Η Θέση της ακρόπολης
Η ακρόπολη του Ελληνικού βρίσκεται στο πλάτωμα της νοτιότερης κορυφής της οροσειράς που βρίσκεται στα Α του χωριού Δεσύλλα και έχει κατεύθυνση Β- Ν. Η οροσειρά αυτή σβήνει λίγο πιό πάνω (ΒΑ) από το χωριό Φίλια. Ο ποταμός, που σήμερα ονομάζεται ρέμα Μαυροζούμενας, ρέει γύρω από τους πρόποδες της ακρόπολης από την Α πλευρά και μετά προς τα Δ ενώ λίγο πιό πάνω από το ρέμα υπάρχει η σιδηροδρομική γραμμή.
Η πρόσβαση γίνεται από ένα χωματόδρομο που ξεκινάει αμέσως μετά την γέφυρα στο χωριό Φίλια δίπλα στη «νεροτριβή». Εκεί συναντάμε μια πινακίδα που υποδεικνύει την κατεύθυνση για την «Ακρόπολη Ελληνικού». Ακολουθώντας την κατεύθυνση, ανατολικά, φτάνουμε στους νότιους πρόποδες την ακρόπολης απ΄ όπου ένα μονοπάτι οδηγεί σ΄ αυτήν.
Έρευνα και ταύτιση
Ο πρώτος που φαίνεται να εντόπισε την ακρόπολη είναι ο Γερμανός αρχαιολόγος Ernst Curtius. Ο Curtius ερεύνησε την ακρόπολη στα 1840 και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "αυτά είναι τα ερείπια της Ανδανίας".[1]
Το καλοκαίρι του 1910 επισκέφτηκε την ακρόπολη γερμανική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τους Friedrich Freiherr Hiller Von Gaertringen και Heinrich Lattermann. Η γερμανική αποστολή προχώρησε σε τοπογραφική αποτύπωση των αρχαιοτήτων και διενήργησε επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα. Μελέτησε τα τείχη και καταλήγει και αυτή στο συμπέρασμα ότι η ακρόπολη του Ελληνικού με σιγουριά θα πρέπει να ταυτιστεί με την Ανδανία. Αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι τα υπολείμματα του οχηρού θα πρέπει να χρονολογηθούν στα Αρχαϊκά χρόνια και ότι προϋπήρχε του πολέμου του Αριστομένη και των επαναστατημένων Μεσσήνιων εναντίων των Σπαρτιατών.
Η εργασία των Γερμανών δημοσιεύθηκε το 1911 με τίτλο Hira und Andania,[2] και αποτελεί μέχρι σήμερα την μοναδική συστηματική αρχαιολογική έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί για τις αρχαιότητες στην ακρόπολη του Ελληνικού.
Ο Παυσανίας αναφέρει την Ανδανία στην εξιστόρηση του Πολέμου των Μεσσήνιων, με αρχηγό τον Αριστομένη, εναντίων των Σπαρτιατών. Στην πρώτη φάση του πολέμου οι Μεσσήνιοι είχαν ως έδρα την Ανδανία. Αργότερα μετά την ήττα στην "Μεγάλη Τάφρο" την εγκατέλειψαν και οχυρωθήκαν στην Είρα, στην ακρόπολη του Κακαλετρίου, όπου τελικά ηττήθηκαν μετά από μακροχρόνια πολιορκία. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Σπαρτιάτες μετά από τον πόλεμο αυτό και αφού κατέλαβαν ολόκληρη την γόνιμη πεδιάδα του Στενυκλαρικού πεδίου θα πρέπει να κατέστρεψαν το οχυρό της Ανδανίας. Αυτό πρέπει να συνέβη στα -500/ -490 αφού η σύγχρονη έρευνα τοποθετεί σε αυτήν την χρονική περίοδο τον πόλεμο του Αριστομένη.[3]
Μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τον Σπαρτιατικό ζυγό στα -369, το οχυρό των Ελληνικών φαίνεται ότι δεν πρέπει να ξαναχρησιμοποιήθηκε. Οι Μεσσήνιοι ξαναέχτισαν την Ανδανία σε άλλο σημείο του Στενυκλαρικού πεδίου πιθανόν μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (-338). Ο Πολύβιος μας πληροφορεί ότι το -217, κατά τη διάρκεια του συμμαχικού πολέμου, έγινε μια μάταιη επίθεση κατά της Ανδανίας από τον Λυκούργο, χωρίς όμως να προσδιορίζει με σαφήνεια την τοποθεσία. Ο Λίβιος επίσης περιγράφει μια συνάντηση μεταξύ του Φλαμινίνου και του Διοφάνη, στρατηγού των Αχαιών, το -191 σε μια μικρή πόλη, την Ανδανία, που βρισκόταν μεταξύ της Μεγαλόπολης και της Μεσσήνης.[4]
Το καλοκαίρι του 1910 επισκέφτηκε την ακρόπολη γερμανική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τους Friedrich Freiherr Hiller Von Gaertringen και Heinrich Lattermann. Η γερμανική αποστολή προχώρησε σε τοπογραφική αποτύπωση των αρχαιοτήτων και διενήργησε επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα. Μελέτησε τα τείχη και καταλήγει και αυτή στο συμπέρασμα ότι η ακρόπολη του Ελληνικού με σιγουριά θα πρέπει να ταυτιστεί με την Ανδανία. Αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι τα υπολείμματα του οχηρού θα πρέπει να χρονολογηθούν στα Αρχαϊκά χρόνια και ότι προϋπήρχε του πολέμου του Αριστομένη και των επαναστατημένων Μεσσήνιων εναντίων των Σπαρτιατών.
Η εργασία των Γερμανών δημοσιεύθηκε το 1911 με τίτλο Hira und Andania,[2] και αποτελεί μέχρι σήμερα την μοναδική συστηματική αρχαιολογική έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί για τις αρχαιότητες στην ακρόπολη του Ελληνικού.
Ο Παυσανίας αναφέρει την Ανδανία στην εξιστόρηση του Πολέμου των Μεσσήνιων, με αρχηγό τον Αριστομένη, εναντίων των Σπαρτιατών. Στην πρώτη φάση του πολέμου οι Μεσσήνιοι είχαν ως έδρα την Ανδανία. Αργότερα μετά την ήττα στην "Μεγάλη Τάφρο" την εγκατέλειψαν και οχυρωθήκαν στην Είρα, στην ακρόπολη του Κακαλετρίου, όπου τελικά ηττήθηκαν μετά από μακροχρόνια πολιορκία. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Σπαρτιάτες μετά από τον πόλεμο αυτό και αφού κατέλαβαν ολόκληρη την γόνιμη πεδιάδα του Στενυκλαρικού πεδίου θα πρέπει να κατέστρεψαν το οχυρό της Ανδανίας. Αυτό πρέπει να συνέβη στα -500/ -490 αφού η σύγχρονη έρευνα τοποθετεί σε αυτήν την χρονική περίοδο τον πόλεμο του Αριστομένη.[3]
Μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τον Σπαρτιατικό ζυγό στα -369, το οχυρό των Ελληνικών φαίνεται ότι δεν πρέπει να ξαναχρησιμοποιήθηκε. Οι Μεσσήνιοι ξαναέχτισαν την Ανδανία σε άλλο σημείο του Στενυκλαρικού πεδίου πιθανόν μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (-338). Ο Πολύβιος μας πληροφορεί ότι το -217, κατά τη διάρκεια του συμμαχικού πολέμου, έγινε μια μάταιη επίθεση κατά της Ανδανίας από τον Λυκούργο, χωρίς όμως να προσδιορίζει με σαφήνεια την τοποθεσία. Ο Λίβιος επίσης περιγράφει μια συνάντηση μεταξύ του Φλαμινίνου και του Διοφάνη, στρατηγού των Αχαιών, το -191 σε μια μικρή πόλη, την Ανδανία, που βρισκόταν μεταξύ της Μεγαλόπολης και της Μεσσήνης.[4]
Η Ακρόπολη
Τα περισσότερα στοιχεία για την ακρόπολη του Ελληνικού αντλούνται από την εργασία Hira und Andania, που όπως ήδη αναφέρθηκε είναι η μοναδική συστηματική αρχαιολογική έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί για τον αρχαιολογικό χώρο.
Η ακρόπολη του Ελληνικού έχει παραλληλόγραμμο σχήμα με κατεύθυνση Β- Ν.
Η δυτική πλευρά του οχυρού προστατεύεται από ένα ισχυρότατο τείχος το οποίο σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση που μέχρι και σήμερα εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Η επιβλητική αυτή οχύρωση της Δ πλευράς θα πρέπει να ήταν η "ραχοκοκαλιά" του οχυρού. Έχει μήκος 112μ. και πλάτος 3.40μ. και είναι κατασκευασμένος με μεγάλους πέτρινους δόμους κυρίως παραλληλόγραμμων αλλά και πιό τετράγωνων σχημάτων. Το εσωτερικό του τείχους είναι γεμισμένο με μικρότερες πέτρες δημιουργώντας έτσι ένα διάδρομο πάνω στα τείχη ικανού πλάτους.
Στην νότια άκρη του Δ τείχους υπήρχε αμυντικός πύργος (σχέδιο αρ. 7) με πάχος τειχών 78 εκ. ο οποίος σήμερα είναι σχεδόν κατεστραμμένος. Από τον πύργο αυτόν τείχος πλάτους 2.10μ. κατηφορίζει την Ν πλαγιά και μετά από λίγο χάνονται τα ίχνη του.
Το μεγάλο Δ τείχος καταλήγει στην Β πλευρά σε έναν μεγάλο προμαχώνα (σχέδιο Β) όπου εντοπίζονται 3 αμυντικοί πύργοι. (σχέδιο αρ. 3, 4, 5) με πάχος τειχών περίπου τα 80 εκ. Στον προμαχώνα εντοπίζεται και μιά στενή πύλη εισόδου από την Δ. πλευρά. (σχέδιο Πύλη Β).
Ο προμαχώνας Β της ΒΔ πλευράς της ακρόπολης ενώνεται με τείχος με ένα αρκετά μεγάλο πλάτωμα στην ΒΑ πλευρά του αρχαιολογικού χώρου όπου εντοπίζεται ο μεγάλος προμαχώνας Α. (σχέδιο Α). Στο Βόρειο αυτό τείχος εντοπίζεται ένας ακόμα πύργος (σχέδιο αρ. 2) ενώ στο σημείο που το τείχος ενώνεται με το προμαχώνα Α υπάρχει ακόμη μιά στενή είσοδος (σχέδιο Πύλη Α). Οι πύλες εισόδου του οχηρού είναι στενές και έχουν πολύ καλή και επιμελημένη κατασκευή. Η κατασκευή τους ήταν τέτοια ώστε να προσφέρονται για άμυνα απέναντι σε επίθεση.
Ο μεγάλος προμαχώνας Α περιβάλλεται από διπλά τείχη πάχους 4,50μ. Στην Α πλευρά της ακρόπολης ξεκινούσε τείχος από το προμαχώνα Α αλλά τα ίχνη του σταδιακά χάνονται. Εδώ εντοπίζονται τα υπολείμματα ενός ακόμα αμυντικού πύργου (σχέδιο αρ.1).
Οι Γερμανοί αναφέρουν ότι δεν βρήκαν ίχνη κτισμάτων εντός της οχύρωσης.
Στο πλάτωμα που δημιουργείται ακριβώς στα Ν και λίγο πιό χαμηλά από την ακρόπολη εντοπίστηκε ακόμη ένας μεγάλος ορθογώνιος προμαχώνας (σχέδιο C). Οι διαστάσεις του ήταν 78,90μ X 44,65μ. με πάχος τειχών 2,55μ. Ένα κτίριο που υπήρχε δίπλα στο Δ τείχος είχε διαστάσεις 12,80μ. X 6,40μ. και πάχος τοίχου 46 εκ. Απ΄ ότι έδειχνε η τεχνική της τοιχοποιίας, ο προμαχώνας αυτός χτίστηκε ταυτόχρονα με την ακρόπολη. Σήμερα δεν φαίνεται να σώζονται κάποια ίχνη του.
Σε ότι αφορά στην χρονολόγηση της ακρόπολης οι Γερμανοί Friedrich Freiherr Hiller Von Gaertringen και Heinrich Lattermann καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ενώ δεν μπορεί να δοθεί ακριβής χρονολόγηση ωστόσο η κατασκευή της έγινε στα Αρχαϊκά χρόνια και προϋπήρχε του πολέμου του Αριστομένη και των επαναστατημένων Μεσσήνιων εναντίων των Σπαρτιατών.
Επίσης αναφέρουν ότι η πολύ στενές πύλες εισόδου του οχυρού δείχνουν ότι εδώ ήταν η ακρόπολη της Ανδανίας των Αρχαϊκών χρόνων -και μέχρι την καταστροφή της γύρω στα -500/ -490- και όχι η ίδια η πόλη. Όπως αναφέρουν, διάφορες μαρτυρίες και ενδείξεις υποδηλώνουν ότι η πόλη θα πρέπει να βρισκόταν στην πεδιάδα στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του λόφου του κάστρου.
"Αριστομένης ο Μεσσήνιος"
Σημειώσεις:
[1] Curtius, Ernst. Peloponnesos: eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel (Band 2)- Gotha, 1852 Σελ.131-133
[2] Hiller von Gaertringen, Friedrich; Lattermann, Heinrich: Hira und Andania- Berlin, 1911
[3] Νίκος Παπαχατζής: Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά
[4] Για τις έρευνες στην άνω Μεσσηνιακή πεδιάδα, το Στενυκλαρικό πεδίο: Δρ. Ξένη Αραπογιάννη: Αρχαιολογική τοπογραφία την άνω Μεσσηνίας