.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Παραδοσιακός οικισμός Ταξιάρχες Τριφυλίας



Η Ιστορία του Χωριού

 Η Μοφκίτσα ή Ταξιάρχες είναι ένα μικρό ορεινό χωριό (υψόμετρο 510μ.), χτισμένο πάνω σε κοιλάδα, που περιστοιχίζεται από μικρούς λόφους. Βρίσκεται κοντά στην τοποθεσία του αρχαίου Λεπρέου και υπάγεται στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Ο πληθυσμός κατά την απογραφή του 1971 ανερχόταν σε 168 κατοίκους . Σήμερα το χωριό κατοικούν περί τις 15 οικογένειες. Η κοιλάδα προς τα δυτικά είναι ελεύθερη προς το Ιόνιο πέλαγος και έχει θέα προς την Κυπαρισσία και το Ψυχρόν όρος, το βουνό Λαπίθα και τις πηγές του Καϊάφα. Ο συνοικισμός δημιουργήθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αρχικά αποτέλεσε εγκατάσταση ποιμένων. Λόγω όμως της ύπαρξης νερού και για προφύλαξη από τις τουρκικές επιδρομές, επεκτάθηκε και συγκροτήθηκε σταδιακά οικισμός, που στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα αναπτύχθηκε και ήκμασε, ώστε η Μοφκίτσα να αποτελέσει κεφαλοχώρι. Το όνομα Μοφκίτσα ή Μουφκίτσα θεωρείται σλαβικό, όπως όλα τα τοπωνύμια με αυτή την κατάληξη. Πολλές τέτοιες ονομασίες άλλαξαν στα νεότερα χρόνια και έγιναν ελληνικές, για να καταπολεμηθεί η θεωρία του εκσλαβισμού της Πελοποννήσου. Έτσι η Μοφκίτσα έγινε Ταξιάρχες, η γειτονική Γλάτσα Ανήλιο , η Παυλίτσα Φιγαλεία, η Βερβίτσα Περιβόλια κλπ. Οι κάτοικοι, κατά μεγάλο μέρος, είναι γεωργοποιμένες.


Ταξιάρχες (Μοφκίτσα) Τριφυλίας
 Για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας προσφέρεται το έδαφος, που καλύπτεται από θάμνους και λόγγους. Στο πεδινό μέρος , οι κτηματίες καλλιεργούν σταφιδάμπελα και ελιές, ενώ στα ορεινά τμήματα σιτηρά. Με το να διατηρούν και κτήματα κοντά στη θάλασσα, οι χωρικοί σταδιακά δημιούργησαν και παραθαλάσσια σπίτια, κι έτσι σιγά – σιγά μετακινήθηκαν , είτε διατηρώντας και στο επάνω και στο κάτω χωριό δηλ. στο κάμπο σπίτια, είτε παραμένοντας μόνιμα στο νέο χωριό, το Νεοχώρι, με αποτέλεσμα να ελαττωθεί σημαντικά ο αριθμός των κατοίκων στην Μοφκίτσα. Αυτή είναι και μια από τις βασικές αιτίες, που τα σπίτια του χωριού διατηρήθηκαν στην αρχική τους μορφή. Έγιναν ελάχιστες αλλαγές και προσθήκες, συγχρόνως όμως , από την εγκατάλειψη και τους σεισμούς, τα σπίτια καταστράφηκαν, ώστε σήμερα να παρουσιάζουν όψη ερειπίων. Τελευταία η Μοφκίτσα περιλήφθηκε στους Πίνακες Αξιόλογων Οικισμών της Χώρας και κρίθηκε παραδοσιακό χωριό από το Τμήμα Προστασίας Περιβάλλοντος της Διεύθυνσης από Πειραματισμού και Μελετών του Υπουργείου Εσωτερικών. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι από τους 38 αξιόλογους οικισμούς της Ηλείας , είναι ο μοναδικός που χαρακτηρίστηκε με Βαθμό Προστασίας 2 (σημαντική προστασία ) , βάσει των παραδοσιακών στοιχείων της αρχιτεκτονικής των σπιτιών. Όπως στα περισσότερα χωριά της ορεινής Ελλάδος, τα σπίτια είναι διώροφα , υπάρχουν όμως και μερικά μονώροφα. Είναι χτισμένα σε απόσταση το ένα από το άλλο, με ευρύχωρες αυλές και σκεπαστούς εξώστες.. τα βασικά υλικά δομής είναι η πέτρα , το ξύλο, το καλάμι, ο ασβέστης και η άμμος. Την πέτρα επρομηθεύοντο άφθονη από τους γύρω λόφους, όπου υπήρχαν μικρολατομεία, το δε ξύλο από τα διπλανά δάση. Από την ίδια πέτρα είναι χτισμένη η εκκλησία και η βρύση του χωριού, καθώς και τα πλακόστρωτα καλντερίμια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα ομοιόμορφο, γραφικότατο σύνολο. Τα σπίτια έχτιζαν συντεχνίες λαγκαδιανών μαστόρων που αναλάμβαναν την εργασία «κατ΄ αποκοπήν με τον πήχη». Στην οικοδομή βοηθούσαν οι συγγενείς και οι άλλοι συγχωριανοί , που μετέφεραν την πέτρα με μουλάρια. Όταν τελείωνε η λιθοδομή, οι λαγκαδιανοί έφευγαν και την συνέχιζαν οι ξυλουργοί. Πρώτα κατασκευαζόταν οι στέγη. Συχνά οι ιδιοκτήτες, λόγω ελλείψεως χρημάτων, κατοικούσαν το σπίτι μόλις κλεινόταν με τη στέγη, χρησιμοποιώντας το ισόγειο. Για προφύλαξη από την υγρασία κατασκεύαζαν ένα ξύλινο πατάρι, που έπιανε το 1/3 της κάτοψης και το χρησιμοποιούσαν για χώρο ύπνου. Με πρώτη ευκαιρία πατώνανε το σπίτι και στη συνέχεια έφτιαχναν τα χωρίσματα και τις υπόλοιπες εργασίες. Οι βασικοί τύποι σπιτιών είναι τρεις: παραλληλόγραμμα με αετωματική ή δίκλινη στέγη, τετράγωνα με πυραμιδοειδή ή τετράκλινη στέγη και ντιβάνια, σχήματος Γ. Το εμβαδόν είναι συνήθως 8*10 ή 10*12 τ.μ. . Η είσοδος τοποθετείται στη μεγάλη διάσταση που κατά κανόνα έβλεπε στα νότια. Η θεμελίωση των σπιτιών ανοιγόταν μέχρι 0,80 – 1,00 μ. . Αν το έδαφος ήταν πετρώδες, έσπαζαν το βράχο με λοστό. Στον αγιασμό, που γινόταν στο άνοιγμα των θεμελίων, έσφαζαν αρνί, κατσίκι ή κόκορα και έτρωγαν οι νοικοκυραίοι , οι μάστοροι και οι περαστικοί. Οι εξωτερικοί χώροι των σπιτιών είναι πέτρινοι. Η λιθοδομή γίνεται με πέτρες διαφόρων μεγεθών, που τοποθετούνται με σχεδόν ισόδομο σύστημα, με συνδετικό υλικό κονίαμα από άμμο και ασβέστη. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στους γωνιόλιθους, τα ¨αγκωνάρια¨, που είναι μεγαλύτερες πελεκημένες πέτρες προσεκτικά χτισμένες. Αρκετά συχνά παρεμβάλλονται και ξυλοδεσιές. Οι τοίχοι εξωτερικά παραμένουν ανεπίχριστοι, ενώ στο εσωτερικό τους σοβατίζονται. Η στέγη είναι ξύλινη, με επικάλυψη από κεραμίδια. Λίγες εκατοντάδες μέτρα βορειοανατολικά του χωριού Ταξιάρχες (τ. Μοφκίτσα), διατηρούνται δυο ναοί, ο Άγιος Ανδρέας και οι Ταξιάρχες. Ο τελευταίος αναφέρεται στην καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας από τους Ενετούς 1697-1700. ανήκει στον τύπο του μονόκλιτου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο. Ο ναός διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Οι όψεις του ναού είναι αδιάρθρωτες. Κεραμοπλαστικός διάκοσμος δεν υπήρχε. Ύστερα από έρευνα των συντηρητών της έκτης εφορίας διαπιστώθηκε ότι οι Ταξιάρχες δεν διατηρούν τοιχογραφικό διάκοσμο. Ο Bon κάνει μνεία του ναού και τον τοποθετεί στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα. Ο Άγιος Ανδρέας λίγες δεκάδες μέτρα βορειοανατολικά των Ταξιαρχών έχει οικοδομηθεί στην απότομη ρίζα ενός βράχου, πάνω από μια πηγή, που εξακολουθεί να βγάζει νερό και η οποία καλύπτεται με ημικυλινδρικό θόλο. Ο ναός μονόχωρος με ζεύγη αψιδωμάτων στους πλάγιου τείχους καλυπτόταν κάποτε με καμάρα. Ο επισκέπτης θα γοητευτεί από τα παραδοσιακά πέτρινα κτίσματα όπως η εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, την πέτρινη βρύση και τον Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου.


Οι παραδοσιακές βρύσες του χωριού
Σύντομο Ιστορικό

Η περιοχή του χωριού μας δεν έπαψε να κατοικείται από τα αρχαία χρόνια ως τα τωρινά.
Ερείπια οικισμού ρωμαϊκών χρόνων έχουν εντοπισθεί στη θέση "Παλιοχώρι".
Στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια αποτελούσε τμήμα της επαρχίας Φαναρίου που υπαγόταν στο "θέμα" Πελοποννήσου με διοικητή (κατεπάνω) που είχε έδρα την Κόρινθο.
Ο ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρει πως ο Καρλ Μπέντεγκερ εντόπισε τα ερείπια του βυζαντινού οικισμού στη Βρύση "Κείνται όπου παρά γιγαντιαίω πλατάνω, πηγή αφθονοτάτου ύδατος αναβλύζει".
Γύρω στο 746-747 μετά από έναν ολέθριο λοιμό, έφθασαν στην περιοχή μας σλάβικα φύλα με παρότρυνση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε.
Μεταξύ 800-1100 μ.Χ αφού οι Σλάβοι είχαν ενσωματωθεί στις τοπικές κοινωνίες ιδρύθηκε χωριό με το όνομα Μοφκίτσα (Μοφκίτζα).
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας άνηκε στη Βαρονία Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) που υπαγόταν στο πριγκιπάτο της Αχαΐας.
 Το 1460 η περιοχή υποδουλώθηκε στον Μωάμεθ τον Πορθητή ολοκληρωτικά. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας που ήταν η πιο σκληρή κράτησε 182 χρόνια. Τότε το χωριό αναγκάστηκε να πάει στη θέση "Κάτω Χωριό" και οι κάτοικοι να γίνουν μέλη μιας κοινωνίας κλειστής αγροκτηνοτροφικής και να πορευτούν έτσι ως το 1821. Ο πληθυσμός αποδεκατίστηκε (πειρατεία, παιδομάζωμα, βαρύτατη φορολογία, σκλαβοπάζαρα κ.α). Έχασε κάθε επαφή με τέχνες και γράμματα.
 Το 1689-1715 είχαμε περίοδο Βενετοκρατίας. Αλλά κι αυτοί παρ' ότι πολιτισμένοι ήταν δυνάστες. Τότε έχουμε κάθοδο πολλών ηπειρώτικων οικογενειών (Ζήρου, Κόντου, Θάνου) και επέβαλαν το λεξιλόγιο τους κυρίως στα ονόματα (Γαρούφω, Διαμάντω κ.α). Τότε το χωριό άνηκε στο θέμα Μεσσηνίας.
 Ακολούθησε η Β' περίοδος Τουρκοκρατίας 1715-1821. Το χωριό άνηκε στο τμήμα (κόλι) της Ζούρτσας όπως και τα γύρω χωριά Άλβενα, Γλάτσα, Στρόβιτσι κ.α. Οι δε κάτοικοι ονομάζονταν "Ζουρτσανοκολίτες". Στα Ορλωφικά το χωριό (όπως και τα γύρω) πλήρωσε ιδιαίτερα βαρύ τίμημα (σφαγές, λεηλασίες, σκλαβοπάζαρα κ.α) εξαιτίας του πλοίου που άραξε στη θέση Παλιοκάραβο και άφησε όπλα που παρέλαβαν οι οπλαρχηγοί της Ζούρτσας Γιάννης Γρηγοριάδης και Αναστάσης Χρήστου. Ο λαός κινδύνευε από γενοκτονία από τους Τουρκαλβανούς.


Ο Βυζαντινός ναός των Ταξιαρχών Μοφκίτσας.
 Τα πράγματα ηρέμησαν κάπως επί Μώρα Βαλεσί (διοικητή) Τρίπολης τον Βελή Πασά. Τότε αναστηλώθηκε η εκκλησία αφού πληρώθηκε πρώτα ο φόρος "κλησιά τεφτίσι" (φόρος για ανοικοδόμηση και συντήρηση εκκλησιών). Το 1821 βρίσκει το χωριό να έχει προεστό τον Αλέξη Ανδρικόπουλο και ιερέα κάποιον Γεώργιο.
 Όταν μαζεύτηκαν στη Ζούρτσα οι Ζουρτσανοκολίτες για ορκωμοσία και δοξολογία το χωριό εκπροσωπήθηκε από τον Αλέξη Ανδρικόπουλο (προεστό), Θανάση Θεοδωρόπουλο - μετέπειτα Αγραπηδά, Δημητράκη και Αναγνώστη Κριτσέλη. Όλοι αυτοί είχα εξασκηθεί στον πόλεμο στη γειτονική Άλβενα. Κυρίως η οικογένεια Κριτσέλη είχε δώσει εξαιρετικούς κλέφτες και από παλιά.
 Στις 5 Σεπτέμβρη του 1825 ο Ιμπραήμ έκαψε ολοσχερώς το χωριό αρχίζοντας απ'την πολύπαθη εκκλησία. Οι άνθρωποι σκόρπισαν στα βουνά, κυρίως στην Άλβενα, για να σωθούν.
 Μετά από την απελευθέρωση απ' τους Τούρκους και αφού εξέλειπε ο κίνδυνος της πειρατείας οι άνθρωποι άρχισαν να καλλιεργούν τα πεδινά. Ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί (Κούτρα, Αλισίβα κ.α). Όταν το χωριό ηρέμησε από τους δυνάστες άλλαξε θέση και χτίστηκε στην σημερινή, ίδια με αυτή στα βυζαντινά χρόνια.
 Την δεκαετία του 1890 ιδρύθηκε σχολείο με πρώτο δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Κουτσουρούπα. Τότε ο πληθυσμός αυξήθηκε και οι οικογένειες ζούσαν 2-3 σε κάθε σπίτι. Το χωριό είχε αρκετά μαγαζιά: ραφτάδικο (τερζίδικο), σιδεράδικο (χαλικιάτικο), μαγαζιά με υφάσματα καθώς και γενικού εμπορίου.
 Το 1931 μετονομάσθηκε σε Ταξιάρχες, όνομα που πήρε από την ομώνυμη εκκλησία. Το 1940 βρήκε το χωριό μονιασμένο κάτω από την ηγεσία και επιρροή συνετών, του προέδρου Γ.Φελούκα και του ιερέα Γεώργιου Κριτσέλη που κράτησαν τα γερμανικά έκτροπα όσο το δυνατόν μακριά. Αλλά και στη διάρκεια του Εμφυλίου αντεκδικήσεις και έκτροπα δεν συνέβησαν στον χώρο της κοινότητας. Σε αυτό συνετέλεσε και ο συμφιλιωτικός και συνετός χαρακτήρας που έπαιξε ο αείμνηστος Θεοχάρης Κόντος.
Μετά το 1960 το χωριό άρχιζε να ερημώνει και να αλλάζει πάλι θέση. Κύριες αιτίες ήταν η αστυφιλία και η διάνοιξη του δρόμου Πύργου-Κυπαρισσίας που έκανε τους κατοίκους να εγκατασταθούν κοντά στο δρόμο για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.


Πηγή: Ιστότοπος ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ (ΜΟΦΚΙΤΣΑ) Ν. ΗΛΕΙΑΣ