.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Γυάλινα αγγεία από την Ολυμπία



 Οι ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Ολυμπία έφεραν στο φως έναν αξιόλογο αριθμό θραυσμάτων από γυάλινα αγγεία τα οποία χρονολογούνται από την κλασική έως και την πρωτοβυζαντινή εποχή. Αναλυτικός κατάλογος ο οποίος περιλαμβάνει τα κυριότερα γυάλινα αγγεία και μικροαντικείμενα από τις ανασκαφές έως και το 1992 συντάχτηκε από την υπογράφουσα με σκοπό τη μελλοντική δημοσίευση του υλικού σ’ έναν τόμο της σειράς «Olympische Forschungen». Εδώ παρουσιάζεται μία σύνοψη1.
 Ο αριθμός των 1800 περίπου αγγείων που τεκμηριώνονται μέχρι τώρα μπορεί να θεωρηθή αρκετά μεγάλος ώστε να προβάλη μία αντιπροσωπευτική εικόνα για τους τύπους των γυάλινων αγγείων της Ολυμπίας και να αντικατοπτρίση τη σχετική συχνότητά τους. Αν και το υλικό που υπάρχει για μελέτη αποτελείται κυρίως από μικρά κομμάτια σπασμένων αγγείων, επιτρέπει ωστόσο πολλές φορές τη σχεδιαστική αποκατάσταση των σχημάτων, τη σύγκριση με γνωστά ακέραια αγγεία, καθώς και παρατηρήσεις ως προς τη χρονολογία και τη χρήση των γυάλινων αγγείων στο ιερό. Για την παλαιότερη εποχή τουλάχιστον μέχρι την κλασική περίοδο- δεν αποκλείεται ότι ορισμένα από τα πολύτιμα αγγεία κατέληξαν στην Ολυμπία ως αναθήματα σε κάποιο βωμό του ιερού. Τα πολυάριθμα φυσητά αγγεία της περιόδου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αντιθέτως αποτελούσαν φανερά σκεύη καθημερινής χρήσης2 τα oποία ανήκαν στους επισκέπτες ή στους ξενώνες και τις ταβέρνες του ιερού. Για τον λόγο αυτό, σε μία ευρύτερη κλίμακα αποτελούν επίσης τεκμήρια για την παρουσία γυάλινων αγγείων στη δυτική Πελοπόννησο γενικότερα.


 Κομμάτια από χρωματιστά γυάλινα αγγεία τράβηξαν την προσοχή των ανασκαφέων ήδη από την έναρξη των ανασκαφικών εργασιών το 1875. Η συλλογή της Παλαιάς Ανασκαφής -αν και αριθμητικά μικρή- περιλαμβάνει δείγματα αρκετών από τους γνωστούς τύπους πολύτιμων γυάλινων αγγείων κυρίως της κλασικής και πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου. Ορισμένα από αυτά αναφέρονται από τον Adolf Furtwängler στον 4ο τόμο της τελικής δημοσίευσης τής Παλαιάς Ανασκαφής3.
 Γυάλινα αγγεία των υστεροαρχαϊκών και κλασικών χρόνων κατασκευασμένα στην παραδοσιακή τεχνική «με πυρήνα» -γνωστή στην Αίγυπτο ήδη στα μέσα της -2ς χιλιετίας- απαντούν στην Ολυμπία κυρίως σε μορφή θραυσμάτων από μπλε γυαλί με διακοσμητικές ταινίες σε λευκό, κίτρινο και γαλάζιο. Μερικά κομμάτια μπορούν να αποδοθούν σε αμφορίσκους (αρ. εύρ. G2, G3), χοίσκες (G11) ή αλάβαστρα (G1: εικ.1). Τα περισσότερα αγγεία της Ολυμπίας σε τεχνική «με πυρήνα» ανήκουν κατά την τυπολογία του Harden4 στη Μεσογειακή Ομάδα Ι η οποία καλύπτει την περίοδο από τον ύστερο 6ο ως το τέλος του -5ου αιώνα.
 Η ελληνιστική εποχή -περίοδος στην οποία οι πολιτικές εξελίξεις περιόρισαν αισθητά την ακτινοβολία του ιερού της Ολυμπίας και των Ολυμπιακών Αγώνων- δεν εκπροσωπείται παρά με μεμονωμένα γυάλινα αγγεία της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, ενώ λείπουν σχεδόν τελείως οι γνωστοί τύποι ελληνιστικών αγγείων από διαφανές γυαλί που κατασκευάσθηκαν στην Ανατολή και στη Μακεδονία με τις μεθόδους της χύτευσης ή της κάμψης5. Ένα αλάβαστρο με αμφικωνικό σώμα (G4), ύστερο παράδειγμα στην τεχνική «με πυρήνα», εντάσσεται στη Μεσογειακή Ομάδα III του Harden6, η οποία χρονολογείται στο 2ο μισό του 2ου και στον -1ο αιώνα και αποδίδεται σε εργαστήριο της Κύπρου ή της Συρίας.
 Στα σπανιότερα γυάλινα αγγεία της Ολυμπίας συγκαταλέγεται ένας ημισφαιρικός σκύφος κατασκευασμένος στην τεχνική «millefiori» (G46: εικ.2). Η τεχνική αυτή που χρησιμοποιεί κομμένα τμήματα χρωματιστών γυάλινων ράβδων και μήτρες, εφαρμόστηκε για την κατασκευή ημισφαιρικών σκύφων ήδη από τη μέση ελληνιστική εποχή μέχρι τουλάχιστον τόν -1ο αιώνα. Παρόμοια αγγεία έχουν βρεθή στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και στην Ιταλία7.



 Από την εποχή του Αυγούστου το ιερό της Ολυμπίας ξανακέρδισε το ενδιαφέρον των ηγεμόνων και ιδιαίτερα της Ρώμης. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται στα ευρήματα της Ολυμπίας στον κάπως αυξημένο αριθμό εισαγόμενων αγγείων και μικροαντικειμένων της πρώιμης αυτοκρατορικής περιόδου. Στα χρόνια του Αυγούστου -εποχή στην οποία η υαλουργία γνώρισε μία μεγάλη άνθηση στην Ιταλία- χρονολογούνται κομμάτια από μονόχρωμα αγγεία με έντονους χρωματισμούς και από πολύχρωμα αγγεία στην τεχνική του μωσαϊκού. Ορισμένα σχήματα αντιστοιχούν σε κεραμικά αγγεία «terra Sigillata» και σε μεταλλικά σκεύη. Εκτός από κομμάτια από σκύφους «millefiori» (G48, εικ.3, G47, G51) που αποδίδονται σε εργαστήρια της Συρο-Παλαιστίνης ή και της Ιταλίας, σώζεται στην Ολυμπία και ένα παράδειγμα από μονόχρωμο ημιδιαφανές γυαλί σε έντονο σμαραγδί χρώμα (G73) που μπορεί με βεβαιότητα να αποδοθή σε εργαστήριο της Βόρειας Ιταλίας8. Από την ίδια περιοχή προέρχεται ένα ρηχό πινάκιο «millefiori» με λευκές ράβδους σε μπλε ημιδιαφανές φόντο (G60)9.
 Στους πιό χαρακτηριστικούς τύπους του -1ου αιώνα και του +1ου αιώνα συγκαταλέγονται οι ριπιδωτές φιάλες (ribbed bowls)10 οι οποίες κατασκευάστηκαν σε διάφορα εργαστήρια της ανατολικής Μεσογείου και της Ιταλίας. Η κυρίαρχη μέθοδος κατασκευής πρέπει να ήταν παρόμοια των κεραμικών αγγείων με ανάγλυφη διακόσμηση, όπως απέδειξε πρόσφατα η υαλουργός Rosemarie Lierke με σειρά πειραμάτων. Κατασκευάστηκαν δηλαδή με τη βοήθεια τόρνου και καλουπιών11. Μία ριπιδωτή φιάλη σε χρώμα κεχριμπαριού της οποίας σώζεται ένα μικρό κομμάτι (G1060) μπορεί να αποδοθή σε εργαστήριο του -1ου αιώνα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου12, ενώ τα περισσότερα παραδείγματα της Ολυμπίας έχουν απόχρωση γαλαζοπράσινη ή πρασινωπή και είναι προφανώς δυτικής προέλευσης από εργαστήρια της Ιταλίας του προχωρημένου -1ου αιώνα. Συμπεριλαμβάνεται ένα αγγείο το οποίο σώζεται κατά τρία τέταρτα (G100: εικ.6).
 Από την Παλαιά Ανασκαφή σώζονται επίσης κομμάτια από χρωματιστές ριπιδωτές φιάλες με σχέδια τα όποια μιμούνται ημιπολύτιμους λίθους (G62, G63, G64), από εργαστήρια της πρώιμης αυτοκρατορικής εποχής στη Βόρεια Ιταλία13.



 Στα μέσα του +1ο αιώνα εντάσσονται φυσητές σε μήτρες ριπιδωτές και ομφαλωτές φιάλες από διαφανές γυαλί (moldblown ribbed bolws), οι oποίες απαντούν στην Ολυμπία σε χρώμα πρασινωπό (G117, G118, G119, G1593) και μελί (G120). Παραδείγματα αυτού του τύπου έχουν βρεθή σε όλη την περιοχή της Μεσογείου, συχνότερα όμως στο δυτικό τμήμα14.
 Άλλη γνωστή ομάδα που απαντά στην Ολυμπία περιλαμβάνει φυσητά σε μήτρες αγγεία με ανάγλυφη φυτική διακόσμηση και ανάγλυφες επιγραφές (G124- G127). Χρονολογείται στα μέσα του +1ου αιώνα και αποδίδεται σε εργαστήριο της Συρο-Παλαιστίνης15. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ολυμπία (G125) διατηρεί τμήματα της επιγραφής ΕΥΦΡΑΙΝΟΥ ΕΦ ΠΑΡΕΙ η οποία συμπληρώνεται με τη βοήθεια άλλων όμοιων αγγείων16.
 Στην ίδια εποχή ανήκουν φυσητοί ριπιδωτοί σκύφοι με ψιλά τοιχώματα και πρόσθετη διακόσμηση από οριζόντιες λευκές ταινίες (G65, G66). Ο τύπος είναι γνωστός με τη γερμανική ονομασία «Zarte Rippenschalen» και αποδίδεται σε εργαστήριο της Ιταλίας17. Η κατασκευή των ανάγλυφων στοιχείων εδώ έγινε με διαφορετική τεχνική, πιθανώς με τη βοήθεια μεταλλικών εργαλείων όταν η επιφάνεια του αγγείου ήταν ακόμα ζεστή.
 Μετά την εφεύρεση της τεχνικής του φυσητού γυαλιού στα μέσα του -1ου αιώνα, άρχισε η μαζική παραγωγή γυάλινων αγγείων καθημερινής χρήσης, και από τον +1ο αιώνα τα εργαστήρια υαλουργίας εξαπλώθηκαν γρήγορα σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία18. Τα πρωιμότερα φυσητά αγγεία συχνά διατηρούν διακοσμητικά στοιχεία των παλαιότερων κατασκευαστικών μεθόδων. Στην Ολυμπία, σε γενικές γραμμές μέχρι τον ύστερο +1ο αιώνα, οι περισσότεροι τύποι γυάλινων αγγείων αντιστοιχούν σ’ αυτούς της Ιταλίας έτσι ώστε φαίνεται πιθανή η προέλευσή τους από ιταλικά εργαστήρια, ενώ ορισμένοι τύποι ίσως αποτελούν εισαγωγές από τη Συρο- Παλαιστίνη.
 Από την εποχή των Φλαβίων αυτοκρατόρων κάνουν την εμφάνισή τους σχεδόν άχρωμα αγγεία από σκόπιμα αποχρωματισμένο γυαλί με εγχάρακτη γραμμική διακόσμηση και κυκλικές ή οβάλ γλυφές. Στην Ολυμπία σώζεται και ένα θραύσμα (G138, εικ.4) του πιθανώς πρωιμότερου τύπου που περιλαμβάνει χαμηλά και ψηλά κύπελλα με πυκνές αμυγδαλοειδείς γλυφές19. Λιγότερο σπάνια είναι φυσητοί ημισφαιρικοί σκύφοι από άχρωμο γυαλί με αραιές γλυφές και γραμμικές εγχαράξεις σε οριζόντιες ζώνες (G139: εικ.5. G140- G151). Παρόμοια αγγεία κατασκευάστηκαν στην Κολωνία από τον 2ο μέχρι έως τον 4ο αιώνα, ενώ ήταν σε ευρεία χρήση και στη Dura-Europos, όπου αποτελούν το ένα πέμπτο του συνολικού αριθμού γυάλινων αγγείων της μέσης αυτοκρατορικής περιόδου, και από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αίγυπτο20. Πιθανώς ορισμένα πολυτελή αγγεία μεταφέρθηκαν στις άκρες του ρωμαϊκού κόσμου με τις κινήσεις των ρωμαϊκών στρατευμάτων, ενώ άλλα αποτελούν προϊόντα τοπικών εργαστηρίων με ανάλογη παραγωγή.
 Όπως έχει παρατηρηθή21, ήδη από το τέλος του +1ου αιώνα πρέπει να υπήρχε παραγωγή φυσητών γυάλινων αγγείων και στην Ελλάδα, αν και μέχρι τώρα παραμένει δύσκολη η απόδειξη των εργαστηρίων. Τα σχήματα των αγγείων είναι πολλές φορές πιστά αντίγραφα προτύπων της Ιταλίας, ενώ άλλα με βάση τη συγγένεια των σχημάτων μαρτυρούν επαφές των τοπικών εργαστηρίων και με εργαστήρια της ανατολικής Μεσογείου.
 Ένα αξιόλογο μέρος των φυσητών αγγείων της Ολυμπίας αποτελείται από κλειστά δοχεία για υγρά, κυρίως μυροδοχεία και φιαλίδια, ενώ υπάρχουν και ψηλές φιάλες με μία ή δύο λαβές καθώς και οινοχόες. Ανάμεσα στα πρωιμότερα αγγεία ξεχωρίζουν λόγω της καλής διατήρησής τους ένα μυροδοχείο του 1ου αιώνα από πορφυρό γυαλί σε σχήμα σωληνοειδές (G78) και ένας σχεδόν ακέραιος σφαιρικός αρύβαλλος του ύστερου 1ου η πρώιμου 2ου αιώνα (G1733, εικ.7)22.
 Επίσης, διατηρούνται κομμάτια από φυσητά ποτήρια23 ήδη από την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο.



 Μία μικρή έκπληξη αποτελεί η ποικιλία των γυάλινων αγγείων του 2ου και 3ου αιώνα που απαντούν στην Ολυμπία. Στηρίζουν την αντίληψη ότι εργαστήρια στην περιοχή είχαν τότε αναλάβει τη μαζική παραγωγή γυάλινων αγγείων. Σ' αυτή την περίοδο, τα διαφανή γυάλινα αγγεία αντικατέστησαν πολλές φορές τα αντίστοιχα πήλινα ως πιό όμορφα ή πιό εύχρηστα. Η προτίμηση γυάλινων αγγείων ως επιτραπέζια σκεύη συσχετίζεται φανερά και με την κάμψη την οποία παρουσιάζουν οι εισαγωγές αγγείων «terra sigillata» στη μέση αυτοκρατορική περίοδο24.
 Τα ανοιχτά σχήματα είναι λιγότερα γνωστά από τα φιαλίδια και τα μυροδοχεία, επειδή η διατήρηση αυτών των αγγείων γενικά δεν είναι καλή. Ξεχωρίζουν π.χ. κωνικά πινάκια με ψηλό δακτυλιόσχημο πόδι (G350, G1928, G170)25 και άλλα με κυρτό τοίχωμα και δακτυλιόσχημο χείλος (G355, G360)26. Επίσης εντυπωσιάζει ο αριθμός των γυάλινων ποτηριών. Μία μεγάλη ομάδα αποτελούν στην Ολυμπία ψηλά κύπελλα με τέσσερα κάθετα κοιλώματα στο σώμα (G253, εικ.8. G200, G252, G254, G260, G328 κ.ά.). Χρονολογούνται βάσει των ανασκαφικών δεδομένων από το τέλους του 1ου μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα. Παρόμοια κύπελλα έχουν βρεθή π.χ. στην Κόρινθο και στην Πέργαμο27. Φαίνεται ότι ήταν διαδεδομένα γενικά στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου -ενώ διαφέρουν στις λεπτομέρειες από τα δημοσιευμένα παραδείγματα της Ιταλίας.
 Τα αγγεία της μέσης αυτοκρατορικής εποχής τις περισσότερες φορές έχουν απόχρωση πρασινωπή. Σκοπός της επιλογής αυτής ήταν τα αγγεία να φανούν όσο το δυνατό πιό άχρωμα. Παράλληλα, συνέχισε για τα πιό πολυτελή αγγεία της ίδιας περιόδου η χρήση αποχρωματισμένου γυαλιού, το οποίο πολλές φορές επεξεργάστηκε με διακόσμηση από γραμμικές εγχαράξεις ή γλυφές.
 Καλά διατηρημένα παραδείγματα κλειστών αγγείων της μέσης αυτοκρατορικής περιόδου στην Ολυμπία είναι ένα μυροδοχείο με κωνικό σώμα και επίπεδη βάση (G600, εικ.10) του ύστερου 1ου η πρώιμου 2ου αιώνα και ένα άλλο με κωδωνόσχημο σώμα και κοίλη βάση (G560) του ύστερου 2ου ή του 3ου αιώνα28.
 Από τον ύστερο 1ο μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα χρονολογούνται τετράπλευρες ψηλές φιάλες (π.χ. G703, εικ.9. G704, G705)29. Η βάση φέρει μερικές φορές φυσητό σε μήτρα σχέδιο (G753- G775) ή, πιό σπάνια, γράμματα (G750- G752)30. Στην Ολυμπία απαντά και μία ασυνήθιστη παραλλαγή ψηλής φιάλης, με τρίπλευρο σώμα (G713).
 Ένα σχήμα χαρακτηριστικό κυρίως του 3ου αιώνα είναι φιαλίδια με σφαιρικό σώμα31 (G813, εικ.11), μερικές φορές διακοσμημένα, π.χ. με κάθετες ανάγλυφες ταινίες (G2000), ή σε άλλη περίπτωση με σπειρωτό γυάλινο νήμα που περιτυλίγει το αγγείο (G807).
 Στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο παρατηρείται πάλι μία προτίμηση χρωματιστών γυάλινων αγγείων και μία τάση προς την πλούσια διακόσμηση που περιλαμβάνει γλυφές και πλαστικές, πολλές φορές χρωματιστές, ταινίες. Σε πολλά αγγεία, λεπτομέρειες όπως το χείλος, το πόδι και οι λαβές προστέθηκαν από χρωματιστό γυαλί (G839 και G850, εικ.12, G838- G858).



 Παράλληλα ή λίγο αργότερα, κάνουν την εμφάνισή τους γυάλινοι λύχνοι σε μεγάλη ποσότητα32. Ένα γνωστό σχήμα είναι κωνικοί λύχνοι του ύστερου 4ου ή του 5ου αιώνα διακοσμημένοι με ανάγλυφες στιγμές από σκούρο μπλε γυαλί (G220)33. Όμοια διακόσμηση με έγχρωμες στιγμές απαντά και σε χαμηλά κυπελλοειδή αγγεία με κυρτή βάση (G226) που πρέπει να χρησιμοποιούνταν και αυτά ώς λύχνοι. Χαρακτηριστικό για μία τέτοια χρήση είναι το ακατέργαστο χείλος που δεν επιτρέπει τη χρήση ως ποτήρι. Οι τύποι αυτοί απαντούν στη Συρο-Παλαιστίνη, στην Κολωνία, και σε πολλές περιοχές ειδικά του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας34.
 Επίσης, εμφανίζονται πάλι φυσητά σε μήτρες αγγεία με ανάγλυφα γεωμετρικά ή φυτικά σχέδια, όπως παλαιότερα στην πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο. Αρκετά διαδεδομένοι ήταν λύχνοι με ανάγλυφο σχέδιο που θυμίζει κηρήθρες μελισσών (G205, εικ.14. G204). Ο τύπος είναι γνωστός από την Κολωνία καθώς και στην ανατολική Μεσόγειο και επίσης στην Αίγυπτο35.
 Έναν άλλο γνωστό τύπο της πρωτοβυζαντινής εποχής αποτελούν λύχνοι με τρεις λαβές από τις οποίες μπορούσαν να αναρτηθούν. Παραδείγματα αυτού του τύπου διατηρούνται στην Ολυμπία μόνο αποσπασματικά (G451, G452, G454)36.
 Το πιό χαρακτηριστικό σχήμα του 5ου και του 6ου αιώνα με μεγάλο αριθμό παραδειγμάτων στον χριστιανικό οικισμό της Ολυμπίας είναι κολονάτοι κάλυκες37 των οποίων σώζεται τις περισσότερες φορές μόνο το πόδι (G910- G950, δύο των οποίων στην εικ.13). Ο τύπος είναι πολύ διαδεδομένος στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Πολλά παραδείγματα έχουν βρεθή σε ανασκαφές παλαιοχριστιανικών ναών. Και αυτά τα αγγεία έχουν χαρακτηριστή ως λύχνοι, αν και δεν αποκλείεται η χρήση τους ως ποτήρια για κρασί, επειδή το χείλος είναι πάντα στρογγυλεμένο.
 Τα γυάλινα αγγεία της Ολυμπίας ανήκουν κυρίως στη μέση αυτοκρατορική εποχή και στην ύστερη αρχαιότητα. Οι πρόσφατες μελέτες στρωμάτων της αυτοκρατορικής εποχής, στα πλαίσια του προγράμματος ανασκαφών με τη διεύθυνση του καθ. Ulrich Sinn, βοήθησαν σημαντικά τις προοπτικές μιας σωστής χρονολογικής κατάταξης και των παλαιότερων ευρημάτων. Επίσης, έχουν εντοπιστή ερείπια ενός φούρνου υαλουργίας της ρωμαϊκής εποχής κοντά στις θέρμες του Λεωνιδαίου. Αν και δεν έχει ολοκληρωθή η ανασκαφή της περιοχής και είναι νωρίς για εκτενέστερα συμπεράσματα, αποτελεί ήδη εκ πρώτης όψεως ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα38. Μαζί με μαζεμένα κομμάτια γυάλινων αγγείων στη γύρω περιοχή και μερικά θραύσματα (G1163, G1166, G1167) που ίσως μπορούν να χαρακτηρισθούν ως απορρίμματα εργαστηρίου39, δίνει μία πρώτη σαφή ένδειξη για τη δραστηριότητα υαλουργείου στην Ολυμπία, το οποίο κατασκεύασε κοντά στην Άλτη ή γυάλινα αγγεία ή -χρησιμοποιώντας παλαιότερα απορρίμματα και ανακυκλώνοντας σπασμένα αγγεία- τζάμια για τις ανάγκες των διπλανών θερμών.

Dr. CHRISTA SCHAUER
Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο

1. Για την άδεια δημοσίευσης ευχαριστώ τον γενικό διευθυντή τών Γερμανικών Ανασκαφών στην Ολυμπία, καθηγητή Helmut Kyrieleis καθώς και τόν καθηγητή Ulrich Sinn, διευθυντή του προγράμματος μελέτης της Ολυμπίας στη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο. Οι φωτογραφίες που πλαισιώνουν τό κείμενο έγιναν από διαφάνειες που οφείλονται στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών (εικ.1-10, φωτογράφος. Elmar Gehnen) και στο Dr. Klaus-Valtin von Eickstedt (Eικ.11-14) τον οποίο επίσης θερμά ευχαριστώ.
2. BA. Ch. Schauer, Kaiserzeitliches Glas in Olympia, Nikephoros 9, 1996, 224228 με εικ.7.
3. A. Furtwängler, Die Bronzen und die übrigen kleineren Funde von Olympia, Olympia IV (1890) 207-208. Σημαντικότατο εύρημα για την ιστορία του αρχαίου γυαλιού και της αρχαίας τέχνης γενικά αποτελούν τα απορρίμματα εργαστηρίου υαλουργίας της ύστεροκλασικής εποχής που βρέθηκαν στην δεκαετία του 1950 στην περιοχή του κτιρίου C. Mαρτυρούν την επί τόπου κατασκευή γυναικείου χρυσελεφάντινου αγάλματος με διακοσμιτικά στοιχεία από υαλί∙ Βλ. W. Schiering, Die Werkstatt des Pheidias II: Werkstattfunde, OF XVIII (1991).
4. D.B. Har den, Ancient glass II: Pre-Roman, AJ125, 1968, 46-72∙ Ο ίδιος, Catalogue of Greek and Roman Glass in the British Museum I. Core- and rod-formed vessels and pendants and Mycenaean cast objects (1981). Την τυπολογία των αγγείων με πυρήνα συμπληρώνουν οι M. McClellan, Core-formed Glass from Dated Contexts. A dissertation in Classical Archaeology (1984) xoi. D.F. Grose, Early Ancient Glass, The Toledo Museum of Art (1989) 109 x.E.
5. B.D.F. Grose, The Syro-Palestinian glass industry in the later Hellenistic Period, Muse 13, 1979, 54-67. G.D. Weinberg, Glass Wessels in Ancient Greece (1992) 95 κ.ε. αρ. 39-65 Δ. Ιγνατιάδου, Γυάλινα κτερίσματα από τό νεκροταφείο της Πύδvog, AEMEÐ 7, 1993, 207-214: M.- D. Nenna, Les Verres, Délos XXXVII (1999): II. Τριανταφυλλίδης, Ροδιακή Υαλουργία I (2000).
6. Harden, Catalogue of Greek and Roman Glass in the British Museum I, 122 x.é. form 18 dig. 333-339 Jiv. 19. IIgs3). Grose, Early Ancient Glass 107 elix. 166 V. Ar Veiller- Dulong- M.-D. Nenna, Les verres antiques I, Musée du Louvre (2000) ά.72-75.
7. IIgs). A. von Saldern, Ancient Glass in the Museum of Fine Arts, Boston (1968) cig. 13: A. Oliver, Millefiori glass in classical antiquity, JGS 10, 1968, 48-70 S. B. Matheson, Ancient Glass in the Yale University Art Gallery (1980) 19-20 (.g.53. νεότεροι ημισφαιρικοί σκύφοι στην ίδια τεχνική διαθέτουν μία δακτυλιόσχημη βάση, βλ. P. La Baume- J. W. Salom ons on, Römische Kleinkunst, Sammlung Karl Löffler (1976) 29 άρ. 29 έγχρωμος πίν.2.
8. C. Isings, Roman Glass from Dated Finds (1957) form 2. To Logo.8eiyucto. στην τεχνική του μωσαϊκού, βλ. Grose, Early Ancient Glass 225. Για μονόχρωμα παραδείγματα βλ. D. F. Grose στο: M. Newby- K. Painter (επιμ.), Roman Glass: two centuries of art and invention (1991) 1-18.
9. IIg3). A.V. Saldern, Ancient glass in Split, JGS 6, 1964, 43-44∙ Trasparenze imperiali. Vetri romani dalla Croazia (1998) 185 èg. 175.
10. Isings form 3. B. Grose, Early Ancient Glass 244-249. 11. R. Lierke, «aliud torno teritur». Rippenschalen und die Spuren einer unbekannten Glastechnologie: Heißes Glas auf der Töpferscheibe, AW 24, 1993, 218-234 f,., Antike Glastöpferei, AW Sonderband (1999) 51 x.é.
12. B. G. D. Weinberg, JGS 12, 1970, 17 4.3. 8 Lo., JGS15, 1973, 35 x.8. D. F. Grose, Muse 13, 1979, 54-67.
13. Bd. Grose, Early Ancient Glass 247-249. IIgß). xoxi D. B. Har den x.č., Glass of the Caesars (1987) 51 Čg. 27 Trasparenze imperiali àg. 172.
14. IIgs. E. M. Stern, Roman Mold-blown Glass, The Toledo Museum of Art(1995)111-113 ởọ.13,14.
15. D. B. Harden, Romano-Syrian glass with mold-blown inscriptions, JRS 25, 1935, 163-186: ó ið log, Two tomb-groups of the first century A. D. from Yahmour, Syria, and a supplement to the list of Romano-Syrian glasses with mold-blown inscriptions, Syria 24, 1944/45, 81-95.
16. Bλ. πρόσφατα και Stern, Roman Mold-blown Glass 51. 97-98. 273 και τόν κατάλογο άλλων παρόμοιων αγγείων εκεί.
17. Isings form 17. W. v. Pfeffer - Th. E. Hae vernick, Zarte Rippen Schalen, SaalbJb 17, 1958, 76 x.é, ανατύπωση στον τόμο: Th. E. Haevernick, Beiträge Zur Glasforschung. Aufsätze 1938 bis 1981 (1981) XI-XXV. Th. E. Hae vernick, Die Verbreitung der «Zarten Rippenschalen», JbZMusMainz 14, 1967, 153-166, ανατύοπωση στον τόμο: Hae vernick, Beiträge zur Glasforschung 171–179. B?. xoi G. L. Ravagnan, Vetri antichi del Museo Vetrario di Murano (1994) èg. 378 civ. 13,
18. Έχει τονιστή πρόσφατα ότι πρέπει να υποθέσουμε λίγα μόνο εργαστήρια ύαλοποιίας, δηλαδή κατασκευής γυαλιού από πρώτες ύλες, όπως αυτά που τεκμηριώνονται στην περιοχή της Συρο-Παλαιστίνης, την Γαλλία και την Ισπανία. Από εκεί έγινε εξαγωγή ακατέργαστου γυαλιού σε πολλά δευτερεύοντα εργαστήρια τα όποια ανέλαβαν την παραγωγή αγγείων. Bλ. E. M. Stern, Roman glass blowing in a cultural context, AJA 103, 1999, 441 κ.ε., ειδικά 454-456 Π. Τριανταφυλλίδης, Ροδιακή Υαλουργία Ι (2000) 34 κ.ε. Το θέμα αναπτύσσεται εκτενώς στα πρακτικά συνάντησης στο Lyon: Μ.-D. Nenna (ëJttu.), La route du verre. Ateliers primaires et secondaires du second millénaire av. J.-C. au Moyen  ge (2000).
19. Isings form 21. B. H. J. Eggers, Der römische Import im freien Germanien (1951) H. Norling-Christensen, Hohe Glasbecher vom Pompeji-Typ OTó: Festschrift für R. Laur-Belart (1968) 410 xé. IIgßA. ty. xai Glass of the Caesars 194-195äg. 104. 105. 20. IIgß). F. Fremersdorf, Die römischen Gläser mit Schliff, Bemalung und Goldauflagen aus Köln (1967) C. W. Clair mont, The Glass Vessels, Excavations at Dura-Europos, Final Report IV 5 (1963) 56-86 attv. 25-31 N. Sorokina, Facettenschliffgläser des 2en und 3en Jhd. u. Z. aus dem Schwarzmeergebiet, Annales de l'Association Internationale pour l'histoire du verre 7, 1977, 111-122" D. B. Harden, Roman Glass from Karanis (1936) JLiv. 13.
21. D. B. Harden, Glass-making centers and the spread of glass-making from the first to the fourth century A.D., Cytó: Annales des «Journées Internationales du Verre». 1, 1959, 47-57. Weinberg, Glass Vessels in Ancient Greece 35.
22. Isings form 61. Για μία πρώτη μνεία του αγγείου βλ. U. Sinn κ.ά., Nikephoros 6, 1993, 155 με σημ.5.
23. Isings form 12.
24. B. A. Martin: Rei Cretariae Romanae Fautorum Acta 35, 1997, 21 1-2 16.
25. Πρβ. D. B. Harden, RDAC 1940-1948, 48 αριθ.1 εικ. 19 a S. Lancel, Verrerie antique de Tipasa (1967) 20 forme 25 εικ.29∙ J. W. Hayes, Roman and PreRoman Glass in the Royal Ontario Museum (1975) 63 αριθ.176 εικ.5.
26. Πρβλ. Lancel, ό.π. 20 forme 24 εικ. 28 Hayes, ό.π. 63 άρ.177 εικ.5.
27. Παραλλαγή του σχήματος Isings form 35 έ. Πρβλ. G.R. Davidson, The Minor Objects, Corinth XII (1952) 92 (ig. 645. J. Wiseman, Hesperia 41, 1972, 18 liv. 9, 6. M. Honroth, Glas: AvР XIV (1984) лiv. 42 čio. G. 28-G 31. Пов). коi La Baume- Salomons on Ö.JC., Öig. 162 stiv. 21, 4.
28. IIgs). J.X. G. Mackworth Young, BSA 44, 1949, 80 x,&. cióuxó 90 JLiv. 36 ög. 2. 20 (2) L. Berger, Römische Gläser aus Vindonissa (1960) 76ög. 192-194rlv. 12. 20. J. Carington Smith, BSA 77, 1982, 255 x,&. Itv. 37 e. f.
29. Isings form 51 b. IIQ3. D. Charles worth, Roman square bottles, JGS 8, 1966, J. de Alarcão, Bouteilles carrées à fond décoré du Portugal romain, JGS 17, 1975, 47 x.é. N. Sorokina, Das antike Glas der Nordschwarzmeerküste: Annales de l'Association Internationale pour l'histoire du verre 4, 1967, 67. 
30. BA. Furtwāngler, Olympia IV, 207 αρ.1337 Var.77 με εικ. 
31. Bλ. Isings form 103. 104 b.
32. G. M. Crowfoot- D. B. Harden, Early Byzantine and later glass lamps, JEA 17, 1931, 196-208.
33. Isings form 107 b.
34. Isings form 106 d xoi form 96 b2. Y. Israeli, The Wonders of Ancient Glass in the Israel Museum, Jerusalem (1998) 50 F. Fremersdorf, Die römischen Gläser mit aufgelegten Nuppen in Köln (1962) P. La Baume, Römisches Glas des östlichen Mittelmeerraumes und des Rheinlandes, AKorrBl 4, 1974, 367-370. Πρβλ. Trasparenze imperiali 200 dig. 206. 207 D. Whitehouse, Roman Glass in the Corning Museum of Glass I (1997) 213–219 dig. 366-377.
35. Isings form 107 a. B). F. Frem ersdorf, Römisches geformtes Glas in Köln (1961) Jttv. 113-115. Verres antiques de la collection Ray Winfield Smith, Musée de Mariemont (1954) Jtív. 18: L. Barkóczi, Pannonische Glasfunde aus Ungarn (1988) 95 Jctiv. 76 dig. 141, 142 Harden, Roman Glass from Karanis Jciv, 16 Óg. 472 A. Oliver jr., Ancient Glass in the Carnegie Museum of Natural History, Pittsburgh (1980) 127 Čg. 210 Matheson, Ancient Glass in the Yale University Art Gallery 109 Óg. 284 G. Gomolka - Fuchs OTó: Iatrus-Krivina IV (1991) 183 JL tv. 76 ởg. 1263: Sorokina otó: Annales 4, 1967 (βλ. υποσημ. 29), εικ. 4, 8.
36. Isings form 134. Crowfoot- Har den. 196. Whiteh ou se č. JL. 193 άρ. 339.
37. Isings form 111. Crowfoot- Harden.196. Πρβ. A. v. Saldern, Gläser der Antye, Sammlung Erwin Oppenländer (1974) 242 αρ.707. 708 Whitehouse. 103. αρ. 154, 156 O. Dussart, Le verre en Jordanie et en Syrie de Sud (1998) 115 κ.ε.
38. Ευχαριστώ τόν καθ. Sinn για την άδεια να αναφερθώ εδώ στην ακόμα αδημοσίευτη ανασκαφή του.
39. Από προηγούμενες ανασκαφές στην περιοχή νότια του Λεωνιδίου.