Το νησί της Πρώτης παρά το ότι είναι μικρό και άνυδρο και παρέμεινε, πιθανώτατα, χωρίς κατοίκους καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορικής ζωής του, εκίνησε, παρά ταύτα, όχι λίγο το ενδιαφέρον των ιστορικών και των αρχαιολόγων. Γιατί τη βρίσκουμε, κατά ένα τρόπο, παρούσα σ’ όλες τις περιόδους της Ιστορίας μας. Σ' αυτήν είχαν εγκατασταθή αθηναϊκά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου στα μικρά της λιμάνια εύρισκαν καταφύγιο οι ναυτικοί όλων των εποχών μια και όλες οι πλησίον δυτικές ακτές της Πελοποννήσου δεν ευνοούσαν την προσόρμηση ιστιοφόρων στις σπηλιές των βράχων της κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων κάποιοι ασκητές αναζητούσαν την απομόνωση από τα εγκόσμια που ποθούσε η ευσεβής ψυχή τους αργότερα στις ακτές της εγκατέστησαν τα κρυσφήγετά τους οι τρομεροί πειρατές της περιοχής Μικέλης Ναόζος και άλλοι που καιροφυλακτούσαν για να κουρσέψουν τα ιστιοφόρα που περνούσαν κοντά απ' το νησί ή που πόδιζαν, λόγω κακοκαιρίας, σ' αυτό. Στην Πρώτη κατέφευγαν και οι κάτοικοι των απέναντι ακτών σε περιπτώσεις τουρκικών σφαγών για να βρούν, προσωρινή ατυχώς και εκεί, προστασία. Γι' αυτό και πολλοί έγραψαν για το νησί -τους αναφέρομε στη συνέχεια1. Τα κυριότερα σημεία των γραφέντων σχετικώς -σε περίληψη βέβαια και αυτά λόγω ελλείψεως χώρου...- περιελήφθησαν στην «ανακοίνωση» η οποία ακολουθεί και που φρόντισα να μην τη βαρύνω με λεπτομέρειες αναφορών σε κλασσικά κείμενα και άλλα ανάλογα στοιχεία.
Καθώς ο ταξιδιώτης ανεβαίνει στους Γαργαλιάνους, δεξιά του βλέπει όχι μακριά, ένα-ενάμισυ μίλι μακριά, από την ξηρά ένα επίμηκες μικρό μάλλον νησί που, ειδικώς για όσους το παρατηρούν από τους Γαργαλιάνους ή από την παραλία τους, έχει το παράξενο σχήμα κροκοδείλου, ενός τεράστιου πέτρινου και αυστηρού κροκοδείλου που αναπαύεται στα νερά του Ιονίου, φρουρός της μικρής παραθαλάσσιας πολίχνης και επινείου των Γαργαλιάνων, του Μαράθου ή της Μαραθουπόλεως επισημότερα. Είναι το μικρό έρημο νησί της Πρώτης. Το μόνο, σήμερα, κτίσμα πάνω σ' αυτήν είναι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο από το 1900 περίπου που κτίστηκε στην Παναγία, τη Ζωοδόχο Πηγή. Αυτό και κάτι ακόμα μαντριά, για τα οποία βέβαια δεν αξίζει να μιλάη κανείς, από ξερολιθιές κατασκευασμένες απ’ τους βοσκούς που νοικιάζουν το νησί για να φέρνουν σ’ αυτό γιά βοσκή τα κοπάδια τους.
Είναι τελείως άνυδρη η Πρώτη, για τούτο και δεν βλέπει κανείς να φυτρώνουν σ’ αυτήν παρά μόνο κάποιοι φτωχοί θάμνοι (που κι αυτοί, οι περισσότεροί τους, ξεραίνονται το καλοκαίρι). Παντού μιά εικόνα ερημιάς σχεδόν θανάτου. Όπως άλλωστε και στα χρόνια του Θουκυδίδη:
Δ, 13, 3. ευρέθησαν (τα αθηναϊκά πλοία) εις αμηχανίαν που να αγκυροβολήσουν και τότε μεν έπλευσαν και επέρασαν την νύκτα εις την νήσον Πρώτην η οποία είναι έρημος...
Πάντως ένας από τους παλαιούς γυμνασιάρχες των Φιλιατρών, ο μακαρίτης Γεώργιος Παπανδρέου2 όταν επισκέφθηκε το νησί στις 29 Μαΐου 1899 3 το βρήκε -παραδόξως- σκεπασμένο από αγριελιές. Μιλάει μάλιστα για δάσος αγριελιών. Εσφαλμένη πληροφορία ή πράγματι υπήρχαν τότε ακόμη παρόμοια δέντρα στο νησί4;
Μιά και ο λόγος για τη βλάστηση του νησιού, αξίζει ίσως να σημειωθή ότι κι ένας άλλος παλαιός, ο δημοδιδάσκαλος Ν. Μαρτίνης, που το επισκέφθηκε με τη σειρά του κι αυτός πριν από μισό περίπου αιώνα, το 1933, υπεστήριξε ότι θα πρέπει να υπήρχαν ακόμη και αμπέλια στο νησί δεδομένου ότι δεν μπορεί να εξηγηθή, κατ' αυτόν, αλλιώς ο όρος «αμπελάκια»5 που ο ίδιος άκουσε να χρησιμοποιούν οι Μαραθοπολίτες για το χαρακτηρισμό ενός μικρού εκτάσεως πενήντα περίπου στρεμμάτων- και γυμνού σήμερα πλατώματος κοντά στην Παναγούλα6.
Γεωγραφικά.
Οι ακτές του μικρού νησιού (το μήκος του είναι 3.700μ. και το μεγαλύτερο πλάτος του κάπου ένα- ενάμισυ μίλι) σχηματίζουν και κάποια μικρά φυσικά λιμάνια. Αν και έτσι ανοιχτά που είναι τα κολακεύουμε μάλλον χαρακτηρίζοντάς τα ως λιμάνια μάλλον ως απλά καταφύγια μπορούν να χρησιμεύουν κι αυτά σε ώρα απόλυτης ανάγκης.
Τα δύο σχηματίζονται προς Ανατολάς, προς τη μεριά της ακτής του Μαράθου. Είναι ο όρμος του Γραμμένου (ένας μικρός όρμος, όπου κατά την αρχαιότητα δεν θα χωρούσαν πάνω από 5-6 τριήρεις, γι’ αυτό και η σημασία του απ’ αυτή την άποψη δεν πρέπει να υπήρξε μεγάλη) και το λιμανάκι της Βουρλιάς προς την ουρά. Πολύ μεγαλύτερο και πιο ασφαλισμένο από το προηγούμενο. Και σήμερα ακόμη, αλλά θυμάμαι πολύ περισσότερο στα παιδικά μου χρόνια, κατάφευγαν τα καΐκια εκεί, στην υπήνεμη Βουρλιά, από τη σκάλα του Μαράθου, όταν ο καιρός έμοιαζε ότι θα χαλάση. Τα δύο αυτά μικρά λιμάνια παρουσιάζουν και ένα κάποιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον γι’ αυτό και θα επανέλθουμε σ’ αυτά στη συνέχεια της σύντομης αυτής ανακοινώσεώς μας.
Οι ακτές του μικρού νησιού (το μήκος του είναι 3.700μ. και το μεγαλύτερο πλάτος του κάπου ένα- ενάμισυ μίλι) σχηματίζουν και κάποια μικρά φυσικά λιμάνια. Αν και έτσι ανοιχτά που είναι τα κολακεύουμε μάλλον χαρακτηρίζοντάς τα ως λιμάνια μάλλον ως απλά καταφύγια μπορούν να χρησιμεύουν κι αυτά σε ώρα απόλυτης ανάγκης.
Τα δύο σχηματίζονται προς Ανατολάς, προς τη μεριά της ακτής του Μαράθου. Είναι ο όρμος του Γραμμένου (ένας μικρός όρμος, όπου κατά την αρχαιότητα δεν θα χωρούσαν πάνω από 5-6 τριήρεις, γι’ αυτό και η σημασία του απ’ αυτή την άποψη δεν πρέπει να υπήρξε μεγάλη) και το λιμανάκι της Βουρλιάς προς την ουρά. Πολύ μεγαλύτερο και πιο ασφαλισμένο από το προηγούμενο. Και σήμερα ακόμη, αλλά θυμάμαι πολύ περισσότερο στα παιδικά μου χρόνια, κατάφευγαν τα καΐκια εκεί, στην υπήνεμη Βουρλιά, από τη σκάλα του Μαράθου, όταν ο καιρός έμοιαζε ότι θα χαλάση. Τα δύο αυτά μικρά λιμάνια παρουσιάζουν και ένα κάποιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον γι’ αυτό και θα επανέλθουμε σ’ αυτά στη συνέχεια της σύντομης αυτής ανακοινώσεώς μας.
Στο αντίθετο μέρος, το Δυτικό, αυτό που δεν φαίνεται από την ξηρά, σχηματίζεται ένα τρίτο λιμάνι, πολύ πιό μεγάλο αλλά και πολύ πιό ανοιχτό και καθόλου προστατευμένο, στο ύψος του κορμού της Πρώτης, το Κατεργολίμανο. Το όνομά του μας μεταφέρει σε χρόνους πολύ περασμένους. Τότε που ταξίδευαν ακόμα τα «κατεργάρικα» πλοία που εκινούνταν τόσο με ιστία όσο και με κουπιά. Ήσαν πλοία ιδιωτών, εμπορικά, αλλά επίσης και κρατικά, ως επί το πλείστον πλοία πολεμικά. Οι κωπηλάτες τους ήσαν κυρίως κατάδικοι βαρυποινίτες. Γι' αυτό και τελικά κατέληξε να συμπίπτουν οι όροι κατεργάρης, δηλαδή άνθρωπος εργαζόμενος πάνω σε πλοίο τύπου «κάτεργο» με το βαρυποινίτης κατάδικος. Το δυτικό αυτό λιμάνι της Πρώτης ονομάστηκε Κατεργολίμανο, γιατί φαίνεται προσλιμενίζονταν εκεί πολλά τέτοια κατεργάρικα πλοία.
Στην ίδια δυτική πλευρά, κοντά στο Κατεργολίμανο, σχηματίζεται κι ένα άλλο άνοιγμα στη γραμμή της ακτής. Το πλαισιώνουν απότομοι βράχοι, που στο ψηλότερό τους σημείο σχηματίζουν ένα σπήλαιο απρόσιτο από τη θάλασσα. Κατά την παράδοση, το σπήλαιο απετέλεσε το καταφύγιο κάποιου ή κάποιων ασκητών. Γι' αυτό και το μέρος ονομάζεται «Ασκηταριό». Ποιού άραγε χριστιανού η εκζήτηση του θείου, οδήγησε τα βήματά του εκεί στον απόκρημνο βράχο του έρημου νησιού; Και πότε άραγε;
Κατοικήθηκε ποτέ;
Έρημο όπως είπαμε και χωρίς σημεία ζωής είναι το νησί σήμερα. Έρημο το θέλει και ο Θουκυδίδης στο χωρίο που παραθέσαμε προηγουμένως. Πιθανόν, όμως, ενδιαμέσως κάποτε να κατοικήθηκε. Τίποτε δεν αποκλείεται μέσα στο πέρασμα τόσων αιώνων. Στον Στράβωνα λ.χ. βρίσκουμε μια κάποια αναφορά στην Πρώτη7 που μετά τη συμπλήρωσή της από τον Curtius8 μας οδηγεί στο να πιστέψουμε ότι τουλάχιστον κατά την εποχή του (ο Στράβων έζησε από το -65 ως το +23) ωρισμένοι κάτοικοι ίσως να έδωσαν μια θερμότητα ζωής στο μοναχικό νησί.
Ένδειξη θα μπορούσε να αποτελέση επίσης η πληροφορία του Στέφανου Βυζαντίου9 ότι οι κάτοικοι της Πρώτης ελέγονταν Πρωταίοι. Πρέπει επομένως να υπήρχαν, τουλάχιστον τον ΣΤ ́ αιώνα, κάποιοι κάτοικοι στο μικρό νησί- δεν δίδονται ονόματα σε πρόσωπα και πράγματα που δεν υπάρχουν! Πάντως, κι αν υπήρχαν κάτοικοι, αυτοί δεν πρέπει να υπήρξαν πολυάριθμοι, μόνο, ίσως, μερικοί ψαράδες με τις οικογένειές τους και κάποιοι πιθανόν κτηνοτρόφοι. Ίσως να υπήρχε τότε στο νησί και κάποιο μικρό δάσος, δεδομένου ότι και η αντίστοιχός της, λίγο νοτιότερα κειμένη Σφακτηρία που κι αυτή σήμερα καλύπτεται μόνο από θάμνους, κατά την αρχαιότητα ήταν υλώδης, δασώδης. «Η γάρ νήσος Σφακτηρία καλουμένη (γράφει ο Θουκυδίδης, Δ,8,6) υλώδης δε και ατριβής (χωρίς μονοπάτια) πάσα υπ’ ερημίας (έρημη και ακατοίκητος).
Πλωτή, λοιπόν, η πρώτη ονομασία. Αργότερα το λ. μετάλλαξε σε ρ. Αυτά τα ρινόφωνα εύκολα αντικαθίστανται αμοιβαίως στη γλώσσα μας και το ένα μπαίνει στη θέση του άλλου: στην αρχαία μιλούσαν για κλίβα και κρίβανο, για ναύκληρο αλλά και για ναύκραρο. Κατά παρόμοιο άλλωστε τρόπο λέμε στη νέα μας γλώσσα πότε αδελφός και πότε αδερφός, πότε αλμυρός και πότε αρμυρός και (στους Γαργαλιάνους το έχω ακούσει κι αυτό), πότε Γρηγόρης και Χαράλαμπος και πότε Γληγόρης και Χαλάραμπος. Πλωτή, Πρωτή και κατόπιν Πρώτη: εύκολα ο τόνος ανέβηκε στο στόμα του λαού κατά μία συλλαβή. Αυτό το ανέβασμα του τόνου διευκολύνθηκε, πιστεύω, και απ' το γεγονός ότι όπως είπαμε προηγουμένως, ήταν το πρώτο νησί που οι ναυτιλόμενοι αντίκρυζαν, καθώς έπλεαν από τα δυτικά, προς τα παράλια της κεντρικής Μεσσηνίας.
Βουρλιά.
Ας έρθουμε όμως πιά στην περιγραφή των δύο όρμων του νησιού, που παρουσιάζουν επίσης και κάποιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Και πρώτα στο λιμάνι της Βουρλιάς. Αν έχη κάποιο ενδιαφέρον, δεν είναι βέβαια για την προστασία που πρόσφερε αλλά και προσφέρει στα ιστιοφόρα -οπωσδήποτε αρκετά ελλιπή-, όσο για ένα οχύρωμα που βρίσκεται πιο ψηλά απ' αυτό, ένα μικρό κατεστραμμένο, βέβαια σήμερα, οχύρωμα.
Πάνω από το μικρό λιμάνι σχηματίζεται ένας, όχι ιδιαίτερα μεγάλος πετρώδης λόφος, το επάνω μέρος του οποίου (ακριβέστερα τα 3/4 της όλης εκτάσεώς του) περικλείεται από ένα τείχος πάχους 0,90- 1,35 του μέτρου. Το μήκος του όλου οχυρώματος δεν πρέπει να έφτανε, κατά τον Valmin τα 200 μέτρα. Βέβαια σήμερα το όλο οχύρωμα κατάκειται σε ερείπια: και στα σημεία ακόμα που διατηρείται καλύτερα, τα τείχη δεν υπερβαίνουν, ούτε εκεί, το ύψος περίπου ενός άντρα. Διακρίνονται, επίσης, στο μικρό φρούριο τα ίχνη δύο πύργων, μιάς κλίμακας και μιάς στέρνας που πιθανόν χρησιμοποιήθηκε και κατά τα υστερώτερα χρόνια,
Στο μέσον, εξ άλλου, της αποστάσεως μεταξύ μικρού φρουρίου και λιμανιού Βουρλιάς, συναντά κανείς τα ερείπια και κάποιου πύργου, κατεστραμμένου βέβαια και αυτού σήμερα, κι ενός τείχους που προχωρούσε προς το λιμάνι της Βουρλιάς αλλά που φαίνεται ότι δεν αποπερατώθηκε ποτέ. Όλα αυτά, φρούριο, πύργος, τείχη, όλα είχαν γίνει για να προσταεύουν το μικρό λιμάνι της Βουρλιάς από εχθρικές επιδρομές. Αλλά επιδρομές όμως ποιών, και για να προστατεύσουν ποιούς;
Πολλές απόψεις διατυπώθηκαν σχετικώς. Οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι τα οχυρώματα κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, λίγο, δηλαδή, μετά το θάνατο του Περικλή (που επισυνέβη το -429) οι Αθηναίοι εφαρμόζοντας μιά καινούργια πολεμική τακτική προσπάθησαν, για να φέρουν κάποιον αντιπερισπασμό στους Λακεδαιμονίους που δεν έπαυαν να εισβάλουν και να δηώνουν την Αττική, να μεταφέρουν τον πόλεμο σ’ αυτήν την ίδια την Πελοπόννησο18. Ο στρατηγός τους Δημοσθένης επέτυχε να εγκατασταθούν οι Αθηναίοι στη μεσσηνιακή Πύλο (στη βόρεια πλευρά του κόλπου του Ναυαρίνου19) και να την οχυρώσουν. Βέβαια η κατάληψη και οχύρωσή της αποτέλεσε «κάρφος εις τον οφθαλμόν» των Σπαρτιατών, οι οποίοι εφοβήθηκαν ότι οι Αθηναίοι θα συγκέντρωναν εκεί - άλλωστε κάτι τέτοιο συνέβη στο τέλος- όχι μόνο δικό τους στρατό, αλλά και τους Μεσσηνίους της διασποράς και ότι ίσως, ενωμένοι, θα ώδευαν τελικώς κατά αυτής της ίδιας της Λακωνίας. Για να κρατηθή, όμως, από τους Αθηναίους η Πύλος20 ήταν απαραίτητο να εξουσιάζονται και ορισμένα γειτονικά προς αυτή σημεία. Έτσι το -423, οι Αθηναίοι επέτυχαν να εγκατασταθούν στα Κύθηρα και μετά λίγα έτη επίσης, στο «Όνου γνάθος» απέναντι στα Κύθηρα. Μέσα στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής εντάσσεται και η εγκατάσταση των Αθηναίων στην Πρώτη, από την οποία οι Αθηναϊκές τριήρεις θα μπορούσαν να φθάσουν εντός τριών περίπου ωρών στην Πύλο21 προς ενίσχυση των συμπατριωτών τους.
Μετά την κατάληψη του μικρού νησιού οι Αθηναίοι έσπευσαν, όπως ήταν επόμενο, να το ενισχύσουν με ορισμένα οχυρωματικά έργα. Βέβαια, κατά πρόχειρο μάλλον τρόπο, για την κάλυψη απλώς των πρόσκαιρων στην περιοχή στρατηγικών τους αναγκών. Γι' αυτό το λόγο τα περιορισμένης εκτάσεως οχυρωματικά έργα της Βουρλιάς δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως τεχνικά έργα. Άλλωστε τα έργα δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Το -409, η Πύλος ανακαταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι απεχώρησαν και η αποπεράτωση των οχυρωματικών έργων της Πρώτης έχασε κάθε νόημα.
Γραμμένο.
Μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον, από αρχαιολογικής απόψεως παρουσιάζει ο μικρός κόλπος του Γραμμένου στο τέλος του «κεφαλιού» της Πρώτης. Κλείνεται από τις δύο του πλευρές (γιατί σχηματίζει μιά μάλλον οξεία γωνία) από απότομους, ψηλούς κάθετους και λείους βράχους, πάνω στους οποίους ο επισκέπτης βρίσκει χαραγμένες πλήθος επιγραφές, που (αν κρίνη κανείς από την ποικιλία των γραμμάτων τους) εχαράχτηκαν κατά τις πιό διαφορετικές εποχές: οι πιό παλιές ανάγονται στόν -6ο αιώνα και οι νεώτερες στη χριστιανική -ακριβέστερα την πρωτοχριστιανική- εποχή. Όλες έχουν χαραχτή από ναυτικούς που ζητούσαν από τους θεούς (πιθανόν και από μία πιό συγκεκριμένη θεά τη θεά Εύπλοια) βοήθεια για τη συνέχιση του ταξιδιού τους -μην ξεχνάμε τις μύριες δυσκολίες, θανάσιμες καμμιά φορά, που παρουσίαζαν τα τότε θαλασσινά ταξίδια...
Πιεζόμενοι οι ναυτικοί από τις τυχόν κακοκαιρίες προσορμίζονταν στο λιμάνι της Βουρλιάς22 και κατά τις μέρες της εκεί αναγκαστικής παραμονής τους χάρασαν κάποια λόγια ευχαριστήρια στους θεούς για τη σωτηρία τους ή κάποιες παρακλήσεις προς τη θεά Εύπλοια23 για να συγκατανεύση ώστε το επόμενο μέρος του ταξιδιού τους να είναι χωρίς άλλους κινδύνους. Λιγόλογες ευχές γραμμένες στη δοτική συνήθως (: Θεαγένει εύπλοια. Διοσκούροις εύπλοια) αλλά και στην κλητική (:Ευτυχή Θεόδοτε Λεβέδιε ο θεός εύπλοιάν σοι δοίη διά παντός...: ο θεός ής σου δίνη, Θεόδοτε, πάντοτε καλό ταξίδι) κλπ.24.
Ο αρχαιόφιλος δημοδιδάσκαλος Ν. Μαρτίνης, όταν επισκέφθηκε το νησί25 εντόπισε επιγραφές όχι μόνο πάνω στις μεγάλες επιφάνειες των βράχων, αλλά και πάνω σε ορισμένα θραύσματα βράχων που βρίσκονταν εκεί πλησίον. Σε μια από τις τελευταίες αυτές διακρίνει κανείς σκαλισμένον ένα σταυρό και γύρω του τις λέξεις: «Ιησούς Χριστός νικά». Σε άλλη το: Μνήσθητι Κύριε. Πρόκειται για επιγραφές της χριστιανικής περιόδου. Δείγματα ευσέβειας των ανθρώπων της «καινής» εποχής.
Οι επιγραφές του Γραμμένου προκάλεσαν, καθώς ήταν επόμενο, την επιστημονική περιέργεια πολλών ειδικών, που κατά καιρούς προσπάθησαν να τις αναγνώσουν. Μεταξύ αυτών ο Ολλανδός S. H. W. Strid, ο Γερμανός Kolbe που επισκέφθηκε την Πρώτη το Σεπτέμβριο του 1904, ο Μ. Ν. Valmin, Σουηδός αυτός, και άλλοι ξένοι και Έλληνες. Μεταξύ αυτών των τελευταίων και ο γυμνασιάρχης των Φιλιατρών Γεώργιος Παπανδρέου στις 29 Μαϊου 1899 26.
Ο Βαλμίν, όπως υπενθυμίζει ο Σ. Κουγέας27, εργάστηκε με μεγάλη υπομονή μέχρις ότου κατορθώση να διαβάση και αντιγράψη τις επιγραφές του Γραμμένου. Η θάλασσα στον όρμο ποτέ δεν είναι ήρεμη και δεν προσφέρει την ακινησία εκείνη που απαιτείται για να εργασθή όπως πρέπει ο όποιος επιγραφικός. Επί τρείς ημέρες, σημειώνει επίσης ο Σ. Κουγέας, παρέμεινε στο Γραμμένο ο Βαλμίν για να μπορέση να διαβάση τις επιγραφές. Κάποτε μάλιστα αναγκαζόταν να δεθή στο πάνω μέρος του καταρτιού της βάρκας του για να μην τιναχθή στη θάλασσα.
Αυτό το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων αλλά και των αρχαιοφίλων για τις επιγραφές, εξύπνησε σε κάποιους και ένα άλλο ενδιαφέρον όχι βέβαια, και τόσο επιστημονικό αυτό. Προκάλεσε την περιέργεια των ψαράδων αλλά και άλλων χωριανών της περιοχής, που υποψιάστηκαν ότι κάτω από τις επιγραφές κρύβονταν θησαυροί. Αλλιώς δεν εξηγούσαν οι απλοϊκοι εκείνοι το ενδιαφέρον τόσων πολλών γι' αυτές. Ακόμα και το 1933 που επισκέφθηκε ο Ν. Μαρτίνης το Γραμμένο, ο ψαράς που τον πήγε του μιλούσε διαρκώς γιά... θησαυρούς!
-Κύττα δάσκαλε να βρης το θησαυρό και άσε να γράμματα!
Γι' αυτό και κατά καιρούς επιχείρησαν ουκ ολίγοι με δυναμίτες και τα παρόμοια να παραβιάσουν το, κατ' αυτούς, μυστικό των βράχων του Γραμμένου. Όταν δεν εύρισκαν τίποτε, το απέδιδαν στους Στεμνιτσιώτες. Γιατί διαδιδόταν, επίσης, ότι αυτοί ήσαν εκείνοι που είχαν πάρει τελικώς το θησαυρό.
- Ηρθαν εδώ οι Στεμνιτσιώτες, συνέχιζε να διηγήται στο Ν. Μαρτίνη ο ίδιος ψαράς, και προφασίστηκαν πως θα βγάλουν ασβέστη. Κάθισαν κάμποσες μέρες, βγάλανε το θησαυρό, γέλασαν τους Φράγκους και φύγανε.
Ο Σ. Λυριτζής αναφέρει, επίσης, τις προσπάθειες κάποιου Τριαντάφυλλου από τους Γαργαλιάνους και ενός Καναβού από τη Βάλτα οι οποίοι -και αυτοί- προσπάθησαν να βρούν τον δήθεν κρυμμένο θησαυρό. Βέβαια δεν κατόρθωσαν να βρούν τίποτε. Το μόνο που πέτυχαν ήταν να καταστρέψουν ένα μέρος των επιγραφών (που τα συντρίμμια τους βρήκε, αργότερα, ο Ν. Μαρτίνης) και ίσως ακόμη κάτι: να μείνη και αυτών των μικρών Ηροστράτων το όνομα στην ιστορία του τόπου.
Κατοικήθηκε ποτέ;
Έρημο όπως είπαμε και χωρίς σημεία ζωής είναι το νησί σήμερα. Έρημο το θέλει και ο Θουκυδίδης στο χωρίο που παραθέσαμε προηγουμένως. Πιθανόν, όμως, ενδιαμέσως κάποτε να κατοικήθηκε. Τίποτε δεν αποκλείεται μέσα στο πέρασμα τόσων αιώνων. Στον Στράβωνα λ.χ. βρίσκουμε μια κάποια αναφορά στην Πρώτη7 που μετά τη συμπλήρωσή της από τον Curtius8 μας οδηγεί στο να πιστέψουμε ότι τουλάχιστον κατά την εποχή του (ο Στράβων έζησε από το -65 ως το +23) ωρισμένοι κάτοικοι ίσως να έδωσαν μια θερμότητα ζωής στο μοναχικό νησί.
Ένδειξη θα μπορούσε να αποτελέση επίσης η πληροφορία του Στέφανου Βυζαντίου9 ότι οι κάτοικοι της Πρώτης ελέγονταν Πρωταίοι. Πρέπει επομένως να υπήρχαν, τουλάχιστον τον ΣΤ ́ αιώνα, κάποιοι κάτοικοι στο μικρό νησί- δεν δίδονται ονόματα σε πρόσωπα και πράγματα που δεν υπάρχουν! Πάντως, κι αν υπήρχαν κάτοικοι, αυτοί δεν πρέπει να υπήρξαν πολυάριθμοι, μόνο, ίσως, μερικοί ψαράδες με τις οικογένειές τους και κάποιοι πιθανόν κτηνοτρόφοι. Ίσως να υπήρχε τότε στο νησί και κάποιο μικρό δάσος, δεδομένου ότι και η αντίστοιχός της, λίγο νοτιότερα κειμένη Σφακτηρία που κι αυτή σήμερα καλύπτεται μόνο από θάμνους, κατά την αρχαιότητα ήταν υλώδης, δασώδης. «Η γάρ νήσος Σφακτηρία καλουμένη (γράφει ο Θουκυδίδης, Δ,8,6) υλώδης δε και ατριβής (χωρίς μονοπάτια) πάσα υπ’ ερημίας (έρημη και ακατοίκητος).
Ο Σωτ. Λυριτζής, που τόσα χρόνια της ζωής του αφιέρωσε στην ιστορία της περιοχής10 αναφέρεται επίσης στο έργο του Άγγλου περιηγητή W. Gell, Narrative of a journey in the Morea11 για να υπογραμμίση τον παλαιότερο πλούτο -τον έστω σχετικό- του νησιού. Γράφει πράγματι ο μακρινός περιηγητής: «Η Πρώτη προς το παρόν είναι αξιόλογος εκ του αριθμού των βοών τους οποίους εκτρέφει και εκ του μικρού λιμένος (της), εις τον όποιον καταφεύγουν μικρά (ιστιοφόρα)» (εννοεί προφανώς τη Βουρλιά)12.
Άλλη πηγή «πλουτοπαραγωγική» (εντός εισαγωγικών βέβαια η λέξη) πρέπει να αποτελούσαν και οι στο τέλος της ουράς του νησιού υπάρχουσες στους βράχους κλειστές επιφάνειες που σχημάτιζαν -όπως εξ άλλου και σήμερα- ένα είδος μικρών αλυκών: η θάλασσα που μπαίνει το χειμώνα σ’ αυτές εξατμίζεται το καλοκαίρι αφήνοντας πλούσιο ωραίο αλάτι. Ο γνωστός Fr, Ροuqueνille, που περιηγήθηκε την Ελλάδα όταν άρχιζε ο ΙΘ ́ αιώνας13 σημειώνει ότι οι τότε κάτοικοι του Ναυαρίνου πήγαιναν στην Πρώτη για να μαζεύουν αλάτι από τις εκεί αλυκές.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθή, προς ενίσχυση της απόψεως που δέχεται ότι κατοικήθηκε κάποτε η Πρώτη, ότι και ο Σουηδός αρχαιολόγος Μ. Ν. Valmin14, που επισκέφθηκε και ερεύνησε τη νησί το τέλος της δεκαετίας του 1920, εντόπισε στο χώρο τον πάνω από τη Βουρλιά, μέσα στα εκεί ερείπια ενός μικρού φρουρίου, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ορισμένα υπολείμματα κατοικιών καθώς και κάποια θραύσματα πήλινων οικιακών αγγείων. Δείγματα που οδηγούν, με κάποιους, βέβαια, δισταγμούς, στη σκέψη ότι δεν πρέπει να αποκλείσουμε τελείως την άποψη, ότι κατοικήθηκε κάποτε η Πρώτη είτε για ένα ορισμένο μόνο χρονικό διάστημα είτε γιά περισσότερα αλλά μικρότερα και διακεκομμένα. Οπωσδήποτε και στις δύο περιπτώσεις οι κάτοικοί της δεν πρέπει να υπήρξαν, όπως και πριν σημειώσαμε, παρά ελάχιστοι. Λόγω της πάντοτε παρούσας ελλείψεως νερού, της μειωμένης χλωρίδας της και των μικρών δυνατοτήτων που πρέπει να είχαν οι κάτοικοί της για αλιεία εξ αιτίας του ανοικτού, μπρος στο νησί, πελάγους.
Το όνομά της.
Γιατί άραγε, για νάρθουμε και στο θέμα του ονόματος του νησιού, την είπαν Πρώτη; Διότι -έδωσαν μιά πρόχειρη εξήγηση- είναι το πρώτο νησί που ένας ναυτικός, καθώς έρχεται από το ανοικτό πέλαγος, αντικρύζει πλησιάζοντας τα μεσσηνιακά παράλια15. Δόθηκαν πάντως και άλλες πιό ικανοποιητικές εξηγήσεις: Υποστηρίχθηκε16 ότι αρχικά λεγόταν Πλωτή, κι αυτό γιατί η γύρω απ' αυτήν θάλασσα είναι ιδιαίτερα βαθειά, έτσι που να μπορή ένα ιστιοφόρο να την περιπλεύση κινούμενο πολύ κοντά της -ιδίως σε μερικά σημεία της ανατολικής της ακτής σε ενός ή δύο μέτρων απόσταση απ’ αυτήν17.
Πρώτη: Ο όρμος Βουρλιά |
Βουρλιά.
Ας έρθουμε όμως πιά στην περιγραφή των δύο όρμων του νησιού, που παρουσιάζουν επίσης και κάποιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Και πρώτα στο λιμάνι της Βουρλιάς. Αν έχη κάποιο ενδιαφέρον, δεν είναι βέβαια για την προστασία που πρόσφερε αλλά και προσφέρει στα ιστιοφόρα -οπωσδήποτε αρκετά ελλιπή-, όσο για ένα οχύρωμα που βρίσκεται πιο ψηλά απ' αυτό, ένα μικρό κατεστραμμένο, βέβαια σήμερα, οχύρωμα.
Πάνω από το μικρό λιμάνι σχηματίζεται ένας, όχι ιδιαίτερα μεγάλος πετρώδης λόφος, το επάνω μέρος του οποίου (ακριβέστερα τα 3/4 της όλης εκτάσεώς του) περικλείεται από ένα τείχος πάχους 0,90- 1,35 του μέτρου. Το μήκος του όλου οχυρώματος δεν πρέπει να έφτανε, κατά τον Valmin τα 200 μέτρα. Βέβαια σήμερα το όλο οχύρωμα κατάκειται σε ερείπια: και στα σημεία ακόμα που διατηρείται καλύτερα, τα τείχη δεν υπερβαίνουν, ούτε εκεί, το ύψος περίπου ενός άντρα. Διακρίνονται, επίσης, στο μικρό φρούριο τα ίχνη δύο πύργων, μιάς κλίμακας και μιάς στέρνας που πιθανόν χρησιμοποιήθηκε και κατά τα υστερώτερα χρόνια,
Στο μέσον, εξ άλλου, της αποστάσεως μεταξύ μικρού φρουρίου και λιμανιού Βουρλιάς, συναντά κανείς τα ερείπια και κάποιου πύργου, κατεστραμμένου βέβαια και αυτού σήμερα, κι ενός τείχους που προχωρούσε προς το λιμάνι της Βουρλιάς αλλά που φαίνεται ότι δεν αποπερατώθηκε ποτέ. Όλα αυτά, φρούριο, πύργος, τείχη, όλα είχαν γίνει για να προσταεύουν το μικρό λιμάνι της Βουρλιάς από εχθρικές επιδρομές. Αλλά επιδρομές όμως ποιών, και για να προστατεύσουν ποιούς;
Πολλές απόψεις διατυπώθηκαν σχετικώς. Οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι τα οχυρώματα κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, λίγο, δηλαδή, μετά το θάνατο του Περικλή (που επισυνέβη το -429) οι Αθηναίοι εφαρμόζοντας μιά καινούργια πολεμική τακτική προσπάθησαν, για να φέρουν κάποιον αντιπερισπασμό στους Λακεδαιμονίους που δεν έπαυαν να εισβάλουν και να δηώνουν την Αττική, να μεταφέρουν τον πόλεμο σ’ αυτήν την ίδια την Πελοπόννησο18. Ο στρατηγός τους Δημοσθένης επέτυχε να εγκατασταθούν οι Αθηναίοι στη μεσσηνιακή Πύλο (στη βόρεια πλευρά του κόλπου του Ναυαρίνου19) και να την οχυρώσουν. Βέβαια η κατάληψη και οχύρωσή της αποτέλεσε «κάρφος εις τον οφθαλμόν» των Σπαρτιατών, οι οποίοι εφοβήθηκαν ότι οι Αθηναίοι θα συγκέντρωναν εκεί - άλλωστε κάτι τέτοιο συνέβη στο τέλος- όχι μόνο δικό τους στρατό, αλλά και τους Μεσσηνίους της διασποράς και ότι ίσως, ενωμένοι, θα ώδευαν τελικώς κατά αυτής της ίδιας της Λακωνίας. Για να κρατηθή, όμως, από τους Αθηναίους η Πύλος20 ήταν απαραίτητο να εξουσιάζονται και ορισμένα γειτονικά προς αυτή σημεία. Έτσι το -423, οι Αθηναίοι επέτυχαν να εγκατασταθούν στα Κύθηρα και μετά λίγα έτη επίσης, στο «Όνου γνάθος» απέναντι στα Κύθηρα. Μέσα στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής εντάσσεται και η εγκατάσταση των Αθηναίων στην Πρώτη, από την οποία οι Αθηναϊκές τριήρεις θα μπορούσαν να φθάσουν εντός τριών περίπου ωρών στην Πύλο21 προς ενίσχυση των συμπατριωτών τους.
Μετά την κατάληψη του μικρού νησιού οι Αθηναίοι έσπευσαν, όπως ήταν επόμενο, να το ενισχύσουν με ορισμένα οχυρωματικά έργα. Βέβαια, κατά πρόχειρο μάλλον τρόπο, για την κάλυψη απλώς των πρόσκαιρων στην περιοχή στρατηγικών τους αναγκών. Γι' αυτό το λόγο τα περιορισμένης εκτάσεως οχυρωματικά έργα της Βουρλιάς δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως τεχνικά έργα. Άλλωστε τα έργα δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Το -409, η Πύλος ανακαταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι απεχώρησαν και η αποπεράτωση των οχυρωματικών έργων της Πρώτης έχασε κάθε νόημα.
Πρώτη: Αρχαίες οχυρώσεις |
Γραμμένο.
Μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον, από αρχαιολογικής απόψεως παρουσιάζει ο μικρός κόλπος του Γραμμένου στο τέλος του «κεφαλιού» της Πρώτης. Κλείνεται από τις δύο του πλευρές (γιατί σχηματίζει μιά μάλλον οξεία γωνία) από απότομους, ψηλούς κάθετους και λείους βράχους, πάνω στους οποίους ο επισκέπτης βρίσκει χαραγμένες πλήθος επιγραφές, που (αν κρίνη κανείς από την ποικιλία των γραμμάτων τους) εχαράχτηκαν κατά τις πιό διαφορετικές εποχές: οι πιό παλιές ανάγονται στόν -6ο αιώνα και οι νεώτερες στη χριστιανική -ακριβέστερα την πρωτοχριστιανική- εποχή. Όλες έχουν χαραχτή από ναυτικούς που ζητούσαν από τους θεούς (πιθανόν και από μία πιό συγκεκριμένη θεά τη θεά Εύπλοια) βοήθεια για τη συνέχιση του ταξιδιού τους -μην ξεχνάμε τις μύριες δυσκολίες, θανάσιμες καμμιά φορά, που παρουσίαζαν τα τότε θαλασσινά ταξίδια...
Πιεζόμενοι οι ναυτικοί από τις τυχόν κακοκαιρίες προσορμίζονταν στο λιμάνι της Βουρλιάς22 και κατά τις μέρες της εκεί αναγκαστικής παραμονής τους χάρασαν κάποια λόγια ευχαριστήρια στους θεούς για τη σωτηρία τους ή κάποιες παρακλήσεις προς τη θεά Εύπλοια23 για να συγκατανεύση ώστε το επόμενο μέρος του ταξιδιού τους να είναι χωρίς άλλους κινδύνους. Λιγόλογες ευχές γραμμένες στη δοτική συνήθως (: Θεαγένει εύπλοια. Διοσκούροις εύπλοια) αλλά και στην κλητική (:Ευτυχή Θεόδοτε Λεβέδιε ο θεός εύπλοιάν σοι δοίη διά παντός...: ο θεός ής σου δίνη, Θεόδοτε, πάντοτε καλό ταξίδι) κλπ.24.
Ο αρχαιόφιλος δημοδιδάσκαλος Ν. Μαρτίνης, όταν επισκέφθηκε το νησί25 εντόπισε επιγραφές όχι μόνο πάνω στις μεγάλες επιφάνειες των βράχων, αλλά και πάνω σε ορισμένα θραύσματα βράχων που βρίσκονταν εκεί πλησίον. Σε μια από τις τελευταίες αυτές διακρίνει κανείς σκαλισμένον ένα σταυρό και γύρω του τις λέξεις: «Ιησούς Χριστός νικά». Σε άλλη το: Μνήσθητι Κύριε. Πρόκειται για επιγραφές της χριστιανικής περιόδου. Δείγματα ευσέβειας των ανθρώπων της «καινής» εποχής.
Οι επιγραφές του Γραμμένου προκάλεσαν, καθώς ήταν επόμενο, την επιστημονική περιέργεια πολλών ειδικών, που κατά καιρούς προσπάθησαν να τις αναγνώσουν. Μεταξύ αυτών ο Ολλανδός S. H. W. Strid, ο Γερμανός Kolbe που επισκέφθηκε την Πρώτη το Σεπτέμβριο του 1904, ο Μ. Ν. Valmin, Σουηδός αυτός, και άλλοι ξένοι και Έλληνες. Μεταξύ αυτών των τελευταίων και ο γυμνασιάρχης των Φιλιατρών Γεώργιος Παπανδρέου στις 29 Μαϊου 1899 26.
Ο Βαλμίν, όπως υπενθυμίζει ο Σ. Κουγέας27, εργάστηκε με μεγάλη υπομονή μέχρις ότου κατορθώση να διαβάση και αντιγράψη τις επιγραφές του Γραμμένου. Η θάλασσα στον όρμο ποτέ δεν είναι ήρεμη και δεν προσφέρει την ακινησία εκείνη που απαιτείται για να εργασθή όπως πρέπει ο όποιος επιγραφικός. Επί τρείς ημέρες, σημειώνει επίσης ο Σ. Κουγέας, παρέμεινε στο Γραμμένο ο Βαλμίν για να μπορέση να διαβάση τις επιγραφές. Κάποτε μάλιστα αναγκαζόταν να δεθή στο πάνω μέρος του καταρτιού της βάρκας του για να μην τιναχθή στη θάλασσα.
Πρώτη: Γραμμένο |
Αυτό το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων αλλά και των αρχαιοφίλων για τις επιγραφές, εξύπνησε σε κάποιους και ένα άλλο ενδιαφέρον όχι βέβαια, και τόσο επιστημονικό αυτό. Προκάλεσε την περιέργεια των ψαράδων αλλά και άλλων χωριανών της περιοχής, που υποψιάστηκαν ότι κάτω από τις επιγραφές κρύβονταν θησαυροί. Αλλιώς δεν εξηγούσαν οι απλοϊκοι εκείνοι το ενδιαφέρον τόσων πολλών γι' αυτές. Ακόμα και το 1933 που επισκέφθηκε ο Ν. Μαρτίνης το Γραμμένο, ο ψαράς που τον πήγε του μιλούσε διαρκώς γιά... θησαυρούς!
-Κύττα δάσκαλε να βρης το θησαυρό και άσε να γράμματα!
Γι' αυτό και κατά καιρούς επιχείρησαν ουκ ολίγοι με δυναμίτες και τα παρόμοια να παραβιάσουν το, κατ' αυτούς, μυστικό των βράχων του Γραμμένου. Όταν δεν εύρισκαν τίποτε, το απέδιδαν στους Στεμνιτσιώτες. Γιατί διαδιδόταν, επίσης, ότι αυτοί ήσαν εκείνοι που είχαν πάρει τελικώς το θησαυρό.
- Ηρθαν εδώ οι Στεμνιτσιώτες, συνέχιζε να διηγήται στο Ν. Μαρτίνη ο ίδιος ψαράς, και προφασίστηκαν πως θα βγάλουν ασβέστη. Κάθισαν κάμποσες μέρες, βγάλανε το θησαυρό, γέλασαν τους Φράγκους και φύγανε.
Ο Σ. Λυριτζής αναφέρει, επίσης, τις προσπάθειες κάποιου Τριαντάφυλλου από τους Γαργαλιάνους και ενός Καναβού από τη Βάλτα οι οποίοι -και αυτοί- προσπάθησαν να βρούν τον δήθεν κρυμμένο θησαυρό. Βέβαια δεν κατόρθωσαν να βρούν τίποτε. Το μόνο που πέτυχαν ήταν να καταστρέψουν ένα μέρος των επιγραφών (που τα συντρίμμια τους βρήκε, αργότερα, ο Ν. Μαρτίνης) και ίσως ακόμη κάτι: να μείνη και αυτών των μικρών Ηροστράτων το όνομα στην ιστορία του τόπου.
Μιλήσαμε κυρίως για τη ζωή της Πρώτης κατά τους κλασσικούς χρόνους. Για τη μετέπειτα περίοδο, τη ρωμαϊκή, δεν έχουμε ειδήσεις. Το ίδιο και για τους Βυζαντινούς χρόνους. Πάντως κάποια χρυσά νομίσματα που βρέθηκαν στο χώρο κοντά στη σημερινή εκκλησία της Παναγίας, κομμένα από το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινουπόλεως την εποχή του +600, δείχνουν, αυτό που άλλωστε είναι και φυσικό, ότι δεν έπαψαν να την επισκέπτωνται ναυτικοί και άλλοι και κατά την περίοδο του Βυζαντίου28.
Κατά την ίδια εποχή και ακόμα περισσότερο κατά την επακολουθήενασα περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Πρώτη δεχόταν και τις καθόλου ευχάριστες επισκέψεις ποικίλων πειρατών, Μαλτέζων (όπως ο περίφημος Μικέλης Ζάζος), Σκλαβούνων, Σαρακηνών, αλλά και Γάλλων ακόμη. Τελικώς οι πειρατές αυτοί εγκαταστάθηκαν μονίμως σχεδόν στους όρμους της29.
Αυτό δε συνεχίστηκε ως το τέλος της μεγάλης επαναστάσεως του ΄21. Αλλά και οι άνδρες της αποστολής του Μαιζώνος που πολλοί τους κρατούσαν ημερολόγια και σημειώσεις στις οποίες περιέγραφαν τα συμβάντα κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα, αναφέρουν την Πρώτη σαν καταφύγιο πειρατών30. Κατόπιν με την εγκαθίδρυση του ελευθέρου Κράτους οι πειρατές έφυγαν και το μικρό νησί το εκάλυψε και πάλι η μοναξιά. Εκείνη η παλιά γνώριμή του μοναξιά που ο Θουκυδίδης δεν είχε παραλείψει να αναφέρη.
Όταν βραδυάζη κι αρχίζουν να έρχωνται οι πρώτοι ίσκιοι να την σκεπάσουν, τότε ο όγκος της Πρώτης μοιάζει κάπως πιό σκοτεινός και η ερημιά της φαίνεται ακόμα πιό μεγάλη. Μόνο όταν το απόγευμα την έχη επισκεφθη κάποιος ψαράς ή κάποια ευσεβής γυναίκα από την απέναντι ακτή κι έχη ανάψει τα καντήλια της Παναγούλας, τότε μόνο κάποιο μικρό φως ζωής λάμπει εκεί, μέσα στο βράδυ, και ζωντανεύει κάπως τον αυστηρό μαύρο κροκόδειλο, που αιώνες τώρα φρουρεί από απέναντι το παραλιακό χωριουδάκι του Μαράθου.
Η Πρώτη- Η μικρή ιστορία ενός έρημου νησιού
Πρακτικά Β΄ Τοπικού Συνεδρίου μεσσηνιακών Σπουδών, 1982.
1. Για την ακρίβεια την πρώτη νύξη -στη νεώτερη εποχή γιά την Πρώτη τη βρίσκει κανείς στον Ε' τόμο (1881), σσ.904-907, του περιοδ.«Παρνασσός». Δημοσιεύτηκαν σ’ αυτό κάποιες πληροφορίες γιά το μικρό νησί του ΣατουρνίνουXομιένε (κατά μετάφραση του σχολάρχη, τότε, Κυπαρισσίας Αθ. Πετρίδη).
2. Ο Γ. Παπανδρέου, γυμνασιάρχης, γύρω στο γύρισμα του αιώνα, των Φιλιατρών, υπήρξε δραστήριος ερευνητής και παραγωγικός σιγγραφέας. Βλ. γι' αυτόν στην «Επετηρίδα των Καλαβρύτων» τόμο ΙΔ (1982), σσ.114 επ., τη μελέτη του Κωνστ. Θ. Κυριακοπούλου, Συμβολή στη βιογραφία και την εργογραφία του Γεωργίου Α. Παπανδρέου (1859-1940),
3. Βλ. περιοδικό «Αρμονία» τ.Γ' (1902), σ.238.
4. Ας προστεθή και τούτο: λόγω του σχήματός του, που όπως είπαμε, θυμίζει σαύρα ή κροκόδειλο, οι εντόπιοι διαιρούν το νησί σε τρία μέρη: το κεφάλι (το τμήμα προς βορράν), τον κορμό (που αποτελείται από το κεντρικό και υψηλότερο-φθάνει τα 184μ.- τμήμα του νησιού) και, τέλος, την ουρά (το προς Νότον -το προς την Πύλο- μακρόστενα τέλος της Πρώτης). Ο παλαιός εκείνος γυμνασιάρχης ανέβηκε ο ίδιος στον κορμό του νησιού και βρήκε να σχηματίζεται εκεί επάνω ένα μικρό οροπέδιο «πετρωδέστατον». βλ.«Αρμονία», τ.Γ' (1902), σ.241.
5. Κατ' άλλους «Μέγα αμπέλι».
6. «Τριφυλιακή Εστία», τεύχ. 13-14, σσ. 53-59.
7. Στράβων, Η. 4, 2, 359. Βλ. και σχετικώς το άρθρο του Σωτ. Λυριτζή Iστορία και αρχαιολογία της μεσσηνιακής πόλεως Πρώτης, σ.106, «Πλάτων» (τ.25 1933, σσ.88-106). Το άρθρο αυτό του σεβαστού μου Γυμνασιάρχου Γαργαλιάνων Σ. Λυριτζή απετέλεσε για μένα μία απ' τις κυριότερες πηγές για τη σύνθεση της παρούσας ανακοινώσεως.
8.. Γράφει ο Στράβων: έτι δε και νησίου και πολύχνιον εν αυτώ ομώνυμον Πρωτή (υπάρχει εκεί -προς βορράν της Πύλου- νησί (που λέγεται Πρωτή) και πάνω σ' αυτήν ένα μικρό χωριό που έχει κι αυτό το όνομα του νησιού και λέγεται Πρωτή). Μία ένδειξις είναι αυτή. Αλλά ατυχώς το κείμενο του Στράβωνα έχει προέλθει όπως είπαμε από διόρθωση (: Der Peloponnesos, τ.ΙΙ, o. 176, Gotha 1851-1852 εκ παραπ. τρίτου). Παράδοξο φαίνεται εις τον όποιο μελετητή της ιστορίας του νησιού, ότι ο Παυσανίας, αυτός που μίλησε με τόση ακρίβεια και τόσο λεπτομερώς για την κάθε γωνιά της ελληνικής γής, για την Πρώτη δεν έγραψε ουδε στίχο!
9. Εζησε κατά τα τέλη του Ε' και τις αρχές του Στ' αιώνα συγγραφέας έργου τιτλοφορούμενου «Εθνικά».
10. Βλ. και την άκρως ενδιαφέρουσαν μελέτην του: Η αρχαία πόλις της δυτικής Μεσσηνίας Έρανα "Πλάτων" t. KA (1969), OC. 152-180.
11. Norea, London 1832, σ.62. Ο Gell πέρασε από τους γαργαλιάνους και την Πρώτη τό 1804,
12. Από τον Σ. Λυριτζή, Ιστορία..., 107, σημ.1.
14. Va1min, Bλ. το έργο του: Etudes topographiques sur la Messenie ancienne (Londom, 1930).
15. Για τον ίδιο λόγο, υπενθυμίζουν, ονομάστηκε επίσης Πρώτη ένα νησί της Προποντίδας (η Προκόνησος), που βλέπει κανείς πρώτα φεύγοντας διά θαλάσσης από την Κωνσταντινούπολη.
16. Βλ. λ.χ. το μικρό άρθρο του F. Gisinger στην R.E. της Pauly's Wissowa στή λέξη: Πλωτή.
17. Άλλοι σημειώνουν πως και βορειότερα κείμενες, χαρακτηρίζονται και αυτές ώς Πλωταί, ακριβώς γιά τον ίδιο λόγο γιατί ήταν εύκολος ο περίπλους τους. «Πλωταί, ουχ ότι μετακινούνται, ώς η Δήλος ποτέ μυθεύεται, αλλά διότι ώς περίδρομοι μέσον, φησίν, έχουσι περίπλοον αμφιέλικτον, τουτέστιν περιπλέονται, ...» (Κατά συγγραφέα του ΙΒ΄αι.). Βλ. Σ. Λυριτζή, Ιστορία..., σ.92, σημ.3.
18. Σ. Β. Κουγέα, Η νήσος Πρώτη και ή ιστορική σημασία της, σσ. 151-155 του "Λευκώματος Τριφυλίας" (Αθήνα 1938).19. Η εγκατάσταση αυτή επισυνέβη το έβδομο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου. Τα σχετικά γεγονότα αναφέρει λεπτομερώς ο Θουκυδίδης στο Α ́ (κεφ.3,3 και 41) και το Ε' βιβλίο της Ιστορίας του.
20. Σημειωτέον ότι οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να παραμείνουν στην Πύλο, κατά τη διάρκεια εκείνου του χωρίς τέλος, τριακονταετούς σχεδόν), Πελοποννησιακού πολέμου, επί μίαν ολόκληρη 15ετία (-425/ -410)
21. Βλ. το άρθρο του Σ. E. Λυκούδη Τριήρεις, στον τόμο ΚΓ’ της ΜΕΕ, σ.3-32.
22. Σ. Λυριτζή, όπ, παρ, σσ. 108 επ. Η άποψη ότι σε καιρό κυματώδους θάλασσας οι κυβερνήτες οδηγούσαν τα ιστιοφόρα τους στην ασφαλέστερη Βουρλιά (ή το κάτω από τη σημερινή Παναγούλα μέρος) έπλεαν δε ώς το «Γραμμένο» για να χαράξουν τις ευχαριστίες τους όταν ο καιρός βελτιωνόταν, προσκρούει στη σκέψη ότι κατά κοινή πείρα, το κύριο και επείγον μέλημα των κυβερνητών, όταν ο καιρός βελτιωνόταν, πρέπει να ήταν η εσπευσμένη αναχώρησή τους και όχι η χάραξη των ευχαριστηρίων κλπ. επιγραφών στους βράχους του «Γραμμένου».
23. Πιθανόν στο μυχό του όρμου να υπήρχε κάποιο ιερό της θεάς Ευπλοιας, ένα ιερό που αργότερα φαίνεται ότι παρασύρθηκε από τα κύματα ή τα νερά των βραχών που κυλούσαν από τους υπερκείμενους ψηλούς βράχους. Ο Ολλανδός αρχαιολόγος Στρίδ διετύπωσε την εικασία ότι το ιερό αυτό της θεάς Ευπλοίας -ή κάποιας ανάλογης θεάς- θάπρεπε να βρίσκεται κάπου κοντά στο εκκλησάκι της Παναγούλας (βλ. Σ. Κουγέα, Η νήσος..., σ. 153). Παρασύρθηκε, φαίνεται, και από τη σκέψη, ότι σ' όποια επίκαιρη θέση υπήρχε ειδωλολατρικός ναός κατόπιν χτίστηκε χριστιανικός. Όμως ούτε αυτό το τελευταίο ισχύει γενικώς (ιδιαίτερα για νέους ναούς όπως αυτός της Παναγούλας), ούτε -αυτό δε είναι το κυριότερο- βρέθηκαν στη θέση εκείνη ίχνη αρχαίου ναού ή ιερού, όπως απέδειξαν οι επισταμένες έρευνες του Valmin. Αν υπήρχε κάποιο αρχαιοελληνικό ιερό στην Πρώτη, αυτό πρέπει να υπήρχε -κατά τη γνώμη μου βέβαια, γνώμη μη ειδικού- μόνο κάτω στην παραλία του όρμου του Γραμμένου ή έστω στη θέση της Βουρλιάς, πλησίον των σημείων, δηλαδή, όπου παρέμεναν οι ναυτικοί, όχι επάνω στο ύψωμα, όπου ο σημερινός ναΐσκος της Παναγούλας.
24. Βλ. και Σ. Κουγέα, Η νήσος..., σ.153. Οι επιγραφές παρουσιάζουν ένα ακόμη ενδιαφέρον γιά τους ειδικούς δίνουν δείγματα των όνομάτων των τότε πλοίων (:Θύελλα, Διόνυσος, Ποσειδών κλπ.) μέσα σ’ αυτά και ένα χριστιανικό: Μαρία. Επίσης μας δίνουν δείγματα των τύπων των ελληνικών γραμμάτων μέσα στο πέρασμα των αιώνων.
25. Ένα σχετικό άρθρο, με τίτλο: Η τριφυλιακή νήσος Πρώτη, που γράφτηκε στην Κυπαρισσία το 1933, αναδημοσιεύτηκε εσχάτως στο περιοδικό «Τριφυλιακή Εστία» TX. Î3-14, koll oca. 53-59.
26. Αναφερθήκαμε σ' αυτόν και προηγουμένως. Τις παρατηρήσεις του εδημοσίευσε αργότερα στό τότε στην Αθήνα εκδιδόμενο περιοδικό «Αρμονία» (το οποίο έθεσε στη διάθεσή μου ο φίλος κ. Τ. Αθ. Γριτσόπουλος).
27. Σ. Κουγέα, Η νήσος..., σ.152-3.
28. Σ. Λυριτζή, Ιστορία..., σ. 116. Τον ίδιο βλ. και για τις επόμενες πληροφορίες. Βλ. επίσης στου Σ. Κουγέα, Η νήσος..., σ. 155 τό ακόλουθο απόσπασμα: «Από έγγραφον του 1794 μανθάνομεν ότι το καΐκι του Παναγιώτη Μέξη Σπετσιώτη έγινε πρέζα εις το νησίον της Πρώτης από τον καπετάν Μικέλιν Ναόζον Μαλτέζον εις τάς 18 Απριλίου 1793 και ότι εις τον ίδιον τόπον ένα άλλο υδραίικον καίκι με καραβοκύρην τον Ανδρέαν του Δημήτρη επιάσθη από τον ίδιον καπετάν Μικέλην». Δύο παραδείγματα από τα πολλά «κατορθώματα» τών πολυάριθμων πειρατών που ελόχευαν στις ερημικές της ακτές.
29. Πειρατές είχαν εγκατασταθή όχι μόνο στους όρμους της Πρώτης άλλά και σ' όλη την γύρω περιοχή -στα σημεία βέβαια όπου υπήρχε δυνατότητα να κρυβούν τα πειρατικά. Έφερναν στην παραλία για να πουλήσουν κάθε είδους εμπορεύματα μέσα σ’ αυτά και σκλάβες. Γι' αυτό και λεγόταν το, γνωστό: «στης Αρκαδίας (λέγοντας τότε Αρκαδία υπονοούσαν όχι βέβαια τη σημερινή... Αρκαδία, αλλά την περιοχή γύρω από τον κόλπο της Κυπαρισσίας) το πανηγύρι αγοράζαν τις έμορφες σκλάβες οι κουρσάροι τις πουλούν κι οι αγάδες τις αγοράζουν». Κυρίως επρόκειτο για κουρσάρους Σαρακηνούς. Bλ. Ν. Μαρτίνη, Η Τριφυλιακή...,σ.55.
30. Βλ. Σ. Κουγέα, Η νήσος..., σ.15,