Περί της Αρχαίας Ηραίας1
Το κράτος των Ηραιατών
Η Ηραιάτιδα χώρα είναι ένας πανάρχαιος χώρος στη κοιλάδα του Αλφειού ποταμού και είχε πρωτεύουσα την Αρχαία Ηραία που λείψανα της βρίσκονται στα χωριά Άγιος Ιωάννης και Ανεμοδούρι, της Μεσαιωνικής Λιοδώρας, της αποδοτικής προθήκης της Γορτυνίας.
Η κοιλάδα αυτή του Αλφειού είναι ένας απέραντος ερειπιώνας που κρύβει μια ιστορική διαδρομή, που χάνεται στα βάθη των αιώνων και ήταν ονομαστή από τους χρόνους της απώτατης ιστορίας. Στα σπλάχνα της κρύβει αρχαιολογικά λείψανα γνωστά κι άγνωστα που ανάγονται ακόμη και στη προϊστορική εποχή και είναι αδιάψευστα μαρτύρια της Ηραιάτιδος χώρας, ριζωμένα σ’ ένα παρελθόν που οι απαρχές του βρίσκονται πριν την ιστορία.
Μόνο με τη γνώση κι εκτίμηση της ιστορικότητας αυτού του τόπου θ’ αποφύγουμε τον αφανισμό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Αν δεν ξέρεις τη μακραίωνη ιστορία της, που έχει τις ρίζες της στη μυθολογία, αν δεν ανακαλύψεις αυτόν τον Ηραιάτικο χώρο που αναφέρουν ο Περιηγητής Παυσανίας, ο γεωγράφος Στράβων, οι ιστορικοί Ξενοφών και Πολύβιος, ο ποιητής Ριανός και τόσοι άλλοι, θα νομίσεις πως η Ηραία είναι ασήμαντη. Κι όμως είναι σημαντική, διότι ολόκληρη η περιοχή της Ηραίας δείται επισταμένης και συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας διότι στα περισσότερα μνημεία κρύβονται «έτι εν τοις κόλποις της αρχαιοτάτης ταύτης χώρας». Μια μέλλουσα ανασκαφή μπορεί να φέρει στο φώς «και μυκηναϊκά ως και προμυκηναϊκά μνημεία και τάφους σπηλαιώδεις ή θολωτούς», όπως τονίζει στην αρχαιολογική του έρευνα ο καθηγητής Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς.
Αναφέρονται αυτά τα λείψανα από τότε που μπαίνουν τα θεμέλια κάθε εκφράσεως του Ελληνισμού και διαδραματίζονται συμβάντα που ίσως δεν τα γνωρίζουμε, όμως στον απόηχο τους συλλαμβάνουμε από τα ιστορικά γεγονότα που είναι πλακωμένα στα ερείπια της.
Ιστορικό Σταυροδρόμι
Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ε’ Μυκηναϊκή οδός ξεκινούσε από το Άργος και κατευθυνόταν είτε προς Λακωνία, είτε προς Ηραία και αρχαία Ολυμπία παρά της κοίτης του Αλφειού. Αυτός ο δρόμος ήταν ακόμη ο σύνδεσμος των αθλητικών αγώνων που γίνονταν στην αρχαία Ολυμπία και στο Λύκαιο όρος. Αυτή τη διαδρομή «από Ηραίας προς Μεγαλόπολιν» ακολούθησε ο Παυσανίας. Τα πασίγνωστα αχνάρια του Ρωμαϊκού δρόμου (Ολυμπία– Μέλενα– Μεγαλόπολη) που σημειώνονται στον Πευτιγγέρειο Πίνακα (Tabula Peutigeriana).
Η αρχαία Ηραία ήταν ένα σταυροδρόμι, ένας σημαντικός κόμβος επικοινωνίας την εποχή εκείνη που «υποδηλοί περίοδο ευδαιμονίας». «Εις Ηραίαν εστάθμευαν και οι εις Ολυμπίαν μεταβαίνοντες και εκείθεν επανερχόμενοι Έλληνες.. οίτινες αφικνούντο εις την κοιλάδα ταύτην του Αλφειού, εφ’ όσον κινείται ως φαίνεται, γέφυραι συνεκέντρουν και την εκ Φιγαλείας και Μεσσήνης οδού της εις Ολυμπία αγούσης δημοσίας οδού». Σε αυτή την επίπεδη έκταση παραπλεύρως του ποταμού ήσαν αναμφιβόλως «αι περιγραφόμεναι υπό του Παυσανία οδοί», όπως η από την Ηραία προς Μεγαλόπολη αμαξιτή οδός.
Επίσης από την Ηραία προς την Αλιφείρα μεγάλος δημόσιος δρόμος, διανοίγεται ανάμεσα σε δεντροστοιχίες ψηλών δέντρων, δαφνών και μυρτών, των οποίων ενώνονται σε σχήμα στοάς, σύσκιες στοές. Καθώς και από την Ηραία προς την Ήλιδα μέσω του ποταμού Λάδωνα για να φτάσουμε στον Ερύμανθο.
Στην εποχή του Σόλωνος οι κάτοικοι της Ηραίας πέτυχαν εκατοντάχρονη συνθήκη με τους γείτονες Ηλείους, –527. Η πρώτη ιστορική των Ηραιατών πράξη αναγράφεται σε χάλκινη πλάκα που βρέθηκε στην αρχαία Ολυμπία. Τότε άκμασε πολιτικά και στρατιωτικά το κράτος των Ηραιατών και παρουσίασε διπλωματική ικανότητα στις συμμαχίες της που την εξασφάλισε από κάθε εξωτερική επιβουλή. Τόση δύναμη απέκτησε ώστε κατέστη για μεγάλο διάστημα το κέντρο της Αρκαδικής Ομοσπονδίας (Κοινό των Αρκάδων) .
Νομίσματα Ηραιέων
Η αρχαία Ηραία εξέδιδε νομίσματα κοινά για όλο το χώρο του Κοινού των Αρκάδων. Τα πρώτο νομίσμα του Κοινού των Αρκάδων κόπηκε το -550 και ήταν το αρχαιότατο στην Αρκαδία. Το νόμισμα αυτό ήταν αργυρό τριώβολο με κεφαλή της θεάς Δεσποίνης ή Ήρας και στην άλλη όψη έφερε την επιγραφή ΕRΑ. Από το -480 αρχίζει η δεύτερη σειρά κοπής νομισμάτων που σχετίζεται με τη διάλυση της Αρκαδικής Ομοσπονδίας. Ο τύπος του νομίσματος -480/ -234 δεν είναι πλέον η κεφαλή της Ήρας αλλά Άρτεμις, Αθηνά, Πάν, θεότητες που η λατρεία τους ήταν διαδεδομένη σ’ όλη την Αρκαδία. Κατά το -210 κόπηκαν νομίσματα με επιγραφή «Αχαιών Κορτυνίων» . Ακόμα στα χρόνια της Ρωμαίικης κυριαρχίας οι Ηραιάτες δεν έπαψαν να κόβουν νομίσματα με τη διαφορά πως στη μια όψη ήταν χαραγμένο το κεφάλι του αυτοκράτορα. Συνολικά η Ηραία έκοψε 18 τύπους νομισμάτων.
Ιστορική Διαδρομή
Η Ηραιάτιδα χώρα ήταν μία από τις δεκατρείς περιοχές που υπήρχαν κατά την εποχή του Παυσανία. Τα σύνορα της χώρας εκτείνονταν στα ΝΔ της Αρκαδίας μεταξύ της Θελπουσίας προς Βορρά και της Μεγαλοπολίτιδος προς τα ΝΔ και της Ηλείας προς Δυσμάς κατά τη συμβολή του Λάδωνα και Ερύμανθου. Στην Τουθόα είναι τα σύνορα των Θελπουσίων και Ηραιατών, στο Πεδίον, όπως λένε οι Αρκάδες. Πλάι στις πηγές του Βουφάγου είναι τα σύνορα ανάμεσα στη Μεγαλόπολη και την Ηραία. Κατά τους Αρκάδες σύνορα ανάμεσα στην Ηραία και την Ήλιδα είναι ο Ερύμανθος, οι Ηλείοι όμως θεωρούν σαν διαχωριστικό σημείο της χώρας τους τον τάφο του Κοροίβου.
Η αρχαία Ηραία ήταν σημαντική πόλη των Ηραιέων «εγένετο πολυάνθρωπος και πλουσία χώρα και επέβαλεν εαυτήν εις τους πέριξ συνοικισμούς, εννέα εν όλω συνοικισμοί εν τη κοιλάδι του Αλφειού και επι των κλιτύων των δεξιά και αριστερά ταύτης ορέων ανήκον εις το κράτος της Ηραίας, όπως πιθανολογείται, η Αλίφειρα, Ήπειον και Ύπανα από την αριστερά όχθη του Αλφειού, καθώς Μελανεαί και Βουφάγιο από δεξιά όχθη, Ενισπίη, Στρατίη, Ρισπίη, παραποτάμιοι συνοικισμοί του Λάδωνα ακόμη και του Ογκείου στα σύνορα με την Θελπουσία και τον Λάδωνα».
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Ηραιάτες τάχτηκαν με τους Σπαρτιάτες, οι δε Μαντινείς με τους Αθηναίους. Το -418 οι Λακεδαιμόνιοι με τον Άγι Β’, βοηθούμενοι από τους Ηραιάτες νίκησαν τους Μαντινείς και Αργείους. Το -417 οι Ηραιάτες με τον Άγι νίκησαν υους Ηλείους και ανέκτησαν την πόλη Ήπειον (ΑΙΠΙΟΝ) «κειμένης μεταξύ Ηραίας και Μακίστου».
Όταν ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη από τον Επαμεινώνδα με τη σύμπτυξη 40 παλαιών Αρκαδικών πόλεων, από την Ομοσπονδία αυτή απείχαν η Ηραία και ο Ορχομενός. Την Αρκαδική Ομοσπονδία χτύπησε ο Αγησίλαος της Σπάρτης μετά των Ηραιατών. Όταν όμως επανήλθε στη Σπάρτη, οι Αρκάδες εκστράτευσαν εναντίον των Ηραιατών (-369) και πυρπόλησαν τα σπίτια τους. Έτσι αργότερα αναγκάσθηκαν οι Ηραιάτες να ταχθούν με το πλευρό της Αρκαδικής Ομοσπονδίας. Κατά το συνέδριο που έγινε στη Κόρινθο (-337) , η Αρκαδία αναγνώρισε τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β’ ως ηγεμόνα της Ελλάδος. Αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος κατέβηκε στη Πελοπόννησο (-335) για να γνωρίσει τους συμμάχους του πατέρα του, να ευχαριστήσει τους φίλους του και να φοβερίσει τους εχθρούς του, έφτασε και μέχρι την πατρίδα μας την Αρκαδία.
Η νέα Αχαϊκή Συμπολιτεία ιδρύθηκε το -281 με σκοπό να ενωθούν όλες οι Ελληνικές πόλεις και ολόκληρος ο Ελληνισμός. Μια ανασύσταση με πολίτευμα « δημοκρατικό και πολυειδές ». Πρόκειται για μια συγκροτημένη καλά οργανωμένη ομοσπονδιακή ένωση. Το -240 η Ηραία έγινε μέλος της Συμπολιτείας. Το -192 ο Μεγαλοπολίτης Φοιλοποίμην, ο έσχατος μεγάλος των Αρκάδων Ελλήνων ένωσε τη Σπάρτη με την Αχαϊκή Συμπολιτεία, ήταν όμως πολύ αργά, για να καταλήξει αργότερα η Πελοπόννησος Ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα. Επί Αυγούστου, η Ηραία και ολόκληρη η Αρκαδία, ήσαν πλέον χώρες παρακμασμένες. Ο Παυσανίας μας δείχνει καλύτερα την εικόνα της παρακμής «Πάντως πάσα μεταξύ των ορίων Ηραίας και Ορχομενού περιοχή παρείχεν όψιν τελείας παρακμής». Τελευταία αναφορά της Ηραίας γίνεται από τον Πτολεμαίο και με τη πάροδο του χρόνου εξασθενημένη, εξέλιπεν τελείως.
Ανασκαφαί Ηραίας υπό του Αλεξ. Φιλαδελφέως, 1931 2
Η Ηραία τυγχάνει πόλις αρχαία κειμένη εν Αρκαδία παρά τον Αλφειόν ποταμόν, καταστραφείσα δε και ερειπωθείσα μετά την κατάλυσιν του αρχαίου ελληνικού κόσμου, σχεδόν τέλειον κατά τον Μεσαίωνα εξηφανίσθη, επί δε των ερειπίων αυτής και διά της χρησιμοποιήσεως των συγχρόνως, εκτίσθη κατά τους νεωτέρους χρόνους το χωρίον Άγιος Ιωάννης, αριθμούν σήμερον περί τας 50- 60 οικογένειας, ανήκον δέ εις την επαρχίαν Γορτυνίας, αλλά προς το δυτικόν ταύτης τμήμα, το ατενίζον το Ιόνιον πέλαγος και την Ηλείαν. Περί ταύτης γράφει ο Παυσανίας εν Βιβλ. 8ον (Αρκαδικά) και Κεφ. 24ω 1-2, τα εξής:
"Ηραιεύσι δε οικιοτής μεν γέγονεν Ηραιεύς ο Λυκάονος, κείται δ΄ η πόλις εν δεξιά του Αλφειού, τα μεν πολλά εν ήρεμα προσάντει, τα δε επ' αυτόν καθήκει τον Αλφειόν. Δρόμοι τε παρά τώ ποταμώ πεποίηνται μυρσίναις και άλλοις ημέροις διεκεκριμένοις δένδροις· και τα λουτρά αυτόθι. Εισί δε και Διονύσω ναοί. Τον μεν καλούσιν αυτών Πολίτην, τον δε Αυξίτην. Και το οίκημά έστι σφίσιν ενθα τώ Διονύσω τα όργια άγουσιν. Έστι και ναός εν τή Ηραία Πανός, άτε τοις Αρκάσιν επιχωρίου. Τής δε Ήρας του ναού και άλλα ερείπια και οι κίονες ετι ελείποντο. Αυλητάς δέ, οπόσοι γεγόνασιν Αρκάσιν, υπερήρκεν τή δόξη Δαμάρετος Ηραιεύς, ός τον οπλίτην δρόμον ενίκησεν έν Ολυμπία πρώτος. Ες δε την Ηλείαν κατιών εξ Ηραίας, στάδια μεν που πεντεκαίδεκα αποσχών Ηραίας διαβήση τον Λάδωνα, από τούτον δε ές Ερύμανθον, όσον είκοσι άφιξη σταδίους. Τη δε Ηραία όροι προς την Ηλείαν λόγω μεν τώ Αρκάδων έστιν ο Ερύμανθος, Ηλείοι δε τον Κοροίβου τάφον φασί την χώραν σφίσιν ορίζειν. Ηνίκα δε τον αγώνα τον Ολυμπικόν εκλιπόντα επί χρόνον πολύν ανενεώσατο Ίφιτος και αύθις έξ αρχής Ολύμπια ήγαγον, τότε δρόμον σφίσιν άθλα ετέθη μόνον και Κόροιβος ενίκησε. Και έστιν επίγραμμα επί τω μνήματι ως Ολυμπίασιν ενίκησεν ανθρώπων πρώτος, και ότι της Ηλείας επί τώ πέρατι ο τάφος αυτώ πεποίηται."
Παρέθεσα ολόκληρον το περί Ηραίας χωρίον του Παυσανίου, διότι τούτο περιληπτικώτατον ον και ακριβέστατον, εχρησίμευσεν ως βάσις της εμής εργασίας. Το μόνον θλιβερόν είνε ότι εκ πάσης της πάλαι λαμπρότητος εκείνης δεν υπελείφθησαν ή αραιά και μόλις ορατά ίχνη, το δ’ έτι χείρον, ότι και αυτή η υπέροχος άλλως τοποθεσία της Ηραίας κατέστη τελείως απρόσιτος εκ της εντελούς ελλείψεως συγκοινωνίας, διότι ούτε οδοί υπάρχουσιν, ούτε γέφυραι επί των ευρυτάτων εκείνων ποταμών, ούτω δέ η δι’ ημιόνων πορεία τυγχάνει κοπιωδεστάτη, η δέ διά των ποταμών διάβασις και κινδυνώδης έτι, αριθμούσα ουκ ολίγα θύματα ανθρώπινα.
Επειδή δε σύμπασα αύτη η περιοχή, η τοσούτον σημαντική διά την πάλαι ακμήν, ουδέποτε σχεδόν αρχαιολογικώς εξηρευνήθη, παρεκάλεσα το Σεβ. Υπουργείον ίνα μοι παράσχη την άδειαν ανασκαφής μετά σχετικής πιστώσεως, ήτις όντως και προθύμως μοι εχορηγήθη, ούτω δέ την 12ην Σεπτεμβρίου παρελθόντος έτους ηρξάμην των εργασιών ακριβώς εντός του χώρου, ον καθορίζει το κείμενον του αρχαίου περιηγητού. Κείται δ’ ούτος ευθύς ως εξέλθη τις του χωρίου «Αγίου Ιωάννου», όπερ και αυτό, ως προείπομεν, εκτίσθη επί τμήματος της αρχαίας Ηραίας. Ώς πρώτον δε σημείον ερεύνης εξέλεξα την θέσιν «Παληοεκκλησιά», υποπτευθείς μήπως υπό το λίαν ενδεικτικόν τούτο όνομα κρύπτεται ναός τις αρχαίος ή βασιλική παλαιοχριστιανική. Μετά διήμερον όμως έρευναν δεν ανευρέθησαν ή παχύτατοι τοίχοι εκ λίθωv και πλίνθων, οι οποίοι ανήκον πιθανώς εις ρωμαϊκόν ή βυζαντινόν κτίριον μεγάλων διαστάσεων και σπουδαίον, αλλ’ ολοσχερώς κατεστραμμένον, διότι οι τοίχοι ούτοι διεκόπτοντο κατά διαστήματα και δεν υπήρχε συνοχή, ανωρύξαμεν δε και πολλούς τάφους χριστιανικούς, ηναγκάσθην δ’ ως εκ τούτου να διακόψω την ανασκαφήν ταύτην, φοβηθείς μή μάτην δαπανήσω το πλείστον της πιστώσεώς μου άνευ θετικού αποτελέσματος.
Διό επελήφθην της εξερευνήσεως ετέρου χώρου, εντός αγρού, όπου διεκρίνοντο δύο ευμεγέθεις πλάκες καθέτως κεχωσμέναι εντός του εδάφους. Επειδή δε αύται δεν ηδύναντο νανήκωσιν ή εις αρχαίον κτίριον και πιθανόν κατά χώραν, επεχείρησα αμέσως την εκσκαφήν του. Τύχη δε αγαθή, ευθύς μετ’ ολίγας ώρας απεκαλύφθησαν εν συνεχεία και εις ελάχιστον βάθος ορθογώνιοι ογκόλιθοι εξ εγχωρίου λίθου, αποτελούντες θεμέλιον μεγάλου κτιρίου. Μετά ζήλου λοιπόν συνεχίσθη η ανασκαφή επί πολλάς ημέρας, ούτω δε απεκαλύφθη εν τέλει ολόκληρον το σωζόμενον θεμέλιον του αρχαίου οικοδομήματος, όπερ είχε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, ως βλέπει τις εν τω επισυνημμένω Πίν.1 αριθ.1 και εικ.1. Τούτου αί διαστάσεις είνε αι αυταί κατά μήκος και πλάτος, ήτοι 4μ. 20, αλλά το κτίριον ήτο αρχικώς επίμηκες βαίνον από Α. προς Δ. ως απέδειξεν η περαιτέρω ανασκαφή, δι ής επιστοποιήθη ότι είχον αφαιρεθή πάντες σχεδόν οι θεμέλιοι λίθοι της δυτικής πλευράς. Επειδή δε προς την αντίθετον πλευράν, την ανατολικήν, απεκαλύφθη ευρεία είσοδος, ήτοι το κατώφλιον μεγάλης θύρας μετά του αύλακος και των οπών των γιγγλυμών, συγχρόνως δ’ ανευρέθη εκεί πλησίον και εντός του κτιρίου ο άβαξ μετά τον εχίνου δωρικού κιονοκράνον, συνεπέρανα μετά βεβαιώτητος σχεδόν ότι το κατερειπωμένον τούτο κτίριον θα ήτο εις εκ των τεσσάρων υπό του ΙΙαυσανίου μνημονευομένων εν Ηραία αρχαίων ναών. Εις τίνα όμως θεόν ανήκεν ούτος είνε αδύνατον να πιστοποιηθή, διότι ούτε επιγραφή τις ανευρέθη, ούτε άλλη τις ένδειξις. Επειδή δε το ανευρεθέν κιονόκρανον τυγχάνει σπουδαίον τεκμήριον παραθέτω το ακριβές τούτου σχέδιον εν τή αυτή εικόνι παραπλεύρως της κατόψεως του ναού, εκ της τομής δε αποδείκνυται ότι ο εχίνος είχε κλίσιν 45 μοιρών, οία εάν δεν απατώμαι, ανάγεται εις τους καλούς χρόνους της ελλην. τέχνης· το μήκος του άβακος είνε 0,75.
Αλλ΄ ο ναός ούτος υπέστη μεγάλας καταστροφάς, ως και πάντα τα εν Ηραία κτίρια, το δε χείριστον μετά την κατάπτωσίν του, εκ σεισμών βεβαίως, εχρησιμοποιήθη δι άλλας ανάγκας υπό των κατοίκων της Ηραίας, ως αποδείκνυται εκ των πολλαπλών και καθ’ όλας τας διευθύνσεις εποικοδομηθέντων επ΄ αυτού τοιχίων, αποτελούντων ένεκα της ευτελούς κατασκευής των αισθητήν αντίθεσιν προς τα αρχαιοπρεπή θεμέλια του κατεδαφισθέντος ναού. Έκτος δε των άνω περιγραφέντων θεμελίων ανευρέθησαν εντός της επιχώσεως πλείστα όστρακα αρχαίων αγγείων, ών πολλά των καλών χρόνων, προς δε ήλοι πολλοί, μόλυβδος και άλλα όμοια αντικείμενα.
Μετά την λήξιν της ανωτέρω ανασκαφής εστράφην προς αναζήτησιν βωμού τίνος έν τινι άξονι της εισόδου, αλλ΄ άνευ αποτελέσματος. Τουναντίον εξερευνήσας τον αντίθετον προς Δ. χώρον, εις μικρόν από του ναού απόστασιν (60 περίπου μ.), ως βλέπει τις έν τω γενικώ τοπογραφίω Πίνακι 3, απεκάλυψα το ύπ’ άρ. 2 τετραγωνικόν κτίριον (Πίν.1, αρ.2), του οποίου μόνον ως του πρώτου το θεμέλια σώζονται, αποτελούμενα και ταύτα εκ μεγάλων, κατά μάλλον και ήττον, κανονικών ογκολίθων, αν και υπάρχουσι και μικρότεροι παρά τούτους λίθοι. Του τετραγώνου τούτου ελλείπουσιν οι θεμέλιοι λίθοι κατά την ΒΔ. και την ΝΑ. γωνίαν, ούτω δ’ αποτελούνται δύο ανοίγματα, ων το προς το ΒΔ. φαίνεται κανονικώτερον, πάντως όμως δεν πρόκειται περί εισόδων, διότι αύται θα ήσαν επί των άνωθεν των θεμελίων δόμων του κτιρίου, θ΄ απεκαλύπτετο δε ο ουδός της θύρας, ως συνέβη έν τω ναώ και αλλαχού. Τανοίγματα λοιπόν ταύτα προέρχονται απλούστατα εκ της αφαιρέσεως των ογκολίθων, οι οποίοι επλήρουν ταύτα υπό των χωρικών. Το τετράγωνον τούτο κτίριον έχει μήκος εκάστης πλευράς 3μ. 30. Τι να ήτο εν τούτοις το μικρόν τούτο τετραγωνικόν οικοδόμημα; Μεθ΄ όλας τας εικασίας και υποθέσεις εις ουδέν κατέληξα συμπέρασμα, άν και ο σχεδιάσας την κάτοψιν τούτου δόκιμος μηχανικός κ. I. Τσακάκης, σημειοί παραπλεύρως την λέξιν "Οικία". Τοιαύτη όμως δεν δύναται να είνε, διότι είνε γνωστόν το σχέδιον και η κάτοψις των αρχαίων οικιών, ως θα ίδωμεν εν τοις εξής και εν αυτή τή Ηραία.
Μετά την τελείαν ανασκαφήν του τετραγωνικού τούτου θεμελίου, εντός των χωμάτων του οποίου ανευρέθησαν πολλά κέρματα αγγείων, απλών και άνευ παραστάσεως, καθώς και ρωμαϊκά τινά λίαν εφθαρμένα νομίσματα, ετράπημεν προς έτερον σημείον κείμενον προς Β., εις τον αγρόν των αδελφών Δημητριού και Στέλιου Σπηλιοπούλων, όπου μοι υπεδείχθη υπό πολλών χωρικών ότι προ πολλών ετών εξήχθησαν εκείθεν πολλαί πλάκες και λίθοι ογκώδεις. Πράγματι, ως παρατηρείται εν τώ Πίν. I. προς το ΒΑ. άκρον (όπου ο αριθ. 5), ανευρέθη μακρά σειρά θεμελίων εκ κανονικών λιθίνων δόμων από Δ. προς Α. διήκουσα. Μετά πολυήμερον εργασίαν απεκαλύφθη εις βάθος ενός περίπου μέτρου (αλλαχού περισσότερον, αλλαχού δ’ έλαττον ένεκα του ανωμάλου του εδάφους), ολόκληρον το θεμέλιον επιμήκους κτιρίου διηρημένον δι εγκαρσίων τοίχων εις τέσσαρας αίθουσας, ών τρεις μεγάλοι, μία δε, η προς Δ. μικροτέρα. Μεγίστη απασών είνε η ακραία προς Α. Το ολικόν μήκος τούτου είνε 24μ., το δέ πλάτος 5μ. 10, των δέ καθ’ έκαστον δωματίων τα εμβαδά είνε εκ Δ. προς A. 1) 3,90Χ 3,90. 2) 4,20X 5,10. 3) 5,60Χ 5,10. 4) 6,60X 5,10, ως δηλούνται ταύτα σαφέστατα και εν τω επισυνημμένω Πίνακι υπ΄ αριθ. 5 και εικ. 3.
Εντός των χωμάτων ανευρέθησαν παντοία θραύσματα αγγείων διαφόρων χρόνων, ιδίως της υστέρας ιστορικής περιόδου, ρωμαϊκά τινά και βυζαντινά νομίσματα λίαν εφθαρμένα και ήλοι σίδηροι, πλείστα πήλινα σταθμία, τεμάχια μόλυβδου κλπ. Επί ενός των νομισμάτων παρίσταται κεφαλή Διός, ως της του Ηλείου, επί της αντιθέτου δε ύψεως έλαφος οκλάζουσα. Τα δωμάτια δέ ταύτα ήσαν προσιτά δια εισόδων πολλών και εκ Β. και εκ Ν., ως βλέπει τις εν τή κατόψει (είκ.3). Δύο όμως ήσαν αι κυριώταται είσοδοι κατά το μέσον περίπου του όλου κτιρίου, εις το δεύτερον δε συμπίπτουσαι εξ Α. δωμάτιον, όπερ φαίνεται ότι θα ήτο είδος τι προδόμου ή διαδρόμου (hall δηλ. ως αγγλιστί είθισται σήμερον να καλώνται τα πρόθυρα (vestibules) ή πρόδομοι των συγχρόνων μεγάρων), διότι βεβαίως δεν θα ηδύνατο να χρησιμοποιηθή ούτε διά κοιτώνα, ούτε δι εστιατόριον, ούτε δι αίθουσαν δεξιώσεως δωμάτιον έχον και προς Β. και προς Ν. τοσούτον μεγάλας και ευρείας θύρας.
Υπάρχει μάλιστα και τρίτη θύρα προς Α. δι’ ης εισήρχετο τις εις την ακραίαν μεγάλην αίθουσαν, ήτις βεβαίως θα ήτο η κυριωτάτη του όλου κτιρίου. Η αίθουσα δ αύτη ήτο προσιτή και εκ της προς πλευράς, όπου ανευρέθη και έτερος ουδός, διότι εις πάντα τανωτέρω ανοίγματα (εισόδους) απεκαλύφθησαν λίαν επιμελώς εκ λευκότατου λίθου εξειργασμένοι ουδοί φέροντες την κεντρικήν αύλακα παραλληλίας προς την τοιχοδομίαν διήκουσαν και εντός της οποίας εσύροντο πιθανώς θυρόφυλλα. Εκατέρωθεν δε του αυλακίου τούτου, εις τα δύο ακρότατα σημεία, υπάρχουσιν οπαί προς ενσφήνωσιν των γυγγλυμών των θυροφύλλων. Ανευρέθη μάλιστα και παχύτατος σιδηρούς σωληνοειδής δακτύλιος (μήκους. 0,03, διαμέτρου 0,04 και πάχους 0,015) λίαν εσκωριασμένος, όστις θα ήτο ποτέ εσφραγισμένος διά μολύβδου εντός της μιας των ανωτέρω οπών.
Προς την ΒΑ. γωνίαν ανευρέθη βάσις κίονος Ιωνικού, αλλά λίαν κατεστραμμένη. Μόλις και μετά κόπου ανεγνωρίζετο το αρχικόν της σχήμα. Η επίχωσις πάντων των δωματίων ήτο πλήρης κεράμων προερχομένων ασφαλώς εκ της καταπεσούσης στέγης.
Τι ήτο όμως το μέγα τούτο κτίριον, όπερ θα εκτίσθη εις τους καλούς ελληνικούς χρόνους; Ως διά το προμνημονευθέν τετραγωνικόν κτίριον και διά τούτο ουδέν ηδυνήθην σαφές να εικάσω, διότι ούτε στοά είνε, ούτε και οικία ιδιωτική, αν και ηδύνατο να είνε τοιαύτη εάν ανευρίσκετο προς Ν. περιστύλων τι, ώστε τα δωμάτια ταύτα ν’ατενίζωσι προς αυτό και εξ αυτού να είνε προσιτά διά των τριών θυρών των. Προς τούτο ανηρεύνησα πάντα τον πέριξ χώρον και πλησίον μέν δεν ανευρόν τι, άλλ’ εις μικράν σχετικώς απόστασιν, 30μ. περίπου, προς την διαγωνίαν διεύθυνσιν νοτιοδυτικώς, απεκαλύφθη μικρόν κτίριον, ορθογωνικόν και τούτο (Πίν. άριθ. 4), το όποιον έχει μήκος μέν 4,25, πλάτος δέ 5,30. Τούτο είνε εκτισμένον διά μεγάλων ωραίων τετραγωνικών πλίνθων, είνε δ’έσωθεν οι τοίχοι επικεχρισμένοι διά κονιάματος. Αλλ΄ ό,τι χαρακτηρίζει ιδιαιτέρως το μικρόν τούτο οικοδόμημα είνε αι εντός τούτου, εις ελαχίστην σχετικώς απ’ αλλήλων απόστασιν, στυλίσκοι, εκ τετραγωνικών πλίθων εκτισμένοι, ύψους περίπου ημίσεως μέτρου. Προς δε την βορεινήν πλευράν υπήρχεν οπή συγκοινωνούσα μετά πυραύνου η μικροσκοπικού κλιβάνου. Εκ πάντων τούτων καταφανές εγένετο ότι το κατασκεύασμα τούτο ήτο υπόκαυστον, οία συνηθίζοντο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ών όμοια ανεύρον εν Νικοπόλει, Σικυώνι και αλλαχού. Ό,τι δε εκεί ηνάπτετο πυρ ήτο φανερόν και εκ της αιθάλης της καλυπτούσης τα τοιχώματα, αλλά και εξ αυτών των πλίνθων, αίτινες άμα τη αφή εθραύοντο ένεκα της υπερβολικής καύσεως, ην είχον υποστή (πρβ. Πίν. άριθ. 4 είκ. 4). Τοιαύτα δε υπόκαυστα ήσαν εν χρήσει το πάλαι και εν ιδιωτικοίς οίκοις και εν λουτροίς, ενταύθα δε μάλλον περί των πρώτων δύναται τις μετά πιθανότητος να εικάση.
Αλλ΄ έτι σημαντικωτέρα ήτο η μετ’ ολίγας ημέρας εις μικράν απόστασιν από του υποκαύστου ανεύρεσις θαυμασίου ψηφιδωτόν, όπερ απιστεύτως καλώς διετηρήθη, εις ελάχιστον από του σημερινού εδάφους βάθος, διότι δεν θα είνε τούτο μείζον των 0,30- 0,40 του μέτρου. Είνε δε τούτο εκπληκτικόν, διότι ο αγρός ούτος επί δεκαετηρίδας, ίσως και αιώνας οργούται, σπείρεται και καλλιεργείται, ως δε και άλλοτε διά τας εν Σικυώνι διασωθείσας αρχαιότητας έγραψα, εάν η παρ’ ημίν γεωργία ήτο μάλλον προηγμένη και οι χωρικοί μας μετεχειρίζοντο αντί του ησιοδείου αρότρου τα νυν εν χρήσει πανταχού του κόσμου "βενζινάροτρα" βεβαίως δεν θα διεσώζετο ουδέ ψηφίς εκ των αρχαίων μωσαϊκών, αλλ΄ ουδέ καν και αυτοί οι ολίγοι υπολειφθέντες θεμέλιοι λίθοι!...
Το αποκαλυφθέν ψηφιδωτόν (Πίν. αριθ. 3, εικ. 5) έχει σχήμα τελείως τετραγωνικόν, διότι εκάστη πλευρά τούτου έχει μήκος 5μ. 50, αποτελείται δε από μικράς τετραγωνικός ψηφίδας λιθίνας και πηλίνας διαφόρων χρωμάτων, ιδίως λευκάς, μελαίνας και ερυθράς. Το πλείστον της διακοσμήσεως τούτου είνε γεωμετρικόν, ήτοι σχήματα τετραγωνικόν, τριγωνικόν, εναλλασσόμενοι κύκλοι, πλοχμοί και τα τοιαύτα, μετά μαθηματικής ακρίβειας και άκρας συμμετρίας διαγεγραμμένοι και συντεθειμένοι. Και κατά τας τέσσαρας μεν πρώτας σειράς, πλησίον δηλ των ορθουμένων τοιχίων των πλαισιούντων πέριξ εν είδει θωρακίου (πεζουλιού) το ψηφιδόν, διαγράφονται εντός πλατείας ζώνης, 0,30 πλάτους, ελικοειδώς αναπτυσσόμενοι κλάδοι ή κλώνες, έν συνεχεία ανελισσόμενοι, οίους απαντώμεν και επί πλείστων αρχαίων ζωοφόρων και τους οποίους απεμιμήθη είτα συχνάκις η βυζαντινή τέχνη.
Έπονται κατόπιν εν ζώνη του αυτού περίπου πλάτους δύο πλοχμοί παραλλήλως βαίνοντες και εκ ψηφίδων εναλλασσομένων χρωμάτων, ώστε ν΄αποτελώσιν ούτοι σύνολον θαυμάσιους αρμονικόν. Αι δύο αύται ζώναι, αι τοσούτον ποικίλαι τα σχήματα και τον χρωματισμόν, πλαισιούσι λίαν πλουσίως το λοιπόν εμβαδόν του ψηφιδωτού, όπερ ήδη αποτελείται από τετράγωνα, άλλα μέν σταυροειδώς διακοπτόμενα και διαιρούμενα εις τέσσαρα τρίγωνα, άλλα δε διαγωνίως περιέχοντα έτερα τετράγωνα, ώστε το όλον δάπεδον καλύπτεται ως ζατρίκιον υπό πολλών πολυχρώμων αβακίων (ίδε εικόνας 5- 7). Έν τω μέσω δε του μεγάλου τούτου τετραγώνου διαγράφεται έτερον μικρότερον έξ ομοίων, αλλά μικροτέρων πολυχρώμων αβακίων συγκείμενον, το οποίον πλαισιοί εις το κέντρον αυτού τετράγωνον κοιλότητα, ήτις έχει βάθος μεν 0,25, τα δε πέριξ ταύτης τοιχία είνε επικεχρισμένα δι’ ασβετοκονιάματος∙ ούτω δε το κοίλωμα τούτο παρέχει όψιν μικράς δεξαμενής, αν και δεν ανεκαλύφθη που σωλήν ή οχετός προς διοχέτευσιν ύδατος. Πάντα δε ταύτα είσι κατασκευασμένα μετά μεγίστης επιμελείας και ευπρεπείας. Έξωθεν όμως του πλαισίου και κατά τας τέσσαρας πλευράς αυτού σχηματίζονται συμμετρικώς τέσσαρα μικρότερα τετράγωνα, ως μικροί πίνακες, επί των οποίων παρίστανται επί μεν του 1ου προς Ν. Σάτυρος ορχούμενος γυμνός και κρατών θύρσον, επί του 2ου πρός Δ. ομοίως δε και επί του 3ου προς Α. ανά εις θαλάσσιος ίππος με ουράν δράκοντος, κάτωθεν δε τούτων μικροσκοπικός Δελφίν, επί δε του 4ου όμοιος Σάτυρος προς τον πρώτον, ορχούμενος επίσης και κρατών επί του ώμου κοντόν μετά δικτύου(;). Οι τέσσαρες ούτοι πίνακες έχουσι μεγέθη περίπου 0,83Χ 0,79.
Δυστυχώς ένεκα του απροσίτου του χωρίου Αγ. Ιωάννης δεν ηδυνήθην να φωτογραφήσω το ψηφιδωτόν τούτο, ούχ ήττον παραθέτω ώδε τρεις φωτογραφίας ληφθείσας υπό φίλου ερασιτέχνου, λίαν όμως ατελείς (εικ.6- 8). Παραπλεύρως δε του ψηφιδωτού τούτου απεκαλύφθη καλώς κατεσκευασμένη δεξαμενή (Πίν.1, άριθ. 3) έχουσα μήκος 3,05, πλάτος 1,30 και βάθος 0,80. Ολόκληρος η εσωτερική ταύτης επιφάνεια είνε κεκαλυμμένη δι ασβεστοκονιάματος άριστα διατηρουμένου, έν τω πυθμένι δέ, κατά την ΝΔ. γωνίαν, υπάρχει οπή εκροής. Οντως δε έξωθεν και πέριξ υπάρχουσι πολλοί οχετοί και πήλινοι σωλήνες πρός διοχέτευσιν του ύδατος και την αποστράγγισιν της δεξαμενής.
Η ανεύρεσις έν τούτοις του ψηφιδωτού, της δεξαμενής και του "ύποκαύστου" τοσούτον πλησίον αλλήλων έν τω αυτώ χωρώ καθιστώσι λίαν πιθανήν την εικασίαν ότι εκεί υπήρχε ποτέ μεγάλη και πλούσια κατοικία ή ιδιωτικόν μέγαρον, δεν είνε δε απίθανον και ταποκαλυφθέντα και περιγραφέντα ανωτέρω τέσσαρα ευμεγέθη δωμάτια νανήκουν εις το οικοδομικόν συγκρότημα του ειρημένου μεγάρου.
Ήδη μετά την εξερεύνησιν του βορειοδυτικού τομέως της αρχαίας Ηραίας ετράπημεν από της 1ης Οκτωβρίου προς τον αντίθετον τομέα τον νοτιοδυτικόν (Πίν.1, αρ. 6), εις απόστασιν 350μ. από του ναού, όπου υπάρχουσι πολλοί αμπελώνες. Εντός λοιπόν ενός εξ αυτών, ανήκοντος εις τον Άναστ. Αλβανιώτην, υπήρχον κιονίσκοι και τινα άλλα λείψανα αρχαία μαρτυρούντα, ότι εκεί που το πάλαι ευρίσκετο οικοδομή τις ιδιωτική ή ναός. Όντως δε μετά πολλών ημερών ανασκαφήν απεκαλύφθησαν θεμέλια δωματίων διήκοντα από Δ. προς Α. εις μήκος 18,30μ., εντός δε της επιχώσεως ανεύρομεν πολλούς έτι κιονίσκους και πληθύν αμέτρητον πλίνθων και κεράμων, εξ ών φανερόν ήτο, ότι πάσα η στέγη κατέπεσε ποτέ και ετάφη εντός των χωμάτων και των λίθων της οικοδομής.
Προχωρούντες δ΄ εις την ανασκαφήν του θεμελίου τούτου απεκαλύψαμεν μετά τινας ημέρας εις απόστασιν 5μ, 25 νέον ψηφιδωτόν δάπεδον επίσης ωραίον και ποικίλον ως το πρώτον (ίδε Πίν. 1, άριθ. 6 εικ. 9), διαφόρου όμως συνθέσεως και εκτελέσεως. Το ψηφιδωτόν τούτο είνε επίσης τετράγωνον, εκάστης πλευράς εχούσης μήκος 5μ. 60, έκειτο δ’ εντός περιστυλίου, διότι επί του περιφράσσοντος τούτο θωρακίου διεσώζοντο έτι τα ίχνη των βάσεων, έφ’ ών ερείδοντο οι αποτελούντες το περιστύλιον κιονίσκοι. Του τετραγώνου τούτου ψηφιδωτού το εμβαδόν διαιρείται κατά τας τέσσαρας πλευράς εις ζώνας δύο, αίτινες επέχουσι μοίραν πλαισίου περί τον κεντρικόν μέγαν κύκλον υποδιαιρούμενον και τούτον εις τέσσαρας μικρότερους συμμετρικούς κύκλους ή περιφερικός ζώνας. Πάσαι αύται αί ζώναι φέρουσι κοσμήματα ποικίλα έχοντα ως εξής: Καί εν πρώτοις η πρώτη ζώνη, η εφαπτομένη των τοιχίων των περιφρασσόντων το ψηφιδωτόν (του θωρακίου), αποτελείται από στρώμα ασβεστοκονιάματος πλάτους 0,95. Μετ' αυτό έπεται ζώνη εκ ψηφιδωτού μαιάνδρου πλ. 0,35. Εντός του τετραγωνικού τούτου πλαισίου διαγράφεται μέγας κύκλος διαμέτρου 1,72, εις τας τέσσαρας δε πέριξ γωνίας σχηματίζονται τέσσαρα κενά τρίγωνα, τα οποία πληρούσι τέσσαρα ωραιότατα ανθέμια (ύψ. 0,50). Εντός δέ του πρώτου συγκεντρικού κύκλου ή ζώνης πλ. 0,20, διαγράφονται τα γνωστά ωά του αρχαίου Ιωνικού κιονόκρανου εναλλασσόμενα μετά καθέτων εκατέρωθεν διπλών δευτέρου ανελίσσεται εις ανακυκλουμένας έλικας μετά φύλλων θαυμαστή περιπλοκάς, πλ. 0,25. Μετ’ αυτήν ακολουθεί ετέρα, η τρίτη ζώνη, κεκοσμημένη δι’ ωών όμοιων ως των της πρώτης, και τέλος εν τη τέταρτη περιφερική ζώνη, εχούση πλάτος πλέον των 0,30, διότι το κέντρον είνε κατεστραμμένον και καθίσταται αδύνατον να καθορίση τις το εκεί τέρμα του ψηφιδωτού, παρίστανται φύλλα όμοια προς τ’ακανθωτά των κιονοκράνων.
Ακριβώς δ’ έν τω κέντρω υπάρχει κοίλωμα, άγνωστον εάν τούτο προήλθεν εκ καταστροφής η εάν είνε τεχνητόν, οπότε πιθανόν να ήτο εν αύτω εμπεπηγμένος κίων υποβαστάζων αγαλμάτιον, βωμίσκον ή και κρήνην.
Το μάλλον ιδιάζον του παρόντος ψηφιδωτού είνε ότι τούτο είνε κατεσκευασμένον ουχί εκ τεχνητών ψηφίδων (λίθινων, κεραμείων ή υελώδους μάζης), ως συνήθως, αλλ’ εκ φυσικών ψηφίδων, αίτινες πιθανόν να περισυνελέγησαν και εξ αυτής της κοίτης του κάτωθεν ρέοντος Αλφειού.
Εισί δε πάσαι αύται του αυτού μεγέθους και σχήματος ωοειδούς, χρώματος δε κυανού, λευκού και ερυθρού.
Πάντως είνε αξιοσημείωτον το ομοιόσχημον και το ισομέγεθες των μικρών ψηφίδων, ωσεί πάσαι να εξήλθον εκ της αυτής τεχνητής μήτρας
Η είσοδος δέ εις το ψηφιδωτόν τούτο δάπεδον ήτο εκ Δ., όπου απεκαλύφθη ουδός, μήκους 1,50, πλάτους δέ 0,90, όσον δηλ. είνε και το πλάτος της πρώτης ζώνης, έφ’ ής και κείται ούτος.
Επί του ουδού δε τούτου υπάρχει έτερον ψηφιδωτόν κατά τον αυτόν τρόπον κατεσκευασμένον και έφ’ ου παρίστανται δύο πτερωτοί λέοντες αντιμέτωποι, ορμώντες με τους εμπροσθίους πόδας κατ’ αλλήλων∙ πέριξ δε ελικοειδές κόσμημα πλαισιοί την όλην σύνθεσιν εξειργασμένην μετά πολλής επιμελείας και τέχνης, ως και του μεγάλου κεντρικού ψηφιδωτού του ανωτέρω περιγραφέντος.
Εντός δε των χωμάτων ολοκλήρου του ανασκαφέντος τούτου χώρου ανευρέθησαν εκτός των άνω μνημονευθέντων κιονίσκων, πολλοί λευκοί λίθοι μετ’ επιμελείας λελαξευμένοι, τεμάχια μόλυβδου, θραύσματα εξ ογκωδεστάτου και παχυτάτου πίθου, ών πολλά φέρουσι μολυβδίνους συνδέσμους εξ αρχαίας συγκολλήσεως, προς δε χαλκά τινα νομίσματα, ρωμαϊκά και τινα ελληνικά, πλήν λίαν εφθαρμένα, ώστε να καθίσταται δυσδιάκριτος η επί τούτων έκτυπος μορφή.
Πρέπει ενταύθα να σημειωθή ότι κατά τας εργασίας ημών ταύτας εν Ηραίω είχομεν επανειλημμένος και παρατεταμένας βροχάς και ψύχος ενίοτε δριμύ, ώστε συχνάκις η εργασία διεκόπτετο και συγχρόνως καθίστατο και δυσχερής ένεκα του σχηματιζομένου πηλού εντός των τάφρων και των πολλών υδάτων. Παρ’ όλα ταύτα εν τούτοις η εργασία διεξήχθη καλώς, διότι οι εργάται, ως γενναίοι στρατιώται, ηψίφουν και την βροχήν και το ψύχος.
Τελευταίον ειργάσθημεν εν θέσει «Βαμβακά», προς το ΒΑ. του χωρίου "Άγιος Ιωάννης", όπου προ δεκαετίας περίπου είχεν ανευρεθή όλως τυχαίως εντός χαράδρας βυθυτάτης πούς ανδρικός μαρμάρινος, όστις δηλωθείς και μετακομισθείς εις Ολυμπίαν, κατετέθη εν τω εκεί Μουσείω. Η θέσις «Βαμβακά» κείται ακριβώς κάτωθεν ενός λόφου καλουμένου "Ανεμοδούρα", ένεκα πιθανόν των εκεί υψηλά πνεόντων σφοδρών ανέμων. Η ανεύρεσις λοιπόν του αρχαίου εκείνου γλυπτού με ήγαγεν εις την εξερεύνησιν και του χώρου εκείνου με την ελπίδα ότι θα ανευρίσκετο ίσως και ο ανδριάς, εις ον ανήκεν ο ανακαλυφθείς τυχαίως πούς. Ούτως ηρξάμεθα συστηματικής σκαφικής ερεύνης παρά την όχθην και εντός του ρεύματος, μετά τινας δ’ ημέρας απεκαλύφθησαν κατά την ανατολ. πλευράν αυτού εις βάθος 2μ. θεμέλιον οικοδομήματος εκ λίθινων ορθογωνίων δόμων, διήκον εκ Β. προς Ν. και έτερον εγκάρσιον όμοιον θεμέλιον τοίχου προς την βορ. πλευράν. Εις το βάθος δε ταύτης και παραλλήλως των θεμελίων υπήρχεν υδραγωγείον εκ παχυτάτων και αρίστης κατασκευής κεράμων εχόντων το σχήμα Π ανεστραμμένου.
Έκ τούτου συνεπέρανα μήτι εις την θέσιν ταύτην ήτο ποτέ κρήνη τις δημοσία ή Νυμφαίον, ως ειθίστο λίαν κατά την αρχαιότητα. Την εικασίαν ταύτην ενισχύει τα μέγιστα το γεγονός ότι ολίγον τι κατωτέρω υπάρχει η έν χρήσει σήμερον κρήνη, εξ ης υδρεύονται αι χωρικαί του Αγ. Ιωάννου. Φαίνεται μάλιστα ότι ως συμβαίνει εις όλας τας πηγάς και τα σπήλαια και ενταύθα εγκαθιδρύθη ποτέ ο θεός Παν με τας Νύμφας, μεθ’ ών ωρχείτο εν πάση ιερά σεμνότητι. Αλλ’ εκτός τούτου και άλλα τινά αντικείμενα ευρέθησαν εντός της επιχώσεως ων τα σπουδαιότερα είνε τα εξής:
1) Ακρωτήριον στέγης η ορθοκέραμος κεκοσμημένη δι’ ανθεμίου. Αύτη έχει ύψος 0,28, πλάτος 0,22 και μήκος 0,62. Εργασία αρίστη.
2) Βάσις τραπέζης στρογγυλής μαρμάρινης, τεθραυσμένη κατά το ήμισυ. Αύτη έχει κάτωθεν διάμ. 0,44, ύψος 0,24 και άνωθεν διάμετρον 0,22.
3) Πολλά θραύσματα πήλινου ειδωλίου και κεφαλής φυσικού μεγέθους (εκ της κόμης).
4) Χαλκούς δακτύλιος με παράστασιν ασαφή επί της σφενδόνης.
5) Μικρόν χαλκούν νόμισμα λίαν εφθαρμένον.
6) Δάκτυλος χειρός εκ πηλού φυσικού μεγέθους (μήκους 0,105).
7) Τεμάχια εκ χαλκού κατόπτρου.
Το αποκαλυφθέν εις βάθος 3μ. κτίριον έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, μήκους 4,80, πλάτους δ’ αορίστου, ως είρηται ανωτέρω. Ευρέθη όμως προς Α. είσοδος έχουσα περίπου πλάτος 2,50.
Κατά το διάστημα των ανωτέρω εργασιών προέβην και εις δοκιμαστικός ερεύνας προς ανακάλυψιν της Νεκροπόλεως της Ηραίας. Αύτη φαίνεται ότι εξετείνετο έξωθεν της πόλεως και παρά τους πόδας της Ακροπόλεως, ήτις, καθά εικάζω, κατελάμβανε τους προς το ΒΑ. λόφους, ών εις τυγχάνει λίαν επίπεδος. Προς Β. του λόφου τούτου σώζονται υπεράνω αποκρήμνου και βαθυτάτης φάραγγος θεμελίοι λίθοι εκ του αρχαίον περιβόλου, εκ της αντιθέτου δε πλευράς, ήτοι προς μεσημβρίαν, διαθέει από Α. προς Δ. υδραγωγείον εκ πήλινων τετραγώνων σωλήνων καλλίστης κατασκευής, όπερ μετέφερε το ύδωρ εκ των υψηλών προς Δ. ορέων, όπου σήμερον κείται η κωμόπολις Παλούμπα.
Λείψανα αρχαίας νεκροπόλεως εύρηνται και προς Α. του χωρίου "Άγιος Ιωάννης", ένθα το σημερινόν νεκροταφείον. Κάτωθεν τούτου υπάρχει ρεύμα, εντός του οποίου ευρέθη μικρόν νόμισμα χαλκούν λίαν εφθαρμένον (διαμ. 00.2), επί της κυρίας όψεως του οποίου παρίσταται ο Ζευς καθήμενος επί θρόνου, ως επί των νομισμάτων των Ηλείων, προς τα δεξιά δε η λέξις ΗΡΑΙΕΩΝ.
Επί δε της αντιθέτου όψεως παρίσταται γυμνός ανήρ όρθιος κρατών Νίκην και σκήπτρον. Αριστερόθεν αναγινώσκεται η λέξις Θεός(;)
Και το χωρίον δε Άγιος Ιωάννης, ως αρχόμενος είπον, τυγχάνει πλήρες αρχαίων λίθων και αρχιτεκτονικών μελών, διότι ολόκληρον εκτίσθη εκ των ερειπίων της αρχαίας περιλάμπρου πόλεως, είνε δε θέαμα θλιβερόν να διακρίνη τις εντός μανδροτοίχων ωραίους ορθογωνικούς δόμους, σπονδύλους κιόνιον και επιστύλια.
Αλλά και επιγραφάς τινας ανέγνων, ων παραθέτω τα κείμενα.
Ούτω εντός τοίχου της οικίας του Δημ. Σπηλιοπούλου, όστις τυγχάνει και ιδιοκτήτης του γηπέδου όπου ανεσκάψαμεν το μέγα κτίριον με τας τέσσαρας αιθούσας, υπάρχει εσφηνωμένος μικρός λίθος (0,24Χ 0,17), έφ ού αναγινώσκονται
ΦΙΛΟΞΕΝΙ...ΧΑΙΡΕ
Η οικία αύτη κείται ακριβώς έναντι της εκκλησίας του χωρίου Άγιος Αθανάσιος, παραπλεύρως δέ του δημοτικού Σχολείου, όπερ διηύθυνε καθ’ ας ημέρας ειργαζόμεθα ο διδάκτωρ της Φιλολογίας Ιω. Γείτονας εκ Λαγκαδιών, όστις μετ’ ενδιαφέροντος παρηκολούθησε τας εργασίας ημών εν Ηραία. Όπισθεν δέ του Σχολείου, υπάρχει πλάξ επιμήκης ορθογωνική, επιμελώς λελαξευμένη και ήτις φαίνεται ότι μετηνέχθη εκείσε εξ αυτού του προμνημονευθέντος, κτήματος του Δημ. Σπηλιοπούλου. Η πλάξ αυτή εκ λευκού εγχωρίου λίθου, εις δύο τεμάχια κατά την μεταφοράν θραυσθείσα, έχει μήκος 1μ. 13, πλάτος δέ 0,43. Και επί μεν της μιας όψεως, της κυρίας, φέρει ελαφράν κοιλότητα (0,02 περίπου) καθ’ όλην την επιφάνειαν, καταλήγουσαν κατά το έτερον άκρον εις γωνιώδη εκροήν, ώστε το εντός της κοιλότητος υγρόν να εκρέη εκείθεν. Όπισθεν δέ είνε επίσης κανονικώς λελαξευμένη, σχηματιζομένου ενός Ι—Ι (Επί δέ της στενής πλευράς ήτις θα ήτο και ορατή εις τους διαβάτας, φέρεται η εξής επιγραφή
ΤΙΜΑΡΧΙΣΑΣΚΛΑΠΙΟΥΠΑΙΣΙΝΑΝΕΘΗΚΕ
Πρόκειται λοιπόν περί αναθήματος αναγομένου εις την αγορανομίαν και θα εχρησιμοποιείτο πιθανόν, ως τα «σηκώματα», προς έλεγχον των υγρών, εκτός εάν παρίστα εν σμικρώ ληνόν προς έκθλιψιν των σταφυλών. Τα ψηφία της επιγραφής είνε κανονικώς κεχαραγμένα και λίαν ευδιάκριτα, ανάγονται δ’ εις τους καλούς ρωμαϊκούς χρόνους.Τέλος εν τη οικία του Σ. Σαραντοπούλου, όστις διετέλεσε και εργάτης καθ’ όλην την διάρκειαν των ανασκαφών, σώζεται εντετοιχισμένη, δυστυχώς επί του πλατυσκάλου της κλίμακος, επιτυμβία πλάξ μετ’ αετωματίου, μήκους 0,78, πλάτους 0,37, εφ ης αναγινώσκονται τα έξής:
XΑΡΜΟΝΙΚΗ ΠΟΛΥΞΕΝA ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΣ ΧΑΡΙΔΑΜΟΣ ΧΑΙΡΕΤΕ
Τοιαύτα εν συνάψει ταποτελέσματα της εν αρχαία Ηραία τεσσαράκοντα- πενθημέρου περίπου σκαφικής ημών ερεύνης, μετά την λήξιν της οποίας περισυλλέξας πάντα τα μικρά ευρήματα και αναγράψας εν πρωτοκολλώ επακριβώς, ετοποθέτησα εντός κιβωτίου μεγάλου, όπερ παρέδωκα μετά των λοιπών ογκωδεστέρων λίθινων και πήλινων αντικειμένων, προς τον πρόεδρον της Κοινότητας "Αγ. Ιωάννου" κ. Ιω. Μιχαλακόπουλον προς φύλαξιν, διότι το Σχολείον του χωρίου, όπερ ανωτέρω ανέφερα, διατελεί ουχί εις καλήν κατάστασιν, προ παντός δέ στερείται και χώρου προς αποθήκευσιν αρχαιοτήτων3.
Εν τέλει πολλάς χάριτας οφείλω προς την Διεύθυνσιν του τμήματος οδοποιΐας Ολυμπίας- Τριπόλεως και ιδιαιτέρως τους μηχανικούς κ.κ. Μορέτην και Μαυρουδήν, οι οποίοι παρέσχον πάσαν δυνατήν ευκολίαν εις το έργον μου, χορηγήσαντες ημίν σκαπάνας, πτύα και χειραμάξας εκ του ιδίου των συνεργείου. Επίσης θερμός εκφράζω ευχαριστίας προς τον μηχανικόν κ. Τσαχάχην, όστις, έχων βοηθόν τον κ. Αλεξανδρόπουλον, ήλθεν εις Ηραίαν και παρ’ όλην την κακοκαιρίαν κατεμέτρησεν ακριβώς πάντα τάνασκαφέντα ερείπια, είτα δε συνέταξε μετά πάσης επιστημονικής επιστασίας τον συνημμένον πίνακα και λοιπάς των κτιρίων κατόψεις.
Οφείλω προς τούτοις να σημειώσω ενταύθα ότι ολόκληρος η περιοχή Ηραίας δείται επισταμένης και συστηματικής αρχαιολογικής ερεύνης, διότι πλείστα όσα σπουδαία μνημεία κρύπτονται έτι εν τοις κόλποις της αρχαιοτάτης ταύτης χώρας. Μία μέλλουσα ανασκαφή δύναται να φέρη εις φως και μυκηναϊκά, ως και προμυκηναϊκά μνημεία και τάφους σπηλαιώδεις ή θολωτούς. Υπάρχουσι μάλιστα προς Δ. και προς το ΝΔ. του Αγ. Ιωάννου τοποθεσίαι υπό το ενδεικτικόν όνομα "Ελληνικό", όπου σώζονται σημαντικά ερείπια. Τοιαύτα είνε η γνωστή υπό την ονομασίαν "Ελληνικό" παρά την Παλούμπαν και άνωθεν του Αλφειού τοποθεσία, ήτις αποτελείται από λόφον ευσύνοπτον, το πάλαι δι’ ισοδομικού τείχους ωχυρομένον, ού σώζονται ικανά λείψανα, προκαλούντα τον θαυμασμόν διά την αρμονικήν των όψιν. Ολόκληρος η επιφάνεια της αρχαίας ταύτης ακροπόλεως είνε κατεσπαρμένη εκ κεράμων παντοίας εποχής, οι δε χωρικοί οι καλλιεργούντες επ’ αυτής ανευρίσκουσι πολλά πήλινα και χαλκά ειδώλια, νομίσματα αρχαία και άλλα τοιαΰτα. Επίσης και η θέσις «Κοκορά», προς το ΝΔ. του Αγ. Ιωάννου και ού μακράν της προειρημένης τοποθεσίας, περιέχει πολλά αρχαία και βυζαντινά ερείπια. Μίαν δε ώραν μακράν της αρχαίας Ηραίας κείται το χωρίον «Καλύβια», ημίσειαν ώραν έξωθεν του οποίου κείνται τα καλούμενα Λουτρά, εκ των εκεί αναβλυζόντων θειούχων και αλκαλικών υδάτων, γνωστών δε και κατά την αρχαιότητα, ιδίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τούτων σώζονται λείψανα αρκετά σπουδαία.
Και εν αυτή δε τη Ηραία, κάτωθεν παρά τον Αλφειόν, σώζονται κολοσσιαία ερείπια ρωμαϊκών θερμών, οίας αναφέρει ο Παυσανίας, μετά δεξαμενών και πηγών ιαματικών, ως και άλλα κτίρια, άτινα ανασκαπτόμενα θαναγάγωσιν εις φώς τις οίδε τίνας θησαυρούς τέχνης, διότι, ως περιγράφει ο αρχαίος Περιηγητης, εκεί παρά τον Αλφειόν υπήρχε θαυμάσιος περίπατος μετά ωραίων δενδροστοιχιών και άλλων αρωματικών φυτών και δένδρων.
Διά πάντα ταύτα επιβάλλεται το ταχύτερον η συστηματική εξερεύνησις συμπάσης ταύτης της περιοχής, ήτις θα ευεργετήση ουσιωδώς και την λίαν ηδικημένην ταύτην επαρχίαν της Αρκαδίας.
Σημειώσεις:
1 Νίκου Ι Κωστάρα. Το εισαγωγικό τμήμα "Περί της Αρχαίας Ηραίας" αναδημοσιεύεται από τον ιστότοπο Αρκάδες εσμέν
2 ΑΛΕΞ. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΥΣ (Ιανουάριος 1931). ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΟΜΟΣ: 14. 1931-32
3 Διά την διαφύλαξιν και συντήρησιν των δυο ψηφιδωτών ηγόρασα εν Πύργω κατά την επιστροφήν μου εξ Ηραίας δύο ογκώδεις κυλίνδρους συρματοπλέγματος, ους απέστειλα προς τον Πρόεδρον της Κοινόχητος ίνα δι αυτών περιφράξη τα ειρημένα μνημεία, καθ’ α ρητώς μοι είχεν ο ίδιος υποσχεθή.
4 Νομίσματα: Ιστότοπος wildwinds.com