Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΤΟΥ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΒΕΡΣΑΚΗ, 1916
Πορευόμενος ο Παυσανίας επί της προς την δυσμικήν ακτήν του Μεσσηνιακού κόλπου παραλιακής οδού συναντά μεταξύ της παλαιάς Κορώνης και των Κολωνίδων, 80 στάδια νοτιώτερον της πρώτης, το ιερόν του Κορύνθου Απόλλωνος (Παυσαν. 4, 34, 7). Ακολουθούντες και ημείς την πορείαν ταύτην ανευρίσκομεν εν τω νυν παρά τον μυχόν του ρηθέντος κόλπου χωρίω Πεταλιδίω της επαρχίας Πυλίας ικανά ίχνη αρχαίου συνοικισμού (Curtius- Peloponnesos Η 166, σημ.40 πιν.Ε).
Επί λόφου δηλονότι δυσμικώς του χωρίου κειμένου ευρίσκονται λείψανα περιβόλου ακροπόλεως εξ ορθογωνίων δόμων μελανός ασβεστολίθου και εντός του περιβόλου ερείπια πωρίνων κτισμάτων και οικοδομών εξ οπτών πλίνθων και κονιάματος, εν διαφόροις δε οικίαις αρχιτεκτονικά τινά μέλη, ενεπίγραφοι κίονες και πλάκες, και τινά γλυπτά. Εις αρχαίους χρόνους ανάγεται και η θεμελίωσις λιμενικών τινων έργων του χωρίου. Τα αρχαία ταύτα είναι πιθανώς λείψανα της αρχαίας Κορώνης κείμενης άλλοτε δυσμικώς των νυν Καλαμών παρά τον μυχόν του Μεσσηνιακού κόλπου (Curtius ε.α. Hitzig- Blümner- Pausaniae Gr. descriptio B1, 183/89, 16).
Ορθής ούσης της εικασίας ταύτης, πρέπει να ανεύρωμεν 80 στάδια προς νότον της παλαιάς Κορώνης την θέσιν του ιερού του Απόλλωνος. Εν τω σημείω τούτω εσώζοντο από χρόνου πολλού εις 300 περίπου μέτρα από της θαλάσσης πώρινοι σφόνδυλοι δωρικών κιόνων, ολίγον δε ανατολικώτερον η μεταγενεστέρων χρόνων Βυζαντιακή εκκλησία του Αγίου Ανδρέου και δυσμικώς ταύτης ίχνη μεσαιωνικών κτισμάτων, εφ’ ων εκτίσθη το ευτελές παρεκκλήσιον των Αγίων Θεοδώρων.
Η θέσις αύτη ημίωρον περίπου απέχουσα του προς δυσμάς χωρίου Λογγάς καλείται νυν εκ της Βυζαντιακής εκκλησίας Αγιος Ανδρέας, ενταύθα δε είναι και ο λιμήν του ειρημένου χωρίου. Εκ της ρηθείσης εκκλησίας και εκ τινων άλλων ενδείξεων αχθέντες τινές υπώπτευσαν ενταύθα την θέσιν του ιερού του Απόλλωνος (Pouillon- Boblaye- Récherches géographiques sur les ruines de la Morée 1836, 111. Curtius ε.α. 195 σημ.41).
Μεταγνόντες όμως αμέσως μετήνεγκον ούτοι την θέσιν του ιερού επί του λόφου του χιλιόμετρά τινά νοτιώτερον κειμένου χωρίου Κασχελίων (P. Boblaye 111). Προς τούτους συνεφώνησε και ο Curtius (ε.α.167) και ο Leake (446), εν φ έτεροι ετοποθέτησαν το ιερόν βορειότερον και προς τον Αγιον Ανδρέαν (Bursian Geographie von Griechenland 173 σημ.2. Hitzig- Blümner ε.α. 184/ 80,4).
Τας αμφιβολίας των νεωτέρων τοπογράφων διέλυσε το τυχαίον εύρημα Εικ.1 (παρενθ. πιν.7), ευρεθέν παρά τον Αγιον Ανδρέαν και η εξ αφορμής του ευρήματος γενομένη ανασκαφή1, δι ης απεκαλύφθη εν τη ειρημένη θέσει2 ό,τι περιεσώθη εκ του ιερού (Εικ.2-6, 7).
ΤΟ ΙΕΡΟΝ
Τούτο ίδρυτο επί ισοπεδωμένου χώρου κειμένου 6- 8 μέτρα υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης. Το δε κύριον μέρος εξετείνετο μέχρι 130 μέτρων προς βορράν του παρεκκλησίου των Αγίων Θεοδώρων (Εικ.5α), δυσμικώς εξηπλούτο προς την διευθύνσιν του χωρίου Λογγάς και ανατολικώς εις μείζονα η νυν απόστασιν προς την θάλασσαν. Το τελευταίον συνέβη, διότι, ο χώρος ούτος αποτελών το άκρον πεδίου ορμωμένου εκ των υπωρειών λοφοσειράς, τα εκ ταύτης προς την θάλασσαν φερόμενα χειμαρρώδη ύδατα απέσπασαν βαθμηδόν το ανατολικόν άκρον του ιερού μετά μέρους των μνημείων. Τα αποσπασθέντα πάλιν μέρη του εδάψους επέχωσαν έκτασιν τινά της παραλίας σχηματίσαντα δεύτερον ταπεινότερον επίπεδον του ιερού, ολίγον υπερκείμενον της επιφάνειας της θαλάσσης (Εικ.5).
Η έκτασις αύτη κατεχομένη νυν υπό ιδιωτών καλλιεργείται άπασα.
Κατά το βόρειον άκρον του ιερού ανευρέθη και ο ενεπίγραφος κίων Εικ.1, εκεί δηλαδή ένθα ετοποθετήθη παρ’ ημών μετά την ανασκαφήν (Εικ.2α). Ενταύθα φυσικώς επεχείρησα και την πρώτην σκαφικήν εργασίαν, δι’ ης απεκαλύφθη βαθμηδόν η μέχρι του στυλοβάτου στρώσις του ναού A (Εικ.2-4 και 7). Μόνον η βορειοδυσμική γωνία μένει εισέτι κεκαλυμμένη, μη αποφασισθείσης μέχρι τούδε της κατεδαφίσεως της επ’ αυτής αγροικίας.
Μετά την αποκάλυψιν του ναού τούτου ανέσκαψα εν τω νοτίω άκρω του ιερού και ανεύρον ενταύθα τα θεμέλια των τριών ναών Γ, Δ και Ε (Εικ.5, 6). Επανελθών δε εις το πρώτον σημείον απεκάλυψα τα θεμέλια του κτίσματος Β (Εικ.2-4, 7) και άλλα τινά μεταγενεστέρων κτισμάτων λείψανα.
Ο ΝΑΟΣ A
Του ναού τούτου έχοντος εξωτερικόν μέγεθος μ. 11.32X 7,52 σώζεται ο στυλοβάτης και καθ’ όλον το κτίριον η ισούψής προς αυτό στρώσις. Εκ των σημείων επαφής της στρώσεως ταύτης προκύπτει ότι οι πλάγιοι τοίχοι του ναού εξικνούντο μέχρι του μετώπου, μεταξύ δ’ αυτών ίσταντο δύο κίονες εν τω προσώπω). Διακρίνονται καλώς επί του στυλοβάτου τα ίχνη επικαθήσεως των βάσεων των κιόνων, το δε προς τα μετακιόνια αντιστοιχούν μέρος είναι λελεασμένον εκ της τριβής των διερχομένων.
Εκ του εγκαρσίου σκέλους του αποχωρίζοντος εκ του κυρίως ναού τον πρόναον ουδέν διεσώθη, φαίνεται όμως ότι θα έκειτο εν τω σημείω α της Εικ.7. Διότι ανασκάψας ενταύθα ανεύρον ως θεμέλια χρησιμοποιηθέντας πώρινου; δόμους και την τρίγλυφον Εικ.8 (παρενθ. πιν.1) και Εικ.2.
Η σωζομένη πρώτη στρώσις του κτιρίου δεν είναι αρχαιοτέρα των μετάγενεστέρων Ρωμαϊκών χρόνων, ως δεικνύει η επεξεργασία των λίθων. Δόμοι τινές όμως ορθογώνιοι ευρισκόμενοι υπό την στρώσιν ταύτην επί τμήματος της βορείου πλευράς (Εικ.2β), ισοδομικώς δε και αριστα προσαρμοσθέντες αναβιβάζουσι την οικοδόμησιν του ναού μέχρι των Μακεδονικών τουλάχιστον χρόνων, ίσως και μέχρι του -4ου αιώνος.
Εν τη πρώτη κατασκευή οι ορθογώνιοι δόμοι θα περιέθεον τον ναόν καθ απάσας τας πλευράς ως θεμέλια της ισούψούς προς τον στυλοβάτην στρώσεως.
Άλλα κατά τας μετέπειτα επισκευάς αντικατεστάθησαν εν τη νοτία και τη δυσμική πλευρά οι δόμοι δια μίγματος μικρών λίθων και κονιάματος.
Μόνον υπό τον στυλοβάτην υπάρχει ακόμη δευτέρα, εξέχουσα (0.30) έμπροσθεν ως βαθμίς, στρώσις εξ ορθογωνίων δόμων, αλλ' ούτοι δεν είναι παλαιότεροι του στυλοβάτου.
Επειδή δε τα επί του τελευταίου ίχνη των κιόνων δεν σχηματίζουσι κύκλον, άλλα τετράγωνον, εξάγεται ότι επ’ αυτού ίστατο η τετράγωνος βάσις ιωνικής σπείρας.
εν τη τελευταία λοιπόν μορφή ο ναός ήτο Ιωνικού ρυθμού εν παραστάσει, πιθανώτατον δ είναι ότι την αυτήν είχε μορφήν και από της πρώτης κατασκευής (Εικ.7).
Σπείραι μεταγενεστέρων χρόνων ηυρέθησάν τινες παρά τον ναόν, αλλ' ουδέν έτερον αρχιτεκτονικόν μέλος. Είναι πιθανόν όμως ότι τα δύο τεμάχια της μαρμάρινης σίμης προέρχονται εκ του κατά την τελευταίαν περίοδον ναού τούτου, διότι η εργασία αυτών είναι πως ευτελής.
Ο ναός διευθύνεται εκ δυσμών προς ανατολάς, δέκα περίπου μοίρας μόνον παρεκκλίνων της κατευθύνσεως ταύτης. Το δε χρησιμοποιηθέν υλικόν είναι υποκίτρινος σκληρός ως μάρμαρον ασβεστόλιθος.
Ο πρoκείμεvoς ναός μετασκευασθείς βραδύτερον δια προσθήκης ετέρου προς το μέτωπον διαμερίσματος (Εικ.2- A, β, γ, δ και 7βοδ) μετεβλήθη εις χριστιανικήν εκκλησίαν έχουσαν είσοδον εκ δυσμών. Προς την ανατολικήν πλευράν του προστεθέντος τμήματος εκτίσθη μόνον η μέση κόγχη μετά θεμελίων εκ παλαιού υλικού. Ενταύθα δε ηυρέθησαν το πώρινον επιστύλιον Εικ.10α (παρενθ. πιν.1) και αι τρίγλυφοι Εικ.10β, γ.
Εν τω μέσω ακριβώς του νέου διαμερίσματος κατασκευασθέντος και τούτου εκ παλαιού υλικού ηυρέθη το μοναδικόν αρχαϊκόν Δωρικόν κιονόκρανον Εικ.11 (παρενθ. πιν.2, πβλ. Και Εικ.2- 4), όπερ ετοποθετήθη ούτως, ώστε η άνω αυτού επιφάνεια να συμπέση προς την γραμμήν του εδαφούς της εκκλησίας· κατείχε δηλονότι την αυτήν περίπου θέσιν, ην κατέχει εν πολλοίς Βυζαντιακοίς ναοίς η μετ’ αναγλύπτου παραστάσεως πλάξ εν τω εδάφει του καθολικού. Μετά την τοποθέτησήν του κιονόκρανου εστρώθη και το λοιπόν έδαφος της εκκλησίας δια μικρών ποταμίων λίθων και κονιάματος. Επί δε της παλαιάς κατωτάτης στρώσεως του ναού A εκτίσθησαν νεώτεροι τοίχοι δια λίθων και πλίνθων μετ ασβέστου.
Τούς νεωτέρους τούτους τοίχους κατηδάφισα, αφήρεσα δε και την εκ ποταμίων λίθων στρώσιν, υφ ην ανεύρον την μαρμαρίνην κεφαλήν Εικ.60, θραύματά τινά μαρμαρίνων αγαλμάτων, τον χαλκούν αστράγαλον αρ. 30 και την ενεπίγραφον μαρμαρίνην πλάκα Εικ.63.
Πλην των μνημονευθέντων ανωτέρω αρχιτεκτονικών μελών εκ πώρου εχρησιμοποιήθησαν κατά την μετασκευήν του ναού εις εκκλησίαν και τινες πώρινοι σφόνδυλοι προς στερέωσιν εκ των έξω της ως θεμέλιον χρησιμοποιηθείσης πρώτης στρώσεως του παλαιού ναού (Εικ.2-4).
ΤΟ ΚΤΙΣΜΑ Β
Και του προς νότον του ναού A μικρού κτιρίου Β (Εικ.2-4 και 7 Β) σώζονται μόνον τα εξ αργών λίθων και πηλού θεμέλια. Διακρίνονται νυν δυο ισομεγέθη πως διαμερίσματα (πλατ. 4,14), άλλα και προεξοχή του νοτιωτέρου πλαγίου σκέλους πέραν ακόμη του βορειότερου δωματίου. Εκ τούτου αγόμεθα να πιστεύσωμεν ότι ηκολούθει και τρίτον τουλάχιστον διαμέρισμα προς βορράν, ισομεγεθές πως και αυτό προς τα δύο άλλα. Διότι εντός των δύο διαμερισμάτων και επί του εκ βορρά ακολουθούντος χώρου ηυρέθησαν τα πλείστα των εκ της ανασκαφής προερχόμενων μικρών ευρημάτων, αφθονώτερα μάλιστα εν τω ανοικτώ χώρω, ολίγα δε εν τω ακολουθούντι διαμερίσματι και ελάχιστα εν τω πρώτω. Κατ’ ακολουθίαν ο χώρος, εφ’ ου νυν η προεξοχή του πλαγίου τοίχου, ήτο το έδαφος τρίτου διαμερίσματος.
Πλην των μικρών ευρημάτων ηυρέθησαν ενταύθα και πάμπολλαι επιμήκεις κοίλαι κεραμίδες, ων η κοίλη επιφάνεια ήτο κεχρισμένη δια μέλανος χρώματος. Αι κεραμίδες αύται, ων όμοιαι ηυρέθησαν και εν τω Ηραίω της Ολυμπίας (Olympia-Baudenkmäler πιν. LXXXXVIII.1.7-9. Λεονάρδος. Ολυμπία 1901, 238), έκειντο εστρωμέναι σχεδόν επί των δύο διαμερισμάτων και επί του ακολουθούντος χώρου, καλύπτουσαι τα μνημονευθέντα ευρήματα. Προκύπτει λοιπόν ότι αι κεραμίδες εκάλυπτον την στέγην του οικοδομήματος και ότι καταρρεύσαντος τούτου κατέπεσον ως είχον επί του εδαφούς καλύψασαι τα πάντα. Επειδή δε ηυρέθησαν και επί του ανοικτού χώρου, συμπεραίνομεν ότι ορθώς εξελάβομεν τον χώρον τούτον ως το έδαφος τρίτου διαμερίσματος 1.
Εχων προ οφθαλμών την μορφήν του κατωτέρω περιγραφησομένου ναού Γ (Εικ.7) θα παρεδεχόμην ότι το τρίτον ελλείπον διαμέρισμα του κτιρίου ήτο άδυτον ναού και ότι εκ των δύο λοιπών διαμερισμάτων, το μεν νοτιώτερον ήτο πρόναος μετά δύο ή ενός κίονος εν τω μέσω, το δε δεύτερον ομού μετά του τρίτου (αδύτου) ο κυρίως ναός. Ούτω ήθελε εξηγηθή η κατ’ αύξουσαν κλίμακα τοσότης των ευρημάτων, μείζον από του πρώτου προς τα άλλα διαμερίσματα γινομένη.3
Παρά τον ναόν τούτον ηυρέθησαν και τμήμα μικρού πώρινου κίονος, όπερ ενδέχεται ότι προέρχεται εκ του προνάου, και θραύμα πηλίνης αρχαϊκής σίμης κεχρισμένης μελάνι χρώματι μετά ίχνους λευκής διακοσμήσεως. Προστιθεμένου και των ευρημάτων τούτων προς τα λοιπά εξάγεται ότι έχομεν ενταύθα ναόν κατασκευασθέντα δια λίθων και πηλού και ξυλίνου θριγκού μετά πηλίνης επενδύσεως και αρχαϊκωτάτων κεραμίδων. Πήλινα δε τινά αγγεία των λεγομένων Λακωνικών η Κυρηναϊκών (αριθ. 53, 55, 56) ευρεθέντα ενταύθα και η ευτελής τοιχοδομία και οι ανωτέρω λόγοι αναβιβάζουσι την οικοδόμησιν του ναού μέχρι του ογδόου τουλάχιστον αιώνος.
Ο άξων του ναού τούτου ακολουθεί γραμμήν βαίνουσαν από του βυρειο- δυσμικού προς το νοτανατολικόν σημείον του ορίζοντος, έχει δηλαδή την αυτήν περίπου κατευθύνσιν προς το κτίριον Ε (Εικ.7).
ΑΛΛΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΟΘΡΟΣ
Τα προς νότον του ναού Β σωζόμενα (ραίνονται λείψανα του περιβόλου του ιερού (Εικ. 4ο και 7). Ενταύθα θα υπήρχε και είσοδος, διότι ο τοίχος κάμπτεται προς ανατολάς.
Ολίγον βορειότερον της γωνίας ταύτης σώζεται εξόγκωμά τι επί του μνημονευθέντος τοίχου εκ λίθων και χωμάτων παντοειδών (Εικ.7Β). Ανασκάψας εντός του εξογκώματος εις ικανόν βάθος εξήγαγον σποδόν μετά συντριμμάτων αγγείων διαφόρων χρόνων. Πρόκειται προφανώς περί βόθρου, εξ ου και το σχηματισθέν εξόγκωμα και η άφθονος εντός αυτού σποδός, άφθονος δε και έκτος του βόθρου εις ακτίνα τινά.
Πέραν του βόθρου ο περίβολος κατεστράφη εκ μεταγενεστέρων κτισμάτων φερόντων πολλά αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη. Ενταύθα ηυρέθησαν παράλληλος κείμενοι δύο μονόλιθοι πώρινοι κίονες Χωρικοί (Εικ.4π) και το θραύμα Χωρικού κιονόκρανου εκ πώρου Εικ.12 (παρενθ. πιν.1), υπό δε τούτους τα δύο πήλινα βούκρανα Εικ.49 (παρενθ. πιν.3) και τινά λείψανα χαλκών σκευών, τα δύο πήλινα ειδώλια Εικ.48 (παρενθ. πιν.3) και άπειρα θραύματα αγγείων.
Πέραν ακόμη προς την ελαίαν, βορείως του ναού Β ηυρέθη θραύμα πώρινου γείσου, ως τα δια απεικάσματος 13 (παρενθ. πιν.2) υποδεικνυόμενα, και θραύμα πώρινου επικράνου παραστάδος (Εικ.14α).
Εντός των νεωτέρων τούτων κτισμάτων ανευρέθησαν άπειρα τεμάχια εξ ευρυστόμων πίθων4 και πάμπολλα καλυμμάτια 1 των γνωστών στενών και επιμήκων άχρων αμφορέων, ιών προς χρήσιν δημητριακών και άλλων. Υπήρχον, φαίνεται, ενταύθα μεταγενέστεραι αποθήκαι του ιερού.
Ανασκάψας εν τω μεταξύ του ναού A και του ναού Γ χώρου ανεύρον μεταγενέστερα μόνον ευτελή κτίσματα, άτινά κωλυθείς την τελευταίαν στιγμήν υπό ασθένειας δεν ηδυνήθην να συμπεριλάβω εν τω σχεδιογράμματι Εικ.7.
Τα κτίσματα ταύτα ωκοδομήθησαν το πλείστον εξ αρχαίου υλικού, εντεύθεν δε εξήγαγον τα πώρινα γείσα Εικ.13 (παρενθ. πιν.2) και τας δυο μαρμαρίνας σίμας Εικ.9. Εν ενί των κτιρίων τούτων απεκαλύφθη ο σιδηρούς πέλεκυς η αξίνη, αριθ. 48 βεβλαμμένος χαλκούς λέβης και τινά Ρωμαϊκά νομίσματα.
Ο ΝΑΟΣ Γ
Αι τρίγλυφοι και το επιστύλιον Εικ.10 (παρενθ. πιν.1) και τα πώρινα γείσα Εικ.13 αποτελούσι εν σύνολον, ως εξάγεται εκ των διαστάσεων. Εκ του αυτού συνόλου προέρχεται το μαρμάρινον αρχαϊκόν κιονόκρανον Εικ.11 (παρενθ. πιν.2), το θραύμα Δωρικού κιονοκράνου Εικ.12, το θραύμα επικράνου παραστάδος Εικ.14α, οι δύο μονόλιθοι κίονες Εικ.4π και περί τούς δέκα πώρινοι σφόνδυλοι.
Προς τας διαστάσεις των τελευταίων (0,735- 0,96) συμφωνούσιν αι διαστάσεις του μαρμάρινου κιονοκράνου (διάμ. 0,735, υψ. 0.48, μήκ. άβακος 1,275). Αλλά οι δύο μονόλιθοι κίονες μικροτέρου πάχους όντες (άνω διάμ. 0.645 κάτω διάμ. 0,855, υψ. 3,175) συμφωνούσι προς το μικρότερον κιονόκρανον (Εικ.12 παρενθ. πιν. 1), υψ. 0,46, χορδή ραβδώσεως 0,13. Μη δυνάμενοι όμως να παραδεχθώμεν δύο διάφορα κτίρια, θα δεχθώμεν κατ’ ανάγκην ότι και τα δύο διαφόρου μεγέθους και σχήματος κιονόκρανα τω αυτώ προσνέμονται ναώ περί της διατάξεως αυτών θέλομεν διδαχθή μελετώντες το κτίριον Γ.
Εν τω κτιρίω τούτω ηυρέθη και η πώρινη σπείρα Εικ. 14, το επιπεδόμορφον αποκεκρουσμένον ανάγλυφον εικ.15 (παρενθ. πιν.2) και το ομοίου αναγλύφου θραύμα εικ.16, προς δε και πώρινοι ραβδωτοί σφόνδυλοι όμοιοι προς τούς αλλαχού ευρεθέντας. Και ταύτα προέρχονται αναμφίβολος εκ του αύτου συνόλου, εξ ου προήλθον και τα ανωτέρο μνημονευθέντα.
Το κτίριον Γ υπέστη την αυτήν πανωλεθρίαν, ην εδοκίμασεν εκ μετασκευών και ο προηγούμενος ναός Α. Μετεβλήθη και αυτό εις χριστιανικήν εκκλησίαν και δη εις βασιλικήν. Ο κεντρικός χώρος αβ απετέλεσε το μέσον κλίτος καλυφθέν και δια ψηφοθετήματος, καταστραφέντος νυν το πλείστον5 τα πλάγια κλίτη ηδράζοντο επί των θεμελίων γδ, προ δε αυτών υπήρχε νάρθηξ μετά δύο θυρών.
Εντός της εκκλησίας και περί αυτήν απεκαλύφθησαν χριστιανικοί τινές τάφοι, μεθ’ ενός αγγείου έκαστος6 και ολίγα Βυζαντιακά αντικείμενα, εν οις αλαβάστρινον ποτήριον, πλάκες θωρακίων, πλίνθος μετά του μονογράμματος του Χριστού και τινά επίκρανα και κίονες.
Αλλά και προ της χριστιανικής καταστροφής θα προηγήθη και επί των Ρωμαϊκών χρόνων βλάβη του κτιρίου. Διότι ενταύθα ανευρέθησαν υπό το ψηφοθέτημα πολλά θραύματα των γνωστών μεγάλων πίθων και των επιμήκων αμφορέων μετά των υποβάθρων αυτών7 και ικανά Ρωμαϊκά νομίσματα, εν δε τω βορείω κλίτει ο χαλκούς κανών του Ρωμαϊκών χρόνων ζυγού αριθ. 17 και νοτίως του κτιρίου Γ πολλά αρχιτεκτονικά μέλη υστέρων χρόνων και αρχαιότερα, πήλινοι επιμήκεις τινές κοινοί αμφορείς ολίγον αποκεκρουσμένοι, αι Ρωμαϊκαί επιγραφαί Εικ.61 (παρενθ. πιν.7) και τα χαλκά αριθ.1 Η, 20, 36-39.
Εντετειχισμένα ενταύθα ήσαν και η σπείρα Εικ.14/5, τα ανάγλυφα Εικ.15, 16, τεμάχιον της ευθυντηρίας του παλαιού κτιρίου και πολλοί ορθογώνιοι μεγάλοι δόμοι εκ πώρου του αυτού οικοδομήματος, εξ ου προέρχονται και τα μνημονευθέντα μέχρι τούδε πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη.
Αφαιρεθέντων πάντων των νεωτέρων κτισμάτων προέκυψεν επίμηκες τετράπλευρον κτίριον αβγδ, συγκείμενον εξ ενός κεντρικού μέρους αβ και ετέρου περί τούτου γδ. Το σκέλος δ προχωρεί προς δυσμάς πέραν του εγκαρσίου δυσμικωτάτου σκέλους ε, αλλά και τα έτερα τρία σκέλη αβ και γ την αυτήν θα είχον έκτασιν. Διότι σώζεται η ως θραύμα του τοίχου αρχή της προεκτάσεως τούτου πέραν του καθέτου προς εκείνα σκέλους ε.
Έτερον ανατολικώς του ε εγκάρσιον σκέλος ζ χωρίζει τμήμα του δυσμικού άκρου του αβ μέρους, αλλ' επεκτείνεται ως το ε εκατέρωθεν των αβ σκελών μέχρι συναντήσεως των γ και δ πλευρών.
Λείψανον τρίτου εγκαρσίου σκέλους σώζεται προς δυσμάς του εδ θα προεξετείνετο αναμφιβόλως και αυτό, ως το ε, μέχρι των γ,δ πλευρών.
Πάντα τα σκέλη ταύτα αποτελούσι την θεμελίωσιν του αυτού πολυμερούς κτιρίου, σύγκεινται δε εξ αργών λίθων μετά πηλού συνδεθέντων. Επειδή όμως τα παλαιά ταύτα θεμέλια εχρησιμοποιήθησαν εν χρόνοις νεωτέροις, αναφαίνεται ενιαχού και άσβεστος εντός αυτών, δυναμένη πολλούς να εξαπάτηση ως προς την ηλικίαν των θεμελίων.
Επί μεγάλου τμήματος του σκέλους β και του ε εδράζονται επί της θεμελιώσεως ταύτης μεγάλοι πώρινοι δόμοι, οιτινές ενιαχού κείνται κατά χώραν, προέρχονται δηλαδή εκ του μεγάλου παλαιού κτιρίου κτισθέντες ως έχουσι νυν και μη μετακινηθέντες μετά ταύτα. Άλλοι όμως των δόμων τούτων προέρχονται μεν εκ του αυτού παλαιού κτιρίου, αλλ' ετέθησαν κατά την μεταγενεστέραν μετά σκευήν του κτιρίου, ληφθέντες εξ άλλων μερών τούτου, ως δεικνύει η επί των στενών πλευρών αναθύρωσις αυτών.
Αν δεν είχον κτισθή τα νεώτερα κτίρια επί της παλαιός θεμελιώσεως, θα ηδυνάμεθα ευκρινέστερον να διακρίνωμεν την φύσιν και τον σκοπόν αυτής. Τα μεγάλα όμως χάσματα ταύτης, το ενιαχού σποραδικώς σωζόμενον και η παρατηρουμένη άσβεστος μεγάλην σύγχυσιν παρέχουσι τω παρατηρούντι το πρώτον ταύτα. αλλ' αν συνδυάσομεν προς τα ούτω σωζόμενα θεμέλια τα ενθάδε εν δευτέρα χρήσει χρησιμοποιηθέντα αρχαία τεμάχια εκ πώρου και τα εν άλλη θέσει ευρεθέντα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, διαισθανόμεθα αμέσως ότι το κτίριον Γ είναι ο αρχαϊκός ναός, εξ ου απεσπάσθησαν απαντα τα μνημονευθέντα πώρινα τεμάχια και το μαρμάρινον κιονόκρανον Εικ.11.
Έχοντες δεδομένην διπλήν μορφήν και διπλούν μέγεθος κιονοκράνου οφείλομεν να εύρομεν τοιαύτα στοιχεία κτιρίου, προς ο να προσαρμόζωνται οι διπλού μεγέθους κίονες. Τούτο δε θα συνέβαινε κυρίως αv το κτίριον Γ ήτο ναός περίπτερος, όσπερ πλην των κιόνων του πτερού θα είχε και ελάσσονος μεγέθους κίονας εν τω προνάω και τω οπισθοδόμω. Και η θεμελίωσις τότε θα παρείχε φυσικώς την υπό τοιαύτην μορφήν ναού προαπαιτουμένην βάσιν ταύτην δε παρέχει ακριβώς και το κτίριον Γ. Προς τοις θεμελίοις δηλονότι του πτερού έχει και τα θεμέλια του σηκού και ίχνη των θεμελίων του οπισθοδόμου μετά των θεμελίων των εν αυτώ κιόνων. Του προνάου το μέρος απεσπάσθη ολόκληρον εκ της άνω μνημονευθείσης μεταβολής του εδαφούς.
Η αλήθεια των ανωτέρω εκτεθειμένων προκύπτει εκ των κατωτέρω υπολογισμών. Εκ του πλάτους της τριγλύφου Εικ.10 (0,535 υψ. 0,842) λαμβάνομεν κατά προσέγγισαν, μη υπαρχούσης της μετόπης, το μετακιόνιον εκ μ. 2,68 κατ’ αναλογίαν αρχαϊκών άλλων ναών. Το μετακιόνιον η μεταξόνιον επαναλαμβανόμενον πεντάκις δίδει εξαγόμενον μ. 13.40, όπερ δια του πλάτους της γωνιαίας τριγλύφου και των βαθμιδών του κρηπιδώματος (δύο εκατέρωθεν ανά 0.40- 80 X2=160) αυξάνεται εις μ. (13.40+ 0.535+1.60) 15,53, και συνυπολόγιζαμένης της από του κίονας μικρός προεξοχής του στυλοβάτου εις 15,73 περίπου. Επειδή δε πάντως εξ κίονας θα είχεν εν τω μετώπιο ο ναός, το άνω εξαγόμενον προσαρμόζεται αριστα προς το εξωτερικόν πλάτος των δύο παραλλήλων σκελών γ και ο, όν ολίγον τι μείζον των μ. 16.
Δεχόμενοι ότι το μέσον μέρος των θεμελίων αβε διατηρεί το μέγεθος του σηκού και λαμβάνοντες ως βάθος προνάου απόστασιν ίσην προς εν μεταξόνιον. Συμπληρουμέν τον σηκόν μετά αδύτου και τον όλον ναόν ως έχει εν τω άπεικάσματι Εικ. 17, μετά δώδεκα δηλαδή κιόνων εν τη πλαγία πλευρά και εξ εν τη στενή.
Το σκέλος ζ θα εχώριζε το άδυτον, όπερ εν αρχαϊκοίς ναοίς κυρίως παρατηρειται.
Δεν Οφείλεται βεβαίως εις σύμπτωσιν ότι το τετράπλευρον αβε έχει εξωτερικόν πλάτος ίσον προς τρία περίπου μετακιόνια (8.04), μήκος δε ίσον προς την από του άξονος έκτασιν οκτώ κιόνων. Είναι το μέγεθος, όπερ απαιτεί εξάστυλος ναός έχων δεδομένον το μεταξόνιον.
το δυσμικώς του σκέλους ε λείψανον εγκαρσίου σκέλους αντιστοιχεί προς την θέσιν των κιόνων του οπισθοδόμου, το δε προς το μέρος τούτο μήκος του σκέλους δ συμπίπτει προς την μέχρι του οπίσθιοι» μέρους του πτερού απαιτουμένην έκτασιν.
Τα σκέλη γ και δ αποτελούσι το εξώτατον μέρος των θεμελίων του πτερού. Το πάχος όμως αυτών ον έλασσον του υπό της εξωτερικής κιονοστοιχίας απαιτουμενού ηυξήθη δια προσθήκης σειράς λίθων εσωτερικώς μέχρι που του σηκού αβε. Λείψανα δε των λίθων τούτων σώζονται παρά το δυσμικόν άκρον του σηκού, μεταξύ τούτου και του σκέλους δ, και έτερα εσωτερικώς του σκέλους γ.
Δυνάμεθα λοιπόν να παρακολουθήσω μεν νυν ακριβώς την οικοδόμησιν του ναού κατά τα διάφορα στάδια της εργασίας. Ισοπεδώθη πρώτον το έδαφος8 και μετά ταύτα εστρώθη η δια λίθων αργών και πηλού θεμελίωσις του σηκού, έπειτα δε του πτερού. Αι πλάγιαι και στεναί πλευραί του πρώτου ως και του αδύτου προεξετάθησαν μέχρι συναντήσεως της θεμελιώσεως του πτερού, επεξετάθησαν δε μέχρι του αυτού σημείου και τα υπό τούς κίονας του προνάου και του οπισθοδόμου εγκάρσια σκέλη.
Επί της θεμελιώσεως ταύτης εστρώθησαν οι πώρινοι δόμοι του κρηπιδώματος, του σηκού μετά του προνάου και του οπισθοδόμου, επληρώθησαν δ’ ύστερον τα μεταξύ κενά δι’ ισομεγέθων πανταχού δόμων εδραζομένων ενιαχού επί των κενών του σκελετού Εικ.19 πληρωθέντος δι’ άλλης ύλης.
Εκ των πλακών του εδαφούς και εκ του κρηπιδώματος του ναού προέρχονται οι ενταύθα εν μεταγενέστερα το πλείστον χρήσει ευρεθέντες πώρινοι δόμοι, ων οι πρώτοι διασφζουσι τούς τόρμους των σιδηρών συνδέσμων σχήματος Ι-Ι. Εκ των δόμων τούτων τινές κείνται, ως ανώτερο) είπον, επί της β και ε πλευράς του τετραπλεύρου αβε, οι άλλοι δε επί της ανατολικής πλευράς του αυτού διαμερίσματος και προσνέμονται τω κρηπιδώματι. Οι τελευταίοι έχουσιν επί της κάτω ακμής της ετέρας των στενών πλευρών τρεις επαλλήλους λαξευτός ταινίας, επί δε της άνω επιφάνειας τετραγώνους και άλλας εντομάς προς επίθεσιν αφιερωμάτων επί των βαθμιδών του κρηπιδώματος.
Κατά συνήθειαν παρατηρουμένην εν πολλοίς αρχαϊκοίς κυρίως ναοίς ετέθη και ενταύθα η σπείρα Εικ.1 β ως πρώτη στρώσις των τοίχων του στυκού.
Δεν γνωρίζομεν αν η κορυφή του προς τας τρεις πλευράς του προνάου και του οπισθοδόμου αντίστοιχούντος σηκού έφερε θριγκόν, ουδενός ίχνους τούτου διασωθέντος. Το ανάγλυφον όμως Εικ.15,16 περιέθεεν αναμφιβόλως την κορυφήν του σηκού9. Θα κατείχε το τμήμα των πλαγίων πλευρών του σηκού, έφ’ ου δεν υπήρχε θριγκός. Ή θα κατελάμβανεν ολόκληρον την κορυφήν του σηκού, αν δεχθώμεν ως πιθανήν την λύσιν ότι θριγκός ουδαμού υπήρχε του σηκού.
Η φέρουσα το ανάγλυπτον τμήμα ίππου πλαξ Εικ.15 έχει ύψος 0.79 (πάχ. 0.285) σωζόμενον δε μήκος 0.605, διότι η πλαξ απεκρούσθη κατά την μίαν πλευράν (και ολίγον άνω δεξιά). Αι δύο άλλαι πλευραί φέρουσιν αναθύρωσιν, δι’ ων προσηρμόζετο η πλαξ, δεξιά μεν προς ετέραν ομοίαν πλάκα της ζωφόρου, κάτω δε προς την συμπληρούσαν την μορφήν του ίπποι» άλλην πλάκα. Η άνω πλευρά απολήγει εις απόφυσιν η λύσιν μετά κυρτού κυματίου, το δε έκτυπον μέρος το αυτό προς το κυμάτιον έχον ύψος είναι μ. 0.015-0.02. Η όψις εβλάβη ολίγον, άλλα διασώζονται ενιαχού ίχνη της προτέρας επιφάνειας, διακρινόμενα κυρίως εκ των λειψάνων του λευκού επιχρίσματος, δι’ ου το ανάγλυφον ως και τα λοιπά πώρινα μέλη του ναού επεχρίσθησαν. Εκ τούτου συμπεραίνομεν ότι η πλαξ διατηρεί το πρώτον ύψος και ότι η μορφή του αναγλύφου δεν μετεβλήθη, παρουσιάζοντος τα γνωστά χαρακτηριστικά της Λακωνικής τεχνοτροπίας του F αιώνος, καθ’ ην η όψις του έκτυπου είναι εντελώς ευθεία επιφάνεια, το δε περίγραμμα επίπεδον ακριβώς κάθετον προς την όψιν (Αρχ. Εφημ. 1914, 25-57).
Το έτερον ανάγλυφον Εικ.16 είναι θραύμα ετέρας όμοιας πλακός (σωζόμενον μεγ. 0.44) και δη του οπισθίου ποδός ίππου. Το έκτυπον μέρος έχει ύψος ολίγον τι μείζον του προηγουμένου, δηλαδή 0.05.
Προς συμπλήρωσιν του ύψους του ίππου απαιτείται ετέρα ισοϋψής πως προς την υπάρχουσαν πλαξ, ανερχομένου ούτω του ύψους της ζωφόρου εις μ. 1.58 περίπου. Τούτο δε το ύψος θα είχε και ο θριγκός του προνάου και του οπισθοδόμου, αν υπήρχε. Διότι το συνολικόν ύψος του θριγκού του πτερού θα ήτο μόνον κατά τι μείζον (υψ. τριγλ. 0.84 υψ. επιστυλίου άγνωστον, όντος τούτου αποκεκρουμένου κάτωθι, άλλα δεν θα άπεχε πολύ του ύψους της τριγλύφου, ως διδάσκει η αναλογία αρχαϊκών ναών του F αιώνος), ως δεικνύουσιν αι μείζονες διαστάσεις των εξωτερικών κιόνων. Και αν το πρώτον είχεν ύψος περίπου μ. 1.68, το έτερον θα είχε περίπου μ. 1.58- 1.60, όσον έχουσι δηλαδή ομού αι δύο πλάκες του αναγλύφου. Κατ’ ακολουθίαν το ανάγλυφον προσηρμόζετο αριστα επί της κορυφής του σηκού, οιανδήποτε λύσιν παραδεχθώ μεν ως προς την μερικήν η ολοσχερή έλλειψιν θριγκού εν τω σηκώ.
Το ανάγλυφον λοιπόν τούτο και ο ναός κατεσκευάσθησαν υπό Λακώνων τεχνιτών η υπό τεχνιτών την επίδρασιν του Λακωνικού εργαστηρίου του F αιώνος υφισταμένων.
Προς την αυτήν πηγήν άγει ημάς και η διαμόρφωσις του μαρμάρινου κιονοκράνου Εικ.11 (παρενθ. πιν.2). Το επί της κορυφής της άβακος αιγυπτιάζον κυμάτιον μετά των κατακορύφων γλωσσιδίων η εσχηματοποιημένων φύλλων και του κάτωθι αστραγάλου είναι το κόσμημα το επιστέφον την κορυφήν του γείσου του Αμυκλαίου θρόνου του Απόλλωνος (Αρχ. Εφημ. 1912, 188 Εικ.17-21). Όμοιον κόσμημα φέρει παρεκκλίνον των γνωστών μορφών και το υπό τους δακτυλίους τμήμα του κιονοκράνου. Το υποτραχήλιον.
Το κόσμημα τούτο ουδαμού παρατηρείται ούτω, πρώτην δε φοράν εμφανίζεται επί της άβακος του κιονοκράνου προς κατάρριψιν και αναστάτωσιν των μέχρι τούδε γνωστών κανόνων.
Ενταύθα διαβλέπομεν την χείρα του δημιουργήσαντος τας εκ Δωρικών και Ιωνικών στοιχείων περιέργους και πρωτοφανείς μικτάς μορφάς του Αμυκλαίου θρόνου τεχνίτου. Διαφαίνεται δηλονότι η διέπουσα έμπνευσις και η ανατροφή του κατά τούς αρχαϊκούς χρόνους εργαστηρίου της Σπάρτης, του συνδυάσαντος μετ’ άφελούς, γυναικείας σχεδόν εκλεκτικότητος, τα εκ διαφόρων πηγών συρρεύσαντα και υπό διαφόρους επιδράσεις εν Σπάρτη τότε εγκλιματισθέντα πολλαπλά ετερογενή στοιχεία.
Η μεγαλοπρέπεια του θρόνου των Αμυκλών και το πρωτότυπον των αρχιτεκτονικών αυτού μορφών δεν ηδύναντο η να ασκώσι διαρκή και ανεξάλειπτον επίδρασιν επί της ψυχής του Λάκωνος τεχνίτου, ώστε να πειραθή ούτος να επαναλάβη λεπτομέρειας τινάς της διακοσμήσεως του ειρημένου οικοδομήματος. Και ώσει παίζων και χαριεντιζόμενος προσαρμόζει ως ο εκ της Ιωνίας τεχνίτης του θρόνου λεπτάς και ποιητικός εκφράσεις προς το πεζόν έδαφος της Δωρίου τέχνης. Δημιουργεί δε διδαχθείς υπ εκείνου το πρωτοφανές κιονόκρανον Εικ.11, μοναδικόν και πολύτιμον, μη εστερημένον χάριτος αρχιτεκτονικόν υπόδειγμα.
Η κατά τούς χρόνους τούτους σχετική ακμή του Λακωνικού εργαστηρίου ήρκει, ώστε να καταστή αναπόφευκτος η ανά την νοτίαν τουλάχιστον Πελοπόννησον επιβολή της τέχνης αυτού. Αλλ' η μετά τον Μεσσηνιακόν πόλεμον πολιτική εξάρτησις της Μεσσηνίας από της Σπάρτης καθίστα επιβεβλημένων την κατά τούς χρόνους τούτους οικοδόμησιν του ναού του Κορύνθου Απόλλωνος υπό Λακώνων τεχνιτών. Η δε οικοδόμησις αύτη θα συμπίπτει πάντως προς χρόνους μεταγενεστέρους της κατασκευής του Αμυκλαίου θρόνου.
Εκ της αραιάς εμφανίσεως του μαρμάρου εν τη οικοδομήσει, εκ της αναλογίας του άβακος προς την κάτω διάμετρον (1734:1000) και εκ της μορφής των I-I σιδηρών συνδέσμων των δόμων ο ναός ούτος τάσσεται εις τούς χρόνους, καθ’ ους ωκοδομήθη το πτερόν του Εκατομπέδου της Ακροπόλεως των Αθηνών, δηλαδή εις το τελευταίον τέταρτον του F αιώνος η ολίγον πρότερον.
Ο ΝΑΟΣ Δ
Εις μικρόν βάθος κάτωθι του ναού Γ απεκαλύφθησαν τα εξ αργών λίθων μετά πηλού θεμέλια κτιρίου έχοντος μορφήν τετραπλεύρου διασχιζομένου ύπο μέσου κατά μήκος σκέλους. Τα θεμέλια είναι διακεκομμένα, άλλα συμπληρούμενα αποδίδουσι την ως άνω μορφήν κτιρίου στενού και επιμήκους. Το προς ανατολάς μέρος, η αρχή του οικοδομήματος, κατεστράφη, ώστε δεν γνωρίζομεν το όλον μήκος αυτού και την μορφήν του μετώπου. Σώζονται δηλαδή τμήματα των πλαγίων πλευρών και της μιας στενής πλευράς, του δε δια του άξονος διερχομένου σκέλους τμήμά τι επί μήκους τίνος προς την στενήν πλευράν, εκείθεν δε δύο τμήματα μετά χάσματος επί της αυτής γραμμής συμμετρικώς πως απέχοντα της στενής πλευράς. Πλάτος έχει το κτίριον μ. 5.05 και υπερδιπλάσιον σωζόμενον μήκος, διευθύνεται δ’ εκ δυσμών ακριβώς προς ανατολάς, ολίγον αποκλίνον της κατευθύνσεως του ναού Γ, όμοιας ούσης προς την Ίού ναού A (Εικ.7).
Έχομεν λοιπόν τα απαιτούμενα στοιχεία όπως κατανοήσωμεν ότι το κτίριον τούτο επαναλαμβάνει εν γενικαίς γραμμαίς την μορφήν του εν Πρινιά της Κρήτης αρχαϊκωτάτου ναού και άλλων παρομοίων, δηλαδή επιμήκους ναού μετά προνάου έχοντος ένα μέσον κίονα εν τω μετώπιο, και του σηκού μετά δύο κιόνων συμμετρικώς άπεχόντων αλλήλων και δια του άξονος του ναού διερχομένων (Pernier-Annuario d.s.a.d. A. τόμ.A 1914 σ.27 Εικ.13, σ.39 Εικ.14 σ.43-44, 78 Εικ.43. Annual of th. Br.Sc.of A. 1908-9 τόμ.ΙΔ πιν.A . Dörpfeld Troja u.Ilion A171. Koldewey- Puchstein Griechische Tempel Unteritaliens u. Siciliens πιν.A σ.2 κ.έ. Εικ.3).
Το μέσον σκέλος θα εξικνείτο κατ’ αναλογίαν του εν Κρήτη ναού από του μετώπου μέχρι του χωρίζοντος τον πρόναον από του ναού τοίχου. Εντός δε του σηκού δύο κίονες η ξύλινοι στύλοι θα εβάσταζον την στέγην, ερειδόμενοι επί θεμελιώσεως, ήτις η θα περιωρίζετο περί την βάσιν των στύλων η θα ήτο συνεχής ενουμένη προς το εκ του μετώπου μέσον σκέλος, διασχίζον ούτω ολόκληρον το οικοδόμημα. Η πρώτη λύσις φαίνεται πιθανωτέρα, διότι εν τη δυσμική πλευρά ουδέν ίχνος παρατηρείται επαφής του μέσου σκέλους προς ταύτην. Εν τοιαύτη περιπτώσει ωμοίαζε το οικοδόμημα ακριβέστερον προς το εν Κρήτη και η θέσις του χωρίζοντος τον πρόναον τοίχου θα συνέπιπτε περίπου προς το διασχίζον το κτίριον Δ εγκάρσιον σκέλος δ (Εικ.5). Το τελευταίον φαίνεται νεώτερον κατασκεύασμα, διότι δεν περιορίζεται εν τω πλάτει του ναού, αλλ' εξακολουθεί έ τι πέραν αυτού.
Tο μέτωπον του κτιρίου δεν φαίνεται ότι έκειτο πολύ πέραν του τέρματος του μέσου σκέλους, διότι εκεί παρατηρείται αυλάκωσις τις (Εικ.5 Ε) διακόπτουσα κατά τι την συνέχειαν του λοξού σκέλους του κτιρίου Ε. Δια της αυλακώσεως ταύτης θα διήρχετο εγκάρσιον σκέλος ενούν τα τρία σκέλη του Δ, λείψανον δε του σκέλους τούτου θα είναι το σωζόμενον μικρόν τμήμα εγκαρσίου θεμελίου ε (Εικ.5). Το σκέλος τούτο θα υπήρχε όταν ωκοδομήθη το κτίριον Ε και θα διετηρήθη κατά την οικοδόμησιν, εκ τούτου δε εσώθη το χάσμα του τοίχου ε.
Μεταξύ των δύο θεμελίων, περί ων ελέχθη ότι εβάσταζον τούς στύλους του σηκού, ανεύρομεν το έδαφος μελανόν έφ’ ικανής εκτάσεως και βάθους, μελανόν δηλονότι εκ της μίξεως υπολειμμάτων πυράς και υγρού χώματος. Τα δε προς το μέρος τούτο θεμέλια εδείκνυον αρκούντως ότι και αυτά υπέστησαν την επίδρασιν διαρκούς πυράς, διότι ήσαν μελανά και περιβεβλημένα ενιαχού υπό παχέος σκληρού σώματος σχηματισθέντος εκ των της πυράς λειψάνων.
H πυρά αύτη ουδαμόθεν άλλοθεν δύναται να προέρχηται η εξ εστίας η εσχάρας, ήτις ως και εν τω εν Κρήτη ναώ θα υπήρχε και ενταύθα. Η λεπτομέρεια αύτη πλησιάζει έτι πλέον το εν Λογγά προς το εν Κρήτη κτίριον και αποδεικνύει συν τοις μνημονευθείσι λόγοις ότι ου μόνον η μορφή, αλλά και ο προορισμός αμφοτέρων ήτο ο αυτός, ήσαν δηλ. ναοί. Το δε γεγονός ότι οι οικοδομήσαντες το κτίριον Ε και τον ναόν Γ απέφυγον να καταστρέψωσι τα θεμέλια του παλαιοτέρου οικοδομήματος αποδεικνύει και αυτό ότι πρέπει να φαντασθώμεν τους οικοδομήσαντας ευλαβουμενούς τα θεμέλια ως ιερά λείψανα. Ιερά δ’ ήσαν ταύτα αν υπελείφθησαν εκ παλαιοτέρου θρησκευτικού ιδρύματος, δηλαδή ναού.
ΤΟ ΚΤΙΡΙΟΝ Ε
Ανατολικώτερον του προηγουμένου ναού απεκαλύφθησαν εν τω βάθει τα θεμέλια κτιρίου εξ αργών λίθων μετά πηλού και αυτά (Εικ.5, 7 Ε). Το κτίριον παρουσιάζει πολυσύνθετον και αλλόκοτον μορφήν και έχει διευθύνσιν ακολουθούσαν την εκ του βορειοδυσμικού προς το νοτανατολικόν σημείον του ορίζοντος βαίνουσαν γραμμήν. Έχει δηλονότι αντίθετον του ναού Β κατευθύνσιν, αλλ' ομοίαν εν δυσί πλευραίς, εν τη στενή τούτου και εν τη πλαγία του ετέρου και αντιστρόφως.
Σώζονται δύο γωνιούμενα σκέλη η O και εν μικρά του ετέρου αποστάσει τρίτον παράλληλον προς το δεύτερον σκέλος κ. Εκ των δύο γωνιουμένων σκελών το μεν παράλληλον προς το σκέλος κ, το η φέρει εν τω μέσω μάζαν εξέχουσαν των θεμελίων προς ανατολάς, το δ’ έτερον σκέλος & έχει ομοίαν μάζαν προς βορράν και άλλην προς το αντίθετον μέρος, ολίγον δυσμικώτερον. Η τελευταία μάζα, τετράπλευρος περίπου ως αι άλλαι, είναι ακριβέστερον κάθετος προς σκέλος κατακόρυφον προς το αμέσως προηγούμενον.
Tο εκ των δύο παραλλήλων σκελών εξωτερικώτερον κ θα συνέπιπτε προς το πρόσωπον προστώου η προθαλάμου του κτιρίου, τα δε γωνιούμενα σκέλη ηύ προς τας δύο πλευράς του κυρίου σώματος του οικοδομήματος. Το πρώτον (κ) σώζει και την προς νότον γωνίαν, αλλά αν το η προεκταθή προς δυσμάς θα συναντήση το κ κατά το ακρον σχηματίζον την αντίστοιχον γωνίαν. Αν δε πάλιν προεκταθή το επί του σκέλους η κάθετον τμήμα, το φέρον την εσωτερικήν μάζαν, θα συναντήση τούτο τον προς το κ γωνιούμενον τοίχον, ούτινος μικρόν μόνον μέρος διασώζεται.
Θα προκύψη λοιπόν δεύτερον μετά το προστώον η τον προθάλαμον διαμέρισμα, εξ ου όμως έπρεπε τις να εξέρχηται προς το έτερον, έδει δηλαδή να ύπαρχωσι θύραι. Αύται δε θα συνέπιπτον αναμφιβόλως προς τας μάζας, έφ’ ων έκειτο ευρύς ουδός, ων πολλάκις πλατύτερος του τοίχου του οικοδομήματος και πλέον προς το έτερον μέρος εξέχων. Κατά τας μάζας ταύτας μια θύρα θα ευρίσκετο επί του σκέλους η, μια δε επί του άκρου του τρίτου εγκαρσίου και παραλλήλου προς το η σκέλους, αλλά και τρίτη επί του ετέρου άκρου του αυτού τοίχου συμμετρικώς προς την άλλην. Διότι περιεργον θα ήτο αν υπήρχεν ενταύθα μια μόνον θύρα εν τω ακρω.
Αι δύο τελευταίοι θύραι θα απέβαλλον να παραδεχθώμεν ότι πλην του δευτέρου εγκαρσίου διαμερίσματος θα υπήρχε και τρίτον τουλάχιστον, προς ο έφερον αι δύο θύραι. Δια να διέρχηται τις εκ του προστώου εις το έτερον διαμέρισμα θα ήρκει η επί της πλευράς η θύρα. Την ύπαρξιν δε του τρίτου διαμερίσματος υποδεικνύει και η εξωτερική επί του θ σκέλους μάζα, ετέρα δηλονότι θύρα. Αν λοιπόν φαντασθώμεν ότι η τελευταία έκειτο πιθανώς επί του κατά μήκους άξονος του τρίτου διαμερίσματος και ότι απέναντι αυτής και επί του παραλλήλου προς το θ σκέλους υπήρχε και αντίστοιχος μάζα και θύρα, συμπληρούντες θα λάβωμεν κάτοψιν οικοδομήματος του σχήματος του απεικάσματος 19.
Προκύπτει τριμερές δηλονότι κτίριον ως ο ναός Β και ο σηκός του Γ (άνευ του οπισθοδόμου) εκ προθαλάμου η προστώου μετά κιόνων και εκ δύο διαμερισμάτων. Και επειδή το γεγονός της μη καταστροφής των κτιρίων Δ και Ε υπό των οικοδομησάντων τον Γ ναόν αναγκάζει να παραδεχθώμεν ότι και τα τρία κτίρια τον αυτόν είχον προορισμόν, εξάγεται ότι και τα δύο μετά το προστώον διαμερίσματα προς τον αυτόν ωκοδομήθησαν σκοπόν. Το κτίριον ήτο δηλονότι ναός και είχεν, ως ο Γ και ο Β ναοί, άδυτον.
Προς τον χαρακτηρισμόν του Ε ως ναού συντρέχει και ο λόγος ότι και τα τρία κτίρια Γ, Δ, Ε εν τη αυτή περίπου κατεσκευάσθησαν περιοχή, διαδεχόμενα άλληλα, αποτραπείσης, ως είπον, της του προγενεστέρου τελείας εξαφανίσεως κατά την οικοδόμησιν.
Η εκ του συνήθους και του επιμήκους τύπου παρέκβασις του ναού Ε ευρίσκει πολλάς αναλογίας. Υπομιμνήσκω την μορφήν του εν Ελευσίνι Τελεστηρίου, τον εν Σουνίω ναόν της Αθήνας, τον εν Γόρτυνι της Κρήτης ναόν του Απόλλωνος κτλ. (Savignoni- Mon. Ant XVIII, 185- 186 Εικ.3, 205, 206, Εικ. 15 A και 213 κέ. Pernier ε.ά. σ.75). Παρομοίαν παρέκβασιν παρουσιάζουσι και δύο εν Φαιστώ και Λεβενοίς κτίρια, άτινά ως εκ των ευρημάτων θεωρούνται υπό των ανωτέρω αρχαιολόγων ναοί (Rendic.d.R.Acc. d. Line.X, 300 κέ. XVI, 262 κέ. Εικ.A. Miscellanea Beloch 1910, 241 κέ. Mon. Ant. XVIII, 218 εικ.22).
Αναλογίαν ως προς τας πλαγίας θύρας παρουσιάζουσι και άλλοι τινές ναοί, αναφέρω δε μόνον τον εν Βάσσαις ναόν του Επικουρίου Απόλλωνος. Εν τω ναώ τούτώ νοείται μόνον η ύπαρξις αδύτου εκ της εν τω εδάφει διατάξεως των πλακών και του προ του οπισθίου τοίχου του σηκού μέσου κίονος μετά του εγκαρσίου θριγκού. Προς δε τον περιωρισμένον τούτον χώρον, τον περιέχοντα το άγαλμα του θεού, το άδυτον, φέρει μια προς τα δεξιά του σηκού θύρα.
Το σχήμα και το πολυμερές του ναού Ε, η πληθώρα των θυρών και η κατά το άκρον διαμερίσματος διάταξις αυτών υπομιμνήσκομαι το σχήμα και την διάταξιν προ μυκηναϊκών, αλλά και μυκηναϊκών τινών διαμερισμάτων, του δε ναού Δ η μορφή υπομιμνήσκει τα μυκηναϊκά ιδία μέγαρα. (Δια το σχήμα πβλ. Και Mon. Ant XVIII 213 κέ. Pernier ε.ά. 75. 79. Durai B.d.G. 3/1910, 405- 7 κτλ.). Προς τα τελευταία πλησιάζει και η μορφή του ναού Β, όπερ ένεκα του μικρού πλάτους και του ξυλίνου ίσως θριγκού ένα μόνον ηδύνατο να έχη κίονα εν τω προσώπω, ένα δε η δύο ξύλινα στηρίγματα εν τω σηκώ.
Η επί αιώνας πολλούς κυριαρχία του προμυκηναϊκού πολιτισμού επί της γεωγραφικής μάλιστα περιοχής του ελληνισμού κατέλιπεν αναμφιβόλως βαθέα ίχνη της διελεύσεως αυτού (Αρχ.Εφ.1914, 49). Η μεγαλοπρεπής εμφάνισις των κτιρίων του πολιτισμού τούτου και το πολυδαίδαλον αυτών, ο πλούτος της διακοσμήσεως και η αίγλη της εν αυτοίς ζωής μεγίστην θα παρείχον και ημίν κατάπληξιν και θάμβος, πολύ δε μείζονα και τοις τότε κοινοίς θνητοίς. Η ανάμνησις της μεγαλοπρεπείας ταύτης διετηρήθη άσφαλώς αναλλοίωτος, εξυμνήθη δ’ άλλως και υπό της μούσης των μεταγενεστέρων γενεών. των κυριωτέρων μάλιστα διαμερισμάτων των κτιρίων τούτων, ένθα ο πλούτος της ζωής την μεγίστην εξέφρασεν έντασιν, ανεξάλειπτα θα διετηρήθησαν εν τη φαντασία των μετέπειτα ανθρώπων και τεχνιτών ιδία τα γενικά αυτών στοιχεία, άτινα μεγίστην θα ήσκησαν επ' αυτών επίδρασιν.
Προκειμένου λοιπόν να συντελεσθή τέλειόν τι εν τη αντιλήψει των αμέσως μετά τον μυκηναϊκόν πολιτισμόν ακολουθούντων τεχνιτών, να συντελεσθή δηλαδή τι προς στέγασιν του θείου ανυψούμενον υπέρ το κοινόν ανθρώπινον επίπεδον, η άμεσος ανάμνησις του παρελθόντος εκείνου δεν ηδύνατο η να επηρεάση την σκέψιν του τεχνίτου και να παρακινήση αυτόν προς μίμησιν των σπουδαιοτέρων. Και θα εταλαντεύετο ούτος εν τη εκλογή των τύπων και των μορφών εκ της παρακαταθήκης ταύτης, άλλοτε τον εν τοις Κρητικοίς μεγάροις συναντώμενον τυπον Ε παραλαμβάνων, άλλοτε τον εν τοις Μυκηναϊκοίς τυπον Δ.
Δια τους ανωτέρω λόγους νομίζω ότι και η οικοδόμησις των ναών Δ και Ε δεν απέχει πολύ της τελευταίας εμφανίσεως του παρακμάσαντος και αλλαχού μετά ταύτα μετατοπισθέντος εν ηλλοιωμένη μορφή πολιτισμού, δηλαδή του -8ου αιώνος.
Εάν δεν είχον οικοδομήθη τα μεταγενέστερα κτίσματα επί των ναών τούτων, θα ηδυνάμεθα πιθανώς να αποκαλύψωμεν και μικρά εντός αυτών ευρήματα, ατινά θα διεφώτιζον ή μας περί της σχετικής χρονολογίας των κτιρίων. Ελλείψει δε ευρημάτων μόνον δια της ως άνω οδού δυνάμεθα πως να ακολουθήσωμεν την ιστορικήν εξέλιξιν των διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων.
ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΙΚΡΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
ΧΑΛΚΑ
(Όπου ουδέν ιδιαιτέρως αναφέρεται νοείται ως τόπος ευρέσεως ο ναός Β.)
1 (Εικ. 20,1., μ. 0,082). Κινητή λαβή αγγείου μετά του επί σκεύους προσηλουμένου εξαρτήματος, συγκειμένου τούτου εξ ημικυκλικού πως την τομήν και εξωγκωμένου κατά τα ακρα οριζοντίου σκέλους μετά επικαρσίων κυματίων, και εξ ετέρου καθέτου σκέλους εκ του μέσου του πρώτου εκφυομένου και εις το περίγραμμα ανθεμίου άπολήγοντος4.
Η λαβή είναι οκτωγωνικόν την τομήν έλασμα, όπερ καμφθέν εσχημάτισε τας τρεις πλευράς επιμήκους τετραπλεύρου και αντί της τετάρτης πλευράς δύο εκατέρωθεν εις οξύ λήγοντα τμήματα εισχωρούντα εις οπήν του οριζοντίου σκέλους του εξαρτήματος και ελευθέρως κινούμενα. Επί της μεγάλης πλευράς ύπαρχουσι δύο φακοειδείς εξοιδήσεις μετά ταινίας και αποφύσεως, επί δε του εξαρτήματος τρεις οπαί διαπερώμεναι υπό ήλων στερεούντων τούτο επί του σκεύους. Το εξάρτημα είναι κοίλον εσωτερικώς, συμπληρωθέν δια μολύβδου.
Ο χαλκός περιβάλλεται υπό βαθυκυάνου επιδερμίδος, ήτις αποξεσθείσα ενιαχού αποκαλύπτει το χρυσίζον χρώμα του μετάλλου.
2 (Εικ.20,2 μ. 0,074). Όμοια λαβή και εξάρτημα.
3 (Εικ.20,3 μ. 0,072). Όμοια λαβή.
Παρόμοια σχήματα ευρίσκονται και αλλαχού (Olympia- Bronzen, 132, αριθ.825, 827, 830, 832. Αρχ.Δελτ.1915, παρ.24 κέ. Εικ.12η κτλ.).
4 (Εικ.20,4 μ. 0,079). Κυρτή κινητή λαβή μετά φακοειδους εξοιδήσεις εν τω μέσω. Έξηρτατο ως αι προηγούμεναι εκ προσηλωμένου επί σκεύους εξαρτήματος (Ol. Bronzen αριθ. 836).
5 (Εικ.21,1). Ελλειψοειδώς κυρτουμένη κινητή λαβή μετά του επί του σκεύους προσκολλωμενού επικαρσίως ραβδωτού εξαρτήματος, στενού μενού εν τω μέσω και έχοντος την προς το αγγείον πλευράν κυρτώς αποτετμημένην. Η δε λαβή είναι στρογγύλη πως ράβδος, ής τα πέρατα μη ενούμενα εισέρχονται οξυνόμενα εις κατά μήκος οπήν του εξαρτήματος, και φέρει φακοειδή επί της κορυφής εξοίδησιν (Olym. Bronzen σελ.134, αριθ. 844-5. Αρχαιολογ. Δελτίον 1915 παράρτημα 24 εικών 16η. Ο χαλκός ανοικτός κυανούς.
6 (Εικ.21,2). Λαβή εκ κυρτής ως τόξον στρογγύλης ράβδου, ης τα πέρατα εκπλατυθέντα ήσαν προσκεκολλημένα επί της παρειάς αγγείου. Επί της κορυφής φέρει απόφυσιν σχήματος κολούρου κώνου ανεστραμμένου, τα δε άκρα εξογκούμενα και είτα εκπλατυνόμενα αποδίδουσι 2 την μορφήν ανθεμίου (Ol. Bronzen αριθ.916 ένθα η απόφυσις είναι κάθετος). Ο χαλκός ανοικτός κυανούς.
7 (Εικ.21,3,4). Δύο λαβαί εκ κρίκου μετά προσφυομένης βάσεως, ης τα άκρα εις εξέχοντας λεοντόποδας απολήγοντα προσεκολλώντο επί του σκεύους (Αρχ. Δελ. παρ.24 Εικ.24 ζ).
8 (μήκ. 0,092, πάχ. 0,055). Δύο κύλινδροι χωριζόμενοι δια δύο επικαρσίων αυλακώσεων εις τρία ομοιομόρφως ραβδωτά μέρη. Φέρουσιν εντομην κατά μήκος της μιας πλευράς και είναι εσωτερικώς κοίλοι πληρούμενοι δια λευκής μάζης. Αμφοτέρους διαπερά μικρά οπή κατά μήκος, δυο δε ήλοι διαπερώντες την μάζαν του κυλίνδρου εγκαρσίως προσήλουν αυτό προς ταύτην ο κύλινδρος προσεκολλάτο επί στρογγυλής προεξοχής του κρασπέδου του στομίου σκεύους επί της εντομής του κυλίνδρου εφαρμοζόμενης. Οι κύλινδροι έχουσι το σχήμα εξαρτημάτων μεγάλων κινητών λαβών ως της 5, αλλ' ούτοι έχουσι διακοσμητικόν απλώς σκοπόν παρεντιθέμενοι πολλάκις μεταξύ δύο πραγματικών εξαρτημάτων επί του κρασπέδου του στομίου αγγείου (Ol. Bronzen 135 αριθ. 848-51. Πβλ. Και το χαλκούν σκεύος του εν Αθήναις Έθν. Μουσ. 13790).
9. (μήκ. 0,132, πάχ. 0,04). Παρόμοιον σκοπόν πληρών κύλινδρος χωριζόμενος εις τρεις εγκαρσίους δίσκους μετά καθέτων κυματίων δια δύο εξοιδήσεων μετά αυλακώσεων φακοειδών. Εν φ οι προηγούμενοι ελάχιστα συστέλλονται εν τω μέσω, ούτος στενούται ισχυρότερον, φέρει δε επί της μιας πλευράς αβαθή εντομήν και είναι κοίλος πληρούμενος δια μάζης.
10. (Εικ.42 άνω δεξιά μ. 0,028). Παρόμοιος μικρός κύλινδρος στενούμενος εν τω μέσω και αποτετμη μένος την μίαν πλευράν προς εφαρμογήν και επικόλλησιν επί του σκεύους. Φέρει επικαρσίως κυμάτια και είναι πλήρης.
11. (Εικ.24,1,2,3,4· μήκ. 0,17). Αιχμή λόγχης σχήματος επιμήκους πυραμίδος, ης η βάσις έχει μορφήν κάλυκος εκφυόμενου εξ επικαρσίως ραβδωτού σωλήνος η αυλού. Κοίλη είναι και η αιχμή αλλά, ως δεικνύουσι άλλαι διασωθείσαι ακέραιοι, τμήμα της αποκρουσθείσης κορυφής ήτο πλήρες. Η άνω κορυφή του σωλήνος φέρει φακοειδή δακτύλιον συμβολίζοντα τον περιορίζοντα τον κάλυκα από ευρύνσεως εκ πιέσεως της αιχμής δεσμόν.
Εν τω σωλήνι ήτο εμπεπηγυία η ξύλινη ράβδος, το δόρυ. Το εγχος φέρει εγχάρακτον επιγραφήν, περί ης θα ομιλήσωμεν κατωτέρω (77).
Παρόμοια σχήματα ευρίσκονται και αλλαχού (Ol. Bronzen σ.173κέ. αριθ.1054. De Ridder- Bronzes de l’Acropole αριθ.277-80, 291 Εικ.63 σ.99).
12. (Εικ.25 μ. 0,143). Ο σωλήν ετέρας όμοιας αιχμής φέρων καθέτους ραβδώσεις (Ol. Bronzen σ.175-6 αριθ. 1051-52, 1057. De Ridder ε. ά. αριθ. 282-84. Jour, of Hel. St. 1892-93 VII, 52, σ.128).
13. (Εικ.26 μ. 0,178). Το κάτω μετάλλινον κάλυμμα του ξυλίνου δόρατος, το στυράκιον. Είναι σωλήν στενού μένος προς τα κάτω και μετά αυλακοειδους συστολής κατά το τέρμα, εξ ου αποφύεται πλήρης λεπτή αιχμή μετά κυρτού άκρου (Ol. Bronzen σ.177, αριθ.1003. De Ridder ε.ά. 299 Εικ.66).
14. (μ.0,052). Μικρόν θραύμα όπερ η προέρχεται εκ παρομοίου αλλά πλουσιώτερον εξειργασμένου στυρακίου, ου απετέλεσε την αιχμήν, ή ήτο το κάλυμμα ξύλινης τίνος ράβδου (01. Bronzen σ.177 αριθ. 1069, 1071).
Τα στυράκια ταυτα προέρχονται πιθανώς εκ δοράτων εχόντων την άνω περιγραφείσαν πυραμοειδή αιχμήν, αλλά τα κατωτέρω θα προέρχωνται εκ δοράτων μετά φύλλο μόφου εγχους (01.Bronzen σ,175 κέ.).
15. (μ.0,16). Στυράκιον εξ απλού σωλήνος και πυραμοειδους οξυνομένης κοίλης προεκτάσεως, ης η αιχμή ούσα άλλοτε πλήρης απεκρούσθη. Και τούτο φέρει επί της μιας πλευράς επιγραφήν, περί ης κατωτέρω (76. Πβλ. 01. Bronzen σ.176, αρ.1062 De Ridder αρ.307- 309 Εικ. 68).
16. (μ.0,155). Θραύμα αμφιστόμου και λεπτής φυλλομόρφου ίσως αιχμής λόγχης μετά προστύπου ορθογωνίου ράχεως.Είναι δυσχερές να καθορισθή αν είναι θραύσμα εγχους πραγματικώς η ξιφους (01. Bronzen σ.174 κέ. Δια την ομοίαν ράχιν αρ.1038).
17. (μ.0,102). Παχεία φυλλόμορφος αιχμή εκφυομένη εκ στρογγύλης ράβδου, ης εκατέρωθεν σχηματίζονται οίονει δύο εις οξύ λήγουσαι πτέρυγες πλαστικώς επί της ράχεως της αιχμής εν συνεχεία εκδηλούμεναι. Είναι πως το σχήμα των ακίδων τοξικών βελών, των επί ξύλινης ράβδου εμπηγνυμένων (Ol. Bronzen σ.178 αριθ. 1095). Επειδή έχομεν αλλαχού ευρεθείσας όλοχάλκους λόγχας (Bronzen σελ.175 αριθ. 1049), φρονώ ότι το τεμάχιον τούτο θα είναι θραύσμα ολοχάλκου λόγχης η ακοντίου αφιερωματικόν μόνον έχοντος ίσως σκοπόν και ουχί πραγματικόν. Το σχήμα της αιχμής παρεκκλίνει του γνωστού τύπου των λογχών, αλλά φαίνεται ότι υπήρχε και τούτο (Πολυδεύ. 5, 3. 21. Και επί νομίσματος εν Daremberg -Saglio, Diet III, 1 εν λ. Jaculum σελ.594 και σελ. 37, Εικ. 3725. Br. Mus. G. of Coins XVI, 1).
18 (Εικ.30 μήκ. 0,43). Χάλκους κανών φορητού ζυγού του γνωστού τύπου των Ρωμαϊκών χρόνων. Τα 2/3 του όλου μήκους κατέχει τετράγωνος εκ τριών μερών ηριθμημένη ράβδος, έφ’ ης δια κρίκου μετεκινείτο ο σταθμός. Το υπόλοιπον τμήμα φέρει εκ τριών διαφόρων σημείων, αντιστοίχων προς την μίαν ακμήν της ηριθμημένης πλευράς της ράβδου, συμπίεσιν μετά σχισμής εν τω μέσω διαπερωμένης υπό οπής. Δι’ ήλου διαπερώντος την τελευταίαν και εκατέρωθεν στερεουμένου εκρατείτο κρίκος εξ αλύσεως κρεμάμενος και εντός της σχισμής εισχωρών. Εκ της αλύσεως ανείχετο ο ζυγός υπό της χειρός του ζυγίζοντος, τα δε ζυγιστέα αντικείμενα ανηρτώντο επί αγκίστρων κρατουμένων υπό αλύσεων η παρομοίων εξαρτημάτων, εξηρτημενών δια κρίκου εκ της ενταύθα αυλακοειδους συστολής της ράβδου. Προκειμένου περί τριών διαφόρων σταθμίσεων εχρησιμοποιειτο εκάστοτε το εκ μιας συμπιέσεως εξαρτώμενον εξάρτημα (Ol. Bronzen σ.190 αριθ. 1199). Ηυρέθη εν τω ναώ Γ.
19 (Εικ.31,1 μ. 0,147). Κατασκεύασμα προς εξάρτησιν αντικειμένων εκ κρίκου, δυο ελασμάτων και αγκίστρου συγκείμενον. Είναι πιθανώς το εκ του άκρου του δευτέρου τμήματος ζυγού εξαρτώμενον εξάρτημα, ου το άγκιστρον ανείχε το ζυγιστέον αντικείμενον. Απεκαλύφθη εν τω ναώ Γ.
20 (Εικ.31,2 μ. 0,18). Παρεμφερές διμερές κατασκεύασμα, ου το άκρον του ετέρου μέρους ανέχει σταθερώς παχύν σιδηρούν κρίκον.
21 (Εικ.32 μ. 0,33). Κατασκευάσματα εξ αλύσεων και ελασμάτων συγκεί- μενα και ανέχοντα άγκιστρον. Είναι παρεμφερή ίσως προς τα εν 19 μέρη ζυγοί (Ol. Bronzen σ. 190 αριθ. 1200). Ηυρέθη εν τω ναώ Γ.
22 (μ. 0,071). Μικρός βους μεθ’ ικανής πραγματικότητος διαπεπλασμένος (Ol. Bronzen αριθ. 960).
23 (μ. 0,061). Μικρός αετός μετ’ αναπεπταμένων πτερύγων, ων αι λεπτομέρειαι εκδηλούνται δι' εγχαράκτων γραμμών.
24 (μ. 0,045). Μικραί προτομαί λεόντων επί των παρειών του σκεύους προσηλωθείσαι. Λείψανον του τοιχώματος του σκεύους εσώθη προσηλωμένον επί της οπισθίας όψεως της προτομής.
25 (Εικ.33 ύψους 0,067). Κωδωνίσκος μετά τεσσάρων αποφύσεων υπό την βάσιν και λαβής εκ λεπτού κυρτού ελάσματος επί της κορυφής προσκεκολλημένης. Επί της κορυφής υπάρχει και κάθετος οπή προς συγκόλλησιν του πλήκτρου. Τα παχέα τοιχώματα αποκλείοντα πάντα πραγματικόν προορισμόν υποδεικνύουσιν ότι μόνον αφιερωματικόν σκοπόν είχεν ο κώδων (Ol. Bronzen σ. 187 αρ. 1170 και αλλαχού).
26 (εικών 34· μ. 0,305). Στρογγύλον έλασμα κυματοειδους κυρτούμενον και το μεν εις ωραίον κάλυκα απολήγον, το δε εις οξύ προς έμπηξιν εις μέρος τι του σκεύους. Επί της κυρτής ράχεως υπάρχει απόφυσις δεικνύουσα ότι ενταύθα εφήπτετο ίσως έτερον μέρος του σκεύους.
27 (Εικ.35, 36). Δύο ψέλια εκ συσπειρουμένου ελλειψοειδους η στρογγύλου ελάσματος περατουμένου εις κεφαλάς όφεων (Ol. Bronzen σελ. 185, 1165).
28 (Εικ.37 μ. 0,037). Μεγάλη κεφαλή ήλου η περόνης (;) συγκειμένη εκ δίσκου ραβδωτού την περιφέρειαν και εκ καθέτου επ’ αυτού ελάσματος
διαπερώντος φακοειδή ραβδωτήν μάζαν. Κάτωθεν του δίσκου υπάρχει ετέρα σφαιροειδής απόφυσις. Παρόμοια ηυρέθησαν πολλαχού (Ol. Bronzen σ. 66. αριθ. 484-89 και αλλά).
29 (Εικ.38,2-5 μ. 0,088). Συσπειρούμενα ελλειψοειδή την τομήν ελάσματα εις οξύ απολήγοντα. Είναι λείψανα βοστρύχων κεφαλής, ων αι· τρίχες εξεδηλώθησαν δι’ εγχαράκτων λεπτών γραμμών επί της εξωτερικής πλευράς του ελάσματος (OL Bronzen αριθ.29).
30 (Εικ. 27,1,2). Δύο μέρη γιγγλύμων, διασώζοντα τους ηλούς, δι’ ων εστερεούντο επί κιβωτιδίων (μ. 0,058).
31 (Εικ.27,6 μ. 0,026). Αστραγάλιον (Ol. Bronzen σ.191).
32 (Εικ.27,8). Ελλειψοειδής την τομήν δακτύλιος μετ’ αποφύσεως εξειργασμένης ως το άκρον κλειδός. Ήτο κλειδίον μικρών κλείθρων, δ φερόμενον εν τω δακτύλω εφυλάσσετο ασφαλεστέρον (01. Bronzen σ. 190 αρ. 1206. Πρακ. Άρ. Έτ. 1914 σ.96 Εικ. 12,2).
33 (Εικ.27). Λείψανα σκευών (4, 5 και Εικ. 38 δεξιά), τα άκρα περιβλήματα (;) ράβδων (3, 9), δακτύλιος (7).
34 (Εικ.39,1 38,1 μ. 0,33). Τρία σπειροειδώς συμπλεκόμενα λεπτά στρογγύλα
35 (Εικ.39,2 μ. 0,13). Αποκρουσθείσα άνω στρογγυλή ράβδος μεθ’ επτά επαλλήλων οριζοντίων σειρών εκ τεσσάρων σταυροειδώς διατεταγμένων σκελών. το σκέλος εκάστου σταυρού αντιστοιχεί προς την μεταξύ δύο σκελών γωνίαν της υποκειμένης σειράς, περί δε έκαστον σκέλος περιελίσσεται λεπτόν έλασμα ανερχόμενον εν συνεχείς από της πρώτης μέχρι της τελευταίας σειράς. Υπό την πρώτην σειράν εκφύεται μικρά απόφυσις, τέρμα ίσως αποκοπείσης ράβδου η αποφύσεως καθέτως προς την ύπαρχουσαν προσκολληθείσης. Πρόκειται περί λειψάνου σκεύους η επίπλου10.
36 (Εικ.40,1,2· μ. 0,146). Σχαλίς, όργανον δηλαδή προς πλοκήν δικτύων, ου τα άκρα διχαζόμενα αποτελούσι δύο αποκλίνοντας και είτα συγκλίνοντας βραχίονας (Ol. Bronzen σ.182, 1130).
37 (Εικ.40,3,4). Λείψανα ωτογλυφίδων η σχετικών καλλωπιστικών αντικειμενών (Bronzen, σ.181, αριθ. 1111-18) και μήλαι προς επάλειψιν η σχετικά (Εικ.41 τα δυο εν δεξιώ μ. 0,114 και 0,152. Ol. Bronzen αριθ. 1114-22).
38 (Εικ.40,5,7,9,10). Βελόναι (01. Bronzen σ.182 αριθ. 1128-9).
39 (Εικ.40,6,8). Κοιναί περόναι πιθανώς (Άρχαιολογ. Δελτ. 1914 παρ.32 Εικ.88β).
40 (Εικ.40). Αγκιστρα (δεξιά) και χάλκους κοχλίας (δεξιά άνω). 41
41 (Εικ.40 άνω εν τω μέσω). Θραύμα πιθανώς πόρπης (Ol. Bronzen σ. 188, αριθ. 1186).
τα μικρά ταύτα αντικείμενα είναι ίσως και αφιερώματα, αλλά και εις πραγματικήν χρήσιν θα εχρησιμοποιούντο, απολεσθέντα δε εν τω ιερω ανευρέθησαν παρ’ ημών.
42 (Εικ. 42 μ. 0,108). Τετράπλευρος βάσις αγαλματίου μετά δύο επιμήκων οπών προς στερέωσιν των ποδών τούτου. Είναι λεπτόν έλασμα, ου τα κράσπεδα γωνιωθέντα εσχημάτισαν τας καθέτους πλευράς της βάσεως μετά τεσσάρων στηριγμάτων κατά τας γωνίας (Πβλ. Και την παρομοίαν εν τω Εθνικώ Μουσείω βάσιν 6948).
43 (Εικ.43 δ. 0,09). Δισκοειδής βάσις αγαλματίου μετά δύο οπών προς στερέωσιν των ποδών τούτου.
44 (Εικ. 44). Ήλοι διάφοροι.
ΣΙΔΗΡΑ
Πλην των χαλκών λογχών η ξιφών υπήρχον εν τω ναώ Β και πλείστα όπλα και αλλά σιδηρά αντικείμενα, αλλ' εκ της φύσεως του μετάλλου υφισταμένου την ολέθριαν επίδρασιν της οξειδώσεως περιεσώθησαν μόνον πολλά διαβεβρωμένα θραύματα, εξ ων απεικονίσαμεν τα διαφυλάξαντα την προτέραν μορφήν η ίχνη οπωσδήποτε αυτής (πβλ. και Ol. Bron/en σ.173).
45. Εκ της οξιδιόσεως και διαβρώσεως καθίσταται δυσχερές να ορισθή ακριβώς αν ταύτα είναι πάντα ξίφη ή λόγχαι.
Έχουσι συνήθως την αμφίστομον λεπτήν αιχμήν των επιμήκων φύλλο μορφών χαλκών λογχών μετ’ ελαφρώς εξωγκωμένης ράχεως.
Τινές (3) απολήγουσι κατά το αντίθετον προς την αιχμήν άκρον εις σωλήνα, άλλαι δε (7) εις πλήρη ράβδον. Αι τελευταίαι θα είχον αντί του ξυλίνου δόρατος ολοσίδηρον ράβδον, δηλαδή αιχμήν, δόρυ και στυράκιον εξ ενός τεμαχίου σιδήρου.
Διότι ηυρέθησαν μετ’ αυτών και πολλά τμήματα πλήρων ράβδων, άτινά έχοντα ικανόν μήκος θα είναι ασφαλώς θραύματα σιδηρών δοράτων του είδους 7.
τα απολήγοντα εις σωλήνα τεμάχια θα εδέχοντο, ως αι χαλκαί λόγχαι ξύλινον δόρυ. Δυνατόν όμως ταύτα να είναι και θραύματα ξιφών. Διότι τα δύο τεμάχια 2 και 4 (κάτω), διακρινόμενα σαφώς ως τμήματα λαβών ξίφους έχουσι το μεταξύ της κυρίως λαβής και του ξίφους τμήμα σωληνοειδές.
Το ξίφος 4 θα είχε λαβήν παραμοίαν προς την εξ Ολυμπίας αριθ.1098 (Ol. Bronzen σ.179), διότι διασώζει το προς την λαβήν διασταυρούμενον εγκάρσιον σκέλος και τμήμα σωλήνος υπό τούτο. Η δε λαβή του ξίφους η, εγχειριδίου 2 φαίνεται οτι ήτο παρομοία προς την εκ του αυτού τύπου 533 η προς την χαλκήν λαβήν 529-532 (01. Bronzen σ.73), αιτινές πλατυνθείσαι δια σφυρηλατήσεως επενεδύθησαν δια δύο τεμαχίων οστού η ξύλου προσηλωθέντων εκατέρωθεν της λαβής. Λείψανον τοιαύτης λαβής μετά προσηλωμένου έτι οστού ηυρέθη μετά των άλλων σιδηρών ευρημάτων.
Οι σωλήνες των ξιφών η λογχών παρήχθησαν δια σφυρηλατήσεως του υπό την αιχμήν τμήματος σιδήρου μέχρι συμπιέσεως και εκπλατύνσεως αυτού εις ευθύ έλασμα και κυρτώσεως είτα τούτου μέχρι ενώσεων απλώς των άκρων η και συγκολλήσεως. Πλείστα δε θραύματα των σωλήνων τούτων ανευρέθησαν ομού.
Το τεμάχιον 1 παρεκκλίνει της συνήθους μορφής, ον στενόν, οξύ και μετά ράχεως ικανώς εξεχούσης. Έχει πως μορφήν εγχειριδίου.
46 (μήκ. 0,448). Μακρά μονόστομος μάχαιρα μετά παχείας ολίγον και ελάχιστα κυρτής ραχίδος και καμπυλοειδους πως τομέως. Είναι τεθραυμένη εν τω μέσω και απεκρούσθησαν η αιχμή και η λαβή (πβλ. και 01. Bronzen σ.178,1099).
47 (μήκ. 0,25). Τεθραυμένη εις δύο τεμάχια σκαπάνη. Ο τομεύς, ου η λέπτυνσις και εκπλάτυνσις άρχεται από της εν τω μέσω περίπου ελλειψοειδους οπής είναι κάθετος προς την διευθύνσιν της ράβδου, αι δε πλευραί συγκλίνουσαι από του τομέως καμπυλοειδώς απολήγουσιν εις το υπεράνω της ράβδου, λεπτόν πως και πεπλα τυσμένον έτερον άκρον, σχημάτισαν ίσως δεύτερον τομέα κατ αντίθετον διεύθυνσιν. Η άνω άκρα απεκρούσθη.
48 (μήκ. 0,365). Μονόστομος οξύτατος πέλεκυς η αξίνη. Τα δύο εκατέρωθεν της οπής άκρα σχηματίζουσι την προς την ράβδον εσωτερικήν πλευράν ως συνεχή προς τα έσω κυρτούμενον γραμμήν, η δ’ αντίστοιχος πλευρά αποκλίνουσα ολίγον εκ των άνω ακολουθεί την αυτήν κύρτωσιν μέχρι της οπής, εντεύθεν παρεκκλίνουσα ζωηρώς σχηματίζει την ωσαύτως αλλά λίαν κυρτήν ράχιν του πεπλατυσμένου τομέως έχοντος την διευθύνσιν της ράβδου. Το άνω μέρος είναι ορθογώνιον την τομήν, πλατύτερον κατά την αντίθετον προς τον τομέα διευθύνσιν και εις οξύ πως και αυτό απολήγον. Ηυρέθη μετά χαλκού λέβητος παρά μεταγενέστερον κτίσμα μεταξύ των ναών A και Γ.
Πλην των ανωτέρω περιγραφέντων ανευρέθησαν και πλείστα παραμεμορφωμένα λείψανα ετέρων σιδηρών αντικειμένων άγνωστου πλέον μορφής, και πολλοί ήλοι, σύνδεσμός τις σχήματος I-I (2) μέρος γιγγλίμου (1), οχεύς (3) και διάφορα αλλά λείψανα σκευών.
ΠΗΛΙΝΑ
49 (Εικ.48,1 παρενθ. πιν.3 υψ. 0,06). το από του στήθους μέρος χειροποιήτου αρχαϊκωτάτου ειδωλίου μετά διεστηκότων ως προς ίππευσιν σκελών. Ο πηλός είναι υπέρυθρος μετ’ ίχνους μέλανος χρίσματος επ' αυτού (Ol. Bronzen σ.43 ο αριθ.279 ομοιάζει πως, το 277 σώζει ίχνη του χρίσματος. Annual Br. Sc. Ath.1907-8 σ.53 Εικ.2e).
50 (Εικ.48,2 παρενθ. πιν.3 υψ. 0.063). Όμοιας τέχνης γυναικείον ειδώλιον εικονιζόμενον μετά χιτώνος πιθανώς και προτεταμένων των βραχιόνων. Ίχνη βαθέος ερυθρού χρώματος (Annual Br. Sc. Ath. ε.α. σ.50 Εικ.1g, σ.53 Εικ.2f, 1908-9 σ.122 Εικ.4,62).
51 (Εικ.48,3 παρενθ. πιν.3 μήκ. 0,09). Μικρός βους όμοιας τέχνης αποκεκρουσμενούς έχων τους οπισθίους πόδας και την ουράν. Κίτρινον γάνωμα επί του πηλού, μετά λεπτομερειών εκδηλωθεισών δια μέλανος χρώματος. Τούτου σώζονται ίχνη επί του αριστερού εμπρόσθιου και επί του οπισθίου δεξιού ποδός, επί δε της κεφαλής οι οφθαλμοί και τα κέρατα ήσαν δια του αυτού χρώματος γεγραμμένοι (Ol. Bronzen αριθ.278. Annual Br. Sc. Ath. ε.α. 1907- 8 σ.50 Εικ.1a). Η ποιότης του πηλού και η διάταξις των χρωμάτων του τελευταίου, ίσως δε και των πρώτων, είναι ανάλογα προς την τεχνικήν εξεργασίαν των από του Η η Ζ αιώνος Λακωνικών η Κυρηναϊκών 3 λεγομένων αγγείων, των φερόντων επί του υποκίτρινου γανώματος την δια των ειρημενών χρωμάτων διακόσμησιν.
52 (εικ.49,1,2 παρενθ. πιν 3 ύψος 0,095). Δύο βούκρανα μετά δύο οπών άνω προς ανάρτησιν. του δευτέρου απεκρούσθησαν τα κέρατα μετά του άνω μέρους του κρανίου και τα ώτα. εσωτερικώς είναι κοίλα, ο δε πηλός υποκίτρινος μετ’ ίχνους εξαλειφθείσης εγχρώμου διακοσμήσεως. Χαρακτηριστική είναι η άμορφος διάπλασις των κεράτων και η πολύ ταπεινή θέσις των ώτων. ηυρέθησαν μετά των 49,50 ΒΑ. Του ναού Β παρά τον βόθρον, φαίνονται δε της αυτής προς τούτο τέχνης έχοντα ομοιότητά τινά προς τα εκ της Όρθείας Αρτέμιδος βούκρανα και τεχνικήν αναλογίαν προς τας αυτόθι ευρεθείσας πηλίνας προσωπίδας.
53 (Εικ.50,3,4). Δύο εκ των γνωστών πολλαχού ανευρισκομένων πήλινων πυραμίδων μετ’ οπής άνω προς ανάρτησιν. Το δεύτερον φέρει και δύο καθέτους εγχαράκτους γραμμάς. Περί της σημασίας των αφιερωμάτων τούτων πολλά εγράφησαν άνευ επίτεύξεως ικανοποιητικής ερμηνείας. Εκ πασών τούτων θεωρώ και εγώ ως μάλλον απορριπτέαν την παλαιοτέραν ερμηνείαν, καθ ην αι πυραμίδες εθεωρήθησαν σταθμά (Ol. Bronzen σ.206 αριθ.1331). Διότι ουδεμίαν παρουσιάζουσιν αύται αναλογίαν βάρους προς αλλήλας και προς μετρικόν τινά κανόνα (Wald- stein The Arg. Heraeiun σ. 15, σημ. 10 και σ. 43 αριθ. 283-84 Εικ.89, 90, ένθα χαρακτηρίζονται ως βάρη ιστού. Pottier- Reinach Necropole de Myrina σ. 248, όπου θεωρούνται δίπυρα).
54 (Εικ. 50,2). Κύλινδρος συνεσταλμένος εν τω μέσω (Ol. Bronzen σ.206 αριθ.1330, και ανάλογα σχήματα 1327- 29). Όμοια ευρίσκονται και λίθινα (πβλ. αριθ.7253 Εθν. Μουσ.
Αθηνών). Η σημασία άγνωστος11.
55. Μικρόν τεμάχιον (Εικ.50,1) ομοιάζων προς χειροποίητον άμορφον πόδα. Αφιέρωμα η απολεσθέν τεμάχιον παιδιάς. Ναϊδιόμορφον τεθραυμένον αφιέρωμα και τεθραυμέναι λυχνίαι, σφονδύλια και καλύμματα πίθων.
ΑΓΓΕΙΑ
56 (Εικ.51,1). Μικρός αρύβαλλος εκ των χαρακτηριζόμενων υπό των Άγγλων ως ανατολιζόντων (Animal Br. Sc.Ath. ε.ά. 1906-7 σ.129 A, Εικ. 7α). Ο πηλός είναι ερυθρωπός και το γάνωμα βαθύ κυανούν. Επί του χείλους του στομίου προσετέθη βαθύ ερυθρόν χρώμα, επί δε της κοιλίας διασώζεται ταινία του αυτού χρώματος. Μετά τούτου ηυρέθη και θραύμα όμοιου αρυβάλλου, ου ο πηλός είναι φαιόχρους. Είναι τα μιμούμενα το στιλπνόν βαθύ χρώμα των χαλκών μικρά αγγεία, ευρισκόμενα και εν Σπάρτη και εν Γυθείω και αλλαχού (Annual σ.129, σημ 1, 2), αναγόμενα δε εις την από του Η εις τον Ζ αιώνα πιθανώς περίοδον.
57 (Εικ.51,7). Μικρόν αποκεκρουσμένον άνω αγγείον σχήματός πως ταπεινού αρυβάλλου. Ο πηλός είναι ερυθρωπός, το δε γάνωμα υπόλευκον, έφ’ ου γραμμική επί των ώμων και της κοιλίας διακόσμησις δια μελανός και βαθέος ερυθρού χρώματος. Φαίνεται εκ των μεταγενεστέρων Λακωνικών.
58 (Εικ.51,3). Μικρός αρύβαλλος μετά εκτύπου βάσεως, άνω δε ολίγον αποκεκρουσμένος. Ο πηλός είναι μάλλον ωχρός πράσινος η κίτρινος μετά υποκίτρινου γανώματος. Επί του χείλους ύπαρχουσι συγκεντρικοί κύκλοι μελάνες και ερυθρωποί πως, επί δε της λαβής διασταυρούμεναι ως X γραμμαί εντός πλαισίου και επί των ώμων και παρά την βάσιν ταινίαι εκ του αυτού χρώματος. Επί του πυθμένος είναι κύκλος εκ στιγμών περί δύο ετέρους γραμμικούς περιέχοντας στρογγύλας κηλίδας, εντός δε τούτων κεντρική κηλίς περιβαλλομένη υπό στιγμών. Το κόσμημα τούτο απαντάται επί των Λακωνικών της Όρθείας Αρτέμιδος και του Μενελαίου αγγείων, επί των παρειών δηλαδή του σκεύους ύπαρχουσι δύο γραμμαι περιέχουσαι κηλίδας περιεχόμεναι και αυταί υπό δύο ετέρων εκ στιγμών γραμμών (Annual Br. Sc. Ath. 1908-9 σ.23 Εικ.1[I], σ.155 Εικ.18α)
59 Θραύμα (Εικ.51,5) όμοιου αρυβάλλου μετά διακοσμήσεως εκ τετραγωνιδίων εν τω πυθμένι, όμοιας προς αλλάς επί των λακωνικών της Σπάρτης απαντώσας (Annual 1907-8 σ.82 Εικ.7d, σ.42 Εικ.8η).
60 (Εικ.51,9). Θραύμα φιάλης η κύλικος εξ ανοικτού ερυθρωπού πηλού μετά υποκίτρινου γανώματος έξω, μελανός δε έσω. Παρά την βάσιν εγράφησαν ταινίαι περιέχουσαι ακτινοειδώς αποκλίνοντα λεπτά φύλλα. Η εξωτερική διακόσμησις είναι γεγραμμένη δι' αποχρώσεως μέλανος και ιώδους. Πλην των πολλών εκ Σπάρτης ηυρέθησαν των αυτών αγγείων λείψανα και αλλαχού (Ol. Bronzen, σ.202 αριθ. 1302. Furtwängler, Aegina σ.457 αρ.246 πιν.128,24 129,1).
Οι αρύβαλλοι 58,59 και το θραύμα 60 έχουσιν ως βάσιν την ιδιάζουσαν τοις εν τω ιερώ της Όρθείας Αρτέμιδος εν Σπάρτη και αλλαχού ανακαλυφθείσιν αγγείοις τεχνοτροπίαν, δηλαδή την επί υπολεύκου η υποκίτρινου εδαφούς διακόσμησιν. Τα αγγεία της τεχνοτροπίας ταύτης είναι άφθονα εν Σπάρτη και δια τον λόγον τούτον εκρίθησαν άξια και της ονομασίας των Λακωνικών, εθεωρήθη δε και η Σπάρτη το μοναδικόν κέντρον κατασκευής αυτών. Η γνώμη αύτη (Annual ε.α.) στηρίζεται επί παραγνωρίσεως της πραγματικής δυνάμεως του κατά τους χρόνους εκείνους Λακωνικού εργαστηρίου, αλλά και επί της μη, ως φρονώ, συστηματικής εξερευνήσεως της εν τω Μουσείω της Σπάρτης ατακτοποιήτου εισέτι μεγάλης παρακαταθήκης.
Εν Σπάρτη εις μόνος αρύβαλλος ηυρέθη της τεχνοτροπίας και του σχήματος των ημετέρων, αλλά εν τω Μενελαίω. Όμοιος μέχρι της ταινιόμορφου παχείας λαβής προς τον ημέτερον, πλην της εκτύπου βάσεως, ήτις ελλείπει εν εκείνο), διαφέρει όμως κατά την πλουσιωτέραν διακόσμησιν και κατά την αβεβαιοτέραν εν γένει εκτέλεσιν (Annual 1908-9 σ.155 Εικ.18α), ήτις είναι η χαρακτηρίζουσα την Λακωνικήν κεραμευτικήν και πάσαν εν γένει Λακωνικήν τεχνικήν παραγωγήν. Τα μικρά ταύτα αγγεία μιμούνται άσφαλώς τα γνήσια πρωτοκορινθιακά, αλλά δεν δύνανται να αποδώσωσι την λεπτήν κατασκευήν και την ελαφρότητα αυτών. Και επειδή η επίδρασις της Κορίνθου δεν ήτο δυνατόν να περιορισθή εν μόνω τω Λακωνικω εργαστηρίω, φρονώ ότι πανταχού κατεσκευάσθησαν αγγεία έχοντα ως βάσιν την πρωτοκορινθιακήν τεχνοτροπίαν και επίδρασιν (Furtwängler, Aegina σ. 448).
Τα εκ Λογγάς αγγεία θα κατεσκευάσθησαν επί τόπου, διότι ενταύθα που ύπαρχουσιν από χρόνων αμνημονεύτων πλείστα κεραμεία, ηυρέθησαν δε και λείψανα αρχαίων τοιούτων παρά το προς νότον χωρίον Βουνάρια.
61 (Εικ.51,4). Μικροσκοπικός αρύβαλλος, μετά τριών λευκών οριζοντίων γραμμών επί μελανός γανώματος. Ο πηλός είναι ερυθρός. Κατασκευή μεταγενεστέρων χρόνων.
62 (εικ.51,2,6,). Αρύβαλλοι έχοντες απλούν μέλαν γάνωμα επί ερυθρωπού πηλού. Ο πρώτος ηυρέθη εις τεμάχια.
63 (Εικ.51,8). της αυτής τεχνοτροπίας μόνωτος κύαθος μετά στιλπνού μελανός γανώματος. Η λαβή απεκρούσθη μετά μέρους του χείλους.
Πλην των αγγείων τούτων ανευρέθησαν άπειρα μικροσκοπικά θρύμματα αγγείων μετά μέλανος γανώματος, αλλά δε άνευ γανώματος, τινά δε και εκ της κατηγορίας των Λακωνικών και αλλά μετά εγχαράκτου φυτομόρφου διακοσμήσεως νεωτέρων χρόνων.
ΧΑΛΚΑ ΑΓΑΛΜΑΤΙΑ
64 (Εικ.52,1,2,3 παρενθ. πιν.4). Κουρίδιον αρχαϊκώτατον, ου απεκρούσθησαν οι άκροι πόδες και μέρος του αριστερού πήχεως. Εδράζεται ως συνήθως επ’ αμφοτέρων των ποδών και δι΄ολοκλήρου του πέλματος προτείνον ολίγον τον αριστερόν, τας δε χείρας καμπτομένας εν τω άγκώνι φέρει έμπροσθεν, υψηλότερον την αριστεράν. Η κόμη κατέρχεται όπισθεν εις συνεχή μάζαν, εξ ης αποχωρίζονται κάτωθεν των ώτων ανά δύο βόστρυχοι, πίπτοντες έμπροσθεν μέχρι των μαστών, και έτερος μικρός προ των ώτων καταπίπτων, υπέρ δε το μέτωπον απολήγει εις ελαφρών εξόγκωσιν. Αι τρίχες εκδηλούνται δι' εγχαράκτων από του εξογκώματος κατά μήκος γραμμών και εγκαρσίων αβαθών αυλακώσεων, δι’ αυλακώσεων δε επί των βοστρύχων, και επί του εξογκώματος δι' αποκλινουσών από του κέντρου εγχαράκτων γραμμών.
Οι οφθαλμοί είναι αβαθείς και ανόμοιοι, αλλ' η περί αυτούς περιοχή πλησιάζει πως προς την πραγματικήν διαμόρφωσιν, εξεδηλώθησαν δε δι' εγχαράκτων κύκλων και αι κόραι.
Τα χείλη είναι ισχυρά και συνηνωμένα, η δε σχισμή του στόματος ευθεία, εξ ου ελλείπει το χαρακτηριστικόν μειδίαμα. Η ρις είναι άκαμπτος και σκληρά, μίαν γραμμήν μετά του μετώπου αποτελούσα, η προσωπική γωνία λίαν αμβλεία, ο πώγων οξύς και προτεταμένος, το περίγραμμα του κρανίου γωνιώδες και το πρόσωπον πλατύ και στενούμενον προς τα κάτω. Η οσφύς δυσανάλογος προς τα άνω κείμενη είναι υπερβολικώς συνεσταλμένη, ούσα και του πλάτους του προσώπου στενωτέρα, τα δε ισχία και οι γλουτοί ίκανώς προτεταμένοι.
Η από του λαιμού γραμμή του στήθους εξήλθεν ήδη της πρωτογενούς ευθυγραμμίας κυρτουμένη αρκούντως κατά την μαστοφόρον χώραν, ίνα εντεύθεν όμως ευθυγράμμως σχεδόν κατέλθη μέχρι της περί την κοιλίαν περιοχής. οι μαζικοί μυς εξεδηλώθησαν πως πλαστικώς, αι δε θηλαί δια κύκλων εκ στιγμών, και δι’ αυλακώσεων το πλευρικόν τόξον και η λευκή γραμμή μετά τριών επικαρσίων εγγραφών. Μικρά κοιλότης εκδηλοί τον ομφαλόν, και ανομοίως κυρταί γωνιώδεις αυλακώσεις την υπό την κοιλίαν μετάβασιν προς τους μηρούς, τον κενεώνα.
Η γραμμή της ράχεως διαγράφει υπερβολικώς κυρτόν περίγραμμα, αλλ' είναι εντελώς επίπεδος επιφάνεια άνευ ουδεμιάς ανατομικής εκδηλώσεως. Επίπεδος είναι και η πλαγία επιφάνεια των μηρών, των παρειών, γωνιώδης δε το πλείστον πάσα από επιφάνειας εις ετέραν μετάβασις. Εκ των πλαγίων ορώμενον το σώμα είναι ως πεπιεσμένον και η μεγίστη εγκαρσίαν έκτασις αυτού είναι ελάσσων της υπερβολικώς μεγάλης και δυσειδους κεφαλής. Ο χαλκός είναι εξωτερικώς βαθύς πράσινος, αλλά μικρά τις οξίδωσις μετέβαλε κατά τι το χρώμα και έφθειρεν ολίγον την επιδερμίδα.
Η υπέρ το μέτωπον διάπλασις της κόμης υπομιμνήσκει πως τον Μοσχοφύρον της Ακροπόλεως (Λεονάρδος, Μνημεία της Έλλ. σ.49-50 πιν.13, 13Α, ΑΕ 1895 σ.75 πιν. 6), οι δε επί του στήθους καταπίπτοντες και αποκλίνοντες δύο βόστρυχοι το εν τω Έθ. Μουσείω χαλκούν αγαλμάτιον 7467 (De Ridder, Bronzes d. 1. s. arch. σ.156 αριθ. 861. Stais, marbres et bronzes σ.257). Ο επί της παρειάς βόστρυχος απαντά και επί του εκ Δελφών χαλκού αγαλματίου 1663 (Fouilles, d. D. Ε πιν. /V σ.35, αριθ.39. Reinach, rep.d.1. st. Γ σ.24,1. Deonna, 1. Ap. arch. σ.27, αριθ.87, και επί τίνος εκ Δελφών κούρου (Deonna ε.α. σ. 163 αριθ. 36 Εικ. 46), η δε ελάχιστα στενουμένη όπισθεν κόμη επί του εν τω Έθν. Μουσ. Αθηνών 7533 (De Ridder έ.ά. σ.145 αριθ.820. Deonna ε.α. σ.269 Εικ.189- 190) και αι εγκάρσιοι ραβδώσεις των βοστρύχων επί του αυτού και επί του εκ της Ακροπόλεως χαλκού αγαλματίου 6588 (Έθν. Μουσ. De Ridder ε.α. σ.250 αριθ.705. Deonna ε.α. σ.276 αριθ.79 Εικ. 187-88).
Ομοίαν στάσιν των χειρών έχει και χαλκούν αγαλμάτιον εν Παρισίοις (Babelon -Blanchet, Cat. d. bronzes d.1. bibl. nat. 44 αριθ.96. Και το 922, σ.406 περίπου. Πβλ. Και De Ridder ε. ά. πιν.A1 σ.267 αριθ.737).
Εκ της επί επιπέδου επιφάνειας εγχαράκτου κατενώπιον μορφής προέκυψεν η ήρεμος κατενώπιον πλαστική μορφή έχουσα τους πόδας συνηνωμενούς και τας χείρας επί του σώματος καθηκούσας. Βαθμηδόν αι χείρες αποσπώνται του σώματος καμπτόμενοι επί μαλλάν εν τω αγκώνα μέχρι της ορθής γωνίας, οι δε πόδες αποχωρίζονται, του αριστερού φερομένου σταθερώς προς τα εμπρός.
Παρά την φυσιολογικήν ταύτην ανέλιξιν είναι δυνατόν τεχνίται τινές νεώτεροι να ενέμειναν πλέον ή άλλοι προσηλωμένοι προς την αρχαϊκωτέραν έξιν, εκ τούτου δε δεν πρέπει να λαμβάνηται ως βάσις χρονολογήσεως μόνον η στάσις των χειρών. Διότι εν τοις χαλκοίς η από του σώματος απόστασις των χειρών και η κάμψις είναι ευχερεστέρα ένεκα της υπό του μετάλλου παρεχομένης μείζονος ελευθερίας και της διαφόρου τεχνικής βάσεως. Η δε απόσπασις αύτη εξικνείται πολλάκις ως εν τω προκειμένω αγαλματίω μέχρι υπερβολής, καταλείπουσα χάσμα τι υπό τας μασχάλας.
Η ως άνω κάμψις των χειρών είναι αντανάκλασις πάντως ενός επί τα πρόσω σταθμού της τέχνης, είναι δε η στάσις περίπου του υπό του Τεκταίου και του Αγγελίωνος τοις Δηλίοις κατασκευασθέντος Απόλλωνος (Παυσαν.9, 35, 3), ην και τήρησε πως βραδύτερον και ο Κάναχος εν τω Μιλησίω και τω Ισμηνίω Απόλλωνι (Παυσαν.9, 10, 2). Η κίνησις όμως προς ζωηροτέραν διάπλασιν της πλαστικής μορφής θα ήρχισεν και προ των δύο πρώτων τεχνιτών , αλλά θα έλαβεν υπό τούτων την σταθεράν προς ευρυτέραν διάδοσιν μορφήν. Κατά ταύτα το χαλκούν ημών αγαλμάτιον δύναται και προγενέστερον να είναι του Ληλίου Απόλλωνος αναγόμενον πάντως εις το δεύτερον τέταρτον του F αιώνος.
Εάν ως βάσιν προς καθορισμόν της προελεύσεως των αρχαϊκών κούρων λάβω μεν τον εκ Δελφών τυπον του Πολυμήδους, ουδέν έτερον η ελάχιστα δένονται να κατάταχθώσι τω εργαστηρίω της Πελοποννήσου. Δεν είναι όμως πάντα τα εκ της Πελοπόννησου έργα όμοια προς τον κούρον τούτον ειμή εν ταίς γενικωτάταις αρχαίς, διαφέρουσι δε κατά τα αλλά πολύ. Το δε ημέτερον ουδεμίαν έχει προς τούτο ομοιότητα, αλλ' έχει αναλογίας τινάς προς τα εκ Κερκύρας πώρινα (ΠΑΕ1911, 164 κέ.)· η από του πώγωνος μέχρι της κορυφής της κεφαλής απόστασις περιέχεται δίς εν τη από του πώγωνος μέχρι της ήβης αποστάσει (πβλ. Δία της γιγαντομαχίας και τα αλλά εν ΠΑΕ σ.167 Εικ.2), δηλαδή η του άνω ημίσεως του σώματος διαμόρφωσις είναι εν αμφοτέροις δυσαναλόγως μικρά.
Προς τον γίγαντα δε της γιγαντομαχίας ομοιάζει πως και κατά το στενούμενον προς τα κάτω ως τρίγωνον πρόσωπον. Τούτο δε παρατηρείται και εν οστείνοις τισί της Σπάρτης τοις μαρτυρούσιν επίδρασιν τινά της Αίγυπτου (Annual Br. Sc. Ath. 1906-7 σ.106 Εικ.32. Αρχ. Εφ. 1914 σ.27 Εικ.11 και 27).
Εκ πάντων των λόγων τούτων νομίζω ότι δεν πρέπει να αναζητήσωμεν τον τόπον της κατασκευής του αγαλματίου πέραν της Πελοπόννησου.
65 (πιν.Α). Βαρέως ωπλισμένος οπλίτης, ου απεκρούσθησαν οι άκροι πόδες και η αριστερά άκρα χειρ. Είναι η πληρεστέρα μέχρι τούδε ευρεθείσα πλαστική μορφή οπλίτου φέροντος κορινθιακόν κράνος, θώρακα, περιβραχιόνιον και περιπήχιον εν τη δεξιά, περιμηρίδια και κνημίδας. Δια της αριστεράς εκράτει ασπίδα, ης μόνον το όχανον περιεσώθη περί τον πήχυν, δια δε της δεξιάς δόρυ ή ακόντιον, ούτινος έμείνε το υπό της χειρός κρατούμενον τμήμα. Έχει την αυτήν περίπου στάσιν του προηγουμένου κουριδίου, μόνον δε ο αριστερός πήχυς είναι ενταύθα ακριβώς οριζόντιος, ορθήν γωνίαν σχηματίζων μετά του βραχίονος, και ο αγκών της δεξιάς φέρεται μάλλον προς τα οπίσω, εξ ου και ο βραχίων αντί να καταπίπτει κατακόρυφος ως εν τη μορφή 64 βαίνει λοξώς προς τα οπίσω. Οι βραχίονες κανονικώτερον διαπλασθέντες δεν αφίστανται του σώματος, περιεχόμενοι υπό δύο παραλλήλων σχεδόν επιπέδων, οι δε πόδες είναι περισσότερον συνηνωμένοι. Φαίνεται όμως ότι εκ της υπό του χώματος πιέσεως η συνένωσις αύτη εγένετο στενωτέρα, κυρτωθεισών των κνημών
Η πλαστική διαμόρφωσις ει και εισέτι ξηρά και άκαμπτος είναι μάλλον ανεπτυγμένη της του προηγουμένου, μάλιστα του προσώπου, των βραχιόνων και των δακτύλων, η δε οσφύς μάλλον διεσταλμένη και τα ισχία ήττον προβεβλημένα.
Οι οφθαλμοί είναι έτι αβαθείς, αλλά τα βλέφαρα αρκούντως ανεπτυγμένα, η δε περί αυτά και περί την ρίνα περιοχή διαμορφούται απαλώς ήδη και άληθεστερον. Αι κόραι εξεδηλώθησαν δια κύκλων, διαφαίνεται δε και η εγκανθίς.
Τα χείλη ανασπώνται κατά τα άκρα, προκαλουμένου του χαρακτηριστικού μειδιάματος, αλλά δεν κλείονται εντελώς, το δε σιαγόνιον είναι απαλόν και ελάχιστα προβεβλημένον και, επειδή φέρει γένειον, φαίνεται οξύ πως. Aί τρίχες του γενείου και του μικρού επί του άνω χείλους μύστακος εδηλώθησαν δι’ εγχαράκτων λεπτών γραμμών, καθέτων πως εν τω πρώτω, αποκλινουσών από του κέντρου εν τω δευτέρω.
Έχει μακράν κόμην πίπτουσαν όπισθεν εις μάζαν και χωριζομένην κατ’ αποστάσεις δια διπλών κατά μήκος εγχαράκτων γραμμών προς εκδήλωσιν των τριχών η των βοστρύχων.
Το κράνος καλύπτει τας παρειάς μέχρι των χαλινών των χειλέων, και την ράχιν της ρινός, καταλείπον ελευθέραν την περί τους οφθαλμούς περιοχήν και άνοιγμα περί το στόμα στενούμενον προς τα κάτω. Το κράσπεδον περιθέει εγχάρακτος γραμμή, επί δε της κορυφής εκφύεται από της γραμμής του μετώπου μέχρι που του κατ’ ινίον οστού διμερής βάσις προς στερέωσιν του λόφου, ης το κάτω μέρος κοσμείται δια ζητοειδών, το δε άνω δια σειράς τριγωνοειδώς ενουμένων εγχαράκτων γραμμών. Αι δε τρίχες του λόφου εξεδηλώθησαν δι’ εγχαράκτων γραμμών ακτινοειδώς αποκλινουσών επί της βάσεως και εντεύθεν στρεφομένων προς τα κάτω, της μάζης του λόφου σμικρυνομένης βαθμηδόν μέχρι της ράχεως.
Ο θώραξ νοείται εκ του οπισθίου και του εμπρόσθιου τμήματος, των γυάλων, προσαρμοζομένων κατά τα πλευρά και επί των ώμων και συναπτομένων δι’ οχέων και περονών (Παυσαν.10, 26, 5. Ol. Bronzen σ.153 κέ. αριθ.979-84). της λεπτομέρειας ταύτης ουδέν εν τω αγαλματίω διακρίνεται επί των πλαγίων, μόνον επί των ώμων επικάθηται το οπίσθιον μέρος επί του προσθίου, προσενούμενα δ' ήλου εις εκδήλωσιν της νοουμένης δια περόνης και οχέων προσαρμογής.
Το οπίσθιον τμήμα του θώρακος είναι απλούν, κεκοσμημένον δε το έμπροσθεν, αμφότερα δε ακολουθούσι την διαμόρφωσιν του σώματος. Απλή εγχάρακτος γραμμή περιθέει το τέρμα του προσθίου τμήματος και το κατά τους βραχίονας κράσπεδον του οπισθίου, διπλή δε το του προσθίου και περί τον τράχηλον τέρμα.
Υπό τας μασχάλας αρχόμεναι περιελίσσονται έμπροσθεν περί τους μαζικούς μυς δύο έλικες δια πλαστικής γραμμής εκδηλωθείσαι. Κάτωθεν των ελίκων τούτων παχεία κυρτή πλαστική γραμμή περιεχομένη υπό δύο λεπτοτέρων ακολουθεί το πλευρικόν τόξον, τερματιζομένη εκατέρωθεν σπειροειδώς. Τρεις δε επαλληλοι αυλακώσεις εντός του τόξου τούτου εκδηλούσι τας εγγραφάς και μικρά προστυπος κυκλική έξοχή τον ομφαλόν. Την οσφύν περιθέει έμπροσθεν λεπτή προστυπος γραμμή. Υπό τον θώρακα φορεί βραχύν αχειρίδωτον χιτώνα απολήγοντα εις εγχαράκτους κροσσούς και εγχάρακτον μαίανδρον επί τούτων.
Το περιβραχιόνιον και τα λοιπά καλύμματα του πήχεως των μηρών και των κνημών ήσαν συνήθως εκ λεπτού ελάσματος κατεσκευασμένα, έχοντος ικανήν ελαστικότητα, ώστε διαστελλόμενα υπό των χειρών να επιτίθενται επί των καλυπτέων μερών του σώματος και είτα αφιέμενα να προσαρμόζωνται απλώς κρατούμενα εκ της υπό της ελαστικότητος παρεχομένης πιέσεως (01. Bronzen σ.160-161). Η λεπτομέρεια αύτη διακρίνεται εν τω αγαλματίω διαφαινομένου όπισθεν του ανοίγματος.
Το κράσπεδον των περιμηριδίων περιθέεται υπό διπλής εγχαράκτου γραμμής, υπό απλής δε το τέρμα των λοιπών. Κατά τα πλάγια όμως η γραμμή των πρώτων διακόπτεται ανελισσομένη εκατέρωθεν εις δυο έλικας όρθιας και δια της ράχεως προσκείμενος.
Τα εν Ολυμπία ευρεθέντα περιβραχιόνια απολήγουσι κατά τον αγκώνα εις πλαστικήν μορφήν καλύπτουσαν και κατά την κάμψιν της χειρός τον αγκώνα. Εν τω αγαλματίω τα δύο καλύμματα της χειρός τερματίζονται απλώς εν τω αγκώνι, ώστε να μένη ούτος ακάλυπτος κατά την κάμψιν. Αι κνημίδες όμως καλύπτουσι την επιγονατίδα, τερματιζόμενοι άνευ ουδεμιάς πλαστικής διακοσμήσεως (πβλ. Και 01. Bronzen σ.161 αριθ.1001 πιν.LXa-c και σ.159 κέ. αριθ.988- 95).
Αι έλικες του θώρακος απαντώσιν απλαί η ως έλικες ανθεμίου και επί των θωρακοφόρων οπλιτών των επί των αγγείων (Cat. Br. Mus. Β σ.68 Εικ.41, B59 πιν.Β σ.9 Εικ.19, σ.137Β 208 και αλλά) και επί του υπ αριθ. 13699 χαλκού αγαλματίου του Έθν. Μουσείου, το δε πλευρικόν τόξον εκδηλούται ωσαύτως δι’ εγχαράκτων γραμμών εν τω τελευταίω και δια γραμμής επί των αγγείων (Β. Mus. σ.19 Εικ.28, σ.224 Β426 και αλλά). Εν τω επί του εκ Σπάρτης πίθου (Annual Br. Se. Ath. XII, 1905-6 πιν.IX) είναι τούτο όμοιον ως εν τω αγαλματίω, δηλαδή συσπειρούται κατά τα άκρα.
Αι μορφαί του εκ Σπάρτης πίθου, ομοιάζουσαι εν πολλοίς προς τον προκείμενον οπλίτην, φέρουσι και περιμηρίδια ως και πολλαί μορφαί άλλων αγγείων (Br. Mus.ΒΒ 48,172,176 κτλ. Furtwängler, Berl. Vas.595,796Β), περιπήχυον δε εν τη δεξιά και ευρύν δακτύλιον αντί περιβραχιονίου φέρει χαλκούν εκ νοτίου Ιταλίας αγαλμάτιον εν Βερολίνω (Friederichs, Klein - Kunst 2164). Τέλος δε το εν Κερκύρα αποκαλυφθέν εσχάτως πώρινον τμήμα ζωφόρου δεικνύει οπλίτην μετά όμοιων προς τα εν τω αγαλματίω καλύμματα του δεξιού βραχίονος, αλλά και μεθ’ όμοιου κράνους και απλού όπισθεν θώρακος, εν φ διακρίνονται και αι δύο εγχάρακτοι γραμμαί του περί τον τράχηλον κρασπέδου (Αρχ.Δελτ.1915 παρ. σ.79).
Η ομοιότης του τελευταίου γλυπτού προς το αγαλμάτιον επεκτείνεται έτι περαιτέρω, και ο λόφος και το περίγραμμα του κράνους, τα περιβλήματα της χειρός και το περίγραμμα αυτής, η από της μασχάλης μέχρι της οσφύος σχεδόν ευθεία γραμμή του θώρακος είναι εν αμφοτέροις όμοια.
Η εγχάρακτος δε γραμμή του κρασπέδου του οπλισμού του χαλκού οπλίτου είναι χαρακτηριστική διακοσμητική λεπτομέρεια των εκ Σπάρτης οστέινων (Αρχ. Εφ. 1914 σ.27 Εικ.5) και κατά επίδρασιν της οστογλυφικής εξετελέσθησαν ο εγχάρακτος μαίανδρος και οι κροσσοί του χιτώνος και η εγχάρακτος και η πρόστυπος διακόσμησις των περιμηριδίων και του θώρακος (Αρχ.Εφ. Εικ.7, Εικ.13. Annual Br. Sc. Ath. 1906-7 σ.328 Εικ.5c κτλ.). Η τελευταία λεπτόμέρεια ήθελεν εκτελεσθή κοίλη και εν τω οστώ (Αρχ. Εφ. ε.ά. Εικ.5) και εν τη μήτρα, εν η εχύθη ο οπλίτης ούτω εξετελέσθη, ώστε και αύτη τη αυτή γενική αρχή υπείκει και δεικνύει την επίδρασιν του οστογλύφου.
Πάντα ταύτα υποδεικνύουσιν ότι το αγαλμάτων κατεσκευάσθη εν εργαστηρίω διατελούντι υπό την άμεσον επίδρασιν της Κορίνθου και της επί της λάρνακος του Κυψέλου ξυλογλυφικής, εξ ης επηρεάσθησαν το πλείστον των επί των μελανόμορφων αγγείων παραστάσεων (πρβ. Αρχ. Εφ.ε.ά.σ. 25 κέ.). Προς την πηγήν ταύτην φέρουσι και αι διαστάσεις των καθ’ έκαστον προς το σύνολον εν τω αγαλματίω και το εν γένει πνεύμα της παραστάσεως και της εσωτερικής μορφής, συγγενειάζοντα προς τα εκ Κέρκυρας πώρινα και τον αυτόθι οπλίτην μάλιστα. Αρκεί να συγκρίνωμεν το δυσαναλόγως σμικρόν του άνω σώματος προς το κάτω και την μεγάλη ν πως κεφαλήν, ίνα διαισθανθώ μεν την συγγένειαν και την σύγχρονόν πως κατασκευήν.
Το αγαλμάτων ηυρέθη υπό χωρικής νοτίως του ναού Γ προ της ανασκαφής, διεσώθη δεκατασχεθέν υπό της εισαγγελικής αρχής τη ενεργεία εμού και απόκειται νυν εν τω Έθν. Μουσείω (αριθ.14789). Ο χαλκός ήτο εξωτερικώς βαθύς πράσινος προ του καθαρισμού.
66 (Εικ.53,1,2, παρενθ. πιν.5, υψ. 0,089). Λίαν μικρόν Κουρίδιον εδραζόμενον έτι επί των πλήρων πελμάτων, αλλά προτείνον ολίγον τον δεξιόν αντί του μέχρι τούδε αριστερού ποδός. Τας χείρας ελαφρώς κεκαμμένας και κυρτάς προς τα εσω φέρει έμπροσθεν επί της αυτής γραμμής, ανοικτήν έχον την δεξιάν, κλειστήν δε την αριστεράν άκραν χείρα. Ισταται δε επί μικράς τετραπλεύρου βάσεως.
Οι οφθαλμοί είναι εισέτι αβαθείς, οι χαλινοί των χειλέων ανασπώνται πως, ο πώγων είναι προτεταμένος και ευρύς, το πρόσωπον γωνιώδες και υπερμέγεθες, οι ώμοι ευρύτατοι και τετράγωνοι, τα ισχία στενά και η οσφύς ανάλογος. Φέρει μικράν κόμην καλύπτουσαν και τα ώτα και εις μικρόν υπέρ το μέτωπον εξόγκωμα απολήγουσαν, αι δε τρίχες εξεδηλώθησαν δια λεπτών εγχαράκτων γραμμών από της κορυφής μέχρι των άκρων διηκουσών. Είναι η κόμη περίπου του αγαλματίου εκ της Ακροπόλεως (De Ridder, ε.α. πιν.A,1).
Η ανατομική διαμόρφωσις του σώματος είναι επιπόλαια και ακανόνιστος, χειρωνακτικώς ενιαχού εκπεφρασμένη. Χαλκός βαθύς πράσινος.
Το αγαλμάτιον προέρχεται εκ των χρόνων, καθ’ ους ήρξατο η προς τον παλαιότερον τυπον αντίδρασις του προβαλλοντος σταθερώς τον αριστερόν πόδα εν ηρεμία γυμνού και ακριβώς κατενώπιον βλέποντος, κλειστάς δε έχοντος και τας χείρας. Η νεωτερίζουσα αντίδρασις εξεδηλώθη δια της ελαφρός προβολής του δεξιού, του ανοίγματος της δεξιάς χειρός και της ανεπαίσθητου προς τα δεξιά στροφής της κεφαλής και της μικράς εξυψώσεως του αριστερού ώμου. Η αντίδρασις αύτη εκδηλούται ζωηρότερον επί του επομένου νεωτέρου κατά τι, αλλ' έτι χειρωνακτικώτερον εξεργασθέντος αγαλματίον ανδρικής η νεανικής μορφής.
67 (Εικ.54, παρενθ. πιν.6, υψ. 0,14). Εδράζεται και τούτο επί των πληρών πελμάτων, αλλά φέρει τον δεξιόν πόδα περισσότερον προς τα εμπρός. Η κεφαλή στρέφεται προς τα δεξιά κλίνουσα ελαφρώς προς τα κάτω. Η αριστερά ολίγον υφισταμένη του σώματος κρέμαται ελάχιστα κεκαμμένη, η δε δεξιά φέρει τον πήχυν προς την κοιλίαν, ανοικτήν έχοντα την παλάμην. Η κόμμωσις πλησιάζει προς τον τυπον συγχρόνων μορφών (πβλ. Τον εκ της Ακροπόλεως έφηβον, Joubin Sculpture Grecque σ.65 Εικ.6), αναστρεφομένη κατά την βάσιν. Έχει τους αυτούς οριζοντίους και έτι ευρυτέρους ωμούς του προηγουμένου και τας αυτάς πως αναλογίας διαστάσεων, της κεφαλής δις περιεχομένης εν τη από του πώγωνος μέχρι της ήβης αποστάσει, έχει τας βαρείας δηλονότι και συγκεντρουμένας διαστάσεις των εκ της Πελοπόννησου έργων. Η επιδερμίς του χαλκού είναι βαθυτάτου πρασίνου χρώματος.
Εάν το αριστερόν σκέλος εκάμπτετο μάλλον η ήττον εν τω γόνατι η εφέρετο προς τα πλάγια και περισσότερον εμπρός, του κορμού ρυθμιζομένου καταλλήλως, θα εφθάνομεν εις την μορφήν εκείνην, ην ηδραίωσεν η πολυκλείτειος σχολή. Εάν δε εκάμπτετο ολίγον το δεξιόν σκέλος της προηγουμένης μορφής (66) θα μετεβαίνομεν δια διαδοχικών σταθμών εις την σειράν των έργων, εξ ης προέκυψαν αι τη Αττική αποδιδόμεναι ήρεμοι γυμναί ανδρικαί μορφαί, και εις εκείνην, εξ ης προήλθον ο τύπος του εκ Μαντούης γυμνού και των τούτω σχετικών.
Παρά την ευτελή λοιπόν εκτέλεσιν τα μικρά ταύτα αγαλμάτια παρέχουσιν ουχί μικρόν ενδιαφέρον δια την στάσιν αυτών. Διότι αποδεικνύουσι τω καθαρώς διαβλέποντι ότι προ της εδραιώσεως και της τελικής διαμορφώσεως ωρισμένων γλυπτών τύπων υπό περιωνύμων εργαστηρίων προηγήθη σειρά όλη προσπαθειών άσημων τεχνιτών, οιτινές παρέσχον κατά το πρώτον ήμισυ του Ε αιώνος την πρώτην, φέρ’ ειπείν, ύλην, ην τακτοποίησαν και εξειργάσθησαν τα μεγάλα εργαστήρια. Το δε προκείμενον χειρωνακτικόν αγαλμάτιον δεικνύει, την οδόν, εξ ης προέκυψεν ο Δορυφόρος και ο Διαδούμένος και τα αλλά της σχολής του Πολυκλείτου.
Παραλλήλως δε προς την σειράν ταύτην έβαινε και η ετέρα, εν η κατατάσσεται και το εν Λιγουριώ της Αργολίδος ευρεθέν χαλκούν αγαλμάτιον, όπερ ο Furtwängler εθεώρησε και ως ένα των σταθμών της εκ τούτου προκυψάσης πολυκλειτείου σειράς (Wink. Progr.50 σ.128 κέ. Εικ.σ.137 και πιν.Α). Η γνώμη αύτη πρέπει, νομίζω, να τροποποιηθή κατά τα ανωτέρω δια βραχέων αναφερόμενα.
68 (Εικ.55,1,8, παρένθ. πιν.5, υψ. 0,134). Μικρά ανδρική η νεανική μορφή εν στάσει αναλογώ προς την εν τω εκ Λυγουριού αναφερομένω αγαλματίω στάσιν των ποδών, οιτινές απεκρούσθησαν κάτω. Διατηρεί όμως αρχαϊκωτέραν όψιν, του προσώπου βλέποντος ακινήτου κατενώπιον, του δε κορμού ουδεμίαν παρέχοντος διάσπασιν της συμμετρικώς έτι χωριζούσης μέσης κατακορύφου γραμμής. Οι ώμοι είναι ευρύτεροι και κυρτότεροι, τα δε ισχία μάλλον συνεσταλμένα και αι χείρες κινούνται έτι εντός δύο παραλλήλων επιπέδων.
Η στάσις του σώματος και αι διαστάσεις, η επιπόλαια ανατομική διάπλασις και η όλη άψυχος έκφρασις και μορφή πλησιάζουσι μάλλον προς τον τυπον του εκ της Ακροπόλεως εφήβου, του εφήβου του Ακράγαντος (Arndt Einzel- Ver- kauf 759), του χαλκού bciara (Joubin Sculpture Grecque σ.73 Εικ.8. Collignon Sculpture Grecque A Εικ.1.61) κτλ. Η δε κατατομή της κεφαλής έχει καταπληκτικήν ομοιότητα προς την κατατομήν του εκ Δελφών ηνιόχου. Έχει περίπου την αυτήν στενήν και επιμήκη μορφήν, την από του μετώπου εις την ρίνα κυματοειδή πως γραμμήν, το στρογγυλόν, οξύτερον ενταύθα, κρανίον και ομοίαν πως εξεργασίαν των τριχών της κόμης. προς τούτο και προς το χαλκούν Sciarra έχει ομοίαν την στάσιν της καμπτομένης και έμπροσθεν οριζοντίως φερομένης δεξιάς χειρός, προς το δεύτερον δε το μάλλον στρογγύλον η ωοειδές περίγραμμα του προσώπου.
Η παλάμη της προτεινομένης ταπεινότερον αριστεράς χειρός είναι κεκλεισμένη καταλείπουσα στρογγύλην οπήν προς ένδειξιν του κοίλου, δεν γνωρίζομεν όμως, αν την αυτήν αρχαΐζουσαν έτι μορφήν είχε και η αποκρουσθείσα άκρα δεξιά χειρ. θα έλεγε τις ότι άσημος και ολίγον ικανός τεχνίτης προσεπάθησε να αποδώση την στάσιν του κορμού και της κεφαλής και των χειρών του ηνιόχου των Δελφών εμμείνας έτι εξ αδυναμίας εν τη ισχυρότερον αρχαϊζούση έξει, διατηρήσας δηλαδή το πεπιεσμένον του κορμού, την μεγάλην προβολήν των γλουτών και την συστολήν της οσφύος, μάλιστα εκ των πλαγίων, την αβαθή μορφήν των οφθαλμών και την ήκιστα αληθή και σκληράν μορφήν πάσης λεπτομέρειας του προσώπου, την έλλειψιν πάσης ανατομικής λεπτότητος, την δια καμπύλων πως και ομαλών γραμμών εκδηλουμένην επιφάνειαν.
Το αγαλμάτιον τούτο και τα δύο προηγούμενα δεικνύουσιν την αρχομένου του Ε αιώνος γεννηθείσαν αντίδρασιν προς τον παλαιόν τυπον και την εκ του πρώτου (66) λογικήν πορείαν των δύο διακλαδώσεων, ων τα δύο δεύτερα είναι ανά εις σταθμός. Δεν δύναται όμως να όρίση τις την πραγματικήν σχετικήν ηλικίαν, διότι πρέπει να λάβη υπ' όψιν την μείζονα η ελάσσονα ικανότητα του τεχνίτου, μη δυναμένου η να εμμείνη εξ άγνοιας πλέον άλλου ικανωτέρου εν τη παλαιοτέρα έξει. Η σχέσις της κεφαλής προς το σώμα διαφέρει της εν τοις προηγουμένοις αγαλματίοις, χωρούσης της κεφαλής επί μάλλον εν τη ρηθείση αποστάσει, το δε χρώμα του χαλκού είναι μάλλον ανοικτόν.
69 (Εικ.56, ολ. υψ. 0,73). Ακέφαλος νεανική μορφή επαναλαμβάνουσα περίπου την στάσιν του εν Φλωρεντία Idolino. Ο πήχυς όμως της δεξιάς χειρός φέρεται υψηλότερον, η δ’ αριστερά χειρ είναι σχεδόν άκαμπτος, των δακτύλων μόνον στρεφομένων προς το σώμα και ουχί του καρπού, και το αριστερόν σκέλος κάμπτεται και προβάλλεται επί μάλλον, ήσσον αφιστάμενον του ετέρου σκέλους.
Εκ της ρυθμίσεως ταύτης ο γλουτός της δεξιάς πλευράς προβαλλει επί μάλλον εν τω προκειμενώ αγαλματίω και ο ώμος υψούται πλειότερον, η ισορρόπησις όμως του σώματος φαίνεται σταθερωτέρα, αλλά θεατρικωτέρα. Από ανατομικής απόψεως τελειότερον είναι το άνω του κάτω μέρους του σώματος, μάζαν σχεδόν άμορφον παρουσιάζοντος του δευτέρου εν ταις κνήμαις μάλιστα και τοις άκροις ποσί.
Μετά της κεφαλής απεκρούσθη και ο καρπός της δεξιάς. Κάτωθεν του αριστερού πέλματος εκφύεται ορθογώνιος απόφυσις (ως εν τω αγαλματίω 67), διαπερωμένη υπό εγκαρσίας οπής, εις ην, βυθιζομένης της αποφύσεως εν τη βάσει, εισήρχετο ήλος στερεών τον πόδα προς ταύτην. Η τεχνική αυτή έξις είναι συνήθης εν τη Ελληνική τέχνη.
Ο έτερος πούς εστερεούτο δι’ ήλου απλώς επί της βάσεως. Η επιδερμις του χαλκού έχει στιλπνόν βαθύ πράσινον χρώμα.
70 (Εικ.57,1,2 παρενθ. πιν.6). Γυναικεία μορφή μετά ζωσμένου χιτώνος παίζουσα λύραν. Παρουσιάζει δηλονότι την στάσιν των παιζουσών το όργανον τούτο χειρών, αλλ' ουδέν διασώζει της λύρας, ήτις θα ήτο εστερεωμένη επί της αριστεράς χειρός δια της οπής της διερχομένης δια του καρπού. Η μορφή παρίσταται καθημένη, δια μιας δε αυλακώσεως υπό την έδραν εστερεούτο επί στρογγύλου μέρους, σκεύους πιθανώς, προσηλουμένη δι' οπής εν τω άκρω του χιτώνος υπαρχούσης. Είναι επιπόλαια μεταγενεστέρα εργασία, εβλάβη δε το αγαλμάτιον και εκ της οξιδώσεως. Ο χαλκός έχει εξωτερικώς βαθύ πράσινον χρώμα.
71 (Εικ.58, υψ. προσώπου 0,028). Μικρά αρχαϊκή κεφαλή του τύπου των Κορών της Ακροπόλεως, μετά μακράς κόμης και βοστρύχων εκατέρωθεν υπό τα ώτα και στεφάνης. Η κεφαλή είναι λείψανον αγαλματίου κατασκευασθείσα χωριστή και προσκολληθείσα είτα επί τούτου. Εβλάβη αρκούντως εκ της οξιδώσεως. Χρώμα ανοικτόν πράσινον.
72 (Εικ.59,1, παρενθ. πιν.4 μήκ. πήχεως μέχρι δακτύλων 0,115). Η δεξιά χειρ αγαλματίου κρατούσα όφιν εκ της κεφαλής. Η χειρ καμπτόμενη μέχρι οξείας γωνίας έφερεν έμπροσθεν τον πήχυν κατά παλαιοτέραν έτι ανάμνησιν. Είναι λείψανον αγαλματίου του Απόλλωνος ως Πυθίου η Ιατρού(;). Την τελευταίαν ιδιότητα είχεν ενταύθα ο θεός (Παυσαν.4, 34, 7).
73 (Εικ.59,2, παρενθ. πιν.4 μήκ. πήχεως 0,205).
Η δεξιά χειρ αγάλματος διπλάσιου περίπου μεγέθους του προηγουμένου. Και η χειρ αύτη κάμπτεται κατ’ αμβλείαν γωνίαν κλείουσα την παλάμην, αλλά προτείνουσα τον δείκτην. Η επιδερμίς του χαλκού αμφοτέρων έχει χρώμα βαθύ πράσινον.
74 (Εικ.60, υψ. προσώπου μέχρι κορυφής 0,11). Βεβλαμμένη μαρμάρινη κεφαλή του τύπου της Κνιδίας Αφροδίτης, φέρουσα επί της κορυφής όπάς προς στερέωσιν μετάλλινης διακοσμήσεως η δεσμών. Εικ.58. Αγαλματίον χαλκόν κεφαλή.
ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ
75 (Εικ.61,1-4 παρενθ. πιν.7).
α. Τρία θραύματα θωρακίων η μεταγενεστέρου στηλών διασώζονται γράμματα των μεταγενεστέρων Ρωμαϊκών χρόνων. Το πρώτον διασώζει τα τελευταία τέσσαρα γράμματα λέξεως και το κατακόρυφον σκέλος του πρώτου γράμματος επομένης λέξεως χωριζομένης από της ετέρας δια δύο στιγμών (...ΑΚΩΝ.Ι...). Το δεύτερον πέντε γράμματα (...MENΟC) και πέντε το τρίτον (..ΑΤÀYΤ...) Το τελευταίον γράμμα του τρίτου θραύματος δεν διακρίνεται καλώς αν είναι τ ή ε. Εκ των λαξεύσεων των δύο τελευταίων τεμαχίων εξάγεται ότι ταύτα εχρησιμοποιήθησαν και εν δευτέρα χρήσει.
β. Θραύμα πλακός διασώζον εις τρεις η τέσσαρας στίχους τα γράμματα:
Των τελευταίων εκ δεξιών γραμμάτων και του κατωτάτου ίχνη μόνον σώζονται μη ευκρινώς διακρινόμενα. Μέγεθος έχουσι τα θραύματα 0,28, 0,20, 0,17.
76 (Εικ.62,1 παρενθ. πιν.7). Θραύμα εκ του στομίου αγγείου φέροντος επί του χείλους δι' έλευθέρας χειρός χαραχθείσαν επιγραφήν, ης εσώθησαν τα γράμματα: ....AΛIAΣ (...σαλίας;). Εκ του πρώτου γράμματος εσώθη οριζόντιον σκέλος ίσως αρχαΐζοντος έτι τριμερούς α. Φαίνεται θραύμα παλαιοτέρου ερυθρόμορφου αγγείου.
77 (Εικ.62,2 παρενθ. πιν.7).Έτερον θραύμα όμοιου μέρους φέροντος επί το χείλους τα γράμματα, ...ασιλα. To a είναι ήδη τετρασκελές και τα γράμματα καλώς εγκεχαραγμένα και καλής μορφής. Το ύψος των γραμμάτων είναι 0,018.
78 (Εικ. 62,3 παρενθ. πιν.7). Παρόμοιον θραύμα φέρον εγχάρακτον την λέξιν ΘΑΙΡΑΝΤΙΟΣ (=Αιράντιος). Φαίνεται ότι ο χαράξας την λέξιν τεχνίτης ήθελε να γράψη το εθνικόν τίνος εκ της Αραντίας (Παυσαν. 2, 12, 14), χώρας η πόλεως εν τη Φλιασίρ υπό του αυτόχθονος Άραντος οίκισθείσης (πβλ. Και Crusius εν Roscher’s Lex. ε.λ. Άρας σ.470. Curtius, Pelop.2, σ.470 κέ... Bursian G.ν.Gr.2, σ.33. Στεφ. Βυζαν. έ.λ. Αραντία). εξ αμαθείας λοιπόν σχετίσας το εθνικόν προς το αίρέω, εσχημάτισε το Αίράντιος αντί του Αράντιος. Το ύψος των γραμμάτων είναι 0,02.
79 (Εικ.28). Η επί του στυρακίου 15 (ανωτ. σελ.90) εγχάρακτος αφιέρωσις:
Απέλλονος ιαρόν. Δια το ο μεταχειρίζεται ο χαράξας δίς την τετραπλευρον μορφήν Q, δια δε το ω το κυκλικόν σχήμα ο. Έάν λοιπόν ήθελε να γράψη το όνομα του θεού ως Απόλλωνος, θα έγραφε, νομίζω, και το πρώτον ο δια του τετραπλεύρου Q. Δια τον λόγον τούτον φρονώ ότι το Β χρησιμοποιείται ενταύθα και ως ε και ότι του ονόματος του θεού έχομεν και ενταύθα την Δωρικήν μορφήν Απέλλονος. Εκ του σχήματος των γραμμάτων και της εξεργασίας αυτών εικάζω ότι το στυράκιον κατεσκευάσθη περί το τέλος του F αιώνος η περί τας αρχάς του επομένου.
80 (Εικ.24,1,2,3,4). Η επί των τεσσάρων πλευρών της αιχμής 11 (ανωτ. σελ.88) χαραχθείσα αφιέρωσις εκ δεξιών προς τα αριστερά βαίνουσα:
Μεθάν[ιοι]
άνεθε[ν]
Αθάναι [εκ] λαίδο[ς].
εκ του τελευταίου γράμματος του πρώτου στίχου σώζεται το έτερον των παραλλήλων σκελών του ν, ως εξάγεται εκ του σωζομένου ιχνούς του λοξού μέσου σκέλους, του γράμματος τούτου βεβαίως.
Το εθνικόν Meθαvιoι (=Μεθώνιοι) εύρηται εν επιγραφή επί όμοιου εγχούς εν Ολυμπίω ευρεθέντος (Olymp. Inschriften σ.362- 3 αρ.247. W. Prellwitz εν Collitz Sammlung Gr. Dialektinschriften III 179 αρ.3369. Ausgrab. I, XXXII- III o.17). Επειδή δε και το σχήμα των γραμμάτων είναι καταπληκτικώς όμοιον, ως δύναμαι να αντιληφθώ εκ του σχεδιογραφήματος και της περιγραφής, εικάζω ότι και το εκ Λογγάς έγχος είναι αφιέρωμα των αυτών Μεθανίων της Τροιζηνίας (Παυσ.2, 34, 1), περί ων ίδε και το αναφερόμενον της Ολυμπίας Έργον (Inschr. σ.362-3 αρ.247).
Λαίςΐδος είναι η Δωρική μορφή της Ιωνικής Ληΐςδος (Αισχύλ. Επτά έ. Θ.313. Βακχυλ. ΙΕ, 17Β1.)= λείας, εκ τούτου και εκ της αναλογίας προκύπτει ότι το ελλείπον γράμμα της τελευταίας σειράς θα είναι το ς, συμπληρουμένου δε και του τρίτου στίχου δια της αιτιολογικής προθέσεως εκ (πβλ. Και A. G. Bather, Joum. Hell. Stud. 1892-3 σ.128 αριθ. 48) θα προέκυπτε πλήρης η αφιέρωσις ως συμπληρούται άνω. Ως φαίνεται δε εκ του δημοσιευόμενου απεικάσματος 24,4 υπήρχε χώρος ικανός επί του θραυσθέντος εγχούς, όπως περιλάβη και πλειότερα έτι γράμματα.
81 (Εικ.63, άνω πλάτος 0,36, κάτω 0,26). Ενεπίγραφος μαρμάρινη πλαξ ευρεθείσα εν τω ναώ A εντετειχισμένη. Επί της άνω επιφανείας ύπαρχουσι λαξεύσεις μετά λειψάνων μολύβδου και χαλκού, εφ’ ων εστερεούτο η κρατούσα κράνος βάσις. Επί της μιας πλατείας όψεως του άνω εξέχοντος κύκλω μέρους ευρίσκεται εγκεχαραγμένη η αφιερωτική επιγραφή:
Άπ] άλλων [ι κ]όρυθα αν]εθεκε τάνδ]ε Ενυάλι[
νον] Θεάριον Πραξίας.
Η επιφάνεια του λίθου φθαρείσα ολίγον δυσχεραίνει την διάκρισιν των γραμμάτων, αλλ' επισταμένη παρατήρησις διακρίνει την πορείαν αυτών. Το τελευταίον δε γράμμα του πρώτου στίχου δεν σώζεται ολόκληρον, φαίνονται όμως τα δύο σκέλη του ν. Εφθαρμένον ωσαύτως είναι το δεύτερον γράμμα του τετάρτου στίχου, αλλά διακρίνεται μετά προσοχής παρατηρούμενον ως ε. Του πρώτου γράμματος του πέμπτου στίχου και των δύο τελευταίων του επομένου ίχνη μόνον σώζονται, ώστε δεν δυνάμεθα ακριβώς να γνωρίσωμεν την μορφήν του σ.
Η μεταξύ των γραμμάτων απόστασις δεν είναι πανταχού ίση, αλλά η εκτέλεσις αυτών είναι οπωσδήποτε κανονική ήδη. Το θ έχει την μέσην στιγμήν, και τα λοιπά γράμματα, πλην του ν, έχουσι την κατακόρυφον ήδη μορφήν και το ε την ορθογώνιον, το δε ρ την έτι αρχαίζουσαν μορφήν Ρ.
Εκ των δύο επιθέτων το θεάριον σώζεται ακέραιον, ώστε σαφώς εξάγεται ότι αναφέρεται και τούτο και το ενυάλιον εις την κόρυθα. Ότι δε το τελευταίον συμπληρούται ακριβώς, είναι κατ’ εμέ εκτός πάσης αμφισβητήσεως. Άλλα το Θεάριον (αντί του μη ύπαρχοντος αττικού θεώριον) είναι Δωρική επίκλησις του εν Τροιζήνι ούτω λατρευομένου Απόλλωνος (Παυσαν. 2,31,6), το δε ενυάλιος το γνωστόν επίθετον του Άρεως η το όνομα της αυτοτελούς πολεμικής θεότητος, του Ενυαλίου.
Δύο λοιπόν επίθετα αποδιδόμενα συνήθως ωρισμένοις θεοίς μεταπίπτουσιν εις την γενικωτέραν σημασίαν του επιθέτου και αποδίδονται τη κόρυθι, ήτις όμως δια της αφιερώσεως εγένετο κτήμα του Απόλλωνος. Εν τη αντιλήψει του αφιερούντος, εκ Τροιζήνος πιθανώς, η κόρυς δεν θεωρείται μόνον κτήμα, αλλά και μέρος της ουσίας του Θεαρίου Απόλλωνος. Κατά δε λογικόν συμπέρασμα και η εκ του επί του όλου, της ουσίας του θεού αναφερομένου επιθέτου έννοια αντανακλά και επί του μέρους, όπερ και αυτό είναι αυτή αύτη η ουσία. Δηλονότι Θεάριος είναι ο θεός και τα μέρη αυτού, κατ’ ακολουθίαν ’Ενυάλιος είναι το μέρος του οπλισμού αυτού, η κόρυς, και Ενυάλιος ο θεός12.
το συμπέρασμα τούτο είναι σημαντικόν, διότι διαβλέπομεν εκ της επιγραφής ότι εν τω προκειμένω ιερώ ο Απόλλων ελατρεύετο ως εν Αμύκλαις και υπό την παναρχαιοτάτην ιδιότητα του πολεμικού θεού.
Το δε επίθετον ενυάλιος αποσπώμενον εκ της μέχρι τούδε στενής αυτού χρήσεως γενικεύεται και αποδίδεται και τη αναλόγω προς τον Άρην πολεμική φύσει του Απόλλωνος, πηγαζούση ως και αι λοιπαί αυτού ιδιότητες εκ της περιληπτικής ηλιακής φύσεως του Απόλλωνος. Ως ο ήλιος δηλονότι επισκοπεί τα πάντα, έχει εξυγιαντικήν η επιβλαβή επίδρασιν επί των της φύσεως και παλαίει προς τα αντιδρώντα στοιχεία ταύτης κτλ. Προκύπτει λοιπόν ο Θεάριος Απόλλων, ο Ενυάλιος, ο Ιατρός κτλ., ην τελευταίαν ιδιότητα είχεν ο θεός και εν Λογγά (Παυσαν.4, 34, 7).
Η πολεμική ιδιότης του Απόλλωνος ανάγεται κυρίως εις τους παλαιοτάτους εκείνους χρόνους, καθ’ ους δεν είχεν εισέτι προκόψει η λατρεία του Άρεως. Επειδή δε παναρχαιότατον είναι το αναφερόμενον ιερόν, φυσικόν ήτο εν πρώτη τούτου εγκαταστάσει να εισαχθή η λατρεία του Απόλλωνος κατά την προέχουσαν τότε πολεμικήν ιδιότητα.
82 (Εικ.1, παρενθ. πιν.7). Η επί του εν τω ναώ A ευρεθέντος κίονος επιγραφή :
Φιλοκράτης Φίλωνίδα και Τιμοκράτις Αγαθία Απόλλωνι Κορύνθω επί ιερέος Αγάθο(υ).
Το όνομα της Τιμοκράτιδος του Αγαθία εχαράχθη μεταγενεστέρως, απολαξευθεντος ετέρου ονόματος. Και επειδή δεν υπήρχε χώρος τα γράμματα έλαβον σμικροτέραν μορφήν. Το κάτω μέρος του κίονος απεκρούσθη, εκ της θέσεως δε ης επιγραφής εξάγεται ότι το αποκρουσθέν τμήμα ήτο ίσον προς το ύπαρχον θραύμα η μείζον αυτού. Φαίνεται δε ότι τούτο ήτο εις των Ιωνικών κιόνων του ναού Α, η δε αφιέρωσις έχει σχέσιν προς δύο διαδοχικός επισκευάς του ναού εν τω Β αιώνι.
Η σπουδαιότης της επιγραφής ταύτης προκύπτει εκ του λόγου ότι καθωρίσθη και η ακριβής τοποθεσία του ιερού, διευκρινίσθη η λατρευομένη ενταύθα θεότης και ηδραιώθη το πραγματικόν επίθετον του θεού. Διότι, αν και υπήρχε παραδεδομένη η μορφή της του Κορύνθου επικλήσεως, εκυμαίνετο αυτή εν ταις διαφόροις εκδόσεσιν μεταξύ των μορφών του Κορίνθου, του Κορύνθου, του Κορύδου η του Κορύθου (Hitzig- Blümner P.G.d. II, 1 σ.90,7. Wernicke εν Pauly- Wissowa II σ.57 έ.λ. Κόρυθος. Curtius Pelopon. 167, 195, 41). εκ δε της προηγουμένης επιγραφής εξάγεται ότι το επίθετον Κόρυνθος παρήχθη εκ του κόρυς -υύΌς χαρακτηρίζει δηλονότι το επίθετον την πολεμικήν ιδιότητα του Απόλλωνος (Robert εν Preller. Myth. I, 274, 3.277. Bruchmann, De Apolline et Graeca Minerva deis medicis, Vratisl. 1885).
Εν συμπεράσματι προκύπτει ότι εκ των πρώτων αιώνων της Α χιλιετηρίδος ιδρύθη εν τη περιοχή της Αιπείας, της από των Βοιωτικών χρόνων παλαιάς Κορώνης (νυν Πεταλιδίου), ιερόν τω Απόλλωνι Κορύνθω, ούτινος ο παλαιότατος ναός ήτο ο Δ, είτα ο Ε και ο Β. Μεσούντος του F αιώνος ωκοδομήθη ο μείζων περίπτερος ναός Γ και, τούτου ίσως καταστραφεντος, ο ναός Α πιθανώς εν τοις Μακεδονικοίς χρόνοις, όστις και διετηρήθη μέχρι των μετάγενεστέρων Ρωμαϊκών χρόνων, ως προκύπτει εκ της προηγούμενης επιγραφής και εξ ευρεθέντων νομισμάτων του Γορδιανού του Γ (+238) και του Κωνσταντίου (+337).
Εν τοις αρχαιοτάτοις χρόνοις ο Απόλλων ως θεός πολεμικός είχε μορφήν ανάλογον προς τον Αμυκλαίον Απόλλωνα, υπήρχον δε και δύο αγάλματα αυτού εν τω ιερώ ξοανόμορφα, το μεν λίθινον, το δε χαλκούν (Παυσαν.4, 34, 7). Άλλ' ο θεός ελατρεύετο και ως ιατρός, δηλονότι το ιερόν ήτο και θεραπευτήριον. Προς τον σκοπόν τούτον κυρίως εξελέγη και η απομεμακρυσμένη και η υγιεινή αυτή τοποθεσία, ήτις επί περίοπτου θέσεως παρά την θάλασσαν ευρισκόμενη, περιβαλλόμενη δε υπό άφθονου φυτείας και άφθονων πηγών απετέλει τερπνοτάτην διαμονήν εν παντί χρόνω.
Αθήνησιν εν μηνί Φεβρουαρίω 1916.
ΦΡΙΔΕΡΙΚΟΣ ΒΕΡΣΑΚΗΣ
ΤΟ ΙΕΡΟΝ TOY ΚΟΡΥΝΘΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ- Αρχαιολογικό Δελτίο 2.1916.
σελ 65 πιν σελ 430
1. Το ενεπίγραφον θραύμα του κίονας τούτου ανευρέθη εν μηνί Νοεμβρίω του 1914 κατά την καλλιεργίαν του κτήματος Α. Δρακοπόλου. Μετά την εξέτασιν του ευρήματος ενήργησα ενταύθα ανασκαφήν δαπάναις του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, η δε εργασία αρξαμένη την 29ην Μαρτίου 1915 επερατώθη το πρώτον δεκαήμερον του Ιουλίου του αυτού έτους, δαπανηθέντος ποσού δραχμών 2500.
2. Η θέσις αυτή σημειούται ακριβώς εν τω υπό του Curtius παρεντεθεί μένω γεωγραφικώ χάρτη της Μεσσηνίας (ε.α. πιν.Ε -Tempel d. Apol. Korynthos). Μεταξύ όμως του ρηθέντος χάρτου και του κειμένου υπάρχει αντίφασίς τις. Διότι εν τω τελευταίω άναφέρεται (σ.167) κατ αντίφασιν προς την εν τω χάρτη σημειουμένην θέσιν ότι το ιερόν θα έκειτο πολύ νοτιώτερον. Επί του λόφου δηλονότι του χωρίου Καστελίων (όπερ χωρίον ζητητέον εν τω ειρημένω χάρτη προς νότον της Λογγάς).
3. Η κατά το έτος 1916 εν Λεπρέω της Τριφυλίας (Curtins ε.α. σ.83 σημ.89) δι’ εμού δαπάναις του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών ενεργηθείσα ανασκαφή απεκάλυψε, πλήν άλλων, και τρεις παρ’ άλλήλους ειμένους αρχαιότατους ναούς. Οι δύο εκ τούτων σύγκεινται εκ προνάου εξ ισομεγέθους πως δευτέρου διαμερίσματος και εκ τρίτου υπερδιπλάσιου τμήματος. Ο τρίτος και μείζων ναός ομοιάζει πως προς τον εν Λογγά ναόν Δ. ενδέχεται ότι προέρχεται εκ του προνάου, και θραύμα πηλίνης αρχαϊκής σίμης κεχρισμένης μελάνι χρώματι μετά ίχνους λευκής διακοσμήσεως (Εικ.9). Προστιθεμένου και των ευρημάτων τούτων προς τα λοιπά εξάγεται ότι έχομεν ενταύθα ναόν κατασκευασθέντα δια λίθων και πηλού και ξυλίνου θριγκού μετά πηλίνης επενδύσεως και αρχαϊκωτάτων κεραμίδων. Πήλινα δε τινά αγγεία των λεγομένων Λακωνικών η Κυρηναϊκών (αριθ.53,55,56) ευρεθέντα ενταύθα και η ευτελής τοιχοδομία και οι ανωτέρω λόγοι αναβιβάζουσι την οικοδόμησιν του ναού μέχρι του -8ου τουλάχιστον αιώνος.
Ο άξων του ναού τούτου ακολουθεί γραμμήν βαίνουσαν από του βυρειο- δυσμικού προς το νοτανατολικόν σημείον του ορίζοντος, έχει δηλαδή την αυτήν περίπου κατευθύνσιν προς το κτίριον Ε (Εικ.7).
10 το τεμάχιον τούτο παρουσιάζει αναλογίας προς σιδηράν κορύνην εν Παρισίοις (Daremberg- Saglio, d. d. ant. I, έ.λ. clava σ.1237 κέ. Εικ.1583. Sitzungsberichte d. Wiener Ak. 1881 pi.VI), ης το άκρον φέρει διασταυρουμένας οξείας αιχμάς. Κατά τούτο θα ελεγέ τις ότι και το ημέτερον θραύμα θα είναι το άκρον ολοχάλκου λεπτού ροπάλου.
11. Πλείστα τοιαύτα ηυρέθησαν και εν τη ανασκαφή του Λεπρέου.
12 Αμφιδάλλων τις περί της υπάρξεως του σ του έκτου στίχου θα συνεπλήρου ίσως, βεβιασμένως πως κατ’ εμέ, και ούτω: Άπ]όλλον[ι κ]όρυθα αν]εθεκε τάνδ]ε Ενυάλι 5 ος] θεαρίον ος| Πραξία.
Πορευόμενος ο Παυσανίας επί της προς την δυσμικήν ακτήν του Μεσσηνιακού κόλπου παραλιακής οδού συναντά μεταξύ της παλαιάς Κορώνης και των Κολωνίδων, 80 στάδια νοτιώτερον της πρώτης, το ιερόν του Κορύνθου Απόλλωνος (Παυσαν. 4, 34, 7). Ακολουθούντες και ημείς την πορείαν ταύτην ανευρίσκομεν εν τω νυν παρά τον μυχόν του ρηθέντος κόλπου χωρίω Πεταλιδίω της επαρχίας Πυλίας ικανά ίχνη αρχαίου συνοικισμού (Curtius- Peloponnesos Η 166, σημ.40 πιν.Ε).
Επί λόφου δηλονότι δυσμικώς του χωρίου κειμένου ευρίσκονται λείψανα περιβόλου ακροπόλεως εξ ορθογωνίων δόμων μελανός ασβεστολίθου και εντός του περιβόλου ερείπια πωρίνων κτισμάτων και οικοδομών εξ οπτών πλίνθων και κονιάματος, εν διαφόροις δε οικίαις αρχιτεκτονικά τινά μέλη, ενεπίγραφοι κίονες και πλάκες, και τινά γλυπτά. Εις αρχαίους χρόνους ανάγεται και η θεμελίωσις λιμενικών τινων έργων του χωρίου. Τα αρχαία ταύτα είναι πιθανώς λείψανα της αρχαίας Κορώνης κείμενης άλλοτε δυσμικώς των νυν Καλαμών παρά τον μυχόν του Μεσσηνιακού κόλπου (Curtius ε.α. Hitzig- Blümner- Pausaniae Gr. descriptio B1, 183/89, 16).
Ορθής ούσης της εικασίας ταύτης, πρέπει να ανεύρωμεν 80 στάδια προς νότον της παλαιάς Κορώνης την θέσιν του ιερού του Απόλλωνος. Εν τω σημείω τούτω εσώζοντο από χρόνου πολλού εις 300 περίπου μέτρα από της θαλάσσης πώρινοι σφόνδυλοι δωρικών κιόνων, ολίγον δε ανατολικώτερον η μεταγενεστέρων χρόνων Βυζαντιακή εκκλησία του Αγίου Ανδρέου και δυσμικώς ταύτης ίχνη μεσαιωνικών κτισμάτων, εφ’ ων εκτίσθη το ευτελές παρεκκλήσιον των Αγίων Θεοδώρων.
Η θέσις αύτη ημίωρον περίπου απέχουσα του προς δυσμάς χωρίου Λογγάς καλείται νυν εκ της Βυζαντιακής εκκλησίας Αγιος Ανδρέας, ενταύθα δε είναι και ο λιμήν του ειρημένου χωρίου. Εκ της ρηθείσης εκκλησίας και εκ τινων άλλων ενδείξεων αχθέντες τινές υπώπτευσαν ενταύθα την θέσιν του ιερού του Απόλλωνος (Pouillon- Boblaye- Récherches géographiques sur les ruines de la Morée 1836, 111. Curtius ε.α. 195 σημ.41).
Μεταγνόντες όμως αμέσως μετήνεγκον ούτοι την θέσιν του ιερού επί του λόφου του χιλιόμετρά τινά νοτιώτερον κειμένου χωρίου Κασχελίων (P. Boblaye 111). Προς τούτους συνεφώνησε και ο Curtius (ε.α.167) και ο Leake (446), εν φ έτεροι ετοποθέτησαν το ιερόν βορειότερον και προς τον Αγιον Ανδρέαν (Bursian Geographie von Griechenland 173 σημ.2. Hitzig- Blümner ε.α. 184/ 80,4).
Τας αμφιβολίας των νεωτέρων τοπογράφων διέλυσε το τυχαίον εύρημα Εικ.1 (παρενθ. πιν.7), ευρεθέν παρά τον Αγιον Ανδρέαν και η εξ αφορμής του ευρήματος γενομένη ανασκαφή1, δι ης απεκαλύφθη εν τη ειρημένη θέσει2 ό,τι περιεσώθη εκ του ιερού (Εικ.2-6, 7).
ΤΟ ΙΕΡΟΝ
Τούτο ίδρυτο επί ισοπεδωμένου χώρου κειμένου 6- 8 μέτρα υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης. Το δε κύριον μέρος εξετείνετο μέχρι 130 μέτρων προς βορράν του παρεκκλησίου των Αγίων Θεοδώρων (Εικ.5α), δυσμικώς εξηπλούτο προς την διευθύνσιν του χωρίου Λογγάς και ανατολικώς εις μείζονα η νυν απόστασιν προς την θάλασσαν. Το τελευταίον συνέβη, διότι, ο χώρος ούτος αποτελών το άκρον πεδίου ορμωμένου εκ των υπωρειών λοφοσειράς, τα εκ ταύτης προς την θάλασσαν φερόμενα χειμαρρώδη ύδατα απέσπασαν βαθμηδόν το ανατολικόν άκρον του ιερού μετά μέρους των μνημείων. Τα αποσπασθέντα πάλιν μέρη του εδάψους επέχωσαν έκτασιν τινά της παραλίας σχηματίσαντα δεύτερον ταπεινότερον επίπεδον του ιερού, ολίγον υπερκείμενον της επιφάνειας της θαλάσσης (Εικ.5).
Η έκτασις αύτη κατεχομένη νυν υπό ιδιωτών καλλιεργείται άπασα.
Κατά το βόρειον άκρον του ιερού ανευρέθη και ο ενεπίγραφος κίων Εικ.1, εκεί δηλαδή ένθα ετοποθετήθη παρ’ ημών μετά την ανασκαφήν (Εικ.2α). Ενταύθα φυσικώς επεχείρησα και την πρώτην σκαφικήν εργασίαν, δι’ ης απεκαλύφθη βαθμηδόν η μέχρι του στυλοβάτου στρώσις του ναού A (Εικ.2-4 και 7). Μόνον η βορειοδυσμική γωνία μένει εισέτι κεκαλυμμένη, μη αποφασισθείσης μέχρι τούδε της κατεδαφίσεως της επ’ αυτής αγροικίας.
Μετά την αποκάλυψιν του ναού τούτου ανέσκαψα εν τω νοτίω άκρω του ιερού και ανεύρον ενταύθα τα θεμέλια των τριών ναών Γ, Δ και Ε (Εικ.5, 6). Επανελθών δε εις το πρώτον σημείον απεκάλυψα τα θεμέλια του κτίσματος Β (Εικ.2-4, 7) και άλλα τινά μεταγενεστέρων κτισμάτων λείψανα.
Ο ΝΑΟΣ A
Του ναού τούτου έχοντος εξωτερικόν μέγεθος μ. 11.32X 7,52 σώζεται ο στυλοβάτης και καθ’ όλον το κτίριον η ισούψής προς αυτό στρώσις. Εκ των σημείων επαφής της στρώσεως ταύτης προκύπτει ότι οι πλάγιοι τοίχοι του ναού εξικνούντο μέχρι του μετώπου, μεταξύ δ’ αυτών ίσταντο δύο κίονες εν τω προσώπω). Διακρίνονται καλώς επί του στυλοβάτου τα ίχνη επικαθήσεως των βάσεων των κιόνων, το δε προς τα μετακιόνια αντιστοιχούν μέρος είναι λελεασμένον εκ της τριβής των διερχομένων.
Εκ του εγκαρσίου σκέλους του αποχωρίζοντος εκ του κυρίως ναού τον πρόναον ουδέν διεσώθη, φαίνεται όμως ότι θα έκειτο εν τω σημείω α της Εικ.7. Διότι ανασκάψας ενταύθα ανεύρον ως θεμέλια χρησιμοποιηθέντας πώρινου; δόμους και την τρίγλυφον Εικ.8 (παρενθ. πιν.1) και Εικ.2.
Η σωζομένη πρώτη στρώσις του κτιρίου δεν είναι αρχαιοτέρα των μετάγενεστέρων Ρωμαϊκών χρόνων, ως δεικνύει η επεξεργασία των λίθων. Δόμοι τινές όμως ορθογώνιοι ευρισκόμενοι υπό την στρώσιν ταύτην επί τμήματος της βορείου πλευράς (Εικ.2β), ισοδομικώς δε και αριστα προσαρμοσθέντες αναβιβάζουσι την οικοδόμησιν του ναού μέχρι των Μακεδονικών τουλάχιστον χρόνων, ίσως και μέχρι του -4ου αιώνος.
Εν τη πρώτη κατασκευή οι ορθογώνιοι δόμοι θα περιέθεον τον ναόν καθ απάσας τας πλευράς ως θεμέλια της ισούψούς προς τον στυλοβάτην στρώσεως.
Άλλα κατά τας μετέπειτα επισκευάς αντικατεστάθησαν εν τη νοτία και τη δυσμική πλευρά οι δόμοι δια μίγματος μικρών λίθων και κονιάματος.
Μόνον υπό τον στυλοβάτην υπάρχει ακόμη δευτέρα, εξέχουσα (0.30) έμπροσθεν ως βαθμίς, στρώσις εξ ορθογωνίων δόμων, αλλ' ούτοι δεν είναι παλαιότεροι του στυλοβάτου.
Επειδή δε τα επί του τελευταίου ίχνη των κιόνων δεν σχηματίζουσι κύκλον, άλλα τετράγωνον, εξάγεται ότι επ’ αυτού ίστατο η τετράγωνος βάσις ιωνικής σπείρας.
εν τη τελευταία λοιπόν μορφή ο ναός ήτο Ιωνικού ρυθμού εν παραστάσει, πιθανώτατον δ είναι ότι την αυτήν είχε μορφήν και από της πρώτης κατασκευής (Εικ.7).
Σπείραι μεταγενεστέρων χρόνων ηυρέθησάν τινες παρά τον ναόν, αλλ' ουδέν έτερον αρχιτεκτονικόν μέλος. Είναι πιθανόν όμως ότι τα δύο τεμάχια της μαρμάρινης σίμης προέρχονται εκ του κατά την τελευταίαν περίοδον ναού τούτου, διότι η εργασία αυτών είναι πως ευτελής.
Ο ναός διευθύνεται εκ δυσμών προς ανατολάς, δέκα περίπου μοίρας μόνον παρεκκλίνων της κατευθύνσεως ταύτης. Το δε χρησιμοποιηθέν υλικόν είναι υποκίτρινος σκληρός ως μάρμαρον ασβεστόλιθος.
Ο πρoκείμεvoς ναός μετασκευασθείς βραδύτερον δια προσθήκης ετέρου προς το μέτωπον διαμερίσματος (Εικ.2- A, β, γ, δ και 7βοδ) μετεβλήθη εις χριστιανικήν εκκλησίαν έχουσαν είσοδον εκ δυσμών. Προς την ανατολικήν πλευράν του προστεθέντος τμήματος εκτίσθη μόνον η μέση κόγχη μετά θεμελίων εκ παλαιού υλικού. Ενταύθα δε ηυρέθησαν το πώρινον επιστύλιον Εικ.10α (παρενθ. πιν.1) και αι τρίγλυφοι Εικ.10β, γ.
Εν τω μέσω ακριβώς του νέου διαμερίσματος κατασκευασθέντος και τούτου εκ παλαιού υλικού ηυρέθη το μοναδικόν αρχαϊκόν Δωρικόν κιονόκρανον Εικ.11 (παρενθ. πιν.2, πβλ. Και Εικ.2- 4), όπερ ετοποθετήθη ούτως, ώστε η άνω αυτού επιφάνεια να συμπέση προς την γραμμήν του εδαφούς της εκκλησίας· κατείχε δηλονότι την αυτήν περίπου θέσιν, ην κατέχει εν πολλοίς Βυζαντιακοίς ναοίς η μετ’ αναγλύπτου παραστάσεως πλάξ εν τω εδάφει του καθολικού. Μετά την τοποθέτησήν του κιονόκρανου εστρώθη και το λοιπόν έδαφος της εκκλησίας δια μικρών ποταμίων λίθων και κονιάματος. Επί δε της παλαιάς κατωτάτης στρώσεως του ναού A εκτίσθησαν νεώτεροι τοίχοι δια λίθων και πλίνθων μετ ασβέστου.
Τούς νεωτέρους τούτους τοίχους κατηδάφισα, αφήρεσα δε και την εκ ποταμίων λίθων στρώσιν, υφ ην ανεύρον την μαρμαρίνην κεφαλήν Εικ.60, θραύματά τινά μαρμαρίνων αγαλμάτων, τον χαλκούν αστράγαλον αρ. 30 και την ενεπίγραφον μαρμαρίνην πλάκα Εικ.63.
Πλην των μνημονευθέντων ανωτέρω αρχιτεκτονικών μελών εκ πώρου εχρησιμοποιήθησαν κατά την μετασκευήν του ναού εις εκκλησίαν και τινες πώρινοι σφόνδυλοι προς στερέωσιν εκ των έξω της ως θεμέλιον χρησιμοποιηθείσης πρώτης στρώσεως του παλαιού ναού (Εικ.2-4).
ΤΟ ΚΤΙΣΜΑ Β
Και του προς νότον του ναού A μικρού κτιρίου Β (Εικ.2-4 και 7 Β) σώζονται μόνον τα εξ αργών λίθων και πηλού θεμέλια. Διακρίνονται νυν δυο ισομεγέθη πως διαμερίσματα (πλατ. 4,14), άλλα και προεξοχή του νοτιωτέρου πλαγίου σκέλους πέραν ακόμη του βορειότερου δωματίου. Εκ τούτου αγόμεθα να πιστεύσωμεν ότι ηκολούθει και τρίτον τουλάχιστον διαμέρισμα προς βορράν, ισομεγεθές πως και αυτό προς τα δύο άλλα. Διότι εντός των δύο διαμερισμάτων και επί του εκ βορρά ακολουθούντος χώρου ηυρέθησαν τα πλείστα των εκ της ανασκαφής προερχόμενων μικρών ευρημάτων, αφθονώτερα μάλιστα εν τω ανοικτώ χώρω, ολίγα δε εν τω ακολουθούντι διαμερίσματι και ελάχιστα εν τω πρώτω. Κατ’ ακολουθίαν ο χώρος, εφ’ ου νυν η προεξοχή του πλαγίου τοίχου, ήτο το έδαφος τρίτου διαμερίσματος.
Πλην των μικρών ευρημάτων ηυρέθησαν ενταύθα και πάμπολλαι επιμήκεις κοίλαι κεραμίδες, ων η κοίλη επιφάνεια ήτο κεχρισμένη δια μέλανος χρώματος. Αι κεραμίδες αύται, ων όμοιαι ηυρέθησαν και εν τω Ηραίω της Ολυμπίας (Olympia-Baudenkmäler πιν. LXXXXVIII.1.7-9. Λεονάρδος. Ολυμπία 1901, 238), έκειντο εστρωμέναι σχεδόν επί των δύο διαμερισμάτων και επί του ακολουθούντος χώρου, καλύπτουσαι τα μνημονευθέντα ευρήματα. Προκύπτει λοιπόν ότι αι κεραμίδες εκάλυπτον την στέγην του οικοδομήματος και ότι καταρρεύσαντος τούτου κατέπεσον ως είχον επί του εδαφούς καλύψασαι τα πάντα. Επειδή δε ηυρέθησαν και επί του ανοικτού χώρου, συμπεραίνομεν ότι ορθώς εξελάβομεν τον χώρον τούτον ως το έδαφος τρίτου διαμερίσματος 1.
Εχων προ οφθαλμών την μορφήν του κατωτέρω περιγραφησομένου ναού Γ (Εικ.7) θα παρεδεχόμην ότι το τρίτον ελλείπον διαμέρισμα του κτιρίου ήτο άδυτον ναού και ότι εκ των δύο λοιπών διαμερισμάτων, το μεν νοτιώτερον ήτο πρόναος μετά δύο ή ενός κίονος εν τω μέσω, το δε δεύτερον ομού μετά του τρίτου (αδύτου) ο κυρίως ναός. Ούτω ήθελε εξηγηθή η κατ’ αύξουσαν κλίμακα τοσότης των ευρημάτων, μείζον από του πρώτου προς τα άλλα διαμερίσματα γινομένη.3
Παρά τον ναόν τούτον ηυρέθησαν και τμήμα μικρού πώρινου κίονος, όπερ ενδέχεται ότι προέρχεται εκ του προνάου, και θραύμα πηλίνης αρχαϊκής σίμης κεχρισμένης μελάνι χρώματι μετά ίχνους λευκής διακοσμήσεως. Προστιθεμένου και των ευρημάτων τούτων προς τα λοιπά εξάγεται ότι έχομεν ενταύθα ναόν κατασκευασθέντα δια λίθων και πηλού και ξυλίνου θριγκού μετά πηλίνης επενδύσεως και αρχαϊκωτάτων κεραμίδων. Πήλινα δε τινά αγγεία των λεγομένων Λακωνικών η Κυρηναϊκών (αριθ. 53, 55, 56) ευρεθέντα ενταύθα και η ευτελής τοιχοδομία και οι ανωτέρω λόγοι αναβιβάζουσι την οικοδόμησιν του ναού μέχρι του ογδόου τουλάχιστον αιώνος.
Ο άξων του ναού τούτου ακολουθεί γραμμήν βαίνουσαν από του βυρειο- δυσμικού προς το νοτανατολικόν σημείον του ορίζοντος, έχει δηλαδή την αυτήν περίπου κατευθύνσιν προς το κτίριον Ε (Εικ.7).
ΑΛΛΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΟΘΡΟΣ
Τα προς νότον του ναού Β σωζόμενα (ραίνονται λείψανα του περιβόλου του ιερού (Εικ. 4ο και 7). Ενταύθα θα υπήρχε και είσοδος, διότι ο τοίχος κάμπτεται προς ανατολάς.
Ολίγον βορειότερον της γωνίας ταύτης σώζεται εξόγκωμά τι επί του μνημονευθέντος τοίχου εκ λίθων και χωμάτων παντοειδών (Εικ.7Β). Ανασκάψας εντός του εξογκώματος εις ικανόν βάθος εξήγαγον σποδόν μετά συντριμμάτων αγγείων διαφόρων χρόνων. Πρόκειται προφανώς περί βόθρου, εξ ου και το σχηματισθέν εξόγκωμα και η άφθονος εντός αυτού σποδός, άφθονος δε και έκτος του βόθρου εις ακτίνα τινά.
Πέραν του βόθρου ο περίβολος κατεστράφη εκ μεταγενεστέρων κτισμάτων φερόντων πολλά αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη. Ενταύθα ηυρέθησαν παράλληλος κείμενοι δύο μονόλιθοι πώρινοι κίονες Χωρικοί (Εικ.4π) και το θραύμα Χωρικού κιονόκρανου εκ πώρου Εικ.12 (παρενθ. πιν.1), υπό δε τούτους τα δύο πήλινα βούκρανα Εικ.49 (παρενθ. πιν.3) και τινά λείψανα χαλκών σκευών, τα δύο πήλινα ειδώλια Εικ.48 (παρενθ. πιν.3) και άπειρα θραύματα αγγείων.
Πέραν ακόμη προς την ελαίαν, βορείως του ναού Β ηυρέθη θραύμα πώρινου γείσου, ως τα δια απεικάσματος 13 (παρενθ. πιν.2) υποδεικνυόμενα, και θραύμα πώρινου επικράνου παραστάδος (Εικ.14α).
Εντός των νεωτέρων τούτων κτισμάτων ανευρέθησαν άπειρα τεμάχια εξ ευρυστόμων πίθων4 και πάμπολλα καλυμμάτια 1 των γνωστών στενών και επιμήκων άχρων αμφορέων, ιών προς χρήσιν δημητριακών και άλλων. Υπήρχον, φαίνεται, ενταύθα μεταγενέστεραι αποθήκαι του ιερού.
Ανασκάψας εν τω μεταξύ του ναού A και του ναού Γ χώρου ανεύρον μεταγενέστερα μόνον ευτελή κτίσματα, άτινά κωλυθείς την τελευταίαν στιγμήν υπό ασθένειας δεν ηδυνήθην να συμπεριλάβω εν τω σχεδιογράμματι Εικ.7.
Τα κτίσματα ταύτα ωκοδομήθησαν το πλείστον εξ αρχαίου υλικού, εντεύθεν δε εξήγαγον τα πώρινα γείσα Εικ.13 (παρενθ. πιν.2) και τας δυο μαρμαρίνας σίμας Εικ.9. Εν ενί των κτιρίων τούτων απεκαλύφθη ο σιδηρούς πέλεκυς η αξίνη, αριθ. 48 βεβλαμμένος χαλκούς λέβης και τινά Ρωμαϊκά νομίσματα.
Ο ΝΑΟΣ Γ
Αι τρίγλυφοι και το επιστύλιον Εικ.10 (παρενθ. πιν.1) και τα πώρινα γείσα Εικ.13 αποτελούσι εν σύνολον, ως εξάγεται εκ των διαστάσεων. Εκ του αυτού συνόλου προέρχεται το μαρμάρινον αρχαϊκόν κιονόκρανον Εικ.11 (παρενθ. πιν.2), το θραύμα Δωρικού κιονοκράνου Εικ.12, το θραύμα επικράνου παραστάδος Εικ.14α, οι δύο μονόλιθοι κίονες Εικ.4π και περί τούς δέκα πώρινοι σφόνδυλοι.
Προς τας διαστάσεις των τελευταίων (0,735- 0,96) συμφωνούσιν αι διαστάσεις του μαρμάρινου κιονοκράνου (διάμ. 0,735, υψ. 0.48, μήκ. άβακος 1,275). Αλλά οι δύο μονόλιθοι κίονες μικροτέρου πάχους όντες (άνω διάμ. 0.645 κάτω διάμ. 0,855, υψ. 3,175) συμφωνούσι προς το μικρότερον κιονόκρανον (Εικ.12 παρενθ. πιν. 1), υψ. 0,46, χορδή ραβδώσεως 0,13. Μη δυνάμενοι όμως να παραδεχθώμεν δύο διάφορα κτίρια, θα δεχθώμεν κατ’ ανάγκην ότι και τα δύο διαφόρου μεγέθους και σχήματος κιονόκρανα τω αυτώ προσνέμονται ναώ περί της διατάξεως αυτών θέλομεν διδαχθή μελετώντες το κτίριον Γ.
Εν τω κτιρίω τούτω ηυρέθη και η πώρινη σπείρα Εικ. 14, το επιπεδόμορφον αποκεκρουσμένον ανάγλυφον εικ.15 (παρενθ. πιν.2) και το ομοίου αναγλύφου θραύμα εικ.16, προς δε και πώρινοι ραβδωτοί σφόνδυλοι όμοιοι προς τούς αλλαχού ευρεθέντας. Και ταύτα προέρχονται αναμφίβολος εκ του αύτου συνόλου, εξ ου προήλθον και τα ανωτέρο μνημονευθέντα.
Το κτίριον Γ υπέστη την αυτήν πανωλεθρίαν, ην εδοκίμασεν εκ μετασκευών και ο προηγούμενος ναός Α. Μετεβλήθη και αυτό εις χριστιανικήν εκκλησίαν και δη εις βασιλικήν. Ο κεντρικός χώρος αβ απετέλεσε το μέσον κλίτος καλυφθέν και δια ψηφοθετήματος, καταστραφέντος νυν το πλείστον5 τα πλάγια κλίτη ηδράζοντο επί των θεμελίων γδ, προ δε αυτών υπήρχε νάρθηξ μετά δύο θυρών.
Εντός της εκκλησίας και περί αυτήν απεκαλύφθησαν χριστιανικοί τινές τάφοι, μεθ’ ενός αγγείου έκαστος6 και ολίγα Βυζαντιακά αντικείμενα, εν οις αλαβάστρινον ποτήριον, πλάκες θωρακίων, πλίνθος μετά του μονογράμματος του Χριστού και τινά επίκρανα και κίονες.
Αλλά και προ της χριστιανικής καταστροφής θα προηγήθη και επί των Ρωμαϊκών χρόνων βλάβη του κτιρίου. Διότι ενταύθα ανευρέθησαν υπό το ψηφοθέτημα πολλά θραύματα των γνωστών μεγάλων πίθων και των επιμήκων αμφορέων μετά των υποβάθρων αυτών7 και ικανά Ρωμαϊκά νομίσματα, εν δε τω βορείω κλίτει ο χαλκούς κανών του Ρωμαϊκών χρόνων ζυγού αριθ. 17 και νοτίως του κτιρίου Γ πολλά αρχιτεκτονικά μέλη υστέρων χρόνων και αρχαιότερα, πήλινοι επιμήκεις τινές κοινοί αμφορείς ολίγον αποκεκρουσμένοι, αι Ρωμαϊκαί επιγραφαί Εικ.61 (παρενθ. πιν.7) και τα χαλκά αριθ.1 Η, 20, 36-39.
Εντετειχισμένα ενταύθα ήσαν και η σπείρα Εικ.14/5, τα ανάγλυφα Εικ.15, 16, τεμάχιον της ευθυντηρίας του παλαιού κτιρίου και πολλοί ορθογώνιοι μεγάλοι δόμοι εκ πώρου του αυτού οικοδομήματος, εξ ου προέρχονται και τα μνημονευθέντα μέχρι τούδε πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη.
Αφαιρεθέντων πάντων των νεωτέρων κτισμάτων προέκυψεν επίμηκες τετράπλευρον κτίριον αβγδ, συγκείμενον εξ ενός κεντρικού μέρους αβ και ετέρου περί τούτου γδ. Το σκέλος δ προχωρεί προς δυσμάς πέραν του εγκαρσίου δυσμικωτάτου σκέλους ε, αλλά και τα έτερα τρία σκέλη αβ και γ την αυτήν θα είχον έκτασιν. Διότι σώζεται η ως θραύμα του τοίχου αρχή της προεκτάσεως τούτου πέραν του καθέτου προς εκείνα σκέλους ε.
Έτερον ανατολικώς του ε εγκάρσιον σκέλος ζ χωρίζει τμήμα του δυσμικού άκρου του αβ μέρους, αλλ' επεκτείνεται ως το ε εκατέρωθεν των αβ σκελών μέχρι συναντήσεως των γ και δ πλευρών.
Λείψανον τρίτου εγκαρσίου σκέλους σώζεται προς δυσμάς του εδ θα προεξετείνετο αναμφιβόλως και αυτό, ως το ε, μέχρι των γ,δ πλευρών.
Πάντα τα σκέλη ταύτα αποτελούσι την θεμελίωσιν του αυτού πολυμερούς κτιρίου, σύγκεινται δε εξ αργών λίθων μετά πηλού συνδεθέντων. Επειδή όμως τα παλαιά ταύτα θεμέλια εχρησιμοποιήθησαν εν χρόνοις νεωτέροις, αναφαίνεται ενιαχού και άσβεστος εντός αυτών, δυναμένη πολλούς να εξαπάτηση ως προς την ηλικίαν των θεμελίων.
Επί μεγάλου τμήματος του σκέλους β και του ε εδράζονται επί της θεμελιώσεως ταύτης μεγάλοι πώρινοι δόμοι, οιτινές ενιαχού κείνται κατά χώραν, προέρχονται δηλαδή εκ του μεγάλου παλαιού κτιρίου κτισθέντες ως έχουσι νυν και μη μετακινηθέντες μετά ταύτα. Άλλοι όμως των δόμων τούτων προέρχονται μεν εκ του αυτού παλαιού κτιρίου, αλλ' ετέθησαν κατά την μεταγενεστέραν μετά σκευήν του κτιρίου, ληφθέντες εξ άλλων μερών τούτου, ως δεικνύει η επί των στενών πλευρών αναθύρωσις αυτών.
Αν δεν είχον κτισθή τα νεώτερα κτίρια επί της παλαιός θεμελιώσεως, θα ηδυνάμεθα ευκρινέστερον να διακρίνωμεν την φύσιν και τον σκοπόν αυτής. Τα μεγάλα όμως χάσματα ταύτης, το ενιαχού σποραδικώς σωζόμενον και η παρατηρουμένη άσβεστος μεγάλην σύγχυσιν παρέχουσι τω παρατηρούντι το πρώτον ταύτα. αλλ' αν συνδυάσομεν προς τα ούτω σωζόμενα θεμέλια τα ενθάδε εν δευτέρα χρήσει χρησιμοποιηθέντα αρχαία τεμάχια εκ πώρου και τα εν άλλη θέσει ευρεθέντα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, διαισθανόμεθα αμέσως ότι το κτίριον Γ είναι ο αρχαϊκός ναός, εξ ου απεσπάσθησαν απαντα τα μνημονευθέντα πώρινα τεμάχια και το μαρμάρινον κιονόκρανον Εικ.11.
Έχοντες δεδομένην διπλήν μορφήν και διπλούν μέγεθος κιονοκράνου οφείλομεν να εύρομεν τοιαύτα στοιχεία κτιρίου, προς ο να προσαρμόζωνται οι διπλού μεγέθους κίονες. Τούτο δε θα συνέβαινε κυρίως αv το κτίριον Γ ήτο ναός περίπτερος, όσπερ πλην των κιόνων του πτερού θα είχε και ελάσσονος μεγέθους κίονας εν τω προνάω και τω οπισθοδόμω. Και η θεμελίωσις τότε θα παρείχε φυσικώς την υπό τοιαύτην μορφήν ναού προαπαιτουμένην βάσιν ταύτην δε παρέχει ακριβώς και το κτίριον Γ. Προς τοις θεμελίοις δηλονότι του πτερού έχει και τα θεμέλια του σηκού και ίχνη των θεμελίων του οπισθοδόμου μετά των θεμελίων των εν αυτώ κιόνων. Του προνάου το μέρος απεσπάσθη ολόκληρον εκ της άνω μνημονευθείσης μεταβολής του εδαφούς.
Η αλήθεια των ανωτέρω εκτεθειμένων προκύπτει εκ των κατωτέρω υπολογισμών. Εκ του πλάτους της τριγλύφου Εικ.10 (0,535 υψ. 0,842) λαμβάνομεν κατά προσέγγισαν, μη υπαρχούσης της μετόπης, το μετακιόνιον εκ μ. 2,68 κατ’ αναλογίαν αρχαϊκών άλλων ναών. Το μετακιόνιον η μεταξόνιον επαναλαμβανόμενον πεντάκις δίδει εξαγόμενον μ. 13.40, όπερ δια του πλάτους της γωνιαίας τριγλύφου και των βαθμιδών του κρηπιδώματος (δύο εκατέρωθεν ανά 0.40- 80 X2=160) αυξάνεται εις μ. (13.40+ 0.535+1.60) 15,53, και συνυπολόγιζαμένης της από του κίονας μικρός προεξοχής του στυλοβάτου εις 15,73 περίπου. Επειδή δε πάντως εξ κίονας θα είχεν εν τω μετώπιο ο ναός, το άνω εξαγόμενον προσαρμόζεται αριστα προς το εξωτερικόν πλάτος των δύο παραλλήλων σκελών γ και ο, όν ολίγον τι μείζον των μ. 16.
Δεχόμενοι ότι το μέσον μέρος των θεμελίων αβε διατηρεί το μέγεθος του σηκού και λαμβάνοντες ως βάθος προνάου απόστασιν ίσην προς εν μεταξόνιον. Συμπληρουμέν τον σηκόν μετά αδύτου και τον όλον ναόν ως έχει εν τω άπεικάσματι Εικ. 17, μετά δώδεκα δηλαδή κιόνων εν τη πλαγία πλευρά και εξ εν τη στενή.
Το σκέλος ζ θα εχώριζε το άδυτον, όπερ εν αρχαϊκοίς ναοίς κυρίως παρατηρειται.
Δεν Οφείλεται βεβαίως εις σύμπτωσιν ότι το τετράπλευρον αβε έχει εξωτερικόν πλάτος ίσον προς τρία περίπου μετακιόνια (8.04), μήκος δε ίσον προς την από του άξονος έκτασιν οκτώ κιόνων. Είναι το μέγεθος, όπερ απαιτεί εξάστυλος ναός έχων δεδομένον το μεταξόνιον.
το δυσμικώς του σκέλους ε λείψανον εγκαρσίου σκέλους αντιστοιχεί προς την θέσιν των κιόνων του οπισθοδόμου, το δε προς το μέρος τούτο μήκος του σκέλους δ συμπίπτει προς την μέχρι του οπίσθιοι» μέρους του πτερού απαιτουμένην έκτασιν.
Τα σκέλη γ και δ αποτελούσι το εξώτατον μέρος των θεμελίων του πτερού. Το πάχος όμως αυτών ον έλασσον του υπό της εξωτερικής κιονοστοιχίας απαιτουμενού ηυξήθη δια προσθήκης σειράς λίθων εσωτερικώς μέχρι που του σηκού αβε. Λείψανα δε των λίθων τούτων σώζονται παρά το δυσμικόν άκρον του σηκού, μεταξύ τούτου και του σκέλους δ, και έτερα εσωτερικώς του σκέλους γ.
Δυνάμεθα λοιπόν να παρακολουθήσω μεν νυν ακριβώς την οικοδόμησιν του ναού κατά τα διάφορα στάδια της εργασίας. Ισοπεδώθη πρώτον το έδαφος8 και μετά ταύτα εστρώθη η δια λίθων αργών και πηλού θεμελίωσις του σηκού, έπειτα δε του πτερού. Αι πλάγιαι και στεναί πλευραί του πρώτου ως και του αδύτου προεξετάθησαν μέχρι συναντήσεως της θεμελιώσεως του πτερού, επεξετάθησαν δε μέχρι του αυτού σημείου και τα υπό τούς κίονας του προνάου και του οπισθοδόμου εγκάρσια σκέλη.
Επί της θεμελιώσεως ταύτης εστρώθησαν οι πώρινοι δόμοι του κρηπιδώματος, του σηκού μετά του προνάου και του οπισθοδόμου, επληρώθησαν δ’ ύστερον τα μεταξύ κενά δι’ ισομεγέθων πανταχού δόμων εδραζομένων ενιαχού επί των κενών του σκελετού Εικ.19 πληρωθέντος δι’ άλλης ύλης.
Εκ των πλακών του εδαφούς και εκ του κρηπιδώματος του ναού προέρχονται οι ενταύθα εν μεταγενέστερα το πλείστον χρήσει ευρεθέντες πώρινοι δόμοι, ων οι πρώτοι διασφζουσι τούς τόρμους των σιδηρών συνδέσμων σχήματος Ι-Ι. Εκ των δόμων τούτων τινές κείνται, ως ανώτερο) είπον, επί της β και ε πλευράς του τετραπλεύρου αβε, οι άλλοι δε επί της ανατολικής πλευράς του αυτού διαμερίσματος και προσνέμονται τω κρηπιδώματι. Οι τελευταίοι έχουσιν επί της κάτω ακμής της ετέρας των στενών πλευρών τρεις επαλλήλους λαξευτός ταινίας, επί δε της άνω επιφάνειας τετραγώνους και άλλας εντομάς προς επίθεσιν αφιερωμάτων επί των βαθμιδών του κρηπιδώματος.
Κατά συνήθειαν παρατηρουμένην εν πολλοίς αρχαϊκοίς κυρίως ναοίς ετέθη και ενταύθα η σπείρα Εικ.1 β ως πρώτη στρώσις των τοίχων του στυκού.
Δεν γνωρίζομεν αν η κορυφή του προς τας τρεις πλευράς του προνάου και του οπισθοδόμου αντίστοιχούντος σηκού έφερε θριγκόν, ουδενός ίχνους τούτου διασωθέντος. Το ανάγλυφον όμως Εικ.15,16 περιέθεεν αναμφιβόλως την κορυφήν του σηκού9. Θα κατείχε το τμήμα των πλαγίων πλευρών του σηκού, έφ’ ου δεν υπήρχε θριγκός. Ή θα κατελάμβανεν ολόκληρον την κορυφήν του σηκού, αν δεχθώμεν ως πιθανήν την λύσιν ότι θριγκός ουδαμού υπήρχε του σηκού.
Η φέρουσα το ανάγλυπτον τμήμα ίππου πλαξ Εικ.15 έχει ύψος 0.79 (πάχ. 0.285) σωζόμενον δε μήκος 0.605, διότι η πλαξ απεκρούσθη κατά την μίαν πλευράν (και ολίγον άνω δεξιά). Αι δύο άλλαι πλευραί φέρουσιν αναθύρωσιν, δι’ ων προσηρμόζετο η πλαξ, δεξιά μεν προς ετέραν ομοίαν πλάκα της ζωφόρου, κάτω δε προς την συμπληρούσαν την μορφήν του ίπποι» άλλην πλάκα. Η άνω πλευρά απολήγει εις απόφυσιν η λύσιν μετά κυρτού κυματίου, το δε έκτυπον μέρος το αυτό προς το κυμάτιον έχον ύψος είναι μ. 0.015-0.02. Η όψις εβλάβη ολίγον, άλλα διασώζονται ενιαχού ίχνη της προτέρας επιφάνειας, διακρινόμενα κυρίως εκ των λειψάνων του λευκού επιχρίσματος, δι’ ου το ανάγλυφον ως και τα λοιπά πώρινα μέλη του ναού επεχρίσθησαν. Εκ τούτου συμπεραίνομεν ότι η πλαξ διατηρεί το πρώτον ύψος και ότι η μορφή του αναγλύφου δεν μετεβλήθη, παρουσιάζοντος τα γνωστά χαρακτηριστικά της Λακωνικής τεχνοτροπίας του F αιώνος, καθ’ ην η όψις του έκτυπου είναι εντελώς ευθεία επιφάνεια, το δε περίγραμμα επίπεδον ακριβώς κάθετον προς την όψιν (Αρχ. Εφημ. 1914, 25-57).
Το έτερον ανάγλυφον Εικ.16 είναι θραύμα ετέρας όμοιας πλακός (σωζόμενον μεγ. 0.44) και δη του οπισθίου ποδός ίππου. Το έκτυπον μέρος έχει ύψος ολίγον τι μείζον του προηγουμένου, δηλαδή 0.05.
Προς συμπλήρωσιν του ύψους του ίππου απαιτείται ετέρα ισοϋψής πως προς την υπάρχουσαν πλαξ, ανερχομένου ούτω του ύψους της ζωφόρου εις μ. 1.58 περίπου. Τούτο δε το ύψος θα είχε και ο θριγκός του προνάου και του οπισθοδόμου, αν υπήρχε. Διότι το συνολικόν ύψος του θριγκού του πτερού θα ήτο μόνον κατά τι μείζον (υψ. τριγλ. 0.84 υψ. επιστυλίου άγνωστον, όντος τούτου αποκεκρουμένου κάτωθι, άλλα δεν θα άπεχε πολύ του ύψους της τριγλύφου, ως διδάσκει η αναλογία αρχαϊκών ναών του F αιώνος), ως δεικνύουσιν αι μείζονες διαστάσεις των εξωτερικών κιόνων. Και αν το πρώτον είχεν ύψος περίπου μ. 1.68, το έτερον θα είχε περίπου μ. 1.58- 1.60, όσον έχουσι δηλαδή ομού αι δύο πλάκες του αναγλύφου. Κατ’ ακολουθίαν το ανάγλυφον προσηρμόζετο αριστα επί της κορυφής του σηκού, οιανδήποτε λύσιν παραδεχθώ μεν ως προς την μερικήν η ολοσχερή έλλειψιν θριγκού εν τω σηκώ.
Το ανάγλυφον λοιπόν τούτο και ο ναός κατεσκευάσθησαν υπό Λακώνων τεχνιτών η υπό τεχνιτών την επίδρασιν του Λακωνικού εργαστηρίου του F αιώνος υφισταμένων.
Προς την αυτήν πηγήν άγει ημάς και η διαμόρφωσις του μαρμάρινου κιονοκράνου Εικ.11 (παρενθ. πιν.2). Το επί της κορυφής της άβακος αιγυπτιάζον κυμάτιον μετά των κατακορύφων γλωσσιδίων η εσχηματοποιημένων φύλλων και του κάτωθι αστραγάλου είναι το κόσμημα το επιστέφον την κορυφήν του γείσου του Αμυκλαίου θρόνου του Απόλλωνος (Αρχ. Εφημ. 1912, 188 Εικ.17-21). Όμοιον κόσμημα φέρει παρεκκλίνον των γνωστών μορφών και το υπό τους δακτυλίους τμήμα του κιονοκράνου. Το υποτραχήλιον.
Το κόσμημα τούτο ουδαμού παρατηρείται ούτω, πρώτην δε φοράν εμφανίζεται επί της άβακος του κιονοκράνου προς κατάρριψιν και αναστάτωσιν των μέχρι τούδε γνωστών κανόνων.
Ενταύθα διαβλέπομεν την χείρα του δημιουργήσαντος τας εκ Δωρικών και Ιωνικών στοιχείων περιέργους και πρωτοφανείς μικτάς μορφάς του Αμυκλαίου θρόνου τεχνίτου. Διαφαίνεται δηλονότι η διέπουσα έμπνευσις και η ανατροφή του κατά τούς αρχαϊκούς χρόνους εργαστηρίου της Σπάρτης, του συνδυάσαντος μετ’ άφελούς, γυναικείας σχεδόν εκλεκτικότητος, τα εκ διαφόρων πηγών συρρεύσαντα και υπό διαφόρους επιδράσεις εν Σπάρτη τότε εγκλιματισθέντα πολλαπλά ετερογενή στοιχεία.
Η μεγαλοπρέπεια του θρόνου των Αμυκλών και το πρωτότυπον των αρχιτεκτονικών αυτού μορφών δεν ηδύναντο η να ασκώσι διαρκή και ανεξάλειπτον επίδρασιν επί της ψυχής του Λάκωνος τεχνίτου, ώστε να πειραθή ούτος να επαναλάβη λεπτομέρειας τινάς της διακοσμήσεως του ειρημένου οικοδομήματος. Και ώσει παίζων και χαριεντιζόμενος προσαρμόζει ως ο εκ της Ιωνίας τεχνίτης του θρόνου λεπτάς και ποιητικός εκφράσεις προς το πεζόν έδαφος της Δωρίου τέχνης. Δημιουργεί δε διδαχθείς υπ εκείνου το πρωτοφανές κιονόκρανον Εικ.11, μοναδικόν και πολύτιμον, μη εστερημένον χάριτος αρχιτεκτονικόν υπόδειγμα.
Η κατά τούς χρόνους τούτους σχετική ακμή του Λακωνικού εργαστηρίου ήρκει, ώστε να καταστή αναπόφευκτος η ανά την νοτίαν τουλάχιστον Πελοπόννησον επιβολή της τέχνης αυτού. Αλλ' η μετά τον Μεσσηνιακόν πόλεμον πολιτική εξάρτησις της Μεσσηνίας από της Σπάρτης καθίστα επιβεβλημένων την κατά τούς χρόνους τούτους οικοδόμησιν του ναού του Κορύνθου Απόλλωνος υπό Λακώνων τεχνιτών. Η δε οικοδόμησις αύτη θα συμπίπτει πάντως προς χρόνους μεταγενεστέρους της κατασκευής του Αμυκλαίου θρόνου.
Εκ της αραιάς εμφανίσεως του μαρμάρου εν τη οικοδομήσει, εκ της αναλογίας του άβακος προς την κάτω διάμετρον (1734:1000) και εκ της μορφής των I-I σιδηρών συνδέσμων των δόμων ο ναός ούτος τάσσεται εις τούς χρόνους, καθ’ ους ωκοδομήθη το πτερόν του Εκατομπέδου της Ακροπόλεως των Αθηνών, δηλαδή εις το τελευταίον τέταρτον του F αιώνος η ολίγον πρότερον.
Ο ΝΑΟΣ Δ
Εις μικρόν βάθος κάτωθι του ναού Γ απεκαλύφθησαν τα εξ αργών λίθων μετά πηλού θεμέλια κτιρίου έχοντος μορφήν τετραπλεύρου διασχιζομένου ύπο μέσου κατά μήκος σκέλους. Τα θεμέλια είναι διακεκομμένα, άλλα συμπληρούμενα αποδίδουσι την ως άνω μορφήν κτιρίου στενού και επιμήκους. Το προς ανατολάς μέρος, η αρχή του οικοδομήματος, κατεστράφη, ώστε δεν γνωρίζομεν το όλον μήκος αυτού και την μορφήν του μετώπου. Σώζονται δηλαδή τμήματα των πλαγίων πλευρών και της μιας στενής πλευράς, του δε δια του άξονος διερχομένου σκέλους τμήμά τι επί μήκους τίνος προς την στενήν πλευράν, εκείθεν δε δύο τμήματα μετά χάσματος επί της αυτής γραμμής συμμετρικώς πως απέχοντα της στενής πλευράς. Πλάτος έχει το κτίριον μ. 5.05 και υπερδιπλάσιον σωζόμενον μήκος, διευθύνεται δ’ εκ δυσμών ακριβώς προς ανατολάς, ολίγον αποκλίνον της κατευθύνσεως του ναού Γ, όμοιας ούσης προς την Ίού ναού A (Εικ.7).
Έχομεν λοιπόν τα απαιτούμενα στοιχεία όπως κατανοήσωμεν ότι το κτίριον τούτο επαναλαμβάνει εν γενικαίς γραμμαίς την μορφήν του εν Πρινιά της Κρήτης αρχαϊκωτάτου ναού και άλλων παρομοίων, δηλαδή επιμήκους ναού μετά προνάου έχοντος ένα μέσον κίονα εν τω μετώπιο, και του σηκού μετά δύο κιόνων συμμετρικώς άπεχόντων αλλήλων και δια του άξονος του ναού διερχομένων (Pernier-Annuario d.s.a.d. A. τόμ.A 1914 σ.27 Εικ.13, σ.39 Εικ.14 σ.43-44, 78 Εικ.43. Annual of th. Br.Sc.of A. 1908-9 τόμ.ΙΔ πιν.A . Dörpfeld Troja u.Ilion A171. Koldewey- Puchstein Griechische Tempel Unteritaliens u. Siciliens πιν.A σ.2 κ.έ. Εικ.3).
Το μέσον σκέλος θα εξικνείτο κατ’ αναλογίαν του εν Κρήτη ναού από του μετώπου μέχρι του χωρίζοντος τον πρόναον από του ναού τοίχου. Εντός δε του σηκού δύο κίονες η ξύλινοι στύλοι θα εβάσταζον την στέγην, ερειδόμενοι επί θεμελιώσεως, ήτις η θα περιωρίζετο περί την βάσιν των στύλων η θα ήτο συνεχής ενουμένη προς το εκ του μετώπου μέσον σκέλος, διασχίζον ούτω ολόκληρον το οικοδόμημα. Η πρώτη λύσις φαίνεται πιθανωτέρα, διότι εν τη δυσμική πλευρά ουδέν ίχνος παρατηρείται επαφής του μέσου σκέλους προς ταύτην. Εν τοιαύτη περιπτώσει ωμοίαζε το οικοδόμημα ακριβέστερον προς το εν Κρήτη και η θέσις του χωρίζοντος τον πρόναον τοίχου θα συνέπιπτε περίπου προς το διασχίζον το κτίριον Δ εγκάρσιον σκέλος δ (Εικ.5). Το τελευταίον φαίνεται νεώτερον κατασκεύασμα, διότι δεν περιορίζεται εν τω πλάτει του ναού, αλλ' εξακολουθεί έ τι πέραν αυτού.
Tο μέτωπον του κτιρίου δεν φαίνεται ότι έκειτο πολύ πέραν του τέρματος του μέσου σκέλους, διότι εκεί παρατηρείται αυλάκωσις τις (Εικ.5 Ε) διακόπτουσα κατά τι την συνέχειαν του λοξού σκέλους του κτιρίου Ε. Δια της αυλακώσεως ταύτης θα διήρχετο εγκάρσιον σκέλος ενούν τα τρία σκέλη του Δ, λείψανον δε του σκέλους τούτου θα είναι το σωζόμενον μικρόν τμήμα εγκαρσίου θεμελίου ε (Εικ.5). Το σκέλος τούτο θα υπήρχε όταν ωκοδομήθη το κτίριον Ε και θα διετηρήθη κατά την οικοδόμησιν, εκ τούτου δε εσώθη το χάσμα του τοίχου ε.
Μεταξύ των δύο θεμελίων, περί ων ελέχθη ότι εβάσταζον τούς στύλους του σηκού, ανεύρομεν το έδαφος μελανόν έφ’ ικανής εκτάσεως και βάθους, μελανόν δηλονότι εκ της μίξεως υπολειμμάτων πυράς και υγρού χώματος. Τα δε προς το μέρος τούτο θεμέλια εδείκνυον αρκούντως ότι και αυτά υπέστησαν την επίδρασιν διαρκούς πυράς, διότι ήσαν μελανά και περιβεβλημένα ενιαχού υπό παχέος σκληρού σώματος σχηματισθέντος εκ των της πυράς λειψάνων.
H πυρά αύτη ουδαμόθεν άλλοθεν δύναται να προέρχηται η εξ εστίας η εσχάρας, ήτις ως και εν τω εν Κρήτη ναώ θα υπήρχε και ενταύθα. Η λεπτομέρεια αύτη πλησιάζει έτι πλέον το εν Λογγά προς το εν Κρήτη κτίριον και αποδεικνύει συν τοις μνημονευθείσι λόγοις ότι ου μόνον η μορφή, αλλά και ο προορισμός αμφοτέρων ήτο ο αυτός, ήσαν δηλ. ναοί. Το δε γεγονός ότι οι οικοδομήσαντες το κτίριον Ε και τον ναόν Γ απέφυγον να καταστρέψωσι τα θεμέλια του παλαιοτέρου οικοδομήματος αποδεικνύει και αυτό ότι πρέπει να φαντασθώμεν τους οικοδομήσαντας ευλαβουμενούς τα θεμέλια ως ιερά λείψανα. Ιερά δ’ ήσαν ταύτα αν υπελείφθησαν εκ παλαιοτέρου θρησκευτικού ιδρύματος, δηλαδή ναού.
ΤΟ ΚΤΙΡΙΟΝ Ε
Ανατολικώτερον του προηγουμένου ναού απεκαλύφθησαν εν τω βάθει τα θεμέλια κτιρίου εξ αργών λίθων μετά πηλού και αυτά (Εικ.5, 7 Ε). Το κτίριον παρουσιάζει πολυσύνθετον και αλλόκοτον μορφήν και έχει διευθύνσιν ακολουθούσαν την εκ του βορειοδυσμικού προς το νοτανατολικόν σημείον του ορίζοντος βαίνουσαν γραμμήν. Έχει δηλονότι αντίθετον του ναού Β κατευθύνσιν, αλλ' ομοίαν εν δυσί πλευραίς, εν τη στενή τούτου και εν τη πλαγία του ετέρου και αντιστρόφως.
Σώζονται δύο γωνιούμενα σκέλη η O και εν μικρά του ετέρου αποστάσει τρίτον παράλληλον προς το δεύτερον σκέλος κ. Εκ των δύο γωνιουμένων σκελών το μεν παράλληλον προς το σκέλος κ, το η φέρει εν τω μέσω μάζαν εξέχουσαν των θεμελίων προς ανατολάς, το δ’ έτερον σκέλος & έχει ομοίαν μάζαν προς βορράν και άλλην προς το αντίθετον μέρος, ολίγον δυσμικώτερον. Η τελευταία μάζα, τετράπλευρος περίπου ως αι άλλαι, είναι ακριβέστερον κάθετος προς σκέλος κατακόρυφον προς το αμέσως προηγούμενον.
Tο εκ των δύο παραλλήλων σκελών εξωτερικώτερον κ θα συνέπιπτε προς το πρόσωπον προστώου η προθαλάμου του κτιρίου, τα δε γωνιούμενα σκέλη ηύ προς τας δύο πλευράς του κυρίου σώματος του οικοδομήματος. Το πρώτον (κ) σώζει και την προς νότον γωνίαν, αλλά αν το η προεκταθή προς δυσμάς θα συναντήση το κ κατά το ακρον σχηματίζον την αντίστοιχον γωνίαν. Αν δε πάλιν προεκταθή το επί του σκέλους η κάθετον τμήμα, το φέρον την εσωτερικήν μάζαν, θα συναντήση τούτο τον προς το κ γωνιούμενον τοίχον, ούτινος μικρόν μόνον μέρος διασώζεται.
Θα προκύψη λοιπόν δεύτερον μετά το προστώον η τον προθάλαμον διαμέρισμα, εξ ου όμως έπρεπε τις να εξέρχηται προς το έτερον, έδει δηλαδή να ύπαρχωσι θύραι. Αύται δε θα συνέπιπτον αναμφιβόλως προς τας μάζας, έφ’ ων έκειτο ευρύς ουδός, ων πολλάκις πλατύτερος του τοίχου του οικοδομήματος και πλέον προς το έτερον μέρος εξέχων. Κατά τας μάζας ταύτας μια θύρα θα ευρίσκετο επί του σκέλους η, μια δε επί του άκρου του τρίτου εγκαρσίου και παραλλήλου προς το η σκέλους, αλλά και τρίτη επί του ετέρου άκρου του αυτού τοίχου συμμετρικώς προς την άλλην. Διότι περιεργον θα ήτο αν υπήρχεν ενταύθα μια μόνον θύρα εν τω ακρω.
Αι δύο τελευταίοι θύραι θα απέβαλλον να παραδεχθώμεν ότι πλην του δευτέρου εγκαρσίου διαμερίσματος θα υπήρχε και τρίτον τουλάχιστον, προς ο έφερον αι δύο θύραι. Δια να διέρχηται τις εκ του προστώου εις το έτερον διαμέρισμα θα ήρκει η επί της πλευράς η θύρα. Την ύπαρξιν δε του τρίτου διαμερίσματος υποδεικνύει και η εξωτερική επί του θ σκέλους μάζα, ετέρα δηλονότι θύρα. Αν λοιπόν φαντασθώμεν ότι η τελευταία έκειτο πιθανώς επί του κατά μήκους άξονος του τρίτου διαμερίσματος και ότι απέναντι αυτής και επί του παραλλήλου προς το θ σκέλους υπήρχε και αντίστοιχος μάζα και θύρα, συμπληρούντες θα λάβωμεν κάτοψιν οικοδομήματος του σχήματος του απεικάσματος 19.
Προκύπτει τριμερές δηλονότι κτίριον ως ο ναός Β και ο σηκός του Γ (άνευ του οπισθοδόμου) εκ προθαλάμου η προστώου μετά κιόνων και εκ δύο διαμερισμάτων. Και επειδή το γεγονός της μη καταστροφής των κτιρίων Δ και Ε υπό των οικοδομησάντων τον Γ ναόν αναγκάζει να παραδεχθώμεν ότι και τα τρία κτίρια τον αυτόν είχον προορισμόν, εξάγεται ότι και τα δύο μετά το προστώον διαμερίσματα προς τον αυτόν ωκοδομήθησαν σκοπόν. Το κτίριον ήτο δηλονότι ναός και είχεν, ως ο Γ και ο Β ναοί, άδυτον.
Προς τον χαρακτηρισμόν του Ε ως ναού συντρέχει και ο λόγος ότι και τα τρία κτίρια Γ, Δ, Ε εν τη αυτή περίπου κατεσκευάσθησαν περιοχή, διαδεχόμενα άλληλα, αποτραπείσης, ως είπον, της του προγενεστέρου τελείας εξαφανίσεως κατά την οικοδόμησιν.
Η εκ του συνήθους και του επιμήκους τύπου παρέκβασις του ναού Ε ευρίσκει πολλάς αναλογίας. Υπομιμνήσκω την μορφήν του εν Ελευσίνι Τελεστηρίου, τον εν Σουνίω ναόν της Αθήνας, τον εν Γόρτυνι της Κρήτης ναόν του Απόλλωνος κτλ. (Savignoni- Mon. Ant XVIII, 185- 186 Εικ.3, 205, 206, Εικ. 15 A και 213 κέ. Pernier ε.ά. σ.75). Παρομοίαν παρέκβασιν παρουσιάζουσι και δύο εν Φαιστώ και Λεβενοίς κτίρια, άτινά ως εκ των ευρημάτων θεωρούνται υπό των ανωτέρω αρχαιολόγων ναοί (Rendic.d.R.Acc. d. Line.X, 300 κέ. XVI, 262 κέ. Εικ.A. Miscellanea Beloch 1910, 241 κέ. Mon. Ant. XVIII, 218 εικ.22).
Αναλογίαν ως προς τας πλαγίας θύρας παρουσιάζουσι και άλλοι τινές ναοί, αναφέρω δε μόνον τον εν Βάσσαις ναόν του Επικουρίου Απόλλωνος. Εν τω ναώ τούτώ νοείται μόνον η ύπαρξις αδύτου εκ της εν τω εδάφει διατάξεως των πλακών και του προ του οπισθίου τοίχου του σηκού μέσου κίονος μετά του εγκαρσίου θριγκού. Προς δε τον περιωρισμένον τούτον χώρον, τον περιέχοντα το άγαλμα του θεού, το άδυτον, φέρει μια προς τα δεξιά του σηκού θύρα.
Το σχήμα και το πολυμερές του ναού Ε, η πληθώρα των θυρών και η κατά το άκρον διαμερίσματος διάταξις αυτών υπομιμνήσκομαι το σχήμα και την διάταξιν προ μυκηναϊκών, αλλά και μυκηναϊκών τινών διαμερισμάτων, του δε ναού Δ η μορφή υπομιμνήσκει τα μυκηναϊκά ιδία μέγαρα. (Δια το σχήμα πβλ. Και Mon. Ant XVIII 213 κέ. Pernier ε.ά. 75. 79. Durai B.d.G. 3/1910, 405- 7 κτλ.). Προς τα τελευταία πλησιάζει και η μορφή του ναού Β, όπερ ένεκα του μικρού πλάτους και του ξυλίνου ίσως θριγκού ένα μόνον ηδύνατο να έχη κίονα εν τω προσώπω, ένα δε η δύο ξύλινα στηρίγματα εν τω σηκώ.
Η επί αιώνας πολλούς κυριαρχία του προμυκηναϊκού πολιτισμού επί της γεωγραφικής μάλιστα περιοχής του ελληνισμού κατέλιπεν αναμφιβόλως βαθέα ίχνη της διελεύσεως αυτού (Αρχ.Εφ.1914, 49). Η μεγαλοπρεπής εμφάνισις των κτιρίων του πολιτισμού τούτου και το πολυδαίδαλον αυτών, ο πλούτος της διακοσμήσεως και η αίγλη της εν αυτοίς ζωής μεγίστην θα παρείχον και ημίν κατάπληξιν και θάμβος, πολύ δε μείζονα και τοις τότε κοινοίς θνητοίς. Η ανάμνησις της μεγαλοπρεπείας ταύτης διετηρήθη άσφαλώς αναλλοίωτος, εξυμνήθη δ’ άλλως και υπό της μούσης των μεταγενεστέρων γενεών. των κυριωτέρων μάλιστα διαμερισμάτων των κτιρίων τούτων, ένθα ο πλούτος της ζωής την μεγίστην εξέφρασεν έντασιν, ανεξάλειπτα θα διετηρήθησαν εν τη φαντασία των μετέπειτα ανθρώπων και τεχνιτών ιδία τα γενικά αυτών στοιχεία, άτινα μεγίστην θα ήσκησαν επ' αυτών επίδρασιν.
Προκειμένου λοιπόν να συντελεσθή τέλειόν τι εν τη αντιλήψει των αμέσως μετά τον μυκηναϊκόν πολιτισμόν ακολουθούντων τεχνιτών, να συντελεσθή δηλαδή τι προς στέγασιν του θείου ανυψούμενον υπέρ το κοινόν ανθρώπινον επίπεδον, η άμεσος ανάμνησις του παρελθόντος εκείνου δεν ηδύνατο η να επηρεάση την σκέψιν του τεχνίτου και να παρακινήση αυτόν προς μίμησιν των σπουδαιοτέρων. Και θα εταλαντεύετο ούτος εν τη εκλογή των τύπων και των μορφών εκ της παρακαταθήκης ταύτης, άλλοτε τον εν τοις Κρητικοίς μεγάροις συναντώμενον τυπον Ε παραλαμβάνων, άλλοτε τον εν τοις Μυκηναϊκοίς τυπον Δ.
Δια τους ανωτέρω λόγους νομίζω ότι και η οικοδόμησις των ναών Δ και Ε δεν απέχει πολύ της τελευταίας εμφανίσεως του παρακμάσαντος και αλλαχού μετά ταύτα μετατοπισθέντος εν ηλλοιωμένη μορφή πολιτισμού, δηλαδή του -8ου αιώνος.
Εάν δεν είχον οικοδομήθη τα μεταγενέστερα κτίσματα επί των ναών τούτων, θα ηδυνάμεθα πιθανώς να αποκαλύψωμεν και μικρά εντός αυτών ευρήματα, ατινά θα διεφώτιζον ή μας περί της σχετικής χρονολογίας των κτιρίων. Ελλείψει δε ευρημάτων μόνον δια της ως άνω οδού δυνάμεθα πως να ακολουθήσωμεν την ιστορικήν εξέλιξιν των διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων.
ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΙΚΡΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
ΧΑΛΚΑ
(Όπου ουδέν ιδιαιτέρως αναφέρεται νοείται ως τόπος ευρέσεως ο ναός Β.)
1 (Εικ. 20,1., μ. 0,082). Κινητή λαβή αγγείου μετά του επί σκεύους προσηλουμένου εξαρτήματος, συγκειμένου τούτου εξ ημικυκλικού πως την τομήν και εξωγκωμένου κατά τα ακρα οριζοντίου σκέλους μετά επικαρσίων κυματίων, και εξ ετέρου καθέτου σκέλους εκ του μέσου του πρώτου εκφυομένου και εις το περίγραμμα ανθεμίου άπολήγοντος4.
Η λαβή είναι οκτωγωνικόν την τομήν έλασμα, όπερ καμφθέν εσχημάτισε τας τρεις πλευράς επιμήκους τετραπλεύρου και αντί της τετάρτης πλευράς δύο εκατέρωθεν εις οξύ λήγοντα τμήματα εισχωρούντα εις οπήν του οριζοντίου σκέλους του εξαρτήματος και ελευθέρως κινούμενα. Επί της μεγάλης πλευράς ύπαρχουσι δύο φακοειδείς εξοιδήσεις μετά ταινίας και αποφύσεως, επί δε του εξαρτήματος τρεις οπαί διαπερώμεναι υπό ήλων στερεούντων τούτο επί του σκεύους. Το εξάρτημα είναι κοίλον εσωτερικώς, συμπληρωθέν δια μολύβδου.
Ο χαλκός περιβάλλεται υπό βαθυκυάνου επιδερμίδος, ήτις αποξεσθείσα ενιαχού αποκαλύπτει το χρυσίζον χρώμα του μετάλλου.
2 (Εικ.20,2 μ. 0,074). Όμοια λαβή και εξάρτημα.
3 (Εικ.20,3 μ. 0,072). Όμοια λαβή.
Παρόμοια σχήματα ευρίσκονται και αλλαχού (Olympia- Bronzen, 132, αριθ.825, 827, 830, 832. Αρχ.Δελτ.1915, παρ.24 κέ. Εικ.12η κτλ.).
4 (Εικ.20,4 μ. 0,079). Κυρτή κινητή λαβή μετά φακοειδους εξοιδήσεις εν τω μέσω. Έξηρτατο ως αι προηγούμεναι εκ προσηλωμένου επί σκεύους εξαρτήματος (Ol. Bronzen αριθ. 836).
5 (Εικ.21,1). Ελλειψοειδώς κυρτουμένη κινητή λαβή μετά του επί του σκεύους προσκολλωμενού επικαρσίως ραβδωτού εξαρτήματος, στενού μενού εν τω μέσω και έχοντος την προς το αγγείον πλευράν κυρτώς αποτετμημένην. Η δε λαβή είναι στρογγύλη πως ράβδος, ής τα πέρατα μη ενούμενα εισέρχονται οξυνόμενα εις κατά μήκος οπήν του εξαρτήματος, και φέρει φακοειδή επί της κορυφής εξοίδησιν (Olym. Bronzen σελ.134, αριθ. 844-5. Αρχαιολογ. Δελτίον 1915 παράρτημα 24 εικών 16η. Ο χαλκός ανοικτός κυανούς.
6 (Εικ.21,2). Λαβή εκ κυρτής ως τόξον στρογγύλης ράβδου, ης τα πέρατα εκπλατυθέντα ήσαν προσκεκολλημένα επί της παρειάς αγγείου. Επί της κορυφής φέρει απόφυσιν σχήματος κολούρου κώνου ανεστραμμένου, τα δε άκρα εξογκούμενα και είτα εκπλατυνόμενα αποδίδουσι 2 την μορφήν ανθεμίου (Ol. Bronzen αριθ.916 ένθα η απόφυσις είναι κάθετος). Ο χαλκός ανοικτός κυανούς.
7 (Εικ.21,3,4). Δύο λαβαί εκ κρίκου μετά προσφυομένης βάσεως, ης τα άκρα εις εξέχοντας λεοντόποδας απολήγοντα προσεκολλώντο επί του σκεύους (Αρχ. Δελ. παρ.24 Εικ.24 ζ).
8 (μήκ. 0,092, πάχ. 0,055). Δύο κύλινδροι χωριζόμενοι δια δύο επικαρσίων αυλακώσεων εις τρία ομοιομόρφως ραβδωτά μέρη. Φέρουσιν εντομην κατά μήκος της μιας πλευράς και είναι εσωτερικώς κοίλοι πληρούμενοι δια λευκής μάζης. Αμφοτέρους διαπερά μικρά οπή κατά μήκος, δυο δε ήλοι διαπερώντες την μάζαν του κυλίνδρου εγκαρσίως προσήλουν αυτό προς ταύτην ο κύλινδρος προσεκολλάτο επί στρογγυλής προεξοχής του κρασπέδου του στομίου σκεύους επί της εντομής του κυλίνδρου εφαρμοζόμενης. Οι κύλινδροι έχουσι το σχήμα εξαρτημάτων μεγάλων κινητών λαβών ως της 5, αλλ' ούτοι έχουσι διακοσμητικόν απλώς σκοπόν παρεντιθέμενοι πολλάκις μεταξύ δύο πραγματικών εξαρτημάτων επί του κρασπέδου του στομίου αγγείου (Ol. Bronzen 135 αριθ. 848-51. Πβλ. Και το χαλκούν σκεύος του εν Αθήναις Έθν. Μουσ. 13790).
9. (μήκ. 0,132, πάχ. 0,04). Παρόμοιον σκοπόν πληρών κύλινδρος χωριζόμενος εις τρεις εγκαρσίους δίσκους μετά καθέτων κυματίων δια δύο εξοιδήσεων μετά αυλακώσεων φακοειδών. Εν φ οι προηγούμενοι ελάχιστα συστέλλονται εν τω μέσω, ούτος στενούται ισχυρότερον, φέρει δε επί της μιας πλευράς αβαθή εντομήν και είναι κοίλος πληρούμενος δια μάζης.
10. (Εικ.42 άνω δεξιά μ. 0,028). Παρόμοιος μικρός κύλινδρος στενούμενος εν τω μέσω και αποτετμη μένος την μίαν πλευράν προς εφαρμογήν και επικόλλησιν επί του σκεύους. Φέρει επικαρσίως κυμάτια και είναι πλήρης.
11. (Εικ.24,1,2,3,4· μήκ. 0,17). Αιχμή λόγχης σχήματος επιμήκους πυραμίδος, ης η βάσις έχει μορφήν κάλυκος εκφυόμενου εξ επικαρσίως ραβδωτού σωλήνος η αυλού. Κοίλη είναι και η αιχμή αλλά, ως δεικνύουσι άλλαι διασωθείσαι ακέραιοι, τμήμα της αποκρουσθείσης κορυφής ήτο πλήρες. Η άνω κορυφή του σωλήνος φέρει φακοειδή δακτύλιον συμβολίζοντα τον περιορίζοντα τον κάλυκα από ευρύνσεως εκ πιέσεως της αιχμής δεσμόν.
Εν τω σωλήνι ήτο εμπεπηγυία η ξύλινη ράβδος, το δόρυ. Το εγχος φέρει εγχάρακτον επιγραφήν, περί ης θα ομιλήσωμεν κατωτέρω (77).
Παρόμοια σχήματα ευρίσκονται και αλλαχού (Ol. Bronzen σ.173κέ. αριθ.1054. De Ridder- Bronzes de l’Acropole αριθ.277-80, 291 Εικ.63 σ.99).
12. (Εικ.25 μ. 0,143). Ο σωλήν ετέρας όμοιας αιχμής φέρων καθέτους ραβδώσεις (Ol. Bronzen σ.175-6 αριθ. 1051-52, 1057. De Ridder ε. ά. αριθ. 282-84. Jour, of Hel. St. 1892-93 VII, 52, σ.128).
13. (Εικ.26 μ. 0,178). Το κάτω μετάλλινον κάλυμμα του ξυλίνου δόρατος, το στυράκιον. Είναι σωλήν στενού μένος προς τα κάτω και μετά αυλακοειδους συστολής κατά το τέρμα, εξ ου αποφύεται πλήρης λεπτή αιχμή μετά κυρτού άκρου (Ol. Bronzen σ.177, αριθ.1003. De Ridder ε.ά. 299 Εικ.66).
14. (μ.0,052). Μικρόν θραύμα όπερ η προέρχεται εκ παρομοίου αλλά πλουσιώτερον εξειργασμένου στυρακίου, ου απετέλεσε την αιχμήν, ή ήτο το κάλυμμα ξύλινης τίνος ράβδου (01. Bronzen σ.177 αριθ. 1069, 1071).
Τα στυράκια ταυτα προέρχονται πιθανώς εκ δοράτων εχόντων την άνω περιγραφείσαν πυραμοειδή αιχμήν, αλλά τα κατωτέρω θα προέρχωνται εκ δοράτων μετά φύλλο μόφου εγχους (01.Bronzen σ,175 κέ.).
15. (μ.0,16). Στυράκιον εξ απλού σωλήνος και πυραμοειδους οξυνομένης κοίλης προεκτάσεως, ης η αιχμή ούσα άλλοτε πλήρης απεκρούσθη. Και τούτο φέρει επί της μιας πλευράς επιγραφήν, περί ης κατωτέρω (76. Πβλ. 01. Bronzen σ.176, αρ.1062 De Ridder αρ.307- 309 Εικ. 68).
16. (μ.0,155). Θραύμα αμφιστόμου και λεπτής φυλλομόρφου ίσως αιχμής λόγχης μετά προστύπου ορθογωνίου ράχεως.Είναι δυσχερές να καθορισθή αν είναι θραύσμα εγχους πραγματικώς η ξιφους (01. Bronzen σ.174 κέ. Δια την ομοίαν ράχιν αρ.1038).
17. (μ.0,102). Παχεία φυλλόμορφος αιχμή εκφυομένη εκ στρογγύλης ράβδου, ης εκατέρωθεν σχηματίζονται οίονει δύο εις οξύ λήγουσαι πτέρυγες πλαστικώς επί της ράχεως της αιχμής εν συνεχεία εκδηλούμεναι. Είναι πως το σχήμα των ακίδων τοξικών βελών, των επί ξύλινης ράβδου εμπηγνυμένων (Ol. Bronzen σ.178 αριθ. 1095). Επειδή έχομεν αλλαχού ευρεθείσας όλοχάλκους λόγχας (Bronzen σελ.175 αριθ. 1049), φρονώ ότι το τεμάχιον τούτο θα είναι θραύσμα ολοχάλκου λόγχης η ακοντίου αφιερωματικόν μόνον έχοντος ίσως σκοπόν και ουχί πραγματικόν. Το σχήμα της αιχμής παρεκκλίνει του γνωστού τύπου των λογχών, αλλά φαίνεται ότι υπήρχε και τούτο (Πολυδεύ. 5, 3. 21. Και επί νομίσματος εν Daremberg -Saglio, Diet III, 1 εν λ. Jaculum σελ.594 και σελ. 37, Εικ. 3725. Br. Mus. G. of Coins XVI, 1).
18 (Εικ.30 μήκ. 0,43). Χάλκους κανών φορητού ζυγού του γνωστού τύπου των Ρωμαϊκών χρόνων. Τα 2/3 του όλου μήκους κατέχει τετράγωνος εκ τριών μερών ηριθμημένη ράβδος, έφ’ ης δια κρίκου μετεκινείτο ο σταθμός. Το υπόλοιπον τμήμα φέρει εκ τριών διαφόρων σημείων, αντιστοίχων προς την μίαν ακμήν της ηριθμημένης πλευράς της ράβδου, συμπίεσιν μετά σχισμής εν τω μέσω διαπερωμένης υπό οπής. Δι’ ήλου διαπερώντος την τελευταίαν και εκατέρωθεν στερεουμένου εκρατείτο κρίκος εξ αλύσεως κρεμάμενος και εντός της σχισμής εισχωρών. Εκ της αλύσεως ανείχετο ο ζυγός υπό της χειρός του ζυγίζοντος, τα δε ζυγιστέα αντικείμενα ανηρτώντο επί αγκίστρων κρατουμένων υπό αλύσεων η παρομοίων εξαρτημάτων, εξηρτημενών δια κρίκου εκ της ενταύθα αυλακοειδους συστολής της ράβδου. Προκειμένου περί τριών διαφόρων σταθμίσεων εχρησιμοποιειτο εκάστοτε το εκ μιας συμπιέσεως εξαρτώμενον εξάρτημα (Ol. Bronzen σ.190 αριθ. 1199). Ηυρέθη εν τω ναώ Γ.
19 (Εικ.31,1 μ. 0,147). Κατασκεύασμα προς εξάρτησιν αντικειμένων εκ κρίκου, δυο ελασμάτων και αγκίστρου συγκείμενον. Είναι πιθανώς το εκ του άκρου του δευτέρου τμήματος ζυγού εξαρτώμενον εξάρτημα, ου το άγκιστρον ανείχε το ζυγιστέον αντικείμενον. Απεκαλύφθη εν τω ναώ Γ.
20 (Εικ.31,2 μ. 0,18). Παρεμφερές διμερές κατασκεύασμα, ου το άκρον του ετέρου μέρους ανέχει σταθερώς παχύν σιδηρούν κρίκον.
21 (Εικ.32 μ. 0,33). Κατασκευάσματα εξ αλύσεων και ελασμάτων συγκεί- μενα και ανέχοντα άγκιστρον. Είναι παρεμφερή ίσως προς τα εν 19 μέρη ζυγοί (Ol. Bronzen σ. 190 αριθ. 1200). Ηυρέθη εν τω ναώ Γ.
22 (μ. 0,071). Μικρός βους μεθ’ ικανής πραγματικότητος διαπεπλασμένος (Ol. Bronzen αριθ. 960).
23 (μ. 0,061). Μικρός αετός μετ’ αναπεπταμένων πτερύγων, ων αι λεπτομέρειαι εκδηλούνται δι' εγχαράκτων γραμμών.
24 (μ. 0,045). Μικραί προτομαί λεόντων επί των παρειών του σκεύους προσηλωθείσαι. Λείψανον του τοιχώματος του σκεύους εσώθη προσηλωμένον επί της οπισθίας όψεως της προτομής.
25 (Εικ.33 ύψους 0,067). Κωδωνίσκος μετά τεσσάρων αποφύσεων υπό την βάσιν και λαβής εκ λεπτού κυρτού ελάσματος επί της κορυφής προσκεκολλημένης. Επί της κορυφής υπάρχει και κάθετος οπή προς συγκόλλησιν του πλήκτρου. Τα παχέα τοιχώματα αποκλείοντα πάντα πραγματικόν προορισμόν υποδεικνύουσιν ότι μόνον αφιερωματικόν σκοπόν είχεν ο κώδων (Ol. Bronzen σ. 187 αρ. 1170 και αλλαχού).
26 (εικών 34· μ. 0,305). Στρογγύλον έλασμα κυματοειδους κυρτούμενον και το μεν εις ωραίον κάλυκα απολήγον, το δε εις οξύ προς έμπηξιν εις μέρος τι του σκεύους. Επί της κυρτής ράχεως υπάρχει απόφυσις δεικνύουσα ότι ενταύθα εφήπτετο ίσως έτερον μέρος του σκεύους.
27 (Εικ.35, 36). Δύο ψέλια εκ συσπειρουμένου ελλειψοειδους η στρογγύλου ελάσματος περατουμένου εις κεφαλάς όφεων (Ol. Bronzen σελ. 185, 1165).
28 (Εικ.37 μ. 0,037). Μεγάλη κεφαλή ήλου η περόνης (;) συγκειμένη εκ δίσκου ραβδωτού την περιφέρειαν και εκ καθέτου επ’ αυτού ελάσματος
διαπερώντος φακοειδή ραβδωτήν μάζαν. Κάτωθεν του δίσκου υπάρχει ετέρα σφαιροειδής απόφυσις. Παρόμοια ηυρέθησαν πολλαχού (Ol. Bronzen σ. 66. αριθ. 484-89 και αλλά).
29 (Εικ.38,2-5 μ. 0,088). Συσπειρούμενα ελλειψοειδή την τομήν ελάσματα εις οξύ απολήγοντα. Είναι λείψανα βοστρύχων κεφαλής, ων αι· τρίχες εξεδηλώθησαν δι’ εγχαράκτων λεπτών γραμμών επί της εξωτερικής πλευράς του ελάσματος (OL Bronzen αριθ.29).
30 (Εικ. 27,1,2). Δύο μέρη γιγγλύμων, διασώζοντα τους ηλούς, δι’ ων εστερεούντο επί κιβωτιδίων (μ. 0,058).
31 (Εικ.27,6 μ. 0,026). Αστραγάλιον (Ol. Bronzen σ.191).
32 (Εικ.27,8). Ελλειψοειδής την τομήν δακτύλιος μετ’ αποφύσεως εξειργασμένης ως το άκρον κλειδός. Ήτο κλειδίον μικρών κλείθρων, δ φερόμενον εν τω δακτύλω εφυλάσσετο ασφαλεστέρον (01. Bronzen σ. 190 αρ. 1206. Πρακ. Άρ. Έτ. 1914 σ.96 Εικ. 12,2).
33 (Εικ.27). Λείψανα σκευών (4, 5 και Εικ. 38 δεξιά), τα άκρα περιβλήματα (;) ράβδων (3, 9), δακτύλιος (7).
34 (Εικ.39,1 38,1 μ. 0,33). Τρία σπειροειδώς συμπλεκόμενα λεπτά στρογγύλα
35 (Εικ.39,2 μ. 0,13). Αποκρουσθείσα άνω στρογγυλή ράβδος μεθ’ επτά επαλλήλων οριζοντίων σειρών εκ τεσσάρων σταυροειδώς διατεταγμένων σκελών. το σκέλος εκάστου σταυρού αντιστοιχεί προς την μεταξύ δύο σκελών γωνίαν της υποκειμένης σειράς, περί δε έκαστον σκέλος περιελίσσεται λεπτόν έλασμα ανερχόμενον εν συνεχείς από της πρώτης μέχρι της τελευταίας σειράς. Υπό την πρώτην σειράν εκφύεται μικρά απόφυσις, τέρμα ίσως αποκοπείσης ράβδου η αποφύσεως καθέτως προς την ύπαρχουσαν προσκολληθείσης. Πρόκειται περί λειψάνου σκεύους η επίπλου10.
36 (Εικ.40,1,2· μ. 0,146). Σχαλίς, όργανον δηλαδή προς πλοκήν δικτύων, ου τα άκρα διχαζόμενα αποτελούσι δύο αποκλίνοντας και είτα συγκλίνοντας βραχίονας (Ol. Bronzen σ.182, 1130).
37 (Εικ.40,3,4). Λείψανα ωτογλυφίδων η σχετικών καλλωπιστικών αντικειμενών (Bronzen, σ.181, αριθ. 1111-18) και μήλαι προς επάλειψιν η σχετικά (Εικ.41 τα δυο εν δεξιώ μ. 0,114 και 0,152. Ol. Bronzen αριθ. 1114-22).
38 (Εικ.40,5,7,9,10). Βελόναι (01. Bronzen σ.182 αριθ. 1128-9).
39 (Εικ.40,6,8). Κοιναί περόναι πιθανώς (Άρχαιολογ. Δελτ. 1914 παρ.32 Εικ.88β).
40 (Εικ.40). Αγκιστρα (δεξιά) και χάλκους κοχλίας (δεξιά άνω). 41
41 (Εικ.40 άνω εν τω μέσω). Θραύμα πιθανώς πόρπης (Ol. Bronzen σ. 188, αριθ. 1186).
τα μικρά ταύτα αντικείμενα είναι ίσως και αφιερώματα, αλλά και εις πραγματικήν χρήσιν θα εχρησιμοποιούντο, απολεσθέντα δε εν τω ιερω ανευρέθησαν παρ’ ημών.
42 (Εικ. 42 μ. 0,108). Τετράπλευρος βάσις αγαλματίου μετά δύο επιμήκων οπών προς στερέωσιν των ποδών τούτου. Είναι λεπτόν έλασμα, ου τα κράσπεδα γωνιωθέντα εσχημάτισαν τας καθέτους πλευράς της βάσεως μετά τεσσάρων στηριγμάτων κατά τας γωνίας (Πβλ. Και την παρομοίαν εν τω Εθνικώ Μουσείω βάσιν 6948).
43 (Εικ.43 δ. 0,09). Δισκοειδής βάσις αγαλματίου μετά δύο οπών προς στερέωσιν των ποδών τούτου.
44 (Εικ. 44). Ήλοι διάφοροι.
ΣΙΔΗΡΑ
Πλην των χαλκών λογχών η ξιφών υπήρχον εν τω ναώ Β και πλείστα όπλα και αλλά σιδηρά αντικείμενα, αλλ' εκ της φύσεως του μετάλλου υφισταμένου την ολέθριαν επίδρασιν της οξειδώσεως περιεσώθησαν μόνον πολλά διαβεβρωμένα θραύματα, εξ ων απεικονίσαμεν τα διαφυλάξαντα την προτέραν μορφήν η ίχνη οπωσδήποτε αυτής (πβλ. και Ol. Bron/en σ.173).
45. Εκ της οξιδιόσεως και διαβρώσεως καθίσταται δυσχερές να ορισθή ακριβώς αν ταύτα είναι πάντα ξίφη ή λόγχαι.
Έχουσι συνήθως την αμφίστομον λεπτήν αιχμήν των επιμήκων φύλλο μορφών χαλκών λογχών μετ’ ελαφρώς εξωγκωμένης ράχεως.
Τινές (3) απολήγουσι κατά το αντίθετον προς την αιχμήν άκρον εις σωλήνα, άλλαι δε (7) εις πλήρη ράβδον. Αι τελευταίαι θα είχον αντί του ξυλίνου δόρατος ολοσίδηρον ράβδον, δηλαδή αιχμήν, δόρυ και στυράκιον εξ ενός τεμαχίου σιδήρου.
Διότι ηυρέθησαν μετ’ αυτών και πολλά τμήματα πλήρων ράβδων, άτινά έχοντα ικανόν μήκος θα είναι ασφαλώς θραύματα σιδηρών δοράτων του είδους 7.
τα απολήγοντα εις σωλήνα τεμάχια θα εδέχοντο, ως αι χαλκαί λόγχαι ξύλινον δόρυ. Δυνατόν όμως ταύτα να είναι και θραύματα ξιφών. Διότι τα δύο τεμάχια 2 και 4 (κάτω), διακρινόμενα σαφώς ως τμήματα λαβών ξίφους έχουσι το μεταξύ της κυρίως λαβής και του ξίφους τμήμα σωληνοειδές.
Το ξίφος 4 θα είχε λαβήν παραμοίαν προς την εξ Ολυμπίας αριθ.1098 (Ol. Bronzen σ.179), διότι διασώζει το προς την λαβήν διασταυρούμενον εγκάρσιον σκέλος και τμήμα σωλήνος υπό τούτο. Η δε λαβή του ξίφους η, εγχειριδίου 2 φαίνεται οτι ήτο παρομοία προς την εκ του αυτού τύπου 533 η προς την χαλκήν λαβήν 529-532 (01. Bronzen σ.73), αιτινές πλατυνθείσαι δια σφυρηλατήσεως επενεδύθησαν δια δύο τεμαχίων οστού η ξύλου προσηλωθέντων εκατέρωθεν της λαβής. Λείψανον τοιαύτης λαβής μετά προσηλωμένου έτι οστού ηυρέθη μετά των άλλων σιδηρών ευρημάτων.
Οι σωλήνες των ξιφών η λογχών παρήχθησαν δια σφυρηλατήσεως του υπό την αιχμήν τμήματος σιδήρου μέχρι συμπιέσεως και εκπλατύνσεως αυτού εις ευθύ έλασμα και κυρτώσεως είτα τούτου μέχρι ενώσεων απλώς των άκρων η και συγκολλήσεως. Πλείστα δε θραύματα των σωλήνων τούτων ανευρέθησαν ομού.
Το τεμάχιον 1 παρεκκλίνει της συνήθους μορφής, ον στενόν, οξύ και μετά ράχεως ικανώς εξεχούσης. Έχει πως μορφήν εγχειριδίου.
46 (μήκ. 0,448). Μακρά μονόστομος μάχαιρα μετά παχείας ολίγον και ελάχιστα κυρτής ραχίδος και καμπυλοειδους πως τομέως. Είναι τεθραυμένη εν τω μέσω και απεκρούσθησαν η αιχμή και η λαβή (πβλ. και 01. Bronzen σ.178,1099).
47 (μήκ. 0,25). Τεθραυμένη εις δύο τεμάχια σκαπάνη. Ο τομεύς, ου η λέπτυνσις και εκπλάτυνσις άρχεται από της εν τω μέσω περίπου ελλειψοειδους οπής είναι κάθετος προς την διευθύνσιν της ράβδου, αι δε πλευραί συγκλίνουσαι από του τομέως καμπυλοειδώς απολήγουσιν εις το υπεράνω της ράβδου, λεπτόν πως και πεπλα τυσμένον έτερον άκρον, σχημάτισαν ίσως δεύτερον τομέα κατ αντίθετον διεύθυνσιν. Η άνω άκρα απεκρούσθη.
48 (μήκ. 0,365). Μονόστομος οξύτατος πέλεκυς η αξίνη. Τα δύο εκατέρωθεν της οπής άκρα σχηματίζουσι την προς την ράβδον εσωτερικήν πλευράν ως συνεχή προς τα έσω κυρτούμενον γραμμήν, η δ’ αντίστοιχος πλευρά αποκλίνουσα ολίγον εκ των άνω ακολουθεί την αυτήν κύρτωσιν μέχρι της οπής, εντεύθεν παρεκκλίνουσα ζωηρώς σχηματίζει την ωσαύτως αλλά λίαν κυρτήν ράχιν του πεπλατυσμένου τομέως έχοντος την διευθύνσιν της ράβδου. Το άνω μέρος είναι ορθογώνιον την τομήν, πλατύτερον κατά την αντίθετον προς τον τομέα διευθύνσιν και εις οξύ πως και αυτό απολήγον. Ηυρέθη μετά χαλκού λέβητος παρά μεταγενέστερον κτίσμα μεταξύ των ναών A και Γ.
Πλην των ανωτέρω περιγραφέντων ανευρέθησαν και πλείστα παραμεμορφωμένα λείψανα ετέρων σιδηρών αντικειμένων άγνωστου πλέον μορφής, και πολλοί ήλοι, σύνδεσμός τις σχήματος I-I (2) μέρος γιγγλίμου (1), οχεύς (3) και διάφορα αλλά λείψανα σκευών.
ΠΗΛΙΝΑ
49 (Εικ.48,1 παρενθ. πιν.3 υψ. 0,06). το από του στήθους μέρος χειροποιήτου αρχαϊκωτάτου ειδωλίου μετά διεστηκότων ως προς ίππευσιν σκελών. Ο πηλός είναι υπέρυθρος μετ’ ίχνους μέλανος χρίσματος επ' αυτού (Ol. Bronzen σ.43 ο αριθ.279 ομοιάζει πως, το 277 σώζει ίχνη του χρίσματος. Annual Br. Sc. Ath.1907-8 σ.53 Εικ.2e).
50 (Εικ.48,2 παρενθ. πιν.3 υψ. 0.063). Όμοιας τέχνης γυναικείον ειδώλιον εικονιζόμενον μετά χιτώνος πιθανώς και προτεταμένων των βραχιόνων. Ίχνη βαθέος ερυθρού χρώματος (Annual Br. Sc. Ath. ε.α. σ.50 Εικ.1g, σ.53 Εικ.2f, 1908-9 σ.122 Εικ.4,62).
51 (Εικ.48,3 παρενθ. πιν.3 μήκ. 0,09). Μικρός βους όμοιας τέχνης αποκεκρουσμενούς έχων τους οπισθίους πόδας και την ουράν. Κίτρινον γάνωμα επί του πηλού, μετά λεπτομερειών εκδηλωθεισών δια μέλανος χρώματος. Τούτου σώζονται ίχνη επί του αριστερού εμπρόσθιου και επί του οπισθίου δεξιού ποδός, επί δε της κεφαλής οι οφθαλμοί και τα κέρατα ήσαν δια του αυτού χρώματος γεγραμμένοι (Ol. Bronzen αριθ.278. Annual Br. Sc. Ath. ε.α. 1907- 8 σ.50 Εικ.1a). Η ποιότης του πηλού και η διάταξις των χρωμάτων του τελευταίου, ίσως δε και των πρώτων, είναι ανάλογα προς την τεχνικήν εξεργασίαν των από του Η η Ζ αιώνος Λακωνικών η Κυρηναϊκών 3 λεγομένων αγγείων, των φερόντων επί του υποκίτρινου γανώματος την δια των ειρημενών χρωμάτων διακόσμησιν.
52 (εικ.49,1,2 παρενθ. πιν 3 ύψος 0,095). Δύο βούκρανα μετά δύο οπών άνω προς ανάρτησιν. του δευτέρου απεκρούσθησαν τα κέρατα μετά του άνω μέρους του κρανίου και τα ώτα. εσωτερικώς είναι κοίλα, ο δε πηλός υποκίτρινος μετ’ ίχνους εξαλειφθείσης εγχρώμου διακοσμήσεως. Χαρακτηριστική είναι η άμορφος διάπλασις των κεράτων και η πολύ ταπεινή θέσις των ώτων. ηυρέθησαν μετά των 49,50 ΒΑ. Του ναού Β παρά τον βόθρον, φαίνονται δε της αυτής προς τούτο τέχνης έχοντα ομοιότητά τινά προς τα εκ της Όρθείας Αρτέμιδος βούκρανα και τεχνικήν αναλογίαν προς τας αυτόθι ευρεθείσας πηλίνας προσωπίδας.
53 (Εικ.50,3,4). Δύο εκ των γνωστών πολλαχού ανευρισκομένων πήλινων πυραμίδων μετ’ οπής άνω προς ανάρτησιν. Το δεύτερον φέρει και δύο καθέτους εγχαράκτους γραμμάς. Περί της σημασίας των αφιερωμάτων τούτων πολλά εγράφησαν άνευ επίτεύξεως ικανοποιητικής ερμηνείας. Εκ πασών τούτων θεωρώ και εγώ ως μάλλον απορριπτέαν την παλαιοτέραν ερμηνείαν, καθ ην αι πυραμίδες εθεωρήθησαν σταθμά (Ol. Bronzen σ.206 αριθ.1331). Διότι ουδεμίαν παρουσιάζουσιν αύται αναλογίαν βάρους προς αλλήλας και προς μετρικόν τινά κανόνα (Wald- stein The Arg. Heraeiun σ. 15, σημ. 10 και σ. 43 αριθ. 283-84 Εικ.89, 90, ένθα χαρακτηρίζονται ως βάρη ιστού. Pottier- Reinach Necropole de Myrina σ. 248, όπου θεωρούνται δίπυρα).
54 (Εικ. 50,2). Κύλινδρος συνεσταλμένος εν τω μέσω (Ol. Bronzen σ.206 αριθ.1330, και ανάλογα σχήματα 1327- 29). Όμοια ευρίσκονται και λίθινα (πβλ. αριθ.7253 Εθν. Μουσ.
Αθηνών). Η σημασία άγνωστος11.
55. Μικρόν τεμάχιον (Εικ.50,1) ομοιάζων προς χειροποίητον άμορφον πόδα. Αφιέρωμα η απολεσθέν τεμάχιον παιδιάς. Ναϊδιόμορφον τεθραυμένον αφιέρωμα και τεθραυμέναι λυχνίαι, σφονδύλια και καλύμματα πίθων.
ΑΓΓΕΙΑ
56 (Εικ.51,1). Μικρός αρύβαλλος εκ των χαρακτηριζόμενων υπό των Άγγλων ως ανατολιζόντων (Animal Br. Sc.Ath. ε.ά. 1906-7 σ.129 A, Εικ. 7α). Ο πηλός είναι ερυθρωπός και το γάνωμα βαθύ κυανούν. Επί του χείλους του στομίου προσετέθη βαθύ ερυθρόν χρώμα, επί δε της κοιλίας διασώζεται ταινία του αυτού χρώματος. Μετά τούτου ηυρέθη και θραύμα όμοιου αρυβάλλου, ου ο πηλός είναι φαιόχρους. Είναι τα μιμούμενα το στιλπνόν βαθύ χρώμα των χαλκών μικρά αγγεία, ευρισκόμενα και εν Σπάρτη και εν Γυθείω και αλλαχού (Annual σ.129, σημ 1, 2), αναγόμενα δε εις την από του Η εις τον Ζ αιώνα πιθανώς περίοδον.
57 (Εικ.51,7). Μικρόν αποκεκρουσμένον άνω αγγείον σχήματός πως ταπεινού αρυβάλλου. Ο πηλός είναι ερυθρωπός, το δε γάνωμα υπόλευκον, έφ’ ου γραμμική επί των ώμων και της κοιλίας διακόσμησις δια μελανός και βαθέος ερυθρού χρώματος. Φαίνεται εκ των μεταγενεστέρων Λακωνικών.
58 (Εικ.51,3). Μικρός αρύβαλλος μετά εκτύπου βάσεως, άνω δε ολίγον αποκεκρουσμένος. Ο πηλός είναι μάλλον ωχρός πράσινος η κίτρινος μετά υποκίτρινου γανώματος. Επί του χείλους ύπαρχουσι συγκεντρικοί κύκλοι μελάνες και ερυθρωποί πως, επί δε της λαβής διασταυρούμεναι ως X γραμμαί εντός πλαισίου και επί των ώμων και παρά την βάσιν ταινίαι εκ του αυτού χρώματος. Επί του πυθμένος είναι κύκλος εκ στιγμών περί δύο ετέρους γραμμικούς περιέχοντας στρογγύλας κηλίδας, εντός δε τούτων κεντρική κηλίς περιβαλλομένη υπό στιγμών. Το κόσμημα τούτο απαντάται επί των Λακωνικών της Όρθείας Αρτέμιδος και του Μενελαίου αγγείων, επί των παρειών δηλαδή του σκεύους ύπαρχουσι δύο γραμμαι περιέχουσαι κηλίδας περιεχόμεναι και αυταί υπό δύο ετέρων εκ στιγμών γραμμών (Annual Br. Sc. Ath. 1908-9 σ.23 Εικ.1[I], σ.155 Εικ.18α)
59 Θραύμα (Εικ.51,5) όμοιου αρυβάλλου μετά διακοσμήσεως εκ τετραγωνιδίων εν τω πυθμένι, όμοιας προς αλλάς επί των λακωνικών της Σπάρτης απαντώσας (Annual 1907-8 σ.82 Εικ.7d, σ.42 Εικ.8η).
60 (Εικ.51,9). Θραύμα φιάλης η κύλικος εξ ανοικτού ερυθρωπού πηλού μετά υποκίτρινου γανώματος έξω, μελανός δε έσω. Παρά την βάσιν εγράφησαν ταινίαι περιέχουσαι ακτινοειδώς αποκλίνοντα λεπτά φύλλα. Η εξωτερική διακόσμησις είναι γεγραμμένη δι' αποχρώσεως μέλανος και ιώδους. Πλην των πολλών εκ Σπάρτης ηυρέθησαν των αυτών αγγείων λείψανα και αλλαχού (Ol. Bronzen, σ.202 αριθ. 1302. Furtwängler, Aegina σ.457 αρ.246 πιν.128,24 129,1).
Οι αρύβαλλοι 58,59 και το θραύμα 60 έχουσιν ως βάσιν την ιδιάζουσαν τοις εν τω ιερώ της Όρθείας Αρτέμιδος εν Σπάρτη και αλλαχού ανακαλυφθείσιν αγγείοις τεχνοτροπίαν, δηλαδή την επί υπολεύκου η υποκίτρινου εδαφούς διακόσμησιν. Τα αγγεία της τεχνοτροπίας ταύτης είναι άφθονα εν Σπάρτη και δια τον λόγον τούτον εκρίθησαν άξια και της ονομασίας των Λακωνικών, εθεωρήθη δε και η Σπάρτη το μοναδικόν κέντρον κατασκευής αυτών. Η γνώμη αύτη (Annual ε.α.) στηρίζεται επί παραγνωρίσεως της πραγματικής δυνάμεως του κατά τους χρόνους εκείνους Λακωνικού εργαστηρίου, αλλά και επί της μη, ως φρονώ, συστηματικής εξερευνήσεως της εν τω Μουσείω της Σπάρτης ατακτοποιήτου εισέτι μεγάλης παρακαταθήκης.
Εν Σπάρτη εις μόνος αρύβαλλος ηυρέθη της τεχνοτροπίας και του σχήματος των ημετέρων, αλλά εν τω Μενελαίω. Όμοιος μέχρι της ταινιόμορφου παχείας λαβής προς τον ημέτερον, πλην της εκτύπου βάσεως, ήτις ελλείπει εν εκείνο), διαφέρει όμως κατά την πλουσιωτέραν διακόσμησιν και κατά την αβεβαιοτέραν εν γένει εκτέλεσιν (Annual 1908-9 σ.155 Εικ.18α), ήτις είναι η χαρακτηρίζουσα την Λακωνικήν κεραμευτικήν και πάσαν εν γένει Λακωνικήν τεχνικήν παραγωγήν. Τα μικρά ταύτα αγγεία μιμούνται άσφαλώς τα γνήσια πρωτοκορινθιακά, αλλά δεν δύνανται να αποδώσωσι την λεπτήν κατασκευήν και την ελαφρότητα αυτών. Και επειδή η επίδρασις της Κορίνθου δεν ήτο δυνατόν να περιορισθή εν μόνω τω Λακωνικω εργαστηρίω, φρονώ ότι πανταχού κατεσκευάσθησαν αγγεία έχοντα ως βάσιν την πρωτοκορινθιακήν τεχνοτροπίαν και επίδρασιν (Furtwängler, Aegina σ. 448).
Τα εκ Λογγάς αγγεία θα κατεσκευάσθησαν επί τόπου, διότι ενταύθα που ύπαρχουσιν από χρόνων αμνημονεύτων πλείστα κεραμεία, ηυρέθησαν δε και λείψανα αρχαίων τοιούτων παρά το προς νότον χωρίον Βουνάρια.
61 (Εικ.51,4). Μικροσκοπικός αρύβαλλος, μετά τριών λευκών οριζοντίων γραμμών επί μελανός γανώματος. Ο πηλός είναι ερυθρός. Κατασκευή μεταγενεστέρων χρόνων.
62 (εικ.51,2,6,). Αρύβαλλοι έχοντες απλούν μέλαν γάνωμα επί ερυθρωπού πηλού. Ο πρώτος ηυρέθη εις τεμάχια.
63 (Εικ.51,8). της αυτής τεχνοτροπίας μόνωτος κύαθος μετά στιλπνού μελανός γανώματος. Η λαβή απεκρούσθη μετά μέρους του χείλους.
Πλην των αγγείων τούτων ανευρέθησαν άπειρα μικροσκοπικά θρύμματα αγγείων μετά μέλανος γανώματος, αλλά δε άνευ γανώματος, τινά δε και εκ της κατηγορίας των Λακωνικών και αλλά μετά εγχαράκτου φυτομόρφου διακοσμήσεως νεωτέρων χρόνων.
ΧΑΛΚΑ ΑΓΑΛΜΑΤΙΑ
64 (Εικ.52,1,2,3 παρενθ. πιν.4). Κουρίδιον αρχαϊκώτατον, ου απεκρούσθησαν οι άκροι πόδες και μέρος του αριστερού πήχεως. Εδράζεται ως συνήθως επ’ αμφοτέρων των ποδών και δι΄ολοκλήρου του πέλματος προτείνον ολίγον τον αριστερόν, τας δε χείρας καμπτομένας εν τω άγκώνι φέρει έμπροσθεν, υψηλότερον την αριστεράν. Η κόμη κατέρχεται όπισθεν εις συνεχή μάζαν, εξ ης αποχωρίζονται κάτωθεν των ώτων ανά δύο βόστρυχοι, πίπτοντες έμπροσθεν μέχρι των μαστών, και έτερος μικρός προ των ώτων καταπίπτων, υπέρ δε το μέτωπον απολήγει εις ελαφρών εξόγκωσιν. Αι τρίχες εκδηλούνται δι' εγχαράκτων από του εξογκώματος κατά μήκος γραμμών και εγκαρσίων αβαθών αυλακώσεων, δι’ αυλακώσεων δε επί των βοστρύχων, και επί του εξογκώματος δι' αποκλινουσών από του κέντρου εγχαράκτων γραμμών.
Οι οφθαλμοί είναι αβαθείς και ανόμοιοι, αλλ' η περί αυτούς περιοχή πλησιάζει πως προς την πραγματικήν διαμόρφωσιν, εξεδηλώθησαν δε δι' εγχαράκτων κύκλων και αι κόραι.
Τα χείλη είναι ισχυρά και συνηνωμένα, η δε σχισμή του στόματος ευθεία, εξ ου ελλείπει το χαρακτηριστικόν μειδίαμα. Η ρις είναι άκαμπτος και σκληρά, μίαν γραμμήν μετά του μετώπου αποτελούσα, η προσωπική γωνία λίαν αμβλεία, ο πώγων οξύς και προτεταμένος, το περίγραμμα του κρανίου γωνιώδες και το πρόσωπον πλατύ και στενούμενον προς τα κάτω. Η οσφύς δυσανάλογος προς τα άνω κείμενη είναι υπερβολικώς συνεσταλμένη, ούσα και του πλάτους του προσώπου στενωτέρα, τα δε ισχία και οι γλουτοί ίκανώς προτεταμένοι.
Η από του λαιμού γραμμή του στήθους εξήλθεν ήδη της πρωτογενούς ευθυγραμμίας κυρτουμένη αρκούντως κατά την μαστοφόρον χώραν, ίνα εντεύθεν όμως ευθυγράμμως σχεδόν κατέλθη μέχρι της περί την κοιλίαν περιοχής. οι μαζικοί μυς εξεδηλώθησαν πως πλαστικώς, αι δε θηλαί δια κύκλων εκ στιγμών, και δι’ αυλακώσεων το πλευρικόν τόξον και η λευκή γραμμή μετά τριών επικαρσίων εγγραφών. Μικρά κοιλότης εκδηλοί τον ομφαλόν, και ανομοίως κυρταί γωνιώδεις αυλακώσεις την υπό την κοιλίαν μετάβασιν προς τους μηρούς, τον κενεώνα.
Η γραμμή της ράχεως διαγράφει υπερβολικώς κυρτόν περίγραμμα, αλλ' είναι εντελώς επίπεδος επιφάνεια άνευ ουδεμιάς ανατομικής εκδηλώσεως. Επίπεδος είναι και η πλαγία επιφάνεια των μηρών, των παρειών, γωνιώδης δε το πλείστον πάσα από επιφάνειας εις ετέραν μετάβασις. Εκ των πλαγίων ορώμενον το σώμα είναι ως πεπιεσμένον και η μεγίστη εγκαρσίαν έκτασις αυτού είναι ελάσσων της υπερβολικώς μεγάλης και δυσειδους κεφαλής. Ο χαλκός είναι εξωτερικώς βαθύς πράσινος, αλλά μικρά τις οξίδωσις μετέβαλε κατά τι το χρώμα και έφθειρεν ολίγον την επιδερμίδα.
Η υπέρ το μέτωπον διάπλασις της κόμης υπομιμνήσκει πως τον Μοσχοφύρον της Ακροπόλεως (Λεονάρδος, Μνημεία της Έλλ. σ.49-50 πιν.13, 13Α, ΑΕ 1895 σ.75 πιν. 6), οι δε επί του στήθους καταπίπτοντες και αποκλίνοντες δύο βόστρυχοι το εν τω Έθ. Μουσείω χαλκούν αγαλμάτιον 7467 (De Ridder, Bronzes d. 1. s. arch. σ.156 αριθ. 861. Stais, marbres et bronzes σ.257). Ο επί της παρειάς βόστρυχος απαντά και επί του εκ Δελφών χαλκού αγαλματίου 1663 (Fouilles, d. D. Ε πιν. /V σ.35, αριθ.39. Reinach, rep.d.1. st. Γ σ.24,1. Deonna, 1. Ap. arch. σ.27, αριθ.87, και επί τίνος εκ Δελφών κούρου (Deonna ε.α. σ. 163 αριθ. 36 Εικ. 46), η δε ελάχιστα στενουμένη όπισθεν κόμη επί του εν τω Έθν. Μουσ. Αθηνών 7533 (De Ridder έ.ά. σ.145 αριθ.820. Deonna ε.α. σ.269 Εικ.189- 190) και αι εγκάρσιοι ραβδώσεις των βοστρύχων επί του αυτού και επί του εκ της Ακροπόλεως χαλκού αγαλματίου 6588 (Έθν. Μουσ. De Ridder ε.α. σ.250 αριθ.705. Deonna ε.α. σ.276 αριθ.79 Εικ. 187-88).
Ομοίαν στάσιν των χειρών έχει και χαλκούν αγαλμάτιον εν Παρισίοις (Babelon -Blanchet, Cat. d. bronzes d.1. bibl. nat. 44 αριθ.96. Και το 922, σ.406 περίπου. Πβλ. Και De Ridder ε. ά. πιν.A1 σ.267 αριθ.737).
Εκ της επί επιπέδου επιφάνειας εγχαράκτου κατενώπιον μορφής προέκυψεν η ήρεμος κατενώπιον πλαστική μορφή έχουσα τους πόδας συνηνωμενούς και τας χείρας επί του σώματος καθηκούσας. Βαθμηδόν αι χείρες αποσπώνται του σώματος καμπτόμενοι επί μαλλάν εν τω αγκώνα μέχρι της ορθής γωνίας, οι δε πόδες αποχωρίζονται, του αριστερού φερομένου σταθερώς προς τα εμπρός.
Παρά την φυσιολογικήν ταύτην ανέλιξιν είναι δυνατόν τεχνίται τινές νεώτεροι να ενέμειναν πλέον ή άλλοι προσηλωμένοι προς την αρχαϊκωτέραν έξιν, εκ τούτου δε δεν πρέπει να λαμβάνηται ως βάσις χρονολογήσεως μόνον η στάσις των χειρών. Διότι εν τοις χαλκοίς η από του σώματος απόστασις των χειρών και η κάμψις είναι ευχερεστέρα ένεκα της υπό του μετάλλου παρεχομένης μείζονος ελευθερίας και της διαφόρου τεχνικής βάσεως. Η δε απόσπασις αύτη εξικνείται πολλάκις ως εν τω προκειμένω αγαλματίω μέχρι υπερβολής, καταλείπουσα χάσμα τι υπό τας μασχάλας.
Η ως άνω κάμψις των χειρών είναι αντανάκλασις πάντως ενός επί τα πρόσω σταθμού της τέχνης, είναι δε η στάσις περίπου του υπό του Τεκταίου και του Αγγελίωνος τοις Δηλίοις κατασκευασθέντος Απόλλωνος (Παυσαν.9, 35, 3), ην και τήρησε πως βραδύτερον και ο Κάναχος εν τω Μιλησίω και τω Ισμηνίω Απόλλωνι (Παυσαν.9, 10, 2). Η κίνησις όμως προς ζωηροτέραν διάπλασιν της πλαστικής μορφής θα ήρχισεν και προ των δύο πρώτων τεχνιτών , αλλά θα έλαβεν υπό τούτων την σταθεράν προς ευρυτέραν διάδοσιν μορφήν. Κατά ταύτα το χαλκούν ημών αγαλμάτιον δύναται και προγενέστερον να είναι του Ληλίου Απόλλωνος αναγόμενον πάντως εις το δεύτερον τέταρτον του F αιώνος.
Εάν ως βάσιν προς καθορισμόν της προελεύσεως των αρχαϊκών κούρων λάβω μεν τον εκ Δελφών τυπον του Πολυμήδους, ουδέν έτερον η ελάχιστα δένονται να κατάταχθώσι τω εργαστηρίω της Πελοποννήσου. Δεν είναι όμως πάντα τα εκ της Πελοπόννησου έργα όμοια προς τον κούρον τούτον ειμή εν ταίς γενικωτάταις αρχαίς, διαφέρουσι δε κατά τα αλλά πολύ. Το δε ημέτερον ουδεμίαν έχει προς τούτο ομοιότητα, αλλ' έχει αναλογίας τινάς προς τα εκ Κερκύρας πώρινα (ΠΑΕ1911, 164 κέ.)· η από του πώγωνος μέχρι της κορυφής της κεφαλής απόστασις περιέχεται δίς εν τη από του πώγωνος μέχρι της ήβης αποστάσει (πβλ. Δία της γιγαντομαχίας και τα αλλά εν ΠΑΕ σ.167 Εικ.2), δηλαδή η του άνω ημίσεως του σώματος διαμόρφωσις είναι εν αμφοτέροις δυσαναλόγως μικρά.
Προς τον γίγαντα δε της γιγαντομαχίας ομοιάζει πως και κατά το στενούμενον προς τα κάτω ως τρίγωνον πρόσωπον. Τούτο δε παρατηρείται και εν οστείνοις τισί της Σπάρτης τοις μαρτυρούσιν επίδρασιν τινά της Αίγυπτου (Annual Br. Sc. Ath. 1906-7 σ.106 Εικ.32. Αρχ. Εφ. 1914 σ.27 Εικ.11 και 27).
Εκ πάντων των λόγων τούτων νομίζω ότι δεν πρέπει να αναζητήσωμεν τον τόπον της κατασκευής του αγαλματίου πέραν της Πελοπόννησου.
Η πλαστική διαμόρφωσις ει και εισέτι ξηρά και άκαμπτος είναι μάλλον ανεπτυγμένη της του προηγουμένου, μάλιστα του προσώπου, των βραχιόνων και των δακτύλων, η δε οσφύς μάλλον διεσταλμένη και τα ισχία ήττον προβεβλημένα.
Οι οφθαλμοί είναι έτι αβαθείς, αλλά τα βλέφαρα αρκούντως ανεπτυγμένα, η δε περί αυτά και περί την ρίνα περιοχή διαμορφούται απαλώς ήδη και άληθεστερον. Αι κόραι εξεδηλώθησαν δια κύκλων, διαφαίνεται δε και η εγκανθίς.
Τα χείλη ανασπώνται κατά τα άκρα, προκαλουμένου του χαρακτηριστικού μειδιάματος, αλλά δεν κλείονται εντελώς, το δε σιαγόνιον είναι απαλόν και ελάχιστα προβεβλημένον και, επειδή φέρει γένειον, φαίνεται οξύ πως. Aί τρίχες του γενείου και του μικρού επί του άνω χείλους μύστακος εδηλώθησαν δι’ εγχαράκτων λεπτών γραμμών, καθέτων πως εν τω πρώτω, αποκλινουσών από του κέντρου εν τω δευτέρω.
Έχει μακράν κόμην πίπτουσαν όπισθεν εις μάζαν και χωριζομένην κατ’ αποστάσεις δια διπλών κατά μήκος εγχαράκτων γραμμών προς εκδήλωσιν των τριχών η των βοστρύχων.
Το κράνος καλύπτει τας παρειάς μέχρι των χαλινών των χειλέων, και την ράχιν της ρινός, καταλείπον ελευθέραν την περί τους οφθαλμούς περιοχήν και άνοιγμα περί το στόμα στενούμενον προς τα κάτω. Το κράσπεδον περιθέει εγχάρακτος γραμμή, επί δε της κορυφής εκφύεται από της γραμμής του μετώπου μέχρι που του κατ’ ινίον οστού διμερής βάσις προς στερέωσιν του λόφου, ης το κάτω μέρος κοσμείται δια ζητοειδών, το δε άνω δια σειράς τριγωνοειδώς ενουμένων εγχαράκτων γραμμών. Αι δε τρίχες του λόφου εξεδηλώθησαν δι’ εγχαράκτων γραμμών ακτινοειδώς αποκλινουσών επί της βάσεως και εντεύθεν στρεφομένων προς τα κάτω, της μάζης του λόφου σμικρυνομένης βαθμηδόν μέχρι της ράχεως.
Ο θώραξ νοείται εκ του οπισθίου και του εμπρόσθιου τμήματος, των γυάλων, προσαρμοζομένων κατά τα πλευρά και επί των ώμων και συναπτομένων δι’ οχέων και περονών (Παυσαν.10, 26, 5. Ol. Bronzen σ.153 κέ. αριθ.979-84). της λεπτομέρειας ταύτης ουδέν εν τω αγαλματίω διακρίνεται επί των πλαγίων, μόνον επί των ώμων επικάθηται το οπίσθιον μέρος επί του προσθίου, προσενούμενα δ' ήλου εις εκδήλωσιν της νοουμένης δια περόνης και οχέων προσαρμογής.
Το οπίσθιον τμήμα του θώρακος είναι απλούν, κεκοσμημένον δε το έμπροσθεν, αμφότερα δε ακολουθούσι την διαμόρφωσιν του σώματος. Απλή εγχάρακτος γραμμή περιθέει το τέρμα του προσθίου τμήματος και το κατά τους βραχίονας κράσπεδον του οπισθίου, διπλή δε το του προσθίου και περί τον τράχηλον τέρμα.
Υπό τας μασχάλας αρχόμεναι περιελίσσονται έμπροσθεν περί τους μαζικούς μυς δύο έλικες δια πλαστικής γραμμής εκδηλωθείσαι. Κάτωθεν των ελίκων τούτων παχεία κυρτή πλαστική γραμμή περιεχομένη υπό δύο λεπτοτέρων ακολουθεί το πλευρικόν τόξον, τερματιζομένη εκατέρωθεν σπειροειδώς. Τρεις δε επαλληλοι αυλακώσεις εντός του τόξου τούτου εκδηλούσι τας εγγραφάς και μικρά προστυπος κυκλική έξοχή τον ομφαλόν. Την οσφύν περιθέει έμπροσθεν λεπτή προστυπος γραμμή. Υπό τον θώρακα φορεί βραχύν αχειρίδωτον χιτώνα απολήγοντα εις εγχαράκτους κροσσούς και εγχάρακτον μαίανδρον επί τούτων.
Το περιβραχιόνιον και τα λοιπά καλύμματα του πήχεως των μηρών και των κνημών ήσαν συνήθως εκ λεπτού ελάσματος κατεσκευασμένα, έχοντος ικανήν ελαστικότητα, ώστε διαστελλόμενα υπό των χειρών να επιτίθενται επί των καλυπτέων μερών του σώματος και είτα αφιέμενα να προσαρμόζωνται απλώς κρατούμενα εκ της υπό της ελαστικότητος παρεχομένης πιέσεως (01. Bronzen σ.160-161). Η λεπτομέρεια αύτη διακρίνεται εν τω αγαλματίω διαφαινομένου όπισθεν του ανοίγματος.
Το κράσπεδον των περιμηριδίων περιθέεται υπό διπλής εγχαράκτου γραμμής, υπό απλής δε το τέρμα των λοιπών. Κατά τα πλάγια όμως η γραμμή των πρώτων διακόπτεται ανελισσομένη εκατέρωθεν εις δυο έλικας όρθιας και δια της ράχεως προσκείμενος.
Τα εν Ολυμπία ευρεθέντα περιβραχιόνια απολήγουσι κατά τον αγκώνα εις πλαστικήν μορφήν καλύπτουσαν και κατά την κάμψιν της χειρός τον αγκώνα. Εν τω αγαλματίω τα δύο καλύμματα της χειρός τερματίζονται απλώς εν τω αγκώνι, ώστε να μένη ούτος ακάλυπτος κατά την κάμψιν. Αι κνημίδες όμως καλύπτουσι την επιγονατίδα, τερματιζόμενοι άνευ ουδεμιάς πλαστικής διακοσμήσεως (πβλ. Και 01. Bronzen σ.161 αριθ.1001 πιν.LXa-c και σ.159 κέ. αριθ.988- 95).
Αι έλικες του θώρακος απαντώσιν απλαί η ως έλικες ανθεμίου και επί των θωρακοφόρων οπλιτών των επί των αγγείων (Cat. Br. Mus. Β σ.68 Εικ.41, B59 πιν.Β σ.9 Εικ.19, σ.137Β 208 και αλλά) και επί του υπ αριθ. 13699 χαλκού αγαλματίου του Έθν. Μουσείου, το δε πλευρικόν τόξον εκδηλούται ωσαύτως δι’ εγχαράκτων γραμμών εν τω τελευταίω και δια γραμμής επί των αγγείων (Β. Mus. σ.19 Εικ.28, σ.224 Β426 και αλλά). Εν τω επί του εκ Σπάρτης πίθου (Annual Br. Se. Ath. XII, 1905-6 πιν.IX) είναι τούτο όμοιον ως εν τω αγαλματίω, δηλαδή συσπειρούται κατά τα άκρα.
Αι μορφαί του εκ Σπάρτης πίθου, ομοιάζουσαι εν πολλοίς προς τον προκείμενον οπλίτην, φέρουσι και περιμηρίδια ως και πολλαί μορφαί άλλων αγγείων (Br. Mus.ΒΒ 48,172,176 κτλ. Furtwängler, Berl. Vas.595,796Β), περιπήχυον δε εν τη δεξιά και ευρύν δακτύλιον αντί περιβραχιονίου φέρει χαλκούν εκ νοτίου Ιταλίας αγαλμάτιον εν Βερολίνω (Friederichs, Klein - Kunst 2164). Τέλος δε το εν Κερκύρα αποκαλυφθέν εσχάτως πώρινον τμήμα ζωφόρου δεικνύει οπλίτην μετά όμοιων προς τα εν τω αγαλματίω καλύμματα του δεξιού βραχίονος, αλλά και μεθ’ όμοιου κράνους και απλού όπισθεν θώρακος, εν φ διακρίνονται και αι δύο εγχάρακτοι γραμμαί του περί τον τράχηλον κρασπέδου (Αρχ.Δελτ.1915 παρ. σ.79).
Η ομοιότης του τελευταίου γλυπτού προς το αγαλμάτιον επεκτείνεται έτι περαιτέρω, και ο λόφος και το περίγραμμα του κράνους, τα περιβλήματα της χειρός και το περίγραμμα αυτής, η από της μασχάλης μέχρι της οσφύος σχεδόν ευθεία γραμμή του θώρακος είναι εν αμφοτέροις όμοια.
Η εγχάρακτος δε γραμμή του κρασπέδου του οπλισμού του χαλκού οπλίτου είναι χαρακτηριστική διακοσμητική λεπτομέρεια των εκ Σπάρτης οστέινων (Αρχ. Εφ. 1914 σ.27 Εικ.5) και κατά επίδρασιν της οστογλυφικής εξετελέσθησαν ο εγχάρακτος μαίανδρος και οι κροσσοί του χιτώνος και η εγχάρακτος και η πρόστυπος διακόσμησις των περιμηριδίων και του θώρακος (Αρχ.Εφ. Εικ.7, Εικ.13. Annual Br. Sc. Ath. 1906-7 σ.328 Εικ.5c κτλ.). Η τελευταία λεπτόμέρεια ήθελεν εκτελεσθή κοίλη και εν τω οστώ (Αρχ. Εφ. ε.ά. Εικ.5) και εν τη μήτρα, εν η εχύθη ο οπλίτης ούτω εξετελέσθη, ώστε και αύτη τη αυτή γενική αρχή υπείκει και δεικνύει την επίδρασιν του οστογλύφου.
Πάντα ταύτα υποδεικνύουσιν ότι το αγαλμάτων κατεσκευάσθη εν εργαστηρίω διατελούντι υπό την άμεσον επίδρασιν της Κορίνθου και της επί της λάρνακος του Κυψέλου ξυλογλυφικής, εξ ης επηρεάσθησαν το πλείστον των επί των μελανόμορφων αγγείων παραστάσεων (πρβ. Αρχ. Εφ.ε.ά.σ. 25 κέ.). Προς την πηγήν ταύτην φέρουσι και αι διαστάσεις των καθ’ έκαστον προς το σύνολον εν τω αγαλματίω και το εν γένει πνεύμα της παραστάσεως και της εσωτερικής μορφής, συγγενειάζοντα προς τα εκ Κέρκυρας πώρινα και τον αυτόθι οπλίτην μάλιστα. Αρκεί να συγκρίνωμεν το δυσαναλόγως σμικρόν του άνω σώματος προς το κάτω και την μεγάλη ν πως κεφαλήν, ίνα διαισθανθώ μεν την συγγένειαν και την σύγχρονόν πως κατασκευήν.
Το αγαλμάτων ηυρέθη υπό χωρικής νοτίως του ναού Γ προ της ανασκαφής, διεσώθη δεκατασχεθέν υπό της εισαγγελικής αρχής τη ενεργεία εμού και απόκειται νυν εν τω Έθν. Μουσείω (αριθ.14789). Ο χαλκός ήτο εξωτερικώς βαθύς πράσινος προ του καθαρισμού.
66 (Εικ.53,1,2, παρενθ. πιν.5, υψ. 0,089). Λίαν μικρόν Κουρίδιον εδραζόμενον έτι επί των πλήρων πελμάτων, αλλά προτείνον ολίγον τον δεξιόν αντί του μέχρι τούδε αριστερού ποδός. Τας χείρας ελαφρώς κεκαμμένας και κυρτάς προς τα εσω φέρει έμπροσθεν επί της αυτής γραμμής, ανοικτήν έχον την δεξιάν, κλειστήν δε την αριστεράν άκραν χείρα. Ισταται δε επί μικράς τετραπλεύρου βάσεως.
Οι οφθαλμοί είναι εισέτι αβαθείς, οι χαλινοί των χειλέων ανασπώνται πως, ο πώγων είναι προτεταμένος και ευρύς, το πρόσωπον γωνιώδες και υπερμέγεθες, οι ώμοι ευρύτατοι και τετράγωνοι, τα ισχία στενά και η οσφύς ανάλογος. Φέρει μικράν κόμην καλύπτουσαν και τα ώτα και εις μικρόν υπέρ το μέτωπον εξόγκωμα απολήγουσαν, αι δε τρίχες εξεδηλώθησαν δια λεπτών εγχαράκτων γραμμών από της κορυφής μέχρι των άκρων διηκουσών. Είναι η κόμη περίπου του αγαλματίου εκ της Ακροπόλεως (De Ridder, ε.α. πιν.A,1).
Η ανατομική διαμόρφωσις του σώματος είναι επιπόλαια και ακανόνιστος, χειρωνακτικώς ενιαχού εκπεφρασμένη. Χαλκός βαθύς πράσινος.
Το αγαλμάτιον προέρχεται εκ των χρόνων, καθ’ ους ήρξατο η προς τον παλαιότερον τυπον αντίδρασις του προβαλλοντος σταθερώς τον αριστερόν πόδα εν ηρεμία γυμνού και ακριβώς κατενώπιον βλέποντος, κλειστάς δε έχοντος και τας χείρας. Η νεωτερίζουσα αντίδρασις εξεδηλώθη δια της ελαφρός προβολής του δεξιού, του ανοίγματος της δεξιάς χειρός και της ανεπαίσθητου προς τα δεξιά στροφής της κεφαλής και της μικράς εξυψώσεως του αριστερού ώμου. Η αντίδρασις αύτη εκδηλούται ζωηρότερον επί του επομένου νεωτέρου κατά τι, αλλ' έτι χειρωνακτικώτερον εξεργασθέντος αγαλματίον ανδρικής η νεανικής μορφής.
67 (Εικ.54, παρενθ. πιν.6, υψ. 0,14). Εδράζεται και τούτο επί των πληρών πελμάτων, αλλά φέρει τον δεξιόν πόδα περισσότερον προς τα εμπρός. Η κεφαλή στρέφεται προς τα δεξιά κλίνουσα ελαφρώς προς τα κάτω. Η αριστερά ολίγον υφισταμένη του σώματος κρέμαται ελάχιστα κεκαμμένη, η δε δεξιά φέρει τον πήχυν προς την κοιλίαν, ανοικτήν έχοντα την παλάμην. Η κόμμωσις πλησιάζει προς τον τυπον συγχρόνων μορφών (πβλ. Τον εκ της Ακροπόλεως έφηβον, Joubin Sculpture Grecque σ.65 Εικ.6), αναστρεφομένη κατά την βάσιν. Έχει τους αυτούς οριζοντίους και έτι ευρυτέρους ωμούς του προηγουμένου και τας αυτάς πως αναλογίας διαστάσεων, της κεφαλής δις περιεχομένης εν τη από του πώγωνος μέχρι της ήβης αποστάσει, έχει τας βαρείας δηλονότι και συγκεντρουμένας διαστάσεις των εκ της Πελοπόννησου έργων. Η επιδερμίς του χαλκού είναι βαθυτάτου πρασίνου χρώματος.
Εάν το αριστερόν σκέλος εκάμπτετο μάλλον η ήττον εν τω γόνατι η εφέρετο προς τα πλάγια και περισσότερον εμπρός, του κορμού ρυθμιζομένου καταλλήλως, θα εφθάνομεν εις την μορφήν εκείνην, ην ηδραίωσεν η πολυκλείτειος σχολή. Εάν δε εκάμπτετο ολίγον το δεξιόν σκέλος της προηγουμένης μορφής (66) θα μετεβαίνομεν δια διαδοχικών σταθμών εις την σειράν των έργων, εξ ης προέκυψαν αι τη Αττική αποδιδόμεναι ήρεμοι γυμναί ανδρικαί μορφαί, και εις εκείνην, εξ ης προήλθον ο τύπος του εκ Μαντούης γυμνού και των τούτω σχετικών.
Παρά την ευτελή λοιπόν εκτέλεσιν τα μικρά ταύτα αγαλμάτια παρέχουσιν ουχί μικρόν ενδιαφέρον δια την στάσιν αυτών. Διότι αποδεικνύουσι τω καθαρώς διαβλέποντι ότι προ της εδραιώσεως και της τελικής διαμορφώσεως ωρισμένων γλυπτών τύπων υπό περιωνύμων εργαστηρίων προηγήθη σειρά όλη προσπαθειών άσημων τεχνιτών, οιτινές παρέσχον κατά το πρώτον ήμισυ του Ε αιώνος την πρώτην, φέρ’ ειπείν, ύλην, ην τακτοποίησαν και εξειργάσθησαν τα μεγάλα εργαστήρια. Το δε προκείμενον χειρωνακτικόν αγαλμάτιον δεικνύει, την οδόν, εξ ης προέκυψεν ο Δορυφόρος και ο Διαδούμένος και τα αλλά της σχολής του Πολυκλείτου.
Παραλλήλως δε προς την σειράν ταύτην έβαινε και η ετέρα, εν η κατατάσσεται και το εν Λιγουριώ της Αργολίδος ευρεθέν χαλκούν αγαλμάτιον, όπερ ο Furtwängler εθεώρησε και ως ένα των σταθμών της εκ τούτου προκυψάσης πολυκλειτείου σειράς (Wink. Progr.50 σ.128 κέ. Εικ.σ.137 και πιν.Α). Η γνώμη αύτη πρέπει, νομίζω, να τροποποιηθή κατά τα ανωτέρω δια βραχέων αναφερόμενα.
68 (Εικ.55,1,8, παρένθ. πιν.5, υψ. 0,134). Μικρά ανδρική η νεανική μορφή εν στάσει αναλογώ προς την εν τω εκ Λυγουριού αναφερομένω αγαλματίω στάσιν των ποδών, οιτινές απεκρούσθησαν κάτω. Διατηρεί όμως αρχαϊκωτέραν όψιν, του προσώπου βλέποντος ακινήτου κατενώπιον, του δε κορμού ουδεμίαν παρέχοντος διάσπασιν της συμμετρικώς έτι χωριζούσης μέσης κατακορύφου γραμμής. Οι ώμοι είναι ευρύτεροι και κυρτότεροι, τα δε ισχία μάλλον συνεσταλμένα και αι χείρες κινούνται έτι εντός δύο παραλλήλων επιπέδων.
Η στάσις του σώματος και αι διαστάσεις, η επιπόλαια ανατομική διάπλασις και η όλη άψυχος έκφρασις και μορφή πλησιάζουσι μάλλον προς τον τυπον του εκ της Ακροπόλεως εφήβου, του εφήβου του Ακράγαντος (Arndt Einzel- Ver- kauf 759), του χαλκού bciara (Joubin Sculpture Grecque σ.73 Εικ.8. Collignon Sculpture Grecque A Εικ.1.61) κτλ. Η δε κατατομή της κεφαλής έχει καταπληκτικήν ομοιότητα προς την κατατομήν του εκ Δελφών ηνιόχου. Έχει περίπου την αυτήν στενήν και επιμήκη μορφήν, την από του μετώπου εις την ρίνα κυματοειδή πως γραμμήν, το στρογγυλόν, οξύτερον ενταύθα, κρανίον και ομοίαν πως εξεργασίαν των τριχών της κόμης. προς τούτο και προς το χαλκούν Sciarra έχει ομοίαν την στάσιν της καμπτομένης και έμπροσθεν οριζοντίως φερομένης δεξιάς χειρός, προς το δεύτερον δε το μάλλον στρογγύλον η ωοειδές περίγραμμα του προσώπου.
Η παλάμη της προτεινομένης ταπεινότερον αριστεράς χειρός είναι κεκλεισμένη καταλείπουσα στρογγύλην οπήν προς ένδειξιν του κοίλου, δεν γνωρίζομεν όμως, αν την αυτήν αρχαΐζουσαν έτι μορφήν είχε και η αποκρουσθείσα άκρα δεξιά χειρ. θα έλεγε τις ότι άσημος και ολίγον ικανός τεχνίτης προσεπάθησε να αποδώση την στάσιν του κορμού και της κεφαλής και των χειρών του ηνιόχου των Δελφών εμμείνας έτι εξ αδυναμίας εν τη ισχυρότερον αρχαϊζούση έξει, διατηρήσας δηλαδή το πεπιεσμένον του κορμού, την μεγάλην προβολήν των γλουτών και την συστολήν της οσφύος, μάλιστα εκ των πλαγίων, την αβαθή μορφήν των οφθαλμών και την ήκιστα αληθή και σκληράν μορφήν πάσης λεπτομέρειας του προσώπου, την έλλειψιν πάσης ανατομικής λεπτότητος, την δια καμπύλων πως και ομαλών γραμμών εκδηλουμένην επιφάνειαν.
Το αγαλμάτιον τούτο και τα δύο προηγούμενα δεικνύουσιν την αρχομένου του Ε αιώνος γεννηθείσαν αντίδρασιν προς τον παλαιόν τυπον και την εκ του πρώτου (66) λογικήν πορείαν των δύο διακλαδώσεων, ων τα δύο δεύτερα είναι ανά εις σταθμός. Δεν δύναται όμως να όρίση τις την πραγματικήν σχετικήν ηλικίαν, διότι πρέπει να λάβη υπ' όψιν την μείζονα η ελάσσονα ικανότητα του τεχνίτου, μη δυναμένου η να εμμείνη εξ άγνοιας πλέον άλλου ικανωτέρου εν τη παλαιοτέρα έξει. Η σχέσις της κεφαλής προς το σώμα διαφέρει της εν τοις προηγουμένοις αγαλματίοις, χωρούσης της κεφαλής επί μάλλον εν τη ρηθείση αποστάσει, το δε χρώμα του χαλκού είναι μάλλον ανοικτόν.
69 (Εικ.56, ολ. υψ. 0,73). Ακέφαλος νεανική μορφή επαναλαμβάνουσα περίπου την στάσιν του εν Φλωρεντία Idolino. Ο πήχυς όμως της δεξιάς χειρός φέρεται υψηλότερον, η δ’ αριστερά χειρ είναι σχεδόν άκαμπτος, των δακτύλων μόνον στρεφομένων προς το σώμα και ουχί του καρπού, και το αριστερόν σκέλος κάμπτεται και προβάλλεται επί μάλλον, ήσσον αφιστάμενον του ετέρου σκέλους.
Εκ της ρυθμίσεως ταύτης ο γλουτός της δεξιάς πλευράς προβαλλει επί μάλλον εν τω προκειμενώ αγαλματίω και ο ώμος υψούται πλειότερον, η ισορρόπησις όμως του σώματος φαίνεται σταθερωτέρα, αλλά θεατρικωτέρα. Από ανατομικής απόψεως τελειότερον είναι το άνω του κάτω μέρους του σώματος, μάζαν σχεδόν άμορφον παρουσιάζοντος του δευτέρου εν ταις κνήμαις μάλιστα και τοις άκροις ποσί.
Μετά της κεφαλής απεκρούσθη και ο καρπός της δεξιάς. Κάτωθεν του αριστερού πέλματος εκφύεται ορθογώνιος απόφυσις (ως εν τω αγαλματίω 67), διαπερωμένη υπό εγκαρσίας οπής, εις ην, βυθιζομένης της αποφύσεως εν τη βάσει, εισήρχετο ήλος στερεών τον πόδα προς ταύτην. Η τεχνική αυτή έξις είναι συνήθης εν τη Ελληνική τέχνη.
Ο έτερος πούς εστερεούτο δι’ ήλου απλώς επί της βάσεως. Η επιδερμις του χαλκού έχει στιλπνόν βαθύ πράσινον χρώμα.
70 (Εικ.57,1,2 παρενθ. πιν.6). Γυναικεία μορφή μετά ζωσμένου χιτώνος παίζουσα λύραν. Παρουσιάζει δηλονότι την στάσιν των παιζουσών το όργανον τούτο χειρών, αλλ' ουδέν διασώζει της λύρας, ήτις θα ήτο εστερεωμένη επί της αριστεράς χειρός δια της οπής της διερχομένης δια του καρπού. Η μορφή παρίσταται καθημένη, δια μιας δε αυλακώσεως υπό την έδραν εστερεούτο επί στρογγύλου μέρους, σκεύους πιθανώς, προσηλουμένη δι' οπής εν τω άκρω του χιτώνος υπαρχούσης. Είναι επιπόλαια μεταγενεστέρα εργασία, εβλάβη δε το αγαλμάτιον και εκ της οξιδώσεως. Ο χαλκός έχει εξωτερικώς βαθύ πράσινον χρώμα.
71 (Εικ.58, υψ. προσώπου 0,028). Μικρά αρχαϊκή κεφαλή του τύπου των Κορών της Ακροπόλεως, μετά μακράς κόμης και βοστρύχων εκατέρωθεν υπό τα ώτα και στεφάνης. Η κεφαλή είναι λείψανον αγαλματίου κατασκευασθείσα χωριστή και προσκολληθείσα είτα επί τούτου. Εβλάβη αρκούντως εκ της οξιδώσεως. Χρώμα ανοικτόν πράσινον.
72 (Εικ.59,1, παρενθ. πιν.4 μήκ. πήχεως μέχρι δακτύλων 0,115). Η δεξιά χειρ αγαλματίου κρατούσα όφιν εκ της κεφαλής. Η χειρ καμπτόμενη μέχρι οξείας γωνίας έφερεν έμπροσθεν τον πήχυν κατά παλαιοτέραν έτι ανάμνησιν. Είναι λείψανον αγαλματίου του Απόλλωνος ως Πυθίου η Ιατρού(;). Την τελευταίαν ιδιότητα είχεν ενταύθα ο θεός (Παυσαν.4, 34, 7).
73 (Εικ.59,2, παρενθ. πιν.4 μήκ. πήχεως 0,205).
Η δεξιά χειρ αγάλματος διπλάσιου περίπου μεγέθους του προηγουμένου. Και η χειρ αύτη κάμπτεται κατ’ αμβλείαν γωνίαν κλείουσα την παλάμην, αλλά προτείνουσα τον δείκτην. Η επιδερμίς του χαλκού αμφοτέρων έχει χρώμα βαθύ πράσινον.
74 (Εικ.60, υψ. προσώπου μέχρι κορυφής 0,11). Βεβλαμμένη μαρμάρινη κεφαλή του τύπου της Κνιδίας Αφροδίτης, φέρουσα επί της κορυφής όπάς προς στερέωσιν μετάλλινης διακοσμήσεως η δεσμών. Εικ.58. Αγαλματίον χαλκόν κεφαλή.
ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ
75 (Εικ.61,1-4 παρενθ. πιν.7).
α. Τρία θραύματα θωρακίων η μεταγενεστέρου στηλών διασώζονται γράμματα των μεταγενεστέρων Ρωμαϊκών χρόνων. Το πρώτον διασώζει τα τελευταία τέσσαρα γράμματα λέξεως και το κατακόρυφον σκέλος του πρώτου γράμματος επομένης λέξεως χωριζομένης από της ετέρας δια δύο στιγμών (...ΑΚΩΝ.Ι...). Το δεύτερον πέντε γράμματα (...MENΟC) και πέντε το τρίτον (..ΑΤÀYΤ...) Το τελευταίον γράμμα του τρίτου θραύματος δεν διακρίνεται καλώς αν είναι τ ή ε. Εκ των λαξεύσεων των δύο τελευταίων τεμαχίων εξάγεται ότι ταύτα εχρησιμοποιήθησαν και εν δευτέρα χρήσει.
β. Θραύμα πλακός διασώζον εις τρεις η τέσσαρας στίχους τα γράμματα:
Των τελευταίων εκ δεξιών γραμμάτων και του κατωτάτου ίχνη μόνον σώζονται μη ευκρινώς διακρινόμενα. Μέγεθος έχουσι τα θραύματα 0,28, 0,20, 0,17.
76 (Εικ.62,1 παρενθ. πιν.7). Θραύμα εκ του στομίου αγγείου φέροντος επί του χείλους δι' έλευθέρας χειρός χαραχθείσαν επιγραφήν, ης εσώθησαν τα γράμματα: ....AΛIAΣ (...σαλίας;). Εκ του πρώτου γράμματος εσώθη οριζόντιον σκέλος ίσως αρχαΐζοντος έτι τριμερούς α. Φαίνεται θραύμα παλαιοτέρου ερυθρόμορφου αγγείου.
77 (Εικ.62,2 παρενθ. πιν.7).Έτερον θραύμα όμοιου μέρους φέροντος επί το χείλους τα γράμματα, ...ασιλα. To a είναι ήδη τετρασκελές και τα γράμματα καλώς εγκεχαραγμένα και καλής μορφής. Το ύψος των γραμμάτων είναι 0,018.
78 (Εικ. 62,3 παρενθ. πιν.7). Παρόμοιον θραύμα φέρον εγχάρακτον την λέξιν ΘΑΙΡΑΝΤΙΟΣ (=Αιράντιος). Φαίνεται ότι ο χαράξας την λέξιν τεχνίτης ήθελε να γράψη το εθνικόν τίνος εκ της Αραντίας (Παυσαν. 2, 12, 14), χώρας η πόλεως εν τη Φλιασίρ υπό του αυτόχθονος Άραντος οίκισθείσης (πβλ. Και Crusius εν Roscher’s Lex. ε.λ. Άρας σ.470. Curtius, Pelop.2, σ.470 κέ... Bursian G.ν.Gr.2, σ.33. Στεφ. Βυζαν. έ.λ. Αραντία). εξ αμαθείας λοιπόν σχετίσας το εθνικόν προς το αίρέω, εσχημάτισε το Αίράντιος αντί του Αράντιος. Το ύψος των γραμμάτων είναι 0,02.
79 (Εικ.28). Η επί του στυρακίου 15 (ανωτ. σελ.90) εγχάρακτος αφιέρωσις:
Απέλλονος ιαρόν. Δια το ο μεταχειρίζεται ο χαράξας δίς την τετραπλευρον μορφήν Q, δια δε το ω το κυκλικόν σχήμα ο. Έάν λοιπόν ήθελε να γράψη το όνομα του θεού ως Απόλλωνος, θα έγραφε, νομίζω, και το πρώτον ο δια του τετραπλεύρου Q. Δια τον λόγον τούτον φρονώ ότι το Β χρησιμοποιείται ενταύθα και ως ε και ότι του ονόματος του θεού έχομεν και ενταύθα την Δωρικήν μορφήν Απέλλονος. Εκ του σχήματος των γραμμάτων και της εξεργασίας αυτών εικάζω ότι το στυράκιον κατεσκευάσθη περί το τέλος του F αιώνος η περί τας αρχάς του επομένου.
80 (Εικ.24,1,2,3,4). Η επί των τεσσάρων πλευρών της αιχμής 11 (ανωτ. σελ.88) χαραχθείσα αφιέρωσις εκ δεξιών προς τα αριστερά βαίνουσα:
Μεθάν[ιοι]
άνεθε[ν]
Αθάναι [εκ] λαίδο[ς].
εκ του τελευταίου γράμματος του πρώτου στίχου σώζεται το έτερον των παραλλήλων σκελών του ν, ως εξάγεται εκ του σωζομένου ιχνούς του λοξού μέσου σκέλους, του γράμματος τούτου βεβαίως.
Το εθνικόν Meθαvιoι (=Μεθώνιοι) εύρηται εν επιγραφή επί όμοιου εγχούς εν Ολυμπίω ευρεθέντος (Olymp. Inschriften σ.362- 3 αρ.247. W. Prellwitz εν Collitz Sammlung Gr. Dialektinschriften III 179 αρ.3369. Ausgrab. I, XXXII- III o.17). Επειδή δε και το σχήμα των γραμμάτων είναι καταπληκτικώς όμοιον, ως δύναμαι να αντιληφθώ εκ του σχεδιογραφήματος και της περιγραφής, εικάζω ότι και το εκ Λογγάς έγχος είναι αφιέρωμα των αυτών Μεθανίων της Τροιζηνίας (Παυσ.2, 34, 1), περί ων ίδε και το αναφερόμενον της Ολυμπίας Έργον (Inschr. σ.362-3 αρ.247).
Λαίςΐδος είναι η Δωρική μορφή της Ιωνικής Ληΐςδος (Αισχύλ. Επτά έ. Θ.313. Βακχυλ. ΙΕ, 17Β1.)= λείας, εκ τούτου και εκ της αναλογίας προκύπτει ότι το ελλείπον γράμμα της τελευταίας σειράς θα είναι το ς, συμπληρουμένου δε και του τρίτου στίχου δια της αιτιολογικής προθέσεως εκ (πβλ. Και A. G. Bather, Joum. Hell. Stud. 1892-3 σ.128 αριθ. 48) θα προέκυπτε πλήρης η αφιέρωσις ως συμπληρούται άνω. Ως φαίνεται δε εκ του δημοσιευόμενου απεικάσματος 24,4 υπήρχε χώρος ικανός επί του θραυσθέντος εγχούς, όπως περιλάβη και πλειότερα έτι γράμματα.
81 (Εικ.63, άνω πλάτος 0,36, κάτω 0,26). Ενεπίγραφος μαρμάρινη πλαξ ευρεθείσα εν τω ναώ A εντετειχισμένη. Επί της άνω επιφανείας ύπαρχουσι λαξεύσεις μετά λειψάνων μολύβδου και χαλκού, εφ’ ων εστερεούτο η κρατούσα κράνος βάσις. Επί της μιας πλατείας όψεως του άνω εξέχοντος κύκλω μέρους ευρίσκεται εγκεχαραγμένη η αφιερωτική επιγραφή:
Άπ] άλλων [ι κ]όρυθα αν]εθεκε τάνδ]ε Ενυάλι[
νον] Θεάριον Πραξίας.
Η επιφάνεια του λίθου φθαρείσα ολίγον δυσχεραίνει την διάκρισιν των γραμμάτων, αλλ' επισταμένη παρατήρησις διακρίνει την πορείαν αυτών. Το τελευταίον δε γράμμα του πρώτου στίχου δεν σώζεται ολόκληρον, φαίνονται όμως τα δύο σκέλη του ν. Εφθαρμένον ωσαύτως είναι το δεύτερον γράμμα του τετάρτου στίχου, αλλά διακρίνεται μετά προσοχής παρατηρούμενον ως ε. Του πρώτου γράμματος του πέμπτου στίχου και των δύο τελευταίων του επομένου ίχνη μόνον σώζονται, ώστε δεν δυνάμεθα ακριβώς να γνωρίσωμεν την μορφήν του σ.
Η μεταξύ των γραμμάτων απόστασις δεν είναι πανταχού ίση, αλλά η εκτέλεσις αυτών είναι οπωσδήποτε κανονική ήδη. Το θ έχει την μέσην στιγμήν, και τα λοιπά γράμματα, πλην του ν, έχουσι την κατακόρυφον ήδη μορφήν και το ε την ορθογώνιον, το δε ρ την έτι αρχαίζουσαν μορφήν Ρ.
Εκ των δύο επιθέτων το θεάριον σώζεται ακέραιον, ώστε σαφώς εξάγεται ότι αναφέρεται και τούτο και το ενυάλιον εις την κόρυθα. Ότι δε το τελευταίον συμπληρούται ακριβώς, είναι κατ’ εμέ εκτός πάσης αμφισβητήσεως. Άλλα το Θεάριον (αντί του μη ύπαρχοντος αττικού θεώριον) είναι Δωρική επίκλησις του εν Τροιζήνι ούτω λατρευομένου Απόλλωνος (Παυσαν. 2,31,6), το δε ενυάλιος το γνωστόν επίθετον του Άρεως η το όνομα της αυτοτελούς πολεμικής θεότητος, του Ενυαλίου.
Δύο λοιπόν επίθετα αποδιδόμενα συνήθως ωρισμένοις θεοίς μεταπίπτουσιν εις την γενικωτέραν σημασίαν του επιθέτου και αποδίδονται τη κόρυθι, ήτις όμως δια της αφιερώσεως εγένετο κτήμα του Απόλλωνος. Εν τη αντιλήψει του αφιερούντος, εκ Τροιζήνος πιθανώς, η κόρυς δεν θεωρείται μόνον κτήμα, αλλά και μέρος της ουσίας του Θεαρίου Απόλλωνος. Κατά δε λογικόν συμπέρασμα και η εκ του επί του όλου, της ουσίας του θεού αναφερομένου επιθέτου έννοια αντανακλά και επί του μέρους, όπερ και αυτό είναι αυτή αύτη η ουσία. Δηλονότι Θεάριος είναι ο θεός και τα μέρη αυτού, κατ’ ακολουθίαν ’Ενυάλιος είναι το μέρος του οπλισμού αυτού, η κόρυς, και Ενυάλιος ο θεός12.
το συμπέρασμα τούτο είναι σημαντικόν, διότι διαβλέπομεν εκ της επιγραφής ότι εν τω προκειμένω ιερώ ο Απόλλων ελατρεύετο ως εν Αμύκλαις και υπό την παναρχαιοτάτην ιδιότητα του πολεμικού θεού.
Το δε επίθετον ενυάλιος αποσπώμενον εκ της μέχρι τούδε στενής αυτού χρήσεως γενικεύεται και αποδίδεται και τη αναλόγω προς τον Άρην πολεμική φύσει του Απόλλωνος, πηγαζούση ως και αι λοιπαί αυτού ιδιότητες εκ της περιληπτικής ηλιακής φύσεως του Απόλλωνος. Ως ο ήλιος δηλονότι επισκοπεί τα πάντα, έχει εξυγιαντικήν η επιβλαβή επίδρασιν επί των της φύσεως και παλαίει προς τα αντιδρώντα στοιχεία ταύτης κτλ. Προκύπτει λοιπόν ο Θεάριος Απόλλων, ο Ενυάλιος, ο Ιατρός κτλ., ην τελευταίαν ιδιότητα είχεν ο θεός και εν Λογγά (Παυσαν.4, 34, 7).
Η πολεμική ιδιότης του Απόλλωνος ανάγεται κυρίως εις τους παλαιοτάτους εκείνους χρόνους, καθ’ ους δεν είχεν εισέτι προκόψει η λατρεία του Άρεως. Επειδή δε παναρχαιότατον είναι το αναφερόμενον ιερόν, φυσικόν ήτο εν πρώτη τούτου εγκαταστάσει να εισαχθή η λατρεία του Απόλλωνος κατά την προέχουσαν τότε πολεμικήν ιδιότητα.
82 (Εικ.1, παρενθ. πιν.7). Η επί του εν τω ναώ A ευρεθέντος κίονος επιγραφή :
Φιλοκράτης Φίλωνίδα και Τιμοκράτις Αγαθία Απόλλωνι Κορύνθω επί ιερέος Αγάθο(υ).
Το όνομα της Τιμοκράτιδος του Αγαθία εχαράχθη μεταγενεστέρως, απολαξευθεντος ετέρου ονόματος. Και επειδή δεν υπήρχε χώρος τα γράμματα έλαβον σμικροτέραν μορφήν. Το κάτω μέρος του κίονος απεκρούσθη, εκ της θέσεως δε ης επιγραφής εξάγεται ότι το αποκρουσθέν τμήμα ήτο ίσον προς το ύπαρχον θραύμα η μείζον αυτού. Φαίνεται δε ότι τούτο ήτο εις των Ιωνικών κιόνων του ναού Α, η δε αφιέρωσις έχει σχέσιν προς δύο διαδοχικός επισκευάς του ναού εν τω Β αιώνι.
Η σπουδαιότης της επιγραφής ταύτης προκύπτει εκ του λόγου ότι καθωρίσθη και η ακριβής τοποθεσία του ιερού, διευκρινίσθη η λατρευομένη ενταύθα θεότης και ηδραιώθη το πραγματικόν επίθετον του θεού. Διότι, αν και υπήρχε παραδεδομένη η μορφή της του Κορύνθου επικλήσεως, εκυμαίνετο αυτή εν ταις διαφόροις εκδόσεσιν μεταξύ των μορφών του Κορίνθου, του Κορύνθου, του Κορύδου η του Κορύθου (Hitzig- Blümner P.G.d. II, 1 σ.90,7. Wernicke εν Pauly- Wissowa II σ.57 έ.λ. Κόρυθος. Curtius Pelopon. 167, 195, 41). εκ δε της προηγουμένης επιγραφής εξάγεται ότι το επίθετον Κόρυνθος παρήχθη εκ του κόρυς -υύΌς χαρακτηρίζει δηλονότι το επίθετον την πολεμικήν ιδιότητα του Απόλλωνος (Robert εν Preller. Myth. I, 274, 3.277. Bruchmann, De Apolline et Graeca Minerva deis medicis, Vratisl. 1885).
Εν συμπεράσματι προκύπτει ότι εκ των πρώτων αιώνων της Α χιλιετηρίδος ιδρύθη εν τη περιοχή της Αιπείας, της από των Βοιωτικών χρόνων παλαιάς Κορώνης (νυν Πεταλιδίου), ιερόν τω Απόλλωνι Κορύνθω, ούτινος ο παλαιότατος ναός ήτο ο Δ, είτα ο Ε και ο Β. Μεσούντος του F αιώνος ωκοδομήθη ο μείζων περίπτερος ναός Γ και, τούτου ίσως καταστραφεντος, ο ναός Α πιθανώς εν τοις Μακεδονικοίς χρόνοις, όστις και διετηρήθη μέχρι των μετάγενεστέρων Ρωμαϊκών χρόνων, ως προκύπτει εκ της προηγούμενης επιγραφής και εξ ευρεθέντων νομισμάτων του Γορδιανού του Γ (+238) και του Κωνσταντίου (+337).
Εν τοις αρχαιοτάτοις χρόνοις ο Απόλλων ως θεός πολεμικός είχε μορφήν ανάλογον προς τον Αμυκλαίον Απόλλωνα, υπήρχον δε και δύο αγάλματα αυτού εν τω ιερώ ξοανόμορφα, το μεν λίθινον, το δε χαλκούν (Παυσαν.4, 34, 7). Άλλ' ο θεός ελατρεύετο και ως ιατρός, δηλονότι το ιερόν ήτο και θεραπευτήριον. Προς τον σκοπόν τούτον κυρίως εξελέγη και η απομεμακρυσμένη και η υγιεινή αυτή τοποθεσία, ήτις επί περίοπτου θέσεως παρά την θάλασσαν ευρισκόμενη, περιβαλλόμενη δε υπό άφθονου φυτείας και άφθονων πηγών απετέλει τερπνοτάτην διαμονήν εν παντί χρόνω.
Αθήνησιν εν μηνί Φεβρουαρίω 1916.
ΦΡΙΔΕΡΙΚΟΣ ΒΕΡΣΑΚΗΣ
ΤΟ ΙΕΡΟΝ TOY ΚΟΡΥΝΘΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ- Αρχαιολογικό Δελτίο 2.1916.
σελ 65 πιν σελ 430
1. Το ενεπίγραφον θραύμα του κίονας τούτου ανευρέθη εν μηνί Νοεμβρίω του 1914 κατά την καλλιεργίαν του κτήματος Α. Δρακοπόλου. Μετά την εξέτασιν του ευρήματος ενήργησα ενταύθα ανασκαφήν δαπάναις του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, η δε εργασία αρξαμένη την 29ην Μαρτίου 1915 επερατώθη το πρώτον δεκαήμερον του Ιουλίου του αυτού έτους, δαπανηθέντος ποσού δραχμών 2500.
2. Η θέσις αυτή σημειούται ακριβώς εν τω υπό του Curtius παρεντεθεί μένω γεωγραφικώ χάρτη της Μεσσηνίας (ε.α. πιν.Ε -Tempel d. Apol. Korynthos). Μεταξύ όμως του ρηθέντος χάρτου και του κειμένου υπάρχει αντίφασίς τις. Διότι εν τω τελευταίω άναφέρεται (σ.167) κατ αντίφασιν προς την εν τω χάρτη σημειουμένην θέσιν ότι το ιερόν θα έκειτο πολύ νοτιώτερον. Επί του λόφου δηλονότι του χωρίου Καστελίων (όπερ χωρίον ζητητέον εν τω ειρημένω χάρτη προς νότον της Λογγάς).
3. Η κατά το έτος 1916 εν Λεπρέω της Τριφυλίας (Curtins ε.α. σ.83 σημ.89) δι’ εμού δαπάναις του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών ενεργηθείσα ανασκαφή απεκάλυψε, πλήν άλλων, και τρεις παρ’ άλλήλους ειμένους αρχαιότατους ναούς. Οι δύο εκ τούτων σύγκεινται εκ προνάου εξ ισομεγέθους πως δευτέρου διαμερίσματος και εκ τρίτου υπερδιπλάσιου τμήματος. Ο τρίτος και μείζων ναός ομοιάζει πως προς τον εν Λογγά ναόν Δ. ενδέχεται ότι προέρχεται εκ του προνάου, και θραύμα πηλίνης αρχαϊκής σίμης κεχρισμένης μελάνι χρώματι μετά ίχνους λευκής διακοσμήσεως (Εικ.9). Προστιθεμένου και των ευρημάτων τούτων προς τα λοιπά εξάγεται ότι έχομεν ενταύθα ναόν κατασκευασθέντα δια λίθων και πηλού και ξυλίνου θριγκού μετά πηλίνης επενδύσεως και αρχαϊκωτάτων κεραμίδων. Πήλινα δε τινά αγγεία των λεγομένων Λακωνικών η Κυρηναϊκών (αριθ.53,55,56) ευρεθέντα ενταύθα και η ευτελής τοιχοδομία και οι ανωτέρω λόγοι αναβιβάζουσι την οικοδόμησιν του ναού μέχρι του -8ου τουλάχιστον αιώνος.
Ο άξων του ναού τούτου ακολουθεί γραμμήν βαίνουσαν από του βυρειο- δυσμικού προς το νοτανατολικόν σημείον του ορίζοντος, έχει δηλαδή την αυτήν περίπου κατευθύνσιν προς το κτίριον Ε (Εικ.7).
4. Είναι ταύτα πήλινα δισκοειδή κατασκευάσματα διαμέτρου 0,06-0,08 μετά μικράς επί του κέντρου κατακορύφου αποφύσεως ως λαβής. Δια την ομοιότητα προς τα σήμερον εν χρήσει παρά τω λαώ πήλινα καλύμματα πήλινων αγγείων προς συλλογήν ύδατος, ονομάζω ταύτα καλυμμάτια των κοινών αρχαίων στενών αμφορέων.
5. Μόνον μικρόν μέρος τούτου διετήρησα παρά την βορειοανατολικήν γωνίαν του χώρου α β.
6. Μεταγενέστεροι τάφοι σεσυλημένοι ανευρέθησαν και εν τω βορείω άκρω του ιερού.
7. Ταύτα είναι πήλινοι κοίλοι κύλινδροι ισχυρώς και αυλακοειδώς συνεσταλμένοι εν τω μέσω, ύψους δε και διαμέτρου άνω και κάτω 0.10-12 περίπου. Επί των κυλίνδρων τούτων εδραζομένη θαυμασίως η βάσις των εχόντων ταύτην ως την κορυφήν απίου κοινών πήλινων άχρων αμφορέων παρείχε τω αγγείω την άλλως δυσχερώς επιτυγχανομένην σταθερότητα. Δια τούς λόγους τούτους εχαρακτήρισα ως υπόβαθρα τούς άνω κυλίνδρους, μη φανταζόμενος άλλην αυτών χρήσιν.
6. Μεταγενέστεροι τάφοι σεσυλημένοι ανευρέθησαν και εν τω βορείω άκρω του ιερού.
7. Ταύτα είναι πήλινοι κοίλοι κύλινδροι ισχυρώς και αυλακοειδώς συνεσταλμένοι εν τω μέσω, ύψους δε και διαμέτρου άνω και κάτω 0.10-12 περίπου. Επί των κυλίνδρων τούτων εδραζομένη θαυμασίως η βάσις των εχόντων ταύτην ως την κορυφήν απίου κοινών πήλινων άχρων αμφορέων παρείχε τω αγγείω την άλλως δυσχερώς επιτυγχανομένην σταθερότητα. Δια τούς λόγους τούτους εχαρακτήρισα ως υπόβαθρα τούς άνω κυλίνδρους, μη φανταζόμενος άλλην αυτών χρήσιν.
8. Το ισοπεδωμένον τούτο έδαφος διεκρίθη κατά την ανασκαφήν εκ της επ’ αυτού λατύπης.
9. Ανάλογον ανάγλυφον απέδωκαν και αι εν Κέρκυρα ανασκαφαί του παρ’ εμού αποκαλυφθέντος ναού της Γοργούς, ηυρέθη όμως υπό των Γερμανών αρχαιολόγων μετά την μετάθεσίν μου (Αρχ. Δελτίου 1915 παρ. σ.79).10 το τεμάχιον τούτο παρουσιάζει αναλογίας προς σιδηράν κορύνην εν Παρισίοις (Daremberg- Saglio, d. d. ant. I, έ.λ. clava σ.1237 κέ. Εικ.1583. Sitzungsberichte d. Wiener Ak. 1881 pi.VI), ης το άκρον φέρει διασταυρουμένας οξείας αιχμάς. Κατά τούτο θα ελεγέ τις ότι και το ημέτερον θραύμα θα είναι το άκρον ολοχάλκου λεπτού ροπάλου.
11. Πλείστα τοιαύτα ηυρέθησαν και εν τη ανασκαφή του Λεπρέου.
12 Αμφιδάλλων τις περί της υπάρξεως του σ του έκτου στίχου θα συνεπλήρου ίσως, βεβιασμένως πως κατ’ εμέ, και ούτω: Άπ]όλλον[ι κ]όρυθα αν]εθεκε τάνδ]ε Ενυάλι 5 ος] θεαρίον ος| Πραξία.