.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Το φράγκικο μοναστήρι της Ίσοβας στην Τρυπητή Τριφυλίας


Ιστορικό
Τον μάρτιον μήναν ήλθασιν κι απέρασαν απέκει, κ' είς τον Μορέαν εφτάσασιν εις του μαΐου την πρώτην∙ εκεί σε αποσκάλωσαν στην Αχαΐαν το λέγουν, όπου ένι εδώθεν της Πατρού κάν δεκαπέντε μίλια∙
Χρονικόν του Μορέως, στίχ. 1398-41
Την άνοιξη του 1205 αποβιβάστηκαν οι Φράγκοι σταυροφόροι στη Δυτική παραλία του Μορηά1. Αρχηγός της εκστρατείας αυτής ήταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός (Boniface morquis de Monferrot), ο μισίρ Μπονιφάτσος του Χρονικού (στίχ. 1546-47), που έγινε αργότερα ρήγας του Σαλονικιού. Ο Βονιφάτιος έμεινε στο Μορηά από τον Οκτώβριο μέχρι τον Φεβρουάριο.
Μετά την αποχώρησή του, τη διοίκηση ανάλαβε ένας από τους ιππότες της εκστρατείας, ο Γουλιέλμος Σαμπλίττης (Guillaume de Champlitte)2, που τον έλεγαν Καμπανέση (Le Chαmpenois). Ο Σαμπλίττης ήταν υποκόμις της Dijon και πήρε το όνομά του από το χωριό της άνω Βουργουνδίας (France-Comté) Champlitte. Kaμπανέση τον ονόμαζαν από τον παππού του, που ήταν κόμις της Καμπανίας3. Ο Καμπανέσης ζήτησε την υποστήριξη του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου (Geoffroy de Villehardouin), τον μισίρ Τζεφρέ του χρονικού4, για να συμπληρώση την κατάχτηση του Μορηά, αφού πήρε προηγουμένως τη συγκατάθεση του Βονιφάτιου5.
Με την εκστρατεία που ακολούθησε πέτυχαν να μεγαλώσουν τις κτήσεις, και πολλές πολιτείες, όπως η Ανδραβίδα, παραδόθηκαν και προσκύνησαν τον Σαμπλίττη.
Το παράδειγμα της Ανδραβίδας μιμήθηκαν οι άρχοντες της Ήλιδας και της Μεσσαρέας (Αρκαδίας). Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ΄ ονόμαζε τον Σαμπλίττη ηγεμόνα όλης της Αχαΐας6, αυτό όμως ήταν μιά υπερβολή, γιατί πολλές πολιτείες και κάστρα δεν είχαν υποταχθή στους φράγκους, όπως η Κόρινθος και η Nαυπλία. Η Λακεδαιμονία και Μονεμβασία δεν είχαν κυριευθή και οι Τσάκωνες του Λεωνιδίου καθώς και οι Σλαύοι των Μελιγγών δεν είχαν προσκυνήσει.
Ο Σαμπλίττης όμως αναγκάσθηκε να γυρίση στη Γαλλία, γιατί μεσολάβησε ο θάνατος ενός συγγενή του και έτσι κληρονόμησε "όλον το κοινόν όπου ένι ίγο νικόν του"7. Διώρισε όμως βάϊλο στο Μορηά τον ανηψιό του Ούγωνα (Hughes de Champlitte)8. Λίγον καιρό μετά την επιστροφή του στη Γαλλία ο Σαμπλίττης πέθανε, το ίδιο έπαθε και ο άνεψιός του ο βάϊλος στο Μορηά κ’ έτσι οι βαρώνοι διάλεξαν για βάϊλο της ηγεμονίας τον Γοδεφρείδο Βιλλαρδουΐνο9. Ο Μίλλερ αναφέρει (τ.Α, σελ. 77) πώς πριν αναχωρήση ο Σαμπλίττης για τη Γαλλία διώρισε επιτροπή από δυό λατίνους επισκόπους, δυό σπειράρχους και τέσσερες ή πέντε έλληνες άρχοντες με πρόεδρο τον Βιλλαρδουΐνο, με σκοπό να διαιρέση το Μορηά σε τιμάρια και να τα μοιράση στους φράγκους αρχηγούς των στρατευμάτων, με αναλογία τον πλούτο και τον αριθμό των ακολούθων τους. Ο Βιλλαρδουΐνος στον Παρλαμά (pαrlαment) που έγινε στην Ανδραβίδα, που ήταν τότε πρωτεύουσα της ηγεμονίας, κατάστρωσε έναν κώδικα ή, όπως αναφέρει το Χρονικό του Μορέως, το ριτζίστρο (registre). Σύμφωνα μ' αυτόν τον καταστατικό χάρτη, ιδρύθηκαν δώδεκα βαρωνίες, που οι βαρώνοι τους μαζί με τους άλλους υποτελείς (λίζιους) αποτελούσαν κούρτη, δηλαδή βουλή, που όχι μόνο χρησίμευε σαν συμβούλιο του ηγεμόνα στα πολιτικά πράγματα, αλλά εξασκούσε και έργο δικαστηρίου που αποφάσιζε για φεουδαλικά ζητήματα10.
Εκτός από τις παραπάνω δώδεκα λαϊκές βαρωνίες, υπήρχαν και επτά κληρικές, της Ώλενας, της Μεθώνης, της Κορώνης, της Βελίγοστης, των Αμυκλών, της Λακεδαιμονίας, και των Πατρών11, που οι έδρες τους καθωρίστηκαν σύμφωνα με τις παλαιές ελληνικές επισκοπές. Την ανώτατη θέση ανάμεσα στους φράγκους καθολικούς επισκόπους είχε ο Άντελμος de Clugny, λατίνος αρχιεπίσκοπος των Πατρών και έξαρχος της Αχαΐας12.
Ο αρχιεπίσκοπος έλαβε οχτώ ιπποτικά τιμάρια, οι δε επίσκοποι από τέσσερα. Από τέσσερα δόθηκαν και στους Ιππότες του Τευτονικού τάγματος (Αλαμάνους), στους Ιωαννίτες και στους Ναΐτες:
Του Αγίου Ιωάννου του Οσπιταλίου τέσσαρα φίε (τού εδώ καν∙
του Τέμπλου άλλα τέσσαρα φλάμουρον να σηκώνη∙
είθ' ούτως γαρ εδόθησαν κι αυτών των Αλλαμάνων
τέσσαρα φίε του να κρατούν στα μέρη Καλομμάτας.
Τού μητροπολίτη της Πατρού μετά τους κανονίκους
οχτώ φίε καβαλλαρίων του έδωκαν να έχη∙
ο επίσκοπος της Ώλενας τέσσαρα φίε του έδώκαν, 
και της Μεθώνης αλλά δη και κείνου της Κορώνης
πρός τέσσαρα τους εδώ καν μετά τους κανονίκους∙ 
είθ' ούτως της Βελιγοστής κ' έκείνος του Αμυκλίου 
όλοι πρός τέσσαρα είχασιν συν της Λακοδαιμονίας13.
Οι ιερωμένοι και οι μοναχοί των τριών μοναχικών ταγμάτων, κατά το Χρονικό (στίχ, 2005-2007), δεν ήσαν υποχρεωμένοι σε στρατιωτική υπηρεσία14:
Οι δε επίσκοποι κ' η Εκκλησία, το Τέμπλο κι [Οσπιτάλια, 
ουδέν οφείλουσιν εκπληρείν εις γαρνιζούν δουλείας∙ 
το δε εις αρμάτων συμμαχίας κ' εις κούρση κ' εις [πολέμους.
Ο Αδαμαντίου όμως (έ.ά., σ.462) αναφέρει «πώς ώφειλoν εις τον πρίγκιπα, ώς υποτελείς και ούτοι, στρατιωτικήν λειτουργίαν». Το Αραγωνικό Χρονικό (παρ.134) αναφέρει, πώς αρκετά φέουδα δόθηκαν σε έλληνες και ότι οι χωρικοί και οι πάροικοι έμειναν στις θέσεις τους όπως και πρώτα: "και οι χωριάτες τών χωριών να στέκουν ωσάν τους ηύραν»15. Φαίνεται πώς οι φράγκοι στην αρχή σεβάστηκαν τα βυζαντινά μοναστήρια και τον ορθόδοξο κλήρο16.
Ύστερα από το μοίρασμα των περιοχών συγκεντρώθηκαν τα στρατεύματα του μισίρ Ντζεφρέ για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση. Με πολιορκία πάτησαν τη Βελιγοστή, το Νύκλι και λεηλάτησαν τη Λακεδαιμονία, την Τσακωνία "και μέχρι εις το Έλεος, κ' εκεί σε εις τα Βάτικα κ' εις την Μονοβασίαν". Οι άρχοντες των περιοχών προσκυνούν τον μισίρ Ντζεφρέ και τον παρακαλούν, σύμφωνα με το Χρονικό (στίχ. 2071-72): "να ορίση τα φουσσάτα του, να πάψουσιν τα κούρση, να προσκυνήσουν τα χωρία, αφέντη να τον έχουν."
Ο μισίρ Ντζεφρές δέχτηκε "και ώρισεν κ' εστράφησαν οπίσω τα φουσσάτα", ζήτησε όμως πληροφορίες από τους άρχοντες "το τί κάστρη ενεμένουσιν όπου ουκ επροσκυνήσαν". Οι άρχοντες, αφού τον πληροφόρησαν για τα τέσσερα κάστρα, της Κορίνθου, του Ναυπλίου, της Μονεμβασίας και του Αργους, του ζήτησαν να σεβαστούν οι φράγκοι την πίστη τους και τις παραδόσεις τους (Χρον., στίχ, 2091-95):
Τούτο ζητούμεν, μεθ' όρκου να μάς το [ποιήσης 
εγγράφως, να το έχωμεν ημείς και τα παιδιά μας∙
από του νυν και έμπροστεν, Φράγκος να μή μάς βιάση 
ν' αλλάξωμεν την πίστιν μας διά των Φραγκών την [πίστιν, 
μήτε από τα συνήθειά μας, τον νόμον τών Ρωμαίων17.
Από τους στίχους αυτούς του Χρονικού είναι ολοφάνερη η επιμονή του λαού στην πίστη του και στις ελληνικές του παραδόσεις. Αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψη μας πως, σύντομα, ανάμεσα στις θρησκευτικές αρχές του καθολικισμού στο Μορηά και στους στρατιωτικούς άρχοντες δημιουργήθηκαν διαφωνίες και έχθρες, βγάζουμε το συμπέρασμα, ότι ποτέ δεν παρουσιάστηκε το κατάλληλο έδαφος για την διάδοση του καθολικισμού στο λαό, που ήταν ποτισμένος βαθειά με τις ελληνικές παραδόσεις και τις αρχές της ορθοδοξίας. 
Οι διαφορές και οι διαφωνίες ανάμεσα στους στρατιωτικούς και στον κλήρο έγιναν πιό έντονες μετά το θάνατο του Γοδεφρείδου Α΄ Βιλλαρδουίνου, το 1218, στα χρόνια του διαδόχου Γουδεφρείδου του Β΄ (1218- 1245)18. Ο Γοδεφρείδος Β' είχε να αντιμετωπίση την αντιπατριωτική διαγωγή του λατινικού κλήρου που ακολούθησε στην εκστρατεία, τους φράγκους και που μετά την κατάχτηση, όπως είδαμε, είχε λάβει ένα σημαντικό μέρος από τα φέουδα. Οι φράγκοι κληρικοί δεν δέχονταν να στρατευθούν και μονάχα από τον Πάπα λάβαιναν εντολές. Τελικά όμως κατόρθωσε να εξουδετερώση τις αντιδράσεις τους και παρά την υπόσχεση που τους είχαν δώσει, σύμφωνα με το χρονικό (στίχ, 2005-07), για απαλλαγή από στράτευση, εδήμευσε τα τιμάριά τους βασιζόμενος στους φεουδαρχικούς νόμους, τις Ασίζες της υψηλής Κούρτης, που αναφέρουν πώς τα τιμάρια ανήκουν σ' αυτούς που με τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες βοήθησαν στην αύξηση των κτήσεων19.
Η οικοδομική δραστηριότητα των φράγκων αντιπροσωπεύεται στο Μορηά με το χτίσιμο κάστρων και πύργων∙ πολύ λίγα μοναστήρια έγιναν, γιατί οι θρησκευτικές ανάγκες των ολιγάριθμων λατίνων μπορούσαν να εξυπηρετηθούν με την κατοχή ωρισμένων βυζαντινών μονών και ναών, που τις διαμόρφωσαν σύμφωνα με τις ανάγκες του δόγματος. Η παρουσίαση, λοιπόν, έστω και πρόχειρη, των φράγκικων μοναστηριών, που χτίστηκαν από φράγκους ή σύμφωνα με το γοτθικό ρυθμό στην Ελλάδα, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.


Η Παναγία της Ίσοβας
Πολύ κοντά στο χωριό Μπιτζιμπάρδι της Ολυμπίας, προς το βορηά, βρίσκονται τα ερείπια της μονής των βενεδικτίνων της Ισοβας20. Σήμερα τα μοναδικά λείψανα που σώζονται από τις πλούσιες εγκαταστάσεις του μοναστηριού είναι το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου, τα ερείπια του καθολικού της Παναγίας και μερικά αχνάρια από τις εγκαταστάσεις του άββαείου21. Οι χωρικοί της περιοχής από παλιά ονομάζουν τα επιβλητικά ερείπια "παλάτια"22. Η τοπογραφική θέση του μοναστηριού αναφέρεται συχνά στα Χρονικά του Μορέως και συνδέεται με την περίφημη μάχη της Πρινίτσας, όπου βυζαντινά μισθοφορικά στρατεύματα έκαψαν το φράγκικο μοναστήρι23.
Στη μάχη της Πρινίτσας οι φράγκοι με αιφνιδιασμό κατόρθωσαν να νικήσουν τους βυζαντινούς και όπως αναφέρει το Ελληνικό Χρονικό του Μορέως (στίχ. 4779): "ούτως εσφάξαν τους Ρωμαίους ως φάλκος το λιβάδι"
Η ανέλπιστη νίκη των φράγκων, ο πανικός, και η σφαγή των ελλήνων αποδόθηκαν σε Θεία επέμβαση:
Οι μεν είπαν ότι εχόλιασε η υπεραγία Θεοτόκος,
όπου ήτον εις την Ίσοβαν στο μοναστήρι εκείνο∙ 
το έκαψαν τότε οι ρωμαίοι εις το ταξείδι εκείνο24.
Η κάτοψη της Παναγίας παρουσιάζει ένα μεγάλο ορθογώνιο χώρο με εξωτερικές διαστάσεις 15,20Χ 41,30 και στην Α. πλευρά υπάρχει ένα πεντάγωνο ιερό βήμα με διαστάσεις 8,20Χ 9,60 (Εικ.1). Το ιερό σήμερα είναι το πιό κατεστραμμένο τμήμα της εκκλησίας∙ σώζονται μόνο τ' αχνάρια από τις αντηρίδες που είχε στις γωνιές του. Η μονόκλιτη αυτή γοτθική βασιλική στεγάζονταν άλλοτε με ξύλινη δίριχτη στέγη με μεγάλη κλίση. Ο τύπος αυτός της βασιλικής παρουσιάζει ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της δυτικής ναοδομίας του ΙΒ και ΙΓ αιώνα, και οι βενεδικτίνοι μοναχοί τον μεταφύτεψαν στην κοιλάδα του Αλφειού.


Η δυτική όψη του ναού, που είναι σήμερα το επιβλητικώτερο τμήμα, γιατί διατηρείται άριστα, στολίζεται με τρία οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα∙ το ένα ζευγάρι βρίσκεται χαμηλά και το άλλο ψηλότερα στον άξονα των προηγουμένων (Εικ.2). Ο εσωτερικός χώρος του ναού σήμερα σκεπάζεται με χώματα και έχουν φυτρώσει πελώρια δέντρα, έτσι που είναι αδύνατο να βγάλουμε συμπέρασμα γιά τη στάθμη του δαπέδου χωρίς ανασκαφή. Η τοιχοποιΐα του ναού έχει πάχος 1,40 στις μακριές πλευρές, για να μπορή να σηκώνη το βάρος από τη δίριχτη στέγη που είχε άνοιγμα 12,40, χωρίς αντηρίδες.

 
Στις γωνιές του χτηρίου χρησιμοποιήθηκαν πελεκημένα αγκωνάρια από πωρόλιθο ή ασβεστόλιθο. Πωρόλιθοι ακόμα χρησιμοποιήθηκαν στη διαμόρφωση των κυματίων των γοτθικών παραθύρων. Η υπόλοιπη τοιχοποιΐα είναι από πλακόμορφα μικρά λιθάρια από ψαμμιτικό μαργαϊκό ασβεστόλιθο με γερό ασβεστοκονίαμα. Τη βόρεια και τη δυτική πλευρά της βασιλικής στολίζουν σειρές από οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα. Ανάμεσα στα παράθυρα, στο εσωτερικό του ναού, υπάρχουν πέτρινα φουρούσια, που βαστούσαν άλλοτε τα ζευκτά της ξύλινης στέγης, που δεν πρέπει να είχε «ελκυστήρες», γιατί θα εμπόδιζαν το φώς από τη δυτική όψη25. Απομένει όμως το πρόβλημα σχετικά με την εξωτερική κάλυψη της στέγης, αν δηλαδή σκεπαζόταν με σχιστόπλακες ή μολυβδόπλακες. Και οι δυό περιπτώσεις είναι δυνατόν να εφαρμόστηκαν. Υπάρχει μιά τοπική παράδοση όμως, που αναφέρει πώς το μολύβι που έλυωσε με το κάψιμο του μοναστηριού έφτασε στον Αλφειό.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαμόρφωση των εξωτερικών αντηρίδων. Στη κορυφή μάλιστα της ΝΔ αντηρίδας υπάρχει ένα ασβεστολιθικό φουρούσι με σκαλισμένο ένα πρόσωπο, που χρησίμευε ίσως για μιά υποδοχή υδρορρόης (Εικ.3, 4). Κάθετα στη Β πλευρά της βασιλικής σώζονται θεμέλια από ένα χτήριο που σχηματίζει σε κάτοψη με τη βασιλική τη μορφή ενός Γ και έχει πλάτος 8,65. Αυτό ίσως ήταν το χτήριο του αββαείου, που από κάποια αχνάρια που σώζονται στη Β πλευρά της βασιλικής φαίνεται πώς ήταν διώροφο και στεγαζόταν με μονόριχτη ξύλινη στέγη.


Τα χτήρια του μοναστηριού συμπληρώνει μιά στοά που βρισκόταν στη Β πλευρά της βασιλικής και που η μονόριχτη ξύλινη στέγη της στηριζόταν στα φουρούσια της Β πλευράς της βασιλικής και σε ξύλινες κολώνες (Εικ.5). O Traquar26 συμπληρώνει και τη Δ πλευρά του αιθρίου του μοναστηριού με ένα ισόγειο χτήσμα (Eικ.6). Η έλλειψη ενός μνημειακού πυλώνα, γράφει ο Traquar (σ.6), μας κάνει να συμπεράνουμε πώς οι βενεδικτίνοι μοναχοί ζούσαν απομονωμένοι και δεν έρχονταν σε σχέση με τους γειτονικούς πληθυσμούς. Η μοναδική επικοινωνία με την βασιλική γιvóταν από κάποια μικρή θύρα στη Β πλευρά της βασιλικής.


Είναι σημαντικό πώς η αρχιτεκτονική του καθολικού δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο βυζαντινής τεχνικής∙ αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πώς οι τεχνίτες ήσαν δυτικοί. Τα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, τα κυμάτια και η μορφή των οξυκόρυφων παραθύρων μπορούν να συγκριθούν με όμοια σε γοτθικούς ναούς της Ν. Ιταλίας και, όπως αναφέρει ο Traquar (σ.6), με το κιστερκιανό αββαείο της Fαssαnoνα, που χτίστηκε το 1208.
Η χρονολογία που χτίστηκε το μοναστήρι μας είναι άγνωστη, πρέπει όμως να χτίστηκε πριν από το 1218- 1245, δηλαδή πριν από την ηγεμονία του Γοδεφρείδου Β', που είναι γνωστές οι άσχημες σχέσεις του με τον καθολικό κλήρο27, μεταγενέστερα όμως από το 1204. Ο Traquar πιστεύει πώς χτίστηκε γύρω από το 1220. Μας είναι όμως γνωστή η χρονολογία της καταστροφής του το 1264 και από τότε δεν ξαναχτίστηκε. Από τα παραπάνω, λοιπόν, συμπεραίνουμε πώς ή μονή της Παναγίας της Ίσοβας χτίστηκε το πρώτο τέταρτο του ΙΓ' αιώνα.



Ο Άγιος Νικόλαος της Ίσοβας.
Προς τη μεσημβρία, σε απόσταση διακοσίων μέτρων από τη βασιλική της Παναγίας, βρίσκεται ο Άγιος Νικόλαος. Η κάτοψη του ναού είναι ορθογωνική με εσωτερικές διαστάσεις  9,30X 8,00 (Eικ.7).


Στην δυτική πλευρά υπάρχουν τρείς θύρες και στη Β άλλες δυό με μικρότερες διαστάσεις, η μιά όμως σήμερα είναι χτισμένη. Στο εσωτερικό ο ναός χωριζόταν σε τρία κλίτη με ένα ζευγάρι κολώνες, που σήμερα σώζονται μόνον οι βάσεις τους. Έχουμε όμως αρκετά στοιχεία για να πιστεύουμε στο χώρισμα αυτό του ναού, γιατί στην Α και Δ πλευρά, ψηλά, υπάρχουν αχνάρια από το οξυκόρυφα τόξα που πατούσαν σε φουρούσια και στη μέση στα κιονόκρανα που είχαν οι κολώνες που βρήκαμε τις βάσεις τους28. Το μεσιανό κλίτος ήταν ψηλότερο από τα πλάγια, για να παίρνη φώς, και στεγαζόταν με δίριχτη ξύλινη στέγη. Τα πλάγια κλίτη στεγάζονταν με μονόριχτες ξύλινες στέγες (Εικ.8).


Στο κέντρο της Α πλευράς σχηματίζεται μια ημικυκλική κόγχη που στολίζεται μ' ένα οξυκόρυφο γοτθικό παράθυρο (Εικ.9). Δεξιά και αριστερά από την κεντρική κόγχη του βήματος υπάρχουν δυό άλλες μικρές στο πάχος του τοίχου. Η τοιχοποιία του ναού έχει πάχος 0,80 και είναι από πελεκημένους πωρόλιθους και «κογχυλιάτες» (τραβερτίνης λίθος) με γερό ασβεστοκονίαμα.


Στο εξωτερικό ο ναός δεν φαίνεται να είχε επίχρισμα, στο εσωτερικό όμως στη Δ πλευρά βρήκαμε κάποια αχνάρια από κονίαμα με χρώμα ώχρας. Μοναδικό εξωτερικό στόλισμα του ναού είναι τα οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα (Εικ.10) και γύρω στις χαμηλές στέγες το γείσο με τη χαρακτηριστική γοτθική διατομή. 


Ο Άγιος Νικόλαος όμως παρουσιάζει ένα ανακάτεμα γοτθικών και βυζαντινών μορφών. Ιδιαίτερα στην εξωτερική του τοιχοποιία συναντάμε ψημένα βυζαντινά τούβλα, που μαρτυρούν βυζαντινή τεχνική. Τα οξυκόρυφα τόξα, η δεξαμενή (piscine), η έλλειψη εικονοστασίου και τα κυμάτια είναι γοτθικά29. Διάφορα κομμάτια από οξυκόρυφα τόξα και κυμάτια απαντούμε στη γύρω περιοχή, που προέρχονται από το μοναστήρι της Παναγίας της Ίσοβας30. Ο Traquar δέχεται ότι ο Άγιος Νικόλαος χτίστηκε τον IE αιώνα. Ο A. Bon εκφράζει μιά νεώτερη άποψη, πιστεύει δηδαδή πώς ο ναός χτίστηκε το αργότερο στον ΙΔ αιώνα31 (Eικ.11).


Ν.Κ. Μουτσόπουλου, Αρχιτέκτονος, Καθηγητού πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 
"Φράγκικες εκκλησίες στην Ελλάδα"



Βιβλιογραφία για την Ίσοβα
-Bon, 1969, σ. 537-547,
-B. Kitsiki Panagopoulos, Cistercian and Mendicant Monasteries in Medieval Greece, Chicago 1979, σ. 42-56.
-Ν. Μουτσόπουλος, «Ή Παναγία και ό Αγιος Νικόλαος της Ισοβας. Συμβολή στή φρα­γκική μοναστηριακή αρχιτεκτονική της Ελλάδος», ΤεχνΧρον, τχ. 381-382 (1956)
-Nicolas Moutsopoulos, 'Le Monastere Franc de Notre-Dame d' Isova (Gortynie)', Bulletin de Correspondence Hellenique, 80 (1956), 76-94.
Σημειώσεις:
1. Βλ. Αδαμ. Αδαμαντίου. Τα χρονικά του Μορέως, συμβολαί εις την φραγκοβυζαντινή ιστορίαν και φιλολογίαν, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογ. Εταιρείας της Ελλάδας, τ. ΣΤ΄, 1901, σ.453-4. Πβλ. και χρονικό του Μορέως στίχ. 1508-10. Σ.Ν. Δραγούμη, Χρονικών του Μορέως, Ιστορικά και Τοπωνυμικά, 1905
2. B). Buchon, Recherches et Matériaux, σ.74.
3. Μίλλερ- Λάμπρου, Ιστορία της φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, τ.Α, 1909-10, σ.50 και Jean Longnon, Livre de la Conqueste de la Princée de l'Amorée, Paris 1911. σ.VII.
4. Xρον. Moρ., στίχ. 1844, René Grousset, les Coisades, Paris 1948, σ.105
5. Mίλλερ, τ,A., σ.59.
6. Mίλλερ, τ,A., σ.61.
7. Xρον. Moρ. στίχ. 1801.
8. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Χρονικού, ο Καμπανέσης διώρισε βάϊλο στο Μορηά τον μισίρ Ντζεφρέ, Αbagayttoo, s, d, a, 587.
9. Buchon, σ.87.
10. Ο Αδαμαντίου, έ. ά., σ. 461, 544, αναφέρει πώς η κούρτη ήταν δύο ειδών: «μικρή, περιωρισμένη, και κούρτη μεγάλη, κούρτη δυνατή».
11. Buchon, Recherches et Matériaux, σ.83.
12. Mίλλερ- Λάμπρου, τ.Α, σ.79 και Δ.Α. Ζακυνθηνού, Ο Αρχιεπίσκοπος Αντελμος και τα πρώτα έτη της Λατινικής εκκλησίας των Πατρών, Επετ. Ετ. Βυζαν. Σπουδών, τ.Α, σ.401,405.
13. Χρον. Μορ, στίχ. 1951-1961,
14. Buchon, La Grèce Continentale et la Morée, Paris I862, σ.493.
15. Πρβλ. Livre de la Conqueste, S. 106 «et que le peuple payaissent et servicent ainxi comme il estoient usé a la seignorie de l’empereur de Constantinople».
16. D. A. Zakythinos, Le Despotat, τ.B, 1953, σ.5. Μίλλερ- Λάμπρου, τ.A, σ.77 και René Grousset Croisades, σ.106.
17. Πρβλ. και Αδαμαντίου, σ.457-458,
18. Tο Γαλλ. Χρον. παραλείπει τα σχετικά με τις διχόνοιες ανάμεσα στο φράγκικο κλήρο και το Γοδεφρείδο Β'.
19. Γ. Σωτηρίου, Το Φραγκικόν κάστρον του Χλουμουστίου και η σχέσις του προς την Γλαρέντζα, Extrait des Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier, Αθήνα 1953, σ.8.
20. J. A. Buchon, La Grèce Continentale et la Morée, Paris 1863. σ.498.
21. R. Traquair, Frankish Architecture in Greece, Journal of the Royal Institute of British Architects, Vol. XXXI, 3rd ser. Nos 2 και 3, London I923, Ν.Κ. Μουτσόπουλος, Η Παναγία και ο Άγιος Νικόλαος της Ισοβας, συμβολή εις την Φραγκικήν Μοναστηριακήν αρχιτεκτονικήν της Ελλάδος, «Τεχνικά Χρονικά», τευχ. 381–382, Aθήνα 1956, σ.6. Toυ ιδίου, Le Monastere Franc de Notre-Dame d' Isova, Bulletin de Correspondance Helénique, LXXX-I956-I, σ.80.
22. Ν.Κ. Μουτσόπουλος, Η Παναγία και ο Άγιος Νικόλαος της Ισοβας σ. 6 (13).
23. Xρονικόν του Μορέως, στιχ. 4664-69, Jean Longnon, Livre de la Conqueste de la Princée de l' A Inorée, Paris 1911, a. 1288 388. D.A. Zakythinos, Le Despotat Grec de Morée, τ.A, 1932.
24. Χρον. Μορ., στίχ. 4793-95.
25. Ομοια παραδείγματα στεγών βλέπε στο Violletle-Duc, Dictionnaire Raisonné de l' Architecture, τ.Γ, σ.39, 40, εικ.31.
26. Έ.ά. σ.6
27. Ν. Μουτσόπουλος, έ.ά. σ.6
28. Ν. Μουτσόπουλος, έ.ά. σ.6