.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων: Έργον 2004-5



 Η 26η ΕΒΑ λειτούργησε ως αυτόνομη μονάδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του ΥΠΠΟ από την 1-7-2004. Στεγάζεται σε ένα πολύ όμορφο αρχοντικό της παλιάς Καλαμάτας που περιήλθε στην ιδιοκτησία του Υπουργείου, το οποίο διασώθηκε έτσι από του κίνδυνο κατεδάφισής του και αναστηλώθηκε προκειμένου να στεγάσει την Εφορεία. Η 26η ΕΒΑ, σε αντίθεση με άλλες νεοσύστατες Εφορείες, είχε το προνόμιο να διαθέτει μόνιμο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, που προερχόταν από το λεγόμενο «κλιμάκιο» της Καλαμάτας. Το «κλιμάκιο», που δημιουργήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού μετά τους σεισμούς του 1986, λειτούργησε έκτοτε ως παράρτημα της 5ης ΕΒΑ. Το επιστημονικό προσωπικό της Εφορείας αποτελούσαν, εκτός από τη διευθύντρια Ε. Γερούση, η μόνιμη αρχαιολόγος Β. Αλμπάνη και οι συμβασιούχοι Σ. Γερμανίδου, Ε. Κατερίνη, Ν. Κοντογιάννης, I. Αγγελοπούλου, I. Γρηγοροπούλου και Δ. Νικολιά. Επίσης, οι μόνιμοι αρχιτέκτονες-πολιτικοί μηχανικοί Χρ. Πιερροπούλου, Κ. Ηλιόπουλος και Δ. Πίκουλα και ο συμβασιούχος αρχιτέκτων Ε. Μπιτσάνης. 
 Η Εφορεία βρισκόταν σε συνεχή και άμεση συνεργασία με την Επιστημονική Επιτροπή Κάστρων Πυλίας του ΤΔΠΕΑΕ, καθώς το αντικείμενό της αποτελούν τα τέσσερα μεγάλα κάστρα της Μεσσηνίας (Παλιό Ναβαρίνο, Νιόκαστρο, Μεθώνη, Κορώνη), όπου το έργο επιτελείται από το προσωπικό και των δύο φορέων από κοινού. Στον τομέα της αποκατάστασης- αναστήλωσης των μνημείων εργάστηκαν τα ειδικευμένα συνεργεία της Εφορείας με επικεφαλής τους αρχιτεχνίτες Δ. Διακουμέα και Τ. Βαχαβιώλο.

ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΙ - ΕΥΠΡΕΠΙΣΜΟΙ - ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΕΙΣ ΚΑΣΤΡΩΝ

 Η Εφορεία υλοποίησε ένα ευρύ πρόγραμμα καθαρισμών πολλών κάστρων της Μεσσηνίας, καθώς η βλάστηση είχε καταστήσει πολλά από αυτά σχεδόν αδιάβατα και ήταν αδύνατη ακόμα και η σχεδιαστική τους αποτύπωση.


Κάστρο Καλαμάτας
Το Κάστρο της Καλαμάτας μπορεί να υπολείπεται ως προς τη μορφή και το μέγεθος των μεγάλων παραθαλάσσιων κάστρων της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά συνδέεται με μια ιστορική οικογένεια, τους Βιλλεαρδουίνους, ιδρυτές του πριγκιπάτου της Αχαΐας, και αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη. Αποτελείται από έναν εσωτερικό ή άνω οχυρωματικό περίβολο, που καταλαμβάνει την επίπεδη κορυφή του βραχώδους λόφου στο οποίο είναι ιδρυμένο, και έναν εξωτερικό περίβολο, που αναπτύσσεται στην ευπρόσβλητη ανατολική του πλευρά. Ο σεισμός που έπληξε την πόλη το 1986 είχε συνέπειες και στην ήδη επιβαρυμένη τοιχοποιία, αλλά κυρίως στην ευστάθεια του βραχώδους πρανούς της δυτικής πλευράς, με αποτέλεσμα να μένει κλειστός ο άνω περίβολος για τους επισκέπτες, για προληπτικούς, κυρίως, λόγους. Το κάστρο έχει επιβαρυνθεί ιδιαίτερα και από διάφορες, κατά καιρούς, άστοχες επεμβάσεις στον εξωτερικό περίβολο, όπως είναι η υδατοδεξαμενή της πόλης και το τσιμεντένιο θέατρο που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1960. Επειδή, όμως, αναγνωρίζουμε το ρόλο που παίζει το τελευταίο στη ζωή της πόλης με του επιτυχημένο θεσμό του «φεστιβάλ χορού» και τις άλλες εκδηλώσεις, φροντίσαμε και με τη συνεργασία του Δήμου να διαμορφώσουμε το καλοκαίρι του 2005 το χώρο πρώην ιδιοκτησίας Τσάκωνα, που ήδη είχε απαλλοτριωθεί στα βόρεια της κεντρικής πύλης του κάστρου. Αφού κατεδαφίστηκαν αποθήκες, παραπήγματα και μάντρες, καθαρίστηκε ο χώρος από την άναρχη βλάστηση, χτίστηκαν καλαίσθητα πέτρινα πεζούλια, δημιουργήθηκε διάδρομος και μεταφέρθηκε το εκδοτήριο σε καταλληλότερη θέση, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι πολυπληθείς θεατές των καλοκαιρινών παραστάσεων, και τοποθετήθηκε ενημερωτική πινακίδα. Συγχρόνως, δημιουργήθηκε ένας μοναδικός χώρος θέασης των τειχών του εξωτερικού περιβόλου, καθώς σημαντικά τμήματα του περιμετρικού τείχους αποκρύπτονται πίσω από τα σπίτια του οικισμού που αναπτύχθηκε περιμετρικά γύρω από το κάστρο (Εικ.1).
 Η Εφορεία ξεκίνησε ήδη από του Αύγουστο του 2004 την υλοποίηση ενός ευρέος προγράμματος καθαρισμών και ευπρεπισμού όλου του χώρου του κάστρου, με την κοπή και την απομάκρυνση όλων των μεγάλων δέντρων που είχαν ξεριζωθεί κατά τη θεομηνία που έπληξε την πόλη το Μάρτιο του 2003 και κείτονταν πεσμένα, δίνοντας την όψη κυριολεκτικά ζούγκλας σε όλο to χώρο. Παράλληλα, προέ- βη σε περίφραξη των επικίνδυνων σημείων και αντικατάσταση του πρόχειρου ξύλινου παραπετάσματος στην είσοδο του εσωτερικού περιβόλου με καλαίσθητη σιδερένια πόρτα.
Συγχρόνως, φροντίσαμε για την ένταξη του έργου της στερέωσης των βραχωδών πρανών στο Γ' ΚΠΣ. Η εικόνα που παρουσιάζουν από τη διάβρωση οι κροκαλοπαγείς λίθοι των πρανών της νότιας πλευράς με τις υπόσκαψες ρωγμές μεγάλου βάθους είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Το έργο αυτό απαιτεί υψηλή χρηματοδότηση, που μόνον τα κοινοτικά κονδύλια μπορούν να προσφέρουν, και είναι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να μπορέσουν στη συνέχεια να γίνουν οι απαραίτητες μελέτες και εργασίες για τη στερέωση των τειχών. Στο πλαίσιο αυτού του καθαρά τεχνικού και απολύτως εξειδικευμένου έργου που θα εκτελεστεί από την αρμόδια ΔΑΒΜΜ, σχεδιάσαμε και την εκτέλεση μικρότερης κλίμακας εργασιών από την Εφορεία, με τις οποίες προβλέπεται να γίνει επισκέψιμος ο εσωτερικός περίβολος, που παραμένει κλειστός από τους σεισμούς του 1986, να αναδειχθεί και να αξιοποιηθεί λειτουργικά με την καθαίρεση νεότερων λιθοδομών και ακαλαίσθητων τσιμεντένιων κατασκευών, με την οργάνωση μιας διαδρομής ασφαλούς περιήγησης, την τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων, του καθαρισμό του χώρου και του ευπρεπισμό των κτισμάτων του. Επίσης, στο πλαίσιο του έργου θα ολοκληρωθούν κάποιες χρονίζουσες απαλλοτριώσεις στην είσοδο του κάστρου και θα κατεδαφιστούν τα ακαλαίσθητα κτίσματα βόρεια της εισόδου του κάστρου. Έτσι, θα διαμορφωθεί ένας μεγάλος ελεύθερος από νεότερα κτίσματα χώρος στην περιοχή της εισόδου, θα είναι εμφανή στον επισκέπτη σημαντικά τμήματα του περιμετρικού τείχους και θα αναβαθμιστεί ο χώρος της κεντρικής πύλης.

Κάστρο Κυπαρισσίας
 Το Κάστρο της Κυπαρισσίας ή Κάστρο της Αρκαδιάς μαζί με το Κάστρο της Καλαμάτας αποτέλεσαν προσωπικά φέουδα του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, από την αρχή της εγκατάστασης των Φράγκων στην Πελοπόννησο και της ίδρυσης του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Το κάστρο υπήρχε ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, καθώς γνωρίζουμε από τις πηγές ότι προέβαλε σοβαρή αντίσταση στους Φράγκους και παραδόθηκε μόνον όταν δεν υπήρχε καμιά ελπίδα εξωτερικής βοήθειας. Όπως και σε πολλά άλλα κάστρα, έχει χρησιμοποιηθεί στην πορεία των τειχών του η χάραξη και τα κατάλοιπα αρχαίας οχύρωσης, που στην περίπτωση της Αρκα- διάς αποδίδεται στην ακρόπολη της κλασικής Κυπαρισσίας.
 Τους καλοκαιρινούς μήνες του 2005 η Εφορεία πραγματοποίησε εργασίες καθαρισμού στο κάστρο, στο οποίο πυκνή και άναρχη βλάστηση είχε καλύψει μεγάλα τμήματα της τοιχοποιίας και των θεμελίων επί μέρους τμημάτων, αποκρύβοντας ακόμα και ολόκληρα κτίσματα που συνιστούσαν οικισμό στο ανατολικό τμήμα του (Εικ.2). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τοιχία οικιών συνεχίζουν να βρίσκονται περιμετρικά της ανατολικής πλευράς του κάστρου, αποδεικνύοντας την οργάνωση του οικισμού σε μεγάλη ακτίνα. Οι εργασίες ανέδειξαν κρυμμένα τμήματα τειχών, κυρίως σε χαμηλά τμήματα, όπου φάνηκε και η παλαιότερη φάση τους, πιθανόν ελληνιστικής εποχής. Πραγματοποιήθηκαν αποκοπές ή αποκορυφώσεις δέντρων, με την υπόδειξη του Δασαρχείου Κυπαρισσίας, και απομακρύνθηκαν αντικείμενα και κάθε είδους απορρίμματα, που επιβάρυναν την εικόνα και την αισθητική του αρχαιολογικού χώρου.
 Στα ανατολικά του κάστρου και εκτός του τειχισμένου περιβόλου σώζεται ένα ενδιαφέρον οικοδομικό σύνολο της Ανω Πόλης της Κυπαρισσίας, που αποτελείται από την ανακαινισμένη σήμερα λεγόμενη οικία Παλαμά (ο ποιητής έζησε για ένα διάστημα εδώ), που φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις και προορίζεται για λαογραφικό μουσείο, το τζαμί και την πολύ ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονικά, ερειπωμένη οικία Αντωνοπούλου ή Κάμπρα. Στο πλαίσιο των εργασιών στο κάστρο, η Εφορεία πραγματοποίησε καθαρισμούς στο τζαμί, όπως και στο τμήμα σκεπαστού αγωγού υδάτων στην Άνω πόλη. Η Άνω Πόλη της Κυπαρισσίας είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων οικισμός, που αναπτύσσεται γύρω από το κάστρο και γνωρίζει μια ιδιαίτερη ακμή το 16ο και το 17ο αιώνα, κατάλοιπα της οποίας αποτελούν τα εξαιρετικής τέχνης λιθόστρωτα καλντερίμια από ντόπια άσπρη πέτρα, το περίπλοκο σύστημα ύδρευσης, οι δημόσιες κρήνες και τα σπίτια. Η Εφορεία καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για τη διατήρηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του παραδοσιακού αυτού οικισμού, που έχει ήδη υποστεί μεγάλη φθορά από αλόγιστες ενέργειες, όπως ήταν η τσιμεντόστρωση μεγάλου τμήματος των λιθόστρωτων καλντεριμιών.


Κάστρο του Μίλα 
Στα βόρεια του Δήμου Μελιγαλά βρίσκεται το μικρό αλλά πολύ ενδιαφέρον αυτό κάστρο, που έχει ταυτιστεί με το Chateaunef του Χρονικού του Μορέως και φέρεται ότι το ίδρυσε η Ισαβέλλα, η κόρη του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου, η θρυλική πριγκίπισσα Ιζαμπώ. 
Το Κάστρο του Μίλα ανήκει σε μια κατηγορία μικρότερων οχυρώσεων της Μεσσηνίας που χτίστηκαν σε σημαντικές θέσεις για τον έλεγχο των μεσαιωνικών οδών ή την επιβεβαίωση της τοπικής εξουσίας των φεουδαρχών.
Η όλη κατασκευή φανερώνει μεγάλη σπουδή, αφού παρατηρούνται στοιχεία, όπως επάλληλες γραμμές άμυνας με τοξοθυρίδες, κτιστές εστίες αλλά και εγκατάσταση που πιθανόν χρησίμευε ως αποχωρητήριο στο πάχος του τείχους.


Τον Οκτώβριο του 2005 το ίδιο συνεργείο της Εφορείας μας πραγματοποίησε εργασίες στο κάστρο, στο οποίο επίσης πυκνή και άναρχη βλάστηση είχε καλύψει μεγάλα τμήματα της τοιχοποιίας και των θεμελίων επί μέρους τμημάτων, αποκρύβοντας ακόμα και μέρη κτισμάτων. Οι εργασίες ανέδειξαν κρυμμένα τμήματα τειχών και άγνωστα μέχρι σήμερα κατάλοιπα κτιρίων (Εικ.3).

Κάστρο Ανδρούσας
 Ένα σημαντικό κάστρο για του έλεγχο της όλης περιοχής του μεσσηνιακού κάμπου αποτελούσε στην περίοδο της φραγκοκρατίας το Κάστρο της Ανδρούσας στις δυτικές παρυφές του κάμπου. Αν και η γεωγραφική του θέση, ένα χαμηλό επίπεδο πλάτωμα, δεν διακρίνεται για του οχυρό της χαρακτήρα, αποτελεί, εντούτοις, καίριο σημείο για την επίβλεψη και του έλεγχο της εύφορης πεδιάδας. Τα σωζόμενα τείχη αποτελούν μέρος μόνον της αρχικής οχύρωσης δίνοντας λανθασμένη εικόνα για την έκτασή του, η οποία ήταν κατά προσέγγιση 20 στρ. Αξιοσημείωτη είναι η μορφή του περίδρομου με την έδραση πάνω σε τυφλές οξυκόρυφες καμάρες, ενώ στους πύργους διακρίνονται τοξοθυρίδες.
Στα τέλη του 2005 πραγματοποιήθηκαν μικρής έκτασης καθαρισμοί από την πυκνή βλάστηση, η οποία είχε καλύψει μεγάλα τμήματα της τοιχοποιίας και των θεμελίων επί μέρους τμημάτων. Παλαιό Ναβαρίνο
 Το Παλιόκαστρο ή Παλαιό Ναβαρίνο είναι ιδρυμένο στη θέση της Πύλου των κλασικών χρόνων (αρχαίο Κορυφάσιο) σε μια φυσικά οχυρή θέση, με εντυπωσιακή θέα προς τη Βοϊδοκοιλιά και τη λιμνοθάλασσα. Απόρθητο από τα ανατολικά, όπου βρίσκεται το κατακόρυφο κόψιμο του βουνού, και δύσκολα προσπελάσιμο από τα δυτικά, τα βορειοδυτικά και τα βόρεια, έπαιξε ρόλο σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Πύλο. Μόνον η νότια πλευρά του, όπου και το μονοπάτι που οδηγεί στην είσοδο, είναι ομαλότερη στην ανάβαση. Μέσα στους περιβόλους περικλείονται πολλά οικοδομήματα, τα οποία έχουν καταρρεύσει, και ο επισκέπτης αντικρίζει ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση μόνο σωρούς ερειπίων. Οποιαδήποτε επέμβαση καθαρισμού ή διευθέτησης και στερέωσης των ερειπωμένων τειχών και κτισμάτων που επιχειρήθηκε τα προηγούμενα χρόνια ήταν εξαιρετικά κοπιαστική και χρονοβόρα, αφού ο μόνος τρόπος προσέγγισης του μνημείου είναι με τα πόδια, από το μονοπάτι που ανηφορίζει από το πέρασμα της Συκιάς. Το μονοπάτι αυτό είχε καθαριστεί από την άγρια βλάστηση το 2003 με φροντίδα της «Επιστημονικής Επιτροπής για τα κάστρα της Πυλίας», αλλά ορισμένα σημεία παρέμεναν εξαιρετικά δύσκολα και γλιστερά, όπως η βραχώδης περιοχή έκτασης 150 μ. περίπου στα ριζά του λόφου. Στο τμήμα αυτό το έδαφος είχε πλήρως αποπλυθεί, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να μεταφερθούν τα υλικά ούτε καν με υποζύγια, λόγω του γλιστερού των βράχων. Επειδή, δε, είναι επιθυμία μας να παραμείνει αλώβητο το τοπίο από άσκοπες διανοίξεις δρόμων, προχωρήσαμε το 2005 σε σημαντικές εργασίες για τη διαμόρφωση της πρόσβασης στην κορυφή του λόφου: Έγινε κατά σημεία νέα διάνοιξη του μονοπατιού, όπου και αποκαλύφθηκαν τμήματα του παλαιότερου λιθόστρωτου, τα οποία και πρόκειται να συντηρηθούν. Κατασκευάστηκε ξύλινο αναλημματικό στηθαίο σε όλη την έκταση της βραχώδους περιοχής προς την πλευρά της θάλασσας και ο χώρος επιχωματώθηκε. Η επιχωμάτωση σε μερικά σημεία έφθασε σε ύψος 1,50- 2μ. και τοποθετήθηκαν, αρχικά, φερτοί λίθοι σε στρώσεις, μεταξύ των οποίων εκχύθηκε άμμος θαλάσσης, ώστε να πληρωθούν τα κενά. Κατόπιν, επιστρώθηκε ο χώρος με χώμα και η όλη εργασία εκτελέστηκε με υποδειγματικό τρόπο από τα συνεργεία της Εφορείας με τη βοήθεια του Δήμου Πύλου και με φιλικό προς το φυσικό περιβάλλον τρόπο (Εικ.4).


Νιόκαστρο
 Το Νιόκαστρο, το νεότερο από τα κάστρα της Μεσσηνίας, χτίστηκε το 1573 από τους Τούρκους, σε μια εποχή κατά την οποία οι αμυντικοί οχυρωματικοί κανόνες που επέβαλαν τα πυροβόλα όπλα είχαν πια εδραιωθεί. Με τη συγκεκριμένη επιλογή της θέσης οι Τούρκοι απέβλεπαν κυρίως στην προστασία του κόλπου ελέγχοντας τη θαλάσσια είσοδό του, καθώς εκείνη την εποχή η μόνιμη απειλή της κυριαρχίας τους παρέμενε ο στόλος της θαλασσοκράτειρας Βενετίας. Το Νιόκαστρο αποτελεί σήμερα ένα από τα καλύτερα διατηρημένα φρούρια στην Ελλάδα.
 Συνεχίστηκαν οι εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης που είχαν ξεκινήσει το 2004 στον ημικυκλικό προμαχώνα, το λεγόμενο της Βέργας, ο οποίος είχε ανατιναχθεί το 1943 στη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου μαζί με το κεκλιμένο λιθόστρωτο επίπεδο (ράμπα). Οι εργασίες ήταν ιδιαίτερα επίπονες, καθώς έπρεπε να αποκατασταθεί η τοιχοποιία στην εξωτερική πλευρά πάνω από τα απότομα βράχια, όπου δεν υπήρχε τρόπος μεταφοράς των υλικών παρά μόνον από το εσωτερικό του κάστρου, και, για το λόγο αυτό, κατασκευάστηκε ξύλινη σκαλωσιά. Αρχικά, στερεώθηκε ο πυρήνας της εσωτερικής τοιχοποιίας και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με χυτό υλικό ο ημικυλινδρικός κοσμήτης (cordone) (Εικ.5). Θα ακολουθήσει η αποκατάσταση όλης της εξωτερικής παρειάς του προμαχώνα.
Ολοκληρώθηκαν, επίσης, οι εργασίες στερέωσης- συμπλήρωσης τμημάτων του αντερείσματος της τάφρου της ακρόπολης, καθώς ανακτίστηκαν οι σπηλαιώσεις στην τοιχοποιία και τα κατεστραμμένα τμήματα του αντερείσματος. Για τις ανακτίσεις χρησιμοποιήθηκε υλικό που βρισκόταν κατά χώραν. Με τις εργασίες αυτές εξασφαλίστηκε η στερέωση του πρανούς που περιβάλλει την τάφρο.
 Ολοκληρώθηκε η μελέτη αποκατάστασης του κτιρίου των εργαστηρίων, που αφορά ένα συγκρότημα της περιόδου της τουρκοκρατίας στα νότια του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, το οποίο σώζεται σε ικανό βαθμό ώστε να ολοκληρωθεί η αναστήλωσή του. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα κτίριο πολλαπλών χρήσεων για τις ανάγκες του μνημείου και των επισκεπτών. Στις εργασίες που προτείνονται περιλαμβάνονται: αποξηλώσεις νεωτερικών επεμβάσεων, στερεωτικές εργασίες, αποκατάσταση όψεων, κατασκευή στέγης και δαπέδου, κατασκευή κουφωμάτων και διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου.
 Ξεκίνησαν, επίσης, οι εργασίες αποκατάστασης της σημερινής κύριας πύλης. Όταν παλαιότερα, γύρω στο 1920, είχαν διέλθει αγωγοί νερού κάτω από την πύλη, είχε διαταραχθεί η αρχική υποθεμελίωσή της, με αποτέλεσμα το ανατολικό της τμήμα να παρουσιάζει καθίζηση και μεγάλη διαμπερή ρωγμή στην τοιχοποιία. Είχε υποστυλωθεί πρόχειρα προ δεκαπενταετίας, το πρόβλημα όμως διαρκώς επιτεινόταν. Διανοίχθηκε μεγάλη τομή παράλληλα με την πύλη και κατασκευάστηκε νέα υποθεμελίωσή από οπλισμένο σκυρόδεμα, η οποία και καταχώσθηκε εκ νέου. Στις μελλοντικές εργασίες για την ολοκλήρωση της αποκατάστασης εντάσσεται η ανακατασκευή του λίθινου τόξου στο περιθύρωμα και οι συμπληρώσεις τμημάτων μικρής έκτασης.

Κάστρο Μεθώνης
 Στη Μεθώνη ολοκληρώθηκε το έργο κατασκευής του ισόγειου κτιρίου υποδοχής και ενημέρωσης των επισκεπτών και του ηλεκτροφωτισμού του κάστρου από το ΤΑΠΑ. Στο πλαίσιο αυτού του έργου πραγματοποιήθηκαν μικρές εργασίες στερέωσης και στις οκτώ πύλες του κάστρου, δηλαδή αρμολογήματα, συμπληρώσεις τοιχοποιίας, αντικατάσταση φθαρμένων δόμων, στεγάνωση στέψεων, ενώ αποκαταστάθηκαν με υποδειγματικό τρόπο τα λιθόστρωτα σε όσα σημεία είχε γίνει άρση των λίθων προκειμένου να οδεύσουν υπόγεια τα ηλεκτρικά δίκτυα για το φωτισμό του κάστρου. Δυστυχώς, το έργο του ηλεκτροφωτισμού του κάστρου -εξαιρετικά υψηλού προϋπολογισμού- δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς δίκτυα και προβολείς παρασύρθηκαν από τη θάλασσα με την πρώτη θαλασσοταραχή του χειμώνα στην ευάλωτη νότια πλευρά όπου βρίσκεται το Μπούρτζι.
 Η Εφορεία καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια κάθε χρόνο ώστε να διατηρεί του εκτεταμένο αυτό χώρο των 110 στρ., που κάποτε ήταν μια ολόκληρη πόλη, καθαρό από τη βλάστηση χωρίς τη χρήση φυτοφαρμάκων, που θα είχαν επίπτωση σε όλο το οικοσύστημα. Το κύριο μέλημά μας είναι οι διαδρομές του χώρου, με προτεραιότητα στις κεντρικές διαδρομές, στους χώρους περιμετρικά των ιστάμενων μνημείων, όπως τα χαμάμ, το ναό της Μεταμόρφωσης και τις πυριτιδαποθήκες. Στο πλαίσιο αυτών των εργασιών απελευθερώθηκε η εσωτερική όψη της κεντρικής ανατολικής πύλης της θάλασσας, την οποία είχε εντελώς αποκρύψει μια συστάδα από ψηλά πεύκα που είχαν πάρει επικίνδυνη κλίση από τους δυνατούς ανέμους που πλήττουν την περιοχή, και τοποθετήθηκε νέα μεταλλική θύρα. Επιπλέον, έγινε ευρείας έκτασης καθαρισμός στην άνω απόληξη του προμαχώνα Loredan στη βόρεια πλευρά του κάστρου, όπου είναι και πολύ δύσκολη η πρόσβαση.

Κάστρο Κορώνης
 Το Κάστρο της Κορώνης, ο δεύτερος σημαντικός σταθμός των Βενετών στην περιοχή, έχει την ιδιαιτερότητα ότι δεν είναι απελευθερωμένο το εσωτερικό του από ιδιοκτησίες, όπως είναι το Κάστρο της Μεθώνης, αλλά περιέχει ποικίλες ιδιοκτησίες και χρήσεις, όπως ιδιωτικά σπίτια, ελαιώνες, το νεκροταφείο του οικισμού, ναούς και μονή, που καταλαμβάνει όλο του εσωτερικό περίβολο του κάστρου.
 Η επικίνδυνη κατολίσθηση χωμάτινων όγκων που έγινε το α' εξάμηνο του 2002 στα πρανή του βορειοανατολικού επιθαλάσσιου προμαχώνα στάθηκε αφορμή για δραστικές παρεμβάσεις στην περιοχή. Στο συγκεκριμένο σημείο της σπηλαίωσης δεν υπήρχε δυνατότητα προσέγγισης και μεταφοράς των οικοδομικών υλικών που απαιτούνταν ούτε από τη στενή παραθαλάσσια δίοδο ούτε από τη θάλασσα, λόγω των απότομων βράχων. Επινοήθηκε, έτσι, ένα σύστημα μεταφοράς των υλικών από το ανώτερο επίπεδο του προμαχώνα με αναβατόριο, το προσωπικό προσέγγιζε την περιοχή από το παραθαλάσσιο μονοπάτι και με αυτό του τρόπο επιτεύχθηκε το δύσκολο αυτό έργο της αποκατάστασης του κενού της σπηλαίωσης και του μετώπου του κρηπιδώματος. Κατά τη διάρκεια αυτών των εργασιών αποκαλύφθηκε και δεύτερη σπηλαίωση, η οποία επιδεινώθηκε ιδιαίτερα στη θεομηνία του Μαΐου του 2004 και η οποία με του ίδιο τρόπο αποκαταστάθηκε. Οι χρονοβόρες και ιδιαίτερα απαιτητικές αυτές επεμβάσεις αποδείχθηκαν σωτήριες, διότι οι καταρρεύσεις των χωμάτινων όγκων συνεχίζονται και θα συνεχίζονται, επειδή αφ’ ενός είναι πολύ χαλαρά τα αργιλικά στρώματα πάνω στα οποία έχουν χτιστεί οι πολύ ογκώδεις προμαχώνες και αφ’ ετέρου διότι συνεχώς διαβρώνονται από τη θάλασσα.
 Επίσης, έγιναν εργασίες αποκατάστασης στα μέτωπα και στο διαμπερές άνοιγμα ενός τμήματος του ενδιάμεσου τείχους μεταξύ των προμαχώνων III και IV στα δυτικά. Συγχρόνως, έγινε διευθέτηση του χώρου στον προμαχώνα IV προκειμένου να είναι έτοιμος για τις εργασίες που πρόκειται να πραγματοποιηθούν σε αυτόν στο πλαίσιο του έργου που ήδη εντάχθηκε στο ΠΕΠ Πελοποννήσου του Γ' ΚΠΣ.

ΑΝΑΣΤΗΛΩΤΙΚΕΣ - ΣΤΕΡΕΩΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

 Μια σειρά αναστηλωτικών εργασιών στα ακόλουθα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία του νομού πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του έργου «Αποκατάσταση βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων Ν. Μεσσηνίας», που είχε ενταχθεί στο ΠΕΠ Πελοποννήσου. Τα μνημεία, που βρίσκονται κατάσπαρτα σε διάφορα σημεία της μεσσηνιακής γης στον Ταΰγετο, στη Μάνη, στο μεσσηνιακό κάμπο και στην πόλη της Καλαμάτας, ανήκουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, καλύπτουν μια ποικιλία αρχιτεκτονικών τύπων και προσφέρουν δείγματα διαφόρων ρευμάτων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής.


Ναός Παναγίας Χαλεβιδιώτισσας στον Άγριλο
 Ο ναός της Παναγίας βρίσκεται στη θέση Χαλεβίδι, στην ύπαιθρο του μικρού οικισμού του Άγριλου. Πρόκειται για ένα μικρό σε διαστάσεις ναό, καμαροσκέπαστο, πιθανώς βυζαντινής εποχής, που είχε μερικώς ερειπωθεί. Οι εργασίες περιελάμβαναν την πλήρη αναστήλωση και διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του.

Καθολικό Αγίου Ιωάννη Προδρόμου της μονής Μελέ Αρτεμίσιας
 Η εν λόγω μονή βρίσκεται στη θέση Μελέ, μέσα στα έλατα, στην ύπαιθρο του ορεινού οικισμού της Αρτεμίσιας. Το Καθολικό ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυρού, συνηθισμένου σε μοναστηριακά συγκροτήματα της ευρύτερης περιοχής του 16ου και του17ου αιώνα. Ο νάρθηκας στα δυτικά έχει προστεθεί σε μεταγενέστερη εποχή, πιθανόν στο 18ο αιώνα. Το εσωτερικό του διακοσμείται με τοιχογραφίες του Που αιώνα στον κυρίως ναό και του 18ου στο νάρθηκα. Στρώμα παλαιότερο του Που αιώνα διακρίνεται αποσπασματικά. Κατάλοιπα από την κτητορική επιγραφή δίνουν την πληροφορία ότι για την ανέγερση και την ιστόρησή του δαπάνησε κάποιος μοναχός.
 Το Καθολικό βρισκόταν σε άσχημη αισθητικά και αρχιτεκτονικά κατάσταση, λόγω των αυθαίρετων παρεμβάσεων και της φθοράς του χρόνου. Οι εξωτερικές επιφάνειες είχαν καλυφθεί με τσιμεντοκονία, αποκρύπτοντας όλα τα αυθεντικά δομικά στοιχεία της τοιχοποιίας. Είχαν καταγραφεί, επίσης, μεγάλες ρωγμές, υγρασία και αποκολλήσεις τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Η κακότεχνη νεότερη στέγη είχε, επιπλέον, παρουσιάσει προβλήματα στεγανότητας και μορφολογίας.
 Οι εργασίες αποκατέστησαν την πρωτότυπη μορφή του μνημείου, καθαιρέθηκαν οι τσιμεντοκονίες και αρμολογήθηκε σωστά η τοιχοδομία, επισκευάστηκε και αποκαταστάθηκε η στέγη, στερεώθηκαν οι ρωγμές και έγινε μερική συντήρηση των τοιχογραφιών (Εικ.6-11).

Ναός Μεταμόρφωσης Σωτήρα στα Φαγγριάνικα Μηλιάς
 Η Μηλιά είναι ένα ορεινό χωριό της Μεσσηνιακής Μάνης με πλούσιο φυσικό περιβάλλον. Ο ορεινός όγκος του Ταϋγέτου διαδραματίζει ρόλο καταφυγίου εξασφαλίζοντας προστασία στους κατοίκους, ενώ παράλληλα διατηρείται οπτική επαφή με του Μεσσηνιακό κόλπο. Μαρτυρείται σε επιστολή του αυτοκράτορα Ανδρονίκου το 1336, ενώ η παρουσία διάσπαρτων γλυπτών που χρονολογούνται ήδη από το β' μισό του 11ου αιώνα συνιστά ένδειξη για την ύπαρξη του οικισμού ήδη στους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Η Μηλιά αποτελείται από πέντε διαφορετικές «συνοικίες», από τις οποίες οι παλαιότερες είναι τα Φαγγριάνικα και τα Ξανθιάνικα. Οι δύο βυζαντινοί ναοί της Μεταμόρφωσης και της Κοίμησης της Θεοτόκου αποτελούν αντίστοιχα το κύριο σημείο αναφοράς των δύο αυτών συνοικιών.
 Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ακολουθεί τον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με μεταγενέστερο νάρθηκα. Φέρει οκτάπλευρο τρούλο και τρεις ημιεξαγωνικές αψίδες Ιερού. Τμήμα του κτίσματος ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους, όπως μαρτυρούν τοιχογραφίες στην Πρόθεση και το Διακονικό, που χρονολογούνται στο 13 ο αιώνα. Ο υπόλοιπος ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες του 18ου αιώνα. 

Το τετραώροφο πυργοειδές κωδωνοστάσιο φέρει επιγραφή με τη χρονολογία 1808 και το όνομα του χορηγού καπετάν Παναγιώτη Στρατάκη.
΄Η αρχική μορφή του ναού είχε αλλοιωθεί από τις άστοχες επεμβάσεις (ανακεράμωση της στέγης με νέα βυζαντινού τύπου κεραμίδια σε τυχαία διάταξη, σοβάτισμα των όψεων και του τρούλου, τοποθέτηση μετρητή της ΔΕΗ σε επαφή με του τοίχο εξωτερικά κ.ά.) και τη φθορά του χρόνου (αποδιοργάνωση της λιθοδομής και του κεραμοπλαστικού διακόσμου, μικρής έκτασης ρωγμές κ.ά.).
 Λόγω επείγουσας ανάγκης προηγήθηκαν οι άμεσες στερεωτικές εργασίες στο κωδωνοστάσιο και ακολούθησαν τα αρμολογήματα των όψεων και η αποκατάσταση του κεραμοπλαστικού διακόσμου (Εικ.12). Η συμπλήρωση του κεραμοπλαστικού διακόσμου που είχε απολεσθεί έγινε με μια ιδιαίτερη μέθοδο: τα νέα τεμάχια προπαρασκευάστηκαν με τη χρήση καλουπιών και τη χύτευση όμοιου τριμμένου κεραμικού υλικού με κατάλληλη συνθετική κονία. Με τη μέθοδο αυτή, η οποία έχει ήδη δοκιμαστεί σε ανάλογα έργα της Υπηρεσίας μας και έχει αποδεδειγμένη διάρκεια ζωής, επιτυγχάνεται η κατασκευή της απαιτούμενης ποσότητας σε μικρό χρονικό διάστημα, με όμοια υφή και ρυθμιζόμενη επιθυμητή απόχρωση.
 Συντάχθηκε, επίσης, συμπληρωματική μελέτη για το κωδωνοστάσιο, με τη χρήση εξελιγμένης φωτογραμμετρικής μεθόδου από το προσωπικό της Υπηρεσίας, η οποία θα υλοποιηθεί στη συνέχεια.

Ναός Κοίμησης Θεοτόκου στα Ξανθιάνικα Μηλιάς- Κωδωνοστάσιο
 Στα Ξανθιάνικα, στη νότια πλευρά του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου προσκολλάται κωδωνοστάσιο, του οποίου η κατώτατη στάθμη του λειτουργεί ως προστώο. Αρχικά, υπερυψωνόταν σε πέντε στάθμες διαφορετικών διατομών (ορθογώνια, τετράγωνη και οκταγωνική), διατασσόμενες πυραμοειδώς καθ’ ύψος. Μοναδικά διακοσμητικά αποβαίνουν τα λίθινα γείσα των στάθμεων, που διαμορφώνονται ορθογώνια ή βαθμιδωτά.



 Η κατασκευή χρονολογείται στο 19ο αιώνα και είχε μερικώς καταστραφεί από κεραυνό τη δεκαετία του 1940. Το κτίσμα αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή, με τις εργασίες που περιελάμβαναν τη συμπλήρωση της λιθοδομής και των αρμολογημάτων, όπως και την αποκατάσταση των στάθμεων σε πέντε βαθμίδες (Εικ13-15).
 Στο εσωτερικό του ναού οι συντηρητές της Εφορείας αποκατέστησαν τους τέσσερις αρχαίους κίονες με τα κιονόκρανά τους, αφού απομάκρυναν τα πολλά στρώματα λαδομπογιάς που τους κάλυπταν.

Ναός Ταξιαρχών Καλαμάτας
 Ο ναός, που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας, είχε υποστεί κατά καιρούς άστοχες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα να έχει αλλοιωθεί η αυθεντική του μορφή. Στην ανατολική πλευρά του υπάρχει προσκολλημένος στο ναό ο τάφος της Πεντζεχρούλας Μπενάκη, της σημαντικής ιστορικής οικογένειας, η οποία πιθανόν συνέβαλε στην ανακαίνιση του ναού. Οι εξωτερικές του επιφάνειες είχαν καλυφθεί με τσιμεντοκονία, ενώ η νεότερη στέγη παρουσίαζε μορφολογικά προβλήματα. Οι εργασίες αποκατέστησαν την εξωτερική όψη του ναού και αντικατέστησαν τη στέγη και άλλα δομικά στοιχεία του, αναδεικνύοντας τη νεοκλασική φάση του (Εικ.16-18).

Ναός Ταξιαρχών στο Ασπρόχωμα Καλαμάτας
 Ο ναός των Ταξιαρχών στο Ασπρόχωμα, στην υποβαθμισμένη βιομηχανική περιοχή της Καλαμάτας, που αποτελεί ένα άλλο δείγμα της επίδρασης του νεοκλασικισμού στην περιοχή στα τέλη του 18ου αιώνα, εγκαταλείφθηκε μετά τους σεισμούς του 1986 και την ανέγερση του σύγχρονου ναού των Ταξιαρχών στον ίδιο χώρο. Οι κάτοικοι επιθυμούσαν την κατεδάφισή του για να διευρύνουν τον περίβολο της νέας εκκλησίας. 
Η ένταξη του έργου στο Γ' ΚΠΣ έσωσε το μνημείο από του εκούσιο αφανισμό του. Ακολουθεί του τύπο της μονόχωρης βασιλικής με πεντάπλευρη αψίδα Ιερού και μεταγενέστερο συμφυές κωδωνοστάσιο με τρεις στάθμες. 

 Ο ναός έφερε φθορές στην τοιχοποιία -ρηγματώσεις, αποδιοργανώσεις και αποκλίσεις από την κατακόρυφο-, οι οποίες είχαν επιδεινωθεί από τις κακές ανακατασκευές, ενώ η στέγη του είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος καταρρεύσει, συμπαρασύροντας και την ψευδοροφή.
 Καθαιρέθηκαν οι νεωτερικές επεμβάσεις, πραγματοποιήθηκαν στερεωτικές εργασίες στην τοιχοδομία, ανακατασκευάστηκε η στέγη και αποκαταστάθηκε το κωδωνοστάσιο. Επισκευάστηκαν τα αποσαθρωμένα τμήματα της πλάκας του γυναικωνίτη με μανδύα από οπλισμένο σκυρόδεμα και κατασκευάστηκε και τοποθετήθηκε στο ναό το γύψινο τέμπλο που αντέγραψε ακριβώς το παλαιό, σύμφωνα με τις φωτογραφίες και τα λίγα τμήματα που είχαν απομείνει. Στις όψεις που επιχρίσθηκαν κρίθηκε σκόπιμο να διατηρηθούν κάποια τμήματα ανεπίχριστα ως μάρτυρες της προηγούμενης οικοδομικής φάσης του ναού.

Άγιοι Θεόδωροι Προαστίου Μεσσηνιακής Μάνης
 Λίγο έξω από του οικισμό του Προαστίου βρίσκεται το Παλαιό Καθολικό των Αγίων Θεοδώρων. Πρόκειται για έναν ενδιάμεσο τύπο ναού, μεταξύ του απλού δικιόνιου και του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. 
Φέρει τρούλο αθηναϊκού τύπου, που βαίνει σε οκταγωνικό τύμπανο, και τρεις ημιεξαγωνικές αψίδες Ιερού. Χρονολογείται στα τέλη του 12ου αιώνα και διασώζει αποσπασματικά τοιχογραφίες του α' μισού του 13ου αιώνα. 
Είναι χτισμένος κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας με πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο (οδοντωτές ταινίες, ταινίες με ρόμβους και πλακίδια). Η ονομασία του ως Παλαιού Καθολικού της μονής των Αγίων Θεοδώρων έχει επικρατήσει στην προφορική παράδοση, μέχρι σήμερα όμως δεν έχουν βρεθεί στοιχεία (γραπτές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα) που να την επιβεβαιώνουν. 

 Πιθανότερο φαίνεται ο ναός να ήταν αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο, δεδομένου ότι στο βόρειο πεσσό του τέμπλου διακρίνεται η μορφή του αγίου, στο όνομα του οποίου τιμώνται και άλλοι ναοί στο Προάστιο, χωριό με μεγάλη ναυτική παράδοση.
 Το μνημείο είχε υποστεί σοβαρή βλάβη λόγω της φθοράς του χρόνου και των φυσικών καταστροφών. Τμήμα της θολοδομίας και της τοιχοποιίας του είχε καταρρεύσει, ενώ όλο το μνημείο παρουσίαζε μεγάλη παραμόρφωση και αντιμετώπιζε σοβαρά στατικά προβλήματα (βαθιές ρηγματώσεις και αποκολλήσεις λίθων, μεγάλες αποκλίσεις των τοίχων από την κατακόρυφο, αποκολλήσεις των τοιχογραφιών και των σοβάδων κ.ά.) (Εικ.19).
 Παλαιότερα είχαν γίνει κάποιες άμεσες στερεωτικές εργασίες, καθώς το μνημείο κινδύνευε από ολική κατάρρευση. Η εξαιρετικά απαιτητική μελέτη αποκατάστασης, όπως άλλωστε και όλες οι υπόλοιπες, συντάχθηκε εξ ολοκλήρου από το επιστημονικό προσωπικό της Εφορείας. Αφού προηγήθηκε στερέωση των αποσπασματικά σωζόμενων τοιχογραφιών, έγιναν οι απαραίτητες υποστυλώσεις προκειμένου να ξεκινήσει το ουσιαστικό έργο της αναστήλωσης.
 Το έργο καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο και επικίνδυνο λόγω του γεγονότος ότι το ημισφαίριο του τρούλου έχει καταπέσει και έχει ανοίξει το τύμπανό του, καθώς και οι καμάρες που το υποβαστάζουν. Η δε ανατολική καμάρα έχει καταπέσει συμπαρασύροντας τα ανώτερα τμήματα της κόγχης του Ιερού. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των τόξων, έγινε πρώτα η υποστύλωση με τη βοήθεια και μεταλλικών ελασμάτων και διορθώθηκε η γεωμετρία τους με ώθηση από κάτω (γρύλος). Κατόπιν, τα τόξα αρμολογήθηκαν εσωτερικά και καθαρίστηκαν εξωτερικά, έγιναν λιθοσυμπληρώσεις και τοπικά ενέματα και καλύφθηκαν με τσιμεντοκονία. Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί για τη βόρεια, τη δυτική και τη νότια καμάρα και συνεχίζεται στην ανατολική ταυτόχρονα με την ανάκτηση της τοιχοποιίας, που έχει καταπέσει σε αυτό το σημείο.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ

Στον τομέα της συντήρησης πραγματοποιήθηκαν από τα ειδικευμένα συνεργεία συντηρητών της Εφορείας εργασίες συντήρησης τοιχογραφιών σε μνημεία καθώς και σε εικόνες και ξυλόγλυπτα τέμπλα στο εργαστήριο συντήρησης της Καλαμάτας, κυρίως στο πλαίσιο εντεταγμένου στο Γ' ΚΠΣ έργου.

Τοιχογραφίες Καθολικού μονής Δήμιοβας
 Το μνημείο είχε υποστεί σημαντικές φθορές από το σεισμό του 1986 και είχαν ακολουθήσει εργασίες αποκατάστασης και στερέωσης του κτιρίου από την αρμόδια ΔΑΒΜΜ, οι οποίες περατώθηκαν το 1994.
 Οι τοιχογραφίες παρουσίαζαν σημαντικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται εκτεταμένες απώλειες ζωγραφικής επιφάνειας και υποστρώματος, καθώς και απώλεια συνοχής των συνδετικών υλικών. Με το έργο συντήρησης των τοιχογραφιών ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του μνημείου.


Ξυλόγλυπτο τέμπλο ναού Ζωοδόχου Πηγής στο Κάστρο Ζαρνάτας
 Το Κάστρο της Ζαρνάτας, ιδρυμένο σε περίοπτη θέση στο κέντρο του ομώνυμου οροπεδίου πάνω σε χαμηλό κωνικό λόφο και θεμελιωμένο στα ερείπια οχύρωσης ελληνιστικών χρόνων που ταυτίζεται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας, είχε τη δυνατότητα εποπτείας όλης της ακτογραμμής της Καλαμάτας, με το κάστρο της οποίας έχει οπτική επαφή. Συγχρόνως, επέβλεπε το πέρασμα προς την περιοχή της Καρδαμύλης και την υπόλοιπη Μάνη.
 Η Υπηρεσία είχε πραγματοποιήσει παλαιότερα εργασίες αποκατάστασης της στέγης του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, μέσα στο κάστρο, που χτίστηκε το 1780 και τοιχογραφήθηκε το 1787. Στο πλαίσιο του έργου, που χρηματοδοτήθηκε από το Γ' ΚΠΣ, συντηρήθηκε το πολύ αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο, που εντάσσεται σε μια ενδιαφέρουσα ενότητα ξυλόγλυπτων τέμπλων της ίδιας περιόδου στην περιοχή. Το τέμπλο βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση κυρίως από τη δράση των ξυλοφάγων εντόμων, με αποτέλεσμα την απώλεια της μηχανικής του αντοχής και κατ’ επέκταση την παρουσία στατικών προβλημάτων. Έτσι, ήταν επιβεβλημένη η αποσυναρμολόγηση και η μεταφορά των τμημάτων του στο εργαστήριο συντήρησης. Ακολούθησαν οι χρονοβόρες εργασίες συντήρησης και σημειώνουμε ότι ιδιαίτερα απαιτητική υπήρξε η εργασία που χρειάστηκε για τη συμπλήρωση του υλικού τόσο όσον αφορά στα τμήματα όπου υπήρχε πλήρης απώλεια όσο και στα τμήματα που είχε απομείνει μόνον η ξυλόγλυπτη επιφάνεια του διακόσμου (Εικ.20-24).

Τοιχογραφίες ναού Αγίου Νικολάου στο Προάστιο Μεσσηνιακής Μάνης
 Το Προάστιο ή Πραστείο αποτελεί οικισμό της Μεσσηνιακής Μάνης με ιδιαίτερη ιστορική σημασία, καθώς το τοπωνύμιο προέρχεται από το βυζαντινό όρο «προάστιον», που σήμαινε μεγάλη αγροτική εκμετάλλευση στην οποία κατοικούσαν και εργάζονταν πάροικοι. Η ακμή του οικισμού διαρκεί έως το 1670, οπότε και πυρπολείται από τους Τούρκους. Το 19ο αιώνα το Προάστιο ανακάμπτει και αποτελεί του πέμπτο μεγαλύτερο οικισμό της Έξω Μάνης. Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται κοντά στην πλατεία του χωριού και είναι ο παλαιότερος και ο μεγαλύτερος ναός του. Είναι αφιερωμένος στον προστάτη άγιο των ναυτικών, καθώς η ναυτιλία αποτελούσε την κύρια βιοποριστική ενασχόληση των κατοίκων. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, χρονολογείται στο 12ο-13ο αιώνα και είναι κατάγραφος με λαϊκής τεχνοτροπίας τοιχογραφίες του ντόπιου ζωγράφου Αναγνώστη Σελεμπερδάκη.
 Η Υπηρεσία είχε πραγματοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια πολλές εργασίες, όπως την αντικατάσταση της στέγης, την αποκάλυψη της τοιχοποιίας με την καθαίρεση των νεωτερικών επιχρισμάτων και την αποκατάσταση των κεραμοπλαστικών και των αρμολογημάτων. Με πιστώσεις του Γ' ΚΠΣ αποκαταστάθηκαν, στερεώθηκαν και συντηρήθηκαν οι τοιχογραφίες. Έτσι, αποκτήθηκε ένα ολοκληρωμένα αποκατεστημένο μνημείο στον παραδοσιακό οικισμό
του Προαστίου, όπου πρόσφατα τοποθετήθηκε ενημερωτική πινακίδα στα ελληνικά και στα αγγλικά σε μια προσπάθεια να ενημερωθούν οι κάτοικοι αλλά και οι επισκέπτες για τη σημασία των μνημείων (Εικ.13).

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΕΣ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ
 Τοποθετήθηκαν ενημερωτικές πινακίδες ενιαίας μορφής σε επιλεγμένα σημεία στο Νιόκαστρο της Πύλου και στο κάστρο της Μεθώνης, στην κεντρική πύλη του κάστρου της Καλαμάτας, στους Αγίους Αποστόλους στο ιστορικό κέντρο της πόλης και στον Άγιο Νικόλαο Προαστίου της Μεσσηνιακής Μάνης.

ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΕΛΕΤΩΝ
 Ολοκληρώθηκε η μελέτη για το ναό της Ανάληψης Φιλιατρών και άρχισαν να εκπονούνται μελέτες αποκατάστασης ναών, όπως του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Νικολάου Μαρούλαινας της Καστάνιας στη Μεσσηνιακή Μάνη, καθώς και κοσμικών κτιρίων, όπως του Καποδιστριακού Σχολείου στη Μεθώνη.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΓΕΡΟΥΣΗ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 60 (2005)