννησο». Ο συγγραφέας του Χρονικού, στον κώδικα της Κοπεγχάγης, εξιστορώντας τα του θανάτου του Γοδεφρείδου Α' Βιλλεαρδουΐνου και πως μοίρασε στους δύο υιούς του τα εδάφη επεξηγεί14 «ελέγασιν το επίκλη του Γυλιάμο ντε Καλομάτα αφέντην γαρ τον άφηκεν κάστρου της Καλομάτας μετά της άλλης περιοχής του καστελλανικίου, διατί ήτο εκείνο το ίδιον του της γονικής κουγκέστας.». Ο Παρισινός κώδικας15 τον αποκαλεί απλώς Γουλιάμον Καλαμάτην. Όταν το 1258 ο δύο φορές χήρος και άτεκνος Γουλιέλμος νυμφεύτηκε την Άννα, κόρη του Δεσπότη της Άρτας Μιχαήλ II της δυναστείας των Αγγέλων- Κομνηνών, η ωραία και πλούσια νύφη πήρε ως προίκα τα εδάφη της Θεσσαλίας, έλαβε δε από τον σύζυγό της το φέουδο της Καλαμάτας16. Μάλιστα όταν ο πρίγκιπας Γουλιέλμος αναζητώντας συμμαχίες, συμφώνησε να παντρευτεί η ανήλικη κόρη του Ισαβέλλα τον επίσης ανήλικο υιό του βασιλέα της Σικελίας Καρόλου, υπεγράφη η λεγόμενη συνθήκη του Viterbo, όπου ρητά αναφέρεται ότι η πριγκίπισσα Αγνή -όπως ονομάστηκε στα γαλλικά η Άννα- δεσμεύεται σε περίπτωση θανάτου του συζύγου της να παραχωρήσει όλα τα δικαιώματά της επί του πριγκιπάτου της Αχαΐας στον Κάρολο, με μόνη εξαίρεση τα εδάφη των Βιλλεαρδουΐνων, δηλαδή την Καλαμάτα και το κάστρο του Χλεμουτσίου17. Η επισήμανση ότι το φέουδο της Καλαμάτας παραχωρήθηκε από τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη στον Γοδεφρείδο Α' ως ανεξάρτητη κτήση για να κληροδοτείται από γενιά σε γενιά και παρέμεινε στην οικογένεια μέχρι την παρακμή του πριγκιπάτου έχει γίνει και από τον Henry Tozer18 στην διατριβή του. Η συγκινητικότερη όμως μαρτυρία του πόσο συνδεδεμένος υπήρξε ο Γουλιέλμος με την πατρίδα του υπάρχει και πάλι στο Χρονικό του Μορέως, σε όλες τις παραλλαγές του. Ο ποιητής στο κεφάλαιο: Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΙΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ ΑΠΟΘΝΗΣΚΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑΝ19 μας διαφωτίζει, με λυρικό σχεδόν ύφος, για το πως διαδραματίστηκε το γεγονός.
«Ως έν το πράγμα φυσικόν στό γένος τών ανθρώπων
κι όσοι γεννούνται γεύονται θάνατον κι αποθνήσκουν,
ήλθεν του πρίγκιπος καιρός, το εχρεώστει, να αποθάνη,
να απέλθη εις τόν παράδεισον και να διαβή εκ τόν κόσμον.
Στην Καλομάτα εδιέβηκεν όπου είχε μέγαν πόθον
διατί εγεννήθηκεν εκεί κι ήτον ιγονικόν του...
εκείσε εκατέπεσεν είς ζάλην του θανάτου...»
Στο βιβλίο της Κουγκέστας, όπως επονομάζεται το γαλλικό κείμενο, υπάρχει η πληροφορία ότι ο καλός πρίγκιπας αρρώστησε στο κάστρο της Καλαμάτας, εκεί όπου γεννήθηκε20 και ορίζεται ο ακριβής χρόνος του θανάτου του, η 11 Μαΐου του 1278 21, σε ηλικία περίπου 67 ετών22. Ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου23 παρατηρεί ότι ο κώδικας της Κοπεγχάγης παρέχει την χρονολογία «ουχί εν τώ κειμένω άλλ' εν τη ώα διά κόκκινου μελανίου -έως εδώ ο βίος του πρίγκιπα Γυλιάμου όταν δε απέθανεν ήταν έτους ζψπέ» (6785-5508=1277). Κατά το διάστημα της αρρώστιας του το σπουδαιότερο μέλος της οικογένειας των Βιλλεαρδουΐνων συμβουλεύτηκε όλους τους βαρόνους, τους σοφούς και αρχιερείς24 προκειμένου να λάβει τις τελικές αποφάσεις και μερίμνησε με κάθε λεπτομέρεια για το μέλλον του πριγκιπάτου του. Από την περιγραφή του θανάτου του μεγαλύτερου αδελφού του Γοδεφρείδου Β' είναι γνωστό ότι η τελευταία επιθυμία του, που ζήτησε από τον Γουλιέλμο να την εκπληρώσει, ήταν να κτιστεί ένα μαυσωλείο, όπου θα τοποθετείτο το λείψανο του πατέρα τους και το δικό του25. Πράγματι, χάρις στην ευημερία που επικράτησε στην Πελοπόννησο την εποχή της ηγεμονίας του26 ο Γουλιέλμος μπόρεσε να οικοδομήσει όχι μόνο μεγάλα κάστρα αλλά και εκκλησίες27 μεταξύ των οποίων η πλέον πολυδάπανη κατασκευή ήταν ο Άγιος Ιάκωβος Ανδραβίδας, που ίδρυσε ειδικά για να περιλάβει τους τάφους των Βιλλεαρδουΐνων28. Σαφέστατες είναι οι οδηγίες που άφησε29 όταν πλησίαζε το δικό του τέλος:
«Ώρισε κι επαρήγγειλεν μεθ' ότου αποθάνη,
μή πρού περάση ο καιρός εκείνος γαρ ο χρόνος,
τα οστέα του μοναχά να βάλουσι εις σεντούκι
στον άγιον Ιάκωβον Μορέως, εκεί εις την Ανδραβίδαν,
στην εκκλησίαν όπου έποικεν, και έδωκεν στό Τέμπλο,
εις τό κιβούριον, τό έποικεν, όπου ήταν ο πατήρ του
εις την δεξιάν του την μερέαν να ένι ο αδελφός του,
κ' έκείνος να ένι αριστερά, και ο πατήρ του μέσα.»
Οι ιστορικές πηγές δεν μαρτυρούν γιά ποιό λόγο και πότε καταστράφηκε ο ναός του Αγίου Ιακώβου, ήδη όμως το 1846 ο Buchon30 αναζητώντας την θέση του ανακάλυψε μόνο κάποια ελάχιστα ερείπια μέσα στα χωράφια, έξω από την Ανδραβίδα. Ο πρώτος που εντόπισε το μοναδικό κειμήλιο που είχε διασωθεί ήταν ο Antoine Bon31. Πρόκειται γιά την μαρμάρινη επιτάφια πλάκα της Αγνής-Άννας Βιλλεαρδουΐνου, που ο Ψευδο-Δωρόθεος Μονεμβασίας αποκαλεί32 «ευμορφοτάτην και χαριτωμένην από κεφαλήν και όλον το κορμί ως δευτέρα Ελένην του Μενελάου». Από τη γαλλική επιγραφή που είναι χαραγμένη στο πλαίσιό της η πλάκα ταυτίζεται, χωρίς καμία αμφιβολία, με την ελληνίδα σύζυγο του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου. Σύμφωνα με τους μελετητές της καλυπτήριας πλάκας της σαρκοφάγου της Αγνής Antoine Bon και Θεοχάρη Παζαρά33 τα διακοσμητικά θέματα που έχουν σκαλιστεί χρησιμοποιούνται σ' όλες τις εποχές από τους Βυζαντινους και προδίδουν, σε ένα περιβάλλον φράγκικης κυριαρχίας, την βυζαντινή καταγωγή της πριγκίπισσας34. Σε μία άλλη εκκλησία της Ανδραβίδας, την Αγία Σοφία, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα μνημεία αμιγώς γοτθικής αρχιτεκτονικής, ο Βοn35 εντόπισε μικρό κιονόκρανο, που στην μία πλευρά φέρει τον θυρεό των Βιλλεαρδουΐνων, δηλαδή την ασπίδα με τον αγκυρωτό σταυρό. Σταυρός που περιβάλλεται από έναν δακτύλιο με την επιγραφή GU. PRINCEPS εικονίζεται στα πρώτα τορνέσια νομίσματα που κόπηκαν στην Γλαρέντσα36. Μολονότι το τρίγωνο Ανδραβίδα-Χλεμούτσι-Γλαρέντσα στην Ηλεία, αποτέλεσε τον σκληρό πυρήνα της Φραγκοκρατίας στον Μοριά37, το κέντρο της αυλής στα χρόνια της ακμής της ηγεμονίας του Γουλιέλμου, την πολυτέλεια της οποίας εξυμνεί ο Marino Sanudo στην ιστορία του38, η απόφαση που έλαβε ο πρίγκιπας της Αχαΐας προαισθανόμενος το τέλος του βίου του να επιστρέψει στην γενέθλια πόλη σημαίνει πολλά για τα αισθήματα που έτρεφε γι' αυτήν.
Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει, δεδομένου ότι έδωσε σαφείς εντολές η ανακομιδή των οστών του να γίνει στο μαυσωλείο του Αγίου Ιακώβου, είναι το που ακριβώς έγινε η ταφή του. Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ οι ξένοι περιηγητές και ιστορικοί θεωρούν ότι ετάφη στην Ανδραβίδα, τρεις τουλάχιστον Έλληνες ιστορικοί του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα συμπίπτουν απόλυτα σε μία άλλη άποψη. Η παλαιότερη μνεία βρίσκεται στο πόνημα του 1874 του γυμνασιάρχου Πέτρου Κομνηνού39. «Λέγεται ότι ο Καλαμάτης ιδρύσατο τον ναόν της Μητροπόλεως, φέροντα επί του υπερθύρου δύο κρίνα ανάγλυφα και ότι ετάφη εν αυτώ, μετενεχθέντων των οστών του κατά παραγγελίαν του εις το κοιμητήριον του εν Ανδραβίδη ναού του Αγίου Ιακώβου...». Ο Καλαματιανός καθηγητής Δημήτριος Δουκάκης40, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία της Καλαμάτας «από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του Καποδιστρίου», στο κεφάλαιο που αφιερώνει στον Καλαμάτην αναφέρει, παραπέμποντας στο «Ημερολόγιον Καλαμών» του 1884. «Ο Γουλιέλμος εξεμέτρησε το ζήν εν Καλαμάτα και ετάφη εν τη εκκλησία τη καλουμένη Μητροπόλει τη μέχρι του νυν σωζομένη (νεκροταφείον)». Η πληροφορία δημοσιεύεται σχεδόν ταυτόσημη το 1908 σε άρθρο του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Ιεζεκιήλ41 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Βυζαντινή Επιθεώρησις». Ο δε Δουκάκης42 σε τεύχος του μηνιαίου περιοδικού «Εκκλησιαστικός Φάρος» του 1913 κάνει λεπτομερή περιγραφή του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Κοινώς Μητρόπολις λεγομένη, νυν δε ναός του νεκροταφείου της πόλεως. Η εκκλησία αύτη φαίνεται κτισθείσα κατά τον 13ο αιώνα. Έχει κατά την ανατολικήν πλευραν λόγου άξια κεραμοπλαστικά κοσμήματα. Κάτωθεν του ιερού υπάρχει έτερος ναός του αγίου Χαραλάμπους... Ωνομάσθη δε Μητρόπολις, διότι φαίνεται ότι ήτο μητροπολιτικός ναός εν αρχαιοτέρα εποχή. Έξωθεν του υπερθύρου υπάρχουν δύο κρίνα ανάγλυφα, σύμβολα φραγκικά, υπήρχε δε και υψηλόν κωδωνοστάσιον παρεμφερές με το του ναού των αγίων Αποστόλων, αλλά οι επίτροποι του ναού κατηδάφισαν αυτό». Ο Γεώργιος Λαμπάκης43 κατά την επίσκεψή του στην Καλαμάτα το 1910, μεταξύ των άλλων μνημείων, φωτογράφισε και τον σύμφωνα με τις σημειώσεις του «αρχαίον Μητροπολιτικόν ναόν, νυν νεκροταφείον». Δυστυχώς όμως οι 3 γυάλινες πλάκες με το θέμα έχουν καταστραφεί σύμφωνα με τους υπεύθυνους του φωτογραφικού αρχείου του Βυζαντινού Μουσείου. Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές τα τελευταία 100 χρόνια, όπως οι Millet, Bon, Megaw, Kαλοκύρης, κυρίως λόγω του πολύ ενδιαφέροντος κεραμοπλαστικού διακόσμου του και των διαδοχικών οικοδομικών φάσεων. Στην πιό πρόσφατη και εμπεριστατωμένη μελέτη ο αρχιτέκτονας κ. Σωτήρης Βογιατζής44 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεγάλων διαστάσεων, ακαλαίσθητη τρίκλιτη βασιλική, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, προσκολλήθηκε στο διώροφο βυζαντινό ναό του Αγίου Χαραλάμπους την δεκαετία του 1950, στη θέση μιάς άλλης βασιλικής του προηγούμενου αιώνα. Φαίνεται εντούτοις πιθανότερο, από την περιγραφή των Κομνηνού και Δουκάκη και το επίθετο αρχαίος που χρησιμοποίησε ο Λαμπάκης, ότι η αρχική βασιλική που κατεδαφίστηκε υπήρξε κτίσμα της περιόδου της Β' Ενετοκρατίας. Με το ίδιο εξάλλου επίθετο αρχαίος χαρακτηρίζει τον ναό του νεκροταφείου και ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Πολύκαρπος Συνοδινός45 σε άρθρο του το 1938, που αποτελεί ένα terminus post quem για την κατεδάφιση της βασιλικής. Σημαντική είναι η παρατήρηση τού κ. Βογιατζή46 ότι ο διώροφος Άγιος Χαράλαμπος «Πρόκειται γιά την περίπτωση... όπου ο κάτω όροφος εκκλησίας, κτισμένης εξαρχής υπερυψωμένης, διαμορφώνεται σε ναό σε μεταγενέστερη εποχή». Στο ίδιο συμπέρασμα είχε οδηγηθεί από τη δεκαετία του '70 ο επίσης αρχιτέκτονας Ιωάννης Σταμπολτζής47, «ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους εκτίσθηκε όχι σαν εκκλησία, αλλά σαν ένα σχεδόν τετράγωνο κτήριο με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα στις τρεις τουλάχιστον πλευρές...». Ο Γεώργιος Δημητροκάλλης48, ο οποίος μελέτησε συστηματικά τα βυζαντινά μνημεία της Μεσσηνίας, θεώρησε ότι «υπήρξε νεκροταφειακός ναός και της βυζαντινής πόλεως, γι' αυτό και εξ υπαρχής κτίσθηκε διώροφος -διώροφους νεκρικούς ναούς και μαυσωλεία όλοι οι λαοί της γης κατασκεύασαν». Στο βιβλίο του για την παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Αρχιτεκτονική ο Krautheimer49 τεκμηριώνει πώς τα Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά μαυσωλεία στην παλαιοχριστιανική εποχή άρχισαν να προσκολλώνται στις πλευρές ή τα προστώα των κοιμητηριακών βασιλικών. Ο καθηγητής κ. Χαράλαμπος Μπούρας50 κάνοντας λόγο για τους ναόσχημους ρωμαϊκούς τάφους παρατηρεί ότι συχνά στο υπόγειο διαμορφωνόταν μια κρύπτη με τις σαρκοφάγους. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Βογιατζής51 αναλύοντας την μορφολογία του υπόγειου ναού με τα μεγάλα ανοίγματα στη βόρεια και τη νότια όψη πιθανολογεί «κάποια λειτουργία προσκυνήματος με άγνωστη αφιέρωση». Ίσως λοιπόν παρά το πέρασμα τόσων αιώνων να έμεινε ζωντανή η ανάμνηση του ποιά υπήρξε η τελευταία κατοικία του ήρωα του Χρονικού του Μορέως, του φιλόδοξου ηγεμόνα που κατέκτησε όλη την Πελοπόννησο και κυβέρνησε 32 χρόνια, του Φράγκου πρίγκιπα που γεννήθηκε και πέθανε στην Καλαμάτα. Την σχέση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου με την πόλη του συνοψίζει πολύ όμορφα ο συγγραφέας της πραγματείας Περί Καλαμάτας (εκ Γαλλικού συγγράμματος) που δημοσιεύτηκε το 1880 52. «Ο διάδοχος αυτού Γκιλλώμος ο ΙΙ ηγάπα αυτήν διαφερόντως και ώς πόλιν της γεννήσεως αυτού, και ώς φέρων το επίθετον Καλαμάτης, εφ ώ λίαν ενησμενίζετο. διέταξε δέ να ενταφιασθή μετά θάνατον ενταύθα, και ο τάφος αυτού υπήρχεν εντός του πρωτίστου ναού της πόλεως».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της διοργάνωσης του Δ ́ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών και της έκδοσης των Πρακτικών κυκλοφόρησε μία ιδιαιτέρως σημαντική έκδοση για ολόκληρη την Πελοπόννησο53, η οποία περιλαμβάνει τον πίνακα Περιεχομένων όλων των τόμων του έργου του Bory de Saint-Vincent. Ανατρέχοντας στο πρωτότυπο και συγκεκριμένα στον πρώτο από τους τέσσερις τόμους της Relation, στο κεφάλαιο VIII, όπου αναφέρεται στην Καλαμάτα συναντάμε την πρώτη μνεία γάλλου συγγραφέα, ο οποίος πρόσφατα είχε επισκεφθεί την απελευθερωμένη Ελλάδα, ότι ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος όχι μόνο γεννήθηκε, αλλά και ετάφη στην Καλαμάτα54 «... Ο διάδοχός του (του Γοδεφρείδου) την αγαπούσε επειδή γεννήθηκε εδώ και διακρινόταν από το επίθετο de Calamatis, που του άρεσε να το ακούει. Επιθυμία του υπήρξε να ταφεί εδώ. ο τάφος του πρέπει να υπάρχει στη σημαντικότερη εκκλησία, όπου λησμόνησα να τον ψάξω». Δύο σελίδες παρακάτω επανέρχεται στο θέμα (βλ. στο παρόν υποσημείωση 10) και δίνει τη μοναδική ίσως μαρτυρία της άθλιας κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο Μητροπολιτικός ναός της Καλαμάτας μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ το 1825. Αφού αναφέρει55 ότι η πρόσοψη της εκκλησίας θα μπορούσε να αναχθεί στη βασιλεία του Καλαμάτη και ότι του φαίνεται σύγχρονη με το μοναστήρι των κυπαρισσιών (εννοεί το μοναστήρι του Κάτω Βουλκάνου, το καθολικό του οποίου είναι κτίσμα της περιόδου της Β ́ Ενετοκρατίας)56 παραθέτει μια αρκετά αναλυτική περιγραφή: «όπως και εκεί δύο κρινάνθεμα ευκόλως αναγνωρίσιμα έχουν σκαλιστεί στις πλευρές της θύρας εισόδου. η στέγη έχει καεί. η Αγία Τράπεζα, που αποτελείται από αρχαία μάρμαρα, είναι ανεστραμμένη και κάποια «γουρούνια» έχουν σκορπίσει πάνω στις ασβεστόπλακες του δαπέδου ανθρώπινα οστά που έχουν συλήσει από τους τάφους του παρακείμενου κοιμητηρίου. αλλά ένα καντήλι έκαιγε μπροστά από μία μορφή σχεδόν εξίτηλη της Κυράς των Αγγέλων. Αγιογραφίες, όπου διέκρινα το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου57 και διάφορες σκηνές του Πάθους, κάλυπταν ακόμα τις παρειές του αγίου Βήματος. Ένας Γάλλος εξωμότης, ο όποιος κατείχε υψηλό βαθμό στον αιγυπτιακό στρατό, διασκέδαζε, όπως με διαβεβαίωσαν σκάβοντας με μαχαίρι τα μάτια όλων των μορφών που εικονίζονταν, γεγονός που προκαλούσε μία θλιβερή και αλλόκοτη εντύπωση».
Σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον ίδιο τον G. Millet στον Πρόλoγο του έργου του59, που αποτέλεσε ορόσημο για την μελέτη των βυζαντινών σπουδών στη Γαλλία, το 1891 ανέλαβε Διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα «προβληματιζόμενος για τις απαρχές του χριστιανισμού». Το 1898 η Σχολή Καλών Τεχνών και η Ακαδημία του έστειλαν ως συνεργάτες δύο ζωγράφους, ο πρώτος συνόδευσε τον Millet στο Άγιον Όρος, τη Θεσσαλονίκη, το Δαφνί και το Μυστρά και ο δεύτερος τον νεαρό υπότροφο Joseph Laurent στην Πελοπόννησο. Το γεγονός ότι ο Laurent ήταν αυτός που φωτογράφησε τον Άγιο Χαράλαμπο επιβεβαιώνεται από το συνοδευτικό έγγραφο της Phototheque, όπου αναγράφεται ότι οι τρεις λήψεις προέρχονται από το αρχείο Laurent. Όπως μάλιστα φαίνεται κατά την προσεκτική παρατήρηση των τριών φωτογραφιών στον ηλεκτρονικό υπολογιστή δεν περιορίστηκε μόνο στη φωτογράφηση της εκκλησίας, αλλά προέβη και στην εκτέλεση διαφόρων εργασιών. Στη νότια πλευρά του μνημείου, μπροστά από το τοξωτό άνοιγμα του υπόγειου ναού (Εικ.10) υπάρχουν φτυάρια και δοχεία με λάσπη, ισχυρή ένδειξη ότι το τοξωτό άνοιγμα ήταν Φραγμένο και μετά τη διάνοιξή του τοποθετήθηκε η πρόχειρη σιδεριά. Στην ανατολική πλευρά (Εικ.11) ο νεαρός που στέκεται δίπλα στην κόγχη του Ιερού προφανώς είναι Έλληνας εργάτης, η ξύλινη σκάλα θα χρησίμευσε για τη διερεύνηση των στεγών, αλλά τα σημαντικότερα πειστήρια διακρίνονται αμυδρά στη βορειοανατολική γωνία. Τρία ξύλινα κοντάρια, προφανώς από αξίνες ή φτυάρια, ακουμπισμένα στο βόρειο τοίχο, η άκρη από το υπόδημα ενός άνδρα (άλλος εργάτης) και κυρίως το στέγαστρο επάνω από την είσοδο που οδηγεί στον υπόγειο ναό, μαρτυρούν ότι ο Laurent πραγματοποίησε μια μικρή ανασκαφή στο χώρο αυτό, η οποία αποκάλυψε ένα μοναδικό εύρημα. Στη φωτογραφία της βόρειας πλευράς (Εικ.12) η μαρμάρινη πλάκα, που βρίσκεται πολύ κοντά στα σκαλιά που οδηγούν στο υπόγειο του Αγίου Χαραλάμπους, είναι αναμφίβολα η καλυπτήρια πλάκα της σαρκοφάγου του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου.
Αυτό δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό όταν η φωτογραφία έχει το φυσικό της μέγεθος, αλλά χάρις στη δυνατότητα εστίασης και μεγέθυνσης που διαθέτουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αντλούνται πληροφορίες που αποτελούν αδιάσειστες αποδείξεις ότι όντως ο Άγιος Χαράλαμπος υπήρξε το μαυσωλείο του πρίγκιπα της Αχαΐας.
Η ορθογώνια πλάκα διακοσμείται στα άκρα των τριών τουλάχιστον πλευρών της με στενή ταινία, όπου είναι χαραγμένοι αντικριστοί σταυροί σε σχήμα Τ το οικόσημο δηλαδή του Οίκου της Καμπανίας60, της επαρχίας της Γαλλίας απ' όπου κατάγονταν οι Βιλλεαρδουίνοι. Στο κάτω μέρος της πλάκας είναι σκαλισμένη η μορφή ενός ιππότη του Μεσαίωνα με τη χαρακτηριστική περικεφαλαία των σταυροφόρων, τη φαρέτρα με τα βέλη, το ακόντιο και το άλογό του, εικόνα που παραπέμπει στον στίχο του Αραγωνιακού Χρονικού «ο μεσίρ Γουλιέλμος υπήρξε πολύ καλός ιππότης και γενναίος»61. Μεταξύ του σταυροφόρου και της επιγραφής αμυδρά διακρίνεται ένας εγχάρακτος σταυρός της Μάλτας, σύμβολο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 12ο αιώνα από το τάγμα του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. Η σχέση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου με το βασίλειο της Ιερουσαλήμ προκύπτει από τα έγγραφα του αρχείου του Καρόλου Α ́ ντ' Ανζού, βασιλιά της Νάπολης- Σικελίας, ο οποίος ήταν υιός του Λουδοβίκου Η ́ της Γαλλίας και νεώτερος αδελφός του Λουδοβίκου Θ. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1261 από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, την εκθρόνιση του Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουΐνου και την ίδρυση του Δεσποτάτου του Μορέως στη Λακωνία, ο Γουλιέλμος φοβούμενος ότι οι Βυζαντινοί θα κατέλυαν εντελώς την κυριαρχία του στην Πελοπόννησο και μη έχοντας αποκτήσει άρρενα απόγονο, επεδίωξε να συνάψει συμμαχία με τον Κάρολο της Νάπολης- Σικελίας. Η συμφωνία επιτεύχθηκε το 1267 και ονομάστηκε συνθήκη του Viterbo, από τη μικρή πόλη που βρίσκεται 80 χιλιόμετρα βορείως της Ρώμης και ήταν τότε έδρα του Πάπα Κλήμεντος του 4ου. Με κάθε επισημότητα στις 24 Μαΐου, παρουσία του Πάπα, δεκατεσσάρων καρδιναλίων και του έκπτωτου αυτοκράτορα Βαλδουΐνου υπεγράφη η συνθήκη, που είναι το μοναδικό γνήσιο έγγραφο του Γουλιέλμου που έχει διασωθεί και το ανακάλυψε ο Jean Longnon στα αρχεία της Μασσαλίας62. Αυτή η ωραία περγαμηνή, όπως την περιγράφει ο Longnon στη δημοσίευσή του, φέρει δύο σφραγίδες, του Βαλδουΐνου και του Γουλιέλμου η οποία έχει χαθεί και υπογράφεται από τον Leonardi, καγκελλάριο του πριγκιπάτου. Το αξίωμα του Cancellarius, δηλαδή του αρχιγραμματέα, που υπήρχε στη Γαλλία και το βασίλειο της Σικελίας, ήταν ανάλογο του μεγάλου λογοθέτη των Βυζαντινών63. Με τη συνθήκη του Viterbo ο Γουλιέλμος «Nos Guillelmus de Vilia Harduini. princeps Achaye» συνομολογεί ότι ένας από τους υιούς του Καρόλου Α τον οπoίoν θα επέλεγε ο Πάπας Κλήμης, θα νυμφευθεί την «Ysabellam, filiam mostram, quam ex Agnete..»64 και θα κληρονομήσει τα δικαιώματα επί του πριγκιπάτου, ενώ ο ίδιος θα διατηρήσει την επικαρπία εφ' όρου ζωής, η δε σύζηγός του Αγνή, όπως προαναφέρθηκε, «habet et habere debet vita sua in castris et Castelianiis Claromontis et Kalamate...»65. O γάμος της Ισαβέλλας με τον δευτερότοκο υιό του Καρόλου Φίλιππο έγινε στις 28 Μαΐου 1271 στη Νάπολη με μεγάλη μεγαλοπρέπεια και έκτοτε στο πριγκιπάτο επιβλήθηκε το αυστηρά συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα του Ανδεγαυικού βασιλείου που επέτρεπε στον Κάρολο να ενημερώνεται για όλα τα θέματα που αφορούσαν τις κτήσεις66. Χάρις σε αυτό το άριστα ταξινομημένο Αρχείο των, γραμμένων στη λατινική γλώσσα, επίσημων εγγράφων πληροφορούμεθα ότι ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος κατείχε το αξίωμα του αντικαγκελλαρίου του Καρόλου. Σε μία από τις παλαιότερες δημοσιεύσεις του Αρχείου67 το όνομα Guillelmo de Farumvilla ή Faronvilla απαντάται συχνά και πάντα με τον τίτλο νicecancellario. Τα έτη 1274-1275 η στερεότυπη φράση στην πρώτη σελίδα του κάθε κατάστιχου με τα θέματα του πριγκιπάτου είναι «In normine Domini, incipit Reg. factum sub magistro Guillelmo de Farum villa, decano Sancti Petri Virorum Aurelianensium, regni Sicilie νice Cancellario...». Σε κατάστιχο του 1277 προστίθεται το «... regnorum Jherusalem et Sicilie vice cancellarium, anno Domini MCCLXXVIII. V ind. ...». Ο Κάρολος Α ́ ντ' Ανζού ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, μετά από αγοραπωλησία, το 1277 και όπως φαίνεται από τα αρχεία της Νάπολης έκτοτε ο επίσημος τίτλος του ήταν «Karolo gloriosissimo Rege lerusalem et Siciliae, ducatus Apulie, principatus Capue, principe Achaye, Andegaviae, Provinciae, Forcalquerii comite»68. Avαμφισβήτητα ο Guillelmo de Faronvilla είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Γουλιέλμο de Calamatis, απλώς στη λατινική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε το αρχαίο όνομα της Καλαμάτας, αι Φαραί- τών Φαρών. Ο Γάλλος P. Durrieu, που δημοσίευσε το αρχείο του Καρόλου στα τέλη του 19ου αιώνα, προφανώς λόγω άγνοιας δεν μπόρεσε να κάνει την ταύτιση, παρόλο που επισημαίνει τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς του Faronvilla με τον Κάρολο69, την πληθώρα των εγγράφων του φέρουν το όνομά του και την απότομη εξαφάνιση του ονόματός του μετά τον Ιούνιο του 1278 (ο Γουλιέλμος απεβίωσε την 1η Μαίου). Στον κατάλογο μάλιστα που παραθέτει των γάλλων αξιωματούχων στο βασίλειο της Σικελίας, κατατάσσει τον Guillaume de Faronville ή Farumville στους κληρικούς70. Δυστυχώς η παρανόηση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το Αρχείο της Ανδεγαυικής Γραμματείας καταστράφηκε ολοσχερώς από τα γερμανικά στρατεύματα το 1943, οδήγησε στην απώλεια σημαντικών εγγράφων που η μελέτη τους θα έριχνε φως στη ζωή και την προσωπικότητα του πρίγκιπα της Αχαΐας.
Η επιγραφή, που όπως προαναφέρθηκε είναι χαραγμένη στην πλάκα του Γουλιέλμου και η μακρινή λήψη της φωτογραφίας καθιστά αδύνατη την ανάγνωσή της, αποτελείται από 6 στίχους γραμμένους στη μεσαιωνική λατινική γλώσσα, δηλαδή τη δημώδη γλώσσα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη μεταξύ 9ου-15ου αιώνα. Τέλος η σαρκοφάγος διακοσμείται με ένα θυρεό αποτελούμενο από σταυρό της Ιερουσαλήμ και κρινάνθεμα, οικόσημα που ο Κάρολος Α ́ ντ' Ανζού χρησιμοποίησε σε χρυσό νόμισμα που έκοψε το 1278. Στην απορία, που εύλογα γεννιέται, γιατί ο πιστός καθολικός Γουλιέλμος αποφάσισε «και επαρήγγειλεν» να ταφεί σε μιά ορθόδοξη βυζαντινή εκκλησία και αργότερα να μεταφερθούν τα οστά του μοναχά «΄ς τον Άγιον Ιάκωβον Μωραίως εκεί εις την Ανδραδίδαν», απαντήσεις μπορούν να δοθούν εάν εξετασθεί το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου εκείνης. Τέσσερα χρόνια πριν από το θάνατο του Γουλιέλμου, το 1274 ο Πάπας Γρηγόριος ο 10ος είχε συγκαλέσει στη Λυών Σύνοδο προκειμένου να ευοδωθεί η Ένωση των δύο Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος απέστειλε αντιπροσωπεία, η οποία συμφώνησε με τους Λατίνους και ετέλεσαν από κοινού θεία λειτουργία, αλλά ο Πατριάρχης Ιωσήφ δεν θέλησε να προσχωρήσει στην Ένωση. Τριάντα επτά μητροπολίτες όμως υπέγραψαν τη συμφωνία, μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως71. Η Χριστιανούπολη μικρή πόλη της Μεσσηνίας, υπήρξε έδρα μητροπόλεως μάλλον από τον 11ο αιώνα, τον 12ο ήταν εβδομηκοστή έκτη στην κατάταξη και το 1274 ανέρχεται στη δέκατη όγδοη θέση72. Είναι γνωστό από όλες τις παραλλαγές του Χρονικού του Μορέως ότι κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του ο Γουλιέλμος ετοίμασε τη διαθήκη του και έγραψε επιστολή στον συμπέθερό του Κάρολο, παρακαλώντας τον να φροντίζει όχι μόνο τις κόρες του Ισαβέλλα (ο σύζυγός της Φίλιππος είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο) και Μαργαρίτα, αλλά επίσης «τα μοναστήρια των Φραγκών ομοίως και των Ρωμαίων». Σύμφωνα δε με τη γαλλική μετάφραση του Buchon από το ελληνικό κείμενο του χειρογράφου του Παρισιού, ζήτησε επίσης «να διατηρήσει τις δωρεές και τα προνόμια των μοναστηριών που είχε ιδρύσει ο ίδιος, ώστε να προσεύχονται ημέρα και νύχτα για τη σωτηρία των βαπτισθέντων χριστιανών»73, δίχως να κάνει διάκριση μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων. Από το Αραγωνικό Χρονικό παραδίδεται ότι έκτισε στην Ανδραβίδα τρεις εκκλησίες, την Αγία Σοφία (η μόνη που σώζεται), τον Άγιο Στέφανο και τον Άγιο Ιάκωβο, στα Σεργιανά τον Άγιο Νικόλαο και της Παναγίας στην Πρινίτσα74. Ουδεμία μνεία γίνεται στα Χρονικά ότι ίδρυσε εκκλησία στην Καλαμάτα, πιθανότατα επομένως ακολουθήθηκε η συνήθης πρακτική των Λατίνων στην Ανατολή να οικειοποιούνται τους ορθόδοξους ναούς75.
Πριν από την ολοκληρωτική καταστροφή του Ανδεγαυικού αρχείου κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ήδη χαθεί πληθώρα εγγράφων το 1701. Ειδικά από το κατάστιχο REGISTRO N 31 (1278. D), που αποτελούσε το Registrum Extravagantium tam infra quam extra Regnum, factum per venerabilem virum magistrum Guillelinum de Farum villa77 είχαν χαθεί τα φύλλα 71-73.
Ίσως αυτό εξηγεί γιατί κανένας ιστορικός του 19ου αιώνα δεν δημοσίευσε τις επιστολές που αναφέρει το Αραγωνικό χρονικό ότι απέστειλε ο Κάρολος προς τον μπαΐλο του Μοριά μόλις έμαθε το θλιβερό γεγονός και όπου εκφράζει τη λύπη του «διότι ο πρίγκιπας ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος και ένας ευγενής ιππότης και ο βασιλιάς τον αγαπούσε πολύ για την γενναιοψυχία του»78.
Ακόμη και ο κυριώτερος μελετητής των 378 τόμων των Registri Angioinί ο Minieri-Riccio δημοσιεύει κάποιες ενδιαφέρουσες μέν, αλλά ήσσονος σημασίας πληροφορίες, όπως ότι τον Μάϊο του 1269 ο Guglielmo de Faronνille επισκέφθηκε ως απεσταλμένος του βασιλιά τον σουλτάνο της Βαβυλωνίας ή ότι τον Μάιο του 1276 βρισκόταν στη Ρώμη μαζί με τον Κάρολο79. Αν η ιστορία στάθηκε άδικη απέναντι στον καλό πρίγκιπα και δεν διέσωσε, λόγω την αλλεπάλληλων καταστροφών, σημαντικότατα έγγραφα όπως η διαθήκη και η αλληλογραφία του, ενδεχομένως δεν έχει χαθεί για πάντα η σαρκοφάγος του (εικ.13) και εντοπισθεί κάπου εκτός Ελλάδος.
Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος και η Καλαμάτα
Πρακτικά Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 2010
1. Πέτρου Καλονάρου. Το Χρονικόν του Μορέως, τό Ελληνικόν Κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, εκδόσεις Εκάτη, σ.103.
2. J. A. Buchon, Histoire des Conquêtes et de l'établissement des Français dans les ctats de l’ancienne Grèce Sous les Ville-Hardoin. à la suite de la quatrième croisade, Paris 1846, J, 238.
3. Πέτρου Καλονάρου, σ.176.
4. Α. Βuchon , όπ.π., σ239.
5. Antoine de La tour, Voyage de SAR Monseigneur le Duc de Montpensier. Paris 1847, σ.210.
6. J.A. Buchon, La Grèce Continentale et la Morée, Paris 1843, σ.442.
7. J.A. Buchom , ö. ,Jr., Paris 1843, JJ, 443-444.
8. Βιργινίας Αλμπάνη «Μοναστήρια και εκκλησίες της Μεταβυζαντινής περιόδου» στον τόμο Χριστιανική Μεσσηνία, MILΗΤΟΣ, Αθήνα 2010, σσ.344/345.
9. Abei Blouet, Expédition scientifique de Moree, Architecture, Sculptures, Inscriptions et Vues de Péloponèse, des Cyclades et de l’Attique. Paris 1831, Volume III. σ.49.
10. Νίκου Ζερbή «Οι ξένοι ταξιδιώτες» από την ειδική έκδοση KAAAMATA της καθημερινής Επτά Ημέρες, 18-11-2001. σ.12.
11. Armand Freiherr von Schweiger Lerchenfeld. Griechenland in Wor: und Bild. 1882.
12. J. Longnon . Leinpire latin de Constantinople et a principauté de Morce, Bibl. Historique Payot. 1949, O. 249.
13. Joseph Michaud, Correspondance do Orient 1830-1831, Paris 1833,σελ.52.
14. Πέτροι: Καλονάρου. Το Χρονικόν του Μορέως, σ.103.
15. Αδαμ αντίου Αδαμαντίου, «Τα Χρονικά του Μορέως, συμβολαί εις την Φραγκοδυζαντινην Ιστορίαν και Φιλολογίαν», Δ IEEE, εν Αθήναις 1901, σ.203,
16, Antoine Bon, La Morée Franque. Paris 1969,σ.121.
18. Henry Tozer, The Franks in the Peloponnese, 1883, σ.60.
19. Πέτρου Καλονάρου. Τό Χρονικόν του Μορέως, σσ. 313-314.
20. J. A. Buchon. Histoire des Conquêtes et de l'établissement des Français dans les états de l'ancienne Grèce sous les Ville-Hardoin, à la suite de la quatrième crc:- Sade, Paris 1846, σελ.238.
21. Antoine Bon, σελ144.
22. J. Longnoni Li empire latin de Constantinople et la principauté de Moree. Bibl. Historique Payot, 1949, σελ.250.
23. Aδαμαντίου Αδαμαντίου, "Τα Χρονικά του Μορέως...σ. 229.
24. Πέτρου Καλονάρου. Τό Χρονικόν του Μορέως, όπ.π., σ. 314.
25. J. A. Buchon, Chroniques étrangères relatives aux expeditions françaises pendant le XIIIe siècle, coll. du Panthéon littéraire, 1840, 6. XXVI.
26. Χρύσας Μαλτέζου «Aατινοκρατούμενη Ελλάδα-Βενετικές και Γενουατικές κτήσεις». Ιστορία του Ελληνικοί Εθνους, τόμ. Θ', Αθήνα 1980, σ. 252.
27. Henry Tozer. The Franks in the Peloponnese. 1883, σ.13.
28. J.A. Buchon, Recherches et matériaux pour servira une Histoire de la Domination Française aux XIII. XIV et XV siècles. Paris 1840, σ.240.
29. Πέτρου Καλονάρου, όπ.π., σ.315,
30. J.A. Buch on. Histoire des Conquêtes et de 1 établissement des Français dans les états de l'ancienne Grèce sous les Ville-Hardoin, à la suite de la quatrième croisade, Paris 1846, T. 392. ů. Loomiței (i)om 3.
31. Antoine B on. «Pierres inscrites ou armoriées de la Morée Franque», AXAE. περ. Δ' τόμ. Δ' 1964-1965, Αθήνα 1966, σα. 95-96.
34. Η πλάκα εκτίθεται πλέον στο Α ́ Μουσείο Φραγκοκρατίας, που ιδρύθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα (16.3.2013) στο Κάστρο Χλεμουτσίου -στα Γαλλικά Castel Clairemont- στο νομό Ηλείας και ανήκει στην αρμοδιότητα της 6ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
35. Antoine Bon, 8 L.I., (TO. 90-91. 36. J. A. Buchon. Recherches et matériaux pour servira une Histoire de la Domination Française aux XIII. XIV et XV siècles. Paris 1840, cy. 204. pl. III, No 4.
37. Α.ημητρίου Αθανασούλη «Μεσαιωνικά εκκλησιαστικά Μνημεία Ηλείας». Ο Μοναχισμός στην Πελοπόννησο 4ος-15ος αι. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 245.
38. Χρύσας Μαλτέζου «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα-Βενετικές και Γενουατικές κτήσεις». Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμ. Θ. Αθήνα 1980, σσ.252/253.
39. Π.Α. Κομνηνού. Αρχαιολογικαι Διατριβαί, Εν Τριπόλει, 1874, σ.21.
40. Δημ. Χρ. Δουκάκη , Μεσσηνιακά και ιδία περί Φαρών και Καλαμάτας, Εν Αθήναις 1903, τεύχος Α ́, σ.64.
41. Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριου Φερσάλων Ιεζεκιήλ. Εργα και Ημέρα Α. Εν Βόλω. 1947, σ.52.
42. Δημ. Χ. Δουκάκη «Εκκλησία της Καλαμάτας», Εκκλησιαστικός Φάρος, έτος ΣΤ ́. Τόμος ΙΒ'. 1913, τεύχος ΞΘ ́, σ. 272.
43. ΔΧΑΕ, Δελτίον Θ ́ (κατάλογος φωτογραφιών). Εν Αθήναις 1910, σ. 21.
44. Σωτήρη Βογιατζή, «Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους Καλαμάτας», ΑΧΑΕ, περ. Δ', τόμ. ΙΣΤ' 1991-1992 Αθήνα 1992, σ. 77.
45. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Πολύ καρ που , «Η Μητρόπολις Μεσσηνίας», Μεσσηνιακόν Ετος, τόμ.Α', Καλαμάτα 1938, σ.32.
46. Σωτήρη Βογιατζή, όπ.π.,σ.77.
47. Iωάν. Σταμπολτζή «Παρατηρήσεις επί τριών χριστιανικών ναών τής Μεσσηνίας». Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ.B, 1976-1978,σ.267.
48. Γεωργίου Δημητροκάλλη, «Βυζαντινά μνημεία» από την ειδική έκδοση KAΛAMATA της Καθημερινής Επτά Ημέρες.18-11-2001, σ.6.
49. Richard Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, MIET, 1991, σ.78-82.
51, Σωτήρη Βογιατζή, «Ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους Καλαμάτας»,σ.80.
52. Μεσσηνιακόν Ημερολόγιον του έτους 1880. Εν Καλάμαις 1880, σσ. 91-92.
53. Το έργο της γαλλικής επιστημονικής αποστολής του Μοριά 1829-1838. A μέρος, Τμήμα Φυσικών Επιστημών, αφήγηση του ταξιδιού, γεωγραφία, γεωλογία, χαρτογραφία, απόψεις τοπίων, επιμέλεια Γιάννης Σαϊτας, Αθήνα, Μορέας Εκδοτικός οίκος Μέλισσα, 2011.
54. Bory de Saint-Vincent. Expédition Scientifique de Morée: travaux de la Scction des sciences physiques, Relation, T. premier. Paris. Strasbourg chez F.G. Levrault. 1836, σ. 340.
55. Bory de Saint-Vincent ót.t. o. 342.
66, Βιργινίας Αλμπάνη «Μοναστήρια και εκκλησίες της Μεταβυζαντινής περιόδου» στον τόμο Χριστιανική Μεσσηνία, MIAΗΤΟΣ, Αθήνα 2010, σσ.293-295.
Ένα σχέδιο με τίτλο:. Planche 3. Couvent des Cyprès, sous Messène, κακής μεν ποιότητας, άλλά χρήσιμο όσον αφορά τις πληροφορίες που μπορούν να αντληθούν για την Κάτω Μονή Βουλκάνου, δημοσιεύεται στην επανέκδοση του έργου του Edgar Quin et . La Grèce moderne et ses rapports avec l'Antiquité; suivie du Journal de voyage (inedit) par Willy Aeschinanin et Tucoo-Chaia. Paris 1984. Xagug oto σχέδιο αυτό επιβεβαιώνεται ή έγκυρότητα τών περιγραφών πολλών περιηγητών ότι ή δυτική είσοδος της εκκλησίας διακοσμείτο με κρινάνθεμα.
57. Στο διαχρονικό Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας εκτίθεται το μοναδικό σωζόμενο δείγμα ζωγραφικής από τον Αγιο Χαράλαμπο Καλαμάτας (ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια τών εργασιών αναστήλωσης του μνημείου μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της 13ης Σεπτεμβρίου 1986) και στην επεξηγηματική λεζάντα αναγράφεται. Γωνιόλιθος από τόν άρχικό διάκοσμο του ναού, 15ος αιώνας. Βρέθηκε σε δεύτερη χρήση. Η μορφή του νεαρού αγίου σώζεται πολύ αποσπασματικά, αλλά θα μπορούσε να ταυτιστεί με αυτή του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, με βάση την αναφορά του Bory de Saint-Vincent και το Απολυτίκιον του Αγίου Στεφάνου: Βασίλειον διάδημα έστέφθη σή κορυφή.
58. Θερμά ευχαριστώ τις κυρίες Catherine Jolivet-Lévy και Elodie Guilhem.
59. Gabriel Millet. La collection Chrétienne et Byzantine des Hautes Études, Paris 1903. g. 3.-4.
61. Alfred Morel-Fatio. Libro de los techos et conquistas del príncipado de la Morea/Chronique de Morée aux XIIIe et XIVe siècles, Genève 1885, O. 48, ot. 2(lo.
62. J. Longnon. «Le Traité de Viterbe entre Charles 1er d'Anjou et Guillaume de Villehardouin, Prince de Morée». Estratto da “Studi in onore di Riccardo Filangieri” Vol. I, Napoli 1959.σ.307.
63. M. Ντούρου- Ηλιοπούλου. Η Ανδεγαυική κυριαρχία στην Ρωμανία επί Καρόλου Α ́ (1266-1285), διδακτορική διατριβή, Αθήνα, ΕΚΠΑ Φιλοσοφική Σχολή,1987, σ.82,
64. J. Longnon. σ.309.
65. J. Longnon. σ.312.
66. M. Ντούρου- Ηλιοπούλου , Η Ανδεγαυική κυριαρχία στην Ρωμανία επί Καρόλου Α ́ (1266-1285), διδακτορική διατριβή, Αθήνα, ΕΚΠΑΦιλοσοφική Σχολής 1987, σ. 75.
67. Bartolommeo Capasso, Inventario cronologico-sistematico dei Registri angioini nell'archivo di stato in Napoli, Napoli. 1894. a. LXXXVI, iToomualcoo8g 63, 64, 69 και 70.
68. M. Ντούρου- Ηλιοπούλου. Η Ανδεγαυική κυριαρχία στην Ρωμανία επί Καρόλου Α ́ (1266-1285), διδακτορική διατριόή. Αθήνα, ΕΚΠΑΦιλοσοφική Σχολή, 1987, σ.166.
69. Paul Du Trieu. Les archives angevines de Naples: étude sur les registres du roi Charles fer (1265-1285), Paris 1886-1887. vol.1er, σελ.235-236.
70. Paul Durrie u, Les archives angevines de Naples: étude sur les registres du roi Charles Ier (1265-1285), Paris 1886-1887. vol.2er, σελ.317-318.
72. Jean Darrouz ès. Notitiae episcopatLium Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris: Institut français d'études Byzantines, 1981,164.
73. J. A, Buchon, Collection des Chroniques nationales françaises du treizième âti seizième Siècle, Paris 1825, σελ.372.
74. Alfred Morel-Fatio, Libro de los fechos el conquistas del principado de la Morea/Chronique de Morée aux XIIIe et XIVe siècles, Genève 1885,σελ.77 στιχ.346.
75. Χρύσας Μαλτέζου, «Κοινωνία και τέχνες στην Ελλάδα κατά τον 13ο αιώνα, Ιστορική εισαγωγή». ΔXAE περίοδος Δ', τόμ. KA, Aθήνα 2000, σ.14.
76. Riccardo Filangi e ri, Gli atti perduti della Cancelleria angioina/ transuntati da Carlo de Lelis, Roma 1939-1942,σ.X.
77. Riccardo Filangieri σελ, XLI
78. Alfred Morel-Fatig: σελ.92 στιχ.420
79. Camillo Minieri-Ricciο: Cenni storici intorno i Grandi Uffici del regno di Sicilia durante il regno di Carlo I d'Angio, Napoli 1872, σελ.190-192