.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Πρώιμη Ελληνιστική κεραμική από τη Μεσσήνη



 Κατά τις εργασίες αναστήλωσης της σκηνής του Εκκλησιαστηρίου και του ταυτόχρονου καθαρισμού και της στερέωσης των πολύχρωμων πλακών της ορχήστρας, εντοπίστηκε κάτω από το δάπεδο, στο νοτιοδυτικό άκρο της, το ευρύ στόμιο ενός φρέατος, επιχωσμένου με χώμα και λίθους (Πίν.183)1. Η ανασκαφή προχώρησε μέχρι το πέρας του φρέατος σε βάθος 4,50μ. περίπου και διαπιστώθηκε ότι ήταν λαξευμένο στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα και ότι εγκαταλείφθηκε πριν ολοκληρωθεί η διάνοιξή του και φτάσει στο απαιτούμενο βάθος του τοπικού υδροφόρου ορίζοντα, λόγω ακαταλληλότητας μάλλον του φυσικού πετρώματος, που στο σημείο αυτό παρουσιάζει ρωγμές.
 Σύμφωνα με την κεραμική και τα νομίσματα που περιείχε (εξετάζονται παρακάτω) πρέπει να είχε επιχωσθεί στις αρχές του -3ου αι. Η εξόρυξη δηλαδή του φρέατος και η επίχωσή του χρονολογούνται έναν αιώνα σχεδόν πριν από την ανέγερση του Εκκλησιαστηρίου και ολόκληρου γενικώς του συγκροτήματος του Ασκληπιείου, η οποία σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του έλαβε χώρα στα τέλη του -3ου αι.2. Το φρέαρ επομένως ανήκει σε φάση προγενέστερη του Εκκλησιαστηρίου και σύγχρονη με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του πρώτου ιερού του Ασκληπιού και της Μεσσήνης, τα οποία έχουν έλθει στο φως στο νότιο αίθριο του Ασκληπιείου3. Η θέση του φρέατος, σε κεντρικό σημείο της αρχαίας πόλης, όπου βρίσκονταν ανέκαθεν οικοδομήματα λατρευτικού κυρίως και όχι ιδιωτικού ή βιοτεχνικού χαρακτήρα, μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι και το περιεχόμενό του σχετίζεται με τα οικοδομήματα αυτά.



 Κατά την αφαίρεση της επίχωσης, τα ευρήματα χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες (ΟΜ01-04) από την επιφάνεια έως το βάθος, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια λάθους σε περίπτωση που η επίχωση είχε πραγματοποιηθεί σταδιακά κατά τη διάρκεια μακράς χρονικής περιόδου και όχι διά μιας, σε μια δηλαδή δεδομένη χρονική στιγμή. Η μελέτη της κεραμικής έδειξε τελικά ότι το γέμισμα του φρέατος οφείλεται σε στιγμιαία ενέργεια. Ο αριθμός της «ΟΜ(άδας)» αναγράφεται δίπλα στον αριθμό ευρετηρίου του κάθε αγγείου, συνοδευόμενος από τον αύξοντα αριθμό που φέρει το εύρημα στο ημερολόγιο και στο προσωρινό ευρετήριο.
 Το θέμα της ποιότητας και της σύστασης του πηλού, που απαιτεί ειδική αρχαιομετρική ανάλυση προκειμένου να «μαρτυρήσει» την προέλευση ή τις προελεύσεις του, δεν θίγεται εδώ. Αλλά και το θέμα του χρώματος του πηλού δεν μας απασχολεί εδώ, γιατί πιστεύω ότι πρέπει να εξετασθεί και αυτό σε σχέση με τη φυσικοχημική ανάλυση από ειδικούς αρχαιομέτρες, ώστε να είναι όσο γίνεται αντικειμενικότερη η προσέγγιση και να οδηγεί τουλάχιστον σε κάποια συμπεράσματα, όσον αφορά τοπικές διαφοροποιήσεις στα φυράματα και την όπτηση που επηρεάζουν το χρώμα. Οι χαρακτηρισμοί «πορτοκαλόχρους, καστανός ανοιχτός, ερυθρωπός, μπεζ, ωχροκίτρινος καθαρός ή ακάθαρτος, με εγκλείσματα ή χωρίς εγκλείσματα» κ.ο.κ. είναι υποκειμενικοί, αυθαίρετοι και κατουσίαν χωρίς νόημα. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και για την επιστημονικοφανή χρήση της γεωλογικής χρωματικής κλίμακας Μιιηεώΐ, της οποίας η ανάγνωση, ακόμη και όταν συντρέχουν ιδανικές συνθήκες φωτισμού και υγρασίας, εκτός από προβληματική είναι υποκειμενική και συχνά στερείται ουσίας4. Η σύσταση, η χρωματική κλίμακα, οι θερμοκρασίες όπτησης του μεσσηνιακου πηλού θα αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής μελέτης και δημοσίευσης.




Λύχνοι
1. Λύχνος μελαμβαφής μονόμυξος (αριθ. ευρ.8305. ΟΜ04. Α5/617) (Πίν.184α). Ύψ. 0,04, μήκ. 0,088, διάμ. βάσης 0,04, διάμ. σώματος 0,059, διάμ. οπής πλ. 0,014μ. Το μελανά γάνωμα εξίτηλο κατά το μεγαλύτερο μέρος του σώματος. Βάση υπερυψωμένη δακτυλιοειδής και ελαφρώς κοίλη. Κορμός σφαιρικός βαθύς με ελαφρώς προς τα πάνω συγκλίνοντα τοιχώματα και με πλευρικό διαμπερές ωτίο στη δεξιά πλευρά. Αυλάκωση γύρω από την οπή πλήρωσης. Ο μυκτήρας καλύπτει ολόκληρο το ύψος του κορμού και έχει τελείως οριζόντια την άνω επιφάνειά του, η οποία φέρει στο άκρο μικρή σχετικά κυκλική οπή θρυαλλίδος. Το πλάσιμο του μεσσηνιακού λύχνου είναι επιμελημένο, η ποιότητα του πηλού και του γανώματος όμως μέτρια.
2. Λύχνος μελαμβαφής μονόμυξος (αριθ. ευρ.8242. ΟΜ03. Α2/609) (Πίν.184β). Ύψ. 0,035, μέγ. μήκ. 0,08, διάμ. βάσης 0,039, διάμ. σώματος 0,052, διάμ. οπής πλ. 0,014 μ. Λείπει το πίσω μέρος του κορμού. Συγκολλημένος από δύο κομμάτια και συμπληρωμένος με γύψο. Το μελανό γάνωμα καλύπτει και το εσωτερικό του κορμού. Σκασίματα λόγω κακής όπτησης στη δεξιά πλευρά του κορμού. Πανομοιότυπος και σύγχρονος με το λύχνο αριθ. 1, αλλά χωρίς ωτίο.
3. Λύχνος μελαμβαφής μονόμυξος (αριθ. ευρ.8294. ΟΜ04) (Πίν.184γ). Ύψ. 0,035, μήκ. 0,057, διάμ. βάσης 0,035, διάμ. σώματος 0,057, διάμ. οπής πλ. 0,012 μ. Λείπει το μεγαλύτερο τμήμα της οριζόντιας λοξά προς τα άνω φερόμενης λαβής. Όμοιος με τους προηγούμενους και σύγχρονος, με χαμηλότερο μόνο κάπως τον κορμό και με ιδιόμορφη οριζόντια λαβή, μεγάλη σε σχέση με το σώμα. Τον χαρακτηρίζει κάποια αβεβαιότητα στο πλάσιμο.
4. Λύχνος μονόμυξος μελαμβαφής (αριθ. ευρ.8185. ΟΜ02. Α2/606) (Πίν.185α). Ύψ. 0,039, διάμ. βάσης 0,039, διάμ. σώματος 0,056, διάμ. οπής πλ. 0,014μ. Έχει αποκολληθεί ο μυκτήρας από τη βάση του, υπάρχει ρωγμή στο περιχείλωμα της οπής πλήρωσης, ενώ το γάνωμα είναι κατά το πλείστον εξίτηλο. Τις φθορές αυτές φαίνεται ότι τις είχε υποστεί κατά την όπτηση. Είναι πανομοιότυπος με τους προηγούμενους, αλλά με εντονότερα σφαιρικό το σώμα, και αποτελεί προϊόν τοπικού μεσσηνιακού εργαστηρίου.
 Οι τέσσερις λύχνοι από το φρέαρ της Μεσσήνης έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των λεγάμενων σφαιρικών λύχνων και ιδιαίτερα του τύπου 25Β της αθηναϊκής Αγοράς, σύμφωνα με την κατάταξη του Richard Howland, φαίνεται μάλιστα να αποτελούν τοπική αναπαραγωγή (μίμηση) του αθηναϊκού αυτού τύπου, ο οποίος γνώρισε άμεση και ευρύτατη διάδοση5. Με βάση συνευρήματα από τη λεγόμενη «Menon’s cistern» της Αγοράς ο τύπος αυτός λύχνου χρονολογείται στο α' τέταρτο του -3ου αι.6. Ένα πανομοιότυπο παράδειγμα λύχνου από φρέαρ της Ερέτριας χρονολογείται πριν από το -261 με βάση αργυρό τετράδραχμο του Αντιόχου I (-281/-261)7. Ένα δεύτερο παράδειγμα του ίδιου τύπου λύχνου με κοντύτερο όμως μυκτήρα και ελλειψοειδή οπή θρυαλλίδος, λίγο νεότερο δηλαδή του μεσσηνιακού, βρέθηκε επίσης σε φρέαρ στην Ερέτρια με χάλκινο νόμισμα του Αντιγόνου Γόνατά της περιόδου -277/-239. Το νόμισμα θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο τύπος αυτός λύχνου συνεχίζει να κατασκευάζεται σε ορισμένες περιοχές χωρίς προφανή στοιχεία εξέλιξης έως τις αρχές του β' τετάρτου του -3ου αι.8.
 Πανομοιότυπα σχεδόν με τα μεσσηνιακά φαίνεται ότι είναι κυρίως τα παραδείγματα του τύπου που απαντούν στην όμορη Ηλεία, σε περιοχές της Δυτικής Στερεός και των Ιονίων, καθώς επίσης στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, συμπεριλαμβανομένης της Σαμοθράκης9. Ένας μάλιστα λύχνος του ίδιου τύπου από την Καβύλη, έδρα του Θρακός βασιλέως Σπαρτόκου μετά το -300, χρονολογείται στο α' τέταρτο του -3ου αι., χρονολόγηση με την οποία έρχεται σε συμφωνία, κατά τους ανασκαφείς, και τετράδραχμο του Αλεξάνδρου που βρέθηκε μαζί10. Δύο όμοια παραδείγματα λύχνων από τη δυτική Κρήτη θεωρούνται αττικές εισαγωγές και όχι κρητικά προϊόντα, χωρίς εντούτοις επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, εκτός από τα γενικά μορφολογικά τους χαρακτηριστικά11. Παρόμοιοι λύχνοι, που έχουν βρεθεί στη νεκρόπολη Sciatbi της Αλεξάνδρειας, θεωρούνται από τον Breccia ως μεταφερμένοι στην Αλεξάνδρεια από τους πρώτους Έλληνες οικιστές, ήδη από το -332.12. Η υπόθεση θα ήταν πιθανή, αν υπήρχαν ερείσματα μιας στέρεας χρονολογικής βάσης, που να δικαιολογεί την πρώιμη χρονολόγηση, πράγμα εντούτοις που δεν συμβαίνει, όπως έδειξαν νεότερες μελέτες13. Αογικό και δικαιολογημένο φαίνεται πάντως να αποτελούν και αυτοί τοπικές αλεξανδρινές μιμήσεις του τέλους του 4ου ή των αρχών του -3ου αι., όπως οι μεσσηνιακοί και οι κρητικοί λύχνοι14. Μου φαίνεται ορθή η άποψη του Karl Lehmann, ότι η κεραμική της Σαμοθράκης αυτή την περίοδο, τόσο η μελαμβαφής όσο και η άχρωμη, κατασκευαζόταν επί τόπου από επιδέξιους μιμητές ή περιπλανώμενους αθηναίους κεραμείς15. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το σύνολο της κεραμικής από το Καβείριο της Λήμνου, καθώς και άλλες περιοχές του βόρειου Αιγαίου που δεν τελούσαν αναγκαστικά υπό την αθηναϊκή πολιτική εξουσία16.
 Μια παραλλαγή του τύπου αυτού λύχνου, της ίδιας ακριβώς περιόδου, με κατακόρυφη ψηλή λαβή, υιοθετήθηκε από τα εργαστήρια της Απουλίας, όπου και πολιτογραφήθηκε ως lucerna di tipo apulo17.

ΑΓΓΕΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ



Κύλικα
5. Κύλικα άπους μελαμβαφής (αριθ. ευρ.8632. ΟΜ04. Α6/704) (Πίν.185β). Ύψ. 0,067, διάμ. βάσης 0,0995, διάμ. χείλους 0,154 μ. Λείπει μέρος του σώματος και η μία λαβή. Συγκολλημένη από 19 κομμάτια και συμπληρωμένη με γύψο. Το μελανό στιλπνό γάνωμα εξίτηλο κατά τόπους. Η κάτω κοίλη, με μαστοειδές κεντρικό έξαρμα, επιφάνεια της βάσης φέρει ερυθρά βαφή ανομοιογενώς απλωμένη με ελικοειδή περιστροφή του πινέλου.
 Στην περιφέρεια του δίσκου της βάσης εδαφόχρωμος δακτύλιος. Οι λαβές φύονται ψηλά και βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με το χείλος. Στο κέντρο του πυθμένα η κύλικα φέρει δύο μόνο μικρά, αντί για τα κανονικά τρία, εμπίεστα ανθέμια, ακτινωτά τοποθετημένα. Μικρό ακανόνιστο βύθισμα στη θέση του τρίτου ανθεμίου οφείλεται σε ατυχές «χτύπημα» της σφραγίδας που έφερε το ανθέμιο.
Το αγγείο αποτελεί τοπική μίμηση της εξελιγμένης μορφής της αττικής κύλικας του συμβατικά αποκαλούμενου τύπου Βolsa (Bolonga- Salonica), του τέλους του 4ου και των αρχών του -3ου αι.18. Παραδείγματα του ίδιου σχήματος και της ίδιας περιόδου έχουν βρεθεί στην Ηλεία, τη Ρόδο, τη Σαμοθράκη, τον Τάραντα και αλλού19.




Μαστός
6. Μαστός (αριθ. ευρ. 9935. ΟΜ03) (Πίν.186α). Ύψ. 0,102, διάμ. χείλους 0,17, πάχ. 0,0015μ. Συγκολλημένος από πολλά θραύσματα και συμπληρωμένος με γύψο σε μικρό τμήμα του χείλους και του κορμού. Η επιφάνεια είναι διαβρωμένη και έχει χάσει το επίχρισμα και το πιθανό μελανό γάνωμά της. Τα τοιχώματα είναι ιδιαίτέρα λεπτά σε σχέση με το μέγεθος, γεγονός που προκάλεσε τον κατακερματισμό του αγγείου. Το χείλος νεύει ελαφρώς προς τα έξω και φέρει περιμετρικά δύο έξεργες ταινίες, οι οποίες γίνονται κοίλες στο εσωτερικό του χείλους.
 Το οξύληκτο κάτω άκρο του μαστού της Μεσσήνης αποδίδει με τρόπο νατουραλιστικό τη θηλή μαστού σε αντίθεση με τα λιγοστά σωζόμενα παραδείγματα της ελληνιστικής περιόδου από την Αττική και την Κόρινθο, που έχουν αποστρογγυλεμένο το κάτω μέρος20. Στη λεπτομέρεια αυτή μπορεί να παραβληθεί με το λίγο πρωιμότερο ζεύγος μελαμβαφών επίχρυσων μαστών από τον τάφο Ζ στο Δερβένι, των οποίων όμως ο κορμός είναι επιμήκης ωοειδής και τα χείλη τους κυρτώνονται προς τα μέσα21.
 Ο μεσσηνιακός μαστός είναι άριστα πλασμένο παράδειγμα του είδους και φαίνεται προϊόν τοπικού εργαστηρίου. Τα ιδιαίτερα λεπτά τοιχώματά του, η παρουσία της θηλής και η «τορνευτή» διαμόρφωση του χείλους παραπέμπουν σε μεταλλικά πρότυπα22. Ζεύγος αργυρών μαστών του -3ου αι., που προέρχεται από τάφο στην Κάτω Βάθεια της Εύβοιας κοντά στην Ερέτρια, όπου και τα νοτιότερα παραδείγματα μακεδονικών τάφων στον ελλαδικό χώρο, επιβεβαιώνουν και στην περίπτωση αυτή τη στενή σχέση εξάρτησης των πήλινων από τα μετάλλινα αγγεία23.

Κοτύλη
7. Κοτύλη (σκύφος) μελαμβαφής (Πίν.186β). Μέγ. ύψ. 0,082, διάμ. βάσης 0,042, μέγ. διάμ. σώματος 0,095, πάχ. 0,005μ. Σώζεται από τη μέση και κάτω περίπου και  είναι συγκολλημένη από τρία κομμάτια. Βάση μικρή δακτυλιοειδής με εδαφόχρωμη εγκοπή στο σημείο μετάβασης από τη βάση στον κοιλόκυρτο κορμό. Γάνω-  μα στιλπνό καλής ποιότητας,
 Παρόμοιες κοτύλες βρέθηκαν κοντά στα νότια θεμέλια του ναού του Ασκληπιού της Μεσσήνης24. Η κοτύλη από το φρέαρ βρίσκει τα παράλληλό της στην Αττική και την Κόρινθο, όπου φαίνεται να χρονολογούνται στο α' τέταρτο του -3ου αι.25. Κοτύλες παρόμοιες με τις μεσσηνιακές απαντούν σε διάφορες θέσεις της γειτονικής Ηλείας, όπως στην Ολυμπία, την Ήλιδα, την Κυλλήνη, το Μάζι, τον Αμπελώνα, τον Σταφιδόκαμπο26. Ο Werner Gauer αποδίδει σε εργαστήριο της Ήλιδος τη σειρά μελαμβαφών κοτυλών της Ολυμπίας, που χρονολογούνται από τον -6ο έως τον -4ο αι., από το οποίο φαίνεται ότι επηρεάζεται το μεσσηνιακό27. Παρεμφερή παραδείγματα κοτυλών απαντούν και στους τάφους Π-6, Π-12 και Π-18 στην Τριανταφυλλιά των Λειβανατών (περιοχή Οπουντίων Λοκρών), όπου με βάση νομίσματα χρονολογούνται στο α τέταρτο του -3ου αι.28. Την ίδια με της Λοκρίδος «επαρχιακή» όψη παρέχουν και οι κοτύλες (σκΰφοι) από τάφους της φωκικής Αμβρόσσου, προϊόντα τοπικών εργαστηρίων, χωρίς αμφιβολία, που θα πρέπει με βάση και τα συνευρήματα να χρονολογηθούν στα τέλη του 4ου και στον -3ο αι.29. Κορινθιακές χαρακτηρίζονται από τους ανασκαφείς οι κοτύλες από τον τάφο 59Α και βοιωτική η κοτύλη από τον τάφο 115 bis της φωκικής Μεδεώνας, η κατασκευή τους εντούτοις στα τέλη του 4ου και στις αρχές του -3ου αι. σε τοπικό εργαστήριο που ξεκινά με κορινθιακή επιρροή και αυτονομείται σταδιακά φαίνεται πιθανότερη, υπό το φως μάλιστα πολλών άλλων ανάλογων παραδειγμάτων σχεδόν βέβαιη30. Το ίδιο ισχύει άλλωστε και για τις σύγχρονες κοτύλες της Βοιωτίας31.
 Στην ίδια περίοδο χρονολογούνται όμοια παραδείγματα από αποθέτη-φρέαρ της Νάξου32. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σύγχρονα επίσης με το μεσσηνιακό παραδείγματα από τη Χαλκίδα, τη Βόρεια Ελλάδα (Καβείριο Λήμνου, Καβείριο Σαμοθράκης, τύμβος Νικήσιανης, περιοχή Δράμας) και κυρίως από την περιοχή της Οχρίδας, όλα, κατά τη γνώμη μου, προϊόντα τοπικών εργαστηρίων, που αναπαράγουν τα αττικά, στην περίπτωση μάλιστα της Οχρίδας ακολουθούν μια τοπική εξελικτική πορεία που φθάνει έως τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια33. Ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι αττικού τύπου κοτύλες στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, όπως δείχνει η συχνή παρουσία τους σε τάφους της Μεσσαπίας κατά τον 5ο και σε όλη τη διάρκεια του -4ου αι., καθώς και στις νεκροπόλεις του Palermo34. Και το στοιχείο αυτό έρχεται να ενισχύσει τη γνωστή σχέση Δυτικής και Βόρειας Ελλάδας με την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
 Οι κοτύλες από τους τάφους Β και Δ της Νικήσιανης αναγνωρίζονται από τους μελετητές ως εισηγμένες από την Αθήνα, μολονότι θα μπορούσαν να είναι κατασκευασμένες επί τόπου από αθηναίους τεχνίτες, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα και της ερυθρόμορφης από τον τάφο Δ, όπως συνέβαινε για παράδειγμα κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο στη Δημητριάδα με άλλα σχήματα αγγείων35. Οι δύο πάντως κοτύλες από τους τάφους Ε και ΣΤ του ίδιου τύμβου της Νικήσιανης φαίνεται ότι είναι προϊόντα ντόπιων κεραμέων, που έχουν ως πρότυπο τις εισηγημένες ή μάλλον επί τόπου κατασκευασμένες αθηναϊκού τύπου κοτύλες36.
 Από τα Ιόνια νησιά και συγκεκριμένα από την Ιθάκη προέρχεται ένας χάλκινος σκύφος (κοτύλη) του ίδιου σχήματος που χρονολογείται στα τέλη του -4ου ή τις αρχές του -3ου αι. και βρέθηκε σε τάφο στον Σταυρό, τη βόρεια περιοχή του νησιού37. Στον ίδιο γεωγραφικό χώρο της Δυτικής Ελλάδας εντάσσεται και ο χάλκινος σκύφος (κοτύλη) αριθ. ευρ.5167 από τον τάφο 165 της Βίτσας Ζαγορίου38. Δεδομένης της καλλιτεχνικής και γενικά της πολιτισμικής εξάρτησης του γεωγραφικού αυτού χώρου από την Κόρινθο, είναι λογικό να δεχθούμε ότι στην Κόρινθο βρισκόταν και το εργαστηριακό κέντρο παραγωγής των μεταλλικών σκύφων (κοτυλών) αυτού του τύπου39. Στην Κόρινθο άλλωστε εντοπίζονται και πήλινα αντίστοιχα των μεταλλικών σκύφων (κοτυλών), τα οποία, όπως σημειώσαμε, παρουσιάζουν στενή συγγένεια με τα μεσσηνιακά και τα βορειότερα πήλινα παραδείγματα. Είναι προφανές ότι και στην περίπτωση αυτή τα «οστράκινα τορεύματα» ακολουθούν την εξέλιξη των μεταλλικών προτύπων τους, των «κορινθιουργών χαλκωμάτων»40. Τη μορφή των χάλκινων κορινθιακών σκύφων-κοτυλών υιοθετούν ταχύτατα και αναπαράγουν πιστά όχι μόνο τα κεραμικά εργαστήρια της Δυτικής Ελλάδας, από τη Μεσσηνία και την Ηλεία μέχρι την Οχρίδα, αλλά και εκείνα της Κεντρικής (Φωκίδας και ανατολικής Λοκρίδας)41. Τα κεραμικά εργαστήρια της Βόρειας Ελλάδας (Θράκης, Λήμνου, Νικήσιανης) και της Ανατολικής (Νάξου, Χαλκίδας) είναι δικαιολογημένο να δέχονται επιδράσεις πρωτίστως από την Αττική, λόγω γεωγραφίας, και κυρίως λόγω των παραδοσιακών εμπορικών, πολιτικών αλλά και πολιτιστικών σχέσεων των περιοχών αυτών με την Αθήνα.

Κάλυκας
8. Κάλυκας (χωρίς αριθ. ευρ. ΟΜ04) (Πίν.186γ). Μέγ. ύψ. 0,035, μέγ. διάμ. κορμού 0,069, διάμ. χείλους 0,076 μ. Σώζεται μέρος μόνο του σφαιρικού κορμού και του χαμηλού σχετικά χείλους. Τον κορμό καλύπτει ακανόνιστο δικτυωτό με ρομβόσχημα ανοίγματα, που σχηματίζονται από λεπτές μελανές λοξά διασταυρούμενες γραμμές πάνω σε ερυθροβαφές βάθος. Στο κέντρο κάθε ρόμβου μελανή στιγμή. Γύρω στο λαιμό διπλή σειρά από φύλλα δάφνης εδαφόχρωμα σε μελανό βάθος.
 Ο κάλυκας της Μεσσήνης μπορεί να χαρακτηριστεί μοναδικός, τουλάχιστον όσον αφορά τη διακόσμησή του. Το δικτυωτό ως διακοσμητικό θέμα απαντά από τον πρώιμο -5ο αι. σε αλάβαστρα Bulas, όπου οι στιγμές στο κέντρο των ρόμβων είναι συνήθως λευκές, σε ληκύθια, στο κάτω μέρος του κορμού κορινθιακού τύπου σκύφων (κοτυλών) και σε άλλα αγγεία42. Το θέμα των φύλλων στο λαιμό του κάλυκα είναι συχνό σε κρατήρες και άλλα σχήματα αγγείων του υστέρου ερυθρόμορφου ρυθμού. Για πρώτη φορά, όσο γνωρίζω, ο συνδυασμός των δυο αυτών θεμάτων χρησιμοποιείται στη διακόσμηση κάλυκα. Οι παρόμοιοι με τον, μικρών σχετικά διαστάσεων, μεσσηνιακό κάλυκα πήλινοι κάλυκες του β' μισού του 4ου και των αρχών του -3ου αι. είναι κατά κανόνα μελαμβαφείς, έχουν συνήθως έξεργα πέταλα στον κορμό, σε μίμηση των μεταλλικών προτύπων τους, ενώ ορισμένοι φέρουν στο λαιμό λιτή διακόσμηση «Δυτικής Κλιτύος» με λευκό επίθετο χρώμα. Απαντουν στην Αθήνα, την Κόρινθο, τη Θήβα, την Όλυνθο, την Αμφίπολη, τη Ρόδο, το Μάζι της Ηλείας και την Αλεξάνδρεια43.
 Μολονότι λείπει το κάτω μέρος του κορμού με τη βάση, το σχήμα του κάλυκα της Μεσσήνης με τον κοντό λαιμό και το χαμηλό σφαιρικό σώμα παραπέμπει στους κάλυκες μακεδονικού τΰπου, χωρίς όμως το έξεργο κεφάλι ή την προτομή εκείνων ως μετάλλιο στο εσωτερικό του πυθμένα44. Ανάγεται χωρίς αμφιβολία, κατά τη γνώμη μου, σε μεταλλικό πρότυπο, σε αργυρό, θα έλεγα, κάλυκα με επίχρυση τη διακόσμηση του λαιμού και εγχάρακτο το δικτυωτό στο σώμα, αθηναϊκής όμως έμπνευσης και κατασκευής και όχι μακεδονικής. Αθηναϊκά ήταν άλλαιστε τα ελάχιστα σωζόμενα παραδείγματα αργυρών αγγείων με επίχρυση και εγχάρακτη διακόσμηση που έχουν βρεθεί σε ηγεμονικούς τάφους της Σκυθίας και της Θράκης, καθώς και αυτά που σύμφωνα με τις φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες χρησιμοποιούσε η αθηναϊκή αριστοκρατία στα συμπόσιά της45. Αργυρός κάλυκας με επίχρυση και χαρακτή διακόσμηση δεν έχει ακόμη βρεθεί ούτε στην Αθήνα ούτε και στις παραπάνω περιοχές, όπου κατά τεκμήριον εξάγονταν. Δύο τέτοιοι αργυροί κάλυκες εντούτοις εικονίζονται στα χέρια του συμποσιαζόμενου νεκρού και ενός υπηρέτη του στην τοιχογραφία του τάφου στο Κasanlak, μόνο που η διακόσμησή τους δεν διακρίνεται καλά λόγω φθορών46. Στους καταλόγους των ιερών θησαυροφυλακίων του Ασκληπιείου της Αθήνας και του Αρτεμισίου της Δήλου αναφέρονται μεταξύ των αναθημάτων και αγγεία με την ονομασία «κυμβία», κατά κανόνα αργυρά47. Το «κυμβίον» ή «κυμβίδιον» ταυτίζεται κατά την άποψη ορισμένων ερευνητών με το σχήμα αγγείου που ονομάζουμε κάλυκα48. Για τη συνέχεια παραγωγής πήλινων καλύκων έως τα τέλη του -3ου αι., καθώς και για την άμεση εξάρτησή τους από μεταλλικά πρότυπα σημαντική είναι η μαρτυρία του επικασσιτερωμένου κάλυκα που βρέθηκε σε τάφο στον Αχινό49.

Ημίτομος σκύφος
9. Ημίτομος μελαμβαφής σκυφος (χωρίς αριθ. ευρ.) (Πίν.1866). Σώζεται τμήμα από το άνω μέρος μόνο του κορμού, η αποκατάστασή του εντούτοις ως ημίτομου φαίνεται βέβαιη. Σωζ. ύψ. 0,025 (το ολικό ύψος υπολογίζεται σε 0,055μ.), διάμ. χείλους 0,08μ. Φέρει κατακόρυφες ραβδώσεις στον κορμό και σειρά εγχάρακτων δακτυλίων γύρω στο χείλος. Κάθε δακτύλιος αποτελείται από δύο ομόκεντρους κυκλίσκους.
 Η διακόσμηση είναι μοναδική, όσο γνωρίζω, για αυτό το σχήμα αγγείου και αποκαλύπτει άμεση σχέση με την Ηλεία. Οι κατακόρυφες ραβδώσεις και κυρίως οι εγχάρακτοι ομόκεντροι κύκλοι είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν κυρίως τη διακόσμηση των υψηλόκορμων ωοειδών ηλειακών ληκύθων του τύπου I και του τύπου III, σύμφωνα με την κατάταξη του Ulrich Sinn50. Παραδείγματα πήλινων σκύφων απόλυτα όμοιων με το μεσσηνιακό δεν φαίνεται να υπάρχουν, απαντούν πάντως ημίτομοι σκύφοι παρεμφερούς σχήματος με επίθετες αχιβάδες ή χωρίς αυτές στη θέση της βάσης, αλλά αυτοί δεν εμφανίζουν συνήθως την ελαφρώς προς τα έξω κύρτωση του χείλους του μεσσηνιακού σκύφου51. Οι «κνιδιακοί» λεγόμενοι σκύφοι και ορισμένοι από την Πάφο με ραβδώσεις στο σώμα έχουν παρόμοιο σχήμα κορμού και εν μέρει και χείλους και θα μπορούσαν να παραβληθούν με το μεσσηνιακό, είναι όμως μεταγενέστεροι52. Το σχήμα, τα λεπτά τοιχώματα, η καμπύλη του χείλους και οι ραβδώσεις του μεσσηνιακού παραπέμπουν σε μεταλλικά πρότυπα του τύπου των λεγομένων μεγαρικών σκύφων, καθώς και στα σωζόμενα γυάλινα παράλληλό τους του β' μισού του 4ου και του -3ου αι.53. Ο αργυρός ημίτομος σκύφος από το Τριχόνιο με ελαφρώς προς τα έξω νεύον το χείλος και πόδια αχιβάδες αποτελεί νομίζω το συγγενέστερο μορφολογικά, αλλά και χρονικά, μεταλλικό παράλληλο54.




Λεκάνη
10. Λεκάνη (χωρίς αριθ. ευρ.) (Πίν.187α), από την οποία σώζονται δύο μόνο θραύσματα από τον κορμό και τη βάση. Ύψ. 0,063, διάμ. χείλους 0,20μ. Εντελώς όμοιο σχήμα λεκάνης δεν απαντά σε άλλα εργαστήρια55.

Ιχθυοπινάκιο
11. Ιχθυοπινάκιο μεγάλου μεγέθους (χωρίς αριθ. ευρ.) (Πίν.187β). Σώζεται μόνο η βάση και μικρό τμήμα του κορμού με μέρος του βυθίσματος. Μεγ. υψ. 0,035, μεγ. σωζ. διάμ. 0,14 μ.
12. Ιχθυοπινάκιο όμοιο με το προηγούμενο (Πίν.187γ).  Μέγ. ύψ. 0,028, μέγ. σωζ. διάμ. 0,18μ.
Όμοια ιχθυοπινάκια έχουν βρεθεί στο νότιο αίθριο του ναού του Ασκληπιού της Μεσσήνης56. Ανάλογα παραδείγματα από την Κόρινθο και την Αθήνα με παρόμοια διαμόρφωση βάσης επιτρέπουν μια χρονολόγηση στις αρχές του -3ου αι.57.

Άωτα σκυφίδια και σκύφος
13α. Θραύσματα από σκυφίδια άωτα και μελαμβαφή. Το πρώτο (αριθ. ευρ. 8720. ΟΜ04. Α/717. Ύψ. 0,0435,  διάμ. βάσης 0,0365μ.) (Πίν.187δ) έχει κορμό ελαφρώς γωνιώδη και ψηλό σε σχέση με τη μικρή δακτυλιόσχημη βάση, και έξω νεύον χείλος.
13β. Από το δεύτερο άωτο μελαμβαφές σκυφίδιο (χωρίς αριθ. ευρ., ΟΜ 04) (Πίν.187ε) σώζεται ένα μόνο θραύσμα που επιτρέπει τη σχεδιαστική αποκατάσταση του σχήματος.
14. Σκύφος-εχίνος μελαμβαφής (χωρίς αριθ. ευρ.) (Πίν.187στ). Σωζ. ΰψ. 0,0025, μέγ. διάμ. 0,014 μ. Λείπει η βάση.
 Τα «βαθιά» άωτα σκυφίδια του τύπου αριθ. 13α58, με αποστρογγυλεμένα αρχικά τα τοιχώματα, εξελισσόμενα προς ελαφρώς γωνιώδη και με έξω νεύοντα χείλη απαντούν συχνότατα στην Ηλεία από τον πρώιμο 4ο έως και τον -3ο αι. και μπορούν με βεβαιότητα πλέον να θεωρηθούν ηλειακά, όπως ορθά τα είχαν αναγνωρίσει ο Schiering και ο Gauer59. Λόγω έλλειψης επαρκούς δημοσιευμένου κεραμικού υλικού από τη Μεσσηνία, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, κατά πόσο ο τύπος αυτός σκυφίδιου έτυχε ευρείας αποδοχής και στη Μεσσηνία. Το σκυφίδιο του φρέατος, με βάση το σχήμα του, μπορεί να χρονολογηθεί στον πρώιμο -3ο αι. Το δεύτερο σκυφίδιο αριθ. 13β ανήκει στον αττικό τύπο με βαθύ κορμό και έσω νεύοντα χείλη, ο οποίος γνώρισε ευρύτατη διάδοση στα τέλη του 4ου και τις αρχές του -3ου αι.60.
Το αγγείο αριθ.14 ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων ρυχών σκύφων με έσω νεύον χείλος του τύπου echinus bowls, σχήματος κοινού και ευρύτατα επίσης διαδεδομένου61.

Λήκυθος
15. Λήκυθος αρυβαλλοειδής (αριθ. ευρ. 8212. ΟΜ 03. Α1/605) (Πίν. 187ζ). Μέγ. ύψ. 0,073, διάμ. βάσης 0,104, διάμ. ρόδακα 0,013 μ. Λείπει η κατακόρυφη ταινιωτή λαβή και το άνω μέρος του λαιμού με το στόμιο. Βάση δακτυλιοειδής χαμηλή με περιμετρική αυλάκωση εξωτερικά και εσωτερικά. Γύρω στο κέντρο της βάσης ομόκεντροι μελανοί κύκλοι εξίτηλοι κατά το πλείστον.
Ο κορμός είναι πεπλατυσμένος, σχεδόν αρτόσχημος και φέρει πυκνές κατακόρυφες εγχαράξεις, οι οποίες διακόπτονται κατά 0,05μ. ψηλότερα από τον εξέχοντα δακτύλιο της βάσης. Γύρω στη ρίζα του λαιμού ελαφρώς προεξέχων δίσκος με αυλάκωση στην περιφέρεια. Επίθετος ρόδακας στη βάση της λαβής.
 Το αγγείο ανήκει στον εξελιγμένο τύπο του τέλους του -4ου αι. των λεγάμενων «ηλειακών» ληκύθων, οι οποίες παράγονταν κυρίως από το κεντρικό εργαστήριο της Ήλιδος62. Αναπαραγωγές του σχήματος απαντούν εκτός της Μεσσηνίας, στην Αχάία, τη Δυτική Στερεά, την Ήπειρο και τα νησιά του Ιονίου, σε περιοχές δηλαδή της Δυτικής Ελλάδας κατά κύριο λόγο63. Στην ίδια ενότητα ανήκουν και παρεμφερούς σχήματος αρυβαλλοειδείς λήκυθοι από την Καμπανία64.




Όλπες
16. Όλπη μελαμβαφής (αριθ. ευρ. 8282. ΟΜ03. Α1/608) (Πίν.188α). Ύψ. 0,148, διάμ. βάσης 0,046, μεγ. διάμ. σώματος 0,065, πάχ. 0,005 μ. Λείπει η κατακόρυφη λαβή και το μεγαλύτερο μέρος του λαιμού με το χείλος. Βάση επίπεδη, σώμα ατρακτοειδές, γάνωμα- μελανό, εξίτηλο το πλείστον λόγω κακής όπτησης.
 Το σχήμα απαντά στην Αθήνα και την Κόρινθο. Η μεσσηνιακή όλπη σχετίζεται περισσότερο με τα κορινθιακά παραδείγματα, που δεν έχουν δακτύλιο γύρω από τη βάση, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τα αθηναϊκά65. Στενότερη, ωστόσο, συγγένεια παρουσιάζει με τις πολυπληθείς όλπες του τέλους του 4ου και των αρχών του -3ου αι. από τα Χανιά και την Αλεξάνδρεια, οι οποίες έχουν επίπεδη βάση χωρίς ή με υποτυπώδη εξωτερικό δακτύλιο66. Ιδιαίτερα συχνό είναι το σχήμα τόσο σε ταφικά όσο και σε λατρευτικά σύνολα της Ρόδου, αλλά και της Κω, όπου παρουσιάζει τοπική εξέλιξη από τα τέλη του 4ου έως και τον -1ο αι.67. Τοπικές παραλλαγές του τύπου του -1ου αι. απαντούν επίσης στη Δήλο και τη Θάσο68. Όλπες απαντούν συχνά και σε ταφικά σύνολα της Σικελίας, ακόμη και στην καρχηδονιακή Πάνορμο, το σημερινό Palermo, από τον -6ο αι. και εξής. Κατατάσσονται από τους Ιταλούς συναδέλφους στην κατηγορία της «cerámica iónica», και θεωρούνται γενικά ελληνο-ανατολικής προέλευσης, ενώ τα άχρωμα παραδείγματα του -4ου/-3ου αι. θεωρούνται προϊόντα τοπικών εργαστηρίων69.
17. Ολπίσκη ή οινοχοΐσκη μελαμβαφής (αριθ. ευρ.8296. ΟΜ04. Α12/614) (Πίν.188β). Ύψ. 0,059, διάμ. βάσης 0,037, μέγ. διάμ. κορμού 0,065, πάχ. τοιχ. 0,005μ. Συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και ελλιπής κατά το ήμισυ σχεδόν του κορμού με το λαιμό. Θραύσματα από δύο ακόμη παρόμοιες ολπίσκες (Πίν.188γ-δ).
 Ορισμένοι συνάδελφοι αρέσκονται να αποκαλούν το σχήμα αυτό αγγείου «οινοχοΐσκη», ενώ άλλοι «χουν». Παρεμφερές σχήμα αγγείου, που απαντά σε τάφους της Κάτω Ιταλίας, αποκαλείται από τους Ιταλούς συναδέλφους είτε πολύ γενικά «vasetto» και «bocaletto monoansato» είτε «olpetta», επιτείνοντας τη σύγχυση που επικρατεί διεθνώς στο θέμα του ονοματολογίου των σχημάτων70: οι τρεις μεσσηνιακές μικρές όλπες μπορούν να συγκριθούν με αθηναϊκά παραδείγματα του -4ου/-3ου αι,71.




Υδρίες
18. Υδρία μικροσκοπική άχρωμη (αριθ. ευρ.8277. ΟΜ 04. Α1/611) (Πίν.188ε). Ύψ. 0,085, διάμ. κορμού 0,053, διάμ. βάσης 0,031, διάμ, χείλους 0,042, ελάχ. διάμ. λαιμού 0,028μ. Συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και έντονα φθαρμένη. Λείπει μέρος του χείλους και του σώματος. Οι λαβές είχαν αποσπασθεί από νωρίς, όπως δείχνει η λείανση των επιφανειών θραύσης. 
 Προϊόν τοπικού εργαστηρίου. Η χρήση αυτού του μεγέθους αγγείων ήταν κατά κανόνα αναθηματική. Το πιο συνηθισμένο μικρού σχήματος αγγείο, που απαντά κατά εκατοντάδες σε αποθέτες ιερών της Μεσσήνης, είναι το σκυφίδιο και όχι η υδρία72. Η χρήση πάντως και της μικρής υδρίας ως αναθήματος σχετίζεται κατά κανόνα με τη λατρεία γυναικείων χθόνιων θεαινών και ηρωίδων73.
19. Υδρία (αριθ. ευρ. 8683. ΟΜ04. Α/716) (Πίν.189α). Μέγ. ύψ. 0,0239, διάμ. ώμων 0,342, διάμ. χείλους 0,232μ. Λείπει το μεγαλύτερο τμήμα του κορμού. Συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και με πολλές ελλείψεις στους ώμους και κυρίως τον κορμό. Παρουσιάζει βύθισμα σε σημείο του ώμου και του χείλους λόγω στρέβλωσης κατά την όπτηση. Οι οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής, η κατακόρυφη λαβή είναι ταινιωτή και απολήγει στο χείλος. Ο λαιμός προοδευτικά διευρυνόμενος, το χείλος σχηματίζει οριζόντιο προεξέχον περιχείλωμα. Μελανές ταινίες στο χείλος, στο μέσον του ώμου και στη μετάβαση από τον κορμό στον ώμο. 
 Προϊόν τοπικού μεσσηνιακού εργαστηρίου. Υδρίες αυτού του τύπου προέρχονται κυρίως από την Ανατολική Ελλάδα, όπως δείχνουν τα πολύ προγενέστερα όμως παραδείγματα κοσμημένα με ταινίες, αλλά διαφορετικής από τη μεσσηνιακή κατατομής, που έχουν βρεθεί στην αθηναϊκή Αγορά και αλλού74. Τα πλησιέστερα παράλληλα υδριών με παρεμφερές προς τη μεσσηνιακή προφίλ και οριζόντιες μελανές ταινίες στο σώμα, του τέλους του -4ου, αρχών -3ου αι., απαντούν στην Κάτω Ιταλία75. Η προς τα άνω διεύρυνση του λαιμού, το οριζόντιο περιχείλωμα, η πρόσφυση της ταινιωτής κατακόρυφης λαβής στο χείλος ή πολύ κοντά σε αυτό, και ο ευρύς ώμος είναι στοιχεία που απαντούν επίσης σε σύγχρονες υδρίες από την Ηλεία76. Οι ηλειακές μάλιστα υδρίες φέρουν φυτική διακόσμηση μεταξύ των οριζόντιων λαβών συνήθως από κλάδους κισσού και δάφνης, που μαζί με το σχήμα τους (εκτός από τη βάση) αποτελούν στοιχεία που απαντούν στις μελανόγραφες υδρίες της κατηγορίας Hadra77. Οι ομοιότητες αυτές θα πρέπει νομίζω να ληφθούν υπόψη στη συζήτηση για το πρόβλημα καταγωγής των υδριών Hadra, που συνεχίζεται ακόμη. Όπως και να έχουν πάντως τα πράγματα, ο λεγόμενος «ιταλο-αλεξανδρινός άξονας» δεν περνούσε μόνο από την Κρήτη, αλλά και από τη Μεσσηνία78.


Οινοχόες μεσσηνιακές τύπου Α
20. Οινοχόη τριφυλλόστομη (αριθ. ευρ.8682. ΟΜ 04. Α/712) (Πίν.189β). Συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και με ελλείψεις στον κορμό. Ύψ. 0,247, διάμ. κοιλίας 0,245, διάμ. βάσης 0,113, διάμ. χείλους 0,113μ. Σώμα απόλυτα σχεδόν σφαιρικό, λαιμός πολύ χαμηλός με έξεργο κορδόνι στο σημείο πρόσφυσης στον κορμό και ανάλογο γύρω στο χείλος. Βάση δακτυλιοειδής χαμηλή. Η ταινιωτή λαβή υψώνεται κατά 0,075μ. πάνω από το στόμιο και καταλήγει στο χείλος, όπου και κωνική απόφυσή της στραμμένη στο εσωτερικό. Τρεις προς το εσωτερικό ελαφρές συμπιέσεις του χείλους, μία από τις οποίες αυτή της λαβής, σχηματίζουν το τρίλοβο στόμιο. Καστανομέλανο γάνωμα καλύπτει το άνω μισό του κορμού, συμπεριλαμβανομένου του χείλους και της λαβής.
21. Οινοχόη όμοια με την προηγούμενη, ελαφρώς μικρότερων διαστάσεων (αριθ. ευρ. 8670. ΟΜ 04. Α/714) (Πίν.190α). Μέγ. σωζ. ύψ. 0,205, διάμ. κοιλίας 0,237, διάμ. βάσης 0,1065, διάμ. χείλους 0,108μ. Συγκολλημένη από πολλά θραύσματα. Λείπουν ο λαιμός και η λαβή και τμήματα από τον κορμό. Βύθισμα στο ύψος του ώμου οφείλεται σε κάκωση κατά την όπτηση.
22. Οινοχόη όμοια με τις προηγούμενες (αριθ. ευρ. 8693. ΟΜ04. Α/717) (Πίν.190β). Μέγ. ύψ. 0,128, διάμ. βάσης 0,102, διάμ. κοιλίας 0,18μ. Σώζεται μόνο το κάτω μισό. Ελλείψεις στη βάση, συμπληρώσεις με γύψο. Το μελανό αμελές γάνωμα φθάνει έως λίγο πάνω από τη βάση.
23. Οινοχόη όμοια με τις προηγούμενες (χωρίς αριθ. ευρ. ΟΜ04) (Πίν.190γ). Μέγ. ύψ. 0,06, μέγ. διάμ. κορμού 0,0168, διάμ. βάσης 0,10μ. Σώζεται μόνο το κάτω μέρος του κορμού.
24. Οινοχόη όμοια με τις παραπάνω (αριθ. ευρ.9936. ΟΜ04) (Πίν.190ε). Μέγ. ύψ. 0,126, διάμ. βάσης 0,114, διάμ. κοιλίας 0,21μ. Σώζεται μόνο το κάτω μισό του κορμού, άχρωμο. Συγκολλημένη από έξι θραύσματα. Διαφέρει από τις προηγούμενες μόνο ως προς τη βάση που είναι επίπεδη με εξέχοντα δακτύλιο.
25. Βάση από οινοχόη όμοια πιθανώς με τις προηγούμενες (χωρίς αριθ. ευρ. ΟΜ04) (Πίν.190δ). Μέγ. ύψ. 0,026, διάμ. βάσης 0,144μ.
26. Το κάτω μισό οινοχόης όμοιας μάλλον με τις προηγούμενες, αλλά με στενότερο κάτω τον κορμό (αριθ. ευρ. 9939. ΟΜ03) (Πίν.191α). Μέγ. ύψ. 0,158, διάμ. βάσης 0,099, διάμ. κοιλίας 0,216μ. Σώζεται λίγο πάνω από το μέσον. Συγκολλημένη από αρκετά θραύσματα και συμπληρωμένη με γύψο.
27. Το κάτω μισό οινοχόης όμοιας με την προηγούμενη (αριθ. ευρ.9940. ΟΜ03) (Πίν.191β). Μέγ. ύψ. 0,184, διάμ. βάσης 0,11, διάμ. κοιλίας 0,226μ. Συγκολλημένη από δέκα θραύσματα και συμπληρωμένη με γύψο. Ο κορμός συμπιεσμένος λόγω ατυχήματος στην όπτηση.
 Η διαμόρφωση του λαιμού, η λαβή με την απόφυση και το όλο σχήμα αυτού του τύπου οινοχοών παραπέμπουν σε μεταλλικό πρότυπο. Η τοπική μεσσηνιακή παραγωγή των οκτώ αυτών σφαιρικών οινοχοών, που μπορούν να ονομαστούν «μεσσηνιακές τύπου Α», πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη, όχι μόνο λόγω των «ατυχημάτων» στην όπτηση, αλλά και λόγω του σχήματος, που εντάσσεται μεν στη γενική κατηγορία των round-mouthed οινοχοών, αποτελεί όμως παραλλαγή με πολύ κοντό λαιμό και τρίλοβο στόμιο (Πίν.194β). Τα πλησιέστερα παράλληλα, παρά τις διαφορές κυρίως στη διαμόρφωση του στομίου, προέρχονται από την Ηλεία (Ολυμπία), όπου το σχήμα φαίνεται ότι είχε μακρά παράδοση αναγόμενη στα ύστερα γεωμετρικά χρόνια με πιθανές ενδιάμεσες κορινθιακές επιρροές79. Και στην περίπτωση αυτή η εξάρτηση του μεσσηνιακού από το ηλειακό εργαστήριο είναι προφανής. Μια μεταγενέστερη ηλειακή εκδοχή αυτού του τύπου οινοχόης από την Ολυμπία, με κυκλικής όμως διατομής την υπερυψωμένη λαβή, χρονολογείται στο -2ο με -1ο αι.80. Οι τελευταίες παρουσιάζουν συγγένεια με ροδιακές οινοχόες του -3ου αι.81.



Οινοχόες τύπου Β
28. Οινοχόη (αριθ. ευρ. 8295. ΟΜ04. Α4/616) (Πίν.191γ). Ύψ. 0,225, διάμ. βάσης 0,092, διάμ. χείλους 0,011, διάμ. κορμού 0,165 μ. Μικρές ελλείψεις γύρω στο χείλος, ρωγμές στη βάση και το κάτω μέρος του κορμού. Βάση ελαφρώς κοίλη, κορμός ωοειδής με τη μεγάλη διάμετρο ψηλά. Ο λαιμός συνεχίζει ομαλά την καμπυλότητα του κορμού, λεπταίνει στο μέσον και διευρύνεται σταδιακά προς το χείλος, που εξέχει οριζόντια. Η λαβή, κυκλικής διατομής, προσφύεται στο χείλος. Μελανό και κατά τόπους καστανό γάνωμα, εξίτηλο σε πολλά σημεία, καλύπτει το άνω μισό του αγγείου, συμπεριλαμβανομένης της λαβής.
29. Οινοχόη (αριθ. ευρ. 8508. ΟΜ03. Α4/668) (Πίν.192α). Υψ. 0,218, διάμ. βάσης 0,085, διάμ. κορμού 0,174μ. Λείπει η λαβή, τμήματα από το στόμιο και μεγαλύτερα από τον κορμό, συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και συμπληρωμένη με γύψο. Το γάνωμα του άνω κορμού έχει απολεπισθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος. Τρεις λεπτές εγχάρακτες γραμμές γύρω στο μέσον του κορμού και τρεις όμοιες χαμηλότερα. Όμοιου σχήματος με την προηγούμενη με μικρές μόνο διαφορές στη διαμόρφωση της βάσης.
30. Οινοχόη (αριθ. ευρ. 9937. ΟΜ03) (Πίν.192β). Μέγ. ύψ. 0,225, διάμ. βάσης 0,09, άνω διάμ. λαιμού 0,08 μ. Λείπει το στόμιο και η λαβή, συγκολλημένη από πολλά θραύσματα. Επιφάνεια διαβρωμένη με εξίτηλο το γάνωμα. Παρόμοια με την αριθ. 28 ως προς τη διαμόρφωση της βάσης, αλλά με ψηλότερο κυλινδρικό λαιμό.
31. Οινοχόη (αριθ. ευρ.8672. ΟΜ04. Α/715) (Πίν. 192γ). Μέγ. ύψ. 0,21, διάμ. βάσης 0,102, μέγ. διάμ. κοιλίας 0,208 μ. Λείπει μεγάλο μέρος του κορμού και του ώμου με το λαιμό και τη λαβή. Συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και συμπληρωμένη με γύψο. Η επιφάνεια φθαρμένη με εξίτηλο το γάνωμα και το επίχρισμα. Παρόμοια με την προηγούμενη.
32. Οινοχόη (αριθ. ευρ.9938. ΟΜ03) (Πίν.193α). Μέγ. ύψ. 0,15, διάμ. βάσης 0,078, μέγ. διάμ. κοιλίας 0,148μ. Λείπει το άνω μέρος του κορμού με το λαιμό και τη λαβή. Έντονα φθαρμένη και απολεπισμένη η επιφάνεια.
33. Οινοχόη (αριθ. ευρ.671. ΟΜ04. Α/713) (Πίν.193β). Μέγ. ύψ. 0,159, διάμ. βάσης 0,094, διάμ. κοιλίας 0,166μ. Σώζεται έως την αρχή του ώμου με ελλείψεις στον κορμό, συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και συμπληρωμένη με γύψο. Παρουσιάζει πλείστα σκασίματα και απολεπίσεις στην επιφάνεια λόγω σφάλματος στην όπτηση. Μελανό γάνωμα στο άνω μισό του κορμού.
34. Το κάτω μέρος του κορμού οινοχόης (χωρίς αριθ. ευρ.) (Πίν.193γ). Μέγ. ύψ. 0,062, διάμ. βάσης 0,097, μέγ. σωζ. διάμ. κοιλίας 0,161μ. Η διαμόρφωση της βάσης όμοια με των αριθ. 29 και 32.
35. Το κάτω μέρος του κορμού οινοχόης (χωρίς αριθ. ευρ.) (Πίν.193δ). Μέγ. ύψ. 0,059, διάμ. βάσης 0,097, διάμ. κοιλίας 0,152μ. Όμοια με την προηγούμενη αριθ.34.
 Η ομοιογενής αυτή ομάδα οκτώ οινοχοών με μικρές διαφοροποιήσεις στη διαμόρφωση της βάσης χαρακτηρίζεται από απιόσχημο κορμό, καλυκόσχημο στρογγυλό στόμιο και ομαλή τη μετάβαση από τον κορμό στο λαιμό με ενιαίο περίγραμμα (Πίν.194β). Αποτελούν προϊόντα τοπικού εργαστηρίου και μπορούν να ονομαστούν μεσσηνιακές «οινοχόες τύπου Β». Τα πλησιέστερα παράλληλλα και για τον τύπο αυτό οινοχόης βρίσκονται στην Ηλεία, όπου το σχήμα εμφανίζεται στα αρχαϊκά χρόνια και συνεχίζεται τουλάχιστον έως τα τέλη του -4ου αι.82. Οινοχόες με κωνικό καλυκόσχημο λαιμό και ωοειδές σώμα, αλλά με λαβή ελαφρώς υπερυψωμένη συνήθως, εμφανίζονται στη Θράκη από τα μέσα του -4ου αι. και συνεχίζονται έως τα τέλη του 3ου ή και τις αρχές του -2ου αι.83. Παρουσιάζουν αντιστοιχία με οινοχόες τύπου Α από τη Μακεδονία84. Συγκρίσιμες είναι, επίσης, οι τρεις «κυδωνιακές» οινοχόες των αρχών του -3ου αι. από λαξευτό τάφο των Χανίων, με τη διαφορά ότι ο λαιμός τους είναι κυλινδρικός και όχι καλυκόσχημος85.



Οινοχόες τύπου Γ
36. Οινοχόη τριφυλλόστομη (αριθ. ευρ.8506. ΟΜ03. Α3/610) (Πίν.194α). Ύψ. 0,225, διάμ. βάσης 0,088, διάμ. κοιλίας 0,163, μέση διάμ. λαιμού 0,07, ύψ. λαιμού 0,076 μ. Λείπει η μια πλευρά του λαιμού με το χείλος και μικρά τμήματα του κορμού. Συμπληρωμένη με γύψο. Η επιφάνεια φθαρμένη χωρίς ίχνη γανώματος. Κορμός σχεδόν σφαιρικός με επιμέλεια πλασμένος. Η μετάβαση προς το λαιμό απότομη, σε ορθία σχεδόν γωνία. Η λαβή, ελλειψοειδούς διατομής, εξέχει έντονα προς το εσωτερικό του στομίου. Ιδιαίτερα προσεγμένη είναι επίσης η τριφυλλόσχημη διαμόρφωση του στομίου και του λεπτού πλαστικού χείλους.
 Η προσπάθεια μίμησης μεταλλικού προτύπου είναι προφανής και στην οινοχόη αυτή, μοναδική στο σύνολο των οινοχοών από το φρέαρ. Αποτελεί παράδειγμα μεσσηνιακής τριφυλλόστομης «οινοχόης τύπου Γ», παραλλαγή των αντίστοιχων οινοχοών (ή χόων) αθηναϊκού τύπου III κατά Beazley, όπου ο λαιμός είναι συνήθως ψηλός ή ογκώδης σε σχέση με το σώμα στα πρώιμα παραδείγματα ή ψηλός και μη διαφοροποιημένος στα υστερότερα86. Στις κορινθιακές τριφυλλόστομες οινοχόες, του τέλους του 4ου και των αρχών του -3ου αι., η μετάβαση από τον κορμό στο λαιμό γίνεται ομαλά, όπως στις παραπάνω μεσσηνιακές οινοχόες του «τύπου Β»87. Τα πλησιέστερα παράλληλα και στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι βρίσκονται στην Ηλεία, όπου και αυτός ο τύπος οινοχόης είχε μακρά παράδοση88. Τριφυλλόστομες οινοχόες στη Θράκη εμφανίζονται, όπως και του προηγούμενου τύπου, στα μέσα του -4ου αι. και συνεχίζονται έως τα μέσα του -3ου αι. περίπου, σύμφωνα με την Anelia Bozkova89. Ανάλογου σχήματος τριφυλλόστομες οινοχόες από τη Μακεδονία, με ομαλή τη μετάβαση από τον κορμό στο λαιμό, συγκροτούν τον «τύπο Β»90.



ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ91
1. Αριθ. ευρ.2987. Χάλκινο πολύ φθαρμένο νόμισμα (03.Ν1/410). Βάρ. 2,2 γρ., διάμ. 15 χιλ. Αδιάγνωστη κοπή ελληνιστικών χρόνων.
2. Αριθ. ευρ.2988. Χάλκινο φθαρμένο νόμισμα (03.Ν2/411). Βάρ. 2,1 γρ., διάμ. 15 χιλ., άξ.10. Εμπρ.: κεφάλι προς τα δεξιά Αθηνάς με αττικό κράνος. Οπισθ.: μεγάλο Η, σταυροειδώς στο πεδίο τέσσερις τελείες. Χαλκούς Ηραίας Αρκαδίας των ετών 418-322 π.Χ. SNG Cop., 240.
3. Αριθ. ευρ.2989. Χάλκινο νόμισμα (03.Ν3/412). Βάρ. 2,7 γρ., διάμ. 15 χιλ., άξ.5.
Εμπρ.: κεφάλι νεαρού Πάνα προς αριστερά. Οπισθ.: μονόγραμμα ΑΡ, κάτω συριγξ, αριστερά στο πεδίο ΘΕ. Χαλκούς Αρκαδικού Κοινού, νομισματοκοπείου Μεγαλοπόλεως, των ετών -370/ -280. BMC Pel., 175,70.
4. Αριθ. ευρ. 2990. Χάλκινο φθαρμένο νόμισμα (04.Ν1/417). Βάρ. 1,4 γρ., διάμ. 13 χιλ. Εμπρ.: φθαρμένος. Οπισθ.: ασαφής παράσταση ζώου. Αδιάγνωστη κοπή ελληνιστικών χρόνων.
 Η χρονολόγηση των δύο αναγνωρίσιμων νομισμάτων από το φρέαρ του Εκκλησιαστηρίου μπορεί να συνδυασθεί με εκείνη της κεραμικής που αυτό περιείχε. Οι χρονολογήσεις των αρκαδικών νομισμάτων που υιοθετούνται στους παλαιότερους καταλόγους του Βρετανικού Μουσείου και της Κοπεγχάγης θεωρούνται πολύ πρώιμες για να γίνουν αποδεκτές με βάση τα σημερινά δεδομένα. Η μελέτη της αρκαδικής νομισματικής παραγωγής βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν είμαστε ακόμη σε θέση να την αξιοποιήσουμε. Επιφυλάξεις πάντως για τις παλαιές υψηλές χρονολογήσεις έχει ήδη διατυπώσει ο Olivier Picard στη δημοσίευση των νομισμάτων από το Κωρύκειο Άντρο, αντιπροτείνοντας τον -3ο αι. τόσο για τις κοπές του Κοινού των Αρκάδων όσο και για εκείνες των επί μέρους αρκαδικών πόλεων92. Η χαμηλότερη αυτή χρονολόγηση ενισχύεται και από στρωματογραφημένα ευρήματα της Κορίνθου, όπου οι αρκαδικές εκδόσεις συνυπάρχουν με αντίστοιχες του Αλεξάνδρου Γ, αλλά και του Αντιγόνου Γόνατά, καθώς και του Αντιγόνου Δώσωνος93.
 Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την εύρεση αρκαδικιον νομισμάτων μαζί με νομίσματα του -3ου αι. διαφόρων περιοχών του ελλαδικού χώρου στις επιχώσεις άλλων οικοδομημάτων της Μεσσήνης· στο ελληνιστικό Βαλανείο (δωμάτιο 3α) στα νότια του Ασκληπιείου, τα αρκαδικά συνυπάρχουν με νομίσματα του 3ου και με λίγα των αρχών του -2ου αι., στο νότιο αίθριο του Ασκληπιείου (τομή Ω) συνυπάρχουν με νομίσματα των μέσων του -3ου αι., ενώ στο ιερό της Δήμητρας και των Διοσκούρων (χώροι 9 και 15) με νομίσματα του -3ου αι..
 Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι απουσιάζουν εντελώς από το φρέαρ εκείνες οι μεσσηνιακές εκδόσεις, οι οποίες συνήθως υπερτερούν αριθμητικά σε σύγχρονους στρωματογραφικούς ορίζοντες άλλων οικοδομημάτων της Μεσσήνης, όπου συνοδεύονται από αρκαδικά και άλλα πελοποννησιακά νομίσματα. Η απουσία αυτή θα μπορούσε να μας προσανατολίσει προς μια χρονολόγηση της επίχωσης του φρέατος στο α' μάλλον μισό του -3ου αι., παρά στα μετέπειτα χρόνια του ίδιου αιώνα, όπου εντάσσουμε χρονικά τις πλούσιες αυτές εκδόσεις της Μεσσήνης. Πέρα εντούτοις από τους παραπάνω συσχετισμούς και τη μαρτυρία των συνευρημάτων, τα τεχνοτροπικά στοιχεία και οι εικονογραφικές επιλογές των αρκαδικών εκδόσεων ενισχύουν και από μόνες τους, κατά τη γνώμη μας, τη χρονολόγηση που προτείνουμε.




Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΉΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ

 Το φρέαρ του Εκκλησιαστηρίου της Μεσσήνης περιείχε τέσσερα λυχνάρια, ένα μαστό, μία «ηλειακή» λήκυθο, έναν κάλυκα, έναν ημίτομο σκύφο, μία μικρή υδρία, μία μεγάλη υδρία, μία κοτύλη, μία όλπη, δύο ολπίσκες, τρία άωτα σκυφίδια και 17 οινοχόες, όλα προϊόντα τοπικού εργαστηρίου, τα οποία φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν στην τελευταία δεκαετία του 4ου και απορρίφθηκαν στις αρχές του -3ου αι. στον αποθέτη, στο λάκκο δηλαδή του εγκαταλειμμένου πηγαδιού. Είχαν κατά πάσα πιθανότητα ανατεθεί σε ένα από τα παρακείμενα ιερά της Αρτέμιδος Ορθιας ή της Μεσσήνης και του Ασκληπιού, χωρίς να αποκλείεται, ορισμένα τουλάχιστον από αυτά, να χρησιμοποιούνταν από το ιερατείο για τις ανάγκες των ιεροπραξιών. Ο αναθηματικός-τελετουργικός και όχι απλώς χρηστικός χαρακτήρας τους ενισχύεται από τα εξής τεκμήρια:
α) από το γεγονός ότι στον τομέα της αρχαίας πόλης, όπου βρέθηκαν, δεν υπήρχαν ιδιωτικές κατοικίες, παρά μόνο ιερά οικοδομήματα,
β) από την ομοιομορφία και την επανάληψη ενός σχήματος αγγείου, αυτού των οινοχοών (Πίν.194β), οι οποίες σχετίζονται με σπονδές και χοές προς χθόνιες θεότητες, όπως ήταν η θεοποιημένη πρώτη μυθική βασίλισσα της χώρας Μεσσήνη94,
γ) από την παρουσία ορισμένων πολύ μικρού μεγέθους αγγείων, όπως της υδρίσκης και των μικρών ολπών, που συνηθίζονται ως αναθήματα σε ιερά, και
δ) από την παρουσία ορισμένων μοναδικών και υψηλής ποιότητας αγγείων του πότου, όπως του κάλυκα, του μαστού, του ημίτομου ραβδωτού σκύφου, που είχαν, νομίζω, ειδική λειτουργία. Καθοριστική σημασία για την αναγνώριση του συνόλου των αγγείων ως προερχόμενων από ιερό είναι, επαναλαμβάνουμε, ο μεγάλος αριθμός των ομοιόμορφων εγχώριων οινοχοών. Η παρουσία όμοιου σχήματος αγγείων σε ιερά και η λειτουργία τους στο τελετουργικό της λατρείας έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης από τη σύγχρονη έρευνα95.
 Ορισμένα αγγεία παρουσιάζουν ελαττώματα, όπως ρωγμές, φουσκάλες στον πηλό και ελαφρές στρεβλώσεις οφειλόμενες σε υπερθέρμανση96. Τα ελαφρά αυτά ελαττώματα εντούτοις δεν στάθηκαν εμπόδιο στη χρήση τους και κυρίως στην ανάθεσή τους. Έχει εξάλλου παρατηρηθεί ότι ελαττωματικές για παράδειγμα μήτρες ειδωλίων είχαν ανατεθεί στο ιερό της Μεσσήνης και του Ασκληπιού, από τους κατόχους τους, τους ίδιους δηλαδή τους κοροπλάστες, σε μια προσπάθεια ενδεχομένως, να εξευμενίσουν τους δαίμονες του πυρός ή να ζητήσουν την προστασία της θεότητας ενάντια στους δαίμονες97. Στην περίπτωση των ελαττωματικών αγγείων του φρέατος δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είχαν ανατεθεί από κεραμείς για τον ίδιο λόγο. Η παρουσία ελαττωμάτων ή ατελειών γενικά σε ορισμένα αναθήματα δεν οφειλόταν σε απόπειρα εξαπάτησης του θείου εκ μέρους των αναθετών, αλλά σε κοινωνιολογικά και ψυχολογικά αίτια που διέπουν τη σχέση του ταπεινού αναθέτη θνητού με την παντοδύναμη φοβερή θεότητα και που έχουν ενίοτε τις ρίζες τους στο φόβο του τελείου και της συνεπαγόμενης «ύβρεως» απέναντι στο θείο98.
 Το εύρημα της Μεσσήνης παρουσιάζει διττό ενδιαφέρον, αφ’ ενός είναι «κλειστό» και με σχετική ακρίβεια χρονολογούμενο και αφ’ ετέρου αποτελεί προϊόν τοπικού μεσσηνιακού εργαστηρίου. Η απόρριψη των αγγείων στο φρέαρ είναι πιθανό να συμπίπτει χρονικά με τη μαρτυρημένη πολιορκία της Μεσσήνης από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή το έτος -295, όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Η επιχείρηση όμως αυτή δεν είναι γνωστό, αν κατέληξε και σε κατάληψη της πόλης και στην πρόκληση καταστροφών (Πλούτ., Δημήτριος 33, 3-4), ώστε να εκληφθεί ως ένας απόλυτα βέβαιος terminus ante99. Σύμφωνα πάντως με τα χρονολογικά στοιχεία που προκύπτουν από την παραπάνω ανάλυση ενός εκάστου σχήματος, η περίοδος κατασκευής των αγγείων του φρέατος φαίνεται ότι μπορεί να οριοθετηθεί μεταξύ του -320 και του -290, όταν η μακεδονική παρουσία στην πόλη ήταν έντονη και σχεδόν συνεχής. Η περίοδος αυτή βρίσκει καταρχήν τη Μεσσήνη σε ακμή, ευνοημένη χάρη στη μεσολάβηση του Φιλίππου Β' της Μακεδονίας, ο οποίος είχε εξουδετερώσει την απειλή της Σπάρτης μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το -338 και είχε αποκαταστήσει τα σύνορα της μεσσηνιακής επικράτειας έως τον ποταμό Νέδα και τα βουνά της Φιγάλειας στα βόρεια και τον Ταΰγετο στα ανατολικά100. Η φιλομακεδονική πολιτική παράταξη και ο ίδιος ο Φίλιππος θεωρούνταν δικαίως ως οι δεύτεροι οικιστές της πόλης μετά τον Επαμεινώνδα, εφόσον είχαν συμβάλει ουσιαστικά, ώστε να καταστεί η Μεσσήνη υπολογίσιμη πλέον στρατηγική και οικονομική δύναμη, τουλάχιστον στην Πελοπόννησο (Στράβ., 8,4,8· Πολύβ., 18,14). Η επικρατούσα μεταξύ ορισμένων ιστορικών άποψη ότι η Μεσσήνη, μέχρι τουλάχιστον το -100, «was unimportant and out of the trade streams», δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα101. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της ανασκαφικής έρευνας, οικονομική κάμψη της Μεσσήνης με συνακόλουθη σταδιακή μείωση του πληθυσμού παρατηρείται κατά τη χρονική περίοδο που αρχίζει περίπου με την υποχρεωτική ένταξή της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία το -183 και λήγει στα χρόνια του Αυγούστου102.
 Παρά τα οφέλη που αποκόμισαν οι Μεσσήνιοι στα χρόνια του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου, ακολούθησαν σε συνέχεια μια πολιτική «of deliberate seclusion», όπως σημειώνει ο ιστορικός Carl Agnus Roebuck103. Δεν μετείχαν στη δημοκρατική επανάσταση του Άγι της Σπάρτης το -331, ενώ απέφυγαν να πάρουν μέρος και στον πόλεμο του Κοινού των Ελλήνων ενάντια στον Αντίπατρο το -323. Υπέστησαν εντούτοις και αυτοί τις συνέπειες των πολιτικών αλλαγών που επέβαλε ο Αντίπατρος στις πόλεις της Πελοποννήσου, με το να υποχρεωθούν να αποκαταστήσουν τη δύναμη των οπαδιύν του στην πόλη τους και να αναμορφώσουν το πολίτευμά τους σε τιμοκρατική βάση. Ο Πολυπέρχων, που διαδέχθηκε τον Αντίπατρο το -319, και διακήρυξε επ’ ονόματι του Φιλίππου του Αρριδαίου την αποκατάσταση της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων, τοποθέτησε φρουρά στην Ιθώμη. Οι Μεσσήνιοι αντιτάχθηκαν αρχικά το 316 και το 315 στην εισβολή του Κασσάνδρου στην Πελοπόννησο, αλλά αμέσως μετά, το -314, τάχθηκαν με το μέρος του, όταν ο γιος του Πολυπέρχοντα, Αλέξανδρος, πέρασε στο στρατόπεδο του Κασσάνδρου. Φαίνεται ότι η πόλη ελευθερώθηκε με την επέμβάση του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου το -313 και εξασφάλισε για μικρό διάστημα την ηρεμία της, χάρη στη συνθήκη του -311 μεταξύ Κασσάνδρου, Λυσιμάχου, Πτολεμαίου και Αντιγόνου. Η συνθήκη διαλύθηκε ήδη το -308, όταν ο Πτολεμαίος με σύμμαχο τον Κάσσανδρο επιχείρησε να κερδίσει τον έλεγχο της Πελοποννήσου. Ο γιος του Αντιγόνου, Δημήτριος Πολιορκητής, καταλαμβάνει το -307 την Αθήνα, την απαλλάσσει από τη διακυβέρνηση του Δημητρίου του Φαληρέως και την απομακρύνει από την εξουσία του Κασσάνδρου. Ο Πολυπέρχων, στρατηγός τώρα του Κασσάνδρου, ανακαταλαμβάνει πόλεις της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένης της Μεσσήνης, την οποία κρατά έως το -303, όταν ελευθερώνεται και πάλι και εντάσσεται στο ανανεωμένο Κοινό των Ελλήνων. Μετά την ήττα του Αντιγόνου και του Δημητρίου στην Ιψώ το -301, η κατάσταση επέτρεψε την αναβίωση μιας ανεξάρτητης πολιτικής εκ μέρους ορισμένων πόλεων της Πελοποννήσου104. Την αποτυχημένη μάλλον απόπειρα κατάληψης της Μεσσήνης το -295 από τον Δημήτριο, η οποία και κλείνει κατουσίαν την περίοδο, αναφέραμε παραπάνω.
 Με βάση τους τόπους παραγωγής των αγγείων, τα οποία κρίθηκαν ως συγγενέστερα προς τα μεσσηνιακά από άποψη μορφής, μπορεί καταρχήν να υποστηρίξει κανείς ότι στη γεωγραφική περιοχή της δυτικής Πελοποννήσου (Μεσσηνίας, Ηλείας, Αχαΐας) και της Στερεάς (Αιτωλίας, Ακαρνανίας) απαντούν κοινά τεχνοτροπικά στοιχεία στον τρόπο που δομείται η φόρμα των προϊόντων της κεραμικής. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η πολιτιστική συγγένεια και σχέση των «κρατών» της περιοχής αυτής είναι πολύ ευρύτερη, όσον αφορά στην ποικιλία των παραγόμενων τέχνεργων, και προχωρεί μάλιστα βαθύτερα στο χρόνο, χρονολογείται δηλαδή από παλαιότερα. Η όποια εντούτοις κοινή «γλώσσα» διαφοροποιείται οπωσδήποτε σε τοπικές «διαλέκτους» δημιουργικής έκφρασης, οι οποίες μπορεί να είναι και περισσότερες από τα όμορα έθνη που ζούσαν στην παραπάνω γεωγραφική περιοχή. Σημαντικό ρόλο παίζει βεβαίως ο παράγων γεωγραφία, οι προσβάσεις και οι δυνατότητες επικοινωνίας με τα κέντρα της ανατολικής Πελοποννήσου και της Στερεάς, αλλά και της Δύσης, το ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν, το πολιτειακό καθεστώς και η μορφή της οικονομίας. Η αγροτική περιουσία, η γεωκτησία της οικογένειας αποτελούσε τη βάση του οικονομικού βίου και την προϋπόθεση ανάληψης αξιωμάτων από τα άρρενα μέλη της, ιδία μετά την επιβολή της τιμοκρατικής διακυβέρνησης το -323/2. Στη μεσσηνιακή κοινωνία και οικονομία ο πόλεμος, η μισθοφορία και η πειρατεία δεν έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, όπως στην Κρήτη και σε ορισμένες περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας105.
 Ο λεγόμενος ιταλο-αλεξανδρινός «άξονας» που περνούσε από την Κρήτη106, ειδικά τη δυτική, φαίνεται ότι περιλάμβανε και τη Μεσσηνία, όπως σημειώσαμε παραπάνω. Οι πολιτιστικοί δεσμοί Κρήτης- Μεσσηνίας μέσω των Κυθήρων και των Αντικυθήρων είναι πανάρχαιοι και αδιαμφισβήτητοι107. Οι συχνές συναλλαγές Κρητών και Μεσσηνίων επιβεβαιώνονται και από το πλήθος των κρητικών νομισμάτων που έχουν βρεθεί στη Μεσσήνη κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας108. Οι Μεσσήνιοι είχαν και απευθείας εμπορικές επαφές με την Αλεξάνδρεια, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τη συχνή μετάβαση του μεσσήνιου μεγαλεμπόρου Νικαγόρα, στο β' μισό του -3ου αι., στην αυλή του Πτολεμαίου Δ' Φιλοπάτορα (-221/-203) στην Αλεξάνδρεια, για να παραδώσει καλά μεσσηνιακά πολεμικά άλογα (ίππους άγειν τώί βασιλεϊ καλούς των πολεμιστήριων) και όπλα, που του είχαν παραγγείλει (Πλούταρχος, Κλεομένης 35)109.
 Στις εύφορες μεσσηνιακες πεδιάδες δεν έβοσκαν φυσικά μόνο άλογα, αλλά καλλιεργούνταν και σιτηρά, που εξάγονταν κυρίως προς τη Δύση110. Η γεωγραφική θέση της Μεσσηνίας δικαιολογεί και επιβάλλει εμπορικές επαφές και σχέσεις και με τη Δύση, οι οποίες εκδηλώνονται μεταξύ άλλων και με εισαγωγές αγγείων από την Ιταλία, που αρχίζουν με ελάχιστα αρχικά δείγματα ήδη από το τελευταίο τέταρτο του -4ου αι.111. Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και ο προσανατολισμός των εμπορικών σχέσεων της όμορης Ηλείας προς τη Δύση με σημείο επαφών το λιμάνι της Κυλλήνης, την οποία ο Παυσανίας περιγράφει προσφυώς ως τετραμένην προς Σικελίαν και δρμον παρεχομένην νανσίν επιτήδειον112. Τον ίδιο ρόλο με την Κυλλήνη έπαιζαν για τη Μεσσηνία τα λιμάνια της Πύλου και της Κυπαρισσίας113. Στην Κυπαρισσία μετέφεραν τιμητικά με πλοίο οι Λευκάδιοι το μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα, ο οποίος είχε μεταβεί στο νησί τους για να επισκευάσει το λατρευτικό άγαλμα της Αφροδίτης Λιμενίδος114.
 Οι εισαγωγές προϊόντων στη Μεσσηνία και σε όλη τη Δυτική Ελλάδα από την Αδριατική πολλαπλασιάζοντας όπως ήταν αναμενόμενο, μετά το -146 και κορυφώνονται στα χρόνια του Αυγούστου και του Τιβερίου, όταν εγκαθίστανται στην πόλη Ρωμαίοι πολίτες, οι οποίοι μεταφέρουν φυσικά τις συνήθειες και τις προτιμήσεις τους σε αγγεία και σκεύη, τα οποία αναπαράγονται από τα τοπικά εργαστήρια115. Μια πολυπληθέστατη φυλή που ονομάστηκε φυλή «Ξένων και Ριυμαίων» ήλθε να προστεθεί στις πέντε παλαιές φθίνουσες φυλές της Μεσσήνης στα χρόνια του Αυγούστου, προκειμένου να περιλάβει τους Έλληνες οικονομικούς μετανάστες από άλλες πόλεις και κυρίως τους Ρωμαίους και τους απελεύθερους. Η φυλή αυτή αφομοιώθηκε από τις πέντε παλαιότερες προς τα τέλη του +1ου αι.116.
Στο σύνολο των αγγείων από το φρέαρ του Εκκλησιαστηρίου της Μεσσήνης, οι πολλές όμοιες οινοχόες είναι ένα στοιχείο που έχει ήδη επισημανθεί, καθώς επίσης η μοναδικότητα της όλπης, της αρυβαλλοειδούς ληκύθου, της κύλικος Βolsal, του μαστού, του κάλυκα και του ημίτομου σκύφου που δίνουν έναν ιδιαίτερο τόνο στην εικόνα. Η εικόνα εντούτοις αυτή αντανακλά μία μόνο όψη του μεσσηνιακού βίου, γιατί απουσιάζουν προς το παρόν σύγχρονα ανάλογα δείγματα, προερχόμενα από αδιατάραχτα οικιστικά ή κλειστά ταφικά σύνολα της πόλης. Φανερώνει, ωστόσο, παρά την ειδική λειτουργία της, τα εξής χαρακτηριστικά: κλίση προς παλιές ογκηρές φόρμες, αστάθεια στο πλάσιμο, ευτελές αμαυρό γάνωμα, αντιγραφή σχημάτων που παράγονται στα μεγάλα κέντρα, αποφυγή διακόσμησης και πολυχρωμίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποκαλύπτουν μια κοινωνία συντηρητική, οικονομικά αυτάρκη και μάλλον κλειστή, ανταγωνιστικά και με δυσπιστία συμπεριφερόμενη προς τη γειτονική Σπάρτη, εξαρτημένη και προσκολλημένη στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, από τις οποίες άγεται και φέρεται, ανήμπορη να ασκήσει δική της ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, με πολίτευμα τιμοκρατικό και με οικονομία στηριγμένη στη γεωργία. Η γεωργία ερχόταν πρώτη στην ιεραρχία των ασχολιών, όπως σημειώσαμε παραπάνω, με δεύτερο το εμπόριο και τρίτες τις βάναυσες τέχνες, στις οποίες ανήκαν και τα κεραμικά εργαστήρια117.




Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ

 Η ταχύτητα διάδοσης των μορφών και των τύπων στην κεραμική είναι ομολογουμένως εκπληκτική, σε σημείο που να διερωτάται ενίοτε κανείς, αν δημιουργούνται αρχικά σε ένα και μόνο κέντρο, όπως ήταν η Αθήνα, από το οποίο και συντελείται ταχύτατα η διασπορά τους προς την περιφέρεια, όπου υιοθετούνται χωρίς καθυστέρηση και αντιγράφονται πιστά ή παραλλάσσονται κατά το τοπικό αισθητήριο και την τοπική καλλιτεχνική παράδοση, το τοπικό πολιτισμικό υπόστρωμα. Ακόμα και η Αθήνα δεχόταν εισαγωγές ξένων προϊόντων κεραμικής, τουλάχιστον κατά το -2ο και τον -1ο αι., από κέντρα της Μικράς Ασίας, της Συρο-Παλαιστίνης και της Ιταλίας, και προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της προχωρούσε τάχιστα και χωρίς δισταγμό στην παραγωγή απομιμήσεων είτε απευθείας από τα πήλινα είτε από τα εισηγμένα μεταλλικά πρότυπά τους118. Οι μορφολογικές διαφοροποιήσεις κατά τόπους σε σχήματα αγγείων κοινά και ευρύτατα διαδεδομένα είναι συχνά ανεπαίσθητες, σχεδόν μη διακριτές, σε βαθμό που να μπορούμε πράγματι να μιλάμε για μια ελληνιστική «κοινή» κεραμική γλώσσα των ανατολικών πρώτιστα περιοχών, με πολλές φυσικά τοπικές «λαλιές». Έχει υποστηριχθεί με πειστικά επιχειρήματα ότι στα τέλη του 4ου και τις αρχές του -3ου αι., κατά το χρονικό δηλαδή διάστημα παραγωγής και απόρριψης του περιεχομένου του φρέατος της Μεσσήνης, ο αθηναϊκός Κεραμεικός παίζει σημαίνοντα ρόλο στη διάδοση σχημάτων και τύπων σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και του Αιγαίου και δίνει τον τόνο σε μια «κοινή» που χαρακτηρίζεται από ορισμένους αττική119.
 Η αναπαραγωγή και υιοθέτηση σχημάτων αγγείων και σκευών που παράγονται στα μεγάλα αττικά και κορινθιακά κέντρα στην πρώιμη φάση της ελληνιστικής περιόδου, τη Μικρά Ασία και την Ιταλία στην ύστερη φάση, είναι φαινόμενο που δεν περιορίζεται στη Μεσσηνία, αλλά χαρακτηρίζει πολλά περιφερειακά εργαστήρια, όπως για παράδειγμα αυτά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας120. Η υψηλή ποιότητα των προϊόντων του αθηναϊκού Κέραμέικού ήταν φυσικό να ασκούσε κατά κύριο λόγο έλξη στις αγορές περιοχών με απολυταρχικά πρωτίστως καθεστώτα, που διέθεταν βασικά προϊόντα για ανταλλαγή, όπως ξυλεία και σιτάρι, καθώς και ρευστό σε χρυσό και άργυρο, όπως η Σκυθία, η Θράκη και η Μακεδονία. Τα αίτια της εισαγωγής ή μάλλον της άμεσης υιοθέτησης και της πιστής αναπαραγωγής ορισμένων σχημάτων αττικών αγγείων από περιοχές της Ανατολικής και της Δυτικής Ελλάδας ποικίλλουν και θα πρέπει να αναζητοΰνται κάθε φορά. Ο βαθμός αποδοχής και υιοθέτησης σχημάτων και σε τελευταία ανάλυση επιρροής του κέντρου προς την περιφέρεια εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες που απαιτούν διερεύνηση121. Στις περιπτώσεις πάντως αυτές δεν μπορούμε να μιλάμε για εμπόριο και εισαγωγές αγγείων, ευτελούς μάλιστα αξίας και κοινής καθημερινής χρήσης, αλλά περισσότερο για μια μορφή συρμού, μόδας, η οποία γεννιέται στα κοσμοπολίτικα κέντρα της εποχής, όπως η Αθήνα, η Κόρινθος και άλλα κατά καιρούς κέντρα, όπως η Πέργαμος και η Αλεξάνδρεια, και διαδίδεται άμεσα και ευρύτατα, βρίσκοντας κατά τόπους δουλικούς ή εμπνευσμένους μιμητές. Η μόδα, σύμφωνα με τα λεξικά, όπως η εγκυκλοπαίδεια Βrockhaus, ορίζεται ως «η ταχεία αλλαγή στην ενδυμασία (και όχι μόνο) και στα επιμέρους στοιχεία της, το κόψιμο, το χρώμα και το υλικό... Χαρακτηριστικό της μόδας είναι το παράλογο της αλλαγής. Η νέα μόδα κατασκευάζεται και κατευθύνεται κάθε φορά από παραγωγούς ενός υλικού ή από έναν ενδιάμεσο κλάδο εξειδικευμένης εργασίας, που δημιουργούν αγορές και κέρδη για τον εαυτό τους. Κοινωνιολογικά και ψυχολογικά η μόδα στηρίζεται στην τάση για ανανέωση, αλλά και σε μια εξασθένηση των κινήτρων για εμμονή στα παραδοσιακά και την επιδίωξη της διαφοροποίησης», σε μια εξασθένηση δηλαδή των αντιστάσεων122. Σύμφωνα με τα κριτήρια του ορισμού αυτού, η δυναμική της μόδας φαίνεται ότι δεν ήταν ξένη προς τις αρχαίες αντιλήψεις και συμπεριφορές, όπως σημειώνει η Αναστασία Πεκρίδου-Gorecki, η οποία προσθέτει ότι ο ρυθμός της μόδας δεν σχετίζεται αναγκαστικά με την εξέλιξη και την αλλαγή της τεχνοτροπίας123.
 Πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα, όπου λάμβαναν χώρα και πανελλήνιοι αγώνες, όπως η Ολυμπία, οι Δελφοί και άλλα πολυσύχναστα ιερά, έπαιζαν οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο ως χώροι συνάντησης, γνωριμίας, ανταλλαγής και διάδοσης ιδεών και πραγμάτων, μέσω των ανθρώπων που τα μετέφεραν, τα χρησιμοποιούσαν ή τα ανέθεταν124. Η εξάρτηση βέβαια τιον μεσσηνιακών εργαστηρίων κεραμικής από αυτά της όμορης και συμμάχου Ηλείας ήταν αναπόφευκτη και δικαιολογημένη για λόγους όχι μόνο γεωγραφικούς αλλά και πολιτικούς, μετά την ίδρυση της ελεύθερης και αυτόνομης Μεσσηνίας το -369 από τους Θηβαίους και τους συμμάχους τους Ηλείους, Αρκάδες και Αργείους και την απαλλαγή από τη μακρόχρονη σπαρτιατική κατοχή. Οι νέες τάσεις δεν εκφράζονταν τόσο μέσω των ευτελών πήλινων όσο μέσω των πολύτιμων μεταλλικών αγγείων και σκευών, όπως τα βλέπουμε να απαριθμούνται στους καταλόγους των θησαυροφυλακίων125. Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι στην υιοθέτηση ενός προϊόντος του συρμού και στην αναπαραγωγή και διάδοσή του όλως ιδιαίτερη σημασία είχε η συμβολική αξία που αποκτούσε αυτό και ο ρόλος που έπαιζε ως αντικείμενο κοινωνικής διάκρισης, κύρους και προβολής126.
 Ουσιαστική υπήρξε μέχρι σήμερα η συμβολή ερευνητών, οι οποίοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη μελέτη της κεραμικής, όπως της Susan Rotroff, του Jean-Paul Morel, της Ηούς Ζερβουδάκη, της Στέλλας Δρούγου και άλλων, στη διερεύνηση των παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση του κάθε τοπικού χαρακτήρα, στις τοπικές ιδιαιτερότητες των εργαστηρίων127. Έχει παραταύτα κανείς την αίσθηση ότι το τοπίο είναι ακόμη θολό και η εικόνα ελλιπής. Πέρα από το θεωρητικό πλαίσιο, τις διαπιστώσεις και τους αφορισμούς, μας χρειάζεται το συγκεκριμένο παράδειγμα, πάνω στο οποίο θα στηρίξουμε την ερμηνευτική μας σε σχέση με τα τοπικά χαρακτηριστικά. Απαιτείται καταρχήν η γνώση μεγάλου αριθμού προϊόντων κεραμικής από μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια, τα οποία μάλιστα να καλύπτουν χρονικά όλο το διάστημα της ελληνιστικής περιόδου, προκειμένου να μορφώσει κανείς γνώμη για τα χαρακτηριστικά των τοπικών «κεραμικών διαλέκτων» σε αντιπαραβολή με εκείνες άλλων περιοχών. Με το σύνολο ενός τέτοιου υλικού ανά χείρας, που δυστυχώς μόνο για την Αθήνα υπάρχει δημοσιευμένο σε ικανοποιητικό βαθμό, μπορεί κανείς να προχωρήσει με σχετική ασφάλεια στην αναγνώριση των τοπικών χαρακτηριστικών της κεραμικής παραγωγής μιας γεωγραφικής ενότητας και να επιδοθεί σε συνέχεια στην αναζήτηση των παραγόντων που διαμορφώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Πέρα από τις ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις σε λεπτομέρειες των σχημάτων, την ποιότητα των γανωμάτων, την επιλογή των διακοσμητικών θεμάτων και κυρίως την οργάνωση και τη σύνθεσή τους, υπάρχουν και άλλα δεδομένα που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην αναζήτηση των ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών παραμέτρων που γεννούν τις διαφορές128. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η κεραμική λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνικής σύνθεσης, των οικονομικών σχέσεων και των εμπορικών επαφών. Άλλωστε η άποψη, που θέλει τα πράγματα (κάθε μορφής τέχνεργα, συμπεριλαμβανομένων των αγγείων) να αποτελούν αυτά καθεαυτά «κοινωνικά φαινόμενα», έχει υποστηριχθεί από διακεκριμένους ερευνητές και έχει τύχει ευρύτερης αποδοχής129. Σήμερα, απαλλαγμένοι από την καταπίεση του αρχαιολογικού θετικισμού, αντιμετωπίζουμε και πάλι την αρχαιολογία από την άποψη της μεθόδου ως ιστορία και όχι ως σκληρή επιστήμη. Η μέθοδός μας, η κοινή κατουσίαν λογική, εφαρμόζεται τόσο στην προϊστορική όσο και στην αρχαιολογία των ιστορικών χρόνων ανάλογα με τα κάθε λογής συμφραζόμενα, τα ιστορικά (μακροπρόθεσμα ή μη), τα κονωνικά, τα οικονομικά, τα πολιτικά και τα πολιτισμικά συμφραζόμενα, τα οποία και καθορίζουν το χαρακτήρα και το νόημα του αρχαιολογικού υλικού130.
 Με μια πρώτη ματιά στο διαθέσιμο υλικό διαπιστώνουμε ότι ορισμένες περιοχές εμφανίζονται να τρέφουν προτιμήσεις προς συγκεκριμένες κατηγορίες σχημάτων αγγείων, τα οποία και χαρίζουν έναν ιδιαίτερο εγχώριο τόνο στο οικιακό, λατρευτικό ή ταφικό σύνολο. Είναι, επίσης, γνωστό ότι από τα προϊστορικά ήδη χρόνια άλλα σχήματα αγγείων επιλέγονται και προτιμώνται για να συνοδεύσουν το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, άλλα για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών στις ιδιωτικές κατοικίες και άλλα για λατρευτικές και αναθηματικές χρήσεις131. Τα σύνολα αγγείων που είναι δυνατό να συμβάλουν, σε ένα πρώτο τουλάχιστον στάδιο, στον καθορισμό αυτού που ονομάζουμε τοπικός χαρακτήρας και που θα μπορούσε καλύτερα να ορισθεί ως πολιτισμική ταυτότητα των τοπικών κοινωνιών, είναι κατά κύριο λόγο τα κλειστά ταφικά σύνολα κάθε γεωγραφικής ενότητας, εντεταγμέ- να φυσικά μέσα σε αυστηρά χρονικά πλαίσια και ει δυνατόν ταξικά χαρακτηρισμένα132. Μέσα από τέτοια σύνολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τις τοπικές προτιμήσεις σε σχήματα αγγείων. Παραθέτω ενδεικτικά και μόνο ορισμένα παραδείγματα:
 Από τον -3ο αι. και εξής, σχεδόν σε κάθε τάφο της ανατολικής Λοκρίδας παρατηρείται η σταθερή παρουσία μιας ιδιόμορφης τοπικής άβαφης πρόχου, καθώς και η έντονη παρουσία ιχθυοπινακίων, όπως σημειώνει η ανασκαφέας, η οποία προσθέτει επιπλέον ότι «η επιλογή των στοιχείων και των τύπων των αγγείων που υιοθετούνται κάθε φορά είναι ίσως αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, όπως οι ικανότητες των κεραμέων, οι προτιμήσεις της πελατείας τους ή, ακόμη, και οι τοπικές συνήθειες και δοξασίες, όπως π.χ. ποιους τύπους αγγείων υπαγόρευε η τοπική παράδοση για χρήση κατά την ταφή ή για την κτέριση του νεκρού»133. Καίριες οι παρατηρήσεις αυτές της Φανουρίας Δακορώνια. Πού οφείλεται όμως η επιμονή των τοπικών κοινωνιών της Αταλάντης, του Μεγαπλατάνου και των Λιβανατών, να κτερίζουν τους νεκρούς τους σταθερά με μία εγχώρια άβαφη πρόχου, εκτός από τα αττικής έμπνευσης υπόλοιπα αγγεία που τοποθετούσαν στον τάφο;
 Κατά τον ίδιο τρόπο στην Άμβροσσο της όμορης Φωκίδας από τον -4ο αι. και εξής και σε όλη τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, σε κάθε σχεδόν τάφο εμφανίζεται ένας άβαφος ντόπιος μικρός αρυτήρας, που ορισμένοι επιμένουν να τον ονομάζουν οινοχόη, ενώ άλλοι χύτρα134. Το γεγονός ότι το υγρό, που αντλούσαν με τον αρυτήρα, το ζέσταιναν προηγουμένως πριν το πιουν, το προσφέρουν ή το μεταγγίσουν, τοποθετώντας τον αρυτήρα δίπλα στην εστία, δεν μας υποχρεώνει να τον χαρακτηρίσουμε ως χύτρα135. Το σχήμα αυτό αγγείου, που έχει μεταλλικά παράλληλα, ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στο βορειοελλαδικό γενικά χώρο, κυρίως τη Μακεδονία136. Φαίνεται ότι από εκεί μεταφέρθηκε στη Θεσσαλία, τη Φωκίδα, τη Λευκάδα, τη Θεσπρωτία, την Ηλεία και ενδεχομένως και σε άλλες περιοχές, όπου απαντούν σποραδικά αρυτήρες σε τάφους του -4ου και του -3ου αι.137. Η συχνή μάλιστα παρουσία των αρυτήρων ειδικά σε τάφους του περιβόλου 2 της Λευκάδας, αποδίδεται από τους μελετητές σε πιθανή μακεδονική καταγωγή των ενταφιασμένων κατόχων τους138. Η καταγωγή του σχήματος του αρυτήρα ανάγεται κατά τη γνώμη μου στα μόνωτα πήλινα κύπελλα της πρώιμης εποχής του Σιδήρου στη Μακεδονία139. Στους Κορίνθιους εντούτοις, οι οποίοι από τα μέσα του -8ου αι. κάνουν την εμφάνισή τους στα παράλια του Ιονίου, ενώ στα μέσα του -7ου αι. ιδρύουν σημαντικές αποικίες, πρέπει να οφείλεται η απόδοση σε χαλκό του παραδοσιακού αυτού για το βόρειο χώρο σχήματος. Η παρουσία μεταλλικών αρυτήρων ως κτερισμάτων σε τάφους νομάδων της περιοχής, του -6ου και του -5ου αι., φανερώνει την προτίμησή τους από την τοπική κοινωνία, την ειδική χρήση τους στις ποιμενικές προφανώς εργασίες, καθώς και την ευφυή προσαρμογή των Κορίνθιων χαλκουργών στο αισθητήριο και τις ανάγκες της κοινωνίας αυτής140. Μόλις τον -4ο αι. πραγματοποιείται η συγκέντρωση των διάσπαρτων ποιμενικών πληθυσμών της Ηπείρου στις νέες οχυρωμένες ακροπόλεις με συνέπεια και τη ριζική αλλαγή των παραγωγικών και των κοινωνικών δομών141. Η παραγωγή πήλινων αρυτήρων φαίνεται ότι συνέχισε τη δική της παράλληλη προς τους χάλκινους πορεία και μετά την αστικοποίηση και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις επηρεάστηκε από αυτούς, όπως δείχνει η τάση να αποδοθεί το σχήμα περισσότερο γωνιώδες, περισσότερο κυλινδρικό από ό,τι σφαιρικό και με λιγότερο έντονη την κύρτωση της βάσης. Μακεδονική πάντως προέλευση πρέπει νομίζω να δεχθούμε όχι μόνο για το σχήμα του αρυτήρα, αλλά και για άλλες κατηγορίες ή τύπους αγγείων και σκευών που επιχωριάζουν στη Μακεδονία και στο βόρειο γενικότερα χώρο142.
 Μετά τους ντόπιους «μακεδονικούς» αμφορίσκους, που αποτελούν το κατεξοχήν χαρακτηριστικό αγγείο προτίμησης στα κτερίσματα των ελληνιστικών τάφων της Μακεδονίας143, έρχονται οι αγάνωτοι (άβαφοι) αρυτήρες, όμοιοι με αυτούς της Λευκάδας και της Φωκίδας144. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται μια τάση «εξωραϊσμού» των αγάνωτων και ασταθών αρυτήρων, οι οποίοι πλάθονται με μεγαλύτερη προσοχή και καλύπτονται μερικώς με γάνωμα145. Αμφορίσκοι μακεδονικού τύπου απαντούν σποραδικά και σε τάφους της Θεσσαλίας, της ανατολικής Λοκρίδας και της Ήλιδας, όπου αποτελούν προϊόντα τοπικών εργαστηρίων, κυρίως του ά μισού του -3ου αι.146.
 Χαρακτηριστική και ανάλογη είναι, νομίζω, και η περίπτωση της φωκικής Μεδεώνας. Σε πολλούς τάφους, ανάμεσα στα μελαμβαφή ακόσμητα ή διακοσμημένα στο ρυθμό της «Δυτικής Κλιτύος» αγγεία, ξεχωρίζει με τη «λαϊκή» εμφάνισή της μια αγάνωτη κοντόχοντρη οινοχόη με φουσκωτή κοιλιά και τη μεγάλη διάμετρο συνήθως χαμηλά147. Η οινοχόη μάλιστα 115 bis 1 με τη στριφτή λαβή, το ιδιόμορφο σχήμα και την πρωτόγνωρη διακόσμηση με κατακόρυφα αυλάκια παραπέμπει σε αγγεία της εποχής του Σιδήρου από την Κεντρική Ελλάδα148. Παρόμοια εμφάνιση και διακόσμηση έχει μια αγάνωτη οινοχόη του τέλους του -4ου, αρχών -3ου αι. από τη Λευκάδα149.
 Η παρουσία των χονδροειδών, αγάνωτων και ασταθών αγγείων, όπως οι αρυτήρες, που μπορούν να χαρακτηρισθούν «οπισθοδρομικά» σε σχέση με την υπόλοιπη επιμελημένη γενικώς μελαμβαφή και διακοσμημένη κεραμική, που συνοδεύει τους νεκρούς πόλεων ακμαίων και κοσμοπολίτικων, όπως η Πέλλα, η Βέροια, η Αμβρακία, αλλά και η φωκική Άμβροσσος, μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας των τοπικών κοινωνιών. Ένα στοιχείο, που μαζί με τις τοπικές παραδόσεις και τους μύθους, τα χαμένα τραγούδια και τους χορούς, τις τελετουργίες της καθημερινής ζωής, συνέθετε την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα των τοπικών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες επιθυμούσαν να κρατήσουν την ιδιαιτερότητά τους και «αντιστέκονταν», αλλού αδύναμα και αλλού σθεναρά, ενάντια στη γενικευμένη εισβολή των νέων πολιτιστικών στοιχείων από τα μεγάλα αττικά, κορινθιακά, ιωνικά κέντρα και στην επικράτηση της ισοπεδωτικής «κοινής»150. Στις ραγδαία μεταβαλλόμενες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες της ελληνιστικής περιόδου αντιπαρατίθενται ορισμένες σταθερές παραδοσιακές i.e. συντηρητικές πολιτισμικές δομές στην περιφέρεια του ελλαδικου κορμού, όπως και στην Ανατολή και τη Δύση, παρά τα ανοίγματα προς το κοσμοπολίτικο περιβάλλον που παρατηρούνται και εκεί και την έξοδο γενικά των τοπικών κοινωνιών από την απομόνωση151. Η εντός εισαγωγικών αυτή «αντίσταση» δεν ήταν αποτέλεσμα πολίτικου προγράμματος, αλλά μια άλογη περισσότερο διεργασία, όπως σημειώσαμε και παραπάνω, μιλώντας για τη λειτουργία της επιβολής των νεωτερισμών της μόδας152.
 Την ίδια με τους αγάνωτους αρυτήρες και τις οινοχόες της Μεδεώνας έννοια μπορεί κατά τη γνώμη μου να αποδώσει κανείς στη σταθερή παρουσία του κατεξοχήν εγχώριου παραδοσιακού αγγείου, της νεστορίδας153, ενίοτε και μιας αγάνωτης εγχώριας παραδοσιακής πιατέλας, σε τάφους της χερσονήσου της Σαλεντίνης (που οι Έλληνες αποκαλούσαν Μεσσαπία), μαζί με στιλπνά μελαμβαφή και αλλά «νεωτερικά» αγγεία, κυρίως του ρυθμού Gnathia (αλλιώς Egnazia)154. Ο γερμανικός όρος Glanztonkeramik αποδίδει, πιστεύω, καλύτερα την ποιότητα και κυρίως τη λάμψη της κεραμικής αυτής του συρμού, από ό,τι ο ελληνικός όρος «μελαμβαφής» κεραμική155. Ο ρυθμός Gnathia παραγόταν κυρίως στον Τάραντα από το -360 περίπου έως τα τέλη του -3ου αι., καθώς και σε άλλα εργαστήρια της Απουλίας, της Καμπανίας και της Σικελίας, και σχετίζεται άμεσα με το ρυθμό της «Δυτικής Κλιτύος» που παράγεται την ίδια περίπου περίοδο στα εργαστήρια της κυρίως Ελλάδας156. Η οικονομική ακμή στην περιοχή της Μεσσαπίας, κατά τη μετάβαση από τον 4ο στον -3ο αι., είναι διαπιστωμένη και μελετημένη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τον Francesco D’Andria157. Η ανερχόμενη τοπική άρχουσα τάξη (familiae illustres), προσπαθεί να προβληθεί κοινωνικά ποικιλοτρόπως, ιδία με την κατοχή αντικειμένων κύρους και την κτέριση των νεκρών με λαμπερά «νεωτερικά» αγγεία. Τα ταφικά σύνολα αποδεικνύουν, κατά τον D’Andria, «την παγίωση μιας μέσης αστικής τάξης συνδεδεμένης με τις αγροτικές δραστηριότητες», συντηρητικής δηλονότι και στενά πάντα δεμένης με τη γη και την τοπική παράδοση158. Ο D’Andria προσθέτει ότι οι μνημειώδεις υπόγειοι τάφοι με τοιχογραφίες στη βόρεια και με αγάλματα και ανάγλυφα στη νότια Μεσσαπία (Λουπία, Βαύστα, Σαλβία), «είναι οι χώροι ταφής της τοπικής άρχουσας τάξης που αποτελούν συνάμα τα τελετουργικά σημεία αυτοπροβολής των μεσσάπιων αριστοκρατών»'Λ
Τα μόνα πήλινα αγγεία που περιείχαν οι έξι κιβωτιόσχημοι κτερισμένοι τάφοι του τέλους του 4ου-αρχών του -3ου αι. του τύμβου της Νικήσιανης ήταν δυο αλάβαστρα (τάφοςΑ), οκτώ κοτύλες-σκυφοι (Α, Δ, Ε και ΣΤ) και επτά οξυπύθμενοι αμφορείς (Α, Β και Γ). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δυο κοτύλες του τάφου Δ περιείχαν τέφρα, ενώ ο ερυθρόμορφος από τον ίδιο τάφο 23 χάλκινα νομίσματα. Εξηντατέσσερα χάλκινα νομίσματα και μία αργυρή δραχμή Αλεξάνδρου Γ περιείχε η κοτύλη του τάφου ΣΤ159 160. Η πολυτέλεια και η ποικιλία των μεταλλικών αγγείων έρχεται σε αντίθεση προς τη μονοτονία της εναλλαγής δύο βασικά σχημάτων, αν εξαιρέσουμε τα αλάβαστρα. Η χρήση των κοτυλών ως τεφροδόχων και θησαυράριων από την άλλη μεριά αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση.
 Αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία των πολλών σχετικά οξυπύθμενων αμφορέων αποθήκευσης και μεταφοράς κρασιού, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται ανάμεσα στα συνήθη κτερίσματα τάφων σε περιοχές εκτός της Θράκης και της Σκυθίας. Η άμπελος, που εισήχθη από τη Νότια Ελλάδα, βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Θράκη, ιδιαίτερα στην Τορώνη, τη Μένδη, τη Μαρώνεια και τη Θάσο, σημαντικά αστικά κέντρα παραγωγής υψηλής ποιότητας κρασιού, τα οποία επέλεγαν μάλιστα διονυσιακά θέματα και ως εμβλήματα των νομισμάτων τους161. Ο λόγος του Δημοσθένη, «Προς την Λακρίτου παραγραφήν» (10-13), παρέχει σημαντικότατες πληροφορίες για το εμπόριο του κρασιού από τη Θράκη, συγκεκριμένα τη Μένδη προς τον Βόσπορο, τους κινδύνους που αυτό συνεπαγόταν, αλλά και για τα τεχνάσματα που μετέρχονταν οι έμποροι προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους162. Η συνήθεια να τοποθετούν αμφορείς κρασιού ως κτερίσματα σε τάφους στη Σκυθία χρονολογείται τουλάχιστον από τον -5ο αι.163. Δεν μπορεί παρά να σχετίσει κανείς την παρουσία τους στους τάφους με τις μαρτυρίες για την οινοποσία άκρατου οίνου, τη σκυθικήν άκρητοποσίην164, καθώς και το ρόλο της αμπέλου, του κρασιού και φυσικά του Διονύσου και του Ορφέως στις μεταθανάτιες δοξασίες των κατοίκων των βόρειων αυτών περιοχών165. Το κρασί εξάλλου χρησιμοποιείται με τελετουργικό τρόπο και για το σβήσιμο της νεκρικής πυράς από τη γεωμετρική εποχή έως τα ύστερα χρόνια και στην Ελλάδα166.
 Οι 19 πήλινες όλπες, σε σύνολο 42 αγγείων, οι οποίες τοποθετούνται σχεδόν σε κάθε ταφή του μεγάλου λαξευτού τάφου των αρχών του -3ου αι. στα Χανιά, δίνουν νομίζω τον ιδιαίτερο τόνο. Είναι κακοπλασμένα στην πλειονότητα και μισογανωμενα αγγεία με αδρή επιφάνεια167. Φαίνεται να αποτελούν (προς το παρόν τουλάχιστον) τοπικά περιορισμένο χαρακτηριστικό της Κυδωνιάς και όχι όλης της Κρήτης168. Η άμεση σχέση τους πάντως με την Αλεξάνδρεια, όπου το σχήμα αυτό αγγείου θεωρείται πολύ συνηθισμένο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, αν θελήσει κανείς να εξηγήσει την έντονη παρουσία τους στην Κυδωνιά, την οποία κατοικούσαν Σάμιοι και Αιγινήτες άποικοι169. Ακόμη και αν το σχήμα σχετίζεται με νεκρικές τελετουργίες (για παράδειγμα λάδωμα του νεκρού), είναι κατά τη γνώμη μου προφανής η τάση σύνδεσης μιας ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης της πόλης με την Αλεξάνδρεια, της οποίας οι δεσμοί γενικά με την Κρήτη από τα τέλη του -4ου αι και εξής είναι ιδιαίτερα στενοί και αναφέρονται στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και το μισθοφορικό επάγγελμα, πηγές πλούτου για την Κρήτη και αφορμές ανοιγμάτων της κλειστής κρητικής κοινωνίας προς τον έξω κόσμο170. Οι εύποροι Κυδωνιάτες του τέλους του -4ου και του -3ου αι. Ευρύλοχος, Ευμαρίδας και Χαρμίων Ευμαρίδα φαίνεται ότι ασκούσαν και εμπόριο δούλων171. Η επωνυμία «Αρειοφάτας» ενός από τους νεκρούς του ταφικού θαλάμου Θ, του Παγκλή Παγκλέους, είναι ενδεχόμενο να είχε σχέση με τις πολεμικές του επιδόσεις και τη φήμη που απέκτησε ως μισθοφόρος στο στράτευμα των Πτολεμαίων172. Η άποψη που υποστήριξε η Juliette de la Genière, ότι οι μισθοφόροι μεταφέρουν κατά κανόνα σύνολα αγγείων, καθώς και τη χρήση ορισμένων σχημάτων στη χώρα τους, όταν επιστρέφουν από τα κέντρα όπου υπηρέτησαν, φαίνεται να ισχύει για τους Κρήτες173. Τις σχέσεις της Κυδωνιάς με την Αλεξάνδρεια προβάλλει κατά τον καλύτερο τρόπο και η μορφή του υπόγειου λαξευτού τάφου με τους εγκάρσιους loculi, που είναι πολύ συνηθισμένος και διαδεδομένος κυρίως στην Αλεξάνδρεια, το Φαγιούμ και τη Χάντρα174. Στο Φαγιούμ μάλιστα ζούσε κοινότητα Κρητών και άλλων εθνοτήτων, όπου οι Κρήτες κατά κανόνα αναδείκνυαν τους αξιωματούχους και τις αστυνομικές αρχές175.

Πέτρος Θέμελης
Πρώιμη ελληνιστική κεραμική από τη Μεσσήνη

Σημειώσεις:
1 Π. Θέμελης, ΠΑΕ 1996,148-149, πίν. 60 και 61β-ε.
2 Για τους χρόνους ανέγερσης του Ασκληπιείου στα τέλη του -3ου αι., βλ. Ρ. Themelis, Damophon von Messene. Sein Werk im Lichte der neuen Ausgrabungen, AntK 36 (1993), 24-40· ο ίδιος, Damophon of Messene. New Evidence, στο K. Sheedy (εκδ.), Archaeology in the Peloponnese. New Excavations and Research, Oxford 1994, 1-37 ο ίδιος, Damophon, στο O. Palagia - J.J. Pollitt (εκδ.), Personal Styles in Greek Sculpture, Oxford 1996, 154-187 E.-A. Χλέπα, Οι οίκοι της δυτικής πτέρυγας του Ασκληπιείου, Αθήνα 2001, 64.
3 Π. Θέμελης, ΠΑΕ 1993, 57-59, εικ.2, πίν.32β-γ-34α· 1994, 86-88, πίν.35-39·1995, 60-63, εικ.1, πίν.13β· 1996, 144, εικ.2, πίν.58α, γ και 59·Θέμελης 2000, 15-24, εικ.10-20.
4 Β.Α. Sparkes, Greek Pottery. An Introduction, New York 1991, 26-27.
5 Agora IV, 72, αριθ.350, πίν.10 και 38. Miller 1974, 239, πίν. 34, αριθ.7. Jones et al. 1973, 381, αριθ. 47, εικ. 6, πίν. 74. Kerameikos XI, 26-29, αριθ. 105, τύπος RSL, πίν.20-21. Fr.-W. Hamdorf, Schichtfunde der Grabung 1967/68, Kerameikos X, 211, εικ. 234. Πρβλ. και Corinth IV, 45-46, πίν. Ill, Type VIF Isthmia III, πίν.3 Bovon 1966, 22, αριθ.106-108, πίν. 3'Bailey 1975, 50-51 και 58, πίν.15 και 16· Λ. Παρλαμά- Ν. Σταμπολίδης (επιμ.), Η πόλη κάτω από την πόλη. Ευρήματα από τις ανασκαφές του μητ ο απολιτικού σιδηροδρόμου των Αθηνών, κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 2001, 99, αριθ.77 (-300/-275) και 379, αριθ.434 (-325/-300).
6 Miller 1974, 239, πίν.34, αριθ.74.
7 S.G. Schmid, Early Hellenistic Pottery from a Well in Eretria, ΕΈλλΚερ, 361-371, αριθ.74, πίν. 189-190- η κεραμική της Ερέτριας έχει άλατα χαρακτηριστικά της αττικής κεραμικής.
8. R. Metzger, Funde aus einem Brunnen in Gebäude IV in Eretria, ΕΈλλΚερ, 352-355, πίν.177.
9 Παρλαμά 1972, 220, εικ.20. Ρ. Προσκυνητοποΰλου, Δυο χάλκινοι κάδοι από τη Σκυλλουντία της Ηλείας, ΑΔ 34 (1979), Μελέτες, 110, πίν.46. Coleman 1986, 99, πίν.41, D89. Χατζή 1980, 57, σχέδ. 21, πίν. 11ε. Θέμελης 1994, 152-153, όπου και άλλα παραδείγματα και σχόλια για την εξέλιξη του σχήματος των λύχνων. Ξ. Αραπογιάννη, Νεκροταφεία κλασικών χρόνων στον Σταφιδόκαμπο Ηλείας, ΑΕ 1999, 182, εικ.49 (Π 4915) και 208, εικ.98 (Π 4984). C. Rogl, Öllampen der Stadt Elis, ÖJh 65 (1996), 166. I. Ανδρέου, Ελληνιστική κεραμική από τα .νεκροταφεία της αρχαίας Αευκάδος, ΓΈλλΚερ, 200-201 με σημ.19, πίν.144β. Φ. Ζαφειροπούλου, Τάφοι στο Τριχόνιο Αιτωλίας, ΕΈλλΚερ, 324, πίν.163γ. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου 1994, 366, BE 8608, πίν.274α, 282α-β. Δρούγου, Αύχνοι Πέλλας, 36-44, αριθ. 38, 42-44, 56-61 (δεν βλέπω μορφολογικές διαφορές μεταξύ μελαμβαφών και αγάνωτων λύχνων τέτοιες που να δικαιολογούν διαφορετική χρονολόγηση ή προέλευση). Μ. Διλιμπάκη-Ακαμάτη, Ανατολικό νεκροταφείο Πέλλας, Ανασκαφή 1989, ΑΔ 44-46 (1989-1991), Μελέτες, 83, αριθ. 6, πίν. 27 με διπλή αυλάκωση στον ώμο. Μ. Cicikova, Ancient Pottery, Seuthopolis I, Sofia 1984, 78, εικ.40, αριθ.11.95, πίν.XX, αριθ.ΙΙΙ.91-92 (τέλη -4ου,αρχές -3ου αι.). Λαζαρίδης- Ρωμιοπούλου- Τουράτσογλου, Τύμβος Νικήσιανης,45, πίν.26 (330- αρχές 3ου αι.). Samothrace VII, 324-325, πίν. 395, αριθ. 309-312 (round lamps τοπικού μάλλον εργαστηρίου).
10 A. Bozkova, La céramique des nécropoles hellénistiques de Caby\é, ΔΈλλΚερ, 125-126, πίν.91a.
11 Μ. Πωλογιώργη, Από το κλασικό και ελληνιστικό νεκροταφείο της Κυδωνιάς, ΑΔ 40 (1985), Μελέτες, 169 και 173, αριθ. 6091, 6994, πίν.63α-β και 66γ-δ. Μαρκουλάκη- Νινιού-Κινδελή 1982, 95-96, αριθ. ευρ. Π 5613, σχέδ.43, πίν.26Ô.
12 Breccia, Sciatbi,77, αριθ.222, πίν.57/126.
13 S.I. Rotroff, Athenian Hellenistic Pottery: Toward a Firmer Chronology, Akten des XIII. Internationalen Kongresses für klassische Archäologie, Berlin 1988, Mainz 1990, 174-178.
14 Για τις αττικές μιμήσεις στην Αλεξάνδρεια, βλ. J.-P. Morel, Observations sur les céramiques à vernis noir d’Alexandrie, Alessandria e il monde ellenistico-romano, Atti del II congresso internationale italo-egiziano, Alessandria-Novembre 1992, Roma 1995, 369-370.
15 K. Lehmann, Samothrace, 3rd Preliminary Report, Hesperia 19 (1950), 18.
16 L. Beschi, Un deposito di ceramica tardoclassiche ed ellenistiche dal Cabirio di Lemno: Considerazioni generali, A' ΕλλΚερ, 211-219. G. Poggesi- S. Savona- M.Ch. Monaco- M.C. Monaco, Un deposito di ceramica tardoclassiche ed ellenistiche dal Cabirio di Lemno- Analisi delle forme,ΔΈλλΚερ, 220-231, πίν.140-150.
17 Fr. d'Andna, Archeologia dei Messapi, Κατάλογος έκθεσης, Bari 1990, 149-150.
18 Thompson 1934, 339, εικ.19, B26 (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Agora XIII, 108, 275, αριθ.561, εικ.6. Miller 1974, 205, πίν.32, αριθ. 6 (300-280 π.Χ.). S. Rotroff, Three Cistern Systems on the Kolonos Agoraios, Hesperia 52 (1983), 262 (“in the 280’s”). K. Braun, Der Dipylon Brunnen. Die Funde, AM 85 (1970), πίν. 54.3. D.W.J. Gill, The Workshop of the Attic Boisai, στο H.A.G. Brijder (εκδ.), Ancient Greek and Related Pottery, Proceedings of an International Vase Symposium, Amsterdam 1984, 102-106. Agora XXIX, εικ.13, πίν.16, αριθ. 168.
19 Χατζή 1980, 39-40. σχέδ.3, πίν.6δ. Β. Leon-Μητσοπούλου, Keramik aus der Stadt Elis, Γ'ΕλλΚερ, 163, πίν.92, αριθ.11 και 12. Α. Γιαννικουρή- Β. Πατσιαδά- Μ. Φιλήμονος, Χρονολογικά προβλήματα γραπτής κεραμεικής από τη Ρόδο,ΒΈλλΚερ, 177-180, πίν.93γ, 94α, 98β. Samothrace VII, 286-287, πίν.346-347, αριθ.32-34. D. Graepler, Relativchronologische Ordnung hellenistischer Keramik, ΔΈλλΚερ, 167-168, εικ.2, τύπος 3 (-325/ -275). Μ.-Φ. Παπακωνσταντίνου, Ελληνιστική κεραμική από τη Λαμία, ΔΈλλΚερ, 51-52, πίν.33γ-δ, 35γ (τέλη -4ου/-3ος αι. και όχι πρωιμότερα).
20 Agora XXIX, εικ.20, αριθ.328-330, πίν.33, αριθ.328-330 και εικ.96, αριθ.1582. Corinth VII, III, 92-93, αριθ. 550,551, πίν.17 και 56 (-3ος αι.). Πρβλ. C. Meyer-Schlichtmann, Diepergamenische Sigillata aus der Stadtgrabung von Pergamon, PergForsch 6, Berlin 1988, 78, 217, εικ.58, πίν.9. Γυάλινα παράλληλα, βλ. G.D. Weinberg, Hellenistic Glass from Tel Anafa in Upper Galilee, JGS 12 (1970),17-27·D. Grose,The Syro-Palestinian Glass Industry in the Late Hellenistic Period, Muse13 (1979), 54-67.
21 Θέμελης- Τουράτσογλου, Τάφοι Δερβενιού, 121, 125, Ζ21 και Ζ22, πίν.139. Στ. Δρούγου, Ο εφήμερος πηλός και ο αιώνιος χρυσός: Επίχρυσα και επάργυρα πήλινα αγγεία στον -4ο αι, Μύρτος, 305-314.
22 D.E. Strong, Greek and Roman Gold and Silver Plate, London 1966, 108-109, εικ.24.
23 Γ. Παπαβασιλείου, Περί των εν Ενβοία αρχαίων τάφων, Αθήνα 1910, 56, πίν. ΙΕ', αριθ. 4. Βλ. και το ζεύγος ενεπίγραφων αργυρών μαστών μάλλον από τη Θράκη και όχι τη Μικρά Ασία σε συλλογή σας ΗΠΑ: A Passion for Antiquities: Ancient Art from the Collection of Barbara and Lawrence Fleischman, Malibu 1994, 229-231, αριθ. 115C-115D’ πρβλ. Η. Ζερβουδάκη, ΑΔ 49 (1994), Χρονικά, πίν. 8β-γ (πήλινος μαστός περγαμηνού εργαστηρίου του -1ου αι. με επίθετο στεφάνι από κισσόφυλλα και κορύμβους). Για τάφους Μακεδόνων στην περιοχή αυτή της Εύβοιας, βλ. K.G. Vollmöller, Griechische Kammergräber mit Totenbetten, Berlin 1901, σποράδην ο ίδιος, AM 26 (1901), 333-376.
24 Π. Θέμελης, ΠΑΕ1987, 84, εικ.9.
25 U. Knigge, Eridanos-Nekropole II. Gräber hS 205-230, AM81 (1966), Beil. 76, εικ.1. Braun, ό.π. (υποσημ. 18), πίν.56.5, 83, 84. Miller 1974, 203, 231, πίν.31, αριθ. 19. S.I. Rotroff, Spool Saltcellars in the Athenian Agora, Hesperia 53 (1984), 353, αριθ.14, πίν.67. Corinth XVIII, I, 157, αριθ.412, εικ. 7, πίν 46. C.W. Biegen- H. Palmer- R.S. Young, The North Cemetery, Corinth XIII, Princeton 1964, 128 και 287-288. Corinth VII, III, 70, πίν.13 και 50, αριθ.320 και 347. Agora XXIX, εικ.12, πίν.14, αριθ.153 και 154.
26 Ε. Kunze- Η. Schleif- R. Eilmann, Bericht über die Ausgrabungen in Olympia 1938-1939, Berlin 1944,49, εικ. 4L A. Mallwitz- W. Schiering (εκδ.), Die Werkstatt des Pheidias in Olympia, Teil 1, OF V, Berlin 1964,188, πίν. 67,8· VIII, πίν. 36,5. ΑΔ 25 (1970), Χρονικά, πίν.164ε. Παρλαμά 1972, 206-223. Χατζή 1991,354, πίν.2γ. Αραπογιάννη, ό.π. (υποσημ.9), 194, εικ.75.
27 W. Gauer, Die Tongefasse aus den Brunnen unter dem Stadion-Nordwall und im Südost-Gebiet, Berlin 1975, 175, πίν.36:1-5.
28 A. Ωνάσογλου, Νεκροταφείο των Οπουντίων Λοκρών στην Τριανταφυλλιά Λειβανατών, ΓΈλλΚερ, 61-62, πίν.26α-β και 27α. Πρβλ. Φ. Δακορώνια, Σύνολα κεραμικής από τάφους από την ανατολική Λοκρίδα, ΔΈλλΚερ, 43-44, πίν. 26α.
29 Ξ. Αραπογιάννη, Τάφοι από την αρχαία Άμβροσσο,ΗΗ 39 (1984), Μελέτες, 77-118, εικ.11, 22, πίν.31α, 42β.
30 Médéon V, 43-44, εικ.52-55.
31 Ρ.Ν. Ure, Black Glaze Pottery from Rhitsona in Boeotia, Oxford 1913, πίν.17, αριθ.4.
32 Φ. Ζαφειροπούλου-Ε.-Ι. Κόλλια, Ελληνιστική κεραμική από τη Νάξο, ΔΈλλΚερ,286, πίν.210α-δ.
33 Α. Χωρέμης, Ιδιότυπα αγγεία από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Χαλκίδας, ΕΈλλΚερ, 359, πίν. 180β. Samothrace VII, 284-285, πίν.344, αριθ.18-26. Β. Πούλιος, Χρονολογημένη ελληνιστική κεραμική από την Ανατολική Μακεδονία, Γ' ΕλλΚερ, 125, αριθ. Α4354, Α1145, Α3100, πίν.68-71 (τοπικού εργαστηρίου του 2ου αι. π.Χ.). Poggessi- Savona- Monaco- Monaco, ό.π. (υποσημ. 16) , 226, πίν. 144γ, 145, 4-6. Λαζαρίδης - Ρωμιοπούλου- Τουράτσογλου, Τύμβος Νικήσιανης, 24-25, 32-33. 40-41, πίν. 9, 17-18, 23-24. V. Bitrakova Grozdanova, Les caractéristiques de la céramique hellénistique de la région d’Ohrid et de Prespa, B'ΕλλΚερ, 67-68, πίν.31a, d,33a· η ίδια, Contribution à l’étude de la céramique hellénistique locale en OassdLtéûc, ΔΈλλΚερ, 121, πίν. 88.
34. D’Andria, ό.π. (υποσημ. 17), 82, αριθ.86, 97, αριθ.113,134, αριθ.205,147, αριθ.227,162, αριθ. 268, 328, αριθ.7 και 8. C.A. Di Stefano, Ceramica a vernice nera, στο Palermo punica, κατάλογος έκθεσης, Palermo 1998, αριθ. 132.
35. A. Furtwàngler, Demetrias, ein Produktionsort “attischer” Keramik?, B'ΕλλΚερ, 49-53.
36. Οι μελετητές δέχονται εγχώρια απομίμηση μόνο για τη μία κοτύλη από τον τάφο ΣΤ: Λαζαρίδης - Ρωμιοπούλου- Τουράτσογλου, Τύμβος Νικήσιανης, 41, πίν.23-24β.
37. JHS 57 (1937), 130. Η. Waterhouse, Excavations at Stavros, Ithaca in 1937, BSA 47 (1952), 227 κ.ε. Π. Καλλιγάς, Αρχαιολογικά ευρήματα από την Ιθάκη, Κεφαλληνιακά Χρονικά 3 (1978-1979), 67, πίν. ΚΣΤ', εικ.26.
38 I. Βοκοτοπούλου, Βίτσα, Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης, Α', Αθήνα 1986, 184-185.
39 Ε. Ζυμή- Α. Σίδερης, Χάλκινα αγγεία από το Γαλαξείδι, στο Π. Θέμελης- Ρ. Σταθάκη-Κούμαρη (επιμ.), Το Γαλαξείδι από την αρχαιότητα ως σήμερα, ίο Συνέδριο, Γαλαξείδι, 29-30 Σεπτεμβρίου 2000, Αθήνα 2003.
40 Στράβ. 8.6.23. D.B. Thompson, “Ostrakina Toreumata”, Hesperia Suppl. VIII, 1949, 365-372.
41 Για τη στενή χρονική σχέση μεταλλικού προτύπου και πήλινου αντιγράφου, βλ. Α. Furtwängler, Μεθοδολογικά προβλήματα χρονολόγησης,ΔΈλλΚερ, 398: ”so ist das Entstehen der Edelmetallvorlage gar nicht weit von der Kopie anzusetzen”.
42 C. Bulas, Etude sur une classe de vases à décor en forme des vesaeu ou d’écailles, BCH56 (1932), 368-398. D. Kurtz, Athenian White Lekythoi. Patterns and Painters, Oxford 1975, 77, πίν.72, αριθ. 5-6. Agora XII, 258, αριθ.327, εικ.4, πίν.15. Corinth XIII, 155, 283, αριθ.454-455, πίν.74. Kotitsa 1998, 10-11, αριθ.7. Παραδείγματα στη Βόρεια Ελλάδα: Olynthus XIII, 160' Κ. Ρωμιοπούλου, Αγγεία του 4ου αι. π.Χ. εκ των ανασκαφών της Αμφιπόλεως, ΑΕ 1964, 97, εικ. 3β-γ· ΑΔ 49 (1994), Χρονικά, πίν. 181γ (από τάφο στον αρχαίο Φάγρητα περιοχής Καβάλας).
43 Agora XII, 121-122, αριθ.691, εικ.7, πίν.28, επίσης αριθ. 1398, πίν.45 .Agora XXIX, αριθ. 118-119, εικ. 10, πίν.12. Ch.K. Williams II- J.E. Fisher, Hesperia 41 (1972), 159, αριθ.30, πίν.25. Olynthus XIII, πίν. 190-191, 521A. Ρωμιοπούλου, ό.π.,99, εικ.6γ και 101, εικ.10. L. Laurenzi, CIRh VIII, 1936, 161, αριθ.12, εικ.148.1. Παπαχριστοδούλου κ.ά., Αρχαία Ρόδος 2.400 χρόνια, οδηγός έκθεσης, Αθήνα 1993, 53, πίν.25. Β. Πατσιαδά, Κεραμική του τύπου της Δυτικής Κλιτυος από τη Ρόδο, ΑΔ 38 (1983), Μελέτες, 118-119, 156, αριθ.41, πίν.55στ (σκύφος) και 174, αριθ.107, πίν.65α (κάλυκες). Παρλαμά 1972, 218, εικ.16 (μικροσκοπικός κάλυκας). Μ. Pfrommer, Studien zu alexandrinischer und grossgriechischer Toreutik fruhhellenistischer Zeit, Berlin 1987, 63-65 και 214-220, πίν.46, αριθ.KaBA4 και A8 από τη νεκρόπολη Sciatbi της Αλεξάνδρειας (τελευταίο τέταρτο -4ου αι.).
44 Strong, ό.π. (υποσημ. 22), 99-101, εικ.23a. Μ. Pfrommer, Italien-Makedonien-Kleinasien. Interdependenzen spatklasischer und fruhhellenisticher Toreutik, Jdl 98 (1983), 236 ο ίδιος, ό.π. (υποσημ. 43), 56-61 με όλα τα παραδείγματα και βιβλιογραφία. Θέμελης- Τουράτσογλου, Τάφοι Δερβενιού, 65, Β11, πίν.64 και 122, Ζ12, πίν.23, 132· γυάλινα παραδείγματα: I. Βοκοτοπούλου, Οι ταφικοί τύμβοι της Αινείας, Αθήνα 1990, 61-62, σχέδ.28, πίν.35β. Π. Τριανταφυλλίδης, Ροδιακή υαλουργία I, Αθήνα 2000, 72-74 και 128-133 με πολύ υψηλές κατά τη γνώμη μας χρονολογήσεις.
45 Ch. Danov- Τ. Ivanov, Antike Grabmaler in Bulgarien, Sofia 1980, 34-36, εικ. 9 (αργυρός κάνθαρος -5ου αι με επίχρυση παράσταση από την Goljamata mogila βορειοδυτικά του Duvanli), εικ. 16 (αργυρή φιάλη με επίχρυση παράσταση από την Baschova mogila). Μ. Vickers - D. Gil, Artful Crafts: Ancient Greek Silverware and Pottery, Oxford 1994, 37-46, εικ. 2.2 και 105-144, εικ.5.20- 5.24. B.A. Sparkes, The Black and the Red, London - New York 1996, 145-151.
46 Danov-Ivanov, ό.π.,25-26, εικ.34-42. L.Schivkova, DasGrabmalvon Kasanlak, Sofia1973, passim.
47IG II2, 1533, στ. 16 και 56· IG 112 1534A, στ. 42 (Αθηνών), 145.48 (Δήλου). S.B. Aleshire, The Athenian Asklepieion: The People, their Dedications, and the Inventories, Amsterdam 1989,152, 188.
48 E.M. Stern, Ancient Glass in Athenian Temple Treasures, JGS41 (1999), 31-32, σημ.52. Τριανταφυλλίδης, ό.π., 74.
49 Φ. Δακορώνια, Ασυνήθιστοι τύποι ελληνιστικών αγγείων από την κοιλάδα του Σπερχειού, Ελλ Κερ Θεσσαλίας, 216, εικ.3.
50 Sinn 1978, 45-82, πίν.21-26. Πρβλ. Χατζή 1980, 48-59, σχέδ.16-19, πίν.10-11.Leon-Μητσοπούλου, ό.π. (υποσημ. 19), 166, πίν. 104.
51 Agora XXIX, αριθ.1701, εικ.101, πίν.135. Furtwängler, ό.π. (υποσημ.35),52, πίν.18c. Πατσιαδά, ό.π. (υποσημ. 43), 156, αριθ. 41, σχέδ. 10, πίν. 55στ, όπου και άλλα παραδείγματα για το σχήμα από την Ταρσό και την Αντιόχεια. Θέμελης- Τουράτσογλου, Τάφοι Δερβενιού, 96, αριθ.Γ2, Γ3ε και Γ3Θ. ΕλλΚερ Μακεδονίας, 127β. Ε. Μπαζιωτοπούλου-Δρακωτού, ΑΔ 49 (1994), Χρονικά, πίν. 2γ (ημίτομος σκύφος πρώιμων ελληνιστικών χρόνων από τον Κεραμεικό).
52 A. Peignard, La vaiselle de la maison des sceaux, Délos, Δ' ΕλλΚερ, 314, πίν. 234a (1ος αι. π.Χ.). Η. Meyza, Early Eastern Sigillata A from Paphos, Cyprus, ΕΈλλΚερ, 243, πίν. 124c, αριθ. 3.
53 Corinth VII, III, πίν. 36. Γυάλινα παραδείγματα: Τριανταφυλλίδης, ό.π., αριθ. 13, 19, 46, 51, 52 (εσφαλμε'να αποδίδεται στον τάφο Α33 του Δερβενιού αντί για το αριθ. 49’ πρβλ. Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, Ελληνιστικά γυάλινα αγγεία του Μουσείου Πύλου, Ad 21 (1966), Μελετες, 190-192, πίν. Γβ-Α, όπου παραδείγματα του -3ου/ -2ου αι.
54 Ζαφειροπούλου, ό.π. (υποσημ.9), 324-325, πίν. 164β.
55 Συγκρίσιμα αλλά μεταγενέστερα παραδείγματα: Ευδ. Παπουτσή-Wladyka, Ελληνιστική κεραμική από την Πάφο, Γ'ΕλλΚερ, 264, πίν.211, αριθ.70. J. Burow, Hellenistische Keramik in Durankulak (Bulgarien), Δ'ΕλλΚερ, 136, πίν.104c. A. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, Κλειστό σύνολο φεραϊκής κεραμικής ελληνιστικής εποχής, Δ'ΕλλΚερ, 70-71, πίν.55 (ΒΕ13220). Πρβλ. Μ. Massa, La cerámica ellenistica con decorazione a relievo della bottega di Efestia, ΔΈλλΚερ, 349, πίν. 258, αριθ. 666, που αποδίδεται σε κυψέλη- εντούτοις οι κυψέλες της Βάρης όπου παραπέμπουν έχουν διαφορετικό προφίλ τουλάχιστον στις βάσεις.
56 Π. Θέμελης, ΠΑΕ 1987, 86, εικ.11.
57Agora XII, 147-148 και 311, πίν. 37, εικ. 10, αριθ. 1074-1076. ,dgora XXIX, εικ.50-51, αριθ.710-715. Corinth VII, III, 40- 41, πίν.5 και 46, αριθ.132 (-300).
58 Αποκαλοΰνται δυστυχώς από ορισμένους φιαλίδια ή κυάθια, με αποτέλεσμα να περιπλέκεται το θέμα και να γίνεται όλο και επιτακτικότερη η ανάγκη ενός κοινά αποδεκτού ονοματολογίου αγγείων και σκευών.
59 W. Schiering, Archäologischer Befund, στο: Mallwitz- Schiering, ό.π. (υποσημ. 26), 226, πίν. 68, αριθ. 5. Gauer, ό.π. (υποσημ. 27), 202. Coleman 1986, 108, πίν. 42, D117. Χατζή 1980, 43, σχέδ. 7 (λανθασμένο), πίν.7γ-δ· η ίδια, Ταφικοί πίθοι στην Ηλεία κατά τον -4ο αι. και τους ελληνιστικούς χρόνους, Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Μελετήματα 13, Αθήνα 1991, 351- 360, πίν. Ιστ, 2δ. Π. Θέμελης, Ο τάφος της ηλείας Φιλημήνας, ΓΈλλΚερ, 152, πίν. 79α, όπου και άλλα ηλειακά παραδείγματα. Ξ. Αραπογιάννη, Νεκροταφείο κλασικών χρόνων και ταφικός τύμβος από το Νομό Ηλείας, Πρακτικά 5ον Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπονδών, Σεπτέμβριος 1995, Αθήνα 1998, 332, πίν. 348, εικ.25δ· η ίδια, ό.π. (υποσημ.9), 184-185, 197-198, 204, 207, εικ. 55, 56, 79, 81, 91, 97, όπου και αναφορές σε άλλα παραδείγματα από την Ηλεία· η ίδια, Ad 50 (1995), Χρονικά, 171-186, πίν. 65ια-ιβ (τάφος Αυγείου).
60 Agora XII, 303, αριθ. 949. Corinth VII, III, 29-33, πίν. 2, αριθ. 55. Jones et al. 1973, 377, εικ. 6. αριθ. 32, πίν. 73 (325-275 π.Χ.). S. Rotroff, Hesperia 52 (1938), 262. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, ό.π. (υποσημ. 9), 129, αριθ.10, εικ.60. Θέμελης- Τουράτσογλου, Τάφοι Δερβενιού, 105, Δ23, όπου και άλλα παραδείγματα. Kotitsa 1998,16-17, αριθ. 13 και 15.
61 Corinth VII, III, 31, αριθ.23, πίν.2 και 43 (ca.300 B.C.). Agora XII, 132, εικ.8, πίν.33. Agora XXIX, εικ.65, πίν.79.
62 Coleman 1986, 112, D221, πίν.44. Sinn 1978, 53. Leon-Μητσοπούλου, ό.π. (υποσημ.19), 165-166, πίν.95 και 103, αριθ.38, όπου και άλλα παραδείγματα από την Ηλεία.
63 Sinn 1978, 45-82, πίν.21-26. Χατζή 1980, 48-51, σχέδ.15, πίν.10α. Κυριάκού 1994,189-190, πίν. 130-132 και 139.
64 CVA, Italia XXII, Napoli Museo Nationale, II, 1953, πίν.13.8.
65 O. Broneer, Hesperia 31 (1962), 24, 19, πίν.12F. Corinth VII, III, 52, εικ.9 και 48, αριθ.233 (-3ος αι.). Agora XXIX, εικ., πίν.49, αριθ.508.
66 Μαρκουλάκη- Νινιού-Κινδελή 1982,77-83, κυρίως σχέδ.35,πίν.22. Breccia, Sciatbi,58,πίν. LI/91.
67 A. Γιαννικουρή- Β. Πατσιαδά- Μ. Φιλήμονος, Ταφικά σύνολα από τις νεκροπόλεις της αρχαίας Ρόδου, ΑΈλλΚερ,75- 76, πίν.24β-26β· οι ίδιες, ό.π. (υποσημ.19), 176, πίν91γ. Α. Γιαννικουρή, Το ιερό της Δήμητρος στην πόλη της Ρόδου, στο Η πόλη της Ρόδον από την ίδρυσή της μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους (1523), Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ρόδος 24-29 Οκτωβρίου 1993, Α, Αθήνα 1999, 67-72, πίν.18-22. ΑΔ50 (1995), Χρονικά, 806, πίν.249β-250α (κτερίσματα τάφων στην Κω).
68 Π. Χατζηδάκης, Κτίριο νότια του «ιερού του προμαχώνος», Δ'ΕλλΚερ, 296-297, πίν.218, όπου αποκαλούνται προχοΐσκες. L. Ghali-Kahil, La céramique grecque (Fouilles 1911-1936), Etudes Thassiens VII, Paris 1960, 134, πίν.LX/26.
69 A. Merra, Cerámica “iónica”, στο Palermo púnica, κατάλογος έκθεσης, Palermo 1998, 294-297, αριθ.108,118,126,151- 154,231-233. S.Ruvituso, Cerámica comuna da mensa, ό.π.,321,αριθ.324-325.
70 D’Andria, ό.π. (υποσημ.17), 141, αριθ. 216, 290, αριθ. 196, 305, αριθ.275.
71 Agora XXIX, αριθ.538, 540, 548 (round-mouth juglet), εικ. 39, πίν.52.
72. Π. Θέμελης, ΠΑΕ 1987, 85, εικ.10, πίν.69β· 1993, πίν.26 και 33α- 1994, πίν.32α και 36β.
73 Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, ΑΔ 36 (1981), Χρονικά, 320 (αγροτικό ιερό). Α. Αρχοντίδου, ΑΔ 41 (1998), Χρονικά, 196 (ιερό Δήμητρος). Α. Αρχοντίδου- Δ. Τσαράκα, Το ελληνιστικό νεκροταφείο της Χίου, ΕλλΚερ Αιγαίου, 166-179 (υδρίσκες από τάφους). X. Μόρτζος, Το ελληνικό ιερό στον Κάστελο. Ανασκαφή Βρυσών Κυδωνιάς (Απόδειξις I), Αθήνα 1985. Γιαννικουρή, ό.π. (υποσημ.67), 67-72, πίν.18-22 (υδρίσκες και όλπες από αποθέτη).
74 Agora XII, 200, εικ.13, πίν.70.
75 D’Andria, ό.π. (υποσημ.17), 166, αριθ.286-288.
76 Kunze- Schleif- Eilmann, ό.π. (υποσημ. 26), 28, εικ.14. V. Mitsopoulou-Leon, 10. vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Alt-Elis, ÖJh 187 (1973-1974), εικ.5. B. Loringhoff, Olympiabericht X, 1981, 395, εικ.129a-c. Χατζή 1991, 355, πίν.2ß (αριθ. Π3263α). Πρβλ. τις χάλκινες ηλειακές υδρίες: Α. Χωρέμης, Χαλκαί υδρίαι εξ Ηλείας, ΑΕ 1969, 208-214.
77 Ζερβουδάκη 1997,120-125, όπου και οι εικόνες. P.J. Callaghan, Archaic to Hellenistic Pottery, στο L.H. Sackett (εκδ.), Knossosfrom Greek City to Roman Colony, London 1992,103, αριθ. 30, πίν. 81 υδρία του πρώιμου 3ου αι. π.Χ. με στενό λαιμό και ωοειδές σώμα, που χαρακτηρίζεται “of the class normal at Knossos”(;). Πρβλ. Π. Αδάμ-Βελένη, Πέτρες Φλώρινας. Πρώτη προσέγγιση στην τοπική κεραμική παραγωγή, Λ'ΕλλΚερ, 140 και σημ. 10, η οποία αναφέρει αγάνωτες υδρίες και από τους Στόβους και επισημαίνει τη σπανιότητα γενικά των υδριών.
78 Βλ. παραπάνω τη συζήτησή μας για τα μεσσηνακά λυχνάρια και τις όλπες·Ζερβουδάκη1997, 124.
79 Gauer, ό.π. (υποσημ.27), 98-101, 103-105, πίν.6:5 και 6, 8:1 και 3, 11:3 και 6, όπου όμως η μορφολογική ανάλυση και κυρίως η χρονολογική κατάταξη δεν εδράζεται νομίζω σε στέρεο έδαφος. Πρβλ. Coleman 1986, πίν.44, αριθ. D215- Corinth VII, III, 53-55, πίν. 20 και 5,8, αριθ.25\-219 Agora XII, 64, εικ.3, αριθ.144,145, πίν.8-9.
80 Chr. Schauer, Ein späthellenistischer Fundkomplex aus Olympia, ΓΈλλΚερ, 175-176 και 182-183, πίν. 106-107 και 121,126.
81 Γιαννικουρη- Πατσιαδά- Φιλημονος, ό.π. (υποσημ. 19), 174, πίν. 88α.
82 Gauer, ό.π. (υποσημ.27), 101, πίν.6, αριθ.3 και 4. Coleman 1986, πίν.30.
83 A. Bozkova, La céramique hellénistique en Thrace, ΓΈλλΚερ, 225, πίν.170h και 171a-b.
84 Drougou- Touratsoglou 1991, 16, πίν. I. B. Αλλαμανή- K. Τζαναβάρη, Σχήματα αγγείων από ταφικά σύνολα της Βέροιας, ΓΕλλΚερ, 100, πίν. 48α. M.C. Monaco- Μ.Ch. Monaco, Un deposito di ceramiche tardoclassiche ed ellenistiche del Cabirio di Lemno. Analisi delle forme II: ceramica acroma e da cucina, ΕΈλλΚερ, 153-154, πίν.87, αριθ.2 (nell’ambito del III sec. a.C.).
85 Μαρκουλάκη- Νινιοΰ-Κινδελή 1982, 91-93, σχέδ.39-41, πίν.25γ-δ και 26α, οι οποίες παραβάλλονται με σύγχρονες από τη νεκρόπολη Sciatbi της Αλεξάνδρειας.
86 Agora XII, 204-205, αριθ.1629-1632, εικ. 14, πίν.73. Agora XXIX, αριθ.492,493, εικ.36,πίν. 48.
87 Médéon V, 41, αριθ.59 Α.2, εικ. 48 και 49.
88 Gauer, ό.π.,102-106, πίν. 10, αριθ.1-6, ο οποίος επικαλείται και κορινθιακά και λακωνικά παραδείγματα.
89 Bozkova, ό.π.,226, πίν.172a-b.
90 Αλλαμανή- Τζαναβάρη, ό.π., 100-101, πίν.48β. Στ. Δρούγου -Τουράτσογλου, Χρονολογημένα σύνολα ελληνιστικής κεραμικής από τη Μακεδονία, ΓΈλλΚερ, 134-135, πίν. 73ζ (στη μετάβαση από τον -4ο στον -3ο αι.).
91 Η ταύτιση και ο σχολιασμός των νομισμάτων οφείλεται στο σταθερό συνεργάτη της ανασκαφής στη Μεσσήνη και την Ελεύθερνα νομισματολόγο, Κλεάνθη Σιδηρόπουλο.
92 Ο. Picard, L'antre corycien, BCH Suppl. IX, Paris 1984, κεφάλαιο VI, 295-296.
93 J. Price, Coins from Some Deposits in the South Stoa at Corinth, Hesperia 36 (1967), 354-355, τομή IX.
94 Θέμελης 2000, 3-24. Πρβλ. S.G. Cole, The Use of Water in Greek Sanctuaries, στο R. Hagg et al. (εκδ.), Early Greek Cult Practice, Stockholm 1988, 161-165.
95 U. Krone, Archaisches Kultgeschirr aus dem Heraion von Samos, στο H. Brijder (tub.), Ancient Greek and Related Pottery, Amsterdam 1984, 292-287. Η ίδια, Kultmahle im Heraion von Samos archaischer Zeit, στο R. Hagg et al. (εκδ.), ό.π., 144-147. C. Morgan, Ritual and Society in Early Iron Age Corinthia, στο R. Hagg (εκδ.), Ancient Greek Cult Practice from the Archaeological Evidence, Stockholm 1998, 79 και σημ.16. S. Huber, Une aire sacrificielle proche du Sanctuaire d’Apollon Daphnephoros a Eretrie. Approche d’un rituel archaique, στο R. Hagg (εκδ.), Ancient Greek Cult Practice from the Archaeological Evidence,Stockholm1998,141-155.Sparkes,ό.π.(υποσημ.45),155-157.
96 Για σφάλματα στο στίβαγμα των αγγείων και στην όπτηση, βλ. Μ. Farnsworth, The Type of Greek Glaze Failure, Archaeology 12 (1959), 242-250.
97 Θέμελης 2000,16-18. Για το γνωστό ανώνυμο ποίημα του -6ου αι., που δίνει ζωντανά την εικόνα της όπτησης, τους κινδύνους και τις δεισιδαιμονίες των κεραμέων, βλ. Sparkes, ό.π. (υποσημ.4), 22 με βιβλιογραφία.
98 Τ. Linders, βλ. υποσημ. 125 (για αναφορά στους καταλόγους των θησαυρών της Ακρόπολης ημιτελών, ατελών κλπ. ενδυμάτων και άλλων έργων).
99 C.A. Roebuck, A History of Messenia from 369 to 146 B.C., Chicago 1941, 61 και σημ. 13.
100 Ό.π., 57.
101 W.W. Tarn, Hellenistic Civilisation, New York 1952, 11-112.
102 Η άποψη για την ακμή της Μεσσήνης μετά το -100 στηρίζεται στις έμμεσες πληροφορίες για πολυτελείς ενδυμασίες των γυναικών κτλ. που παρέχει η γνωστή επιγραφή των μυστηρίων της Ανδανίας και στην εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μου, χρονολόγησή της το -91, αντί για το +19.
103 Roebuck, ό.π., 58.
104 Ό.π., 58-62.
105 Για τον πόλεμο ως τρόπο απόκτησης αγαθών, βλ. Μ.Μ. Austin - Ρ. Vidal-Naquet, Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα (μτφρ. Τ. Κουκολιός), Αθήνα 1998, 237-241· Tarn, ό.π. (υποσημ.101), 92-93 πρβλ. Α. Χανιώτης, Κλασική και ελληνιστική Κρήτη, στο Ν. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός, Ηράκλειο 1987, 219-220.
106 Α.Furtwängler,Μεθοδολογικά προβλήματα χρονολόγησης,Δ'ΕλλΚερ,399.Ζερβουδάκη1997, 124.
107 S. Marinatos, Die Wanderung des Zeus, AA 1962, 907-916. Π. Θέμελης, Μινωικά εξ Ολυμπίας, AAA II (1969), 248- 256.1. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα από την προϊστορική εποχή ως την ρωμαιοκρατία, Ιωάννινα 1984, 127-131.
108 Τη μελετη τους έχει αναλάβει ο Κλεάνθης Σιδηρόπουλος.
109 Ο Νικαγόρας είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Μεσσήνη τον Αρχίδαμο, τον εξόριστο αδελφό του βασιλιά Άγι της Σπάρτης: Πολύβ.,5,37 και Πλούτ., Κλεομένης 35 Roebuck, ό.π.,68 για το εμπόριο αλόγων, βλ. Μ. Rostovtzeff, Λ Large Estate in Egypt in the 3rd Century B.C., Madison 1922,167-168.
110 To -183/2 η Αχαϊκή Συμπολιτεία ζήτησε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο να επιβάλει εμπάργκο στην εξαγωγή σίτου και όπλων στη Μεσσήνη (Πολΰβ., 23,9,12): Roebuck, ό.π.,97 και σημ.138.
111 Καλτσάς 1983, 63-67, σχέδ.27 (οινοχόη της κατηγορίας Gnathia).
112 Στράβ., 8,337. Παυσ., 6,26,4. Πρβλ. C. Lepeniotis, Amphorenstempel aus Elis, στο Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Μελετήματα 13, Αθήνα 1991, 386 για εισηγμενους από την Ιταλία αμφορείς κρασιού. Από την Κυλλήνη απέπλευσαν οι φυγάδες Μεσσήνιοι για τη Ζάγκλη της Σικελίας επί τυράννου Αναξίλα (Παυσ.,4,23,1). Στην Κυλλήνη αποβιβάστηκε ο Αλκιβιάδης εγκαταλείποντας τους Αθηναίους στη Σικελία, πριν καταφΰγει στη Σπάρτη (Θουκ.,2,84 και 6,88).
113 Βλ. και το ναυτεμπορικό νόμο του πρώιμου -3ου αι. από την Κυπαρισσία για την καταβολή φόρου 1/50 από τους εισπλέοντες και αποπλέοντες εμπόρους: IG V2, 1421.
114 P. Themelis, Damophon, στο Ο. Palagia- J.J. Pollitt (εκδ.), Personal Styles in Greek Sculpture, Cambridge 1996,174-176.
115 Καλτσάς 1983, 41-44, σχέδ.10.
116 P. Themelis, Die Statuenfunde aus dem Gymnasion von Messene, Nürnberger Blätter zur Archäologie 15 (1988-1989), 66-67.
117 Πρβλ. Κ. Polanyi, Primitive, Archaic and Modem Economics, New York 1968.
118 Agora XXIX, 221-223. S. Rotroff, From Greek to Roman in Athenian Ceramics, στο M.C. Hoff- S. Rotroff (εκδ.), The Romanization of Athens, Proceedings of an International Conference held at Lincoln Nebraska in April 1996, Oxford 1997,99. N. Vo- geikoff-Brogan, Late Hellenistic Poterv in Athens, Hesperia 69,3 (2000), 324-325.
119 Ορισμένοι δέχονται τη διασπορά και Αθηναίων κεραμέων όχι μόνο των προϊόντων τους προς τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Μικρά Ασία και άλλες περιοχές: Furtwängler, ό.π. (υποσημ. 106). Αθηναίοι τεχνίτες, όχι μόνο κεραμείς, μαρτυρείται ότι μετακινήθηκαν από την Αθήνα στην περιφέρεια ιδία κατά την επίμαχη περίοδο -330/-320., κατά τη μετάβαση δηλαδή από την κλασική στην ελληνιστική εποχή. Π. Θέμελης, Μεταλλοτεχνία μακεδονική, Μύρτος, 503, σημ. 42.
120 Furtwängler, ό.π. (υποσημ.35), 49-53. Α. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, Η κεραμική, ΕλλΚερ Θεσσαλίας, 17.
121 C. Renfrew, Approaches to Social Archaeology, Edinburg 1984, 391-393.
122 A. Pekridou-Gorecki, Mode im antiken Griechenland. Textile Fertigung and Kleidung, München 1989, 114. Πρβλ. O. Koenig, Kultur und Verhaltensforschung: Einfiihmng in die Kulturethologie, München 1970, 167-176.
123 Pekridou-Gorecki, ό.π., 114-115. Πρβλ. M.v. Boehm, Antike Mode, 1927, 25. Για το τι είναι στιλ, βλ. την ανθρωπολογική ανάλυση της Ρ. Rice, Pottery Analysis: A Sourcebook, Chicago - London 1987, 244-270.
124 Ο κατάλογος και μόνο των Μεσσήνιων Ολυμπιονικών αντανακλά τις συχνές επαφές των Μεσσηνίων με το πανελλήνιο αυτό κέντρο: Π. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη, Αθήνα 1999. Για τις στενές σχέσεις των Μεσσηνίων με τους Δελφούς, βλ. Tarn, ό.π. (υποσημ. 101), 86, όπου και οι επιγραφικές μαρτυρίες.
125 Η. Lehner, Über die athenischen Schatzerzeichnisse des vierten Jahrhunderts, Strassburg 1890. W.S. Ferguson, The Treasures of Athena, Cambridge Mass. 1932. A.M. Woodward, Studies in Attic Treasure Records, JHS 51 (1931), 139-163. A.B. West- A.M. Woodward, Studies in Attic Treasure Records, JHS 58 (1938), 68-89. D.B. Thompson, The Golden Nikai Reconsidered, Hesperia 13 (1944), 173-209. A.M. Woodward, Treasure-records from the Athenian Agora, Hesperia 25 (1956), 79-121. J. Tréheux, Etudes sur les inventaires attiques, Etudes d'archéologie classique 3 (1965), 1-85. G. Donnay, L’Athéna Chryséléphantine dans les inventaires du Parthenon, BCH 92 (1968), 21-28. D.M. Lewis, Dedications of Phialai at Athens, Hesperia 37 (1968), 368-380. D.B. Thompson, Notes on the Treasures of Athena, Hesperia 34 (1970), 54-63. A. Burford, Craftsmen in Greek and Roman Society, London 1972. T. Linders, Athens, Stockholm 1972' ο ίδιος, The Treasures of the Other Gods in Athens and their Function, Meisenheim 1975' ο ίδιος, Gods, Gifts, Society, στο Gifts to the Gods, Proceedings of the Uppsala Symposium, 1985, 115-122. J. Tréheux, Les inventaires du sanctuaire d’Artemis Brauronia de l’Acropole d’Athènes, AntK 30 (1987), 92. D. Harris, Nikokrates of Kolonos, Metalworker of the Parthenon Treasures, Hesperia 57 (1988), 329-337. D.M. Lewis, The Last Inventories of Athena, στο Comptes et inventaire dans la cité grecque, Geneva 1988, 297-308. M. Vickers, Golden Greece: Relative Values, Minae and Temple Inventories, AJA 94 (1990),613-625.
126 Τη λειτουργία αυτή είχαν κατεξοχήν τα πολύτιμα μεταλλικά αγγεία και σκεύη από χρυσό και άργυρο: Θέμελης, ό.π. (υποσημ. 119), 500. Αλλά και τα πήλινα αγγεία είχαν τη δική τους συμβολική αξία (πέρα από την τρέχουσα τιμή αγοράς): S. von Reden, Exchange in Ancient Greece, London 1995, 209-211.
127 S. Rotroff, Εργαστήρια και παράγοντες για τη διαμόρφωση του τοπικού χαρακτήρα, ΑΈλλΚερ, 401-404. J.-P. Morel, Η ελληνιστική κοινή: κλασική παράδοση και τοπικές ιδιαιτερότητες, ΑΈλλΚερ, 405-415 ο ίδιος, Les céramiques de l’époque hellénistique en Italie: Hellénisme et anhellénisme, στο Akten des XIII. Internationalen Kongresses für klassische Archäologie, Berlin 1988, Mainz 1990, 161-171.
128 W.Y. Adams, On the Argument from Ceramics to History: A Chalange Based on Evidence from Medieval Nubia, CurrAnthr 20 (1979), 727-744. Rotroff, ό.π. (υποσημ. 118), 111-113. Vogeikoff-Brogan, ό.π. (υποσημ. 118), 325-326. J. Schäfer, Συζητήσεις, ΑΈλλΚερ, 417.1. Παπαποστόλου, Συζητήσεις, ΑΈλλΚερ, 418.
129 D.P.S. Peacock, Pottery in the Roman World: An Ethnoarchaeological Approach, London 1982. C. Morgan- T. Whitelaw, Pots and Politics: Ceramic Evidence for the Rise of the Argive State, AJA 95 (1991), 79-108. Πρβλ. Cl. Lévi-Strauss, Structural Anthropology (μτφρ. στα αγγλικά), New York 1968, 277-345. Δ. Γκέφου-Μαδιανού, Πολιτισμός και εθνογραφία: Από τον εθνογραφικό ρεαλισμό στην πολιτισμική κριτική, Αθήνα 1999, 121 (έργο σημαντικό για την ιστορία της ανθρωπολογικής έρευνας).
130 Ε Plodder, Post-processual Archaeology, AMT 8 (1985), 1-26. Rice, ό.π. (υποσημ. 123), 449.
131 Η. Ζερβουδάκη, Σύνοψη των αποτελεσμάτων των Συναντήσεων, παρατηρήσεις και προοπτικε'ς, Δ Έλλ. Κερ, 394.
132 Εννοούμε από τη μια μεριά τους σαφώς όιακρινόμενους πλούσιους τάφους της τοπικής αριστοκρατίας με σαφή τα τελετουργικά στοιχεία αυτοπροβολής, και από την άλλη τους πολυπληθείς τάφους με τα συνήθη κτερίσματα, που χαρακτηρίζουν κατά κανόνα μια με'ση αστική τάξη.
133 Δακορώνια, ό.π. (υποσημ. 28), 49, πίν.26, 27.
134 Αραπογιάννη, ό.π. (υποσημ. 29), 77-118, εικ. 6β, 7ε, 8γ, 10α, πίν. 27β, 29α και γ, 30α, 34- στον πίνακα 28α εικονίζεται και άβαφη οινοχόη παρόμοια με τις λοκρικε'ς.
135 Η Ξε'νη Αραπογιάννη (ό.π., 117) παρατήρησε ότι οι αρυτήρες από την Άμβροσσο εφεραν ίχνη πυράκτωσης στην απέναντι από τη λαβή πλευρά τους.
136 Δροΰγου- Τουράτσογλου, Τάφοι Βέροιας, 120-122 με βιβλιογραφία. Δρούγου- Τουράτσογλου 1994, 136. Αδάμ- Βελενη, ό.π. (υποσημ. 77), 141, πίν.111. Π. Αδάμ Βελενη- Π. Γεωργάκη- Β. Καλαβρία- Κ. Μπόλη, Κλειστά σύνολα ελληνιστικών χρόνων από την αγορά της Θεσσαλονίκης, Ε' ΕλλΚερ, 276, πίν. 144β. Ακαμάτη, Τάφοι Πέλλας, 122-123, πίν.1. Ζ. Μπόνιας, Τάφοι Αμφιπόλεως, Μύρτος, εικ.26. Μεταλλικά αρχαϊκά και κλασικά «κορινθιακά»(;) παραδείγματα, βλ. Βοκοτοποΰλου, ό.π. (υποσημ.38), 31, πίν.39γ, σχέδ. 81γ. Η. Ανδρέου, Χάλκινα αγγεία από τάφους της Μερόπης Πωγωνίου, Μύρτος, 13-14, κυρίως εικ.6 για το τυπικό σχήμα της οινοχόης-αρυτήρα. J. Vocotopoulou, BCH 99 (1975), 754-756, εικ.16-17.
137 Α. Ζουρή- Ε. Μέλλιου, Ελληνιστική κεραμική από τα νεκροταφεία της αρχαίας Λάρισας, ΕλλΚερ Θεσσαλίας, 85, εικ. 2, και 87, εικ. 6. Β. Αδρύμη-Σισμάνη, Ταφικά σύνολα από το δυτικό νεκροταφείο των Φθιωτίδων Θηβών, ΕλλΚερ Θεσσαλίας, 136, 143, εικ. 11. Γ. Ρήγινος, Κεραμική από τη δυτική Ήπειρο, ΔΈλλΚερ, 98, πίν.75α, 76α. I. Ανδρέου- Η. Ανδρέου, Ελληνιστικά κεραμικά σύνολα από το δυτικό νεκροταφείο της Αμβρακίας, Δ 'ΕλλΚερ, 87-88, πίν.65δ, 70α. Γ. Χατζή-Σπηλιοπούλου, Κεραμική υστεροκλασικών χρόνων από την Αμαλιάδα, Α4 35 (1980), Μελέτες, 48, σχέδ.14, πίν.9α. Καλτσάς 1983, 31, σχέδ.3, 9γ και 21η.
138 Ανδρέου- Ανδρέου, ό.π., 88, σημ.25. Ένας αρυτήρας και μία οινοχόη από τον τάφο IV του 3ου αι. π.Χ. στο Φαλαγκάρι της Φαιστού περιείχαν θησαυρό 600 αργυρών νομισμάτων του -2ου αι.: Δ. Χατζή-Βαλλιάνου, Ελληνιστική κεραμική από ταφικά σύνολα της κεντρικής Κρήτης, ΕΈλλΚερ, 95-96, πίν.49, 50.
139 Μ. Ανδρόνικος, Βεργίνα I. Το νεκροταφείο των τύμβων, Αθήνα 1969, 215-218, όπου μάλιστα ένας τύπος αποδίδεται σε μεταλλικά πρότυπα. Α. Χρυσοστόμου, Βόρεια Βοττιαία και Αλμωπία στην εποχή του σιδήρου και τα αρχαϊκά χρόνια, Μύρτος, 232, σχέδ. 3, όπου και αναφορά σε άλλα παραδείγματα- Θέμελης, ό.π. (υποσημ. 119), 509-510.
140 Πρβλ. Η. Ανδρέου, Χάλκινα αγγεία από τάφους της Μερόπης Πωγωνίου, Μύρτος, 18-19.
141 Α. Ντούζουγλη, Η κοιλάδα του Αώου: Αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ανθρώπινη δραστηριότητα από την προϊστορική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα, στο Δήμος Κόνιτσας (εκδ.), Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο, Κόνιτσα 1996,12-14 και σημ. 5-7, όπου βιβλιογραφία.
142 Θέμελης, ό.π. (υποσημ. 119), 509.
143 Δροΰγου- Τουράτσογλου, Τάφοι Βέροιας, 117-120. Δρούγου - Τουράτσολου 1994, 135-136· Ακαμάτη, Τάφοι Πέλλας, πίν. 3, 8, 23, 25, 28, 37.
144 Δροΰγου- Τουράτσογλου, Τάφοι Βέροιας, 121-122. Δυο χΰτρες-αρυτήρες περιλαμβάνονταν και ανάμεσα στα κτερίσματα των τάφων της Πΰλου: Καλτσάς 1983, 31, σχέδ. 3.
145 Μ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτη, «...λάρνακα ές άργυρέην...» (Ιλ. Σ. 413), Μύρτος, 560, αριθ. 7, εικ. 9.
146 Demetrias I, 124, αριθ. 141, πίν. 44. Μ.-Φ. Παπακωνσταντίνου, Ελληνιστική κεραμική από τη Λαμία, ΔΈλλΚερ, 54-55, πίν. 37β-γ, 40β-δ, 42β· η ίδια, «Μακεδονικού τΰπου» αμφορείς από το νοτιοανατολικό νεκροταφείο της Λαμίας, ΕλλΚερ Θεσσαλίας, 193-203. Θέμελης 1994, 150-151, πίν. 77β. Αραπογιάννη, ό.π. (υποσημ. 59), 332, εικ. 26, όπου αναφέρονται και άλλα παραδείγματα. Πρβλ. Π. Καπετανάκη, Νεκροταφείον του -4ου αι. εις Αθήνας παρά την ιεράν οδόν,ΑΑΑ VI (1973), 287- 288, εικ.21: αρυτήρας-χΰτρα και «αλατοδοχείο» σε καύση νεκρού.
147 Τη συχνή παρουσία της επισημαίνουν και οι ανασκαφείς: MédéonV,38 αριθ.41.3, βλ. και αριθ. 63.1, 75.3 και 4,115 bis 1.
148 Médéon V, 69, εικ.127-128.
149. Α.Δ. 47 (1992), Χρονικά, πίν.83γ.
150. Την έννοια της «πολιτισμικής αντίστασης» δανείζομαι από τον Cl. Lévi-Strauss, Θλιβεροί τροπικοί (ελλ. μτφ. Β. Λούβρου), Αθήνα 1979, 28 και 267, και κυρίως από τον Μ. Sahlins, Islands of History, London - New York 1985. Πρβλ. P. Hingley, Resistance and Domination in Roman Britain, στο D.J. Mattingly (εκδ.), Dialogues in Roman Imperialism: Power, Discourse and Descrepant Experience in Roman Empire, JRA Supplementary Series 23, 1997, 79-100. I. Morris, Death-Ritual and Social Structure in Classical Antiquity, Cambridge 1992, 51 και 201, όπου ερμηνεύει την παρουσία τύμβων στις βόρειες ρωμαϊκές επαρχίες κατά τον +3ο αι. ως “symbols of resistence to Rome”. Renfrew, ό.π. (υποσημ. 121), ο οποίος αποδίδοντας τις απόψεις του Hàgerstand, μιλά για “low or high resistance to infection”, εννοώντας ότι ο νεωτερισμός (η νέα γνώση ή το νέο προϊόν) μεταδίδεται μέσω ενός «μολυσμένου» μεταφορέα (infected carrier), ο οποίος έρχεται πρώτος σε επαφή με το «καινούργιο». Η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος,/Ιαοχραψίκά μελετήματα, Αθήνα 1979, 64 και 99-101 μιλά, με ανάλογο τρόπο, για «συνεχή πάλη» ανάμεσα στο παραδοσιακό και στο νεωτεριστικό και για «πίεση» του εκσυχρονισμού.
151 L. Hannestad, Change and Conservatism. Hellenistic Pottery in Mesopotamia and Iran, Akten des XIII. Internationalen Kongresses für klassische Archäologie, Berlin 1988, Mainz 1990,179-186.
152 Με τρόπο ανάλογο αναπτύσσονται στρατηγικές πολιτισμικής αντίστασης στα εισαγόμενα προϊόντα από τις προηγμένες βιομηχανικά χώρες προς τις υπανάπτυκτες», σύμφωνα με τον Μ. Sahlins (ό.π., υποσημ.150), τις απόψεις του οποίου αναλύει συνοπτικά η Δ. Γκέφου-Μαδιανού, ό.π. (υποσημ. 129), 198-199. Θεωρώ, παρά τον τόνο υπερβολής, ιδιαίτερα αποκαλυπτική του τρόπου, με τον οποίο λειτουργεί η «πολιτισμική αντίσταση», την απάντηση του διαδόχου του Κινέζου αυτοκράτορα Chienlong προς το Βρετανό πρέσβυ, ο οποίος του πρόσφερε ως δώρο μία αγγλική αργυρή τσαγιέρα: “My dynasty attaches no value to products from abroad; your nation’s cunningly wrouht and strange wares do not appeal to me in the least”, Γκέφου-Μαδιανού, ό.π.,199-200, σημ.11. Στο συμβάν διακρίνει κανείς ταυτόχρονα και το σημαίνοντα ρόλο των πολύτιμων μεταλλικών σκευών ως δώρων στις διακρατικές σχέσεις και συμβόλων κοινωνικής προβολής· πρβλ. Rice, ό.π. (υποσημ.123), 450-468.
153 Είναι περισσότερο γνωστή με το ιταλικό όνομά της ως τροτσέλλα (trozzella).
154 D’Andria, ό.π. (υποσημ.17), 73, 129, 149, 212, 315, 319. A.D. Trendall, Red Figure Vases of South Italy and Sicily, London 1989,10, εικ. 3. Πρβλ. B. Kirigin, Late Gnathian: A Glimpse at the Issa Case, ΒΈλλΚερ, 58-63.
155 Kotitsa 1998,1.
156 S.I. Rotroff, New Shapes and Techniques in Early Hellenisric Athenian Pottery, ΒΈλλΚερ, 37.
157 Fr. D’Andria, Η Μεσσαπία μεταξύ Αδριατικής και Ιονίου, Μύρτος, 50-56.
158 Ό.π., 51. Fr. d’Andria, Greci e indigeni in Iapigia, στο Forme di contatto e processi di transformazione nelle societa antiche,Atti delConvegno diCortona,Pisa-Roma1983,287-295.
159 D’Andria, ό.π., 51.
160 Λαζαρίδης- Ρωμιοπούλου- Τουράτσογλου, Τύμβος Νικήσιακης, 18, 21, 24-25, 28-29, 31-33, 40-41, 45, πίν.9, 12, 17-18, 23-24. Η κοτύλη με το θησαυρό των νομισμάτων είναι εύρημα ανάλογο με ενός τάφου στην περιοχή Φαιστού, όπου οινοχόη και αρυτήρας περιείχαν εντυπωσιακό θησαυρό αργυρών νομισμάτων: βλ. σημ. 63.
161 J. Boardman, The Greeks Overseas: Their Early Colonies and Trade, London 1980, 230-231.
162 E.H. Minns, Scythians and Greeks: A Survey of Ancient History and Archaeology on the North Coast of the Euxine from the Danube to the Caucasus, New York 1971 (α έκδ. 1913), 441-442. R. Bogaert, Banquiers, courtiers et prêts maritimes à Athènes et à Alexandrie, Chronique dEgypte 40 (1965), 140-156. Fr. Salviat, Vignes et vins anciens de Maronée à Mendé, στο Μνήμη Δ. Ααζαρίδη, Αθήνα 1990, 457-476.
163 Boardman, ό.π., 263, εικ.309 (τάφος -5ου αι. στο Gute Maritzyn). Minns, ό.π., 417, εικ. 306-307 (ρωμαϊκός τάφος στην Ολβία με οκτώ αμφορείς).J.G.Vinogradov-S.D.Kryzickij,Olbia:Eine altgiiechische Stadtim nordwestlichen Schwarzmeerraum, Leiden-NewYork-Köln1995,87-94, εικ.82-83.
164 Ηρόδ., 6,84. R. Rolle et al (εκδ.), Gold der Steppe: Archäologie der Ukraine, Κατάλογος έκθεσης, Schleswig- Holstein 1991, 203.
165 Θέμελης- Τουράτσογλου, Täcpot Δερβενιού, 148-153. H ανταμοιβή των εν ζωή ενάρετων μετά θάνατον, κατά τους Ορφικούς, ήταν η αιωνία μέθη: Πλάτ., Αθηναίων Πολιτεία 2. 363c.
166 R. Garland, The Greek Way of Death, New York 1985, 36, 145.
167 Μαρκουλάκη- Νινιού-Κινδελή 1982, 77-83.
168 Βλ. και τις δυο όλπες από άλλο νεκροταφείο της συνοικίας του Άη Γιάννη στα Χανιά: Πωλογιώργη, ό.π. (υποσημ.11), 167, πίν.60α.
169 Χανιώτης, ό.π. (υποσημ.105), 180, 217-220, 236, 242, 261, 267-272.
170 S. Spyridakis, Cretan Soldiers Overseas: A Prosopography, Cretica Selecta, Studies on Ancient Crete, Kretologia 12-13 (1981), 49-83. Ο ίδιος, Οι Πτολεμαίοι και η Κρήτη, Αριάδνη 3 (1985), 5-49. Μ. Stefanakis, Studies in the Coinage of Crete with Particular Reference to Kydonia (αδημοσίευτη διατριβή), London 1997, 130-139.
171 Χανιώτης, ό.π., 269. Τη γενικότερη ακμή της πόλης φανερώνει και η ανάδειξη του Κυδωνιάτη συγγραφεα Δωσιάδα, τον -3ο αι.: ό.π., 281.
172 Μαρκουλάκη- Νινιού-Κινδελή 1982, 28-30. Για Κρήτες μισθοφόρους, βλ. G.T. Griffith, The Mercenaries of the Hellenistic World, Cambridge 1935, σποράδην.
173 J. de la Geniere, Συζητήσεις, Δ' ΕλλΚερ, 420-421. Πρβλ. Θέμελης, ό.π. (υποσημ. 119), 498-499 για την αντίστροφη φορά, τη χρήση δηλαδή μισθοφόρων από τους Μακεδόνες από τα χρόνια του Φιλίππου Β' και εξής και την αμφίδρομη μετάδοση στοιχείων μέσω αυτών.
174 Μαρκουλάκη- Νινιοΰ-Κινδέλη 1982, 26-27.1. Noshy, The Arts of Ptolemaic Egypt, London 1937, 21.
175 Χανιώτης, ό.π., 271.