.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Η λατρεία των Γυναικείων Θεοτήτων στην Ολυμπία. Ήρα και Άρτεμη



 Το Ιερό της Ολυμπίας, το μεγαλύτερο αθλητικό και θρησκευτικό κέντρο Ανατολής και Δύσης, χωροθετείται στη συμβολή της εύφορης κοιλάδας του Αλφειού και του παραπόταμό του Κλαδεού, κάτω από την σκέπη του Κρονίου λόφου. Αυτή η φυσική αρχιτεκτονική του Ολυμπιακού τοπίου διαμόρφωσε καθοριστικά τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του ιερού. Αρχικά το θρησκευτικό και στην μετεξέλιξή του το αθλητικό αγωνιστικό, χαρακτηριστικά τα οποία παρέμειναν αναλλοίωτα και κατά την διάρκεια της μεταμόρφωσής του από τοπικό σε ιερό υπερτοπικής εμβέλειας.
Το τοπίο της Ολυμπίας περιγράφει εμφατικά ο γεωγράφος Στράβων. «Ταύτην δε θεώ και εν Ολυμπία συντελείται πανήγυρης καθάπερ και τη Ελαφία και τη Δαφνία. Μεστήν δ’ εστίν η γη πάσα Αρτεμισίων και Αφροδισείων και Νυμφαίων εν άλσεσι ανθέων και πλέως το πολύ διά την ευυδρίαν».
 H ιερά Άλτις αναφέρει ότι είναι άλσος ολάνθιστο με άφθονα νερά, γεμάτο από ιερά της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και από Νυμφαία. Ο ποιητής των Ολυμπιονικών Πίνδαρος αναφέρεται στην Ολυμπία ως «...εύδενδρον επ’Αλφειώ άλσος...». Τέλος στον Όμηρο, η περιοχή της Ολυμπίας αναφέρεται «ως τόπος που φέρει πλούτο στους κατοίκους του».
 Σ΄ αυτό λοιπόν το φυσικό περιβάλλον, οι ντόπιοι κάτοικοι λάτρεψαν τις αρχέγονες θηλυκές θεότητες της γονιμότητας και της αναπαραγωγής. Ο Δίας ήταν γι΄ αυτούς ένας άγνωστος θεός, ο οποίος ήλθε πολύ αργότερα με την κάθοδο των Αιτωλών στο ιερό. Όπως σε κάθε τόπο έτσι και στην Ολυμπία οι άνθρωποι θεοποιούν το φυσικό περιβάλλον και του αποδίδουν θρησκευτικές ιδιότητες. Αρχίζουν λοιπόν να συγκροτούν θρησκευτική συνείδηση, η οποία καθώς εξελίσσεται αποδίδει πλέον και προσωπικά χαρακτηριστικά στις θεότητες της φύσης.
 Κοιτίδα των πρώτων σεβάσμιων ιερών σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία ήταν οι νότιες υπώρειες του Κρονίου λόφου1. Το Γαίον, το Στόμιον, όπου υπήρχε βωμός της Θέμιδας, το ιερό της Ουράνιας Αφροδίτης. Στον ιερό χώρο του Γαίου θα υπήρχε χάσμα Γης, το οποίο θα αποτελούσε το κέντρο της χθόνιας λατρείας, καθώς και βωμός. Παρόμοιο χάσμα θα ήταν και το Στόμιο.

Από τις ανασκαφές στον ναό της Ήρας στην Ολυμπία στα τέλη του 19ου αιώνα.

 Η λατρεία της μητέρας Γης, συνδέεται αναμφίβολα με το μαντικό χαρακτήρα του ιερού, χάρη στον οποίο αναδεικνύεται η Ολυμπία στον Ελλαδικό χώρο, πριν αποκτήσει την αναγνώριση και την φήμη ως τόπος λατρείας του νέου θεού του Δία. Αυτό σημειώνει και ο Στράβων, ο οποίος μας πληροφορεί, ότι η Ολυμπία πριν τους αγώνες οφείλει την ανάδειξή της σε μαντείο που υπήρχε εκεί το οποίο σχετίζεται με την λατρεία του Γαίου.
 Το ιερό της Ειλείθυιας και του Σωσίπολι ήταν ακόμη ένα σημαντικό ιερό της πρώιμης θρησκευτικής ζωής στην Ολυμπία2. Η Ειλείθυια ήταν η προστάτιδα θεά του τοκετού. Ήταν όμως αυστηρή χθόνια θεά με το Ομηρικό προσωνύμιο μογόστοκος επειδή συχνά έστελνε και το θάνατο στις επίτοκες γυναίκες και στα βρέφη. Η Ειλείθυια έχει την αρχαιότερη και μακροβιότερη λατρεία σε μια σπηλιά στην Αμνισό (το επίνειο της Κνωσού). Στη Σπηλιά της Αμνισού βρέθηκαν γυναικεία ειδώλια που απεικονίζουν γυναίκες σε στάση τοκετού, θηλάζουσες καθώς και γυναίκες δεόμενες με υψωμένα τα χέρια3. Ο Σωσίπολις, ήταν ο χθόνιος δαίμονας και όπως λέει το όνομά του σωτήρας του τόπου όταν αυτός βρισκόταν σε κίνδυνο.
 Συμπερασματικά λοιπόν οι αυτόχθονες κάτοικοι οι οποίοι διαβιούν στην Ολυμπία, λατρεύουν τις αρχέγονες θηλυκές θεότητες, οι οποίες ταυτίζονται με τον κύκλο της ζωής του φυσικού περιβάλλοντος και σε κάθε περίπτωση η λατρεία του θηλυκού στοιχείου είναι αυτή που υπερέχει στο ιερό.
 Τι συμβαίνει όμως με την εισαγωγή της λατρείας του νέου θεού του Δία. Επιβιώνει η λατρεία των θηλυκών θεοτήτων ή εξοβελίζονται οριστικά λόγω της κυριαρχίας του νέου θεού;
 Στο πλαίσιο της καθόδου των δωρικών φύλων και των γενικότερων βίαιων πολλές φορές μετακινήσεων στον Ελλαδικό χώρο, τοποθετείται η εγκατάσταση των Αιτωλών στην Ηλεία τον -11ο αι. με αρχηγό τον Όξυλο. Οι Αιτωλοί γίνονται κύριοι της Ήλιδας και μάλιστα έχουν την πεποίθηση ότι επιστρέφουν σε γνώριμα πάτρια εδάφη, αφού ο αρχηγός τους ο Όξυλος, ήταν απόγονος του Αιτωλού, ο οποίος με τη σειρά του ήταν γιος του Ενδυμίωνα και εγγονός του Αέθλιου, πρώτων βασιλέων της Ήλιδας. Η επιλογή της Ολυμπίας για την εγκατάσταση των νεοφερμένων φύλων είναι οπωσδήποτε πολιτικής και στρατηγικής σημασίας. Η Ολυμπία ήταν ανέκαθεν τόπος επικοινωνίας των ανθρώπων και εμπορίου στην ευρύτερη περιοχή4. Παράλληλα οι νέοι κάτοικοι, εκδιώχνουν τους παλαιούς αυτόχθονες και προσπαθούν να εδραιώσουν και την λατρεία του Διός, του νέου θεού δηλαδή τον οποίον φέρνουν μαζί τους.
 Φυσικά η επιλογή του Δία ως νέου θεού της Ολυμπίας δεν είναι καθόλου τυχαία. Οι παλαιές λατρείες των αυτόχθονων κατοίκων της περιοχής αντανακλούν την τοπική διάσταση του ιερού. Τώρα τα νέα φύλα επιθυμώντας να δώσουν στο ιερό μια υπερτοπική διάσταση, επιλέγουν τον πατέρα όλων των θεών, ο οποίος κυριαρχεί προοδευτικά στο ιερό.
 Η επικράτηση της λατρείας του Διός είναι εμφανής και στα ανασκαφικά ευρήματα. Προς τιμήν του, κτίστηκε ένας μεγάλος κωνικός βωμός στην περιοχή μεταξύ του Ηραίου και του Πελοπίου. Οι κάτοικοι της περιοχής και οι προσκυνητές τοποθετούσαν τα αφιερώματά τους με την τέλεση των θυσιών στο βωμό τέφρας ή τα αναρτούσαν στα κλαδιά των δένδρων. Τι είδους αφιερώματα όμως ήταν αυτά; Την απάντηση έδωσε η ανασκαφική έρευνα στο λεγόμενο μαύρο στρώμα -όπως ονομάστηκε από τους γερμανούς ανασκαφείς, το οποίο προερχόταν από τις στάχτες του βωμού και κάλυπτε την περιοχή από το τέμενος του Πέλοπα, έως και την περιοχή του Ηραίου και ανατολικά προς το Μητρώο5. Τα αναθήματα που βρέθηκαν στο στρώμα αυτό ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα πήλινα και χάλκινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια. Τα ανθρωπόμορφα ειδώλια ήταν σχεδόν στο σύνολό τους ανδρικά. Πήλινες ανδρικές μορφές παριστάνονταν στον τύπο του κούρου ή του ηνιόχου, αποδιδόμενες σε νικητές των αγώνων ή αναθέτες αρματοδρομιών. Στα χάλκινα ειδώλια συγκαταλέγονται ο τύπος του πολεμιστή. Στον τύπο του πολεμιστή αναγνωρίζεται πιθανόν ο Δίας, ενώ σε άλλα ειδώλια πιθανόν να έχουμε την παράσταση του επιφαινόμενου Διός.
 Αντίθετα τα γυναικεία ειδώλια που βρέθηκαν στο στρώμα αυτό ήταν πολύ λιγότερα από τα ανδρικά. Επίσης βρέθηκαν αρκετές περόνες, πόρπες και δαχτυλίδια6.
Οι ανασκαφείς χρονολόγησαν αυτό το μαύρο στρώμα από τα μέσα του -11ου αι. έως και τον 7ο αι. Σ΄ αυτό λοιπόν το χρονικό διάστημα των τεσσάρων αιώνων τα ανασκαφικά ευρήματα μας οδηγούν στις πιο κάτω διαπιστώσεις:
1) Η επίσημη συγκροτημένη θρησκευτική δραστηριότητα στο ιερό αρχίζει στα μέσα του -11ου αι. και συνδέεται με την εισαγωγή της λατρείας του Δία 
2) Η συντριπτική πλειονότητα των ειδωλίων από το λεγόμενο μαύρο στρώμα είναι ανδρικά. Αντικατοπτρίζουν τους πλούσιους αγροκτηνοτρόφους της περιοχής, τους αναθέτες –προσκυνητές, ακόμη και τον ίδιο τον Δία7.
3) Ευρέθησαν γυναικεία ειδώλια (σαφώς πολύ λιγότερα από τα ανδρικά) καθώς και εξαρτήματα γυναικείου καλλωπισμού (πόρπες, περόνες, δαχτυλίδια. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι με την είσοδο του Δία οι αρχικώς λατρευόμενες θηλυκές θεότητες παραμερίζονται σε μεγάλο βαθμό, δεν εξοβελίζονται εντελώς. Αντίθετα, μετασχηματίζονται και επιβιώνουν μέσα από τις λατρείες των Ολυμπιακών θεαινών της Ήρας, της Άρτεμης, της Δήμητρας κ.λπ.
 Στην ελληνική μυθολογία του Ludwig Preller, 1854, διαβάζουμε ότι η Ήρα είναι η θηλυκή πλευρά του Ουρανού, δηλαδή ο αέρας το στοιχείο εκείνο της ουράνιας πρωτόγονης δύναμης, το οποίο είναι θηλυκά γόνιμο και μεταβλητό. Ετυμολογικά τώρα, το όνομα της Ήρας είναι σχετικά περίπλοκο. Ο Willamovitz, o Nilsson και άλλοι μελετητές, υποστήριξαν την άποψη ότι είναι το θηλυκό γένος του «ήρως», του ήρωα δηλαδή και σήμαινε κυρίαρχη. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι το όνομά της σημαίνει ώριμη για γάμο. Κατά μία νεότερη θεωρία θεωρείται μια ποιοτική μεταβολή της λέξης Ώρα. Οι Έλληνες θεωρούσαν τις Ώρες θεότητες που προκαλούσαν την βλάστηση κατά την αλλαγή των εποχών. Στο Ηραίο στην Ολυμπία, σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, οι Ώρες εικονίζονται ως αρχαιοπρεπή ξόανα δίπλα της. Το λατρευτικό άγαλμα της Ήρας στο Άργος, είχε στην στεφάνη της κεφαλής τις Ώρες και τις Χάριτες8.

 Οι Ώρες και ο Διόνυσος

Η λατρεία της Ήρας και η σύνδεσή της με τις αρχέγονες θηλυκές θεότητες του ιερού στην Ολυμπία, απασχόλησε την ιστορική και αρχαιολογική έρευνα από το παρελθόν. Ανακύπτουν δύο βασικά ερωτήματα στα οποία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Παραμένει η Ήρα, η κύρια λατρευόμενη θεότητα στο ιερό της Ολυμπίας μετά την είσοδο του Δία στο ιερό; Συνέχονται, επιβιώνουν οι αρχικώς λατρευόμενες θεότητες στο πρόσωπο της θεάς;
 Από τον Παυσανία γνωρίζουμε ότι μέχρι και το -668 κύριοι του ιερού ήσαν οι Ηλείοι. Το έτος αυτό οι Πισάτες με την υποστήριξη των Αρκάδων και των Μεσσηνίων ανέκτησαν από τους Ηλείους την κυριότητα του ιερού έως και το τέλος του -7ου αι. Αυτήν την περίοδο κυριαρχίας των Πισατών στο ιερό χτίστηκε από τους κατοίκους του Σκιλλούντα, συμμάχων των Πισατών, ο επιβλητικός δωρικός ναός της θεάς Ήρας.
 Παρά την ανάπτυξη της λατρείας του Δία, είναι Ήρα αυτή που αποκτά πρώτη ναϊκό οικοδόμημα ως χώρο λατρείας, ενώ η λατρεία του Δία παραμένει υπαίθρια. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ήρα λατρευόταν ανέκαθεν σε οίκους σε αντίθεση με τον Δία, ο οποίος αρχικά λατρευόταν στην ύπαιθρο. Η εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής όσον αφορά τους αρχαίους ναούς συντελέστηκε ουσιαστικά στο πλαίσιο λατρείας της Ήρας, αφού εκτός από τον ναό του Απόλλωνα στο Θέρμο, δεν έχουν εντοπιστεί στην μεταμυκηναϊκή Ελλάδα πρωϊμότεροι ναοί από τα Ηραία της Σάμου και της Περαχώρας (στην περιοχή της Κορινθίας)9.
 Από τον Παυσανία γνωρίζουμε ότι στο ναό της Ήρας, υπάρχουν δύο αγάλματα, αυτό της Ήρας και του Δία10. Η Ήρα είναι καθισμένη σε θρόνο, ενώ ο Δίας είναι ιστάμενος με γενειάδα και κράνος. Ωστόσο ο περιηγητής δεν μας διαφωτίζει περισσότερο σχετικά με την χρονική σειρά κατασκευής των έργων, δηλαδή αν τυχόν προϋπήρχε το άγαλμα της Ήρας και μετά τοποθετήθηκε αυτό του Δία ή αν υπερείχε κάποιο από τα δύο σε αξία καθώς αναφέρονται ως κοινά πλαστικά έργα.
 Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να σταθεί στην στάση των δύο αγαλμάτων, καθώς οι ένθρονες, οι καθιστές δηλαδή θεότητες, παριστάνουν κατά κανόνα τις παλαιότερες σεβάσμιες θεές και τις συνδέουν με τις προγενέστερες λατρείες. Έτσι μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η Ήρα είναι η κύρια λατρευόμενη θεότητα και ο Δίας απλώς συστεγάστηκε εκεί. Ωστόσο, η λογικοφανής αυτή διαπίστωση δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας καθώς ενδεχομένως η στάση των δύο αγαλμάτων μπορεί να ήταν και τυχαία. Όπως υποστηρίζει ο Κ. Αrafat λόγω του πλήθους των αγαλμάτων να μην υπήρχε χώρος για ιστάμενα και έτσι το άγαλμα της Ήρας να κατασκευάστηκε καθιστό11.
Αντίθετα ορισμένοι μελετητές όπως ο O. Vacano12, υποστήριξαν από παλαιά ότι ο ναός της Ήρας ήταν ο πρώτος ναός του Δία, στον οποίο συλλατρεύονταν και η Ήρα. Ανεξάρτητα πάντως σε ποιον από τους δύο ανήκε αρχικά ο ναός, πρέπει να σταθούμε στα αρχαιολογικά δεδομένα από τις ανασκαφές στο ιερό.
Η Α. Μουστάκα, η οποία ασχολήθηκε εναργώς με το ζήτημα σημειώνει τα εξής13:
1) Δεν έχουν βρεθεί αναθήματα, βάσει των οποίων να υποστηριχθεί μια εδραιωμένη λατρεία της θεάς όπως σε άλλα ιερά στον Ελλαδικό χώρο (Άργος, Περαχώρα, Σάμος).
2) Απουσιάζουν οι επιγραφικές μαρτυρίες και δεν υπάρχουν ενδείξεις για τις εικονογραφικές παραστάσεις της θεάς
3) Από νομίσματα που βρέθηκαν φαίνεται ότι η λατρεία της αρχίζει από το γ΄ τέταρτο του -5ου αι.
4) Επίσης εξετάζοντας το λατρευτικό status quo εκτός Ολυμπίας, τα ιερά τα οποία αναπτύσσονται νοτίως του Αλφειού ποταμού, είναι αφιερωμένα στην Αθηνά (Σκιλλουντία και Πρασιδάκι), στην Άρτεμη (στην Κουμουθέκρα), στην Δήμητρα (στο Λέπρεο).

Αριστερά: Ήρα και Προμηθέας και δεξιά η Άρτεμις
 Από την άλλη πλευρά βέβαια το επίθετο Ολυμπία που αποδίδεται στη θεά, το οποίο δανείζεται από την Ειλείθυια, δείχνει ότι η σχέση της με τις παλαιές λατρείες δεν έχει εκλείψει.
Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η ανέγερση του ναού της Ήρας δεν αντικατοπτρίζει μια αναβίωση ή εκ νέου ανάπτυξη της λατρείας στο ιερό. Η κατασκευή του ναού ήταν περισσότερο αποτέλεσμα πολιτικής συγκυρίας παρά προσπάθεια επιβολής της λατρείας της, καθώς από τη μια πλευρά αναλαμβάνουν σε αυτό το χρονικό διάστημα την κυριότητα του ιερού οι Πισάτες, ενώ παράλληλα στον Ελλαδικό χώρο δεσπόζει η πόλη του Άργους, όπου η λατρεία της Ήρας ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη.
 Με την λατρεία της Ήρας, συνδέονται οι αγώνες γυναικών, τα λεγόμενα Ηραία. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρεται στους αγώνες αυτούς διεξοδικά και περιγράφει την προετοιμασία, τους κανόνες συμμετοχής και την τέλεσή τους14. Οι νικήτριες των αγώνων λάμβαναν ως βραβείο ένα στεφάνι ελιάς και ένα κομμάτι από την αγελάδα που θυσιαζόταν στην Ήρα.
 Οι γυναικείοι αυτοί αγώνες ανεδείκνυαν επί της ουσίας, την συνέχεια της λατρείας των γυναικείων θεοτήτων, οι οποίες συνέχονται στο πρόσωπο της θεάς. Επίσης έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι αγώνες αυτοί μπορεί να ήταν παλαιότεροι από τους ανδρικούς, την εποχή λατρείας των θηλυκών θεοτήτων στο ιερό, όπου οι γυναίκες είχαν μια εξέχουσα θέση στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο Conford, κλασικός φιλόλογος και μελετητής της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, αναφέρει ότι η γιορτή των Ηραίων ιδρύθηκε από την Ιπποδάμεια και η παλαιότητα της λατρείας της Ήρας δικαιολογεί την προγενέστερη ύπαρξη των Ηραίων από τους Ολυμπιακούς αγώνες. Σημαντικό είναι να υπογραμμίσουμε ότι οι αγώνες αυτοί αντανακλούσαν την τοπική διάσταση του ιερού, το αρχέγονο θηλυκό στοιχείο, το οποίο μετασχηματιζόταν στο πρόσωπο της Ήρας.
 Αντίθετα οι ανδρικοί αγώνες, οι Ολυμπιακοί, συμβόλιζαν την εκτός συνόρων διάσταση και απήχηση του ιερού. Ωστόσο το τοπικό στοιχείο με το υπερτοπικό συγχωνευόταν τελικά, με την τέλεση του «ιερού γάμου» μεταξύ του νικητή των ανδρικών αγώνων με την νικήτρια των γυναικείων. Η παρθένος η οποία νικούσε στον αγώνα δρόμου ήταν η Ήρα ή η Ιπποδάμεια της χρονιάς. Παράλληλα ο νέος που νικούσε στον αγώνα δρόμου των Ολυμπίων ήταν ο Δίας ή ο Πέλοψ της χρονιάς. Κατά μία άποψη, σκοπός των Ηραίων και των Ολυμπίων ήταν ο «ιερός γάμος» για την ευόδωση της βλάστησης, της ευφορίας και της γονιμότητας15.
 Μία άλλη θεά της οποίας η παρουσία είναι έντονη στο ιερό της Ολυμπίας και παράλληλα συνδέεται με τις παλαιές λατρείες είναι η Άρτεμη. Η Άρτεμη ήταν η κατεξοχήν παρθένος θεά του νεώτερου πανθέου. Είχε ενσωματώσει τις περισσότερες προϊστορικές θηλυκές θεότητες του Κάτω Κόσμου και διατήρησε όλα τα αυστηρά γνωρίσματα εκείνων. Στις πόλεις και στα πιο μικρά χωριά υπήρχαν τεμένη, άλση (δάση δηλαδή), βωμοί και ναοί.
 Η Άρτεμη η αυστηρή θεά ως πότνια θηρών μεριμνούσε για την άγρια πανίδα και την προστάτευε από την αλόγιστη εξόντωσή της16. Η Άρτεμη έγινε η προστάτιδα όχι μόνο των ζώων αλλά και ότι ήταν χρήσιμο για την διατροφή των ανθρώπων. Στον Ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα η Άρτεμις μαζί με την Αφροδίτη παίρνουν μέρος στον χωρόν των Ωρών και των Χαρίτων, των θεοτήτων της βλάστησης και της αναπαραγωγής17.
 Σύμφωνα με τον Παυσανία, στον εκτεταμένο χώρο του ιερού ο αριθμός των βωμών προς τιμή των θεών ξεπερνούσε τους 70. Από αυτούς οι περισσότεροι ανήκαν σε γυναικείες θεές και θεότητες όπως στην Ήρα, Άρτεμη, Αφροδίτη, Εστία, Γαία, Θέμιδα, Νύμφες, Χάριτες, Μούσες, Δέσποινες κ.α. Από τους γυναικείους βωμούς οι περισσότεροι ήταν αφιερωμένοι στην Άρτεμη, ενώ από τους ανδρικούς στον Δία.
Από τον Παυσανία γνωρίζουμε ότι στην Ολυμπία η Άρτεμις είχε τα προσωνύμια «αγροτέρα» (το επίθετο αναφέρεται και στον Όμηρο) και «κοκκώκα», τα οποία μας παραπέμπουν στις παλαιές θεότητες της βλάστησης και της αναπαραγωγής. Το επίθετο «κοκκώκα», σύμφωνα με τον σχολιαστή του Παυσανία Παπαχατζή, προέρχεται από τους σπόρους και κόκκους των καρπών και κυρίως του ροδιού. Κόκκοι λέγονται όμως και τα ανδρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα18.
Στον αρχαιολογικό χώρο, νοτίως της οικίας του Νέρωνα, εντοπίστηκε ναΐσκος μικρών διαστάσεων με βωμό ρωμαϊκών χρόνων, ο οποίος διατήρησε επί του επιχρίσματος γραπτή επιγραφή «Αρτέμιδα». Κάτω από αυτόν βρέθηκε άλλος βωμός, ο οποίος σύμφωνα με τα ευρήματα που ήλθαν στο φως (πήλινα και χάλκινα ειδώλια, προτομές, γυναικείες καθιστές μορφές) χρονολογείται από τους κλασικούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους19.
 Εκτός του ιερού της Ολυμπίας αλλά σε κοντινή απόσταση από αυτό χωροθετείται το αναφερόμενο από τον Παυσανία, ιερό της Άρτεμης κορδάκας. Από τον αρχαίο περιηγητή μαθαίνουμε ότι η λατρεία της είχε αγροτικό χαρακτήρα και συνοδευόταν από άσεμνο χορό (κόρδαξ) από τον οποίο πήρε και την ονομασία της.
 Η Άρτεμη φαίνεται λοιπόν ότι είχε μια ξεχωριστή θέση στην Ολυμπία. Ταυτίζεται με τις προϊστορικές θεότητες όπως Ειλείθυια και η Ιφιγένεια, με την βλάστηση, την αναπαραγωγή και την ευόδωση της γονιμότητας. Γι΄ αυτό άλλωστε λατρεύεται ως Άρτεμη λοχία ή κουροτρόφος.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να θυμηθούμε ότι ακόμη και στα Ηραία οι γυναίκες που έπαιρναν μέρος ήταν ενδεδυμένες με τρόπο που θυμίζει την Άρτεμη. Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως η θέση της Άρτεμης στην Ολυμπία είναι ιδιαίτερη. Στο πρόσωπό της συνέχονται οι παλιότερες λατρείες της βλάστησης και της αναπαραγωγής. Μέσω της Άρτεμης, η λατρεία της οποίας είναι καθαρά αγροτικού χαρακτήρα, επιβιώνουν οι παλαιότερες λατρείες των θηλυκών θεοτήτων στο ιερό που σχετίζονται με τον κύκλο της φύσης και της αναπαραγωγής.
 Συμπερασματικά προς το τέλος των γεωμετρικών χρόνων αρχίζει να διαμορφώνεται ένα σύστημα θρησκευτικών πεποιθήσεων, το οποίο θα αποτελέσει με την πάροδο του χρόνου τον πυρήνα της επίσημης θρησκείας. Οι αγροτικές κοινότητες που ήταν συνδεδεμένες με τις παλαιές χθόνιες θεότητες αντικαθίστανται από τις νεοσύστατες ελληνικές πόλεις. Οι ευγενείς ήθελαν να αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές τοπικές θεότητες με τις επίσημες Ολυμπιακές. Οι κάτοικοι της Τεγέας αναγνωρίζουν στην Αθηνά τα χαρακτηριστικά της τοπικής τους θεότητας αλέας και την μετονομάζουν σε Αθηνά Αλέα. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αίγινα, όπου η Αφαία γίνεται Αθηνά Αφαία, στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία η Ιτωνία γίνεται Αθηνά Ιτωνία20. Στην Ολυμπία έχουμε ο παράδειγμα της Χαμύνης, η οποία γίνεται αργότερα Δήμητρα Χαμύνη.
 Όπως λοιπόν διαμορφώνεται η κατάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα έτσι και στην Ολυμπία οι πρώτες θεότητες μετασχηματίζονται στα πρόσωπα των Ολύμπιων θεοτήτων αλλά παράλληλα διατηρούν και τα δικά τους τοπικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό στοιχείο, παρά την εισαγωγή και την επικράτηση της λατρείας του Διός επιβίωσε και συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στο ιερό. Απτό παράδειγμα αποτελεί και η ξεχωριστή θέση της ιέρειας της Δήμητρας Χαμύνης στους Ολυμπιακούς αγώνες, η μόνη από τις παντρεμένες γυναίκες η οποία μπορούσε να τους παρακολουθήσει. Επίσης, οφείλουμε να σημειώσουμε και την ανέγερση του Μητρώου τον -4ο αι., προς τιμήν της Μητέρας των θεών εντός της ιεράς Άλτεως.
 Είναι εμφανές λοιπόν, ότι οι γυναικείες θεότητες, οι θεότητες της βλάστησης και της αναπαραγωγής είτε διατηρούν την αυτονομία τους είτε προσωποιούνται στις θεότητες του Δωδεκαθέου. Σε κάθε περίπτωση πάντως διατηρούν την ιδιοσυστασία τους και συνεχίζουν να κατέχουν ξεχωριστή θέση στο Ολυμπιακό ιερό.

Χρήστος Λιάγκουρας, Αρχαιολόγος Ζ. Ε.Π.Κ.Α.

* Ο κ. Χρίστος Λιάγκουρας είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει λάβει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ειδίκευσης στην Διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών- Πανεπιστήμιο Kent). Είναι γνώστης αγγλικής και γαλλικής γλώσσας. Από το 2001 έως σήμερα εργάζεται στην ΖΓ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων Ολυμπίας ενώ το χρονικό διάστημα 2005-2006 εργάστηκε στη ΛΖΓ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων Κορινθίας. Έχει πάρει μέρος και διενεργήσει σωστικές ανασκαφές και συμμετείχε στην ομάδα εργασίας για την επανέκθεση του Μουσείου Ολυμπίας (2004). Ήταν υπεύθυνος για το έργο ΕΣΠΑ «Ολοκλήρωση της έκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύργου» 2011-2014. Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και ημερίδες και έχει δημοσιεύσει άρθρα του σε επιστημονικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους εκθέσεων.
1. Παυσανίας 5,14,10. 
2. Παυσανίας 6,20,1-5. 
3. Παυσανίας 6,20,1-5.
4. Βαλαβάνης 2004, 34. 
5. Εder 2003, 101; Βαλαβάνης 2004, 39.
6. Ηimmelman 2001, 156-157. 
7. Morgan 1990,42. 
8. Simon 1996, 47.
9. Simon 1996, 44. 
10. Παυσανίας 5,17,1-2. 
11. Arafat 1995, 167. 
12. Vacano 1937.
13. Moustaka 2002, 301 κ.εξ. 
14. Παυσανίας 5,16,1-4.
15. Dress 1968, 28-29. 
16. Simon 1996, 159. 
17. Παπαχατζής 1987, 133.
18. Παυσανίας 5,15,7-8 & σημ. 1, 274. 
19. Kyrieleis 1994, 11.
20. Παπαχατζής 1987, 77.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  
Βαλαβάνης Π., Ιερά και Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα. Ολυμπία, Δελφοί, Ισθμία, Νεμέα, Αθήνα.Εκδ. Καπόν 2004. 
Παπαχατζής Ν., Η θρησκεία στην Αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών 1987.  
Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, μτφρ & σημ. Ν. Παπαχατζής, Εκδοτική Αθηνών 1979. 
Arafat K., Pausanias and the temple of Hera, BSA 90 (1985), 462-500. 
Dress L., Olympia. Gods, Artists and Athletes. New York 1968. 
Eder B.,Im Reich des Augeias. Elis und Olympia zwischen 1200 und 700 v. Chr. ÖJH 2003.
Himmelman N., La vie religieuse à Olympie, in Olympie, huit conférences organisé au musée du Louvre par la service culturel, 18 janvier-15 Mars 1999, eds A. Pasquier, Paris 2001  
Kyrieleis H., Die Ausgrabungen 1962 bis1966, OlBer ΙΧ (1994).  
Morgan C., Athletes and Oracles. The transformation of Olympia and Delphi in the eight century BC. University of Cambridge 1990  
Moustaka A., Zeus und Hera im Heiligtum von Olympia, Olympia 1875-2000, Mainz 2002.  
Simon E., Οι θεοί των Αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Σ. Πινγιάτογλου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996.  
Vacano O., Das Problem des alten Zeus temples, 1937. 


Printfriendly