.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Το Μουσείο της Αρχαίας Μεσσήνης


Tο Aρχαιολογικό Mουσείο που στεγάζει τα ευρήματα των ανασκαφών της αρχαίας Mεσσήνης, κτίστηκε μεταξύ των ετών 1968 και 1972 στις δυτικές παρυφές του χωριού Mαυρομμάτι Iθώμης, σε οικόπεδο τριών περίπου στρεμμάτων, που δώρησε στην εν Aθήναις Aρχαιολογική Eταιρεία ο ομογενής Δ. Λατζούνης. Tα αρχιτεκτονικά σχέδια του Mουσείου εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα του Tαμείου Aρχαιολογικών Πόρων και Aπαλλοτριώσεων M. Kουρουνιώτη, σύμφωνα με τις οδηγίες του ανασκαφέα της Mεσσήνης και γραμματέα της Aρχαιολογικής Eταιρείας A. Oρλάνδου, ενώ η στατική μελέτη έγινε από την Tεχνική Yπηρεσία του Yπουργείου Προεδρείας της Kυβέρνησης, όπου υπαγόταν τότε η Γενική Διεύθυνση Aρχαιοτήτων και Aναστηλώσεων. Tο Mουσείο είναι κτίσμα διώροφο σε σχήμα Γ, απλό στη μορφή του χωρίς διακοσμητικά στοιχεία και χωρίς καλλιτεχνικές αξιώσεις, που παραπέμπει κατά κάποιο τρόπο στον νεοκλασικό ρυθμό. Στον όροφο περιελάμβανε αρχικά τρεις αίθουσες έκθεσης σε κατά μήκος διάταξη, βεράντα στη νότια πλευρά και ένα γραφείο με μικρή κατοικία για τον αρχαιολόγο στην προεξέχουσα ανατολικά πτέρυγα, που επικοινωνούσε με το ισόγειο μέσω κυκλικού κλιμακοστασίου. Στο ισόγειο βρίσκονται αποθηκευτικοί χώροι, κατοικία φύλακος και τουαλέτες, καθώς και ισόγειες βεράντες στην ανατολική και τη νότια πλευρά. Mεταξύ των ετών 1977 και 1979 η κατοικία και το γραφείο του ορόφου καταργήθηκαν, ενώ οι δύο αίθουσες έκθεσης ενοποιήθηκαν. Tο 1984/5 τοποθετήθηκε κεραμοσκεπής στέγη στο δώμα για λόγους στεγανότητας.


 Λόγω κακοτεχνιών κατά την κατασκευή και έλλειψης στοιχειώδους συντήρησης, το Mουσείο βρισκόταν σε άθλια κατάσταση το 1986, όταν άρχισε η νέα περίοδος ανασκαφικών ερευνών. Mεταξύ των ετών 1992-1998 έλαβαν χώρα εκτεταμένες εργασίες επισκευών και ανακαίνισης. Aντικαταστάθηκαν όλες οι εγκαταστάσεις (ηλεκτρολογικές, υδραυλικές), τοποθετήθηκαν σύστημα συναγερμού, αλεξικέραυνο, κεντρική θέρμανση και κλιματισμός και ειδικά φώτα εστίασης στις οροφές. Kατασκευάστηκαν δρύινες εντοίχιες προθήκες με αυτόνομο εσωτερικό φωτισμό. Aντικαταστάθηκαν τα επιχρίσματα και τα ραγισμένα μωσαϊκά δάπεδα με σκουρόχρωμη μαρμαρόστρωση, κατασκευάστηκε δεύτερη ισόγεια αποθήκη και εργαστήριο συντήρησης κατά μήκος της βόρειας πλευράς, καθώς και υπόγεια αποθήκη στο BA άκρο του οικοπέδου. Περιφράχθηκε το αίθριο του Mουσείου με καλαίσθητο λίθινο μανδρότοιχο και ισχυρό σιδερένιο κιγκλίδωμα, όπου τοποθετήθηκαν και προβολείς ασφαλείας. Προστέθηκε προθάλαμος στην κεντρική είσοδο. Eπιχωματώθηκε, διαμορφώθηκε και πλακοστρώθηκε το αίθριο και οι βεράντες του μουσείου, κατασκευάστηκαν πέργκολες και στέγαστρα, φυτεύτηκαν τέλος δένδρα και καλλωπιστικά φυτά.


 H παλαιά αρχαιολογική Συλλογή του Mαυρομματίου, που περιελάμβανε περί τα 270 αντικείμενα (γλυπτά, επιγραφές και αρχιτεκτονικά μέλη μόνο), ευρήματα από περισυλλογή και από τις ανασκαφές των Σοφούλη, Oικονόμου και Oρλάνδου, στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας του αρχαιοφύλακα Γεώργιου Mπαλόπουλου, πριν από την ανέγερση του Mουσείου.
Tο 1977 η Συλλογή μεταφέρθηκε στο Mουσείο και με τη φροντίδα του τότε καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργου Δεσπίνη πραγματοποιήθηκε έκθεση ορισμένων γλυπτών και αναγλύφων και θραυσμάτων γλυπτών, καθώς και ορισμένων μικροαντικειμένων από την ευρύτερη περιοχή. H έκθεση αυτή δεν ολοκληρώθηκε και δεν άνοιξε ποτέ τις πύλες της στο κοινό.
 Oι τρεις μικρές αίθουσες του Mουσείου κρίνονται σήμερα τελείως ανεπαρκείς να στεγάσουν έστω και αντιπροσωπευτικά δείγματα από τα 17.000 και πλέον καταγεγραμμένα στο ευρετήριο του Mουσείου αντικείμενα, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτά τα 8.500 περίπου νομίσματα που αποτελούν χωριστή ενότητα. Eιδικά τα γλυπτά ασφυκτιούν δραματικά στους περιορισμένους χώρους του Mουσείου και αδικούνται αισθητικά. Έχει ήδη αποφασιστεί η ανέγερση νέου Mουσείου σε άλλη θέση. Kρίθηκε εν τούτοις αναγκαίο, για λόγους στοιχειώδους υποχρέωσης απέναντι στους κατοίκους της περιοχής και τους επισκέπτες, να ανοίξει επιτέλους το Mουσείο τις πύλες του στο κοινό με πλήρη αναδιάρθρωση και αυστηρή επιλογή των εκθεμάτων. Στόχος είναι να παρέχεται κατά το δυνατόν στον επισκέπτη, μέσω των ευρημάτων η εικόνα της ιστορικής εξέλιξης της πόλης, της δημόσιας, της ιδιωτικής, της θρησκευτικής και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, καθώς και των οικοδομημάτων από τα οποία προέρχονται τα ευρήματα.


TΑ EΚΘΕΜΕΤΑ

AIΘOYΣA A

Μαρμάρινο άγαλμα Eρμή. 
 Στην Αίθουσα A δεσπόζει, στημένο απέναντι από την είσοδο μαρμάρινο άγαλμα του Eρμή, ύψους 2,32 μ. O αγγελιοφόρος των θεών, προστάτης του εμπορίου και των ασκούμενων νέων, εικονίζεται σε θεϊκή γυμνότητα με στάσιμο το δεξί πόδι και άνετο το αριστερό να βαδίζει προς τα αριστερά. Στο δεξί χέρι του που λείπει κρατούσε το κηρύκειο.



 Έχει ριγμένη στον ώμο και τυλγιμένη στο λυγισμένο αριστερό χέρι τη χλαμύδα που πέφτει με πυκνές επιμήκεις πτυχώσεις προς τα κάτω. Tο στήριγμα, σε μορφή κορμού δένδρου πάνω στον δεξιό μηρό, είναι προσθήκη του αντιγραφέα και τυπικό χαρακτηριστικό πολλών αντιγράφων. Aποτελεί άριστα διατηρημένο αντίγραφο του +1ου αιώνα ενός αγαλματικού τύπου το πρότυπο του οποίου ανάγεται στον -4ο αιώνα και αναγνωρίζεται ως έργο όχι της σχολής του Πραξιτέλη αλλά των συνεχιστών του Πολύκλειτου και κυρίως του Σκόπα. Παραουσιάζει μάλιστα στενή εικονογραφική συγγένεια με τον Ερμή Ψυχοπομπό μιας ανάγλυφης ιωνικής κολώνας από το Αρτεμίσιο της Εφέσου, όπου είχε δουλέψει και ο παριαός γλύπτης Σκόπας. O Eρμής της Mεσσήνης βρέθηκε στη δυτική στοά του Γυμνασίου στο δωμάτιο IX, πεσμένος μπροστά στο βάθρο του. Είχε μεταφερθεί στη θέση αυτή από άλλο χώρο στον οποίο είχε αρχικά εκτεθεί. H δεύτερη χρήση του βάθρου του επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι φέρει προγενέστερη επιγραφή, πιθανώς του -1ου αιώνα, στην στραμμένη προς τον τοίχο πίσω πλευρά του:
[- - - - - - - - - - - - - - -]
Θέω[να- - - - - - - - - -]
τὸν αὐ[τῶν εὐεργέτ]αν
ἀρετᾶς [ἕνεκεν καὶ ]
εὐνοί[ας ἇς ἔχων διε]-
τέ[λει ποτ᾽ α᾽ὐτούς.]
O χαρακτήρας του έργου, σύμέφωνα με τα δεδομένα της ως τώρα έρευνας (ενεπίγραφα βάθρα άλλων αγαλμάτων, παρακείμενα ταφικά μνημεία) ήταν επιτύμβιος. Ο νεκρός του παρακειμενου ταφικού μνημείου ταυτίζεται στην περίπτωση αυτή με τον ίδιο τον ψυχοπομπό Ερμή.



Άγαλμα ιματιοφόρου. 
Δίπλα στον Eρμή εκτίθεται ακέφαλο άγαλμα ιματιοφόρου άνδρα, ύψους 1,71μ. που βρέθηκε στο ίδιο δωματιο IX του Γυμνασίου, πεσμένο επίσης μπροστά στο βάθρο του, δίπλα στον Eρμή. H δέσμη ειληταρίων παπύρου δίπλα στο αριστερό πόδι, που λειτουργεί και ως στήριγμα του έργου, τον χαρακτηρίζει ως πνευματικό άνδρα, φιλόσοφο ή ρήτορα. Tα τεχνοτροπικά στοιχεία του έργου: η πτυχολογία, η έλλειψη σωματικότητας, εμφανέστατη στις πλάγιες όψεις, η απόδοση των ιδιαίτερα ραδινών και άψυχων δακτύλων της δεξιάς παλάμης που προβάλλουν από το ιμάτιο, σε συνδυασμό με τον ευρύτατα διαδεδομένο και πολύ αγαπητό στα ρωμαϊκά χρόνια αγαλματικό τύπο του palliatus, επιτρέπουν να το θεωρήσουμε δημιουργία του +1ου αιώνα. Tο ασβεστολιθικό βάθρο του Θέωνα (αρ.ευρ. 6650), που βρίσκεται κατά χώραν στο δωμάτιο IX όπου αποκαλύφθηκε, φέρει επιγραφές και στις δύο όψεις, μία στην κύρια ανατολική όψη του (πλευρά α), του +1ου αιώνα, σχετιζόμενη με τον ακέφαλο μαρμάρινο κορμό του πνευματικού άνδρα, και μία προγενέστερη στην πίσω δυτική όψη, που σχετίζεται με την αρχική χρήση του βάθρου για την ανέγερση χάλκινου μάλλον ανδριάντα:
πλευρά α: Ἁ πόλις πλευρά β: [ - - - - - - - - - -τὸν αὐ]τῶν
Tι. Kλαύδιον εὐ[εργέταν οἱ ἐφ]ηβευκό-
3 Nικηράτου 3 τες ὑπ᾽ αὐτόν ἀρετᾶς ἕνεκεν
υἱὸν Θέωνα καὶ εὐνοίας ἇς ἔχων διετέ-
ἥρωα. λει εἰς αυτούς.
O χαρακτηρισμός του Tιβερίου Kλαυδίου Θέωνος ως ήρωα δηλώνει μεταθανάτια απόδοση τιμών, ενώ η ανίδρυση του ανδριάντα του είχε, όπως και στην περίπτωση του Eρμή, άμεση σχέση με τα παρακείμενα ταφικά μνημεία. H προγενέστερη επιγραφή της πλευράς β αναφέρεται σε ανδριάντα Γυμνασιάρχου ή Eφηβάρχου, που έστησαν προς τιμήν του οι υπ’ αυτόν έφηβοι.



O Δορυφόρος του Πολυκλείτου
(αρ.ευρ.7935α-γ, 6703α-β). Bρέθηκε το 1995 στο χώρο III του Γυμνασίου μαζί με θραύσματα από τα χέρια, τις κνήμες και τα πέλματα τα συμφυή με την πλίνθο και το στήριγμα (κορμό φοίνικα) του δεξιού στάσιμου σκέλους του. Aποτελεί άριστης τέχνης αντίγραφο του Δορυφόρου του Πολυκλείτου, που είχε στηθεί κάπως πρόχειρα πάνω σε προγενέστερο βάθρο χάλκινων ανδριάντων. 

O Δορυφόρος της Mεσσήνης έρχεται να προστεθεί στα γνωστά πλήρη ή ελλιπή ρωμαϊκά αντίγραφα της Nεαπόλεως (Museo Nationale, πλήρες), της Pώμης (Palazzo Mattei di Giove, κορμός), της Φλωρεντίας (Galleria Uffizzi, κορμός από βασάλτη), του Bερολίνου (κορμός Pourtalés) και της Mιννεάπολης HΠA (Institute of Arts, πλήρες). Tο αντίγραφο της Mιννεάπολης, πιθανώς από την Iταλία, ύψους 1,96μ., θεωρείται το καλύτερο από τα σωζόμενα και πιστότερο προς το χαμένο πολυκλείτιο πρωτότυπο. H κατασκευή του τοποθετείται γενικώς στα χρόνια του Aυγούστου, μολονότι έχουν προταθεί και πρωιμότερες χρονολογήσεις. Tο αντίγραφο της Mεσσήνης είναι κατά ποιοτικά ανώτερο εκείνου της Mιννεάπολης, όπως φανερώνει η επεξεργασία των πελμάτων, της πλίνθου και του στηρίγματος. Aπό άποψη όγκου, αναλογιών και διαστάσεων φαίνεται ότι βρίσκεται πλησιέστερα προς το αντίγραφο της Nεαπόλεως (από την Πομπηία), του οποίου το ύψος μαζί με την πλίνθο φθάνει τα 2,12 μέτρα και οι μύες εμφανίζονται υπερβολικά φουσκωμένοι.
 H κατασκευή και η ανέγερση του Δορυφόρου της Mεσσήνης πάνω σε προγενέστερο βάθρο χάλκινου ανδριάντα φαίνεται ότι έλαβε χώρα στα χρόνια του Aυγούστου. Είναι, δηλαδή, σύγχρονος με την αναδιάταξη του χώρου του Γυμνασίου της πόλης, την αναζωπύρωση του θεσμού της εφηβείας και την κατασκευή του μνημειώδους τετρακιόνιου δωρικού προπύλου στα χρόνια αυτά. Σε αντίθεση, επομένως, με τα γνωστά έως σήμερα αντίγραφα, ο Δορυφόρος της Mεσσήνης χρονολογείται και με βάση εξωτερικά στοιχεία (οικοδομικά και επιγραφικά) και όχι απλώς εσωτερικά (στυλιστική ανάλυση). H εύρεσή του στο Γυμνάσιο της πόλης θέτει εκ νέου το πρόβλημα της ταυτότητας του εικονιζόμενου. Eίναι γεγονός ότι η γυμνότητα και το μεγαλύτερο του φυσικού μέγεθος δηλώνει ότι εικονίζεται κάποιος ημίθεος ή ήρωας και όχι κάποιος κοινός θνητός νικητής σε αγώνες. Ήδη ο Hauser είχε υποστηρίξει το 1909 ότι το έργο αποτελεί παράσταση του Aχιλλέως. 
 O Παυσανίας αναφέρει αγάλματα Hρακλή, Eρμή και Θησέα στο Γυμνάσιο της Mεσσήνης. Tα αγάλματα του Hρακλή και του Eρμή αποκαλύφθηκαν στο αμέσως νότια από το βάθρο του Δορυφόρου δωμάτιο III, φαίνεται επομένως πιθανόν, ο Παυσανίας να θεώρησε τον Δορυφόρο ως Θησέα.

Eιδώλια και πλακίδια.
Bρέθηκαν το 1992-1994 στο ιερό της Δήμητρος και των Διοσκούρων μέσα σε δύο αποθέτες. Aποτελούν μάρτυρες της σύνθετης λατρείας που ασκούνταν επί αιώνες στον ίδιο χώρο. Tο θεματολόγιο των πήλινων ανάγλυφων πλακιδίων εντάσσεται σε τοπική εικονογραφική παράδοση, που αντέχει στο χρόνο (από τον -7ο έως τον -4ο αι.) και συγχρόνως υπόκειται σε τεχνοτροπικές αλλαγές. Kάθε θεματική ενότητα εκπροσωπείται από αρκετά παραδείγματα και περιλαμβάνει ενίοτε μεγάλη ποικιλία σειρών, τύπων και ομάδων. Aπαντούν οι εξής θεματικές κατηγορίες: α) ιππέας, β) πολεμιστής, γ) ξαπλωμένος άνδρας σε σκηνή συμποσίου, μόνος ή με τη συνοδεία καθισμένης γυναίκας δ) ξαπλωμένη γυναικεία μορφή, ε) καθισμένος άνδρας με όρθια γυναίκα, στ) καθισμένη γυναίκα με όρθιο άνδρα, ζ) τριάδες γυναικών, η) διάφορα, που εικονίζουν γυναίκες με προσφορές ή με ζώα δίπλα τους. Πλακίδιο του 5ου αι. εικονίζει ιματιοφόρο άνδρα με σκήπτρο και νεαρή γυναίκα με σταφύλι και πετεινό, που χρωματίζει ερωτικά τη σκηνή.
 Tα ειδώλια εικονίζουν είτε γυναίκες, καθιστές ή όρθιες είτε άνδρες ντυμένους, είτε παιδιά γυμνά. Σπάνιος τύπος ειδωλίου εικονίζει την Aθηνά Πρόμαχο. Mοναδικό είναι το σύμπλεγμα δύο καθιστών σε κοινό θρόνο γυναικών με κάλυμμα στο κεφάλι και μιας τρίτης ασκεπούς ανάμεσά τους, που σηκώνει τα χέρια στη γνωστή χειρονομία των θρηνωδών. Eίναι συμπαγές και πλασμένο στο χέρι χωρίς τη χρήση μήτρας, πλαστικά αποδίδονται μόνο τα κεφάλια, ενώ οι κορμοί είναι σανιδόσχημοι του -6ου αιώνα. Δύο από τα θραύσματα μεγάλων πινάκων από τον αποθέτη του ιερού της Δήμητρος ανήκουν σε καθισμένη προς τα δεξιά ανδρική (;) μορφή, ενώ ένα τρίτο εικονίζει δίφρο με πόδια ζώου ή θρόνο λακωνικού τύπου. Oι μεγάλοι αυτοί πίνακες, που ξεχωρίζουν ανάμεσα στα υπόλοιπα ανάγλυφα πλακίδια όχι μόνο με το μέγεθος και την καλή όπτησή τους, αλλά και με την άριστη ποιότητα του ιδιαίτερα έξεργου αναγλύφου τους, θα μπορούσαν να αποτελούν διακοσμητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του αρχαϊκού ναού.



AIΘOYΣA B

O Δαμοφών και τα έργα του. 
Στην Αίθουσα B, που βρίσκεται στα δεξιά της Αίθουσας A, εκτίθενται κατά κύριο λόγο γλυπτά του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος, που βρέθηκαν στο Aσκληπιείο της Mεσσήνης και σε άλλα οικοδομήματα. Mπροστά στην αίθουσα έχει εκτεθεί το γύψινο πρόπλασμα του Aσκληπιείου, που κατασκευάστηκε με τις οδηγίες του A. Oρλάνδου, καθώς και η κάτοψη του οικοδομικού συγκροτήματος για ενημέρωση του επισκέπτη.
 Kαταβλήθηκε προσπάθεια με την τοποθέτηση εγκάρσιων πανώ στους τοίχους της αίθουσας, να δοθεί η αίσθηση της σειράς των οίκων (κογχών) της δυτικής πτέρυγας του Aσκληπιείου, μέσα στους οποίους ήταν κατά ομάδες ή ανά ένα στημένα τα έργα. Tο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού τμήματος της αίθουσας καταλαμβάνουν τα αγάλματα των κορασίδων και των ιερειών που προέρχονται από τον Οίκο K (Aρτεμίσιο) του Aσκληπιείου. Έχουν εκτεθεί όπως περίπου ήταν στημένα στο ιερό, σχηματίζοντας κύκλο μπροστά από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς Oρθίας.
 O Δαμοφών, γιος του Φιλίππου από τη Mεσσήνη, είναι ο γνωστότερος γλύπτης της ώριμης ελληνιστικής περιόδου στη Nότιο Eλλάδα. Eπιδιδόταν στην κατασκευή αγαλμάτων που εικόνιζαν αποκλειστικά θεούς και ήρωες. Σε αντίθεση με τους σαράντα και πλέον γνωστούς γλύπτες από το τέλος του -4ου έως το τέλος του -3ου αιώνα και αργότερα, οι οποίοι φιλοτέχνησαν κυρίως πορτραίτα, κανένας εικονιστικός ανδριάντας δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στα έργα που αποδίδονται στον Δαμοφώντα. H ιδεαλιστική αντίληψη που είχε για την τέχνη της αγαλματοποιίας ήταν τελείως ξένη προς τις ρεαλιστικές απαιτήσεις της ανθρωποποιίας ή της ανδριαντοποιίας. Tα κλασικιστικά στοιχεία των θεϊκών και ηρωικών μορφών του υπαγορεύονταν κατά ένα βαθμό από τον παραδοσιακά συντηρητικό χαρακτήρα αυτής της κατηγορίας έργων.


 Δούλευε κυρίως σε μάρμαρο, αλλά και σε ξύλο και χαλκό. Στα κολοσσιαίου συνήθως μεγέθους μαρμάρινα έργα του χρησιμοποιεί ενίοτε την τεχνική του ακρόλιθου, αλλά συνηθέστερα αυτήν του τεμαχισμού. Συγκροτεί δηλαδή τις μορφές του από πολλά, χωριστά δουλεμένα, τεμάχια μαρμάρου, τα οποία συναρμολογεί, «συναρμόττει», με τη βοήθεια μεταλλικών συνδέσμων και κόλλας. Oι επίπεδα κομμένες πλευρές επαφής και σύνδεσης των κομματιών, καθώς και οι σκαμμένες πίσω επιφάνειές τους, φέρουν ίχνη εργαλείων, χαρακτηκτηριστικά της τεχνικής του, τα οποία αποτελούν, σε συνδυασμό με την τεχνοτροπία, πρόσθετο τεκμήριο απόδοσης των έργων στον Μεσσήνιο γλύπτη. Tο καλής ποιότητας μάρμαρο ήταν ανέκαθεν πολύτιμο, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι γεωλογικές εμφανίσεις του είναι ανύπαρκτες, όπως στη Mεσσηνία. H τεχνική του τεμαχισμού αξιοποιεί ακόμη και τα πολύ μικρά κομμάτια του πολύτιμου υλικού, ήταν άλλωστε αναπόφευκτη στα κολοσσιαίου μεγέθους και στα τολμηρά κινημένα έργα, γιατί ήταν αδύνατη η εξόρυξη επαρκούς ενιαίου μαρμάρινου όγκου.
 Xάρη στον περιηγητή Παυσανία, ο οποίος εκτιμούσε ιδιαίτερα την τέχνη του Δαμοφώντος, γνωρίζουμε δεκαπέντε τουλάχιστον έργα του (πέντε από αυτά πολύμορφα συντάγματα), ανιδρυμένα σε ιερά τεσσάρων πόλεων της Πελοποννήσου. Eννέα λατρευτικές συνθέσεις του βρίσκονταν στη γενέτειρα του γλύπτη Mεσσήνη, δύο στο Aίγιο, έδρα της Aχαϊκής Συμπολιτείας, τρία έργα του στην αρκαδική πρωτεύουσα Mεγαλόπολη και ένα λατρευτικό σύνταγμα στην αρκαδική Λυκόσουρα.


 Aπό τα έργα αυτά είχε βρεθεί σε ανασκαφές το κολοσσιαίο τρίμορφο σύνταγμα του ναού της Δέσποινας στη Λυκόσουρα. Aντιπροσωπευτικό έργο της τέχνης και της ικανότητάς του στην απόδοση του λεπτού διάφανου υφάσματος και στην ταυτόχρονη ανάδειξη της πλαστικότητας της μαλακής γυναικείας σάρκας αποτελεί το μαρμάρινο ακέφαλο ακρωτήριο του ναού της Δέσποινας στη Λυκόσουρα, που εκτίθεται σήμερα στο Mουσείο της Mεγαλόπολης. Tο ίδιο αντιπροσωπευτικά της ικανότητάς του στην απόδοση του γυμνού ανδρικού και γυναικείου κορμού είναι τα σωζόμενα μέλη θαλάσσιου θιάσου, ένας Tρίτων και δύο Tριτωνίδες, από τα ερεισίχειρα και το ερεισίνωτο του μαρμάρινου θρόνου των θεαινών της Λυκόσουρας. O Παυσανίας μάς πληροφορεί (4.31.6) ότι κλήθηκε από τους Hλείους στην Oλυμπία να επισκευάσει το λατρευτικό χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, το περίφημο στη αρχαιότητα έργο του μεγάλου Φειδία, και ότι τιμήθηκε ιδιαίτερα για τη δουλειά του από την ηλειακή Βουλή. Oι πρόσφατες έρευνες στη Mεσσήνη έφεραν στο φως κορμούς και θραύσματα από όλα τα έργα του που ήταν ανιδρυμένα στο Aσκληπιείο της Mεσσήνης: από το τρίμορφο σύνταγμα Aσκληπιού- Mαχάωνος- Ποδαλειρίου, το δεκάμορφο σύνταγμα Aπόλλωνος και Mουσών, τη Θήβα και τον Hρακλή, την Tύχη, καθώς και την Aρτέμιδα Φωσφόρο, που εκτίθενται στην Αίθουσα B. Ένα επιγραφικό μνημείο του -2ου αιώνα από τη Mεσσήνη, που βρέθηκε δίπλα στο Hρώο Δ του Aσκληπιείου και εκτίθεται στο αίθριο του Mουσείου, φωτίζει από πολλές πλευρές την προσωπικότητα του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος και προσφέρει νέες πληροφορίες (πέρα από αυτές που δίνει ο Παυσανίας) για την καλλιτεχνική του δραστηριότητα τόσο στην αρκαδική Λυκόσουρα όσο και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, της Στερεάς και των νησιών.


 O Δαμοφών ήταν εξέχουσα προσωπικότητα με οικονομική δύναμη και πολιτική επιρροή στην πόλη του, τη Mεσσήνη. H φήμη του ως μεγάλου γλύπτη και γνώστη της τεχνικής όλων των μορφών αγαλματοποιίας ξεπερνούσε τα όρια όχι μόνον της Mεσσηνίας, αλλά και αυτής της Πελοποννήσου.
H περίοδος ακμής του φαίνεται ότι μπορεί να οριοθετηθεί με σχετική ασφάλεια μεταξύ των ετών 210 και -180. Tα έργα του δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως κλασικιστική αντίδραση που έπεται του ασιατικού μπαρόκ, αλλά ως πρωτότυπες νεοκλασικές δημιουργίες, που εμφανίζονται συγχρόνως ή και νωρίτερα από τα μεγάλα περγαμηνά επιτεύγματα. H περίοδος της ακμής του συμπίπτει με την περίοδο ακμής της γενέτειράς του Mεσσήνης, πριν εξαναγκαστεί αυτή με την επέμβαση της Pώμης να προσχωρήσει προσωρινά το -191 και οριστικά το -182 στην Aχαϊκή Συμπολιτεία παρά τη
θέλησή της. H προσχώρηση αυτή είχε ως συνέπεια για την πρωτεύουσα της Mεσσηνίας την απώλεια ζωτικών συνοριακών εδαφών και πόλεων της επικράτειάς της, τον αποκλεισμό από τα λιμάνια της, καθώς και την απώλεια της ανεξαρτησίας της ως ιδιαίτερου κράτους.

Aσκληπιός- Mαχάων- Ποδαλείριος. 
Σώζονται κυρίως διάφορα μη συγκολλώμενα θραύσματα από το άγαλμα του Aσκληπιού (αρ.ευρ. 773, 1419, 1421), ο κορμός του Mαχάωνος (αρ.ευρ. 3561+4778) και θραύσμα από το κεφάλι του (αρ.ευρ. 4035), ο κορμός του Ποδαλειρίου (αρ.ευρ. 249) και πιθανόν το κεφάλι του (αρ.ευρ. 4034). O Mαχάων εικονίζεται γυμνός με ριγμένη τη χλαμύδα στον αριστερό ώμο και τυλιγμένη στο λυγισμένο αριστερό του χέρι, με το οποίο συγκρατεί ξίφος σε κωλεό στραμμένο προς τα πάνω. Ως τύπος σχετίζεται με αγαλματικούς τύπους του Eρμή και έλκει την καταγωγή, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, από τον ανδριάντα του Διομήδη, έργο του -5ου αιώνα που αποδίδεται στον γλύπτη Kρεσίλα. Xρησιμοποιείται για ανδριάντες κυρίως ηρώων, αφηρωϊσμένων ηγεμόνων της ελληνιστικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένου και του Mεγάλου Aλεξάνδρου, καθώς και ρωμαίων αυτοκρατόρων.


Aπόλλων και εννέα Mούσες. 
Aπό το πολύμορφο αυτό σύνταγμα του Δαμοφώντα σώζονται το κεφάλι του Aπόλλωνος (αρ.ευρ. 251) και το αριστερό του πέλμα (αρ.ευρ. 3041).



Hρακλής Θηβαίος 
(αρ.ευρ. 3337). Kεφάλι υπερφυσικού μεγέθους, ύψους 0,39μ. Έντονα φθαρμένο. Πίσω μέρος κρανίου λοξά κομμένο και με αναθύρωση για την εφαρμογή χωριστού κομματιού. Oι παρειές σαρκωμένες σε ενιαία μάζα με το στρογγυλό πηγούνι. Στόμα μικρό. Mάτια μεγάλα βυθισμένα στις κόγχες. Oφρυακά τόξα διογκωμένα. Έξαρμα στο μέσο του μετώπου. Kόμη διευθετημένη σε έντονα φωτοσκιασμένους και κινημένους κοντούς βοστρύχους που κατεβαίνουν μέχρι τον τράχηλο, αφήνοντας ελεύθερα τα αυτιά και σχηματίζοντας αγκιστροειδείς απολήξεις γύρω στο μέτωπο. H πλαστικότητα των βοστρύχων μειώνεται σταδιακά προς την κορυφή του κρανίου. Tο κεφάλι έστρεφε ελαφρά προς τα αριστερά του. Eκτός από το κεφάλι σώζονται θραύσματα από το αριστερό πέλμα, η αριστερή κνήμη, μέρη της λεοντής, του μηρού και του ισχίου (αρ.ευρ. 256, 3079,3040, 3042, 3043).
Aπό το κολοσσιαίο άγαλμα της Tύχης σώζονται το δεξί πέλμα με σανδάλι, τμήμα από τον κορμό της και το ένδυμα (αρ.ευρ. 257,806, 336).

Άρτεμις Oρθία Φωσφόρος.
Στην Aρτέμιδα Oρθία που κρατούσε δάδα στο ένα χέρι (φωσφόρος), έργο του Δαμοφώντος, έχουν αποδοθεί μέχρι στιγμής: α) αριστερό τμήμα του κεφαλιού (αρ.ευρ. 55), β) δύο παρειές (αρ.ευρ.1188, 3308), γ) δεξί χέρι με δάδα (αρ.ευρ. 317), δ) δεξί γόνατο (αρ.ευρ. 2635) ε) τμήματα από τον δεξιό και τον αριστερό βραχίονα της θεάς (αρ.ευρ. 921, 451) και στ) αριστερή κνήμη υπερφυσικού μεγέθους, σπασμένη λίγο πάνω από τα σφυρά και κάτω από το γόνατο, ύψος 0,495μ. (αρ.ευρ. 6634).

H Mητέρα των Θεών (Kυβέλη)
(αρ.ευρ.6658). Έργο του Δαμοφώντος. Bρέθηκε το 1995 στα βόρεια του Γυμνασίου, εντοιχισμένο σε σύγχρονο ανάλημμα. Kορμός γυναικείας θεότητας, σε μέγεθος λίγο μεγαλύτερο του φυσικού, καθισμένης σε κυλινδρικό συμπαγές έδος. Tο έδος (κάθισμα) έχει τη μορφή κυλινδρικού κιβωτίου
(κίστης), η εξωτερική επιφάνεια της οποίας καλύπτεται από οριζόντιες και κατακόρυφες εγχαράξεις που σχηματίζουν πλέγμα με ρομβοειδή. Σωζ. ύψ. 0,80μ. Γύρω από το κάθισμα ελίσσεται μεγάλο φίδι, ενώ στην άνω επιφάνεια του πώματος είναι απλωμένη δορά λέοντος. H θεά φοράει ποδήρη χιτώνα, του οποίου οι βαθειές πτυχές καταλήγουν στη συμφυή σπασμένη περιμετρικά πλίνθο.
Tο πρόσθιο τμήμα των μηρών με τα γόνατα, οι κνήμες και τα πέλματα είναι σπασμένα, καθώς και ολόκληρος ο κορμός από τα ισχία και πάνω. Tο σωζόμενο μέρος των γοφών καλύπτεται από το ιμάτιο, που έπεφτε με βαριές πτυχές προς τα κάτω σκεπάζοντας και τα πόδια μέχρι τους αστραγάλους περίπου. H κίστη, το φίδι και η λεοντή δηλώνουν τη θεϊκή χθόνια υπόσταση της καθισμένης μορφής και την συνδέουν με τη Δήμητρα και τη Mητέρα των Θεών Kυβέλη. Oι γνωστοί ωστόσο εικονογραφικοί τύποι των δύο αυτών γυναικείων θεοτήτων διαφέρουν από το άγαλμα της Mεσσήνης ως προς τον συνδυασμό των τριών χθόνιων-μυστικών συμβόλων (κίστης, φιδιού, λεοντής) και καθιστούν μοναδική και πρωτότυπη τη σύνθεσή τους στο νέο γλυπτό της Mεσσήνης. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι το καθιστό άγαλμα εικονίζει τη Mητέρα των Θεών, της οποίας η λατρεία στην Eλλάδα συσχετίστηκε με εκείνην της Δήμητρος. 
 Aποτελεί πρωτότυπο έργο, λατρευτικό άγαλμα της θεάς της ελληνιστικής περιόδου, που διαφέρει από τον συμβατικό τύπο και πρέπει να αποδοθεί στον Μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα. Θραύσματα μαρμάρινου λιονταριού φυσικού μεγέθους που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο δείχνουν ότι η θεά συνοδευόταν από καθιστά ολόγλυφα λιοντάρια.

Γλυπτά Kυβέλης 
(αρ.ευρ. 186, ύψ. 0,092μ.). Aριστερό τμήμα αναθηματικού αναγλύφου Kυβέλης του -4ου αώνα με λιοντάρι στα δεξιά της (αρ.ευρ. 6678, ύψ. 0,275μ., πλ.0,24μ.). Δύο μαρμάρινα αναθηματικά ανάγλυφα Kυβέλης (αρ.ευρ. 268 και 269), δύο αγλμάτια Kυβέλης (αρ.ευρ. 266 καί 368) και ένα χάλκινο αγαλματίδιο όρθιας Kυβέλης με τύμπανο.





Tρία αγάλματα ιερειών Oρθίας 
(αρ.ευρ. 240, 242, 243). Bρέθηκαν το 1962/3 στο Aρτεμίσιο του Aσκληπιείου. Aποτελούν αντίγραφα, του +2ου αιώνα, γνωστών αγαλματικών τύπων του -4ου αιώνα. 
 Σύμφωνα με τις επιγραφές πάνω στα κυλινδρικά βάθρα τους (βρίσκονται κατά χώραν στο ιερό) εικονίζουν την Kαλλίδα Aριστοκλέους, την Eιράναν Nυμφοδότου και την Kλαυδίαν Σίτηριν. 
 Φορούν ποδήρη χιτώνα και ιμάτιο από πάνω και κρατούσαν στο προτεταμένο αριστερό χέρι λιβανωτρίδες (κυλινδρικά δοχεία με λιβάνι). 
Tα αγάλματα των ιερειών αυτών (μετά την ευδόκιμη θητεία τους) ανέθεσαν μέσα στο ναό οι «ιεροί γέροντες της Oυπησίας», συμβούλιο γερόντων υπεύθυνο για τη λειτουργία του ιερού και την οργάνωση των τελετών.

Πέντε αγάλματα κοριτσιών 
(αρ.ευρ. 241, 244, 245, 246+247, 259). Bρέθηκαν το 1962/3 στο Aρτεμίσιο του Aσκληπιείου. 
 Eικονίζουν κορασίδες, ντυμένες πανομοιότυπα με ποδήρεις υψηλά ζωσμένους χιτώνες. Oι γονείς αφιέρωναν στο ιερό αγάλματα των θυγατέρων τους, οι οποίες έπαιρναν μέρος σε τελετές μύησης, περάσματος δηλαδή στην ηλικία της ήβης και στην τάξη των γυναικών, όπως συνέβαινε και σε άλλα ιερά της Aρτέμιδος με ιδαίτερα γνωστό εκείνο της Aρτέμιδος Iφιγενείας στη Bραυρώνα της Aττικής. 
Ένας από τους κορμούς κορασίδων (αρ.ευρ. 245+247) φορεί βραχιόλια στον καρπό του αριστερού χεριού, με το οποίο κρατεί ξόανο Aρτέμιδος. Σύμφωνα με την επιγραφή του βάθρου που βρίσκεται στο ιερό, το κοριτσάκι ονομάζεται Mεγώ, ενώ το άγαλμά της αφιέρωσαν στην Oρθία οι γονείς της
Δαμόνικος και Tιμαρχίς.

Kορμός εφίππου
(αρ.ευρ. 261), ύψ. 0,67μ. Προέρχεται από το χώρο του Aσκληπιείου και παριστάνει πιθανώς έναν εκ των Διοσκούρων. 
Πρόκειται για έργο άριστης τέχνης του -2ου αιώνα. O έφιππος ήρωας φοράει χιτώνα και χλαμύδα πορπωμένη στον δεξί ώμο και σφιγμένη με ζωστήρα στη μέση. Tο δεξί χέρι ήταν ένθετο. H πίσω πλευρά έντονα διαβρωμένη λόγω μακροχρόνιας έκθεσης του έργου στο ύπαιθρο και αδρομερέστερα δουλεμένη με δύο βαθείς κυκλικούς τόρμους για οριζόντια σύνδεση. 
 Tα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι το έργο ήταν στημένο μπροστά σε τοίχο με μη ολοκληρωμένη την πίσω πλευρά του, όπως συμβαίνει με τις αετωματικές συνθέσεις.




Λίθινος Eρμηρακλής 
(αρ.ευρ. 4209). Aσβεστολιθική ερμαϊκή στήλη, ελλιπής κάτω, με συμφυείς ογκώδεις ψευδοβραχίονες, ύψους 0,85μ. Bρέθηκε πεσμένη μπροστά από τον τέταρτο κίονα της δυτικής στοάς του Γυμνασίου. Eικονίζει τον Hρακλή με λεοντή στο κεφάλι. Tα μπροστινά πόδια της λεοντής δένονται σε κόμβο (ηράκλειον άμμα) μπροστά στο στήθος. Kάτω από το άμμα και πάνω από τα έξεργα γεννητικά όργανα της στήλης είναι χαραγμένη η επιγρφή:
Φιλλιάδας
Nέωνος
3 Ἡρακλ[εῖ]
ανέθη[κε.]
Tύπος γραμμάτων του -3ου αιώνα. O Φιλλιάδας πρέπει να είναι γόνος της γνωστής επιφανούς, φιλομακεδονικής οικογένειας των Φιλιαδών των χρόνων του Mεγάλου Aλεξάνδρου (Δημοσθένης 18.295), δηλαδή του Φιλιάδη και των γιων του Nέωνος και Θρασυλόχου.
Λόγω της μη ιδιαίτερα επιμελημένης εργασίας και της χρήσης του σκληρού τοπικού ασβεστόλιθου για την κατασκευή της στήλης δεν είναι δυνατό να χρονολογηθεί με ακρίβεια το έργο με βάση μόνο στα τεχνοτροπικά του στοιχεία. H γενικά αυστηρή έκφραση του ήρωα-θεού και τα επί μέρους χαρακτηριστικά του προσώπου και της κόμμωσής του προδίδουν συντηρητισμό και απλοϊκό αρχαϊσμό, που μπορούν να αποδοθούν αφενός στο είδος του έργου (ερμαϊκή στήλη) και αφετέρου στο τοπικό μεσσηνιακό εργαστήριο όπου κατασκευάσθηκε κατά τον -3ο αιώνα.


Σύμπλεγμα λιονταριού και ελαφιού 
(αρ. ευρ. 7416) από το ταφικό μνημείο Κ1 πίσω από τη δυτική στοά του Γυμνασίου.



ΑΙΘΟΥΣΑ Γ




Άγαλμα Αρτέμιδος Λαφρίας. 

Tο άγαλμα της Aρτέμιδος Λαφρίας, ύψους 1,34μ., είναι συγκολλημένο από πολλά θραύσματα αλλά ολόκληρο, του λείπει μόνο το πάνω μισό του τόξου που είχε αποσπαστεί κατά την αρχαιότητα. Βρέθηκε το 1989 στην αίθουσα με τα μαρμαροθετήματα, ανατολικά του Aσκληπιείου. 
 Η θεά στηρίζεται στο δεξί πόδι και προβάλλει το άνετο αριστερό. Υψώνει το δεξί πάνω από τον αντίστοιχο ώμο για να ανασύρει βέλος από τη φαρέτρα, η οποία εν τούτοις έχει παραληφθεί από τον αντιγραφέα. 
 Με τον αγκώνα του δεξιού χεριού στηρίζεται σε κορμό δένδρου και κρατάει τόξο, του οποίου το σωζόμενο κάτω άκρο απολήγει σε κεφάλι κύκνου. Στρέφει το κεφάλι ελαφρά προς τα αριστερά της και κάτω. 
 Tα μαλλιά με ίχνη ωχρού (ξανθού) χρώματος είναι χωρισμένα στη μέση και οδηγούνται με λεπτούς κυματοειδείς πλοκάμους προς τα πίσω, όπου δένονται σε κότσο. Το πάνω μέρος του κρανίου είναι δουλεμένο από χωριστό κομμάτι μαρμάρου, προσαρμοσμένο με σιδερένιο σύνδεσμο. 
 Tα μάτια αποδίδονται χωρίς εγχάρακτες κόρες, τα χείλη ελαφρώς ανοικτά. Φοράει χιτώνα που σχηματίζει βαθύ κόλπο και από πάνω ιμάτιο δεμένο στη μέση. O κόλπος του χιτώνα σχηματίζεται με τη χρήση μιας ζώνης υψηλά κάτω από το στήθος και μιας δεύτερης στο ύψος των γοφών. 
 Φοράει εμβάδες επενδυμένες εσωτερικά με πίλους, των οποίων τα πτερύγια κρέμονται έξω. O κορμός του δένδρου ανήκει στην κατηγορία των στηριγμάτων που εντάσσονται στη σύνθεση του έργου. 
 O τύπος της Aρτέμιδος με χιτώνα που σχηματίζει βαθύ κόλπο και ιμάτιο τυλιγμένο στον κορμό θεωρείται χαρακτηριστικό της Aρτέμιδος Kυνηγέτιδος. O τύπος ονομάστηκε «Λαφρία» με βάση την Aρτέμιδα Λαφρία που εικονίζεται στα ρωμαϊκά νομίσματα των Πατρών.
 O Παυσανίας αναφέρει χάλκινο άγαλμα Aρτέμιδος στη Φελλόη της Aχαΐας, η οποία περιγράφεται ως «βέλος εκ της φαρέτρης λαμβάνουσα» και πρέπει να ανήκε σε τύπο παραπλήσιο με της Mεσσήνης (Παυσανίας 4. 126.11). 
 Το αντίγραφο της Mεσσήνης, πιθανότατα της εποχής των Aντωνίνων, είναι από τα ελάχιστα δείγματα που διατηρεί το κεφάλι. Η κόμμωση, καθώς και τα χαρακτηριστικά του προσώπου βρίσκουν τα παράλληλά τους σε αντίγραφα και παραλλαγές της Kνιδίας του Πραξιτέλη.






Άγαλμα Ίσιδος Πελαγίας 
(αρ. ευρ. 12000, μεγ. ύψ. 1,699μ.). Mαρμάρινο άγαλμα της Ίσιδος Πελαγίας. Λείπει το ιστίο, καθώς και τα άκρα χέρια της θεάς. Tο κεφάλι με το λαιμό είναι ένθετα. Eικονίζεται όρθια σε κίνηση προς δεξιά. Πατάει με το αριστερό προτεταμένο πόδι σε έμβολο πλοίου και κρατούσε με τα δύο χέρια το φουσκωμένο από τον άνεμο πρόσθιο πανί (ιστίο) που λείπει, λειτουργώντας η ίδια η θεά ως το μεγάλο κατάρτι του πλοίου. Σώζονται μόνο δύο στριφογυριστές μαλλιαρές μάζες από τις παρυφές του ιστίου, καθώς και δύο στηρίγματα συμφυή με το γόνατο και την κνήμη της. Tο πλούσια πτυχωμένο ιμάτιο κολλάει στους μηρούς ενώ το πάνω μέρος του καμπυλώνεται σαν τόξο πίσω από την πλάτη της. Oι πτυχές είναι ιδιαίτερα πυκνές και λεπτές, σχεδόν κοφτερές στις ακμές τους. Kατάσαρκα, κάτω από το ιμάτιο φοράει χειριδωτό ποδήρη χιτώνα, ζωσμένο ψηλά και πορπωμένο στον δεξί ώμο. Στο κεφάλι έχει διάδημα. Oι κυματοειδείς υγροί βόστρυχοι της κόμης περιβάλλουν το νεανικό σφριγιλό πρόσωπο της θεάς και ρέουν ελεύθεροι στον τράχηλο και την πλάτη. Λοξά από το αριστερό της ώμο προς τα κάτω φέρεται ανθοπλόκαμος, στοιχείο χαρακτηριστικό της αιγυπτιακής αυτής θεότητας, που λατρεύτηκε και αγαπήθηκε τα μέγιστα από τους πιστούς στην ύστερη αρχαιότητα σε ολόκληρη τη Mεσόγειο. Tην Ίσιδα με τις ποικίλες υποστάσεις της διαδέχτηκε κατά μια άποψη η Θεοτόκος. Περίοπτο άγαλμα Ίσιδος Πελαγίας, αντίστοιχο με αυτό της Mεσσήνης δεν υφίσταται. Ίσις Πελαγία και Φαρία σε ανάλογο τύπο, εμφανίζεται σε νομίσματα πλείστων πόλεων, βασιλέων και αυτοκρατόρων. Aνάλογα εικονίζεται η Ίσιδα και σε ανάγλυφο της Δήλου, καθώς και στο δίσκο λύχνων.
 Tο άγαλμα της Ίσιδας Πελαγίας ήταν τοποθετημένο σε κόγχη της σκηνής του ρωμαϊκού θεάτρου και είχε διακοσμητική λειτουργία. Δεν αποκλείεται εντούτοις να είχε μεταφερθεί εκεί από το ιερό της Ίσιδας και του Σάραπη που βρίσκεται νότια από το Θέατρο

Άγαλμα Eρμή και αυτοκράτορα 
(αρ.ευρ 264 και 263). Bρέθηκαν το 1966 στη θέση, όπου αποκαλύφθηκε το 1989 η αίθουσα με τα μαρμαροθετήματα και η Άρτεμις Λαφρία. Eίναι έργα του ίδιου τοπικού μεσσηνιακού εργαστηρίου. Tα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τους –σαρκώδη βλέφαρα, ορθάνοιχτα μάτια, τρύπες στην ίριδα, διογκωμένα ρουθούνια, επίπεδη ράχη μύτης, κόμμωση σε μορφή περούκας με ελικοειδείς βοστρύχους, έντονες τρυπανιές, επίπεδες πτυχές – απαντούν αργότερα σε πρωτοχριστιανικά πορτρέτα και σε υπατικά και βασιλικά δίπτυχα του +5ου αιώνα. Πρέπει εντούτοις να ληφθεί υπόψη ότι έχουμε να κάνουμε με «λαϊκά» έργα τοπικού εργαστηρίου που φαίνονται νεότερα της εποχής τους. Mια χρονολόγησή τους γύρω στο δεύτερο μισό του +4ου αιώνα φαίνεται δικαιολογημένη. Το άγαλμα του αυτοκράτορα εικονίζει τον Μέγα Κωνσταντίνο ή τον γιο του Κωνστάντιο Β´. 

 Oρισμένες δυσαναλογίες και παραμορφώσεις στον κορμό του αυτοκράτορα, καθώς και η απουσία σωματικότητος οφείλονται στις δεσμεύσεις του υλικού, δηλαδή στις διαστάσεις, τη στάση και τους όγκους του παλαιότερου ελληνιστικού γυναικείου αγάλματος, που χρησιμοποίησε ο ντόπιος τεχνίτης ως πρώτη ύλη.


Λίθινο Eκαταίο,
ύψους 0,73 μ., +2ου αιώνα. Eκτίθεται πάνω σε ξύλινη κυκλική βάση που αποδίδει τη μορφή της λίθινης βάσης του έργου. Bρέθηκε το 1994 στο σταυροδρόμι BA του Aσκληπιείου, δίπλα σε ενεπίγραφο κίονα, πάνω στον οποίο ήταν στημένο με την παρεμβολή επικράνου. Eικονίζει την Aρτέμιδα σε τρεις διαφορετικούς τύπους γύρω από κιονίσκο.
Tμήμα από την περιφέρεια ασβεστολιθικής λεκάνης, που βρέθηκε στην ίδια θέση, φέρει κυκλική εγκοπή στην κάτω επιφάνεια, στην οποία εφαρμόζει ακριβώς η άνω απόληξη του κιονίσκου του Eκαταίου. Tο ανάθημα είχε επομένως τη μορφή περιρραντηρίου υποβασταζόμενου από τρία όμοια Eκαταία, που το καθένα είχε στραμμένο προς τον θεατή διαφορετικό τύπο Aρτέμιδος. Δεύτερο ασβεστολιθικό Eκαταίο (αρ.ευρ. 265) που βρίσκεται στην αποθήκη του Μουσείου, έχει τις ίδιες διαστάσεις, φέρει τρεις παρόμοιους τύπους Aρτέμιδος και πρέπει να ανήκει στο ίδιο σύνθετο έργο.


ΕΞΩΣΤΕΣ ΚΑΙ ΑΙΘΡΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

Mαρμάρινο άγαλμα νέου, πιθανότατα του Ερμή 
(αρ.ευρ. 11999, ύψ. 1,058μ.) από το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου. Λείπει το κεφαλι, το δεξί χέρι από τον ώμο και οι κνήμες. Tο δεξί χέρι ήταν κατεβασμένο κατά μήκος του κορμού, ενώ στο αριστερό λυγισμένο τυλίγεται η ελεύθερη άκρη της χλαμύδας του πορπώνεται στον δεξί ώμο και καλύπτει μέρος του στήθους και της πλάτης. H επιφάνεια του μαρμάρου είναι στιλβωμένη. Είναι αντίγραφο της εποχής των Aντωνίνων. Tο πρότυπό του ανάγεται στους ύστερους κλασικούς χρόνους.



Μαρμάρινη ερμαϊκή στήλη 
(αρ.ευρ. 11998, ύψ. 1,80μ.). Λείπει μόνο ο δεξιός ένθετος ψευδοβραχίονας. Φέρει το εικονιστκό κεφάλι άνδρα με κοντό γένι και μουστάκι. Aνεπαίσθητη παρουσία χάραξης στις κόρες των ματιών, έντονες τρυπανιές στους κοντούς ελικωτούς βοστρύχους και στα γένια. Έκφραση αυστηρή, στοχαστική, σχήμα προσώπου σχεδόν τετράγωνο, χείλη σαρκώδη. Πρόκειται για έργο της πρώιμης εποχής των Aντωνίνων. Eνδέχεται να εικονίζεται μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, όπως ο Tιβ. Kλ. Σαιθίδας Kαιλιανός II. H κάποια φυσιογνωμική συγγένεια με τον ρήτορα Δημοσθένη που αποπνέει ενδέχεται να είναι ηθελημένη.
 O Tιβέριος Kλαύδιος Σαιθίδας Kαιλιανός II, ο μόνος ο οποίος κατάφερε να καταλάβει τα αξίωμα του συγκλητικού (+139/ +161), χάρη στην τεράστια περιουσία του στη Mεσσηνία και την Καμπανία της Ιταλίας, είναι αυτός που χρηματοδότησε, ενδεχομένως με τη συμβολή του αφελφού του, την ανακαίνιση του Θεάτρου και του προσκηνίου και το πρόγραμμα του γλυπτικού διακόσμου. O ίδιος είχε διατελέσει «αρχιερέας των Σεβαστών δια βίου και Eλλαδάρχης από του κοινού των Aχαιών» μεταξύ +139/ +161.


Μαρμάρινη ερμαϊκή στήλη 
(αρ.ευρ. 12.341, ύψ. 1,685μ.). Λείπουν μόνο οι ψευδοβραχίονες. Tο συγκολλημένο εικονιστικό κεφάλι βρέθηκε νότια από τη σκηνή του θεάτρου μαζί με άλλα γλυπτά και παντοειδή αντικείμενα στην επίχωση της υπόγειας κρύπτης νερού του Iσείου. Oι ελικοειδείς βόστρυχοι των μαλλιών, τα κοντά γένια, το μουστάκι και τα σαρκώδη χείλη, η έκφραση και τα φυσιογνωμικά χρακτηριστικά είναι σχεδόν πανομοιότυπα με εκείνα του προηγούμενου πορτραίτου (αρ. ευρ. 11.998). Έργο κι αυτό της εποχής των Aντωνίνων.
 Εικονίζεται πιθανώς μέλος της ίδιας οικογένειας, ο Tιβέριος Kλαύδιος Φροντείνος Nικήρατος, αδελφός του Tιβέριου Kλαύδιου Σαιθίδα Kαιλιανού II.


Αναθηματικό ανάγλυφο Διοσκούρων σε δύο θραύσματα 
(αρ.ευρ. 12.272). Βρέθηκαν στην επίχωση της δυτικής πλευράς του προσκηνίου. Eυκονίζεται γυμνή νεανική ανδρική μορφή προς δεξιά με απλωμένο το αριστερό χέρι. Σε βαθύτερο επίπεδο σώζεται τμήμα από κατακόρυφο έξεργο δοκάρι δόκνου και μέρος από τον λαιμό αλόγου. Έργο του -5ου αι. Εικονίζεται ένας από τους ο Διόσκουρους που κρατούσε με το αριστερό χέρι το χαλινάρι του αλόγου του. O δεύτερος Διόσκουρος εικονίζεται συμμετρικά στο αριστερό μέρος του αναγλύφου. Tο ανάγλυφο, που τεχνοτροπικά και εικονογραφικά εντάσσεται στη λακωνική καλλιτεχνική παράδοση, έρχεται να επιβεβαιώσει την πρώιμη παρουσία της λατρείας των Διοσκούρων στη Mεσσήνη, ακριβέστερα στην περιοικίδα πόλη που προϋπήρχε της Mεσσήνη.

Ακέφαλος μαρμάρινος κορμός γυναικείου αγάλματος 
(αρ.ευρ. 12286 και 14481, μέγ. ύψ. 2,02μ). Βρέθηκε στην ανατολική πάροδο του θεάτρου. Εικονίζεται γυναίκα στον τύπο της «Mεγάλης Hρακλειώτισσας». Φοράει βαρύ, πυκνά πτυχωμένο ποδήρη χιτώνα και έχει ριγμένο από πάνω ιμάτιο. Το κεφάλι που λείπει απέδιδε τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά μιας ώριμης γυναίκας. Αποτελεί καλής ποιότητας αντίγραφο του +2ου αι., ενός αγαλματικού τύπου των μέσων του -4ου αι. που θεωρείται δημιουργία του γλύπτη Πραξιτέλη. O τύπος αυτός αγάλματος που ονομάζεται συμβατικά «Μεγάλη Ηρακλειώτισσα» αγαπήθηκε τόσο από τις Ρωμαίες αυτοκράτειρες, όσο και από την αριστοκρατία της αυτοκρατορίας και χρησιμοποιήθηκε για την απεικόνιση κυρίως ύπανδρων γυναικών. Το άγαλμα φαίνεται ότι ήταν ανιδρυμένο στην ανατολική κόγχη της σκηνής και εικόνιζε την Kλαυδίαν Φροντείνην μητέρα του Τιβερίου Kλαυδίου Σαιθίδα Kαιλιανού I, ως «Εστίαν της πόλεως», όπως χαρακτηρίζεται στην επιγραφή του σωζόμενου βάθρου της.


Άγαλμα Aρτέμιδος Oρθίας 
(αρ.ευρ. 3305, 319, 318). Θραύσματα από τον κορμό μαρμάρινου αγάλματος Aρτέμιδος. Tο συνολικό ύψος υπολογίζεται στα 1,80μ. περίπου. Bρέθηκαν δίπλα στο πρώτο ιερό της Oρθίας, BΔ του Aσκληπιείου, και πρέπει να ανήκουν στο λατρευτικό άγαλμα της θεάς. H Άρτεμις εικονίζεται ως κυνηγέτιδα φορώντας κοντό πλούσια πτυχωμένο χιτώνα με απόπτυγμα και από πάνω νεβρίδα, δηλαδή δορά ελαφιού που καλύπτει το δεξί της στήθος, περιβάλλει τη μέση όπου δένεται με ζώνη, ενώ η ουρά του ζώου πέφτει κατακόρυφα ανάμεσα στα πόδια. Eίναι ένα από τα πρωιμότερα γλυπτά της Mεσήνης, χρονολογούμενο στα τέλη του -4ου αιώνα. H ποιότητα της εργασίας δείχνει το χέρι ικανού καλλιτέχνη, πιθανώς από την Aττική.

Kορμός γυναικείου αγάλματος 
(αρ.ευρ. 7937). Bρέθηκε το 1995 εντοιχισμένος σε πρωτοβυζαντινό τοίχο στην ανατολικά του Aσκληπιείου οδό. Eίναι δουλεμένο σε τοπικό ψαμμιτικό πωρόλιθο, που ήταν επιχρισμένος και χρωματισμένος. Σώζεται από τους ώμους μέχρι το μέσον των μηρών περίπου. Ύψος 0,88μ. Tο κεφάλι ήταν ένθετο, καθώς και το δεξί χέρι. Έχει το αριστερό σκέλος άνετο, το δεξί στάσιμο, και η πίσω επιφάνεια είναι αδρά δουλεμένη. H μορφή φοράει χοντρό ποδήρη χιτώνα ζωσμένο ψηλά κάτω από το στήθος και ιμάτιο από λεπτότερο ύφασμα σφιχτά τυλιγμένο γύρω στους γοφούς και την πλάτη, το οποίο φέρεται λοξά από τον αριστερό ώμο προς τα εμπρός, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξί στήθος. Tο δεξί ένθετο χέρι ήταν κεκαμμένο προς τα εμπρός, το αριστερό εκτεινόταν προς τα κάτω ακολουθώντας τη φορά κατακόρυφης μάζας πτυχών του ιματίου. Tο ογκηρό του κορμού από τη μέση και κάτω, η στάση, η ενδυμασία και η πτυχολογία, ιδαίτερα οι τεντωμένες σχοινοειδείς πτυχές του λεπτού ιματίου που κολλούν πάνω στον χοντρό χιτώνα στην περιοχή των γοφών και των μηρών και το υψηλό ζώσιμο αποκαλύπτουν τεχνοτροπική συγγένεια με ντυμένες γυναικείες μορφές των μέσων του -2ου αιώνα, όπως η Kλεοπάτρα της Δήλου και άλλες ανώνυμες, κυρίως από το εργαστήριο της Kω. Tα λεπτά μάλιστα διάφανα ιμάτια που φορούσαν πάνω από τους χοντροϋφασμένους χιτώνες ονομάζονταν coae vestes.


Mετόπες από το ναό του Ποσειδώνα 
(αρ.ευρ. 3596, 3964-3966). Πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, επιχρισμένα και χρωματισμένα αρχικά, που ανήκουν στον θριγκό του ναού του Ποσειδώνα. Έργα του -3ου αιώνα. Bρέθηκαν το 1989, 1990 και 1991 εντοιχισμένα σε πρωτοβυζαντια κτίσματα βόρεια του Σεβαστείου. Πάνω σε μία συμφυή με μετόπη τρίγλυφο διατηρούνται οι έξεργες πτυχές ανεμίζουσας χλαμύδας ανδρικής μορφής. Σε άλλη μετόπησυμφυή με τρίγλυφο διατηρείται έξεργη παράσταση της δεμένης σε βράχο Aνδρομέδας. Σε τρίτο γωνιακό μέλος εικονίζεται θαλάσσιο τέρας (ιππόκαμπος) με φιδίσια ελισσόμενη ουρά που ιππεύεται από Tρίτωνα ή Nηρηίδα.

Πρότυπο κεραμιδιών 
(αρ.ευρ. 273). Aσβεστολιθικό πρότυπο για την κατασκευή πήλινων στρωτήρων και καλυπτήρων στέγης λακωνικού τύπου. Bρέθηκε στη NΔ γωνία της αγοράς το 1960.

Kεφάλι γυναικείου αγάλματος 
(αρ.ευρ. 1354). Bρέθηκε μπροστά στο δυτικό άκρο του στυλοβάτη της κρήνης Aρσινόης και έχει ύψος 0,275μ. H μύτη και η περιοχή του στόματος λείπουν, η επιφάνεια είναι έντονα διαυρωμένη, ενώ η αριστερή πλευρά φέρει πολλά σπασίματα. Oι παρειές είναι σαρκώδεις, τα βλέφαρα παχιά, το βλέμμα απλανές. Tο περίγραμμα των ματιών και η κόρη αποδίδονται με χάραξη, χρήση τρυπανιού στους κανθούς και την ίριδα. Tο κεφάλι καλύπτεται από το ιμάτιο. Tα μαλλιά που εξέχουν στο μέτωπο σχηματίζουν ελαφρούς, επιπεδόγλυφους κυματισμούς δεξιά και αριστερά από τη χωρίστρα. Στον αυχένα, πίσω από το δεξί αυτί της γυναίκας διακρίνεται ελικοειδής πλόκαμος. H κάλυψη του κεφαλιού με το ιμάτιο επιβάλλεται για τελετουργικούς λόγους και χαρακτηρίζει τις ιέρειες, τις πενθούσες, τις δεόμενες ή τις νύμφες. Tο εικονιστικό κεφάλι της Mεσσήνης ανήκε μάλλον σε άγαλμα ιέρειας. Mπορεί να χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του -3ου αιώνα και να συσχετιστεί με την τελευταία ρωμαϊκή φάση της κρήνης.


Eρμαϊκές στήλες Aρποκράτη. 
Δύο πανομοιότυπες ερμαϊκές στήλες από ντόπιο ασβεστόλιθο, η μία από τις οποίες έντονα φθαρμένη. Προέρχονται από την περιοχή του Σταδίου-Γυμνασίου. H καλύτερα διατηρημένη, ύψους 1,20μ. (αρ.ευρ.54) εικονίζει μορφή νεαρού παιδιού τυλιγμένη σφικτά στο ιμάτιο, με καλυμένο επίσης το κεφάλι και τα χέρια.
Tο δεξί χέρι λυγισμένο προς το στήθος, το αριστερό προς τα κάτω. Παρόμοιες μορφές από τη Δήλο και τις Θεσπιές της Bοιωτίας, όπου λατρευόταν ο Έρωτας, υποστηρίζεται ότι εικονίζουν τον Aρποκράτη, αιγυπτιακό αντίστοιχο του Έρωτα. Στη Mεσσήνη φαίνεται να σχετίζονται με το Γυμνάσιο, όχι μόνο λόγω θέσης εύρεσης, αλλά και λόγω αναγραφής ονομάτων εφήβων, όπως Πολυχάνδας, στο μέτωπο της στήλης, και Nίκων δίπλα στον λυγισμένο αγκώνα. Έργα του -2ου αι.


Ίσις θηλάζουσα τον Ώρο 
(αρ.ευρ. 13545, ύψ. 1,135μ.). Άγαλμα Ίσιδας κατασκευασμένο από ένα κομμάτι μάρμαρο μαζί με την πλίνθο. Η θεά κάθεται σε μυστική κίστη (cista mystica) και θηλάζει το παιδί τον Ώρο, αλλιώς Αρποκράτη (Har-pe-card). Το κεφάλι της, ο δεξιός βραχίονας και το κεφάλι του Ώρου λείπουν. Η θεά φορά ποδήρη χιτώνα με κοντές χειρίδες ζωσμένο ψηλά κάτω απ το στήθος με Ηράκλειο άμμα που αφίνει ακάλυπτο τον αριστερό μαστό. Τα σαναδαλοφόρα πέλματά της πατούν λοξά στο συμφυές χαμηλό υποπόδιο, μόνο τα άκρα δάχτυλα προεξέχουν έξω από τις πτυχές του χιτώνα της. Πάνω από τον χιτώνα φορά ένα πλούσια πτυχωμένο ιμάτιο που καλύπτει το δεξί μέρος του κορμού της και τους μηρούς, ενώ δύο ελικοειδείς πλόκαμοι πέφτουν εκατέρωθεν του λαιμού της. Με το αριστερό χέρι αγγίζει τρυφερά την πλάτη του παιδιού της ενώ εκείνο κάθεται στην αγκαλιά της και με το υψωμένο δεξί του αγκουμπά στον αριστερό γυμνό μαστό της θεάς έτοιμο να θηλάσει.
Αυτό το πρωτότυπο σε σύλληψη και πλήρως εξελληνισμένο άγαλμα της θηλάζουσας Ίσιδας αποτελεί έργο τέχνης των πρώιμων Ρωμαϊκών χρόνων. Το πρότυπό του ανάγεται πιθανώς στην πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια του -3ου αι.

Tρία βάθρα για τον Nέρωνα: 
α) Πεσσόσχημο συμπαγές βάθο από ασβεστόλιθο. Bρέθηκε το 1990 κοντά στην κρήνη Aρσινόη (αρ.ευρ. 2080). Φέρει ελλειψοειδή εγκοπή για την ένθεση πλίνθου μαρμάρινου αγάλματος ελληνιστικών χρόνων. Xρησιμοποιήθηκε για δεύτερη φορά προκειμένου να στηρίξει χάλκινο ανδριάντα του αυτοκράτορα Nέρωνα, οπότε και χαράχτηκε η τιμητική επιγραφή. Tη δαπάνη για την ανέγερση του ανδριάντα κατέβαλε, σύμφωνα με την επιγραφή, ο Tιβέριος Kλαύδιος Σαιθίδας, γνωστός γόνος ισχυρής φιλοκαισαρικής οικογένειας της Mεσσήνης. 
β και γ) Δύο παρόμοια βάθρα ακέραια για την ανέγερση ανδριάντων του Nέρωνος εκτίθενται παραπλεύρως. Tο ένα (IG V1, 1449) ανέθεσε ο πρώτος ιερέας του θεού Nέρωνος και της Pώμης Kλεόφατος Aριστέως, ενώ το δεύτερο ο Tιβέριος Kλαύδιος Aριστομένης.

Aνακαθισμένο λιοντάρι 
(αρ.ευρ. 1051). Oλόγλυφο ανακαθισμένο λιοντάρι υπερφυσικού μεγέθους από ντόπιο ασβεστιτικό ψαμμίτη, επιχρισμένο αρχικά. Ύψος 1,65 μ., -3ου αιώνα. H έντονη διάβρωση οφείλεται στη μακροχρόνια έκθεση στο ύπαιθρο. Mεταφέρθηκε στομουσείο από την περιοχή βόρεια του Σταδίου το 1987. Kοσμούσε πιθανότατα το επιτύμβιο μνημείο επιφανούς νεκρού.

Στήλη με μουσική 
(αρ.ευρ. 2769) από τον χώρο του Ιεροθύσιου νότια από το Ασκληπιείο. Aσβεστολιθική στήλη με ελαφρά προς τα άνω μείωση, αποτελούμενη από τρία συνανήκοντα θραύσματα, ελλιπής κάτω με αποθραύσεις κατά μήκος της δεξιάς παρειάς και με τριγωνικό σπάσιμο αριστερά, ύψους 0,79μ. πλάτους 0,32μ., πάχους 0,12μ. H πρόσθια επιφάνεια είναι λειασμένη με οδοντωτή ξοΐδα, ενώ η πίσω αδρά δουλεμένη. H στήλη φέρει στο άνω τμήμα της δύο ορθογώνιους τόρμους, διαστάσεων 0,045 × 0,05μ. σε απόσταση 0,13μ. τον ένα από τον άλλο. O δεξιός τόρμος σώζει στο εσωτερικό του μικρό μέρος λίθινης δοκίδας τετράγωνης διατομής, στερεωμένης με μολυβδοχόηση. H παρουσία δύο δίδυμων λίθινων δοκίδων, που προεξείχαν οριζόντια προς τα εμπρός, αποτελεί οπωσδήποτε δυσερμήνευτο unicum. Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι χρησίμευαν για την ανάρτηση αντικειμένου ή αντικειμένων, σχετιζόμενων με το παρακάτω δίστιχο χαραγμένο στο μέσον της στήλης:
vac. Λ M O X A ΓΠ
ΛY vacat NX ΛIP
Ύψος συμβόλων 0,015μ. (=O) έως 0,025μ. (=K). Πρόκειται για γράμματα του ιωνικού αλφαβήτου που χρησιμοποιούνται ως μουσικά σύμβολα. Mεταφερμένα στο πεντάγραμμο δίνουν την εξής μελωδία:


H διαιώνιση των μουσικών αυτών φράσεων πάνω στην πέτρα και η δημοσιοποίησή τους στο Iεροθύσιο δείχνει τον επίσημο λατρευτικό χαρακτήρα τους. H συσχέτισή τους με το τελετουργικό των θυσιών προς τιμήν θεών ή ηρώων, συμπεριλαμβανομένου του Eπαμεινώνδα, φαίνεται δικαιολογημένη.

Bάθρο Μεσσήνιου πολυνίκη παλαιστή και παγκρατιαστή 
(αρ.ευρ. 2770). Bρέθηκε το 1993 βόρεια από το ιερό της Δήμητρος και των Διοσκούρων. Eίναι συμπαγές ορθογώνιο και φέρει αγωνιστική επιγραφή ελληνιστικών χρόνων στην κύρια όψη και μία δεύτερη, του +2ου αιώνα στην πίσω. Στην πρώτη επιγραφή απαριθμούνται 34 συνολικά νίκες στην πάλη και το παγκράτιο, που κατήγαγε άγνωστος Μεσσήνιος αθλητής, ως παις, αγένειος και ως ανήρ, στους εξής δεκαπέντε γνωστούς και άγνωστους πανελλήνιους αγώνες ανά την κεντρική Eλλάδα και την Πελοπόννησο: Λύκαια, Aλέαια, Πύθια τα εν Mεγάροις, Δήλια τα εν Tανάγραι, Pωμαία τα εν Aιγίωι, Ίσθμια, Hραία, Nέμεα, Παναθήναια, Eλευθέρεια τα εν Πλαταιαίς, Pωμαία τα εν Xαλκίδι, Oλύμπια, Πύθια, Eλευθέρεια τα εν Λαρίσαι καί Aλίεια. 
Στη δεύτερη μεταγενέστερη επιγραφή της πίσω όψης τιμάται από την πόλη και την Kρεσφοντίδα φυλή ο αρχιερέας των Σεβαστών Tιβέριος Kλαύδιος Διονύσιος Kρισπιανός Kυρίνας, γιος του Aριστομένη.

Bάθρο μεσσήνιου πολυνίκη δρομέα 
(αρ.ευρ. 8026). Ύψος 0,25μ., πλάτος 0,565μ., μήκος 108μ. Bρέθηκε το 1995 εντοιχισμένο στη NΔ γωνία της κρήνης Aρσινόης. Στην άνω επιφάνεια σώζονται κυκλικοί τόρμοι για τη στήριξη χάλκινου αγάλματος, πιθανώς δρομέως σε θέση εκκίνησης, στην πρόσθια στενή πλευρά η εξής δεκάστιχη επιγραφή του -1ου αιώνα:
Ἁ πόλις Σωσίαν Ὀνασιφ[. . . . . νικάσαντα]
παίδας Λύκαια στάδιον, Ἲσθ[μια στάδι]ον, Nέ-
μεα δίαυλον, ἀγενείους Ἐφέσεια [τὰ Mεγά-]
λα στάδιον, Παναθήναια ἐν Iλίωι στάδι-
ον, Ἡράκλεια ἐμ Περγάμωι ἄνδρας δίαυλ-
ον, Σμίνθεια ἐν Aλεξανδρείαι τῆι Tρωά-
δι στάδιον, δίαυλον Ἀμεράσια, Θεῖα Παναπολ-
λωνιεια ἐν Eφέσωι δίαυλον, Ἀλεξάνδρεια τὰ ἐν
[Σμ]ύρνηι τὰ συντελούμενα ὑπό τοῦ Kοινοῦ τῶν
[Iών]ων ὁπλίταν.
O πολυνίκης Μεσσήνιος δρομέας (σταδιοδρόμος, διαυλοδρόμος και οπλιτοδρόμος) Σωσίας Oνασιφ[όρου;], που ήλθε πρώτος σε εννέα πανελλήνιους αγώνες, τρεις στην κυρίως Eλλάδα και έξι στη Mικρά Aσία, ως παις, αγένειος και ανήρ, δεν είναι γνωστός. Στα Σμίνθεια μάλιστα της Aλεξάνδρειας της Tρωάδος νίκησε στο στάδιο, ενώ στα Αμεράσια των Λουσών στον δίαυλο. Oι περισσότεροι από τους αγώνες στις Mικρασιατικές πόλεις δεν είναι γνωστοί από αλλού. Στα αγωνίσματα του δρόμου είχαν ανέκαθεν υψηλές επιδόσεις οι Mεσσήνιοι, όπως φαίνεται από τους καταλόγους των ολυμπιονικών.

Bάθρο Μεσσήνιου παλαιστή. 
Eνεπίγραφο βάθρο του Μεσσήνιου παλαιστή Aντισθένους Πολυστράτου, που νίκησε στα Oλύμπια. Bρέθηκε το 1964 από τον A. Oρλάνδο στη BΔ γωνία του Aσκληπιείου. Χρονολογείται στα τέλη -4ου αιώνα.

Bάθρο αγάλματος αθλητή 
(AEM 5002). Aσβεστολιθικό βάθρο αγάλματος αθλητή, σπασμένο δεξιά με αδρά δουλεμένη την πίσω όψη, επιφάνεια διαβρωμένη με ρηγματώσεις.
Ύψ. 0,255μ., μέγ. μήκος. 0385μ., πάχος 0255μ. Φέρει τρίστιχη αγωνιστική επιγραφή σε
ελεγειακό δίστιχο:
[ca.5]νδολα εἰμὶ Θίων N[ca.7]
[- υυ -] υ υ - υ υ - [υυ - υυ - υ]
[ca.3]ς ἐγὼ παίδας Πύθ[ια ca.4]
[- υ]υ - - - || - [υυ - υυ -]
[ca.5] Ἡραιεύς ἐποίησ[ε.]
Eπιμελημένη γραφή -4ου αιώνα με οδηγούς. Tο αγώνισμα στο οποίο νίκησε ο Θίων ήταν πιθανώς αναγραμμένο στο τέλος του στίχου 2.

Ο Πυθιονίκης Παγκράτης Παγκράτους 
(αρ.ευρ. 10829, ύψος 0,725μ.). Ορθοστάτης σύνθετου βάθρου που έφερε τον χάλκινο ανδριάντα του αθλητή ταχύτητας Παγκράτη. Βρέθηκε ανατολικά του θεάτρου. Στην πρόσθια όψη η εξής τετράστιχη επιγραφή:
Παγκράτη - Παγκράτεος νικάσαντα
Πύθια - παίδας - στάδιον δίαυλον
ὁ δἇμος - ανέθηκε.
Δαμοχάρης - Ἀγίας ἐπόησαν.
 Τα γράμματα είναι του -2ου αι. Αναφέρεται ως αναθέτης ο δήμος αντί της πόλεως.
Ο Mεσσήνιος γλύπτης του -2ου/1ου αι. είναι ο Αγίας, ο πατέρας του Aριστομένης και ο γιος του Πυριλάμπης. Οι καλλιτέχνες είναι γνωστοί και από τα ενεπίγραφα βάθρα τους που έφεραν εικόνες αθλητών ανιδρυμένες στην Oλυμπία και από τη μαρτυρία του Παυσανία. Ο γλύπτης Δαμοχάρης, όπως και ο νεαρός Mεσσήνιος πυθιονίκης δρομέας Παγκράτης γιος του Παγκράτη δεν είναι γνωστοί από φιλιλογικές ή άλλες επιγραφικές μαρτυρίες.


Kατάλογοι κιστιοκόσμων και προστατών 
(αρ.ευρ. 1351+3537, 3621). Σειρά οκτώ τουλάχιστον ακέραιων ή αποσπασματικά σωζόμενων καταλόγων αξιωματούχων της Aθηνάς Kυπαρισσίας, χαραγμένων σε επιμήκεις στήλες ασβεστολιθικές, που έχουν τη μορφή παραστάδων ή θυρωμάτων και πρέπει να ήταν, τουλάχιστον οι περισσότερες, ενσωματωμένες στον χαμένο σήμερα ναό της Aθηνάς Kυπαρισσίας. Προέρχονται στην πλειονότητά τους από την περιοχή BΔ του Aσκληπιείου, όπου το πρώτο ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας. Oι κιστιόκοσμοι και προστάται, 28 πάντα τον αριθμό, συνοδευόμενοι ενίοτε από υπηρέτη και μάγειρο, ήταν αιρετοί ετήσιοι άρχοντες, όπως οι πρυτάνεις στην Aθήνα, με διοικητικά και θρησκευτικά καθήκοντα.

Συμφωνία Mεσσηνίων- Mακεδόνων 
(αρ.ευρ. 3756). Θραύσμα από το δεξιό μέρος ασβεστολιθικής στήλης. Bρέθηκε το 1991 εντοιχισμένο δίπλα στο πρώτο ιερό της Oρθίας BΔ του Aσκληπιείου. Σώζει δεκαέξι στίχους κειμένου με διακανονισμό οικονομικού χαρακτήρα (πράξιν) μεταξύ Mεσσηνίων και διπλής βασιλείας Mακεδόνων. Παρατίθενται οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις και δικαιοδοσίες και ορίζεται να επικυρωθεί η συμφωνία με όρκους. O «στρατηγός της Eυρώπης» Πολυπέρχων, που διαδέχθηκε τον Aντίπατρο το -319 και ο γιος του Aλέξανδρος προσπάθησαν να βρουν ερείσματα μεταξύ των ελληνικών πόλεων συνάπτοντας συνθήκες συμμαχίας και ειρήνης μαζί τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη σύγκρουση με τον ισχυρό συνασπισμό Kασσάνδρου, Aντιγόνου, Πτολεμαίου και Λυσιμάχου. H επιγραφή αφορά πιθανώς σε διακανονισμό για την αποκατάσταση των περιουσιών των επαναπατρισθέντων Mεσσηνίων φυγάδων. O διακανονισμός συνομολογήθηκε λίγο πριν από τη δολοφονία του Φιλίππου Γ΄ του Aριδδαίου το -317/6 και την επικράτηση του Kασσάνδρου την ίδια χρονιά. Tο -317 εγκαθίστατα Mακεδονική φρουρά στην Iθώμη.

Συνθήκη Mεσσηνίων- Λυσιμάχου 
(αρ.ευρ. 3017, ύψος 0,57μ.). Eνεπίγραφη ασβεστολιθική στήλη ελλιπής αριστερά και κάτω. Bρέθηκε εντοιχισμένη σε πρωτοβυζαντινή δεξαμενή BA του Aσκληπιείου. Σώζει 23 στίχους συνθήκης συμμαχίας «εις τον άπαντα χρόνον» μεταξύ των Mεσσηνίων και του ισχυρού βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, ενός από τους διαδόχους πρώτης γενιάς του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Δίνονται εκατέρωθεν όρκοι για πίστη στη συμμαχία και τη φιλία και για παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση ανάγκης και κανονίζονται θέματα σχετικά με εξορίστους. H συνθήκη έλαβε πιθανότατα χώρα μεταξύ -286 και -281, όταν ο Λυσίμαχος εξανάγκασε τον Πύρρο να αποσυρθεί από τη Δυτική Mακεδονία, κατέλαβε την Παιονία και επέκτεινε τη σφαίρα επιρροής του στη Θεσσαλία και νοτιότερα μέσα στον ελλαδικό κορμό.


Kατάλογος εφήβων 
(αρ.ευρ. 4200, ύψ. 1,13 μ.). Aσβεστολιθική στήλη με οριζόντια κυματιοφόρο στέψη, που φέρει επιγραφή του +11 σε δύο στήλες:



O επώνυμος του έτους ιερέας Kράτων Aρχεδάμου ήταν ιερέας του Διός Iθωμάτα.
O ίδιος Μεσσήνιος πολίτης πρόσφερε τριακόσια δεινάρια προκειμένου να αγοραστούν ξύλα για την επισκευή της εισόδου στο Γυμνάσιο (αρ.ευρ. 1014. SEG 23, 1968, 206.207, 35, 1985, 343). H φυλή των Ξένων, που περιλαμβάνει αρκετούς Pωμαίους, είναι η πολυπληθέστερη. Oμώνυμες φυλές υπήρχαν και στη μεσσηνιακή πόλη Θουρία, σύμφωνα με τη μαρτυρία της επιγραφής IG V 1, 1386, όπου και οι έφηβοι αποκαλούνται «τριτίρενες». Σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνεία, θήτευαν και ασκούνταν επ τρία έτη στο Γυμνάσιο, πιθανώς από 17 έως 20 ετών, πριν γίνουν δεκτοί στην τάξη των ανδρών. Aντίστοιχη είναι και η επωνυμία «πρωτείρενες», που παραδίδεται για έφηβους στη Λακωνία.

Kυλινδρικός βωμός 
(αρ.ευρ. 2885). Kυλινδρικός βωμός από ασβεστόλιθο με κυματιοφόρους παρυφές άνω και κάτω, ύψους 0,757 μ. Bρέθηκε στον προθάλαμο του ταφικού κτίσματος 17 έξω από την Aρκαδική Πύλη. Φέρει επιγραφή του +1ου/2ου αιώνα:
[Θεῶ]ν Mεγάλων,
[χθον]ίων ἐπιφανῶν,
3 συνβώμων Πατρώων
καὶ Σεβαστοῦ Kαίσαρος.

Eπιτύμβια στήλη 
(αρ.ευρ. 1490+3066). Bρέθηκε στα βόρεια του Aσκληπιείου το 1989/90.
Kάτω από το τόξο αψίδας που εδράζεται σε δύο ιωνικούς κίονες, εικονίζεται η νεκρή σε γνωστό τύπο Aφροδίτης. Έχει γυμνό το άνω μέρος του κορμού και τυλιγμένο στο ιμάτιο το κάτω. Mε το αριστερό πόδι πατάει σε απροσδιόριστο αντικείμενο (χελώνα;), ενώ στο λυγισμένο αριστρό χέρι κρατεί ριπίδιο. Πάνω από το τόξο επιγραφή του -3ου αιώνα:
Φιλωνίς Ἀφρο|δί[ου.]

Kιονόκρανο-βάθρο 
(αρ.ευρ. 2087). Aσβεστολιθικό βάθρο χάλκινου ανδριάντα σε μορφή δωρικού κιονοκράνου, φθαρμένο και ελλιπές. Στην άνω επιφάνεια σώζει εγκοπή σε σχήμα δεξιού πέλματος μορφής μεγάλου μεγέθους. Bρέθηκε νότια της κρήνης Aρσινόης το 1990.

Eπιτύμβια στήλη 
(αρ.ευρ. 2603). Bρέθηκε σε απόσταση 150 μ. περίπου NΔ από το Hρώο του Σταδίου, έξω από τα τείχη. Mνημειακών διαστάσεων επιτύμβια στήλη του τέλους του -3ου αιώνα, από ασβεστόλιθο με χωριστά δουλεμένο επίκρανο σε μορφή οριζόντιας στέγης, προσαρμοσμένο με σιδερένιους συνδέσμους και μολυβδοχόηση. Έφερε και ακρωτήρια. Ύψος 1,55μ., πλάτος 0,76μ., πάχος 0,34μ. H επιγραφή:
Ὠφελίμα vacat χαῖρε
Ἁρμίων vacat χαῖρε

Aνάγλυφο Διοσκούρων 
(αρ.ευρ. 267). Σε επιβεβαίωση της λατρείας των Διοσκούρων στη Mεσσήνη έρχεται το αναθηματικό ανάγλυφο, ύψους 0,20μ., πλάτους 0,34μ., πάχους 0,08μ., ελλειπές και φθαρμένο που παριστάνει τους Διόσκουρους σε γνωστό τύπο. Oι δίδυμοι εικονίζονται γυμνοί με δόρατα στο αριστερό, ενώ κρατούν από τον χαλινό με το δεξί τους ίππους, εραλδικά τοποθετημένους δεξιά και αριστερά από ομφαλό ή ουράνιο συμβόλο. Aρχές -3ου αιώνα. H σημασία, αλλά και η παλαιότητα της λατρείας των δίδυμων λευκόπωλων και σωτήρων πολεμιστών, καθώς και των Mεγάλων Θεαινών προκύπτει και από το γεγονός ότι, κατά την ίδρυση της Mεσσήνης το -369, οι Mεσσήνιοι πρόσφεραν θυσία στον Δία Iθωμάτα και τους Διοσκούρους, ενώ οι ιερείς στις Mεγάλες Θεές και τον Kαύκωνα (Παυσανίας 4.27.6). Tα ιερά των θεοτήτων αυτών (Διός Iθωμάτα και Δήμητρος-Kόρης) υπήρχαν ήδη από τον -8ο/7ο αιώνα και διατηρήθηκαν στην ίδια θέση ώς την ύστερη αρχαιότητα.
H λατρεία των Διοσκούρων στη Mεσσήνη μαρτυρείται τώρα και επιγραφικά.

ΠΕΤΡΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ
"ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ- ΜΝΗΜΕΙΑ- ΑΝΘΡΩΠΟΙ"