Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τους Μεσσηνίους 29 συνολικά φορές στο έργο του και πάντοτε μ’ ένα είδος ανυπόκριτου και συγκρατημένου θαυμασμού και έκδηλης συμπάθειας. Πουθενά δεν τους αναφέρει για κάτι απαράδεκτο, άνανδρο, άτιμο ή απάνθρωπο. Χωρίς να το λέει ποτε ρητά, αλλά με σαφήνεια για τον επαρκή αναγνώστη, που ξέρει να διαβάζη το «βαθύ κείμενο» ενός συγγραφέα, ο θαυμασμός και η εκτίμηση του ιστορικού συνοδεύουν τους Μεσσηνίους, από τη μιά πλευρά, για συνέπεια, ανδραγαθία και πολεμική αρετή και από την άλλη πλευρά η ειλικρινής συμπάθεια, γιατί ήταν ένας από τους πιό βασανισμένους λαούς της αρχαιότητας. Οπου όμως κι αν βρέθηκαν, στην προσφυγιά και τη διασπορά δεν έσκυψαν ποτέ το κεφάλι απέναντι στον προαιώνιο μισητό εχθρό, τους Σπαρτιάτες, που στάθηκαν η αιτία του εκπατρισμού και των συμφορών τους.
Ας θυμηθούμε εδώ ότι παρόμοιο μίσος έτρεφαν προς τους Σπαρτιάτες και οι είλωτες της Λακωνίας, αλλά αυτοί οι τελευταίοι ήταν ως επί το πλείστον μη-Δωριείς, τα υπολείμματα των εντοπίων, των οποίων οι πρόγονοι είχαν αντισταθή στους εισβολείς, γι' αυτό και όταν νικήθηκαν περιέπεσαν σε δουλεία -κατ' αντίθεση προς όσους μη-Δωριείς παραδόθηκαν αμαχητί και έγιναν «περίοικοι» σε ένα Status «μεταξύ ελευθέρων και δούλων». Ενώ, οι Μεσσήνιοι ήταν Δωριείς σαν τους Σπαρτιάτες, που υπέστησαν τις συνέπειες της επεκτατικής πολιτικής των Σπαρτιατών, οι οποίοι είδαν τη «Μακαρία» δηλ. τη Μεσσηνιακή πεδιάδα σαν τον ζωτικό τους χώρο γιά επέκταση και εκμετάλλευση.
Οπότε οι Μεσσήνιοι, που μετά τον λεγόμενο Δ ́ Μεσσηνιακό πόλεμο (έγινε στα μέσα της δεκαετίας -470/-460) είχαν εγκατασταθή από τους Αθηναίους στη Ναύπακτο (456/5), ένιωθαν προς τους ομαίμους δυνάστες τους την πίκρα και το μίσος του απόκληρου και διωγμένου αδελφού, όχι τα ανάλογα συναισθήματα του καταπιεσμένου υπηρέτη. Πρέπει επίσης να θυμηθούμε εδώ ότι σε μια Προ-χριστιανική κοινωνία σαν αυτή η δίκαιη εκδίκηση όχι μόνο επιτρεπόταν ηθικά, αλλά και επιβαλλόταν «μη ηττάσθε τών φίλων ταις ευποιίαις και τών έχθρών ταις κακοποιίαις» ήταν ο κανόνας. Τέλος πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονισθή ότι αυτοί οι Μεσσήνιοι της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου («οι εν Ναυπάκτω» ή «οι εκ της Ναυπάκτου Μεσσήνιοι» τους ονομάζει σταθερά ο Θουκυδίδης), κατά τρόπο μοναδικό ανάμεσα σ' όλες τις εθνότητες, που ενεπλάκησαν στη διαμάχη στο πλευρό των Αθηναίων ή των Σπαρτιατών, ήταν ήδη εξόριστοι και πρόσφυγες όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος και παρέμειναν στην ίδια κατάσταση και μετά τη λήξη του, λόγω φυσικά της τελικής νίκης των Σπαρτιατών. Και τα μεν βάσανα των Μεσσηνίων προσφύγων, μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου και εξής μέχρι την ίδρυση της Μεσσήνης από τον Επαμεινώνδα, έχω ερευνήσει και παρουσιάσει σε μιά παρόμοια ανακοίνωση με θέμα "Απηλλάγησαν εκ της Ελλάδος" (Η τύχη των αρχαίων Μεσσηνίων της διασποράς)1 στη διάρκεια του Α ́ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών. Σήμερα δε θα παρουσιάσω και θα σχολιάσω τα πιό ενδιαφέροντα περιστατικά της δράσεως των Μεσσηνίων στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως εκτίθενται από τον Θουκυδίδη και, συμπληρωματικά, από άλλες πηγές.
Στο τρίτο βιβλίο, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη στην Αμβρακία το 426/5, ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι σε κάποια μάχη ο στρατηγός «Μεσσηνίους πρώτους επίτηδες προύταξε και προσαγορεύειν εκέλευε Δωρίδα τε γλώσσαν ιέντας και τοις προφύλαξι πίστιν παρεχομένους, άμα δε και ου καθαρωμένους τη όψει νυκτός έτι ούσης»2. Φαίνεται ότι το στρατήγημα συνέβαλε αποφασιστικά στην έκβαση της μάχης, γιατί αμέσως μετά μαθαίνουμε ότι "Ως ούν επέπεσε τώ στρατεύματι αυτών, τρέπουσι, και τους μεν πολλούς αυτού διέφθειραν, οι δε λοιποί κατά τα όρη ές φυγήν ώρμησαν"3.
Η χρησιμοποίηση αυτή των Μεσσηνίων της Ναυπάκτου και η αξιοποίηση της Δωρικής τους γλώσσας σε νυχτερινή συμπλοκή Αθηναίων και Αμβρακιωτών, που ήταν Δωριείς επίσης, άποικοι των Κορινθίων, ώστε να επιφέρουν οι Μεσσήνιοι σύγχυση στις τάξεις των εχθρών, που λόγω του σκότους δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποιοι μιλούσαν (και προφανώς έδιναν παραπλανητικές οδηγίες, προτροπές και πληροφορίες το «προσαγορεύειν» τα περιλαμβάνει όλα), έχει προκαλέσει κάποιες απορίες. Ο A. W. Gomme π.χ. σχολιάζοντας το παραπάνω σχετικό χωρίο, παρατηρεί ότι "It would seem that there had been little change in idiom and pronunciation since very early times, if the Amprakiots could be so easily deceived; yet this is contrary to what we know of the Dorian, as well as of other Greek dialects"4.
Δεν μας εξηγεί όμως ο διάσημος ερευνητής τι ακριβώς εννοεί μ' αυτό το τελευταίο, ιδιαίτερα το λόγο για τον οποίο οι γνώσεις του στην αρχαία ελληνική διαλεκτολογία τον οδηγούν σ’ αντίθεση με την πληροφορία του Θουκυδίδη. Ειλικρινώς δεν βλέπω το λόγο ν’ απορή κανείς για το συμβάν, επικαλούμενος μάλιστα τη διαλεκτολογία, ιδιαίτερα αν λάβη υπόψη του ότι πρόκειται για ένα στρατήγημα (στρατηγικό τέχνασμα) βασισμένο στο ομώγλωσσο των δύο στρατών και ότι θα πρέπει οι Μεσσήνιοι, κατάλληλα οδηγημένοι και προετοιμασμένοι να προσποιήθηκαν και να μιμήθηκαν την προφορά και τους ιδιωματισμούς των αντιπάλων Δωριέων, πράγμα, που δεν είναι και τόσο δύσκολο5.
Το ομόφωνο, το στοιχείο δηλ. της γλωσσικής ταυτότητας, θα επανέλθη επανειλημμένως και με έμφαση στο 4ο βιβλίο. Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι στο ομόγλωσσο των Μεσσηνίων φυγάδων της Ναυπάκτου προς τους Λακεδαιμονίους βασίστηκε η σημαντική απόφαση των Αθηναίων να μεταφέρουν και να εγκαταστήσουν τους πιό ικανούς Μεσσηνίους στην Πύλο, την οποία είχαν κατακτήσει και οχυρώσει μετά τα εκεί επεισόδια του 425 (δηλ. μια γενιά ακριβώς μετά την απέλασή τους εκτός Πελοποννήσου) προκειμένου να λεηλατούν και να βλάπτουν την όμορη Λακωνική γη και τους κατοίκους της, πράγμα που θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν, εξηγεί ο Θουκυδίδης, και γιατί ήταν ομόγλωσσοί τους και γιατί θα δρούσαν ορμώμενοι από την παλιά πατρίδα, αφού η Πύλος και στο παρελθόν ανήκε στη Μεσσηνία, όπως με έμφαση τονίζει ο ιστορικός: «Γης γαρ Πύλου φυλακήν κατεστήσαντο [sic. Αθηναίοι], και οι εκ της Ναυπάκτου Μεσσήνιοι ώς ές πατρίδα ταύτην (έστι γαρ ή Πύλος της Μεσσηνίδας ποτέ ούσης γης) πέμψαντες σφών αυτών τους επιτηδειοτάτους ελήζοντότε την Λακωνικήν και πλείστα έβλαπτον ομόφωνοι όντες»6.
Οι Σπαρτιάτες αντιμετωπίζουν τους αποβιβασθέντες Αθηναίους στην Σφακτηρία |
Εδώ αξίζει να μας απασχολήση η γνώμη του Gomme πάλι, ο οποίος σχολιάζοντας τα παραπάνω, παρατηρεί: «Οπωσδήποτε δεν μιλούσαν Δωρικά όλοι οι είλωτες ίσως μάλιστα μετά την τελευταία εξέγερση εννοεί τον λεγόμενο 4ο Μεσσηνιακό πόλεμο αυτοί ήταν μια μικρή μόνο μειονότητα και ότι αυτοί οι μή-Δωρικής καταγωγής (Μεσσήνιοι είλωτες) θα μπορούσαν να διακριθούν προφανώς ακόμη από τη διάλεκτο, που μιλούσαν». Συμφωνώ ότι δεν μιλούσαν όλοι Δωρικά. Αλλά από πουθενά δεν φαίνεται πιθανό ότι αυτοί που μιλούσαν Δωρικά αποτελούσαν μικρή μόνο μειονότητα. Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία εδώ είναι, το ότι ο Gomme λέγοντας τα παραπάνω δείχνει να μην είχε ακόμη διαβάσει την επόμενη πληροφορία του Θουκυδίδη, που εμείς είδαμε προηγουμένως, ότι δηλ. για το σκοπό αυτό οι Αθηναίοι θα χρησιμοποιούσαν όχι τόσο ντόπιους μή-Δωριείς είλωτες της Μεσσηνίας όσο επίλεκτους (τους «επιτηδειοτάτους» λέει το κείμενο) Μεσσηνίους της Ναυπάκτου. Αυτό που ο Θουκυδίδης έχει στο νου του στο σημείο αυτό και το διατυπώνει διά στόματος Δημοσθένη είναι η συμπληρωματική πληροφορία του παραπάνω χωρίου, που αποτελεί και ιστορικό γεγονός, όχι μόνο επιχείρημα.
Το αποτέλεσμα πάντως ήταν πολύ θετικό. Αυτό που ο στρατηγός Δημοσθένης σκεφτόταν για τους Μεσσήνιους πρόσφυγες στο IV.3.3. και πραγματοποίησε στο ΙV.41.2 έχοντας την ανάλογη θετική εμπειρία της Αμβρακίας, κατεθορύβησε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι, κατά τη διατύπωση του Θουκυδίδη, "αμαθείς όντες έν τώ πριν χρόνω ληστείας και του τοιούτου πολέμου, τών τε Ειλώτων αυτομολούντων και φοβούμενοι μη και επί μακρότερον σφίσι τι νεωτερισθή των κατά την χώραν, ου ραδίως έφεραν, αλλά καίπερ ου βουλόμενοι ένδηλοι είναι τοις Αθηναίοις, επρεσβεύοντο παρ' αυτούς και εμπειρώντο την τε Πύλον και τους άνδρας κομίζεσθαι. Οι δε [sc. Αθηναίοι] μειζόνων τε ωρέγοντο και πολλάκις φοιτώντων αυτούς άπρακτους απέπεμπον"10.
Από το απόσπασμα αυτό μαθαίνουμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στον τομέα των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας. Εδώ το κείμενο απαιτεί περισσότερο ερμηνεία παρά μετάφραση και ο ρόλος της διαλεκτικής χρήσεως της Δωρικής γλώσσας από τους Μεσσηνίους ως όπλου κατά των Λακεδαιμονίων βγαίνει περισσότερο συμπερασματικά κατά λογική αναγκαιότητα και λιγότερο από ρητή πληροφόρηση. Πιο συγκεκριμένα. Ο φόβος των Σπαρτιατών από την αυτομολία των ειλώτων «μη και επί μακρότερον σφίσι τι νεωτερισθή τών κατά την χώραν», σημαίνει ότι υπολόγιζαν πώς οι εκεί Μεσσήνιοι μαχητές μπορούσαν να επηρεάσουν σοβαρά σε λιποταξία τους Λάκωνες είλωτες και να γενικευθεί το κακό για τους Σπαρτιάτες. Και εδώ φυσικά έγκειται το ότι άφησε τα δυό χωρία σχεδόν αυτολεξεί διατυπωμένα. Πιστεύω όμως ότι και τότε δεν θα άλλαζε το κείμενό του πάρα πολύ, γιατί κατά ένα μέρος ήθελε να δώση έμφαση στο γεγονός της γειτνιάσεως και της ομογλωσσίας ως αποτελεσματικού παράγοντα φθοράς του εχθρού με ληστείες και παρακίνηση των ειλώτων σε εξέγερση, δηλ. με ένα είδος δράσης agit. prop. (agitatio et propaganda). Συνεπώς και οι λέξεις, που επαναλαμβάνονται εδώ, φαίνεται να είναι γνήσιες και μάλλον δεν μπορούμε να αγανακτήσουμε φιλολογικά, όπως έκανε ο Οράτιος για τον Όμηρο, ότι και ο Θουκυδίδης κάποτε κοιμάται11.
Οι ελαφρά οπλισμένοι Αθηναίοι επιτίθενται στους Σπαρτιάτες στην Σφακτηρία |
Αν κρίνουμε όμως από το τελικό αποτέλεσμα αυτού του επεισοδίου, φαίνεται ότι, παρά τους παραπάνω υπολογισμούς του Δημοσθένη και τους φόβους των Σπαρτιατών, η κατοχή και φρούρηση της Πύλου και η δράση των Μεσσηνίων μικρή μόνο δυσμενή επίδραση είχε στην εξέγερση των Λακώνων ειλώτων και στην ασφάλεια των Σπαρτιατών. Ο Gomπne ως εξήγηση του φαινομένου προτείνει, εύστοχα κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι οι Μεσσήνιοι ακρίτες δεν μπόρεσαν τελικά να κινήσουν σε λιποταξία πολλούς Λάκωνες είλωτες, γιατί δεν πρέπει να είχαν και μεγάλες συμπάθειες ανάμεσα στους μή-Δωριείς είλωτες της Λακωνικής, αφού παλαιά και οι ίδιοι οι Μεσσήνιοι είχαν υποτάξει και καταπιέσει τον ντόπιο μη-Δωρικό κόσμο της Μεσσηνίας κατά την αρχική κατάκτηση της Πελοποννήσου. Αφ' ετέρου, συνεχίζει, γιατί μετά την καταστολή της τελευταίας εξεγέρσεως των ειλώτων (πιθανόν κυρίως Μεσσηνίων) η σημασία της γειτνιάσεως και της ομογλωσσίας ήταν μειωμένη.
Ως προς το κείμενο τώρα του Θουκυδίδη στο παραπάνω χωρίο (IV.41.3) είναι άξια φιλολογικής προσοχής τα εξής: Πρώτον ότι προτάθηκε τον Stephanus ως διόρθωση ή ως varia lectio αντί του "αμαθείς" το "απαθείς", την οποία βεβιασμένα αποδέχεται και ο Gomme με το επιχείρημα ότι "αμαθείς is a word of the wrong colour here" και προβάλλοντας προς το «απαθέες εόντες πόνων» του Ηροδότου12. Θα αντιπαρατηρούσε κανείς ότι, επειδή οι εκφράσεις απαθής ή αμαθής+γεν. είναι πολύ κοινές, και με την ίδια περίπου σημασία, η ύπαρξη της μιάς σ' έναν συγγραφέα δεν αποδεικνύει καθόλου την ύπαρξή της ή μη σ' έναν άλλο. Επίσης ότι το θέμα του «χρώματος» ως υφολογικού στοιχείου είναι εδώ άσχετο, γιατί αυτό που με σαφήνεια δηλώνει ο Θουκυδίδης είναι ότι οι Σπαρτιάτες στιβαροί οπλίτες καθώς ήταν και μαθημένοι εξ απαλών ονύχων σε μάχες εκ του συστάδην, ήταν άπειροι (αμάθητοι δηλ.) άρα ευάλωτοι σε τέτοιου είδους πόλεμο, σε ληστρικές επιδρομές δηλ. όπως υποτίθεται ότι θα ήταν η δράση των Μεσσηνίων σ' αυτήν την όμορη μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας περιοχή. Συνεπώς τό κείμενο δεν φαίνεται ότι χρειάζεται διόρθωση.
Δεύτερον, όλοι οι νεότεροι σχολιαστές συμπεριλαμβανομένων και των Classen-Steup και του Gomme ορθώς βλέπουν εδώ «μια ένδειξη ότι έλειψε από τον Θουκυδίδη η ευκαιρία να αναθεωρήση το κείμενό του, αν βέβαια οι λέξεις είναι γνήσιες, και ότι η έκφραση «ομόφωνοι όντες», που επαναλαμβάνεται από το IV.3.3, δεν πρέπει να μας εκπλήσση13. Συμφωνώ ότι, αν ο Θουκυδίδης είχε το χρόνο να ξαναδή το γραπτό του, θα έβλεπε ότι δεν υπήρχαν πια στη Λακωνία πολλοί Μεσσήνιοι που μιλούσαν τη Δωρική διάλεκτο και οι περισσότεροι από αυτούς θα είχαν πιθανότατα απομακρυνθή από την πατρική τους γή σ' άλλα σημεία της Λακωνικής.
Σύμφωνοι, σε γενικές γραμμές. Υπάρχει όμως και ένα άλλο συμπέρασμα, που εξάγεται ex eventu, όπως πρέπει να κρίνωνται τα γεγονότα στην Ιστορία. Το γεγονός δηλ. ότι οι Σπαρτιάτες, επειδή ταράχτηκαν στην αρχή, άσχετα αν δεν επαληθεύτηκαν οι φόβοι τους, άρχισαν να στέλνουν συχνές πρεσβείες στην Αθήνα και να ζητούν επίμονα ειρήνη με μόνο αντάλλαγμα την επιστροφή των αιχμαλώτων της Σφακτηρίας. Και αυτό είναι ένα πραγματικό αποτέλεσμα, που επηρέασε μάλιστα σημαντικά ολόκληρη την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, τον Δεκαετή ή Αρχιδάμειο λεγόμενο πόλεμο. Γιατί τα επεισόδια της Πύλου και η εκεί αιχμαλώτιση επίλεκτων Σπαρτιατών και άλλων Πελοποννησίων παρ' ολίγο να προκαλέση την οριστική λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου με νικητές τους Αθηναίους και με μόνο όρο των Σπαρτιατών την απόδοση των αιχμαλώτων. Αλλά οι Αθηναίοι υπό τον Κλέωνα «μειζόνων τε ωρέγοντο», μέχρι που τα έχασαν όλα στο τέλος. Και ο Αριστοφάνης, που όταν δεν αστειεύεται, σοβαρολογεί δεινώς, στους Ιππής απηχεί τις άγονες διπλωματικές αποστολές των Σπαρτιατών στην Αθήνα και την αποπομπή τους από τους Αθηναίους. «Αρχεπτολέμου δε φέροντος/ την ειρήνην εξεσκέδασας, τας πρεσβείας τ’ απελαύνεις / εκ της πόλεως ραθαπυγίζων, αί τας σπονδάς προκαλούνται»14.
Και κάτι ακόμη που αξίζει να τονισθή. Όταν ο Δημοσθένης κατέφυγε στην Πύλο, λόγω τυχαίας κακοκαιρίας, καθώς έπλεε προς τη Σικελία15, πρότεινε αμέσως στους συστρατήγους του ν' αρχίσουν την οχύρωση του τόπου, αυτοί του απάντησαν ειρωνικά (κι αυτό είναι από τα πολύ λίγα ανεκδοτολογικά στοιχεία στο έργο του Θουκυδίδη) ότι, αν θέλει να δαπανά άσκοπα δημόσια χρήματα, υπάρχουν πολλά ακρωτήρια αφρούρητα στην Πελοπόννησο: «Οι δε πολλάς έφασαν είναι άκρας ερήμους της Πελοποννήσου, ήν βούλη ται καταλαμβάνων την πόλιν δαπανάν»16. Φαίνεται όμως πιθανότατο ότι η εμμονή αυτή του Δημοσθένη δεν ήταν τυχαία, αλλά οφειλόταν στις διαβουλεύσεις, που είχε κάνει με τους Μεσσηνίους της Ναυπάκτου, που τον είχαν, όπως είδαμε, βοηθήσει στην προηγούμενη εκστρατεία του στην Ακαρνανία. Αυτοί κατά πάσα πιθανότητα τον είχαν συμβουλεύσει ιδιαίτερα και εμπιστευτικά για τις στρατηγικές δυνατότητες, που παρουσίαζε ο τόπος για δράση, αν χρησιμοποιούσε μάλιστα προς τούτο τους ίδιους, που γνώριζαν τα μέρη αυτά από τα νιάτα τους ή τα παιδικά τους χρόνια πριν από μια περίπου γενιά, αφότου εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους. Και ακριβώς αυτές οι συμβουλές των Μεσσηνίων θα ήταν που τον οδήγησαν στην ανάληψη της σπουδαιότατης αυτής επιχειρήσεως στην Πύλο, που οδήγησε σε μεγάλη συμφορά των Σπαρτιατών. Ο Δημοσθένης πρέπει να επείσθη, γιατί είχε δοκιμάσει την αξιοπιστία και την ικανότητα των Μεσσηνίων συμβούλων του. Έτσι, επειδή καμιά φορά «κάλλιον τύχη στρατηγεί», ο αρχικός στρατηγικός στόχος (η αξιοποίηση δηλ. των Μεσσηνίων και της Δωρικής γλώσσας τους) ξεπεράστηκε σε σημασία από το αναπάντεχο γεγονός της αιχμαλωσίας των ευγενών Σπαρτιατών και άλλων Πελοποννησίων με μεγάλες συνέπειες γιά την τύχη του όλου πολέμου.
Η Νίκη του Παιωνίου. Το άγαλμα στήθηκε στην Ολυμπία από τους Μεσσήνιους και Ναυπάκτιους σε ανάμνηση των γεγονότων του -425 |
Ας δούμε όμως και τη συνέχεια των παραπάνω επεισοδίων με πρωταγωνιστές τους Μεσσήνιους πρόσφυγες. Η δράση των Μεσσηνίων στην Πύλο κατά των Λακώνων συνεχιζόταν κανονικά με ληστείες, δολιοφθορές και καταδρομές μέχρις ότου το θέρος του 421, στη διάρκεια της λεγόμενης «Ειρήνης του Νικία» οι Σπαρτιάτες, με έντονα διπλωματικά διαβήματα, έπεισαν τους Αθηναίους να απομακρύνουν από την Πύλο τους Μεσσηνίους και τους άλλους είλωτες και όσους είχαν αυτομολήσει από τη Λακωνική και να τους εγκαταστήσουν στα Κράνια της Κεφαλλωνιάς17.
Διόμιση χρόνια αργότερα, το χειμώνα του 419/8, οι Αθηναίοι μετά από πιέσεις των Αργείων, «Αλκιβιάδου πείσαντος», κατήγγειλαν τη Σπάρτη ότι παραβιάζει τις συνθήκες της ειρήνης και μ' αυτό το πρόσχημα έφεραν πίσω στην Πύλο όσους Μεσσήνιους και άλλους είλωτες είχαν εγκαταστήσει στην Κεφαλλωνιά με τον ρητό σκοπό να βλάπτουν τους Λακεδαιμονίους, όπως και πριν18. Αυτή η τελευταία κίνηση έγινε στο πλαίσιο της λεγόμενης «Πελοποννησιακής πολιτικής» του Αλκιβιάδη, που θα καταλήξη το επόμενο θέρος στην περίφημη δεύτερη μάχη της Μαντινείας (του 418). Αργότερα, το θέρος του 416, οι Σπαρτιάτες, έχοντας υποστή σοβαρές απώλειες από τη δράση των Μεσσηνίων στην Πύλο, δεν εθεώρησαν μεν τα συμβαίνοντα ως casus belli, ώστε να αρχίσουν ανοιχτές εχθροπραξίες παραβιάζοντας την ειρήνη, εξέδωσαν όμως προκήρυξη ότι, όποιος ήθελε, μπορούσε ατιμωρητί να ληστεύη και βλάπτη τους Μεσσηνίους καθώς και τους τυχόν Αθηναίους που βρίσκονταν και δρούσαν στην Πύλο19. Εδώ είναι η πρώτη φορά που ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τον όρο «οι εκ της Πύλου Αθηναίοι», αντι των Μεσσηνίων. Εννοεί όμως σαφέστατα τους Αθηναίους εκπαιδευτές ή καθοδηγητές των Μεσσηνίων, που δρούσαν στην περιοχή20.
Ανδρέας Παναγόπουλος
Επ. Καθηγητής Πανεπ. Αθηνών
"Οι Μεσσήνιοι στον Θουκιδίδη"
Πρακτικά Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 1989.
1. Πεπραγμένα του Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ΙΙ, Αθήνα 1976, 300-307.
2. IIΙ. 112.4.
3. III. 112.5.
4. H.C.T., on III. l12.4.
5. Για ένα σύγχρονό μας στρατήγημα, βασισμένο στην εκμετάλλευση τής γλώσσας, βλ. Πεπραγμένα (έ.ά, σημ.), σ.303, σημ.4.
6. IV, 41.2.7. IV. 3.3. O Gomme ορθώς σχολιάζει: «This could not have been of much advantage if the neighbourhood over a large area was uninhabited at the time).
8. H.C.T., ad. loc.
9. IV. 41.2.
10. IV. 41. 3-4.
l1. Ars Poetica, 359: «Indignor quandoque bonus dormitat Homerus ».
12. VI. 12.2.
13. H.C.T., ad. loc.
14. 794-6.
15. IV. 3.1-2.
16. IV. 3.3. Και τό «ερήμους» δεν σημαίνει εδώ ότι ήταν άκατοίκητα, αλλά άφύλακτα, αφρούρητα αλλιώς δεν θα είχε νόημα ή πληροφορία του IV. 3.3 "πλείστ αν βλάπτειν."
17. V. 35.7 .
18. V. 56.3.
19. V. 115.3.
20. Γι' αυτό δεν είναι αναγκαία ή διόρθωση του Κruger, που όβελίζει τό «Αθηναίοι». Το ίδιο επαναλαμβάνεται στο VII. 18.3.
21. VII. 31.2
22. VII. 57.8,