.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Τύμβος Καμινίων: Η ανασκαφή Κορρέ



 Εν νέον μυκηναϊκόν νεκροταφείον επεσημάνθη κατά την διάρκειαν των ανασκαφών Κουκουνάρας υπό του υπογραφομένου εις την θέσιν Καμίνια (ή Μπαμπαλόβρυση), εις απόστασιν 2,5 χλμ. προς Α. του Γουβαλάρη και δη και κατά την διάρκειαν αναγνωριστικής περιοδείας εις τας πέριξ της Κουκουνάρας περιοχάς. Ήδη από του έτους 1973 είχον υποπτεύσει την ύπαρξιν μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου εις την θέσιν Λυκόρρεμα, προς Β. του χωρίου Άνω Κρεμμύδια, νυν δε εις την αυτήν περιοχήν και δη και προς ΝΔ. του αυτού χωρίου εις ( απόστασιν κατ’ ευθείαν γραμμήν περίπου 650μ.) ανεκαλύφθη το νέον νεκροταφείον (ΠΑΕ1975, σ.484-512).

Αεροφωτογραφία εξάρματος Καμινίων (J. W. Myers).
 Νοτίως του χωρίου Ανω Κρεμμύδια εύρηται η πλούσια πηγή Φουρτζόβρυση (εκ του παρακειμένου χωρίου Φουρτζή, νυν Βελανιδιά) εις απόστασιν, ως έγγιστα, 400- 500μ., δυτικώτερον δε αυτής ακριβώς εις την δεξιάν πλευράν της αγροτικής οδού Φουρτζόβρυσης- Γουβαλάρη, εις απόστασιν 500 περίπου μ., διεκρίνετο έξαρμα κατάφυτον, όπερ λόγω της πυκνής αυτού βλαστήσεως είλκυεν αυτομάτως την προσοχή του οδοιπόρου. Το έξαρμα τούτο, ήτο, ως μετά ταύτα διεπίστωσα, το υπό του Μαρινάτου, ετι δε υπό των καθηγητών W.A. McDonald και R. Hope Simpson’ ομοίως επισημανθέν και μνημονευθέν.
 Βεβαίως, το έξαρμα τούτο είναι τεχνητόν, σχηματισθέν εκ της αφθονούσης εις την περιοχήν αργιλώδους γής, εξ ου και η ονομασία της περιοχής Καμίνια, είχε δε, προφανώς προ της καταστροφής, περίπου ωοειδές σχήμα. Αι διαστάσεις του εξάρματος προέκυψαν σαφείς μετά την πολυήμερον, πολύμοχθον προσπάθειαν προς αποκοπήν των μεγάλων δένδρων και των λοιπών θαμνοειδών που είχον αναπτυχθή επ’ αυτού. Τα φυτά ταύτα απεκόπησαν τη βοήθεια ηλεκτρικού πρίονος και μετά την πράγματι συγκινητικήν, εθελοντικώς προσφερθείσαν υπό των κατοίκων των γειτονικών χωρίων Άνω, Κάτω, Μέσα Κρεμμύδια και Βελανιδιά, βοήθειαν. Ούτω το μετρηθέν (μετά την αποψίλωσιν) μήκος του εξάρματος ανέρχεται εις 18,70μ. (από Α.-Δ.), το δε υπολειφθέν πλάτος εις 13,90μ. Η περίμετρός του. εξ άλλου, υπελογίσθη εις 75μ., ενώ το ύψος του εις 50-4μ., διετήρήθη δε ως δείκτης υψηλότερον σημείον του εξάρματος κατά το κεντρικόν αυτού περίπου τμήμα.

Το έξαρμα Καμινίων από Ν.
 Κατά την απακολουθήσασαν ανασκαφήν ήλθον εις φως δύο ταφικοί πίθοι κατά το κέντρον του εξάρματος και πέντε μικροί θολωτοί τάφοι (Σχέδ.3-4). εξ ων ο υπ’ αριθ.3 είχε και δύο ενσφηνωμένους έξωθεν ταφικούς πίθους.
 Γενικά συμπεράσματα: Επί τη βάσει των δεδομένων της πρώτης ανασκαφικής περιόδου, το (μόνον κατ’ όνομα) τυμβοειδές έξαρμα της θέσεως Καμίνια (παρά τα χωρία Κρεμμύδια και Βελανιδιά Πυλίας) εφανίζεται μέχρι τούδε ως το δεύτερον χρονολογικώς (μετά τον τύμβον του Αγιου Ιωάννου Παπουλίων) παράδειγμα συνθέτου ταφικού μνημείου (με ταφικούς πίθους και θολωτούς τάφους) εις την Νοτιοδυτικήν Πελοπόννησον με ισχυράν την εμμονήν εις την παράδοσιν, ήδη από των πρώτων μυκηναϊκών χρόνων (το πρώτον είναι ο τύμβος της Βοϊδοκοιλιάς).

Τάφος 4. Το ΒΑ τμήμα ταφών και η ενδόκλισις της θόλου του τάφου
 Πρωτίστως, η ύπαρξις ταφικών πίθων, του ζεύγους των μεμονωμένων (ανεξαρτήτων) από παντός άλλου ταφικού κτίσματος του αυτού εξάρματος, υποδηλοί το μεν την σχέσιν προς τους ΜΕ ταφικούς πίθους του Κοκοράκου και του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων το δε την συνέχισιν της παραδόσεως, ως την γνωρίζομεν και εις άλλας περιπτώσεις της πρώτης και της δευτέρας μυκηναϊκής φάσεως (θόλος Βαγενά Εγκλιανού και νοτία θόλος 1 Περιστεριάς).
 Εν συνεχεία η ύπαρξις του ζεύγους των ενσφηνωμένων εις την θόλον του τρίτου τάφου πίθων, επιβεβαιοί την αυτην εμμονήν εις τα ταφικά έθιμα της παραδόσεως τα αναγόμενα εις την ΜΕ εποχήν, οπότε και συνηθίζετο η εις πίθους ταφή.
 Αυτό τούτο όμως το σύνολον των μέχρι τούδε γνωσθέντων πέντε, μικρών διαστάσεων, θολωτών τάφων του εξάρματος Καμινίων εμφανίζεται ως όλως σημαντικόν και δη και τόσον εξ επόψεως πρωίμου χρονολογήσεως όσον και εξ επόψεως συλλογικού έργου ως δέον όπως χαρακτηρισθή.
 Πρωτίστως η εποχή δημιουργίας του εξάρματος. Ανενδοιάστως, ως χρόνοι δημιουργίας και σχηματισμού του λαμβάνονται, εκ των μέχρι τούδε ευρεθέντων κτερισμάτων, οι ύστατοι ΜΕ και οι ευθύς αμέσως επακολουθήσαντες πρώτοι χρόνοι της ΥΕ εποχής. Ο ΜΕ καταγωγής πίθος του τάφου 5 με την αμαυρόχρωμον διακόσμησιν, ούτινος μικρά μόνον μέρη εσώθησαν και όστις εμφανίζεται αμέσως συγγενής προς έτερον -κάλλιον σωζόμενον κατά το ήμισυ)- τού θολωτού τάφου 2 Γουβαλάρη (=Κουκουνάρας 5), ετι δε μικρόν αγγείον εκ του τάφου 4, αποτελούν κατά το γε νυν έχον τον terminus post quem της εποχής δημιουργίας του εξάρματος.

Ο υπ' αριθ. 1 πίθος εξ ύψους.
 Ίσως, εξ άλλου, εκ της συνεχίσεως της ανασκαφής των τάφων 1, 3, 4 εις κατώτερα στρώματα, προκύψουν και άλλα παλαιομυκηναϊκά κτερίσματα, άτινα θα καθορίσουν κάλλιον την περίοδον δημιουργίας του εξάρματος. Όσον αφορά περαιτέρω εις την περίοδον χρήσεως του εξάρματος ως νεκροταφείου ενός γένους η μιας οικογένειας της περιοχής, οι πέντε τάφοι εχρησιμοποιήθησαν κατά την μυκηναϊκήν εποχήν μέχρι και της YE ΙΙΙΒ τουλάχιστον περιόδου, ως υποδηλούται δια του μερικώς ομοίως σωζομένου ομοιώματος ψευδοστόμου αμφορέως εκ του τάφου 3, εις τον οποίον συνεχίσθη και κατά τα τέλη των κλασσικών χρόνων και ίσως κατά την ελληνιστικήν εποχήν η ταφική λατρεία χάριν των αγνώστων μυκηναίων προγόνων.
 Οι τάφοι 1, 3, 4, 5 υπήρξαν, αναμφισβητήτως, οικογενειακοί κατά την μυκηναϊκήν εποχήν απομένει δε όπως διαπιστωθή κατά πόσον πλείονες τούτων εχρησιμοποιούντο συγχρόνως καθ’ ωρισμένας μυκηναϊκάς φάσεις.
 Η σπουδαιότης όμως του εξάρματος, εν τω συνόλω του ως ταφικού μνημείου, ανήκει εις το κεφάλαιον της ταφικής αρχιτεκτονικής και δη και λόγω των διαπιστώσεων που έγιναν κατά την ανασκαφήν του έτους 1975. Οι λόγοι ούτοι είναι οι ακόλουθοι:
 Πρωτίστως η άμεσος γειτονία των τάφων μεταξύ των, ήτοι η ανέγερσις,πάντων πλησίον αλλήλων. Τρεις, τουλάχιστον, εξ αυτών εφάπτονται ανά ζεύγη (ο υπ’ αριθ.3 μετά του υπ’ αριθ.2 ως και ο υπ’ αριθ.2 προς τον υπ’ αριθ.1). Ούτω κατεφάνη, ως και εις το έξαρμα α Γουβαλάρη, ότι δεν ήτο αναγκαία προϋπόθεσις της ανεγέρσεως θολωτού τάφου η δημιουργία ιδιαιτέρου μεγάλου τύμβου πέριξ της θόλου. Την περίπτωσιν επιβεβαιούν και άλλοι πρώιμοι θολωτοί τάφοι, ως ο του Βαγενά του Επάνω Εγκλιανού και ο νότιος θολωτός της Περιστεριάς (1976).

Οι ταφικοί πίθοι του εξάρματος Καμινίων.
 Περαιτέρω, η καλή των κατασκευή. Παράδειγμα έστωσαν οι υπ’ αριθ.4 (ιδιαιτέρως) και 3. Εξ αυτών ο υπ’ αριθ.4 θολωτός τάφος του εξάρματος Καμινίων παρέσχεν όλας τας ενδείξεις επιτυχούς ανεγέρσεως θολωτού τάφου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι κατέπεσε το ανώτερον τμήμα της θόλου. Ο υπ’ αριθ.3, περαιτέρω, ίσως κατεστράφη έτι πλέον, μετά μίαν αρχικήν μερικήν καταστροφήν, εκ των αναπτυχθέντων κατά το σημείον εκείνο δένδρων, ενώ οι υπ’ αριθ.2 και 1 κατεστράφησαν ίσως μετά μίαν αρχικήν μερικήν καταστροφήν, κατά την διάνοιξιν της αγροτικής οδού. Τέλος, ο υπ’ αριθ.5 κατεστράφη, αναμφισβητήτως, λόγω μάλλον έξωθεν επεμβάσεως και τούτο διότι θα ήτο πλέον προσιτός και ορατός ή οι λοιποί τέσσαρες, άτε ευρισκόμενος εις εξώτατον και χαμηλότερον σημείον του αξάρματος.
 Τέλος, η πιθανή απουσία κρηπίδος, περιβόλου η οιουδήποτε αναλημματικού τοίχου, όστις εμφανίζεται ούτως, άπαξ έτι, περιττός δια τα συλλογικά ταφικά μνημεία και σύνολα, γεγονός όπερ σημειώνει και δι’ άλλα αντίστοιχα παραδείγματα. Όντως, τι το πλέον ευνόητον θα ήτο να υπήρχεν αναλημματικός τοίχος εις τα περιφερειακά περιμετρικά σημεία του εξάρματος, γεγονός όπερ δεν υπέπεσεν εισέτι εις την αντίληψίν μου και, όπερ, μάλλον δέον όπως αποκλεισθή ότι υπήρξεν. Ούτως, άπαξ έτι, εμφανίζεται ο ταφικός περίβολος καθόλου ως σχων, αναμφισβητήτως, προορισμόν υποδηλώσεως ορίου εις τε τους ταφικούς κύκλους και εις τους ορθογωνίους ταφικούς περιβόλους (ως εις Λευκάδα, Παραλίμνην Βοιωτίας, Μυκήνας, Γουβαλάρη Κουκουνάρας, Αρχάνας Τέμενους κ.ά.) και ουχί αναλημματικού τοίχου προς συγκράτησιν των υπερυψωμένων ή μη χωμάτων των μνημείων τούτων.

Ο νότιος ακέφαλος σκελετός.
 Λογικώς, πράγματι, θα ανέμενέ τις την ανεύρεσιν αναλημματικού τοίχου δια το διωγκωμένον πως τούτο έξαρμα, πλήν όμως, τοιουτόν τι δεν παρετηρήθη και πιστεύω ότι δεν θα παρατηρηθή. Η συνέχισις της ανασκαφής θα κατάδειξη, βεβαίως, την αλήθειαν ή μη των γραφομένων και δια τον λόγον τούτον ίσως είναι δυνατόν να παρατεθούν δύο ακόμη υποθέσεις: 
α) ότι ίσως ανακαλυφθούν δύο εισέτι θολωτοί τάφοι κατά το βορειοδυτικόν- βόρειον τμήμα του εξάρματος και δη και εις αρκούντως χαμηλά σημεία αυτού, εις τρόπον ώστε να συμπληρωθή η «κύκλω» διάταξις των τάφων, και 
β) ότι ίσως η 15μ. νοτιοδυτικώτερον του εξάρματος υπάρχουσα μικρά έξαρσις του εδάφους υποκρύπτει ένα μείζονα (ή ζεύγος) των ήδη ανασκαφέντων θολωτόν τάφον, όστις θα ανήκεν εις τον μεγαλοκτηματίαν της περιοχής. Παρατηρητέον προσέτι ότι εις την βορείαν πλευράν του εξάρματος λίθοι διαφαίνονται εις δύο σημεία (καθ’ ομάδας). Εξ αυτών η ομάς του κέντρου εμφανίζεται εις ευθείαν γραμμήν και λόγω του κατακορύφου του εξάρματος κατ’ εκείνο το σημείον δεν νοείται ότι απετέλει αναλημματικόν τοίχον δια τα χώματα του εξάρματος και τούτο λόγω του κατακορύφου σχεδόν του εξάρματος, διότι παν άλλο ά ανάλημμα θα ήτο.

Η θόλος του τάφου 2.
 Οι μικροί θολωτοί τάφοι των Καμινίων ανήκουν πλέον εις την διαρκώς πληθυνομένην - σεβαστήν ήδη σχηματισθείσαν -ομάδα των θολωτών τάφων της Νοτιοδυτικής- Δυτικής Πελοποννήσου, δια των οποίων καταδεικνύεται ότι ο τύπος ούτος τάφου ήτο ο προτιμώμενος κατά την πρωιμωτάτην εκείνην μυκηναϊκήν εποχήν ανά την Νοτιοδυτικήν- Δυτικήν Πελοπόννησον και ότι κατεσκευάζετο τόσον υπό του συνόλου του πληθυσμού (των πενήτων, ακτημόνων και μικροκτηματιών) όσον και υπό των μεγαλοκτηματιών και χάριν των πριγκιπικών γόνων των επιφανεστέρων οικογενειών αλλά και χάριν των αγνώστων εις ημάς ηγεμόνων της μυκηναϊκής εκείνης επικρατείας.
 Το ταφικόν σύνολον των Καμινίων εμφανίζει ανάγλυφον, παρουσιάζει και αυτό, ως και τα διάφορα ταφικά μνημεία εκάστης μηκηναϊκής περιοχής, την ιδιοτυπίαν του εις τον τομέα της ταφικής αρχιτεκτονικής και των ταφικών εθίμων, αποτελούν ούτω δείγμα χαρακτηριστικόν τόσον της κοινότητος εκφράσεως των ταφικών αναγκών των Μυκηναίων της περιοχής μετά των άλλων περιοχών κατά την μυκηναϊκήν εν γένει εποχήν, όσον και της ποικιλίας περί την έκφρασιν των αυτών ταφικών αναγκών των κατοίκων της περιοχής εν σχέσει προς άλλας του μυκηναϊκού κόσμου και τούτο διότι εγένοντο και ταφαί εις ταφους αλλά και ταφαί εις ταφικούς πίθους ανεξαρτήτως των παρακειμένων θολωτών τάφων, όπως και ταφαί εις πίθους, οίτινες ενεσφηνώθησαν εις θόλον τάφου. Έχομεν, κατά ταύτα, σύνθεσιν και ιδία ένταξιν του θολωτού τάφου (εις πλείονα παραδείγματα) εις τον (απλούν δια την περίπτωσιν των Καμινίων) τύμβον, εκ του οποίου (πλήρους τύμβου γενικώς) όμως προήλθεν ο ύστατος ΜΕ θολωτός τάφος και του οποίου κανονικού τύμβου πολλά στοιχεία πιστώς επαναλαμβάνει, υιοθετών, ο θολωτός τάφος, τούθ’ όπερ εμφαίνεται εις το σύνολον των στοιχείων των δύο τούτων ταφικών μνημείων της μέσης και της υστέρας εποχής του Χαλκού.

Ο τάφος 3 άνωθεν. Αριστερά το ανώφλιον και ο δρόμος, δεξιά ο πίθος 1 (3)
 Ειδικώτερον, εις το τυμβοειδές έξαρμα των Καμινίων εμφανίζεται εν αναγλύφω η εξέλιξις από του ΜΕ τύμβου του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων. Συγκεκριμένως, ενώ εις τον τύμβον Παπουλίων οι ταφικοί πίθοι έχουν εστραμμένον άπαντες το στόμιον προς τα έξω (την εξωτερικήν περιφέρειαν του τύμβου), εις τον τύμβον Καμινίων και χρησιμοποιούνται οι ταφικοί πίθοι εισέτι εις το κέντρον και χρησιμοποιούνται αντιστοίχως θολωτοί τάφοι με το στόμιον προς τα έξω, πάλιν κατά την γνωστήν ακτινωτήν των ταφικών πίθων των Παπουλίων διάταξιν.
 Το τυμβοειδές έξαρμα των Καμινίων αποτελεί μίαν παραλλαγήν του πνεύματος τον πρωτομυκηναίων (διότι μυκηναίοι- πρωτομυκηναίοι ωνομάσθησαν ευθύς ως απέκτησαν χρυσόν εις ποσότητα ικανήν), το οποίον βλέπομεν αντικατοπτριζόμενον εις τον τύπον των ταφικών κύκλων (με λακκοειδείς τάφους εις τας Μυκήνας και με θολωτούς εις την Κουκουνάραν), ενώ εις τα Καμίνια οι πέντε ή επτά θολωτοί τάφοι του εξάρματος δεν περιβάλλονται υπό τοιχίου, εξ όσων δυνάμεθα να κρίνωμεν.

Τάφος 5. Τα στρώματα ταφών εκ ΝΝΔ.
 Ως σύνθετον την εμφάνισιν ταφικόν μνημείον και σύνολον χαρακτηριζόμενον το έξαρμα των Καμινίων, είναι δυνατόν να συγκριθή και προς τον λεγόμενον τύμβον Κισσού4 παρά το χωρίον Χανδρινός Πυλίας, όπερ είναι ομοίως έξαρμα στερούμενοι περιφερειακής κρηπίδος μετά τριών ταφικών πίθων (εξ ων δύο σώζονται) και τινων απλών εσωτερικών περιβόλων-λιθολογημάτων δια τας γενομένας ταφάς. Εντός των λιθολογημάτων τούτων και των τριών ταφικών πίθων είχον ενταφιασθή οι πένητες κάτοικοι της περιοχής από της YE II μέχρι και της YE ΙΙΙΒ περιόδου. Σημειωτέον ότι οι ταφικοί πίθοι του «τύμβου» Κισσού είναι, τρόπον τινά, ανεξάρτητοι των λοιπών ταφικών λιθολογημάτων του «τύμβου», ως ήσαν ανεξάρτητοι και οι δύο μεμονωμένοι πίθοι επί της κορυφής του έξάρματος των Καμινίων. Ούτως έχομεν εις άμφότερα τα εξάρματα αμφοτέρους τους τρόπους ενταφιασμού της μυκηναϊκής εποχής: δια πίθων και εις τάφους ή εις απλά ταφικά λιθολογήματα.
 Το παράδειγμα του Κισσού (διαμ. 12 και ύψ. 3-4μ.) είναι το ύστατον εις την σειράν των συναφών ταφικών συνόλων (μετά τα προγενέστερα του Αγ. Ιωάννου Παπουλίων και των Καμινίων) και αποτελεί (εκτός της εν αυτώ επισημανθείσης πενίας) πλήρη εκφυλισμόν του τύπου. Έχει, κατά ταύτα, ιδιαίτερον διαφέρον το έξαρμα Κισσού και δη και λόγω της υπάρξεως κατά τας YE II και III περιόδους των απλουστέρων κατά το δυνατόν ταφικών κατασκευών, καθ’ ην στιγμήν ο πληθυσμός του Γουβαλάρη Κουκουνάρας είχεν από αιώνων την δυνατότητα να κατασκευάζη μικρούς θολωτούς τάφους ως και ο πληθυσμός των Καμινίων. Τέλος, σημειωθήτω ότι οι τάφοι των Καμινίων είναι συγκριτικώς μικροτέρων διαστάσεων έναντι των τάφων του εξάρματος α Καμινίων.
 Τα εκ χαλκού ευρήματα της εφετινής ανασκαφής μετεφέρθησαν (Σεπτέμβριος 1975) εις το Εθνικόν Μουσείον Αθηνών, όπου συνετηρήθησαν και κατά περιπτώσεις αποκατεστάθησαν, μερίμνη του υπευθύνου Επιμελητού κ. Π. Καλλιγά, του προϊσταμένου του Χημείου χημικού κ. Κ. Ασημενού και του κ. Τάσου Μαγνήσαλη. Κατά μήνα Σεπτέμβριον εγένετο η δαπάνη της Εταιρείας υποστύλωσις των θολωτών τάφων των δύο νεκροταφείων εις Γουβαλάρη και Καμίνια δια του εμπειροτάτου αρχιτεχνίτου της Εταιρείας κ. Χαρ. Σφακιανάκη, εργασθέντος με τον γνωστόν πάντοτε ζήλον, προς διασφάλισιν των ανασκαπτομένων μνημείων.

Γεώργιος Σ. Κορρές
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 30 (1975) ΜΕΡΟΣ Β1- ΧΡΟΝΙΚΑ


Ο θολωτός τάφος 4 άνωθεν. Δεξιά κάτω η αργολιθοδομή του στομίου.
Ο πίθος 2 και η καλυπτήριος αυτού πλάξ.
Η επίχωσις του θολωτού τάφου 1.
Το ΒΑ τόξον της θόλου.

ΤΑ ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Αριστερά: Πρώιμον ελληνιστικόν πινάκιον μετ΄εμπιέστων ανθεμίων (το εσωτερικόν). Δεξιά: Η μικρά χαλκή φιάλη.
Ύστατα κλασσικά - πρώιμα ελληνιστικά αγγεία, σιδηρούν στέλεχος και ήλοι.
Λεβητοκυάθιον και κύπελλον (ΥΕ ΙΒ) του τάφου 4.
Τρία κύπελλα Κεφτιού.
Αριστερά: Ανώτερον τμήμα ψευδόστομου αμφορέως. Δεξιά: Λίθιναι αιχμαί βελών (ΥΕ Ι).
Πρώιμος κεραμεική του θολωτού τάφου 1.