.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Ο ναός Μεταμόρφωσης Σωτήρος, Νιόκαστρο Πύλου


 Ο Ιερός Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος βρίσκεται στο εσωτερικό του Φρουρίου Πύλου γνωστό επίσης ως Νιόκαστρο ή Νέο Ναβαρίνο (εικ.1).
 Τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζε το κτήριο οδήγησαν στην σύνταξη μελέτης αποκατάστασης από ερευνητική ομάδα της Επιστημονικής Επιτροπής Κάστρων Πυλίας, υπό την προεδρία του καθηγητή κ. Νικολάου Zία. Για την σύνταξη της μελέτης, προηγήθηκε εκτεταμένη αρχαιολογική έρευνα στο μνημείο κατά την περίοδο 1999-2002. Αξιοσημείωτο είναι ότι τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του ναού βρέθηκαν αρκετές ταφές διαταραγμένες και αδιατάρακτες, που αντιστοιχούσαν και στα δύο φύλα, σε διάφορες ηλικίες ανθρώπων (ενήλικες, εφήβους, ακόμα και βρέφος), και χρονολογούνταν σε διάφορες εποχές1. Στο παρόν άρθρο αναφέρεται μιά συνοπτική περιγραφή του μνημείου καθώς και τα νεώτερα δεδομένα της έρευνας που αφορούν στις μεταβολές που υπέστη το οικοδόμημα στο διάστημα από τα τέλη του 16ου μέχρι και τον 20ο αιώνα, πάντα σε σχέση με τα ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας (κεραμική, μετάλλινα αντικείμενα, ταφές, νόμισμα) και την ιστορική διαδρομή του οικισμού του οποίου αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο2. Η αποκατάσταση του μνημείου εντάχθηκε στο πρόγραμμα Ε.Σ.Π.Α. 2007-2013, με τίτλο: «Νιόκαστρο Πύλου - Αποκατάσταση του Ι. Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος» (συνολικός προυπολογισμός 1.400.000.00 ευρώ). Από το 2011 ξεκίνησαν ευρείες εργασίες αποκατάστασης στο μνημείο που σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη.


 Το κτήριο με τον περίβολό του εντασσόταν στον οικοδομικό ιστό του -ερειπωμένου σήμερα- οικισμού του Νιόκαστρου. Κατά μήκος της νότιας πλευράς του περνούσε μία από τις κεντρικές λιθόστρωτες οδούς της πόλης. Αντίστοιχα μικρότερα δρομάκια διαμορφώνονταν κατά μήκος της δυτικής και βόρειας πλευράς, εξωτερικά του περιβόλου, όπως διακρίνεται σε γκραβούρα του 1831 (εικ.2). Εκείνη την εποχή η είσοδος του περιβόλου ανοιγόταν στη βόρεια πλευρά, ενώ εντός του υπήρχε ένα μικρό εξάπλευρο κτήριο, με οξυκόρυφα ανοίγματα σε κάθε πλευρά και θολωτή στέγη καλυμμένη με κεραμίδες -πιθανόν πρόκειται για την κατεστραμμένη σήμερα κρήνη του τζαμιού, συνηθισμένο χαρακτηριστικό σε ισλαμικά τεμένη. Ο σημερινός περίβολος έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου και είναι κτισμένος από αργολιθοδομή, καταλαμβάνοντας έκταση εμβαδού 1.400 τ.μ.


 Στη σημερινή του μορφή το κτήριο αποτελείται από τον κυρίως ναό (κεντρικό τετράγωνο με τέσσερις πεσσούς, διαστάσεων 15Χ 5 μέτρων) και το προστώο, ενώ στη νοτιοδυτική γωνία του σώζεται η βάση του μιναρέ (εικ.3 & 4). Το προστώο στηρίζεται σε τοξωτή πεσσοστοιχία και στεγάζεται με τρουλίσκους. Στο κέντρο της πεσσοστοιχίας διαμορφώνεται η κύρια είσοδος του κτηρίου. Εκατέρωθεν της εισόδου ανοίγονται παράθυρα, ενώ υπάρχουν και δύο μικρές ισλαμικές κόγχες (mihrab) (εικ.5). Ο μιναρές βρίσκεται στην προέκταση του δυτικού τοίχου προς νότο και η πρόσβαση σε αυτόν γίνεται από το κρηπίδωμα του προστώου. Σήμερα σώζεται μόνον η βάση του μιναρέ που αποτελείται από το κατώτερο ορθογώνιο τμήμα και το υπερκείμενο, κόλουρο πολυεδρικό πυραμιδοειδές, και είναι κατασκευασμένη από λαξευτούς πωρόλιθους. Στο εσωτερικό του μιναρέ σώζεται ελικοειδής πώρινη κλίμακα (εικ.6). Στο μέσο περίπου καθ' ύψος της υπάρχουσας κλίμακας ανοιγόταν στο πάχος του τοίχου είσοδος (φραγμένη σήμερα) προς το εσωτερικό του ναού που πιθανόν οδηγούσε σε ξύλινο υπερώο.


 Η κύρια είσοδος του μνημείου διαμορφώνεται στο πάχος του τοίχου με δύο διαδοχικές οξυκόρυφες καμάρες διαφορετικού ύψους, τις οποίες χωρίζει χαμηλωμένο τόξο (βάθους 0,24μ. και ύψους 2.67μ.). Η εξωτερική καμάρα είναι οξυκόρυφη (ύψους 4.20μ., βάθους 0,90μ.), και η κατασκευή της γίνεται με λαξευτούς πωρόλιθους. Στο τύμπανο του χαμηλωμένου τόξου υπάρχει ένθετο απλό πώρινο πλαίσιο, σήμερα κενό, το οποίο προφανώς θα περιείχε κάποια επιγραφή ή παράσταση (εικ.7). H εσωτερική καμάρα είναι χαμηλότερη από την πρώτη (ύψος 3,75μ. & βάθος 1,24μ.).
 Ο κυρίως ναός έχει κάτοψη τετραγώνου, εσωτερικών διαστάσεων: περ. 15Χ 15μ. και πάχος τοίχων 2,15μ. Στο εσωτερικό του τέσσερις πεσσοί (διαστάσεις: 1,09Χ 1,14μ.) στηρίζουν ανωδομή με κεντρικό τρούλο (ύψους περίπου 14μ.) και τέσσερις καμάρες που διατάσσονται σταυροειδώς (εικ.4). Στους ογκώδεις πεσσούς εδράζονται τόξα που φέρουν τις καμάρες και τον τρούλο μέσω σφαιρικών τριγώνων. Για να εξουδετερώνονται οι ωθήσεις των καμάρων, οι μεταξύ τους χώροι καλύπτονται με τρουλίσκους, διαμορφώνοντας τέσσερα μικρά γωνιακά διαμερίσματα. Οι τρουλίσκοι αυτοί βρίσκονται χαμηλότερα από τις κεραίες του σταυρού.


 Ο ναός σήμερα εκτός από την κεντρική είσοδο στη δυτική πλευρά έχει και μιά δευτερεύουσα είσοδο στη νότια πλευρά. Κατά τις ερευνητικές εργασίες αποκαλύφθηκε η εσωτερική παρειά φραγμένων ανοιγμάτων- παραθύρων στο επίπεδο του εδάφους, πολλά από τα οποία διακρίνονταν ήδη στις εξωτερικές παρειές του μνημείου. Διαπιστώθηκαν από τρία ανοίγματα στην βόρεια, δυτική (εικ.5) και νότια πλευρά, ενώ στην ανατολική υπάρχουν μόνο δύο. Τα ανοίγματα αυτά, κτισμένα με πωρόλιθους και πλίνθους, διαμορφώνονται με οξυκόρυφο τόξο και ποδιά σε μικρό ύψος (+ 0,50μ.) από το εσωτερικό δάπεδο του ναού. Είναι εμφανές οριζόντιο πώρινο πρέκι, που χωρίζει το άνοιγμα στο κατώτερο ορθογώνιο και το ανώτερο ανακουφιστικό τύμπανο. Η μορφή αυτή των ανοιγμάτων είναι τυπική σε οθωμανικά τεμένη, όπου το ανακουφιστικό τύμπανο κλείνεται με διακοσμητικούς πίνακες, το δε ορθογώνιο τμήμα λειτουργεί ως παράθυρο και κλείνεται με μεταλλικό πλέγμα. Ανοίγματα παρατηρούνται και στα ψηλότερα τμήματα των τοίχων του κτηρίου, όπως η φραγμένη σήμερα πρόσβαση από τον μιναρέ στον κυρίως ναό (εικ.8), ένα ορθογώνιο παράθυρο στη νότια πλευρά (εικ.8) και μια σειρά από τοξωτά παράθυρα κάποια από τα οποία είναι σήμερα φραγμένα. Αυτά εντοπίζονται στα τύμπανα των κεραιών, στα γωνιακά διαμερίσματα και σε κάθε πλευρά του οκταγωνικού κεντρικού τρούλου του μνημείου. Επίσης, στο μέσο της ανατολικής πλευράς του ναού, εσωτερικά, διαμορφώνεται περίτεχνη κόγχη (mihrab), η οποία όμως δεν διακρίνεται εξωτερικά.


 Όλο το εσωτερικό του ναού δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο. Στην ανατολική πλευρά, σε ζώνη πλάτους 4,40μ., το δάπεδο είναι υπερυψωμένο κατά 0,45μ., πάνω από την στάθμη του κυρίως ναού. Το μεγαλύτερο τμήμα του δαπέδου αποτελείται από μαλτεζόπλακες, ενώ κάτω από τα γωνιακά διαμερίσματα υπάρχει λιθόστρωτο με ορθογώνιες πέτρες,
Η τοιχοποιία του ναού είναι αργολιθοδομή που αποτελείται από ακατέργαστους λίθους διαφόρων μεγεθών και βήσσαλα. Το συνδετικό κονίαμα που χρησιμοποιείται είναι πλούσιο σε προσμείξεις, συμπαγές και ιδιαίτερα ανθεκτικό. Στα κατώτερα τμήματα διατηρείται σε μεγάλη έκταση η επιφάνειά του που είναι ερυθρωπή και σκληρή. Αυτή η τοιχοποιία σώζεται στην εσωτερική και στην κατώτερη εξωτερική επιφάνεια των τοίχων. Τα ανώτερα τμήματα στην εξωτερική παρειά των τοίχων επενδύονται από λαξευτούς πωρόλιθους. Λαξευτοί πωρόλιθοι έχουν χρησιμοποιηθεί και για την κατασκευή δομικών στοιχείων, όπως οι γωνίες, οι πεσσοί και το γείσο τους, τα τόξα, τα περιθυρώματα, το προστώο κ.λπ. Κατασκευή αποκλειστικά με πλινθοδομή παρατηρείται στον κεντρικό τρούλο, στα σφαιρικά τρίγωνα του κεντρικού τρούλου, στις καμάρες και στους τρουλίσκους των γωνιακών διαμερισμάτων.


 Στο εσωτερικό του κτηρίου διαπιστώθηκε η ύπαρξη επιχρισμάτων από διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Το παλιότερο επίχρισμα είναι ασβεστοκονίαμα υπόλευκο, ιδιαίτερα συμπαγές και σκληρό. Έχει λεία επιφάνεια, η οποία σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Βρέθηκε σε μεγάλη έκταση στα ψηλότερα σημεία (καμάρες, τόξα, τύμπανα, νοτιοδυτικός τρουλίσκος) καλύπτοντας και τα πώρινα δομικά στοιχεία. Το δεύτερο, μεταγενέστερο, επίχρισμα είναι και αυτό επιφανειακά υπόλευκο, αλλά πολύ εύθρυπτο και λιγότερο σκληρό από το πρώτο, με μεγάλη περιεκτικότητα σε ασβέστη. Πάνω από αυτά τα δύο επιχρίσματα, στο ναό διατηρούνται μία ή περισσότερες επιστρώσεις, διαφορετικού πάχους, από τις οποίες άλλες έχουν απλώς λευκή απόχρωση και άλλες φέρουν χρώμα (γαλάζιο, γαλαζογκρί κόκκινο, ώχρα, ροδόχρωμο, κ.λπ.). Στην ανατολική απόληξη της βόρειας πλευράς και στην ανατολική πλευρά του μνημείου, πάνω στις επιστρώσεις αποκαλύφθηκαν νεώτερες επιγραφές, γραμμένες πρόχειρα με λεπτό μαύρο μολύβι (χρονολογούνται από το 1887 έως το 1945). Στα τόξα των γωνιακών διαμερισμάτων αποκαλύφθηκαν μεγάλες επιφάνειες με κόκκινο υδρόχρωμα πάνω σε υπόστρωμα ώχρας, ενώ μπλε χρώμα καλύπτει το άνω τμήμα του βόρειου εξωτερικού μιχράμπ και όλους τους τρουλίσκους.
 Κατά τις ερευνητικές εργασίες αποκαλύφθηκαν δώδεκα πρόβολοι στο δυτικό τμήμα του εσωτερικού του ναού, σε ύψος 3,16μ. από το δάπεδο. Οι πρόβολοι αυτοί είναι πώρινα ορθογωνικά μονόλιθα, εγκάρσια τοποθετημένα στον τοίχο, των οποίων έχει αποτμηθεί το τμήμα που προεξείχε των εσωτερικών παρειών. Επιπλέον, δύο φουρούσια σε αντίστοιχο ύψος υπάρχουν στη δυτική πλευρά του βορειοδυτικού και νοτιοδυτικού πεσσού (εικ.9α). Τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα πως υπήρχε υπερώο -προφανώς ξύλινο- , το οποίο καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ των δυτικών πεσσών και του δυτικού τοίχου σε όλο του το μήκος. Στο υπερώο αυτό η πιθανότερη πρόσβαση γινόταν από τον μιναρέ. Επίσης, κατά τις εργασίες διαπιστώθηκαν κατασκευαστικά στοιχεία σημαντικά για την οικοδομική ιστορία του μνημείου, όπως πώρινοι κιλλίβαντες λαξευμένοι ως γενέσεις τόξων στις τέσσερις γωνίες του ναού (εικ.9β) και δοκοθήκες τόσο στους πεσσούς όσο και στα τόξα των γωνιακών διαμερισμάτων. Σε μερικές από αυτές βρέθηκαν κομμάτια ξύλου και μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια ότι έφεραν ελκυστήρες. Δοκοθήκες αποκαλύφθηκαν και σε διάφορα ύψη στις εσωτερικές παρειές του μνημείου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση σκαλωσιάς κατά τις οικοδομικές φάσεις του μνημείου. Τέλος, σε διάφορα σημεία όπως στα σφαιρικά τρίγωνα του κεντρικού τρούλου και σε ένα του νοτιοδυτικού τρουλίσκου, αποκαλύφθηκαν ηχητικά αγγεία. Τα αγγεία αυτά έχουν ωοειδές σχήμα και είναι τοποθετημένα οριζόντια με ορατή την βάση τους, που φέρει μικρή κυκλική οπή. Μερικά από αυτά είναι κατεστραμμένα, προφανώς κατά την διάρκεια μεταγενέστερων επισκευών.
Η στέγη του ναού καλυπτόταν με βυζαντινού τύπου κεραμίδια και είχε υποστεί επανειλημμένες επισκευές. Στην απόληξη της ανατολικής κεραίας έχει προστεθεί κτιστό κωδωνοστάσιο με αετωματική απόληξη, που φέρει την χρονολογία 1930-1934. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο στη στέγη είναι το σύστημα ανοικτών αγωγών συλλογής ομβρίων υδάτων που κατέληγαν στη βόρεια πλευρά του κτηρίου (εικ.10). Δύο κατακόρυφοι αγωγοί στις δύο άκρες της βόρειας πλευράς, κοντά στις γωνίες της, οδηγούσαν τα νερά της στέγης -μέσω πήλινου αγωγού- προς υπόγεια στέρνα, κάτω από το προστώο (εικ.11).



Oι Οικοδομικές Φάσεις του Μνημείου

Το μνημείο με τον περίβολό του εντασσόταν στον οικοδομικό ιστό του οχυρωμένου οικισμού του Νιόκαστρου που ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1573 και 1577, στο νότιο άκρο του κόλπου του Ναβαρίνου. Δεν γνωρίζουμε με βεδαιότητα εάν ο χώρος ίδρυσης του οικισμού είχε γνωρίσει προηγούμενη κατοίκηση, ενδέχεται όμως να χρησιμοποιήθηκε ως ένα μικρό φρούριο ή βυζαντινή εκκλησία3. Το τελευταίο αυτό ενδεχόμενο φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη ραδιοχρονολόγηση διαταραγμένων ταφών από τα βαθύτερα στρώματα των ανασκαφικών τομών του μνημείου που αποδίδονται στον 15ο αιώνα4. Σε αυτή την περίπτωση, μπορούμε να υποθέσουμε πως το μνημείο κτίστηκε σε έναν ήδη ιερό τόπο και η θρησκευτική αυτή χρήση συνεχίστηκε απρόσκοπτα από την τοπική κοινωνία σε όλη την διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της περιοχής.
 Η οικοδόμηση ενός τεμένους και ενός μικρότερου χώρου λατρείας εγκρίθηκε το 1577 από τον Murad IIΙ. 5 Ο Ενliya Celebi, που επισκέφθηκε την περιοχή λίγο μετά το 1668, παραθέτει την πληροφορία ότι υπήρχαν δύο τεμένη από τα οποία μόνο το τέμενος του Murad Khan μπορεί να ταυτιστεί με το σημερινό κτήριο6. Ο Μ. Weithmann τοποθέτησε την οικοδόμηση αυτού του τεμένους (του Murad Khan) στην περίοδο μεταξύ των ετών 1574 και 1595, δηλαδή μετά την ίδρυση της πόλης και πριν τον θάνατο του Murad ΙΙΙ. 7
Από τις ανασκαφικές τομές στο εσωτερικό και το εξωτερικό του ναού, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των ραδιοχρονολογήσεων και τις γραπτές πηγές, διακρίνουμε τρείς οικοδομικές φάσεις του μνημείου.
Η πρώτη οικοδομική φάση τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα (στην περίοδο 1574-1595), στην οποία συνηγορούν η ραδιοχρονολόγηση των πρωϊμότερων ξύλινων στοιχείων (ελκυστήρες του προστώου) καθώς και αρκετά κεραμικά ευρήματα του 16ου-17ου αιώνα.8
Από την πρώτη οικοδομική αυτή φάση διατηρείται σήμερα το προστώο και οι υπόγειες στέρνες (εικ.3 & 11) κάτω από αυτό, καθώς και τα κατώτερα τμήματα των περιμετρικών τοίχων στο κυρίως τζαμί, που ήταν κτισμένα με αργολιθοδομή.
Εσωτερικά, το κτήριο ήταν επιχρισμένο με λευκό ασβεστοκονίαμα. ενώ στους τοίχους του περιμετρικά ανοίγονταν χαμηλά παράθυρα που φράχθηκαν μεταγενέστερα (εικ.12). Το αρχικό δάπεδο του ναού δεν σώζεται, πρέπει όμως να βρισκόταν σε βάθος 0,55μ. περίπου από την σημερινή στάθμη, όμως ίχνη του βρέθηκαν σε όλη σχεδόν την στρωματογραφία. Το λιθόστρωτο δάπεδο του προστώου πιθανόν να ανήκε σε αυτή την περίοδο.


 Οι κιλλίβαντες που διατηρούνται στις εσωτερικές γωνίες του κτηρίου πρέπει να αποτελούσαν την βάση μεγάλων πώρινων τόξων που θα στήριζαν σφαιρικά τρίγωνα και έναν κεντρικό τρούλο (εικ.9β). Στην αρχική φάση του επομένως το τζαμί ήταν μονόχωρο και τρουλαίο. Πρόκειται για έναν πρώιμο και απλό τύπο τεμένους που από το α μισό του 15ου αι. και εξής απαντάται συχνά στην οθωμανική αρχιτεκτονική, με πλήθος παραδειγμάτων σε όλη την οθωμανική επικράτεια ιδίως στο Βαλκανικό χώρο9. Η πλειοψηφία αυτών των τζαμιών αποτελεί δείγμα επαρχιακής αρχιτεκτονικής. Ένα ιδιαίτερα κοντινό παράλληλο, τόσο χρονικά όσο και μορφολογικά με την περίπτωση του τζαμιού στο Νιόκαστρο είναι το τζαμί του Osman Sah στα Τρίκαλα, που χρονολογείται στα μέσα του 16ου αι. και συχνά αποδίδεται στον Sinan.10
 Όσον αφορά στα κτήρια που περιβάλλουν το ναό, ελάχιστα μπορούμε να αναφέρουμε. Το νοτιοανατολικό τμήμα του τοίχου του περιβόλου του ναού, για παράδειγμα, φαίνεται πώς ανήκει στην αρχική οικοδομική φάση του κτηρίου όπως αποδείχτηκε ανασκαφικά.
Στην ίδια οικοδομική φάση ανήκει και ο μιναρές που καταλαμβάνει τη νοτιοδυτική γωνία του προστώου από όπου επιτυγχάνεται η πρόσβαση σε αυτόν. Ο μιναρές είναι κτισμένος με πώρινη τοιχοποιία, όμως, οι πώρινοι δόμοι δεν συνδέονται δομικά σε όλο το ύψος τους αλλά απλώς εφάπτονται στον κυρίως ναό.


 Ακολουθεί η δεύτερη οικοδομική φάση κατά την οποία το μονότρουλο τζαμί έλαβε την σημερινή μορφή του που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τετράφυλλη ή τετράκτινη ή σταυροειδή, και μπορεί να χρονολογηθεί με βάση τις πηγές και τις απεικονίσεις του τεμένους. Γραπτές μαρτυρίες γιά το Νιόκαστρο κατά τον 17ο- 18ο αιώνα (μέχρι το 1770) συνδέονται με σημαντικά πολεμικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή. Το 1686 οι Βενετοί υπό τον Morosini κατέλαβαν το Νιόκαστρο. Τότε, το τζαμί της πόλης μετατράπηκε σε καθολική εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Βίτο.11
 Μία από τις παλαιότερες απεικονίσεις του κτηρίου που χρονολογείται στο διάστημα Οκτωβρίου 1687- Απριλίου 1688 το αναπαριστά με ενιαίο τρούλο και ψηλό μιναρέ12. Την ίδια μορφή έχει και σε μιά σειρά βενετσιάνικων σχεδίων του Francesco Grimani σε όλη την περίοδο από το 1698-1701, όταν υπηρετούσε ώς Provveditore alle Armi del Regno di Morea.13 Ωστόσο, μιά λεπτομερής απεικόνιση των αρχών του 18ο αι. (1701-1715) στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, παρουσιάζει το κτήριο σχεδόν στη σημερινή του μορφή (εικ.13).14
 Επομένως, η δεύτερη οικοδομική φάση του κτηρίου χρονικά τοποθετείται στο πρώτο τέταρτο του 18ου αι., πιθανόν στην περίοδο 1701- 1715. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την χρονολόγηση νομίσματος που βρέθηκε κάτω από δάπεδο στο εσωτερικό τού ναού, στα χρόνια του σουλτάνου Ahmet III (1703- 1730). Στη χρονολόγηση αυτή συνηγορούν η κεραμική καθώς και οι ραδιοχρονολογήσεις ξύλινων στοιχείων που επίσης τοποθετούνται στην ίδια περίοδο.
 Κατά την δεύτερη αυτή οικοδομική περίοδο πραγματοποιείται μια εκτεταμένη ανακατασκευή στο τζαμί, που οι αιτίες της όμως δεν έχουν διευκρινιστεί. Δεν βρέθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν για παράδειγμα ότι το κτήριο καταστράφηκε από φωτιά ή ότι βομβαρδίστηκε. Καταλήγουμε μάλλον στο συμπέρασμα ότι το τζαμί δεν είχε καταστραφεί από τους Βενετούς το 1686, αλλά επισκευάστηκε αμέσως μετά, πιθανόν ως μέρος ενός ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που είχε στόχο να εμπνεύσει ασφάλεια και εμπιστοσύνη στον ορθόδοξο πληθυσμό της Μεσσηνίας κατά την περίοδο της Β Ενετοκρατίας (1686- 1715).
Στην περίοδο αυτή κατασκευάζονται οι τέσσερις πεσσοί στο εσωτερικό του ναού οι οποίοι θεμελιώνονται με τρόπο διαφορετικό, και σε επίπεδο υψηλότερο από τους παλιότερους περιμετρικούς τοίχους του κτηρίου. Στους πεσσούς εδράζονται τόξα που φέρουν τις καμάρες και τον τρούλο μέσω σφαιρικών τριγώνων.
 Στο νοτιοδυτικό τμήμα του κτηρίου, εντός του ναού, αποκαλύφθηκε ένα συγκρότημα δύο υπόγειων θολωτών δωματίων που συνδέεται με την οικοδόμηση του νοτιοδυτικού πεσσού (εικ.14). Την περίοδο αυτή η στάθμη στο εσωτερικό έχει ανέλθει και κατασκευάζεται 0,30μ. κάτω από το σημερινό επίπεδο. Πιθανόν, τα υπόγεια αυτά θολωτά δωμάτια να συνέδεαν τους πεσσούς με τους τοίχους του κτηρίου προσδίδοντας μεγαλύτερη στατική αντοχή σε περίπτωση σεισμού. Ίσως πάλι η ύπαρξή τους να οφείλεται στην ιδιαίτερη γεωλογική μορφολογία της περιοχής, όπου ο θεμέλιος βράχος εμφανίζεται ακανόνιστα σε ποικίλα βάθη, ψηλότερα στο δυτικό τμήμα του τζαμιού και ξανά γύρω από το νότιο τοίχο του κτηρίου. Σε κάθε περίπτωση τα δωμάτια αυτά εξυπηρέτησαν την επίχωση του χώρου ώστε να ανυψωθεί το δάπεδο του ναού. Η χρήση τους παραμένει άγνωστη, ίσως όμως να λειτουργούσαν για αποθηκευτικούς σκοπούς ή να προορίζονταν για τάφους σημαντικών προσώπων της τότε τοπικής κοινωνίας. Πάντως, το οργανικό υλικό (βρώμη) που βρέθηκε μέσα στους χώρους αυτούς χρονολογείται με ασφάλεια στο πρώτο μισό του 19ο αιώνα, που σημαίνει ότι ο χώρος συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι τότε.
Το δάπεδο αυτής της περιόδου στο ανατολικό τμήμα του κτηρίου ελαφρώς υπερυψώθηκε και καλύφθηκε με σχιστόπλακες τοποθετημένες με συμπαγές ασβεστοκονίαμα. Το υπόλοιπο κτήριο ήταν καλυμμένο με κεραμικές πλάκες (εικ.15).


 Η κατασκευή των πεσσών συνδέεται με την ανωδομή του κτηρίου καθώς και με ένα σύστημα αγωγών για την συλλογή των ομβρίων υδάτων. Τμήματα του νέου συστήματος απορροής των ομβρίων ήταν οι αύλακες νερού περιμετρικά της στέγης (εικ.10), δύο κατακόρυφοι αγωγοί, στην βόρεια πλευρά (εικ.16), οι αγωγοί και μία στέρνα που αποκαλύφθηκαν ανασκαφικά στην βόρεια εξωτερική πλευρά του μνημείου. Με την ανωδομή του κτηρίου συνδέονται επίσης και οι αντηρίδες της νότιας πλευράς οι οπoίες παραλαμβάνουν τις ωθήσεις του τρούλου. Η κατασκευή των τοίχων που ανήκουν στην εποχή αυτή, διαφέρει από την προηγούμενη, αφού ο πυρήνας αργολιθοδομής καλύπτεται παντού στην εξωτερική πλευρά με λαξευτούς πωρόλιθους. Η εσωτερική παρειά ήταν επιχρισμένη και από αυτά τα επιχρίσματα σώζονται εκτεταμένα τμήματα, ιδιαίτερα στα ανώτερα τμήματα των τοίχων.
Σε όλα τα βενετσιάνικα σχέδια ο μιναρές φαίνεται σε όλο, το αρχικό, ύψος του. Σε αυτήν τη δεύτερη οικοδομική φάση ενδεχομένως να απέκτησε και την εξής χρησιμότητα επικοινωνούσε με το εσωτερικό του ναού μέσω μιάς πόρτας που ανοιγόταν στο ψηλότερο δυτικό τμήμα του κτηρίου και οδηγούσε σε ξύλινο υπερώο (όπως αναφέρθηκε παραπάνω). Το άνοιγμα- πόρτα σήμερα είναι φραγμένο (εικ.17).
 Μετά την επιστροφή του Νιόκαστρου στον οθωμανικό έλεγχο το 1715, πληροφορίες για το κτήριο (πάλι τζαμί) και την περιοχή του αντλούνται από τα πρόσφατα δημοσιευμένα κατάστιχα (Tapu Tahrir 880) που συνέταξε η οθωμανική διοίκηση στις αρχές του 1716. 15 Το κτήριο αποκαλείται πλέον τέμενος του Bayezid, και κάλυπτε μια έκταση 5.700τ.μ., πολύ μεγαλύτερη από τον σύγχρονο περίβολο16. Δεν αναφέρονται ζημιές στο κτήριο, πράγμα που σημαίνει ότι παρέμεινε ανέπαφο στο διάστημα που η περιοχή ήταν ενετοκρατούμενη και έπειτα αποδόθηκε και πάλι στην ισλαμική λατρεία17.
Τον Απρίλιο του 1770, όταν το φρούριο καταλήφθηκε από τις δυνάμεις των Ρώσων και των Μανιατών, ο Αλέξης Ορλώφ μετέτρεψε εκ νέου το κεντρικό τζαμί της πόλης σε εκκλησία, αυτή την φορά ορθόδοξη18. Σύντομα ωστόσο (στις 26 Μαίου- 6 Ιουνίου 1770), οι Ρώσοι εκκένωσαν την περιοχή, αφού πρώτα αχρήστευσαν τις οχυρώσεις της.
Ιστορικοί όπως ο Kiel και ο Weithmann είχαν υποστηρίξει ότι το τζαμί πρέπει να καταστράφηκε στην διάρκεια της Ρωσικής κατοχής19 και η μετέπειτα ανακατασκευή του αποδόθηκε στον σουλτάνο Mustafa III (1757-1774), δηλαδή μεταξύ του 1770/1 και 1774. Τα στοιχεία της έρευνάς μας δεν επιβεβαιώνουν την καταστροφή του τζαμιού από τους Ρώσους, ωστόσο είναι πιθανόν να πραγματοποιήθηκαν μικρές επεμβάσεις στο κτήριο την εποχή αυτή.
Στην περίοδο αυτή αποδίδεται η σημερινή μορφή των δύο μεσαίων ανοιγμάτων της νότιας πλευράς (πόρτα και φραγμένο παράθυρο) που διαφέρουν από τα αντίστοιχα της βόρειας. Στο εσωτερικό του κτηρίου βρέθηκαν δύο ακέραιες ταφές (εικ.18) που δείγμα τους χρονολογήθηκε στην περίοδο 1729/30- 1810, όταν δηλαδή το κτήριο λειτουργούσε ως τζαμί. Δεδομένου όμως ότι τα οθωμανικά τεμένη δεν αποτελούσαν χώρους ταφής, συμπεραίνουμε ότι οι ταφές αυτές πρέπει να έγιναν το 1770 όταν οι Ρώσοι μετέτρεψαν το τζαμί σε ορθόδοξη εκκλησία.


 Την δεκαετία του 1820 το Ναβαρίνο ήταν ένα από τα κύρια πεδία μάχης της Ελληνικής Επανάστασης20. Η πόλη καταστράφηκε, οι κάτοικοι είτε σφαγιάστηκαν είτε μετοίκησαν. Με βάση την μαρτυρία του A. Blouet, μέλους της Επιστημονικής Αποστολής του Μορέως (Εxpédition Scientifique de Morea) που συνόδευσε το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Maison το 1829, το κτήριο του τζαμιού ήταν ένα από τα λίγα οικοδομήματα που διασώθηκαν άθικτα στο εσωτερικό του κάστρου, αν και ο λόγος που διέφυγε την καταστροφή δεν είναι ξεκάθαρος21. Κατά την γνώμη του Blouet επρόκειτο για χριστιανικό ναό, που μετατράπηκε από τους Τούρκους σε τζαμί. Τον συνέκρινε μάλιστα με την Αγία Σοφία Κων/πολης και τον Άγιο Μάρκο Βενετίας. Ο Blouet παρατήρησε το προστώο με τα ισλαμικά τόξα, την διάταξη της ανωδομής του ναού με τον κεντρικό και τους πλευρικούς τρουλίσκους, καθώς και ένα μικρό οκτάγωνο κτήριο μπροστά στην κύρια είσοδο του ναού, το οποίο ερμήνευσε ως βαπτιστήριο (πρόκειται προφανώς για την κατεστραμμένη σήμερα κρήνη του τεμένους). Το κτήριο σε αυτή την περίοδο ήταν εσωτερικά ασβεστωμένο, χωρίς ίχνη τοιχογραφιών. Ο ίδιος ερευνητής σημείωσε τα ερείπια του μιναρέ στην γωνία του προστώου, ο οποίος καταστράφηκε κατά την γνώμη του από τους Έλληνες. Το τζαμί στο οποίο αναφέρεται ταυτίζεται εύκολα με το σημερινό κτήριο με βάση τα σχέδια που εκπόνησαν οι Γάλλοι μηχανικοί. Τα σχέδια αυτά αποτελούν πιστή απεικόνιση του κτηρίου στις αρχές του 19ο αι. και αποτυπώνουν την τρίτη και τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε ως τζαμί. Στην διάρκεια της παραμονής των γαλλικών στρατευμάτων στο κάστρο, το οικοδόμημα -ελλείψει χώρων χρησίμευε ως αποθήκη τροφίμων.
Σημαντική πληροφορία για το μνημείο αντλούμε και από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, από έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1842.22 Αναφέρεται ότι συστήνεται επιτροπή από τον Φρούραρχο Πύλου μαζί με δύο στρατιωτικούς που θα εξέταζε το κατά πόσον οι αποθήκες που βρίσκονται στην ακρόπολη του Φρουρίου Πύλου ήταν κατάλληλες γιά την αποθήκευση στρατιωτικού υλικού, ώστε να γίνει δυνατή η εκκένωση της «...κατά την Πύλον εκκλησίας». Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι και μετά την αποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων το κτήριο συνέχισε να χρησιμοποιείται ως αποθήκη πολεμικού υλικού, τουλάχιστον μέχρι το 1842.
 Από αυτή την περίοδο, το πρώτο μισό του 19ο αι., η έρευνά μας έφερε στο φως μόνο ένα ασφαλώς χρονολογημένο εύρημα, μεγάλες ποσότητες βρώμης που είχαν αποθηκευθεί στα υπόγεια θολωτά δωμάτια μέσα στο κτήριο. Η ραδιοχρονολόγηση δειγμάτων (1669-1781 και 1798-1945) σε συνδυασμό με τα κεραμικά ευρήματα που προήλθαν από τον ίδιο ανασκαφικό τομέα απέδειξε πράγματι ότι αυτοί οι χώροι χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση σιτηρών την περίοδο 1828-1842. Έπειτα, τα υπόγεια θολοσκεπή δωμάτια εγκαταλείφθηκαν και επιχώθηκαν.
Στην περίοδο αυτή η ανωδομή του μιναρέ καταστράφηκε, ως σύμβολο της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ προφανώς εγκαταλείφθηκε -καταργήθηκε και το σύστημα συλλογής ομβρίων υδάτων του κτηρίου που επίσης ήταν συνδεδεμένο με την ισλαμική λατρεία.
Η τρίτη και τελευταία οικοδομική φάση του κτηρίου ανάγεται στα μέσα του 19ο αιώνα. Με βάση το προαναφερθέν έγγραφο του 1842, συμπεραίνουμε ότι τότε ή λίγο αργότερα το κτήριο μετατράπηκε για μιά ακόμα φορά, σε ορθόδοξη εκκλησία, αυτή τη φορά αφιερωμένη στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος.


 Η νέα αυτή χρήση του κτηρίου συνοδεύτηκε από μεγάλες αλλαγές. Η πιο σημαντική ήταν το κτίσιμο κλείσιμο όλων των χαμηλών ανοιγμάτων- παραθύρων του κτηρίου, που ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τον προηγούμενο οθωμανικό χαρακτήρα του (εικ.19). Την ίδια εποχή κατασκευάσθηκε ένα νέο δάπεδο, από ορθογωνισμένους λίθους, σε υπόστρωμα από ασβεστοικονίαμα το οποίο κάλυψε όλο τον εσωτερικό χώρο του ναού. Το ανατολικό τμήμα, εκεί όπου έγινε το νέο ιερό της εκκλησίας, ανυψώθηκε περίπου κατά 0,50μ, σε σχέση με το υπόλοιπο κτήριο για τις ανάγκες του ιερού (εικ.20e). Ο χώρος διαιρέθηκε από τον κυρίως ναό με την βοήθεια ξύλινου τέμπλου. Στο δυτικό τμήμα του ναού, το δάπεδο ανυψώθηκε ελάχιστα και εδράσθηκε απευθείας επάνω στο προηγούμενο δάπεδο από κεραμικές πλάκες. Επιπλέον, οι τοίχοι στο εσωτερικό του ναού επιχρίστηκαν, προφανώς για να αποκαταστήσουν προγενέστερες φθορές. Δείγματα επιχρισμάτων χρονολογούνται στην οικοδομική αυτή περίοδο. Παράλληλα, καταστράφηκε το υπερώο στη δυτική πλευρά του ναού. Παρόλο που το υπερώο αποτελεί στοιχείο της αρχιτεκτονικής τον 19ο αι., το γεγονός ότι η πρόσβαση σε αυτό γινόταν από τον μιναρέ ήταν αποφασιστικής σημασίας για την καταστροφή του.
Στο πλαίσιο της λειτουργίας του κτηρίου ως ορθόδοξου ναού πλέον, εντάσσεται και η κατάργηση των υπόγειων στερνών κάτω από το προστώο καθώς και της κρήνης εντός του περιβόλου του κτηρίου (απεικονίζεται σε χαρακτικό του 1831) -(εικ.2). Επιπλέον, οι κατακόρυφοι αγωγοί στη βόρεια εξωτερική πλευρά του ναού, που οδηγούσαν τα όμβρια ύδατα από την οροφή στο έδαφος, προφανώς συνέχισαν να είναι σε χρήση, ενώ η ύπαρξη ημικυκλικής κατασκευής στην βορειοανατολική γωνία του κτηρίου αποσκοπούσε στον περιορισμό της ροής του νερού.
Το 1893 ο γραμματέας της βασίλισσας Όλγας, Γεώργιος Λαμπάκης, στην διάρκεια περιοδείας στην περιοχή, κατέγραψε επιγραφή με τη σημείωση «εν Πύλω, επί του κωδωνοστασίου του εν τώ φρουρίω ναώ του Σωτήρος», που έχει ως εξής23:
EN ETEΙ 1893 
HPAKA CKOYPΔYΛH 
EΠITPOΠEYONTOC 
TEXV.K.MAKEΔONOC.


Το 1930 ο φιλέλληνας δημοσιογράφος René Puaux24 κατά την περιήγησή του στην περιοχή του Ναβαρίνου, αναφέρει ότι μέσα στο φρούριο, «...πλαισιωμένη από μια συστάδα κυπαρισσιών, η άλικη εκκλησιά υψώνεται πάνω από τις βενετσιάνικες επάλξεις», ένδειξη ότι ο ναός την εποχή αυτή είναι εξωτερικά επιχρισμένος σε ερυθρή απόχρωση.
Επομένως, στα τέλη του 19ου και σε όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα το κτήριο υφίσταται μιά σειρά από επισκευές- επεμβάσεις, όπως αλλεπάλληλα εσωτερικά και εξωτερικά επιχρίσματα, σε πολλά από τα οποία βρέθηκαν επιγραφές γραμμένες με μολύβι και χρονολογίες μέχρι και την εποχή του εμφυλίου. Επίσης, κατασκευάστηκε εσωτερικά ένα νέο δάπεδο, αυτή την φορά με μαλτεζόπλακες, που αντικατέστησε μερικώς το προηγούμενο δάπεδο από ορθογωνισμένους λίθους (εικ.20g). Στο ανατολικό τμήμα της στέγης προστέθηκε κωδωνοστάσιο με την επιγραφή 1930-1934 (εικ.1). Ένα μικρό μονόχωρο κτίσμα κατέλαβε την νότια πλευρά του προστώου στη θέση του κατεστραμμένου πέμπτου τρουλίσκου. Στη βόρεια εξωτερική πλευρά ο οριζόντιος αύλακας- αγωγός του νερού μετατράπηκε σε παρτέρι. Ωστόσο, καμία από τις παραπάνω επεμβάσεις δεν αλλοίωσε την βασική δομή και μορφή του ναού. Παρόλα αυτά σε όλη την περίοδο μετά την Ελληνική επανάσταση ο οικισμός του Νιόκαστρου μέσα στα τείχη παρέμεινε ερειπιώνας. Η νέα πόλη της Πύλου είχε πλέον μεταφερθεί στην σημερινή της θέση με βάση τα σχέδια των γάλλων μηχανικών. Το παλιό φρούριο απέκτησε επίσης νέες χρήσεις, η ακρόπολή του λειτούργησε ως φυλακή25, τμήμα του οικισμού ως χώρος άθλησης, και ο βορειοδυτικός προμαχώνας του κάστρου ως γυμναστήριο του σχολείου. Όλα τα ιδιωτικά κτήρια λιθολογήθηκαν για να κτισθεί η νέα πόλη. Στην διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα έκτισαν και πάλι κτήρια και στρατώνες μέσα στο Νιόκαστρο, που και αυτά λιθολογήθηκαν με την σειρά τους αμέσως μετά την λήξη του πολέμου.
 Ακολουθώντας την ιστορική πορεία της περιοχής και επομένως του μνημείου, διαπιστώνουμε ένα παράξενο φαινόμενο, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος παραμένει ο κεντρικός ναός της Πύλου, το σημείο αναφοράς της κοινωνικής ζωής της πόλης, ενώ την ίδια στιγμή είναι αποκομμένη και βρίσκεται σε απόσταση από τον πληθυσμό που εξυπηρετεί. Η κατάσταση αυτή ανατράπηκε μόνο με την οικοδόμηση της νέας εκκλησίας της Μυρτιδιώτισσας η οποία αποπερατώθηκε στην δεκαετία του 1980. Το κτήριο στο Νιόκαστρο της Πύλου με τις πολλαπλές ιστορικές ταυτότητες, ως τζαμί του Μουράτ, ναός του Αγίου Βίτου, τζαμί του Βαγιαζήτ, Μεταμόρφωση του Σωτήρος, αποτελεί σαφώς ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία της Μεσσηνίας, σύμβολο της ιστορικής της διαδρομής κατά τους πέντε τελευταίους αιώνες.
 Σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες που πραγματοποιούνται στο μνημείο στο πλαίσιο του έργου Ε.Σ.Π.Α. 2007-2013. Πρόκειται στο σύνολό τους για εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης εσωτερικά και εξωτερικά του κυρίως ναού, εργασίες αποκατάστασης του προστώου και του μιναρέ, καθώς και εργασίες συντήρησης του μιχράμπ στο εσωτερικό του ναού. Με τις εργασίες αυτές θα αντιμετωπισθούν τα δομικά, αισθητικά και οικοδομικά προβλήματα του μνημείου, θα επιτευχθεί η αισθητική αναβάθμισή του, η ανάδειξη της ιστορικής- αρχαιολογικής και καλλιτεχνικής του αξίας, και η ανάδειξη των σημαντικών οικοδομικών του φάσεων (τόσο ως ισλαμικού τεμένους όσο και ως χριστιανικού ναού αρχικά καθολικού και μεταγενέστερα ορθόδοξου).
Μερικές από τις εργασίες που έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα στο μνημείο είναι οι εξής: καθαιρέθηκε το ορθογώνιο πρόσκτισμα που βρισκόταν στη νοτιοδυτική γωνία του προστώου (εικ.3 & 21), ενώ προστέθηκε ο έκτος, νοτιότερος πεσσός και συμπληρώθηκε ο πέμπτος τρουλίοκος του προστώου (εικ.21). Επίσης, πραγματοποιήθηκε η διάνοιξη ορισμένων από τα φραγμένα ανοίγματα στο εσωτερικό του ναού που βρίσκονται χαμηλά στο επίπεδο του εδάφους (εικ.22). Επιπλέον, κατασκευάστηκαν κριώματα στις εξωτερικές πλευρές του μνημείου (ανατολική, βόρεια και νότια πλευρά). Τέλος, έχουν ξεκινήσει οι εργασίες ανακεράμωσης του ναού που σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη (εικ.23).
Απώτερος στόχος των προαναφερθεισών εργασιών είναι η διάσωση και η ασφαλής απόδοση του μνημείου στη λατρεία, έτσι ώστε να αποτελέσει ενεργό κομμάτι της καθημερινής ζωής των κατοίκων και πόλο έλξης για τους επισκέπτες της περιοχής.

Ν. Δ. Κοντογιάννης, Ι. Μ. Γρηγοροπούλου
"Ο Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Νιόκαστρο της Πύλου: Τα νέα δεδομένα της Έρευνας"

 Σημειώσεις:

1. Η μελέτη του οστεολογικού υλικού αποκάλυψε ότι ο πληθυσμός της περιοχής υπέφερε από ποικίλες ασθένειες, μεταξύ των οποίων διαγνώστηκε η πρώτη περίπτωση σύφιλης στον ελλαδικό χώρο. Οι ραδιοχρονολογήσεις με άνθρακα 14 των οργανικών υλικών (ξύλο, οστά, ποσότητες βρώμης) έγιναν στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Ινστιτούτου Δημόκριτος με την καθοδήγηση του κ. Ιωάννη Μανιάτη, τον οποίο και ευχαριστούμε για την συνεργασία του. Επιπλέον ραδιοχρονολογήσεις πραγματοποιήθηκαν σε αντίστοιχο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας στην Γερμανία (Curt-Engelhorn-Zenrum Archäometrie, Manheim, University of Tübingen).
2. Περισσότερες πληροφορίες για τα πορίσματα της έρευνας, βλ. Ν.D Kontogiannis, I. M. Grigoropoulou and others, From mosque to church and back again. Investigating a house of faith in post-Medieval Messinia, υπο έκδοση.
3. Καββαδία- Σπονδύλη, 2006, σσ.480-482.
4. Ο τομές σημειώνονται στην εικόνα 4. 
5. Zarincbaf, Bennet, and Davis , 2005, σ.251, Kiel ... 2002, σ.119. 
6. Mackay 2005, σ.215-221, και κυρίως γιά το τζαμί, σ.219.7. Weithmann 1991. σ.254.
8. Σημειώνεται ότι στο ναό όρέθηκε αρκετή ποσότητα κεραμικής (κυρίως όστρακα) που διακρίνεται σε διάφορες κατηγορίες, με εύρος χρονολόγησης απο τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
9. Curčic 2010, pp. 726, 765. 775-782.
10. Babinger, 1929, pp. 15-18, Ορλάνδου 1929, gy, 319-325, Moυτσόπουλου, 1987, σ.93–109. Kuniholm, 2000, σ.117, no.20 (Kursu Canii), Μπρούσκαρη, 2008, σσ. 208-210 (λήμμα: Κ. Μαντζανά), Curčic 2010, σ.781-782.
11. Για τά γεγονότα σχετικά με την κυριαρχία της περιοχής άπό τους Βενετούς βλ. Garzoni, 1705. σ.153-160. Malliaris. 2007., σ.97. Γιά την μετατροπή του τεμένους σε εκκλησία, βλ. Garzoni, 1705, σ.160. Σάθας 1869, 1985, σ.346, Weithmann, 1991, σ.245, 254.
12. Λιάτα και Τσικνάκη, 1998, σσ.23, 29-30, 90-91 fig.14.
13. Andrews (1953) 2006, pl. XIII, Kοντογιάννη 2010, catl. no.7, σ.209, 220, fig.9.
14. Biblioteca Nazionale Marciana, Ms. It. VII.94 (10051), Carte topografiche e piante di città e fortezze per la Guerra di Morea (1684-1697), (BID 25899) N.72, Κοντογιάννης 2010, σ.209-211. 221, mr.8. fig.1
15. Beniner Davis and Harian 2005. s.258, Zarinebaf. Bennet , and Davis 2005 s.92-93.
16. Οι πηγές αποδίδουν το τέμενος σε διάφορους σουλτάνους (Ahmed, Murrad. ή Bayezid). Παρά την προσπάθεια να διευκρινιστεί το θέμα (βλ. Bennet, Daνis και Harlan, 2005, σ.251, n.31) το πρόβλημα της ταυτότητας του τεμένους δεν έχει επιλυθεί οριστικά.
17. Benνet Davis και Harlan 2005. σ.242-243.
18. Παπαδόπουλου 1979, σσ.66, 69, 73-75.
19. Kiel, 1989. σ.75, Weithmann, 1991. σ.246, 254. O Kiel πιστεύει πως το τζαμί είχε καταστραφεί και ξανακτιστεί δύο φορές: μία κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας της περιοχής και μία κατά την κατοχή της από τους Ρώσους αδελφούς Ορλώφ. Αργότερα, ο Κίel (2005, σ.275) αναφέρει (χωρίς περαιτέρω αναφορά) μία αδημοσίευτη 18σέλιδη αναφορά των οθωμανικών αρχείων του 1772 όπου περιγράφονται τα τμήματα του τεμένους που είχαν φθαρεί ή καταστραφεί το 1770 και έπρεπε να αποκατασταθούν.
20. Παραδόθηκε στους επαναστάτες τον Αύγουστο του 1821, στον Ibrahim Pasha της Αιγύπτου τον Φεβρουάριο του 1825, στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Maison το 1828 και, ύστερα από την αποχώρηση των Γάλλων, στις αρχές του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.
21. Blouet 1831 σ.2.
22. Γενικά Αρχεία του Κράτους Οθωνικό Αρχείο, φ.477, α/α46. Βλ. επίσης Μπρούσκαρη 2008, σ.146 (λήμμα: Ι. Γρηγοροπούλου).
23. Η επιγραφή προέρχεται από το αρχείο Λαμπάκη που φυλάσσεται στο Rare Books and Special Collections, του Παν/μιου Princeton.
24. Paul X 1995, σ.175-182.
25. Κοντογιάννη και Γρηγοροπούλου, 2003-2004, σσ.72-76.