.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Τα αγγεία οίνου του Μεσσηνιακού Κόλπου


Τα κρασοπίθαρα της Πελοποννήσου

Η αποθήκευση κρασιού1 σε πίθους έχει επιβεβαιωθεί από γίγαρτα που έχουν βρεθεί σε αποθηκευτικά αγγεία της -3ης χιλιετίας, στη Λήμνο, στην Κρήτη, στη Λευκάδα, στην Αγία Ειρήνη, στην Κέα, στη Σαντορίνη, στον Άγιο Κοσμά, στην Αττική και αλλού (εικ.1). Την εποχή αυτή εμφανίστηκε ένας νέας τύπος πιθαριού, εφοδιασμένος με κρουνό λίγο πιο πάνω από τον πυθμένα που χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση οίνου2.


Στην παρούσα μελέτη θα περιοριστούμε στη χρήση πίθων3, για τη ζύμωση του μούστου και για την αποθήκευση του κρασιού στην Πελοπόννησο. Χαρακτηριστικά παράδειγμα αυτής της χρήσης κατά την προϊστορική εποχή απαντά στα μυκηναϊκά ανάκτορα στον Άνω Εγκλιανό Μεσσηνίας, στα βόρεια κτίρια του οποίου βρέθηκαν στη θέση τους 35 οινηροί πίθοι διατεταγμένοι σε σειρές4.
Κατά την αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική περίοδο και περισσότεροι πίθοι τοποθετούνταν βυθισμένοι στη γη μέχρι τον ώμο, ώστε τα κρασί να βρίσκεται αποθηκευμένα σε χαμηλή και σταθερή θερμοκρασία, δεδομένου ότι το έδαφος έχει συνήθως θερμοκρασία 15°C 5, αλλά και για να είναι εύκολη η άντληση του προϊόντος6.
Σε οικίες που χρονολογούνται από τον -3ο έως τον +1ο στους Λουσούς βρέθηκε πιθεώνας, ο οποίος επικοινωνούσε με ληνούς7.
Από την παλαιοχριστιανική περίοδο πίθοι για την αποθήκευση κρασιού έχουν βρεθεί στην αρχαία Ολυμπία8.
Στη βυζαντινή Πελοπόννησιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποθήκευσης κρασιού σε πίθο απαντά σε επιδαπέδιο ψηφιδωτό πο βρέθηκε σε έπαυλη του 4ου αιώνα στο Άργος. Απεικονίζεται σκηνή ληνού, με ερωτιδείς που πατούν σταφύλια και πίθος κατά το ήμιση τοποθετημένος στο έδαφος, στον οποίο χύνεται το γλεύκος9. Ανάλογες παραστάσεις υπάρχουν και σε ψηφιδωτά από την Πάτρα και την Κυνουρία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεια Ηλίας Αναγνωστάκης "στον 8ο αι., τα οινοβούττια, συμπληρωματικά ή επί ίσοις όροις με τους πίθους, χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση και γιατί όχι και τη μεταφορά του οίνου (εικ.2). Στα μικρά πιθάρια μάλιστα εθεωρείτο ότι παρασκευαζόταν και εδιατηρείτο καλύτερο κρασί"10.


 Στα Γεωπονικά γίνεται αναφορά στον τρόπο που πρέπει να τοποθετούνται οι πίθοι στο έδαφος ανάλογα με την ποιότητα του κρασιού που φιλοξενούν και αναφέρεται: Τους δε πίθους εδραστέον εν ξηροίς τόποις, ώστε κατά γής είναι τα δύο μέρη αυτών, εάν ασθενή και λεπτόν και άτροφον η χώρα φέρη τόν οίνον, εάν δε δυναμικόν και πάχος έχοντα το ήμισυ αυτών11. Σε ειδικό κεφάλαιο των Γεωπονικών με τίτλο Περί κατασκευής πίθων, γίνεται αναφορά και στην τεχνική κατασκευής πίθων χωρίς τροχό, που όπως περιγράφεται παρακάτω, είναι ίδια με αυτήν που χρησιμοποιούνταν στην Πελοπόννησο έως και τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. 
 Σχολιάζεται από τον συγγραφέα του έργου ότι αυτή η τεχνική ήταν τόσο δύσκολη, ώστε να προτιμάται, η επαναχρησιμοποίηση την παλιών πίθων αντί να παραγγέλνονται καινούργιοι, παρότι ήταν γνωστό ότι κάτι τέτοιο θα έβλαπτε το κρασί12. Τέλος, σε αρκετά κεφάλαια αυτού του έργου γίνεται λόγος για την στεγανοποίηση των πίθων που προορίζονται για κρασί και μάλιστα περιγράφεται και η παρασκευή μιας ιδιαίτερης πίσσας: ... ήτις και τους ασθενείς οίνους θεραπεύει, και τους ευπαθείς μονίμους φυλάττει, και ευώδεις ποιεί13.
 Κατά τον 17ο αιώνα, όπως μαρτυρείται σε νοτοριακά έγγραφα, τα πιθάρια αποτελούσαν σημαντικό απόκτημα για ένα νοικοκυριό14. Στη νεότερη εποχή, σε περιοχές όπου κατασκευάζονταν αγγεία αποθήκευσης, όπως στον Μεσσηνιακό κόλπο, στην Κρήτη και στην Κύπριο, αλλά και σε όσες ήταν εμπορικοί προορισμοί τέτοιων αγγείων, η αποθήκευση του κρασιού έως και τις αρχές του 20ου αιώνα γινόταν κατά κύρια λόγο σε πίθους διαφόρων μεγεθών. Στις περισσότερες από αυτές τις περιοχές, όμως, με εξαίρεση ορισμένα νησιά, δεν απουσίαζαν και τα ξύλινα βαρέλια. Φαίνεται από τη μελέτη των γραπτών πηγών και την επιτόπια έρευνα ότι για μακρά περίοδο συνυπήρξε η αποθήκευση του κρασιού σε ξύλινα και πήλινα δοχεία.
 Ο Γ. Α. Πίκουλας υποστηρίζει ότι το ξύλινο βαρέλι εδραίωσε την παρουσία του μετά από αιώνες χρήσης σε ορεινές περιοχές, πλούσιες σε ξυλεία και πάντως μακριά από κεραμευτικά εργαστήρια15. Η άποψη αυτή επαληθεύτηκε σε μεγάλο βαθμό και από την παρούσια επιτόπια έρευνα, αν και το υλικό κατασκευής δεν ήταν ο μόνος λόγος που προτιμούσαν τα ένα ή τα άλλο σκεύος.
 Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και των νεότερων χρόνων στη βόρεια Πελοπόννησο επικρατεί το βαγένι16 με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Καλαβρυτοχώρια και την Αρκαδία17. Για την περιοχή της Τρίπολης αναφέρεται για το 1818 η αποθήκευση του κρασιού σε βαγένια και βουτζία, τα οποία αποτελούταν σημαντικό εξοπλισμό της οινοποιητικής παραγωγής, που μάλιστα κόστιζε ακριβά18.
 Είναι εξάλλου γνωστή η ευρεία χρήση ξύλου για την κατασκευή διαφόρων σκευών. Για παράδειγμα στη Γορτυνία και στην περιοχή της Βυτίνας κατασκεύαζαν σκεύη για οικιακή και γεωργική χρήση από ξύλο αρκεύθου έως και τα μέσα του 20ου αιώνα19. Στο Άργος έχουν καταγραφεί αρκετά εργαστήρια κατασκευής ξύλινων βαρελιών που λειτουργούσαν έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, ενώ μετακινούμενοι βαρελοποιοί κατασκεύαζαν βαρέλια στην περιοχή της Νεμέας, όπως αναφέρουν παλαιοί οινοποιοί της περιοχής20. Για την Κορινθία μάλιστα αναφέρεται η αποθήκευση του μούστου σε ξύλινα βαρέλια σε πηγές του 14ου αιώνα21. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε όλες τις προαναφερθείσες περιοχές τα πήλινα αποθηκευτικά αγγεία δεν ήταν άγνωστα, καθώς σε πίθους διαφόρων μεγεθών αποθήκευαν το ελαιόλαδο έως και τα μέσα του 20ου αιώνα.


 Στη Λακωνία, τη Μεσσηνία, την Ηλεία και σε αρκετά χωριά της Αχαΐας, η ζύμωση του μούστου, και η συνακόλουθη αποθήκευση του κρασιού, γινόταν και σε πίθους, αλλά και σε αγγεία μικρότερου μεγέθους, τις ονομαζόμενες τζάρες ή βυτινάρες (εικ.3). Σε αυτές τις περιοχές η αποθήκευση κρασιού σε ξύλινα και πήλινα αποθηκευτικά δοχεία συνυπήρξε για πολύ μεγάλο διάστημα και διήρκεσε έως και τη δεκαετία του 1940 περίπου. Για παράδειγμα τα βαρέλια αναφέρονται σε πηγές του 14ου αιώνα στη Μεθώνη και την Κορώνη και μάλιστα τονίζεται ότι τα βαρέλια με κρασί σφραγίζονταν στις οιναποθήκες ή στις ταβέρνες από τους ενοικιαστές του φόρου22.

Τα αποθηκευτικά αγγεία του Μεσσηνιακού Κόλπου

Τα περισσότερα και πιο εξειδικευμένα εργαστήρια κατασκευής αποθηκευτικών αγγείων στην Πελοπόννησο, τουλάχιστον κατά τον 18ο, 19ο και έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, λειτουργούσαν στην περιοχή του Μεσσηνιακού Κόλπου. Οι εγκαταστάσεις των εργαστηρίων ήταν στα χωριά Χαρακοπειό, Πετριάδες, Κόμποι και στα Βουνάρια, που βρίσκονται περίπου 10 χλμ. βόρεια της Κορώνης.
Το όνομα «Κορανναίικα», με τα οποίο τα πιθάρια που κατασκευάζονταν στην περιοχή έγιναν διάσημα σε όλη την ελληνική Επικράτεια, οφειλόταν στο ότι η κοντινή Κορώνη, δραστήριο λιμάνι από τον 9ο έως τον 18ο αιώνα, ήταν ο κύριος τόπος διακίνησης και εμπορίας της κεραμεικής παραγωγής23. Στα εργαστήρια αυτά κατασκευάζονταν αποθηκευτικά αγγεία διαφόρων μεγεθών και χρήσεων, από τα οποία παρουσιάζονται μόνα αυτά που χρησιμοποιούνταν στην οινοπαραγωγική διαδικασία (εικ.4).


 Αναφορές στα κορωναίικα αγγεία υπάρχουν σε κείμενα περιηγητών και σε νοταριακά έγγραφα από τον 19ο αιώνα. Σε έγγραφο από τους Παξούς του 1808 αναφέρονται «...δύο καπασοπούλες κωρονέϊκες γερές ξεστών 12...»24. Ο Leake, στην περιγραφή του ταξιδιού του στις αρχές του 19ου αιώνα στον Μοριά, αναφέρει ότι οι δρόμοι στην περιοχή της Κορώνης ήταν ιδιαίτερα στενοί και δημιουργούσαν πρόβλημα στη μεταφορά των αγγείων που κυρίως διακινούνται από τις ακτές25. Ο Pouqueville, που επισκέφτηκε την περιοχή μερικά χρόνια αργότερα, σημειώνει ότι οι Έλληνες έπιναν πολύ κρασί στα γεύματά τους, ενώ αναφέρει εξαγωγές κρασιού από τη Μεθώνη στη Βενετία σε αγγεία αδιευκρίνιστου τύπου, καθώς και την αποθήκευση του μούστου σε πήλινα αγγεία26. Ο Phillippson το 1892 περιγράφει τους γεωλογικούς σχηματισμούς του Νεογενούς της περιοχής Βουνάρια- Καστέλλια- Κορώνη και αναφέρει ότι στα Βουνάρια κατασκευάζονταν σαπούνια από λάδι, αποθηκευτικά αγγεία και στάμνες από πηλούς του Νεογενούς27.
 Η πιο παλιά σαφής αναφορά στα αποθηκευτικά αγγεία της περιοχής βρίσκεται στο άρθρο ενός Αθηναίου επιφυλλιδογράφου στην εφημερίδα «Αιών», της 13ης Νοεμβρίου 1838, όπου αναφέρεται ότι: «Εις κανέν άλλα μέρος της Ελλάδος δεν γίνονται τόσον πολλά, γερά και μεγάλα πιθάρια. Εξάγονται εις διάφορα ελληνικά μέρη και έξω τής επικρατείας. Γίνονται 4.000 χιλιάδες κομμάτια μικρά και μεγάλα και αποδίδουν 15.000 χιλιάδες ετήσιον όφελος εις τόν Δήμων Κολλωνίδων. Εκτός τούτου, πολλοί πιθοποιοί και κεραμοποιοί Κορωναίοι ταξιδεύουν περιοδικώς εις άλλοις τόπους μετερχόμενοι το επάγγελμά των και έχει εντεύθεν ο δήμος άλλα τι κέρδος. Περιπλέον εκ τής βιομηχανίας ταύτης οφελούνται τα εντόπια πλοιάρια και οι αγωγιάται».
Μέχρι και τον 19ο αιώνα28 κατασκευάζονταν στα εργαστήρια του Μεσσηνιακού κόλπου ειδικοί πίθοι, με κραυνό για την αποθήκευση κρασιού (Εικ.5). Την περίοδο αυτή η απόκτηση ενός τέτοιου αγγείου κόστιζε ακριβά, αλλά λιγότερα από ό,τι κόστιζε ένα ξύλινο βαγένι. Γύρω στο 1900 το τοπικό ημερομίσθιο ήταν περίπου 1 δρχ., 1 πιθάρι, χωρητικότητας 300 χλγμ, πωλούνταν 10- 15 δρχ. και ένα ξύλινο βαρέλι χωρητικότητας 500 χλγμ, κόστιζε 50 δρχ.29
Από τις αρχές του 20ου αιώνα άλλαξαν σημαντικά τα σχήματα και τα μεγέθη των αγγείων, τα οποία από σφαιρικά σταδιακά έγιναν ωοειδή, ενώ σταμάτησε και η παραγωγή πίθων χωρητικότητας μεγαλύτερης των 500 χλγμ30. Σημαντικό όμως είναι και το ότι σταμάτησε η κατασκευή μεγάλων πίθων με κραυνό, οι οποίοι προορίζονταν ειδικά για κρασί.


 Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα το συχνότερα εμπορεύσιμα είδος αποθηκευτικών αγγείων ήταν οι τζάρες, αγγεία ωοειδούς σχήματος, χωρητικότητας 100 έως 150 χλγμ., που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση ελαιόλαδου και κρασιού (εικ.6). Η αποθήκευση κρασιού σε μικρότερου μεγέθους αγγεία και η κατάργηση της κατασκευής των ειδικών αγγείων με κρουνό δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι τα πήλινα αγγεία για το κρατί υποβιβάζονταν σταδιακά σε δευτερεύουσα θέση. Στο εξής, όσοι προμηθεύονταν τζάρες για να βάλουν κρασί άνοιγαν μια οπή λίγο ψηλότερα από το πυθμένα στην οποία στερέωναν έναν ξύλινο κραυνό γύρω από τον οποίο τύλιγαν λινάρι, για την άντληση του προϊόντος και την εκροή των καταλοίπων (εικ.7-10)31. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, κρασί έβαζαν μόνα στις εφυαλωμένες τζάρες, τις οποίες καθάριζαν με ζεστό νερό, σαπούνι και φύλλα συκιάς δεμένα έτσι ώστε να λειτουργούν σαν βαύρτσα. Η τζάρα ήταν άχρηστη για την αποθήκευση κρασιού όταν απολεπιζόταν το υάλωμα, διότι θεωρούσαν ότι το κρασί έπαιρνε πλέον μυροδιά από τον πηλό. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου άδειαζαν τον μούστο στις τζάρες χρησιμοποιώντας μεταλλικά δοχεία (τσίγκινα). Φρόντιζαν να μην γεμίζουν τα αγγεία μέχρι επάνω για να αποφευχθεί η υπερχύλιση κατά τη ζύμωση. Η ζύμωση διαρκούσε περίπου σαράντα ημέρες και για να διαπιστωθεί ότι είχε "ξεβράσει" ο μούστος άναβαν ένα κερί, το οποίο εάν δεν έσβηνε σήμαινε οτι είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία και μπορούσε να σφραγιστεί το περιεχόμενο. Σε μερικές περιοχές έχει αναφερθεί ότι πριν από το σφράγισμα των αγγείων έριχναν από πάνω λάδι32. Κατόπιν σφράγιζαν τα πιθάρια ή τις τζάρες με τη ρετσινιά (τομάρι ρετσινωμένο), που κολλούσε στο στόμιο ή με λάσπη από στάχτη ή με γληνόχωμα ή με το κατακάθι της προηγούμενης χρονιάς ή με αναλυμένο γύψο. Στα περισσότερα σπίτια, όπου υπήρχαν και μεγάλα ξύλινα βαρέλια, στις τζάρες έβαζαν το περίσσευμα του κρασιού και αυτό που έπιναν πρώτο. Αυτές δεν τις σφράγιζαν ερμητικά, αλλά τις σκέπαζαν με αναποδογυρισμένα ταψιά και λευκά πανιά, πεσκίρια ή ξύλινα πρόχειρα πώματα. Τα κρασί σε αυτήν την περίπτωση το έβγαζαν χρησιμοποιώντας για την άντληση νεροκολοκύθες κομμένες κατά μήκος.


 Κάθε αμπελιουργός απαιτφράγιζε στον κατάλληλο χρόνο τα πιθάρι του, ανάλογα με τη γεύση και τα χρώμα που ήθελε να επιτύχει για το κρασί του. Στον Μεσσηνιακό Κόλπο, έως τις αρχές του 20ου αιώνα, την ημέρα που άνοιγαν τα κρασοπίθαρα έκαναν γιορτή για αυτό το πρώτο κρασί που την ονόμαζαν «προφτασούρα»33. Ένα άλλο αγγείο που παραγόταν στα εργαστήρια της Κορώνης και σχετίζεται με τα κρασί είναι το πατητήρι, το οποίο χρησιμοποιούνταν πριν από το 1940 περίπου (εικ.11). Κατασκευαζόταν μετά από παραγγελία και η χρήση του δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη34. Τέλος, με τη οινοπαραγωγική διαδικασία συνδέονται και αχρηστευμένες τζάρες, τις οποίες έκοβαν και τοποθετούσαν τη γαλαζόπετρα με την οποία ράντιζαν τα αμπέλια (εικ.12).


 Δεδομένου ότι η κατασκευή αγγείων χωρίς τη χρήση τροχού δεν απαιτούσε μόνιμο χώρο εγκατάστασης και ήταν εποχική, απαραίτητη ήταν η ύπαρξη ενός μεγάλου χώρου με ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, διότι η συγκεκριμένη τεχνική κατασκευής χωρίς τη χρήση τροχού είναι χρονοβόρα και απαιτεί σκιερό περιβάλλον35. Έτσι, ιδανικοί χώροι για τη λειτουργία αυτών των εργαστηρίων ήταν αποθήκες ή ζωοκίνητα ελαιοτριβεία ανενεργά κατά τη θερινή περίοδο, μαζί με τον περιβάλλοντα υπαίθριο χώρο τους. Σε αυτόν εκτελούνταν όλες οι εργασίες επεξεργασίας της πρώτης ύλης και προετοιμασίας του πηλού και παρέμεναν, για να στεγνώσουν, τα αγγεία μόλις ολοκληρωνόταν η κατασκευή τους (εικ.13).


 Οι κεραμεικοί κλίβανοι, τα «καμίνια» όπου ψήνονταν τα αγγεία, ήταν μόνιμες κατασκευές και δεν βρίσκονταν πάντα κοντά στα εργαστήρια. Ήταν κυλινδρικά ή κωνικά κτίσματα, συνολικού ύψους 4μ. έως 5μ. με μια μεγάλη πόρτα στο πρόσθια μέρος. Αποτελούνταν από δύο μέρη: έναν υπόγεια για την τοποθέτηση της καύσιμης ύλης και έναν υπέργειο για την τοποθέτηση των αγγείων με διάτρητο δάπεδο μεταξύ τους ώστε να κυκλοφορούν τα ρεύματα του θερμού αέρα.
 Η τεχνική κατασκευής των αποθηκευτικών αγγείων του Μεσσηνιακού Κόλπου ανήκει στις πιο αρχαίες τεχνικές και ονομάζεται τεχνική των «κουλούρων» ή όπως πιο εύστοχα την αποκαλούσαν οι ντόπιοι πιθαράδες, τεχνική των «κολλήσεων» (Εικ.14). Με αυτήν την τεχνική κυλινδρικά κομμάτια πηλού, οι «κολλήσεις», τοποθετούνταν σε επάλληλες στρώσεις και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δηλαδή τα αγγείο χτίζονταν σταδιακά. Μοναδικά εργαλεία των αγγειοπλαστών σε όλη τη διάρκεια της κατασκευής ήταν τα χέρια τους και ένα επίπεδο σφουγγάρι για τη συνεχή ύγρανση και λείανση των πλασμένων τμημάτων. Πρόκειται για μια τεχνική που απαιτεί πολύ χρόνο, καθώς τα επάλληλα τμήματα πηλού δεν τοποθετούνταν μονομιάς, αλλά μεσολαβούσε αρκετός χρόνος για το στέγνωμα του πηλού μεταξύ της μιας και της επόμενης "κόλλησης". Έτσι, για να ολοκληρωθεί μια τζάρα 120 χλγμ, απαιτούνταν περίπου 20- 25 ημέρες, διάστημα κατά τα οποίο κατασκευάζονταν παράλληλα πολλά αγγεία μαζί, γύρω στα σαράντα (Εικ.15).
 Κατά τον 20ο αιώνα για να στεγανοποιήσουν την πορώδη επιφάνεια του πηλού εσωτερικά εφυάλωναν ορισμένα αποθηκευτικά αγγεία, με ένα ειδικό μείγμα που αποτελούνταν από το λιθαργύριο ή το μίνιο, δηλαδή οξείδια του μολύβδου, και ένα ειδικό ντόπιο χώμα, το «πιπίνι»37. Το μείγμα που προέκυπτε από την ανάμειξη των υλικών με νερό απλωνόταν στα στεγνά αγγεία λίγες ώρες πριν από την τοποθέτησή τους στον κλίβανο (εικ.16).


 Η όπτηση, που αποτελούσε την τελική ιδιαίτερα κρίσιμη διαδικασία για την επιτυχή έκβαση όλων των εξαιρετικά κοπιαστικών κατασκευαστικών σταδίων, ολοκληρωνόταν ύστερα από 9- 10 ώρες συνεχούς καύσης, όταν η θερμοκρασία έφτανε γύρω στους 900 °C.
 Η απουσία μεγάλων αγγειοπλαστικών κέντρων σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου και η δυσκολία στη μεταφορά των πήλινων αποθηκευτικών αγγείων, λόγω της εύθραυστου του υλικού και του μεγέθους τους, οδήγησε τους πιθαράδες της Κορώνης τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα να περιοδεύουν σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου για να κατασκευάσουν πιθάρια. Οι πιο γνωστές εγκαταστάσεις αυτών των ομάδων ήταν η Τάραψα, η Ελιά και τα Λεβέτσοβα (Κροκεές) στη Λακωνία, τα Φίχτια και το Αυγουριό στο Άργος, το Κοπανάκι στην Τριφυλλία, τα Κρέσταινα στην Ηλεία και το Αίγιο στην Αχαΐα, περιοχές οι οποίες, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγονται και στις πιο ελαιοπαραγωγικές της Πελοποννήσου.
 Τα «κορωναίικα» αγγεία, διάσημα για την ανθεκτικότητά τους, διακινούνταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και εκτός της επικράτειας, όπως στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Έφεσο, τη Νότια Ιταλία, τη Σικελία, τη Βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο, την Κύπρο, την Παλαιστίνη και αλλού38.
 Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ευρεία χρήση κεραμεικών αγγείων για την αποθήκευση κρασιού υφίστατο στην Πελοπόννησο έως και τον 19ο αιώνα, κυρίως στο νότιο μέρος της. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η χρήση κεραμεικών ή ξύλινων αποθηκευτικών δοχείων δεν εξαρτάται μόνο από τις κατάλληλες πρώτες ύλες που διαθέτει μια περιοχή ή τη γειτνίαση της με κεραμειατικά εργαστήρια, αλλά και από το μέγεθος της παραγωγικότητας που έχει σε ένα προϊόν, στην συγκεκριμένη περίπτωση κρασιού. Είναι φυσικό περιοχές με μεγάλη παραγωγή κρασιού να χρησιμοποιούσαν βαρέλια, καθώς τα μεγέθη τους μπορούν, λόγω του υλικού τους, να είναι πολύ μεγαλύτερα από των πίθων, των οποίων η χωρητικότητα ακόμη και τον 19ο αιώνα δεν ξεπερνούσε τα 800 χλγμ. Από την άλλη πλευρά, η καλλιέργεια των αμπελιών και η αντίστοιχτη παραγωγή κρασιού δεν ήταν σταθερή σε κάθε περιοχή. Στην περιοχή της Κορώνης, για παράδειγμα, οι καλλιέργειες εναλλάσσονταν κατά τις περιόδους της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας39. Στους νεότερους χρόνους η Μεσσηνία, όπως επίσης η Ηλεία και η Αχαΐα, γνώρισαν μια μακρά περίοδο κατά την οποία ευδοκίμησε σε μεγάλη κλίμακα η καλλιέργεια της σταφίδας. Από την άλλη πλευρά η επιλογή χρησιμοποίησης ενός ξύλινου ή ενός πήλινου αποθηκευτικού δοχείου δεν επηρεαζόταν από τις επιπτώσεις τους υλικού κατασκευής στο περιεχόμενο, δηλαδή δεν είναι διαπιστωμένο κατά πόσον γίνεται καλύτερο κρασί σε πήλινα ή ξύλινα σκεύος και άρα δεν ήταν κριτήριο επιλογής. Αυτό εξηγεί η Σεβαστή Σταυρούλα Κουράκου, η οποία επιπλέον υποστηρίζει ότι το επίχρισμα στα σμαλτωμένα πήλινα δοχεία δρα ανενεργά και δεν βελτιώνει, αλλά ούτε και αλλοιώνει το κρασί. Επίσης, η ίδια εύστοχα παρατηρεί ότι το αποτέλεσμα από την αποθήκευση κρασιού σε πήλινο ή ξύλινο βαρέλι, εξαρτάται από την ποιότητα του ξύλου, ή του σμάλτου αντίστοιχα και την τοποθέτηση του βαρελιού ή του πίθου σε κατάλληλη θερμοκρασία40.
 Από τις αρχές του 20ου αιώνα περιορίστηκε σταδιακά η χρήση των κρασοπίθαρων, κάτι που δεν συνέβη με τα λαδοπίθαρα, τα οποία απαντούν σε όλη την Πελοπόννησο έως και τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και στις περιοχές που χρησιμοποιούνται τζάρες για κρασί, αυτές συνυπάρχουν με τα ξύλινα βαρέλια, τα οποία αποτελούν και σε αυτήν την περίπταιση το κατεξοχήν αποθηκευτικά δοχείο για τις μεγάλες ποσότητες κρασιού. Η καθολική επικράτηση των βαρελιών από τη δεκαετία του 1950 και εξής συμπίπτει πάντως με την παρακμή των αγγειοπλαστικών εργαστηρίων σε ολόκληρη την Ελλάδα και την εισαγωγή νέων υλικών, όπως του αλουμίνιου, του πλαστικού και κυρίως του ανοξείδωτοι χάλυβα. Στον Μεσσηνιακά κόλπο τα τελευταία εργαστήρια έκλεισαν το 1955.
 Σήμερα, οι τζάρες και τα πιθάρια, όσα διέφυγαν της αρπαγής από γυρολόγους και συλλέκτες κάθε είδους, βρίσκονται σε παλαιές αποθήκες ή στολίζουν αυλές και κήπους θυμίζοντας, σε όσους γνωρίζουν, ένα ακόμη κομμάτι ενός προσφιλούς παρελθόντους (εικ.17).



Μιμίκα Γιαννοπούλου
"Τα κρασοπίθαρα της Πελοποννήσου", Οίνον Ιστορώ IX, Πολυστάφυλος Πελοπόννησος

Σημειώσεις:
1. Η παρούσα μελέτη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκτενή εθνοαρχαιολογική έρευνα με θέμα την τεχνολογία των αποθηκευτικών αγγείων του ελλαδικού χώρου διαχρονικά, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής της γράφουσας (Μ. Γιαννοπούλου, Η τεχνολογία των αποθηκευτικών αγγείων στον Ελλαδικό χώρο. Διαχρονική έρευνα της Τεχνολογίας αυτής με βάση τα Χειροποίητα Αποθηκευτικά Αγγεία στα Νεότερα Εργαστήρια του Μεσσηνιακού Κόλπου, Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2002). Για την παρούσα μελέτη διενεργήθηκε επιτόπια έρευνα στους νομούς Μεσσηνίας, Αργολίδας, Κορινθίας και Ηλείας με αντικείμενα την καταγραφή προφορικών μαρτυριών σχετικών με την αποθήκευση κρασιού σε πήλινα αγγεία, αλλά και τον εντοπισμό και την καταγραφή κρασοπίθαρων.
2. Χ. Ντούμας, Πιθάρια με ένδειξη για το υγρό περιεχόμενό τους από την ΥΜΙα Θήρα στο Στήλη. Τόμος εις μνήμη Νικολάου Κοντολέοντος, Αθήνα 1980, 117.
3. Στα dolia των Ρωμαίων και τις βυτινάρες των Νεοελλήνων. Όπως υποστηρίζει ο Γ. Α. Πίκουλας το βαρέλι (cupa ή cupula) ως αντικείμενο είναι είδος άγνωστο στην αρχαία Ελλάδα και εμφανίζεται κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους, βλ. Γ. Α. Πίκουλας. Η άμπελος και ο οίνος στην Πελοπόννησο κατά την αρχαιότητα, Πελοποννησιακά 21(1995)283.
4. Ξ. Αραπογιάννη, Η Μεσσηνία στους Προϊστορικούς και κλασικούς χρόνους, στο συλλογικό τόμο Μεσσηνία, Τόπος, Χρόνος, Άνθρωποι, Αθήνα 2007, 71
5. Βλ. Στ. Καυράκου-Δραγώνα, Ανθοσμίας και σαπρίας: η αρχαία οινική τεχνολογία στην ποίηση και την αγγειογραφία, στο Τέχνη και Τεχνική στα αμπέλια και τους οινεώνες της Β. Ελλάδας, Θ' Τριήμερο Εργασίας, Αδριανή Δράμας 25-27.6.1999. ΠΤΙ ΕΤΒΑ., Αθήνα 2002, ειδικά 245-246.
6. Οι πίθοι της κλασικής εποχής διαστάσεων 1-1.5μ. τοποθετούνταν βυθισμένοι μέχρι τον ώμο στη γη σε ειδική υπόγεια αποθήκη, τον πιθεώνα∙ βλ. Π. Βαλαβάνης- Α. Κουρκουμέλης, Αγγεία του πότου, Κτήμα Χατζημιχάλη 1996, 16. Σε αττικό μελανόμορφο αμφορέα στο Μουσείο Wanger του Wurzburg του Ζ, του Άμαση (-541) απεικονίζεται η στιγμή που το γλεύκος χύνεται σε έναν μεγάλο πίθο βυθισμένο στη γη, βλ. Σ. Δρούγου, Ληνών εικόνες. Παραστάσεις ληνού στην αττική αγγειογραφία, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Οίνον Ιστορώ IV , Θλιπτήρια και πιεστήρια. Από του ληνούς στα προβιομηχανικά τσιπουρομάγγανα, Κτήμα Εύχαρσις, Μούρτιζα Μεγάρων 23.10.2004, Αθήνα 2005, 23-31 πίν. 1.
7. Βερόνικα Μητσοπούλου- Leon, Οι ληνοί στις οικίες των Λουσών, στο Γ. Α. Πίκουλκας. Οίνον Οιστορώ VI, Aρκαδικά Οινολογήματα, Κτήμα Σπυρόπαυλου, Μαντίνεια Αρκαδίας 26-27/8/2006 Αθήνα, 2008, 43.
8. Th. Volling, Παραγωγή κρασιού στο Ιερό του Ολυμπίου Διός στο πρώιμο Βυζάντιο, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Oίνον Ιστορώ (Ι), Αμπελοοινική ιστορία και αρχαιολογία της ΒΔ Πελοποννήσου, Κτήμα Μερκούρη, Κορακοχώρι Ηλείας, 26-27/8/2000, Αθήνα 2004, 34.
9. A. Λιβέρη, Καλλιέργεια αμπελιού και παραγωγή κρασιού στην παλαιοχριστιανική και βυζαντινή τέχνη, στο Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Β' Τριήμερο Εργασίας, Σαντορίνη 7-/9/1991, ΠΤΙ ΕΤΒΑ., Αθήνα 1992, 257. Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Τρύγος και ληνός στα ψηφιδωτά της ύστερης αρχαιότητας. Μαρτυρίες παραστάσεων και πηγών, στο Οίνον Iστορώ, σ.54, πιν.37.
10. Η. Αναγνωστάκης, Βυζαντινά Οινοβούτια, βουτζία και οι Βουτζαράδες του Αράκλοβου στην φραγκοκρατούμενη Ηλία, στο οίνον ιστορώ (1), όπ. π. 97, 105.
11. Γεωπ. [Cas Bas] VI 2, 3.
12. Γεωπ. [Cas Bas] VI 3, 4 και 6: ...ου πάντας δε τους πίθους επί τον τροχό αναβιβάσουσιν οι κεραμείς, αλλά τους μικρούς∙ τους μέντοι μείζους χαμαί κειμένους οσ ημέραι και εν θερμώ οικήματι επικοδομούσι, και μεγάλους ποιούσιν. ...δια τούτο τινες, την τής τοσαύτης κατασκευής δυσκολίαν παραιτούμενοι, τους παλαιούς χρώνται πίθοις, ο μάλιστα βλάπτει τούς οινους
13. Γεωπ. [Cas Bas] VI 6. 3.
14. Βλ. Κ. Κορρέ- Ζωγράφου, Τα κεραμεικά του ελληνικού χώρου. Αθήνα 1995, 23.
15. Γ. Α. Πίκουλας, Μικκύλα οινικά 1. Από τον πίθο- πιθεώνα στα βαγένι- βαγεναρειό, στο Οίνο Ιστρορώ (1), οπ.π., 79.
16. Γ. Α. Πίκουλας οπ.π., σημ.15, 86.
17. Γ. Α. Πίκουλας οπ.π., σημ.3, 287.
18. Μ. Πύλια, Αμπελουργία και κρασί στην προεπαναστατική Αρκαδία, στα Οίνον ιστορώ VI, σ.150.
19. Σταυρούλα Κουράκου, στη συζήτηση του Οίνον ιστορώ VI, όπ. π., 179-180.
20. Πληροφορητές στην Αργολίδα ήταν ο Οδυσσέας Κουμανδοράκης, ο οποίος καταγράφει τα παραδοσιακά επαγγέλματα του νομού και ο οινοποιός Α. Παπαϊωάννου.
21. Α. Πανοπούλου- Κ. Παπακωσμά, Vinee et Vinum, Αμπελοκαλλιέργεια και παραγωγή κρασιού στη δυτική Πελοπόννησο (13ος- 15ος αιώνας). Στο Οίνον ιστορώ (Ι), όπ. π. 120.
22. Α. Πανοπούλου- Κ. Παπακωσμά, όπ. π., 121.
23. Σε όλη τη βυζαντινή περίοδο, ειδικά κατά στον 9ο και 10ο αιώνα, η Κορώνη συγκαταλεγόταν στα πιο σημαντικά λιμάνια της Πελοποννήσαυ και αποτελούσε σταθμό στην πορεία των πλοίων από τη Δυτική Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και από τους Αγίους Τόπους. Τα βασικά προϊόντα που παρήγαγε την περίοδο αυτή ήταν το ελαιόλαδο, τι σιτάρι και το κρασί. Βλ. B. Κόντη, Η Βυζαντινή Πελοπόννησος στο Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος- 15ος αι.), Επιστήμης Κοινωνίας, ΕΙΕ, Αθήνα 2000, 40-41, 35-58.Σ΄όλη την διάρκεια της Α΄ Βενετοκρατίας το λιμάνι της Κορώνης αποτελούσε εμπορικό σταθμό και διαμετακομιστικό κέντρο, βλ. Α. Λαμπροπούλου- Α. Πανοπούλου, Η Φραγκοκρατία και το Δεσποτάτο του Μυστρά, στο Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.), Επιστήμης Κοινωνία, ΕΙΕ, Αθήνα 2001, 59–87.
24 Κ. Κορρέ- Ζωγράφου, οπ.π. (σημ. 14), 23.
25 W. Leake, Travels in the Morea with a mar and plans, London 1830, 437.
26 F.C.O.L. Pouqueville, Travels in the Morea, Albania, and other parts of the Ottoman Empire, London 1813, 175, 183-185.
27 A. Phillipson, Der Peloponnes. Versuch einer Landeskunde auf geologisher Grundlange, Berlin 1892.
28. Κατά τον 19ο αι έως τα μέσα τα μέσα του 20ου αι οι αγροτικές καλλιέργειες κυρίως η σταφίδα και η ελιά, αποτελούσαν τη σταθερά για τη διαβίωση των κατοίκων της περιοχής, που πολλές φορές ασχολούνταν και με άλλα επαγγέλματα. Βλ. J. H. van Wrech, Thε Agricultural Economy, στο W.A. McDonald- G.R.Rapp (ed.), Minnesota Messinia Expedition, 1972, 197, 177.
29. Βλ. H. Blitzer, Κορωνέϊκα, Storage- jar production and Trade, Hesperia 59(1990),679.
30. Για πρώτες αναφορές μελετητών στην αγγειoπλαστική δραστηριότητα της περιοχής και ειδικά στην κατασκευή αποθηκευτικών αγγείων βλ. F.R. Matson, Ceramic Stydies στο W.A McDonald– S.R. Rapp, (eds.), οπ.π., 200-224 και Blitzer 1990, οπ.π., 675–711.31. Πληροφορητές στην Κορώνη ήταν ο κ. Γιάννης Παπαμικρούλης, 89 ετών, στο Νιχώρι Μεσσηνίας ο κ. Παναγιώτης Γιαννόπουλος, 75 ετών και στην Αρχαία Μεσσήνη ο κ. Γιάννης Κουβελάκης, 67 ετών.
32.  Αυτή η πρακτική, παρόλο που συχνά ακολουθείτο στην Άνω Μεσσηνία έως τη δεκαετία του 1960, ήταν επιβαρυντική για τη γεύση του κρασιού, γιατί τα λάδι «τάγκιζε», γεγονός που το παραδέχτηκαν όλοι οι πληροφορητές.
33. Ν. Π. Πασαγιώτης, Κεραμίδια και πιθάρια στη Μεσσηνία, Αθήνα 1994, 12. Η κ. Καραμίτσου Μαρία από τους Κάμπους, ετών 87, μου ανέφερε ότι γιορτή με κέρασμα από το φρέσκο κρασί γινόταν και κατά την εορτή των Φώτων.
34. Κατά την έρευνα μου στην περιοχή εντόπισα μόνο ένα σε κατοικία στους Κάμπους. Πρόκειται για ευρύστομο αγγείο με εσωτερική οριζόντια υποδοχή στην οποία στερεώνανταν σανίδες που πάνω τους πατούσαν τα σταφύλια. Στο κάτω μέρος του σώματος έφερε κυλινδρική προχοή.
35. Για λεπτομερή περιγραφή των αγγείων, των εργαστηρίων, του εξοπλισμού τους και όλων των διαδικασιών της παραγωγής των αποθηκευτικών αγγείων από την εξόρυξη των πρώτων υλών μέχρι την όπτηση βλ. M. Γιαννοπούλου, όπ. π. (σημ. 1), 244-291.
36. Πρβλ. σημ. 12.
37. Επεμβάσεις γίνονταν πολλές φορές στην επιφάνεια των ψημένων αποθηκευτικών αγγείων μετά την όπτηση, οι οποίες είχαν ως στόχο τη στεγανοποίηση της κεραμεικής ύλης, που λόγω της παρουσίας των μη πλαστικών υλών είχε συνήθως μεγάλα πορώδες, χαρακτηριστικό που δεν ήταν επιθυμητό για την αποθήκευση υγρών προϊόντων. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος μείωσης του πορώδους και στεγανοποίησης της εσωτερικής επιφάνειας κατά την αρχαιότητα και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν η επάλειψη των εσωτερικών τοιχωμάτων με οργανικά υλικά, όπως κερί και ρητίνη, ειδικά για πίθους που προορίζονταν για την αποθήκευση κρασιού, βλ. E.T. Bogges, The Development of the Attic Pithos, University of Michigan, 1989, 122. Ρητίνη εντόπισε και η Π. Βελένη σε ελληνιστικούς πίθους στις Πέτρες Αμυνταίου και η Ε. Πουλάκη σε αντίστοιχους στο Κομπολόι, βλ. αντιστοίχως Π. Αδάμ- Βελένη, Αμπέλια και κρασί στις Πέτρες Αμυνταίου. Οι μαρτυρίες μιας Ελληνιστικής πόλης, στο Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε΄ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19.9.1993, ΠTI ΕΤΒΑ - Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη. Αθήνα 1998, 54 και E. Πουλάκη, Κομπολόι. Πιθεών και αγρέπαυλις σε αμπελώνα της χώρας των Λειβήθρων, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Οίνον Ιστορώ ΙΙΙ . Τ΄αμπελανθίσματα, Κτήμα Γεροβασιλείου, Επανομή Θεσσαλονίκης 15.5.2004, Αθήνα 2004, 54. Η εφυάλωση με μολυβδούχο υάλωμα είναι μέθοδος που εφαρμόστηκε από τα τέλη του 19ου και εξής (αναλυτικά για την ιστορία των μολυβδούχων υαλωμάτων στην κεραμική, βλ. Μ. Γιαννοπούλου, Εισαγωγή σε μια διαχρονική προσέγγιση των υαλωμάτων μολύβδου. Οι τεχνικές της εφυάλωσης στην παραδοσιακή κεραμική, στο Π. Θέμελης (ed), Το Γυαλί από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Β' Συνέδριο Μαργαριτών Μυλοποτάμου Ρεθύμνης Κρήτης, 26-28/9/1997, Εταιρεία Μεσσηνιακών Σπουδών, Αθήνα 2002, 201-215.
38. Βlitzer 1990, οπ.π (σημ. 29), 704.
39. Β. Κρεμμυδάς, Το εμπόριο της Πελοποννήσου στο 18ο αιώνα (1715-1792), Αθήνα 1972, 144-197 και του ιδίου, Μικρεμπόριο και μικροοικονομία στην περιοχή του Μεσσηνιακού κόλπου το 1829, Πελοποννησιακά 3 (1987-88)231-237.
40. Βλ. Σταυρούλα Κοράκου, στη συζήτηση του Ιστορία του Ελληνικού κρασιού, Β΄Τριήμερο Εργασίας, Σαντορίνη 7-9/9/1990. ΠΤΙ ΕΤΒΑ Αθήνα, 1992, 177-178.