.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Nαός Αγίου Νικολάου, Μεσόρουγα Αλαγονίας

Σταυρούλα Παπανικολοπούλου
"O ναός του Αγίου Νικολάου στη Μεσόρουγα Αλαγονίας: Τα ανασκαφικά ευρήματα"


Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στη Μεσόρουγα Αλαγονίας2, στις νοτιοδυτικές υπώρειες του Ταϋγέτου, σε απόσταση περίπου 30 χλμ. από την πόλη της Καλαμάτας (Εικ.1, 2α, β)3. Είναι κτισμένος σε πλάτωμα με απότομη κλίση, ενώ ισχυρός αναλημματικός τοίχος, που ενισχύεται με πλατιές αντηρίδες, συγκρατεί το έδαφος κατά μήκος της δυτικής παρειάς του πλατώματος. Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα ο ναός λειτουργούσε ως ενοριακός, ενώ ο αύλειος χώρος του, σύμφωνα με τους κατοίκους, είχε χρησιμοποιηθεί ως νεκροταφείο. Στα νότια του ναού σώζεται το σπίτι του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Προκοπίου Πελεκάση, που γεννήθηκε στην Αλαγονία το 1734 4.
Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλο5, με τρίπλευρη αψίδα εξωτερικά στα ανατολικά του αντίστοιχου σταυρικού σκέλους (Εικ.1). Σε μεταγενέστερη εποχή προστέθηκε μικρό κτιστό κωδωνοστάσιο στο δυτικό πέρας της αντίστοιχης κεραίας του σταυρού. Η πρόσβαση στον ναό εξασφαλίζεται από δύο θυραία ανοίγματα, στο δυτικό και στο νότιο σταυρικό σκέλος αντίστοιχα. Τα περισσότερα από τα φωτιστικά ανοίγματα του ναού έχουν υποστεί μετασκευές, ενώ τα μεγάλα ορθογώνια παράθυρα του τρούλου και των σταυρικών σκελών έχουν διανοιχτεί εκ των υστέρων.
Στο μνημείο αναγνωρίζονται τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις. Η ανέγερση του μπορεί να τοποθετηθεί βάσει μορφολογικών και κατασκευαστικών κριτηρίων στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα6. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ο τρούλος και τα σταυρικά σκέλη υπέστησαν ευρείας κλίμακας μετασκευή, ενδεχομένως εξαιτίας καθίζησης που φαίνεται ότι προκάλεσε σοβαρές βλάβες στο μνημείο7. Αμέσως μετά φιλοτεχνήθηκαν οι σωζόμενες σήμερα τοιχογραφίες8 (Εικ.3α, β), ενώ λίγο μεταγενέστερα προστέθηκαν τα σφενδόνια για την περαιτέρω ενίσχυση του τρούλου. Η τρίτη κύρια οικοδομική φάση, η οποία χρονολογείται το 1836, σύμφωνα με χάραγμα στο ανώφλι της νότιας θύρας, περιλαμβάνει μικρότερης κλίμακας επεμβάσεις, κυρίως στο δυτικό σταυρικό σκέλος και στα θυραία ανοίγματα του μνημείου. Ήσσονος σημασίας επισκευές πραγματοποιήθηκαν στο κτίσμα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα9. Ο ναός διατηρεί ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα10, δεσποτικές εικόνες του 17ου–18ου αιώνα11 (Εικ.3γ), δύο χάλκινα μανουάλια του 1785 και στασίδια των μέσων του 19ου αιώνα.


Στο πλαίσιο του έργου «Αποκατάσταση ναού Αγίου Νικολάου στη Μεσόρουγα Αλαγονίας»12, που υλοποιήθηκε με αυτεπιστασία από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας την περίοδο 2011–2015, πραγματοποιήθηκαν, εκτός από τις εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης του κελύφους του ναού, και ανασκαφικές εργασίες στο εσωτερικό και στον περιβάλλοντα χώρο του.
Συγκεκριμένα, υλοποιήθηκαν εργασίες εξυγίανσης του πλακόστρωτου με σχιστόπλακες δαπέδου στο εσωτερικό, καθώς και εργασίες αποχωμάτωσης στον περιβάλλοντα χώρο, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες διαμόρφωσής του.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα μικρό κοιμητήριο, οι τάφοι του οποίου χωροθετούνταν σε όλο τον ναό εσωτερικά εκτός από τον χώρο του ιερού, πρακτική συνήθης στους βυζαντινούς χρόνους13, αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο του14 (Εικ.1, 4). Ανασκάφηκαν συνολικά 21 τάφοι, εκ των οποίων 17 στο εσωτερικό του ναού και τέσσερις εξωτερικά αυτού, που ακολουθούν τη συνήθη τυπολογία της βυζαντινής περιόδου15. Πρόκειται για 17 κιβωτιόσχημους, τρεις λακκοειδείς και μία ελεύθερη ταφή16. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι ήταν κατασκευασμένοι με μεγάλου ή μετρίου μεγέθους σχιστόπλακες, κάθετα τοποθετημένες στα πλευρικά τοιχώματα, κατά κύριο λόγο χωρίς τη χρήση συνδετικού υλικού. Σε μερικούς τάφους απουσίαζαν οι πλευρικοί λίθοι στη μία ή και στις δύο στενές παρειές τους. Οι λακκοειδείς τάφοι αποτελούνταν από απλό αβαθές ορθογώνιο ή ελλειψοειδές όρυγμα17. Λακκοειδής ήταν και ο δίδυμος τάφος18, ο οποίος χωριζόταν με μία μεγάλη, κάθετα τοποθετημένη, σχιστόπλακα. Στην πλειονότητά τους οι τάφοι καλύπτονταν με μεγάλες καλυπτήριες πλάκες, ενώ ως δάπεδο χρησιμοποιόταν ο φυσικός βράχος. Το σύνολο των τάφων ήταν πιθανότατα ασύλητο και κανένας δεν έφερε κτερίσματα. Η απουσία ήλων εντός των τάφων υποδηλώνει την απουσία ξύλινων φέρετρων19. Η τοποθέτηση των νεκρών ακολουθεί τη συνήθη πρακτική, σύμφωνα με τους χριστιανικούς συμβολισμούς, σε ύπτια θέση με το κεφάλι στραμμένο προς την Ανατολή και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος20, ενώ σε ελάχιστες ταφές το κεφάλι ήταν ακουμπισμένο σε λίθο-τίκλα21. Κάθε τάφος περιείχε έναν μόνο νεκρό. Εξαίρεση αποτελεί ο Τάφος 1, στα βόρεια του δυτικού σταυρικού σκέλους, από τον οποίο περισυλλέχθηκαν 14 κρανία και οστά πιθανότατα αντίστοιχου αριθμού σκελετών22. Στον νότιο τοίχο του ίδιου τάφου διαμορφωνόταν κτιστή τετράγωνη εσοχή, στην οποία δεν βρέθηκε κάποιο κτέρισμα. Στον περιβάλλοντα χώρο του ναού, εκτός από τους διαμορφωμένους τάφους, εντοπίστηκε ικανός αριθμός οστών διάσπαρτων ανακατεμένων με χώμα, προερχόμενων πιθανότατα από ταφές που απομακρύνθηκαν χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια κατά τη διάρκεια των εργασιών διαμόρφωσης του αύλειου χώρου του ναού.


Στον χώρο του ιερού, μετά την απομάκρυνση του σχιστολιθικού δαπέδου, ήρθε στο φως το παλαιότερο δάπεδο από πατητό κονίαμα, ίδιας σύστασης με αυτό που επιχρίει το κατώτερο τμήμα της Αγίας Τράπεζας. Το δάπεδο αυτό δεν βρέθηκε σε κανένα άλλο σημείο του ναού. Στα νότια του περιβάλλοντα χώρου, σε μικρή απόσταση από το σπίτι του Πελεκάση, οι εργασίες εξυγίανσης του δαπέδου αποκάλυψαν ποτιστική αύλακα επιμελώς κατασκευασμένη από σχιστόπλακες, η οποία εξυπηρετούσε τις ανάγκες της περιοχής (Εικ.1).
Η ανασκαφή στον ναό του Αγίου Νικολάου απέδωσε μικρή ποσότητα οστράκων κεραμικής, κεραμίδες, πλίνθους, μετάλλινα και γυάλινα αντικείμενα και νομίσματα διαφόρων περιόδων. Η πλειοψηφία των ευρημάτων προήλθε από την επίχωση που κάλυπτε τους τάφους και από τις εργασίες αποχωμάτωσης στον περιβάλλοντα χώρο του ναού. Εντοπίστηκε μικρή ποσότητα οστράκων αβαφούς-χρηστι-κής κεραμικής, ελάχιστα όστρακα εφυαλωμένων αγγείων των υστερο-βυζαντινών χρόνων23 (Εικ.5α), καθώς και όστρακα από πινάκια νεότερων χρόνων (18ος–20ος αιώνας) (Εικ.5β, γ). Αξίζει να σημειωθεί η εύρεση δύο τετράγωνων πλίνθων με αποτύπωμα χεριού μικρού παιδιού24 (Εικ.5δ).
Από τα μετάλλινα αντικείμενα ξεχωρίζουν ένα ενώτιο, τρεις πόρπες, πέταλα υποδημάτων, εξοπλισμός ζώων και εξαρτήματα ασφάλισης. Το αργυρό ενώτιο σε σχήμα ημισελήνου βρέθηκε στο κέντρο του ναού. Αποτελείται από δύο λεπτά, κυρτά ελάσματα που ενώνονται μεταξύ τους, ενώ δεν σώζεται ο ημικυκλικός κρίκος ανάρτησης που ασφάλιζε πιθανότατα με καβίλια (Εικ.6α).
Πρόκειται για ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο κοσμήματος κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο25. Οι τρεις σιδερένιες πόρπες ζώνης -μία κυκλικού, μία ημικυκλικού (Εικ. 6β) και μία ωοειδούς σχήματος- περισυλλέχθηκαν κατά τη διερεύνηση του δαπέδου του βόρειου σταυρικού σκέλους. Πρόκειται για απλούς και συνήθεις τύπους, που χρησιμοποιούνται ευρέως και με μεγάλη γεωγραφική και χρονική διασπορά26. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα είναι ένα χάλκινο κοχλιάριο, που βρέθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών εξυγίανσης του δαπέδου του ιερού βήματος27. Έχει κοιλότητα ωοειδούς σχήματος και στέλεχος τετράγωνης διατομής, που απολήγει σε κομβίο (Εικ.6γ). Στο άνω και κάτω τμήμα της λαβής, στο σημείο ένωσης με το στέλεχος και την κοιλότητα διαμορφώνονται αυλακώσεις. Το στέλεχος, λόγω της θέσης εύρεσης του, αποτελούσε πιθανόν λειτουργικό σκεύος, που χρησιμοποιείτο για τη Θεία Κοινωνία28. Πρόκειται για τύπο ιδιαίτερα διαδεδομένο, που χρονολογείται πιθανότατα στον 16ο αιώνα29.


Από τον Τάφο 1, στα βόρεια του δυτικού σταυρικού σκέλους, περισυλλέχθηκαν δύο πέταλα προστασίας υποδημάτων, ημικυκλικού σχήματος με συμφυή άγκιστρα στήριξης, που επιτρέπουν τη στερέωσή τους στη σόλα του υποδήματος30 (Εικ.6δ). Τα πέταλα αυτά προστίθενται στα πολυάριθμα πέταλα υποδημάτων που έχουν βρεθεί σε ανασκαφικές εργασίες και είχαν ευρεία χρήση κατά την υστεροβυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο31. Κατά τις εργασίες αποχωμάτωσης του περιβάλλοντος χώρου βρέθηκαν, επίσης, ένα πέταλο αλόγου και δύο ημιόνου. Στη Μεσόρουγα απαντούν δύο κατηγορίες πετάλων32: τα πέταλα ημικυκλικού σχήματος (Εικ.6ε)33 και τα συμπαγή πέταλα του λεγομένου «ανατολικού τύπου», που καλύπτουν ολόκληρη την οπλή του ζώου (Εικ.6στ)34. Και οι δύο κατηγορίες φέρουν οπές προσήλωσης στην επιφάνεια του ελάσματος, ενώ δεν σώζονται τα καρφιά της πρόσφυσης.
Πρόκειται για αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ευρέως έως και σήμερα35. Περισυλλέχθηκαν, επίσης, εξαρτήματα ασφάλισης, όπως κλείστρα θυρωμάτων, μάνταλα, εξαρτήματα κλειδαριών (Εικ.6ζ, η), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το επίμηκες στέλεχος κυλινδρικής διατομής που βρέθηκε στο κωδωνοστάσιο (Εικ.6θ). Πρόκειται για απλά και κοινά χρηστικά αντικείμενα, των οποίων η αξία δεν έγκειται στη χρησιμότητά τους για τη χρονολόγηση του περιβάλλοντος εύρεσής τους ή και την παρακολούθηση της τεχνολογικής εξέλιξης (λόγω της συνεχούς χρήσης τους), αλλά στις λειτουργίες που εξυπηρετούσαν. Τέλος, βρέθηκε πλήθος σιδερένιων καρφιών κοινού τύπου, μεσαίου και μικρού, κυρίως, μεγέθους, με στέλεχος τετραγωνικής διατομής και ευρεία κυκλική κεφαλή. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήλοι δεν βρέθηκαν εντός των τάφων, άρα προέρχονται πιθανότατα από θυρόφυλλα,
παραθυρόφυλλα και άλλες κατασκευές. Δύο μόνο παραδείγματα ήλων σε σχήμα Γ και στέλεχος τετράγωνης διατομής είχαν τον ρόλο συνδέσμων σε ξύλινες κατασκευές36.
Αρκετά ήταν και τα θραύσματα γυάλινων αντικειμένων που προήλθαν από τις ανασκαφικές εργασίες στο εσωτερικό του ναού και κυρίως από τον χώρο του ιερού βήματος και της πρόθεσης. Εντοπίστηκαν θραύσματα γυάλινων κανδηλών, μυροδοχείων και κανατών, που είναι δυνατό να τοποθετηθούν χρονολογικά κυρίως στους μεταβυζαντινούς χρόνους37 (Εικ.7).
Ανάμεσα στα ευρήματα ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα νομίσματα. Από το σύνολο του ανασκαμμένου χώρου περισυλλέχθηκαν εννέα νομίσματα που χρονολογούνται από τους βυζαντινούς χρόνους έως και τους νεότερους.
Συγκεκριμένα περισυλλέχθηκε ένα φθαρμένο αταύτιστο τορνέσιο του νομισματοκοπείου της Γλαρέντζας38, δύο νομίσματα οθωμανικών χρόνων39 και έξι νομίσματα νεότερων χρόνων40 (Εικ.8).


Οι ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στον ναό του Αγίου Νικολάου στη Μεσόρουγα Αλαγονίας, στο πλαίσιο του έργου της αποκατάστασης του μνημείου, έφεραν στο φως νέα ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία του. Οι τάφοι που ανασκάφηκαν ανήκαν πιθανότατα σε οργανωμένο χριστιανικό νεκροταφείο, που λειτουργούσε στον ναό από τους υστεροβυζαντινούς χρόνους έως και τον προηγούμενο αιώνα. Οι τάφοι είναι μεταγενέστεροι της ίδρυσης του ναού, ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, ενώ χρησιμοποιούνται είτε άπαξ είτε επανειλημμένα, όπως ο Τάφος 1, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του ναού. Ο προορισμός και η χρήση των τάφων στο εσωτερικό και στον περιβάλλοντα χώρο του ναού της Μεσόρουγας χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Μετά την έκδοση της ΝΓ΄ Νεαράς του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ απαντούν ταφές σε αυλές ναών και μοναστηριών αλλά και στο εσωτερικό των ναών41. Αρχικά, μέσα στον κυρίως ναό ενταφιάζονταν κληρικοί, ενώ στον νάρθηκα42 και στα πλάγια κλίτη επιτρεπόταν η ταφή και λαϊκών. Ήδη από τον 9ο αιώνα43 έχουμε μαρτυρίες για ταφική χρήση των πλάγιων χώρων των ναών, ενώ κατά τους βυζαντινούς αιώνες φαίνεται ότι καταργήθηκε ο περιορισμός της ταφής των λαϊκών μέσα στον ναό44. Η απουσία κτερισμάτων ή άλλων αντικειμένων στους τάφους στο δάπεδο και στον περιβάλλοντα χώρο του ναού δεν μας επιτρέπει να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για τυχόν αξιώματα των νεκρών και για το αν ήταν λαϊκοί. Επίσης, τα ανασκαφικά δεδομένα δεν τεκμηριώνουν με ασφάλεια τη χρήση του ναού της Μεσόρουγας ως χώρου ταφής επιφανών λαϊκών, ενώ το σωζόμενο δάπεδο δεν διασώζει κάποιο ενδεικτικό στοιχείο διάκρισης των υποκείμενων τάφων. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε είναι ότι ο ναός και ο περιβάλλων χώρος του χρησιμοποιήθηκαν ως νεκροταφείο χωρίς να ακολουθείται οργανωμένο σχέδιο.
Άλλωστε, νεκροταφεία αναπτύσσονται συχνά γύρω από ναούς, άλλοτε ιδρυμένους ad hoc κι άλλοτε χτισμένους στα ερείπια παλαιότερων45.
Λόγω της έλλειψης κτερισμάτων η χρονολόγηση των τάφων δεν είναι καθόλου εύκολη46. Το φράγκικο νόμισμα που βρέθηκε λίγο πάνω από τις καλυπτήριες πλάκες των τάφων του βόρειου σταυρικού σκέλους, αλλά και το οθωμανικό από τις εργασίες στο δάπεδο του δυτικού σταυρικού σκέλους δεν συμβάλλουν στην ακριβέστερη χρονολόγηση των τάφων. Παράλληλα, τα λιγοστά ευρήματα που περισυλλέχθηκαν κυρίως από τον χώρο του ιερού βήματος καλύπτουν μια ευρεία χρονική περίοδο, μαρτυρώντας τη διαχρονική χρήση του χώρου. Το νεκροταφείο, μεταγενέστερο της ίδρυσης του ναού, θα πρέπει να ήταν σε χρήση έως και τον 20ο αιώνα, ενώ είναι πιθανό οι τάφοι να χρησιμοποιούνταν για περισσότερες από μία γενιές.


Σταυρούλα Παπανικολοπούλου
"O ναός του Αγίου Νικολάου στη Μεσόρουγα Αλαγονίας: Τα ανασκαφικά ευρήματα"1
Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 3. Πρακτικά της Γ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 2-5 Ιουνίου 2021. Επιστημονική επιμέλεια: Μαρία Ξανθοπούλου- Ευγενία Γιαννούλη- Ελένη Ζυμή- Αιμιλία Μπάνου- Χρυσάνθη Παπαδοπούλου. Καλαμάτα 2024. Σελ: 711

1 Στην ανασκαφή συμμετείχε η γράφουσα στο πλαίσιο του έργου «Αποκατάσταση ναού Αγίου Νικολάου στη Μεσόρουγα Αλαγονίας», που υλοποιήθηκε με αυτεπιστασία από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, μέσω ΕΣΠΑ, την περίοδο 2011-2015. Η σχεδίαση των τάφων έγινε από τη γράφουσα, την αρχιτέκτονα μηχανικό Σίσσυ Αγγελοπούλου και τη σχεδιάστρια της ΕΦΑ Κυκλάδων Μαρίνα Γεωργούντζου. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας Δρ. Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά και τον τμηματάρχη Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και Μουσείων Δρ. Μιχάλη Κάππα για την άδεια μελέτης και δημοσίευσης του υλικού. Θερμές ευχαριστίες οφείλω και στην καλή φίλη και συνάδελφο Δρ. Ελένη Μπαρμπαρίτσα για τις πολύτιμες συμβουλές και την υποστήριξή της, αλλά και στους φίλους και συναδέλφους Ε. Ψαρρό και Κ. Γερολύμου.
2 Ο συνοικισμός της Μεσόρουγας μαζί με τον Πάνω Μαχαλά υπάγονται μέχρι και σήμερα στην Αλαγονία, χωριό που γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο.
3 Η πρώτη αναφορά στο μνημείο γίνεται το 1936 από τον Α. Μασουρίδη (Μασουρίδης 1936, 241-242). Στο Αρχαιολογικό Δελτίο του 1971 δημοσιεύεται σύντομη αναφορά από την επιμελήτρια Ε. Κουνουπιώτου, στο πλαίσιο της περιγραφής των εργασιών που εκπόνησε συνεργείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στον ναό (Κουνουπιώτου 1971, 193, πίν. 176β). Το 1998 πραγματοποιήθηκε ανακοίνωση από τον Γ. Δημητροκάλλη (Δημητροκάλλης 1998α, 19-20), τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στον Β΄ τόμο των μνημείων της Μεσσηνίας που εξέδωσε η Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας (Δημητροκάλλης 1998β, 201-242). Τέλος, το 2015 εκδόθηκε ενημερωτικό φυλλάδιο για τον ναό από την ΕΦΑ Μεσσηνίας.
4 Δημητροκάλλης 1998β, 202, υποσημ. 2.
5 Δημητροκάλλης 1998β, 201-242.
6 Η μορφή και ο τρόπος κατασκευής του κεραμοπλαστικού διακόσμου σε τμήμα του τυμπάνου του τρούλου και στα αετώματα του βόρειου και του νότιου σταυρικού σκέλους συμβάλλουν στη χρονολόγηση του ναού στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα, κυρίως λόγω του ότι παρουσιάζει στενές αναλογίες με μνημεία της επικράτειας του Μυστρά (Αγία Σοφία Μυστρά, Αγία Παρασκευή Μυστρά, Άγιος Αθανάσιος Γερακίου κ.ά.). Για αναλυτική περιγραφή του κεραμοπλαστικού διακόσμου του ναού, βλ. Δημητροκάλλης 1998β, 210-218.
7 Terminus ante quem για την ακριβέστερη ένταξή της παρέχουν οι τοιχογραφίες, που έχουν χρονολογηθεί στο β΄ μισό του 17ου αιώνα (Δημητροκάλλης 1998β, 84).
8 Ο ζωγραφικός διάκοσμος του Αγίου Νικολάου περιορίζεται στον χώρο του ιερού βήματος και στον τρούλο. Ανήκει σε μία ενιαία φάση, η οποία βάσει εικονογραφικών και τεχνοτροπικών στοιχείων είναι δυνατό να χρονολογηθεί στον 17ο αιώνα (Δημητροκάλλης 1998β, 84).
9 Η πρώτη χρονολογείται κατά πάσα πιθανότητα το έτος 1957, σύμφωνα με χάραγμα πάνω σε σχιστολιθική πλάκα στη βορειοδυτική γωνία πεζουλιού «Δ. Π. Κωνσταντάκης 22-8-57», βλ. Δημητροκάλλης 1998β, 202, υποσημ. 6. Σήμερα η πλάκα βρίσκεται σε αποθήκη της ΕΦΑ Μεσσηνίας. Η πιο πρόσφατη επέμβαση στο μνημείο πραγματοποιήθηκε από συνεργείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1971, υπό την επίβλεψη της επιμελήτριας αρχαιοτήτων Ε. Κουνουπιώτου, βλ. Κουνουπιώτου 1971, 193, πίν. 176β.
10 Πριν από την επανατοποθέτησή του στον ναό το τέμπλο παρουσιάστηκε σε έκθεση ξυλόγλυπτων με τίτλο «Με Πίστη και Φαντασία», που πραγματοποιήθηκε στην πόλη της Καλαμάτας, βλ. Καλαμαρά- Αλμπάνη 2004, 78-87. Δημητροκάλλης 1998β, 238.
11 Από το τέμπλο του Αγίου Νικολάου προέρχονται τρεις δεσποτικές εικόνες: του ένθρονου Χριστού στον τύπο του Μεγάλου Αρχιερέα και της ένθρονης βρεφοκρατούσας Θεοτόκου, οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν από τον ίδιο ζωγράφο το έτος 1697, καθώς και η εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου του 1782. Στον εξεταζόμενο ναό φυλασσόταν επίσης η προσκυνηματική εικόνα του Αγίου Νικολάου, που σύμφωνα με την αφιερωματική επιγραφή της κατασκευάστηκε χάρη στην χορηγία του Προκοπίου Πελεκάση, τότε μητροπολίτου Σμύρνης, το 1785 (Δημητροκάλλης 1998β, 238).
12 Το έργο «Αποκατάσταση ναού Αγίου Νικολάου στη Μεσόρουγα Αλαγονίας» εντάχθηκε στον άξονα προτεραιότητας «08- Αειφόρος Ανάπτυξη και Ποιότητα Ζωής Πελοποννήσου» του Ε.Π. Δυτικής Ελλάδος- Πελοποννήσου- Ιονίων Νήσων 2007-2013, με προϋπολογισμό 270.000,00€ και υλοποιήθηκε με αυτεπιστασία από την 26η ΕΒΑ. Ομάδα επίβλεψης του έργου αποτελούσαν οι Χ. Άχτι-Πιερροπούλου, αρχιτέκτονας μηχανικός, Μ. Κάππας, αρχαιολόγος, και Β. Μπάκα, συντηρήτρια έργων τέχνης. Στο πλαίσιο του έργου είχαν επίσης προσληφθεί η γράφουσα, καθώς και οι Σ. Αγγελοπούλου, αρχιτέκτονας μηχανικός, Π. Πανταζόπουλος, συντηρητής έργων τέχνης, Ι. Μίχος, ΔΕ ειδ. τεχνίτης, και Γ. Ντεκελές, Α. Μωραγιάννης, ΥΕ ειδ. εργάτες. Κατά τη διάρκεια των εργασιών οι Π. Βαχαβιόλος, Α. Τσάκωνας και Δ. Διακουμέας, μόνιμοι εργατοτεχνίτες, ήταν παρόντες για την καθοδήγηση των συμβασιούχων εργατοτεχνιτών.
13 Για ταφές εντός των ναών, βλ. Πάλλας 1950-1951, 175-181. Εμμανουηλίδης 1989, κυρίως 216-217. Marinis 2009, 147-166.
14 Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε σε όσους τάφους εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών εξυγίανσης του δαπέδου στο εσωτερικό του ναού και αποχωμάτωσης του περιβάλλοντος χώρου. Αρκετοί τάφοι στον περιβάλλοντα χώρο του ναού, όπως προκύπτει από τους μέχρι σήμερα σωζόμενους, είχαν υποστεί καταστροφές από τις εργασίες διαμόρφωσης του σκυροδέματος, που πραγματοποιήθηκε τον προηγούμενο αιώνα. Σημειώνεται ότι οι τάφοι βρέθηκαν σε βάθος 0,15–0,30 μ. από το σχιστολιθικό δάπεδο στο εσωτερικό του ναού και 0,10–0,20 μ. από τη σημερινή επιφάνεια του περιβόλου, κάτω από στρώμα επίχωσης που περιείχε ελάχιστα χρονολογήσιμα ευρήματα, τα οποία καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο από τους υστεροβυζαντινούς έως και τους νεότερους χρόνους.
15 Laskaris 2000.
16 Για την τυπολογία των τάφων, βλ. Ναλπάντης 2002, 535–536. Ναλπάντης 2003, 103–105. Η ελεύθερη ταφή αποκαλύφθηκε στο εσωτερικό του ναού επί της επίχωσης. Την ονομάζουμε έτσι γιατί δεν διαπιστώθηκε ιδιαίτερη κατασκευή για τον ενταφιασμό του νεκρού.
17 Ναλπάντης 2003, 103.
18 Ο δίδυμος λακκοειδής τάφος ήρθε στο φως μετά την απομάκρυνση κιβωτιόσχημου τάφου σε ψηλότερο βάθος.
19 Η χρήση φέρετρου υποδηλώνει οικονομική άνεση, ενώ πρόκειται για πρακτική όχι ιδιαίτερα συνηθισμένη στην Ελλάδα, βλ. Μπαρμπαρίτσα 2019, 163, υποσημ. 87, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
20 Poulou-Papadimitriou κ.ά. 2012, 416.
21 Μακροπούλου 1985, 296. Χουλιάρας κ.ά. 2018, 642-643.
22 Τα οστά των παλαιότερων πιθανότατα χρονικά ταφών είχαν παραμερισθεί στο ανατολικό άκρο του τάφου, δηλαδή, στα πόδια των νεότερων νεκρών, καθώς σε ύπτια θέση βρέθηκαν συνολικά τέσσερις ταφές. Πρόκειται για μια συνήθεια που τεκμηριώνεται από τις ανασκαφές. Στην πρωτοβυζαντινή εποχή, όπου το φαινόμενο είναι συχνό, οι ταφές μπορεί να είναι ταυτόχρονες ή και όχι, ενώ οι μεταγενέστεροι νεκροί θάβονται είτε χωρίς να μετακινηθούν οι παλαιότεροι είτε μετά τη συγκέντρωση των οστών σε μια μεριά (ανακομιδή). Βλ. σχετικά, Πάλλας 1950-1951, 181. Μακροπούλου 1985, 292-293. Ναλπάντης 2002, 536. Κανάκη- Μπιλμέζη 2012, 349. Εδώ συναντάμε και τις δύο περιπτώσεις:
ο νεότερος νεκρός είτε να τοποθετείται πάνω στον παλαιότερο χωρίς αυτός να μετακινείται είτε να ενταφιάζεται μετά την τοποθέτηση των προηγούμενων ταφών στο ένα άκρο του τάφου (Frantz 1971,27. Κεραμοπούλου 1926, 126, 135. Κόλλιας 1975, 373. Makropoulou 2006, 8). Στην περίπτωση του Τάφου 1, η συγκέντρωση των οστών των πολλαπλών ταφών πιθανότατα πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου με σκυρόδεμα, οπότε έπαυσε ο ναός να χρησιμοποιείται ως νεκροταφείο.
23 Σημειώνεται ότι στα τύμπανα των αετωμάτων της εγκάρσιας σταυρικής κεραίας του ναού του Αγίου Νικολάου έχουν χρησιμοποιηθεί και δέκα εφυαλωμένα πινάκια, που προέρχονται από εγχώρια και ιταλικά εργαστήρια κεραμικής των υστεροβυζαντινών κυρίως χρόνων, από τα οποία στη θέση τους σώζονται τα εννέα.
24 Οι πλάκες βρέθηκαν κατά την αφαίρεση των επιχώσεων από τον θόλο του τρούλου. Παρόμοια πλάκα με αποτύπωμα χεριού προέρχεται από τη ρωμαϊκή έπαυλη στο Brading του Ηνωμένου Βασιλείου, βλ. https://bradingromanvilla.org.uk/artefacts/handprint-tile/ (τελευταία επίσκεψη στις 11/4/2022). Αντίστοιχη πλάκα εντοπίζεται στο δάπεδο της Μονής του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι, βορειοδυτικά του χωριού Πλατανιστάσα στην Κύπρο· στο ίδιο δάπεδο υπάρχει και πλάκα με τη χρονολογία 1935, βλ. Αργυρού- Μυριανθεύς 2004, 57, όπου γίνεται περιγραφή του δαπέδου. Η υπόδειξη της πλάκας αυτής, όπως και των υπολοίπων που αναφέρονται εδώ, έγινε από τη φίλη και συνάδελφο κ. Κ. Γερολύμου, την οποία ευχαριστώ θερμά. Μία ακόμη πλάκα με πέλμα νηπίου προέρχεται από το ναυάγιο στο Yassi Ada, βλ. Bass- Van Doorninck 1982, 110, 112, εικ. 5–15.
25 Ενώτια ίδιου σχήματος είναι γνωστά από τη μέση και ύστερη βυζαντινή εποχή, βλ. Waldbaum 1983, 125-126, αρ. 758, 759, πίν. 46. Evans- Wixom 1997, 418-419, αρ. 275α. Καλαμαρά-Μέξια 2001, 165-167, αρ. 22 και 23. Κοιλάκου 1998, 105, πίν. 59α. Bikic 2010, 53, εικ. 27-28.
Bosselmann-Rulckbie 2011, 107-109, 257-259, αρ. 74-77. Αθανασούλης- Βασιλείου 2016, 194, αρ. 287, όπου και αναλυτική βιβλιογραφία. Bosselmann-Ruickbie 2019, 75, εικ. 4.
26 Davidson 1952, αρ. 2204, 2222–2223. Ζαφειροπούλου 2004, εικ. 74.37, 39. Αγγέλκου- Χειμωνοπούλου 2006, 386, εικ. 10β. Μπαρμπαρίτσα 2014, 119-120, αρ. 62-64 και 72 με περαιτέρω βιβλιογραφία.
27 Στη μελέτη του κοχλιαρίου σημαντική ήταν η συμβολή της φίλης και συναδέλφου Ε. Μπαρμπαρίτσα, στην οποία οφείλω θερμές ευχαριστίες.
28 Taft 1996, 213-219. Barmparitsa 2021, 49, υποσημ. 46.
29 Για παράλληλα, βλ. Ζαφειροπούλου 2004, 53, εικ. 47. Γκράτζιου- Λαζαρίδου 2006, 203, αρ. 206. Legros 2015, 142, πίν. 95, αρ. 6.
30 Τοποθετούνταν στο πίσω μέρος της δερμάτινης σόλας των υποδημάτων για προστασία. Διακρίνονται δύο τύποι. Ο πρώτος έχει ημικυκλική μορφή με επικήκη στελέχη, άκρα που απολήγουν σε συμφυή άγκιστρα και ακόμα δύο άγκιστρα στερέωσης στο ημικυκλικό τμήμα, σε ίση απόσταση από το κέντρο. Η διατομή αυτού του τύπου είναι τετράγωνη. Ο δεύτερος τύπος έχει τη μορφή απλού ημικυκλίου με άκρες που απολήγουν σε άγκιστρα στερέωσης και ένα ή δύο επιπλέον άγκιστρα στο κέντρο. Η διατομή εδώ είναι ορθογώνια, πεπλατυσμένη. Για αναλυτική περιγραφή, βλ. Μέξια Καλαμαρά 2001, 153-155. Μπαρμπαρίτσα 2014, 147-150.
31 Βλ. παραδείγματα στο Μέξια- Καλαμαρά 2001, 153-155. Rohn κ.ά. 2009, 522–524. Μπαρμπαρίτσα 2014, 147–150.
32 Με βάση το μέγεθος, τον τύπο και τη μορφολογία των οπών στερέωσης τα πέταλα κατατάσσονται σε τέσσερις ομάδες, βλ. Μπαρμπαρίτσα 2014, 262.
33 Για παράλληλα βλ. Gerstel κ.ά. 2003, 165, αρ. 25, εικ. 14. Μπαρμπαρίτσα 2014, 37, αρ. 54, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
34 Μπαρμπαρίτσα 2014, 31-32, αρ. 44-45, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
35 Βλ. αναλυτική περιγραφή και χρονολόγηση στο Μπαρμπαρίτσα 2014, 261–267, όπου και βιβλιογραφία.
36 Τζεβρένη 2009, 238.
37 Lazar- Willwott 2006, 12, 15, εικ. 5, αρ. 7, 26, εικ. 17, αρ. S1a. Tourta – Antonaras 2012, 152, 212, εικ. 8-2. Antonaras 2018. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μελέτη της τεχνολογίας και της προέλευσης των γυάλινων αντικειμένων, τα αποτελέσματα της οποίας έχουν δημοσιευτεί, βλ. Palamara κ.ά. 2023, Παλαμάρα κ.ά. 2019-2020.
38 Η ίδρυση και λειτουργία του νομισματοκοπείου της Γλαρέντζας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1250, επί Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου. Το τορνέσιο της Γλαρέντζας αντικαταστάθηκε από το βενετικό τορνεζέλλο γύρω στο 1353, βλ. Μπαρμπαρίτσα 2014, 42–43. Το νόμισμα δεν είχε συντηρηθεί και λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης του δεν είναι δυνατή η ανάγνωση του και η ακριβής χρονολόγηση του, τουλάχιστον μέχρι τη συγγραφή του άρθρου.
39 Από τον περιβάλλοντα χώρο στα νότια του νότιου σταυρικού σκέλους προέρχεται νόμισμα πιθανώς του Μαχμούτ Α΄ (1730-1754) (δυσανάγνωστο λόγω της κακής διατήρησής του), πρβλ. Pere 1968, 203, αρ. 574, πίν. 37, αρ. 574. Νόμισμα του Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάτ (1909-1919 (πρβλ. Pere 1968, 291, αρ. 1062, πίν. 71, αρ. 1062) περισυλλέχθηκε από τη μεσαία αντηρίδα του δυτικού αναλημματικού τοίχου. Ευχαριστώ θερμά τον φίλο και συνάδελφο Ε. Ψαρρό για την πολύτιμη βοήθειά του στη χρονολόγηση των οθωμανικών νομισμάτων.
40 Πρόκειται για δύο νομίσματα του Όθωνα, που περισυλλέχθηκαν από τον περιβάλλοντα χώρο του ναού, τρία νομίσματα του Γεωργίου Α΄ (το ένα από το δάπεδο του ιερού και τα άλλα δύο από το δάπεδο του δυτικού σταυρικού σκέλους) και ένα του Παύλου Α΄ (από τον περιβάλλοντα χώρο του ναού).
41 Noailles- Dain 1944, 202-205. Κουκουλές 1951, 185-186.
42 Για τη χρήση του νάρθηκα ως κοιμητηρίου, βλ. Bache 1989, 25-28, ενώ για την τέλεση ακολουθιών σε αυτόν, βλ. Γκιολές 2007–2009,
140-142, 154-155.
43 Κίσσας 1985, 336–337, όπου αναφέρεται η χρήση της νότιας στοάς του καθολικού του Μονής Αγίου Στεφάνου ως ταφικού παρεκκλησίου το 892.
44 Κουκουλές 1940, 40.
45 Ακριβοπούλου κ.ά. 2015, 198, 189–202.
46 Αναφέρονται ενδεικτικά παραδείγματα νεκροταφείων χωρίς κτερίσματα στο Σιδηρόκαστρο Σερρών (Δαδάκη 1989, 383-385, πίν. 216), στη βασιλική του Μουσείου Φιλίππων (Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 1988, 413) και στην Ερμίτσα Αγρινίου (Κεφαλλωνίτου-Κωνσταντίου 1987, 330).

ABSTRACT. The church of Hagios Nikolaos at Messorouga, Alagonia is a cruciform, domed building dating to the early 14th century. Excavations carried out inside and around the church revealed 17 cist graves, three pits and one free burial. Most of the tombs were covered with large slabs, with the bedrock as their floor. The tombs had probably not been looted, however none of them contained grave gifts. Each tomb contained a single inhumation, with the head pointing east. The excavation of the church yielded some pottery sherds (mostly plain and some glazed pottery), roof tiles, bricks, metal and glass objects, and coins of different periods. The lack of datable coins, the absence of grave gifts, and the way the tombs were built allow only a broad dating of the Mesorouga cemetery from the period after the church was built until the 20th century.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγγέλκου- Χειμωνοπούλου 2006: Ε. Αγγέλκου- Μ. Χειμωνοπούλου, Κοσμήματα και εξαρτήματα ένδυσης από το μεσοβυζαντινό Κίτρος, ΔΧΑΕ, ΚΖ΄, 381-390.
Αθανασούλης- Βασιλείου 2016: Δ. Αθανασούλης- Α. Βασιλείου (επιμ.), Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας. Κατάλογος μόνιμης έκθεσης, Αθήνα.
Ακριβοπούλου κ.ά. 2015: Σ. Ακριβοπούλου- Ε. Ζάγκου- Ε. Μπατζικώστα- Α. Τσιανάκα, Ανασκαφή βυζαντινού νεκροταφείου στον Πλαταμώνα Πιερίας, στο: Π. Αδάμ-Βελένη- Κ. Τζαναβάρη (επιμ.), ΑΕΜΘ 25, 2011, Θεσσαλονίκη, 189-202.
Antonaras 2018: A. Antonaras, Glass vessels in Late Byzantine graves in Thessaloniki. Offerings or funerary ritual remains? στο: D. Gjorgjievski (επιμ.), Giving Gifts to God. Evidences of Votive Offerings in the Sanctuaries, Temples and Churches, Conference Proceedings, Kumanovo, 217–224.
Antonaras 2019: A. Antonaras, Late Byzantine jewellery from Thessaloniki and its region: The finds from Ippodromiou 1 Street and other excavations, στο: A. Bosselmann-Ruickbie, New Research on Late Byzantine Goldsmiths’ Works (13th–15th Centuries), Mainz, 75-81.
Αργυρού- Μυριανθεύς 2009: Χ. Αργυρού- Δ. Μυριανθεύς, Ο ναός του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι, Λευκωσία.
Bache 1989: F. F. Bache, La fοnction funéraire du narthex dans les églises byzantines du XIIe au XIVe siècle, Histoire de l’art, 7, 25-33.
Barmparitsa 2021: E. Barmparitsa, Three copper alloy spoons from the Peloponnese (14th–16th centuries), AURA, 4, 43-53.
Bass- Van Doorninck 1982: G. F. Bass- F. H. Van Doorninck, Yassi Ada. A Seventh-century Byzantine Shipwreck, vol. I, College Station.
Bikic 2010: V. Bikic, Vizantijski nakit u Srbiji. Modeli i Naslede, Beograd.
Bosselmann-Ruickbie 2011: Α. Bosselmann-Ruickbie, Byzantinischer Schmuck des 9, bis fruhen 13. Jahrhunderts, Wiesbaden.
Γκιολές 2007–2009: Ν. Γκιολές, Το εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα του καθολικού της μονής του Οσίου Λουκά, ΕΕΒΣ, 53, 139-160.
Γκράτζιου – Λαζαρίδου 2006: Ο. Γκράτζιου- Α. Λαζαρίδου (επιμ.), Από τη χριστιανική συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο, 1884-1930, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 29 Μαρτίου 2002-7 Ιανουαρίου 2003, Αθήνα.
Δαδάκη 1989: Σ. Δαδάκη, Νομός Σερρών. Σιδηρόκαστρο. Κάστρο, ΑΔ, 44, Β΄2 Χρονικά, 383-385.
Davidson 1952: G. R. Davidson, The Minor Objects, Corinth XII, Princeton.
Δημητροκάλλης 1998α: Γ. Δημητροκάλλης, Ο Άγιος Νικόλαος Αλαγονίας, στο: Δέκατο όγδοο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και περιλήψεις ανακοινώσεων, Αθήναι, 19-20.
Δημητροκάλλης 1998β: Γ. Δημητροκάλλης, Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τ. Β΄, Αθήναι.
Εμμανουηλίδης 1989: Ν. Εμμανουηλίδης, Το δίκαιο της ταφής στο Βυζάντιο, Αθήνα.
Evans- Wixom 1997: H. C. Evans- W. D. Wixom (επιμ.), The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine Era, A.D. 843-1261, Metropolitan Museum of Art [κατάλογος έκθεσης], New York.
Ζαφειροπούλου 2004: Δ. Ζαφειροπούλου (επιμ.), Η Ρόδος από τον 4ο αιώνα μ.Χ. μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους (1522), Αθήνα.
Frantz 1971: A. Frantz, The Church of the Holy Apostles, Agora XX, Princeton.
Gerstel κ.ά. 2003: S. E. J. Gerstel- M. Munn- H. E. Grossman- E. Barnes- A. H. Rohn- M. Kiel, A Late Medieval Settlement at Panakton, Hesperia, 72:2, 147–234.
Καλαμαρά- Αλμπάνη 2004: Π. Καλαμαρά- Τ. Αλμπάνη (επιμ.), Με πίστη και φαντασία, Εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα του Δυτικού Ταϋγέτου, Αθήνα.
Καλαμαρά- Μέξια 2001: Π. Καλαμαρά- Α. Μέξια (επιμ.), Η Πολιτεία του Μυστρά, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και ημέρες στο Βυζάντιο, Αθήνα- Θεσσαλονίκη  Μυστράς, Μυστράς, Αύγουστος 2001 – Ιανουάριος 2002 [κατάλογος έκθεσης], Αθήνα.
Κανάκη- Μπιλμέζη 2012: Ε. Κανάκη  Χ. Μπιλμέζη, Ανασκαφική έρευνα στον Άγιο Πέτρο των Δομινικανών 2007-2008, στο: Μ. Αδριανάκης  Π. Βαρθαλίτου- Ί. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 2. Πρακτικά της 2ης συνάντησης, Ρέθυμνο, 26–28 Νοεμβρίου 2010, Ρέθυμνο, 346-355.
Κεραμοπούλου 1926: Α. Δ. Κεραμοπούλου, Παλαιαί χριστιανικαί και βυζαντιακαί ταφαί εν Θήβαις, ΑΔ, 10, 135.
Κεφαλλωνίτου-Κωνσταντίου 1987: Φ. Κεφαλλωνίτου-Κωνσταντίου, Αγρίνιο. Ταξιάρχης Ερμίτσας, ΑΔ, 42, Βʹ1 Χρονικά, 330.
Κοιλάκου 1998: Χ. Κοιλάκου, Εργασίες Αποχετευτικού Δικτύου. Οδός Λοξής Φάλαγγος, ΑΔ, 53, Β΄1 Χρονικά, 105.
Κίσσας 1985: Σ. Κίσσας, Η μονή της Μικρής Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, στο: Η Θεσσαλονίκη, τ. 1, Θεσσαλονίκη, 325 340.
Κόλλιας 1975: Η. Κόλλιας, Μεσαιωνικά Μνημεία Δωδεκανήσων. Εκκλησία Αγίου Σπυρίδωνα, ΑΔ, 30, Β΄2 Χρονικά, Αθήνα, 373.
Κουκουλές 1940: Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών νεκρικά έθιμα, ΕΕΒΣ, ΙΣΤ΄, Αθήνα.
Κουκουλές 1951: Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. Δ΄, εν Αθήναις.
Κουνουπιώτου 1971: Ε. Κουνουπιώτου, Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Πελοποννήσου, Μεσσηνία, Άγιος Νικόλαος Αλαγονίας, ΑΔ, 26, Β΄ Χρονικά, 193.
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 1988: Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Η ανασκαφή στη βασιλική του Μουσείου Φιλίππου, στο: ΑΕΜΘ 2, 1988, Θεσσαλονίκη, 409-419.
Κυπραίου 1997: Ε. Κυπραίου (επιμ.), Το ελληνικό κόσμημα 6.000 χρόνια παράδοση, Θεσσαλονίκη, Βίλα Bianca, 21 Δεκεμβρίου 1997- 21 Φεβρουαρίου 1998, Αθήνα.
Lazar- Willwott 2006: I. Lazar- H. Willwott, The Glass from the Gnalić Wreck, Koper.
Laskaris 2000: N. J. Laskaris, Monuments funéraires paléochrétiens (et byzantins) de Grèce, Athènes.
Legros 2015: V. Legros, Archéologie de l’objet métallique aux époques médiévale et moderne en Picardie. Approches typologique et fonctionnelle, Amiens.
Μακροπούλου 1985: Δ. Μακροπούλου, Από το υστεροβυζαντινό νεκροταφείο της Μονής Βλατάδων, Η Θεσσαλονίκη, 1, 255-300.
Makropoulou 2006: D. Makropoulou, Grave finds and burial practices in Thessaloniki (4th–15th cents), στο: Proceedings of the 21st International Congress of Byzantine Studies, London 21 – 26 August 2006, Abstracts of Panel Papers, vol. II, 1-11.
Marinis 2009: V. Marinis, Tombs and burials in the Monastery tou Libos in Constantinople, DOP, 63, 147-166.
Μασουρίδης 1936: Α. Μασουρίδης, Αλαγονιακά, Αθήναι, 241-242.
Μπαρμπαρίτσα 2014: Ε. Μπαρμπαριτσα, Η μαρτυρία των μεταλλικών αντικειμένων από τα κάστρα Χλεμούτσι, Γλαρέντζα και άλλες θέσεις της φραγκικής Ηλείας. Όψεις της ζωής των Φράγκων του πριγκιπάτου της Αχαΐας, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μπαρμπαρίτσα 2019: Ε. Μπαρμπαρίτσα, Τεκμήρια της καθημερινής ζωής στο βενετικό Αιγαίο: Τα μεταλλικά ευρήματα των ανασκαφών στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου (13ος–17ος αιώνας), Βυζαντινά Σύμμεικτα, 29, 141-194.
Ναλπάντης 2002: Δ. Ναλπάντης, Κοιμητήρια, ταφές και ταφικά έθιμα, στο: Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και ημέρες στο Βυζάντιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη- Μυστράς, Θεσσαλονίκη, Λευκός Πύργος Οκτώβριος 2001 –Ιανουάριος 2002 [κατάλογος έκθεσης], Αθήνα, 535–536.
Ναλπάντης 2003: Δ. Ναλπάντης, Ανασκαφή στο νεκροταφείο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη. Ταφές και ευρήματα, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 85, Αθήνα.
Noailles- Dain 1944: P. Noailles- A. Dain, Les Novelles de Léon Vi le Sage, Paris.
Παλαμάρα κ.ά. 2019-2020: Ε. Παλαμάρα- Β. Βαλάντου- Ν. Ζαχαριάς, Μελέτη τεχνολογίας και προέλευσης γυάλινων αντικειμένων της οθωμανικής περιόδου από τη Μεσσηνία, Νέδα, 3, 277-313.
Palamara κ.ά. 2023: E. Palamara, V. Valantou, D. Pallas, E. I. Kamitsos, N. Zacharias, Post-Byzantine glass from sites of the Peloponnese: Investigating the complex glass network of Southern Greece, στο: Open Access Journal of Archaeology and Anthropology, https://irispublishers.com/oajaa/special-issue.php (τελευταία πρόσβαση 21/01/2024).
Πάλλας 1950-1951: Δ. Ι. Πάλλας, Σαλαμινιακά, ΑΕ, 1950-1951, 175-181.
Pere 1968: N. Pere, Osmanlilanda Madeni Paralar / Coins of the Ottoman Empire, Istanbul.
Poulou-Papadimitriou κ.ά. 2012: N. Poulou-Papadimitriou- E. Tzavella- J. Ott, Burial practices in Byzantine Greece: archaeological evidence and methodological problems for its interpretation, στο: M. Salamon- M. Wołoszyn- A. Musin- P. Špehar (επιμ.), Rome, Constantinople and Newly-Converted Europe, Archaeological and Historical Evidence, τ. I, Kraków/Leipzig/Rzeszów/Warszawa, 377-428.
Rohn κ.ά. 2009: A. H. Rohn- E. Barnes- G. D. R. Sanders, An early Ottoman cemetery at Ancient Corinth, Princeton, Hesperia, 78, 522-524.
Taft 1996: R. F. Taft, Byzantine communion spoons: A review of the evidence», DOP, 50, 209-238.
Τζεβρένη 2009: Σ. Τζεβρένη, Μπγιαδούδι: Μεταλλικά αντικείμενα, στο: Θ. Ν. Παζαράς (επιμ.), Ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή της Επανομής Θεσσαλονίκης. Το νεκροταφείο στο Λιμόρι και η παλαιοχριστιανική βασιλική στο Μπγιαδούδι, Θεσσαλονίκη, 237-241.
Tourta- Antonaras 2012: A. Tourta- A. Antonaras, Glass objects in the permanent exhibition of the Museum of Byzantine Culture, Thessaloniki, or how the same objects are telling different stories, στο: Biblioteca Vita Antiqua ten centuries of Byzantine trade (the 5th-15th centuries), Collection of Scientific papers, Kyiv.
Waldbaum 1983: J. C. Waldbaum, Metalwork from Sardis. The finds through 1974, Cambridge.
Χουλιάρας κ.ά. 2018: Ι. Π. Χουλιάρας- Κ. Χαμηλάκη- Κ. Κάτσικα, Η κοιμητηριακή βασιλική και το βυζαντινό νεκροταφείο στη θέση Άγιος Γεώργιος Ευηνοχωρίου Αιτωλοακαρνανίας, στο: Το Αρχαιολογικό Έργο στη Βορειοδυτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου, Πρακτικά, Ιωάννινα, 10-13 Δεκεμβρίου 2014, Αθήνα, 637-648.





Printfriendly