.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Περί του Αγιολέου Μεθώνης


Βορειοανατολικά, σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων από το κάστρο της Μεθώνης, πάνω σε χαμηλό έξαρμα της γης, υψώνονται τα ερείπια ενός επιβλητικού κτηρίου, που έχει γίνει γνωστό με το όνομα «Αγιολέος». Η περιοχή, αρκετά μακριά από την παραλία, είναι πεδινή, διασχίζεται από ρυάκια και σκονισμένα μονοπάτια και καλλιεργείται με αμπέλια και λιόδεντρα. Η βλάστηση είναι χαμηλή1. Οι εντόπιοι ονομάζουν την περιοχή «Παληομεθώνη». Η ονομασία (=Παλαιά Μεθώνη) φαίνεται ανεξήγητη δεδομένου ότι από την αρχαιότητα ο οικισμός της Μεθώνης ήταν στην θέση του λιμανιού2 και του σημερινού κάστρου κι όχι εδώ.
Αλλά και το εξεταζόμενο ερειπωμένο μνημείο δεν φαίνεται να είχε άλλοτε το σημερινό του ονομα. Πράγματι, κατά το πρώτο μισό του περασμένου αιώνος, στα οδοιπορικά του William Gell3 και του Ferdinand Aldenhoνen4 αναφέρεται απλώς ως «εκκλησία» στην Παληομεθώνη. Για πρώτη φορά το όνομα «Αγιολέος» τεκμηριώνεται το 1930.5 Στο θέμα όμως της ονομασίας θα πρέπει να επανέλθουμε.


Το υπό εξέταση μνημείο είναι ήδη αρκετά γνωστό (πίν.74α). Το πρόσεξαν αρχικά οι Matias Natan Valmin και Τάκης Δεμοδός6, αλλά οι πρώτες συστηματικές έρευνες έγιναν από τον Δημήτριο Πάλλα πρό εικοσιπενταετίας7. Ακολούθησε καθαρισμός και μερική ανασκαφή του μνημείου το 1969, με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ιδιωτών μέσω της Κοινότητος Μεθώνης, αποτέλεσμα των οποίων ήταν μία εκτενής έκθεση στα Πρακτικά8.
Στην έκθεση αυτή παρουσιάσθηκε και ερμηνεύθηκε η αρχιτεκτονική του μνημείου μετά από μορφολογική και τυπολογική του ανάλυση και μετά από συσχετισμό του με περιηγητικά κείμενα. Τελικά προτάθηκε η χρονολόγησή του στον όψιμο 15ο αιώνα9. Αλλά από τότε ο ανασκαφέας σημείωνε ότι «... αξίζει εν τούτοις να ερευνηθή το μνημείον τούτο πληρέστερον...»10. Και ίσως όχι μόνο για να γίνει μία πιο ολοκληρωμένη ανασκαφή. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα και μετά από την δημοσίευση δύο έμμεσα σχετικών μελετών11 που ευνοούν μία νέα ερμηνεία του μνημείου, επιχειρούμε εδώ μία επανεξέτασή του12.
Η ατελής ανασκαφή, η πυκνή βλάστηση στο εσωτερικό και πάνω στους τοίχους του ναού και κυρίως η πολύ κακή κατάσταση διατηρήσεώς του, οδήγησαν το 1969 σε συνοπτική τεκμηρίωση με τρία σχέδια της σωζομένης καταστάσεως13. Και αυτή φαίνεται ότι συνακόλουθα οδήγησε στην άποψη ότι το ερείπιο που έχουμε σήμερα ανήκει σε ενιαία οικοδομική φάση. Τούτο σε συσχετισμό προς την σύνδεσή του με το λείψανο και την λατρεία του αγίου Λέοντος του θαυματουργού είχαν ως αποτέλεσμα την συναγωγή κάποιων συμπερασμάτων από τον συγγραφέα, γιά τα οποία έγινε λόγος14. Προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση των προβλημάτων του λεγομένου Αγιολέου και να δικαιωθεί η επιχειρούμενη επανεξέταση, ο αναγνώστης οφείλει λοιπόν να μελετήσει και τα συμπεράσματα εκείνα, της προ δεκαπενταετίας μελέτης του μνημείου.



Το ερειπωμένο μνημείο της Παληομεθώνης εκτείνεται από Ανατολών προς Δυσμάς και έχει εξωτερικά μέγιστες διαστάσεις 18,40X 29,19 μέτρα (εικ.1). Διατηρείται καλύτερα στην νότια και την δυτική του πλευρά. Στις άλλες δύο, οι χαμηλά σωζόμενοι τοίχοι του είναι επιχωμένοι σε μεγάλο μέρος τους, έτσι ώστε να μην διακρίνεται σήμερα η περιοχή της βορειοανατολικής γωνίας. Περιμετρικά οι τοίχοι είναι ογκώδεις φθάνουν σε πάχος το 1.30 μέτρο. Από τους τοίχους προβάλλουν προς τα έξω αντηρίδες, έξι κατά τις μακρές πλευρές και τέσσερις κατά την στενή δυτική πλευρά. Στην ανατολική υπήρχαν ασφαλώς δύο, δεν αποκλείεται όμως αρχικά να υπήρχαν κι εδώ τέσσερις, κατ' αντιστοιχία προς εκείνες της δυτικής. Οι διαστάσεις των αντηρίδων 1.30X 1.30 μέτρα χαμηλά, περιορίζονται αισθητά σε ψηλότερη στάθμη, σε 1.05Χ 1.15 μέτρα περίπου η στένωση επιτυγχάνεται με την παρεμβολή λοξοτμήτου ζώνης από λαξευτούς πωρολίθους, χαρακτηριστικής μορφής (εικ.2, Ζ).



Μεγάλα ρήγματα με ασαφή τα όρια σχηματίζονται σήμερα στον νότιο και αξονικά στον δυτικό τοίχο. Οι επιχώσεις στο εσωτερικό κρύβουν το δάπεδο η στάθμη του πιστοποιήθηκε μόνο στην θέση μιάς τομής του 1969, σε επαφή με τον δυτικό τοίχο. Κατά τις ίδιες τότε εργασίες βρέθηκαν και τα λείψανα δύο κογχών στην ανατολική πλευρά του κτηρίου, σε χαμηλή στάθμη, ταπεινότερη ίσως από του δαπέδου του ναού. Οι κόγχες, που κατεδαφίσθηκαν και λιθολογήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο, έχουν ημικυκλική την χάραξη και σχετικά μεγάλο πάχος. Ο άξονας της μεγαλύτερης, της μεσαίας, συμπίπτει μ' εκείνον του κτηρίου και είναι έτσι εύλογο να υποθέσει κανείς κάτω από τις επιχώσεις την ύπαρξη των λειψάνων μιας τρίτης κόγχης, συμμετρικά διαμορφωμένης προς την μικρότερη, την νότια.
Εξωτερικά, στον δυτικό τοίχο και δεξιά του ρήγματος, σώζεται ένα ενδιαφέρον στοιχείο ένα μικρό κιονόκρανο ημικιονίσκου, συμφυές με πωρόλιθο ενσωματωμένο στην κατασκευή, πάνω από το οποίο διακρίνονται τα λείψανα μεγάλου τόξου από λίθους, περιγραφόμενα από λεπτά τούβλα (εικ.2 E).
Οι εργασίες του 1969 έφεραν στο φως και δύο διπλές βάσεις ζεύγους κιόνων πάνω σε ψηλά βάθρα (postamenta), σε επαφή εσωτερικά με τον δυτικό τοίχο και σε αποστάσεις 3.60 και 3.64 μέτρα από τους πλάγιους. Καλύτερα σώζεται το μέλος στα νότια του κεντρικού άξονος του κτηρίου (εικ.2, A, B, πίν.74β). Αυτό είναι λαξευμένο σε ολόσωμο πωρόλιθο και χαρακτηρίζεται από δύο ξεχωριστές βάσεις κιόνων με έντεχνη αλληλοτομία των μερών τους, οι οποίες βαίνουν σε ενιαία πλίνθο και σε ενιαίο κτιστό βάθρο. Κάθε μία βάση έχει ρηχή εγκοπή υποδοχής του κορμού, διαμέτρου 38 εκατοστών. Ακολουθεί βαθιά σκοτία και σπείρα με ιδιότυπη μη κυκλική διατομή και τέλος η πλίνθος, ύψους 17.5 εκατοστών, που ευρύνεται χαμηλά με την παρεμβολή κοίλου κυματίου.



Η σκοτία, με την βαθιά διατομή της, εισδύει στο πάνω μέρος της σπείρας, η οποία με την σειρά της ξεχειλίζει στα πλάγια και μπροστά από την υποκείμενη πλίνθο. Μικροί συμφυείς πρόβολοι δείχνουν να υποστηρίζουν στις θέσεις αυτές την πεπλατυσμένη σπείρα (εικ.2, B).
Σε αντιστοιχία με τις βάσεις και με διαφορά στάθμης 1.18 μέτρα, διακρίνονται στην εσωτερική επιφάνεια του δυτικού τοίχου τα λείψανα ενός συνθέτου μέλους, που το αποτελούσαν ενδιάμεσοι σφόνδυλοι των δύο κορμών, συμφυείς με λίθο ενσωματωμένο στον τοίχο. Οι δύο σφόνδυλοι και στις δύο θέσεις δείχνουν εκ των υστέρων απολαξευμένοι (εικ.2, A, Γ, πίν.75α). Το μέλος είχε γίνει από πωρόλιθο. Δυσερμήνευτη μένει η λοξή βάθυνση των στηριγμάτων στον τοίχο που φθάνει σε εσοχή τα 42 εκατοστά.
Δύο μακρότατοι τοίχοι εκτεινόμενοι από Δυσμών προς Ανατολάς, παράλληλοι και σε απόσταση 5 περίπου μέτρων μεταξύ τους, πλαισιώνουν έναν αυτοτελή χώρο κατά μήκος της νοτίας πλευράς του κτηρίου (εικ.1). Έτσι ο νότιος τοίχος είναι κοινός. Το μεγάλο όμως πάχος του χαμηλά (1.30μ.) περιορίζεται ψηλότερα15, στο μισό (0,65μ.). Ο βόρειος τοίχος είναι κάπως παχύτερος (0.85μ.) και έχει τρία μικρά παράθυρα, μορφής πολεμίστρας, διευρυνόμενα προς τα μέσα. Το ανατολικό όριο του επιμηκυσμένου αυτού χώρου είναι ασαφές γιατί ο τοίχος που το διαμόρφωνε έχει κατεδαφισθεί ως τα θεμέλια. Το δυτικό όριο καθορίζεται από εγκάρσιο τοίχο που σώζεται όμως μόνο ψηλά, υπό μορφήν εγκαρσίου προέχοντος στοιχείου, σε απόσταση 6.31 μέτρων από τον βόρειο τοίχο του κτηρίου.
Αν και κατεστραμμένη από παλιά16, η στέγαση του αυτοτελούς αυτού χώρου γίνεται εύκολα κατανοητή την αποτελούσε μία ενιαία διαμήκης καμάρα την οποία διέκοπτε μία άλλη εγκάρσια, διαμέτρου 3.77 μέτρων, της οποίας η γένεση βρισκόταν ψηλότερα από το μέγιστο του εξωραχίου της πρώτης (πίν.75β). Οι καμάρες ήταν ημικυλινδρικές17.



Τέσσερις ενισχυτικές ζώνες (σφενδόνια) των οποίων σώζονται αρκετά μεγάλα τμήματα, δυνάμωναν την διαμήκη καμάρα. Οι δύο από αυτές ξεκινούσαν από κοιλόκυρτα πώρινα υφαψίδια ενσωματωμένα στους μακρούς πλάγιους τοίχους (πίν.76α). Οι άλλες δύο, που ενίσχυαν την καμάρα στις θέσεις καταπονήσεως από τα βάρη της εγκαρσίας, ξεκινούσαν από ημικίονες με τεκτονικά ακόσμητα κιονόκρανα (πίν.76β). Οι ημικίονες αυτοί ήταν στην πραγματικότητα μαρμάρινοι κίονες διαμέτρου 33-35 εκατοστών, κατά το ήμισυ ενσωματωμένοι στους πλευρικούς τοίχους, που αφαιρέθηκαν μετά την εγκατάλειψη του κτηρίου, αφήνοντας σ' αυτούς τα ημικυκλικά τους εκτυπώματα18. Φαίνεται ότι ο Gell πρόλαβε και είδε έναν από τους τέσσερις αυτούς κίονες πεσμένο κοντά στην παλιά του θέση19.
Τόσο οι πρόβολοι- υφαψίδια όσο και τα τεκτονικά κιονόκρανα των ημικιόνων (σωζόμενα in situ) έχουν αδρή επεξεργασία και κατασκευαστικές ατέλειες που προδίδουν την απουσία καλλιτεχνικών προθέσεων20. Ζεύγη τετραγώνων εγκοπών στις γενέσεις των τεσσάρων σφενδονίων μαρτυρούν την ύπαρξη άλλοτε εδώ ισχυρών, ξυλίνων, οριζοντίων ελκυστήρων.
Στους πλάγιους τοίχους η εγκάρσια καμάρα κλεινόταν με ημικυκλικά τύμπανα τα οποία σώζονται σήμερα σε ικανοποιητική κατάσταση (πίν.77α). Τα διατρυπούν κατά τον άξονα δίλοβα παράθυρα των οποίων τόσο τα τόξα όσο και οι πλευρικές παραστάδες έχουν γίνει από λαξευτά πώρινα μέλη. Και στις δύο περιπτώσεις στενό κατ' εσοχή πλαίσιο (πατούρα) περιγράφει το άνοιγμα και ψηλότερα, αξονικά, είναι ενσωματωμένη πλάκα μαρμάρινη με ανάγλυφο θυρεό. Οι δύο θυρεοί, όμοιοι μεταξύ τους, σώζονται σε μέτρια κατάσταση και δεν φέρουν παραστάσεις. Το πεδίο τους χωρίζεται στα δύο, με απλή διαγώνιο γραμμή (πίν.77β- γ, εικ.5). Τα λείψανα τοιχογραφιών που σημειώθηκαν άλλοτε στο κτήριο21 δεν διακρίνονται πιά.



Οι τοιχοποιίες του εξεταζομένου κτηρίου μπορούν να χωρισθούν σε δύο σαφώς διακρινόμενους τύπους. Στους εξωτερικούς περιμετρικούς παχείς τοίχους με τις αντηρίδες, κατασκευάσθηκαν από σχετικά μεγάλους λίθους, λαξευτούς πωρολίθους και τούβλα (πίν.78α). Το κονίαμα είναι λευκό και εμφανίζεται στο βάθος των αρμών αφήνοντας να διαγράφονται τα περιγράμματα των λίθων. Τα τούβλα πολλές φορές μπαίνουν οριζόντια και σε μερικές περιπτώσεις σχηματίζουν διακοσμητικά σύνολα (πίν.78β). Στις αντηρίδες ολόσωμα λοξότμητα στοιχεία από πωρόλιθο παρεμβάλλονται για να περιορίσουν, όπως είδαμε, τις διαστάσεις τους, σε ψηλότερη στάθμη.
Στον αυτοτελή χώρο κατά μήκος της νοτίας πλευράς οι δύο τοίχοι έχουν διαφορετική την λιθοδομή. Οι πέτρες είναι σχετικά μικρότερες και δεν υπάρχουν μεταξύ τους λαξευτά πουριά ή τούβλα. Το άφθονο γκρίζο κονίαμα αποκρύπτει τα όρια των λίθων και ενοποιεί τις επιφάνειες. Στις προς τα μέσα πλευρές των δύο τοίχων, το κονίαμα επικρατεί περισσότερο και διαπλάθεται με την βοήθεια του μυστριού και με χαρακτηριστικό τρόπο (πίν.78γ).
Η πρώτη διαπίστωση μετά την ολοκλήρωση της περιγραφής είναι ότι το κτήριο της Παληομεθώνης έχει σαφώς δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις. Η εντυπωσιακή διαφορά της τοιχοποιίας δεν μπορεί παρά να συσχετισθεί με την αδικαιολόγητη μείωση του πάχους του νοτίου τοίχου πάνω από κάποια στάθμη, με τις ουσιώδεις διαφορές των αρχιτεκτονικών μορφών (στις όποιες θα επανέλθουμε), καθώς και με την ανόργανη διάταξη των τριών κογχών σε σχέση προς το ψηλότερα σωζόμενο κτήριο.
Καθαρά λοιπόν διακρίνει κανείς τα λείψανα ενός υποκειμένου μεγάλου τρικλίτου και παλαιοτέρου κτίσματος, με βαρείς τους τοίχους και περιμετρικές αντηρίδες, το οποίο σώζεται σε μικρό ύψος, και ενός άλλου υπερκειμένου μονοκλίτου22 με σταυρεπίστεγη την κάλυψη, του οποίου εξ ολοκλήρου λείπουν οι τοίχοι των στενών πλευρών. Και στις δύο φάσεις το κτήριο ήταν προφανώς μία εκκλησία.



Με βάση την νέα σχεδιαστική τεκμηρίωση του μνημείου και τις παραπάνω διαπιστώσεις, οι δύο φάσεις (ή μάλλον οι δύο ναοί που υπήρξαν στην ίδια θέση) μπορούν να μελετηθούν χωριστά. Η προχωρημένη καταστροφή του παλαιοτέρου κτίσματος δεν επιτρέπει παρά μόνο μία γενική πρόταση αναπαραστάσεως και μάλιστα μόνο σε κάτοψη (εικ.3).
Η διάταξη των τριών κλιτών και των διαστημάτων μεταξύ των στηριγμάτων είναι ασφαλής. Το μεγάλο πάχος των τοίχων και ή αντιστήριξη με ογκώδεις αντηρίδες κάνουν σχεδόν βέβαιο23 ότι η στέγαση του ναού γινόταν με κτιστούς θόλους. Η ανυπαρξία ποδαρικών, παραστάδων ή κιόνων σε επαφή με τους πλάγιους τοίχους, εσωτερικά μαρτυρεί ότι οι θόλοι (πιθανότατα σταυροθόλια) των πλαγίων κλιτών είχαν τα τόξα μετώπου στηριζόμενα σε προβόλους, από τους οποίους δεν σώθηκε ούτε ένας.
Η μορφή των ελευθέρων στηριγμάτων παραμένει προβληματική24. Τα ζεύγη κιόνων στον δυτικό τοίχο ζητούν πάντως σε αντιστοιχία, πάλι ζεύγη κιόνων ή πεσσούς με συμφυείς διπλούς ημικίονες ή με διπλούς εν επαφή κίονες. Η εναλλαγή ή και η ποικιλία μορφής στηριγμάτων δεν αποκλείεται. Αβέβαιη είναι επίσης η διάταξη στο τελευταίο προς Ανατολάς μεταξόνιο το οποίο θα μπορούσε να κλείνεται με τοίχο, έτσι ώστε να διαμορφώνεται το ιερό τριμερές. Εν πάση περιπτώσει η εκκλησία δεν είχε εγκάρσιο κλίτος.
Η κεντρική πύλη στην δυτική πλευρά έχει μόνον ένα ασφαλές στοιχείο στην αναπαράστασή της, το μικρό κιονόκρανο του τελευταίου προς τα νότια κιονίσκου της που σώζεται in Situ, σε απόσταση 80 εκατοστών από την αντηρίδα. Αυτό πιστοποιεί ότι εδώ υπήρχε μία διάταξη μνημειακής εισόδου, ενός πυλώνος, που εξωτερικά έφθανε σε πλάτος τα τέσσερα μέτρα. Η μορφή του πυλώνος αυτού στην αναπαράσταση της κατόψεως είναι υποθετική, αλλά και αρκετά πιθανή. Για τα πλάγια παράθυρα του ναού δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο. Στην κάτοψη της εικ.3 σημειώθηκαν τελείως υποθετικά.
Ασφαλής τέλος είναι η θέση και το μέγεθος των τριών κογχών του ιερού, αν και η ύπαρξη τυφλών αψιδωμάτων σ' αυτές εξωτερικά παραμένει μία υπόθεση. Άγνωστο επίσης είναι αν μεταξύ των κογχών πρόβαλλαν εξωτερικά δύο ακόμα αντηρίδες, σε αντιστοιχία προς αυτές της δυτικής πλευράς και προς τις εσωτερικές τοξοστοιχίες που χώριζαν τα κλίτη.
Οι αδυναμίες της αναπαραστάσεως που διατυπώθηκαν στα προηγούμενα, δεν εμποδίζουν μία γενική τεχνοτροπική και χρονολογική κατάταξη του μνημείου. Χωρίς καμία αμφιβολία είμαστε μπροστά σ' ένα κτήριο γοτθικής αρχιτεκτονικής του πρώτου ίσως μισού του 13ου αιώνος. Τα λίγα μορφικά στοιχεία που σώθηκαν αρκούν για να το πιστοποιήσουν.



Ηδη ο Δ. Πάλλας είχε διακρίνει ότι ορισμένες μορφές του ναού ήσαν «εκδήλως επηρεασμέναι εκ των μορφών της γοτθικής αρχιτεκτονικής» αναφερόμενος στις αντηρίδες του25. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να προσθέσει ότι η διάταξη δύο αντηρίδων στις γωνίες (και όχι μιάς κατά την διαγώνιο) μαρτυρεί πρωιμότητα26, καθώς και ότι η απουσία υποτομής στις λοξότμητες ενδιάμεσες ζώνες τους, ακολουθεί το πνεύμα λιτότητας και οικονομίας που χαρακτηρίζει το μνημείο.
Ζεύγη κιόνων δεν είναι συνήθη μόνο σε κλειστές μοναστηριακές αυλές (cloitres, cloisιers) αλλά και σε κιονοστοιχίες κλιτών γοτθικών εκκλησιών27. Στην περίπτωσή μας τα πράγματα είναι κάπως ασαφή δεδομένου ότι δεν έχουμε παρά τα δύο μόνο ζεύγη κιόνων και (όπως ήδη σημειώθηκε) η ποικιλία28 ή η εναλλαγή29 της μορφής των στηριγμάτων είναι πολύ πιθανή.
Περισσότερο χρήσιμες είναι οι πληροφορίες που παρέχουν οι διπλές βάσεις οι όποιες διασώζονται κατά χώραν. Το ξεχείλισμα της σπείρας πάνω από την πλίνθο εμφανίζεται στις αρχές του 13ου αιώνος30 για να αποτελέσει σε συνέχεια τον κανόνα. Η καθιέρωση του μικρού ολοσώμου κιλλίβαντος κάτω από τα διευρυνόμενα τμήματα της σπείρας αρχίζει επίσης τον 13ο αιώνα31 και τα παραδείγματα σε γαλλικά μνημεία της εποχής είναι πολλά32. Δεν έχουμε όμως στο υπό εξέταση μνημείο οκταγωνική την πλίνθο, ούτε καν απότμηση της άνω γωνίας της (biseau), που συνηθίζονται αργότερα33.
Οι τρεις προέχουσες κόγχες του ιερού αποτελούν συνηθέστατη περίπτωση σε ναούς στην Δύση κατά την ίδια περίοδο34 και ο πυλώνας επίσης. Οι τοιχοποιίες από αργούς και ανάμικτους λίθους και με χρήση τούβλων είναι ποιοτικά μέτριες συγκρινόμενες με εκείνες των μητροπόλεων της Ευρώπης της ίδιας εποχής. Αυτό όμως είναι ένα γενικότερο φαινόμενο για τα φραγκικά κτήρια στην Ελλάδα. Στον Ζαρακά έχει γίνει εκτεταμένη χρήση αρχαίου υλικού35, στην Ανδραβίδα επίσης αρχαίων λιθοπλίνθων και τούβλων (ιδίως στους θόλους)36, στην Ίσοβα αργολιθοδομής37, στον ναό του κάστρου της Άμφισσας επίσης38. Στα προκείμενα είναι φανερό ότι δεν έχουμε δείγματα μιάς τοπικής ενότητος του γοτθικού τρόπου αλλά απλότητα και συμμόρφωση σε υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες. Η πειστική αυτή ερμηνεία του Antoine Bon39, επιβεβαιώνεται στο ερείπιο της Παληομεθώνης, όπως άλλωστε και η άποψή του για την χρήση των τούβλων. Δεν αποσκοπούν σε διακοσμητικά αποτελέσματα όπως στις σύγχρονες βυζαντινές εκκλησίες, αλλά σε πρακτικές λύσεις μικροπροβλημάτων της δομής40.
Η ομοιότητα που παρουσιάζει το υπό μελέτη μνημείο με το καθολικό της μονής του Ζαρακά στην Στυμφαλία41 δεν θα πρέπει να μείνει απαρατήρητη. Έχουμε και εκεί μία θολοσκεπή τρίκλιτη βασιλική, χωρίς εγκάρσιο κλίτος, με ανάλογο μέγεθος42, τον ίδιο αριθμό αντηρίδων στις όψεις, ελαφριά διεύρυνση του πρώτου μετά την είσοδο μετακιονίου έναντι των υπολοίπων, αναλογία πλάτους των πλαγίων κλιτών προς εκείνο του κεντρικού 1 προς 2 και ευρύ πυλώνα κοσμούμενο με ημικιονίσκους.



Αβίαστα έτσι προκύπτει η χρονολόγηση του μνημείου στον 13ο αιώνα43, στο πρώτο μισό του οποίου η φραγκική οικοδομική δραστηριότητα στον Μωριά ήταν έντονη44. Η λιτότητα όμως στην κατασκευή, η απουσία εγκαρσίου κλίτους45 και ημικιόνων ή παραστάδων στους τοίχους των πλαγίων κλιτών46 και η φανερή ομοιότητα με την εκκλησία της Στυμφαλίας μπορεί να μας οδηγήσει σε μία ακόμη υπόθεση: Πώς το κτίσμα ανήκε στο πανίσχυρο τότε μοναχικό τάγμα των Κιστερκιανών. Δεν αντιβαίνει στην υπόθεση αυτή το γεγονός της υπάρξεως ημικυκλικών κογχών κι όχι τετραγώνου ιερού βήματος, δεδομένου ότι, όπως επιβεβαιώθηκε από την μελέτη πλήθους παραδειγμάτων47, ο αμιγής τύπος κατόψεως που είχε καθιερώσει ο άγιος Βερνάρδος δεν αποτελούσε τον κανόνα48 και ότι οι κυκλικές εξωτερικά κόγχες ιερού ήταν εξ ίσου συνηθισμένες σε καθολικά μοναστηριών του τάγματος.
Η αναπαράσταση της όψιμης φάσεως του ναού της Παληομεθώνης (εικ.4) παρουσιάζει λιγότερα προβλήματα από τα προηγούμενα, γιατί υπάρχει βεβαιότητα ως προς τα ύψη των θόλων, τις γενικές διαστάσεις του ναού και την μορφή των θόλων και των σφενδονίων που τους ενίσχυαν. Πράγματι, το σχετικό49 υψόμετρο του εσωραχίου της κατά μήκος καμάρας έφθανε τα 4.12 μέτρα και κατά 32 εκατοστά ψηλότερα άρχιζε η γένεση της εγκαρσίας, της οποίας το εσωράχιο έφθανε στην μετρούμενη και σήμερα στάθμη των 6.33 μέτρων του σχετικού υψομέτρου50. Οι στέγες πάνω από τους θόλους ακολουθούσαν πιθανότατα51, την γνωστή σε σταυρεπιστέγους ναούς διάταξη. Κάπως ασαφέστερα είναι τα σχετικά με το δάπεδο του ναού, γιατί χωρίς σκαφική έρευνα δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε αν τα κτιστά υπόβαθρα των κιόνων που οριοθετούσαν τον χώρο της εγκαρσίας καμάρας (με σχετικά υψόμετρα -1.37 και -1.41μ. στον βόρειο τοίχο) ήταν ισοϋψή με αυτό.
Δυστυχώς, η ασάφεια επεκτείνεται στην ανατολική πλευρά του ναού που έχει καταστραφεί μέχρι θεμελίων. Δεν είναι γνωστό αν η μικρή κόγχη της αρχικής φάσεως ξανακτίσθηκε παρά την έκκεντρη διάταξή της, ή εάν στην θέση αυτή υπήρχε ένας απλός εγκάρσιος τοίχος, όπως δείχνει το σχέδιο της εικ.4.
Η θέση της δυτικής πλευράς (που έχει επίσης κατεδαφισθεί) είναι γνωστή52, όχι όμως και η διάταξη των ανοιγμάτων της. Μπορεί κανείς να υποθέσει ένα άνοιγμα κατά τον άξονα κι ένα δεύτερο στο νότιο πέρας, μοναδική εύλογη λύση του προβλήματος που θέτει η συνεχής επιφάνεια του νοτίου τοίχου χαμηλά στην θέση αυτή και στο οποίο την τελική απάντηση θα δώσει μόνον η συστηματική ανασκαφή. Ένα ακόμη άνοιγμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχε στον βόρειο τοίχο κατά τον άξονα της εγκαρσίας καμάρας του ναού. Το κυκλικό περίπου σχήμα του χάσματος της τοιχοποιίας επιτρέπει εδώ την υπόθεση της υπάρξεως μιάς τοξωτής εισόδου, της οποίας οι λαξευτοί ορθοστάτες και θολίτες αφαιρέθηκαν μετά την εγκατάλειψη του μνημείου.
Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ένα τμήμα του παλαιού οικοδομικού υλικού ξαναχρησιμοποιήθηκε κατά την οικοδόμηση, καθώς και ότι τα λείψανα του εξωτερικού τοίχου του γοτθικού ναού, άγνωστο σε ποιό ύψος σωζόμενα, απετέλεσαν έναν οχυρό περίβολο της νέας εκκλησίας. Οι πολεμίστρες μάλιστα που ανοίγονται στον βόρειο τοίχο της, προς την αυλή και όχι προς τα έξω, μαρτυρούν ίσως την πρόθεση οργανώσεως δύο σταδίων αμύνης αρχικά στον περίβολο και τελικά μέσα από τον ίδιο τον ναό.
Οι δύο όμοιοι θυρεοί που εντοιχίσθηκαν στις πιό περίοπτες θέσεις του ναού δεν είχαν σχήμα λυροειδές53 (άγνωστο άλλωστε στην εραλδική) αλλά το γνωστό με τα ονόματα targe, targe à bouche, scudo incavato, targa ή tartsche, το οποίο χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία και από την βαθιά καμπυλόγραμμη εσοχή στην άνω αριστερή του γωνία54. Κάποιες λεπτομέρειες που διασώθηκαν55 δε πιστοποιούν (εικ.5) εδώ τον τύπο της targa που δεν ήταν άλλωστε άγνωστος στην βενετσιάνικη Μεθώνη. Τον ξαναβρίσκουμε στον δυστυχώς αχρονολόγητο πύργο του λιμένος της56, σε θυρεό της οικογενείας Michieli 57.
Ο θυρεός, το πεδίο του οποίου χωρίζεται με διαγώνιο γραμμή από πάνω αριστερά προς τα κάτω δεξιά (tranche) και έχει συνάμα ελεύθερο από παραστάσεις το πάνω τμήμα του, αναγνωρίζεται ότι ανήκει σε μία και μόνη βενετσιάνικη οικογένεια, παρά το ότι έχει χάσει τα χρώματά του. Στην οικογένεια Soranzo 58. Aλλά γι' αυτό θα ξαναγίνει λόγος.
Το εξεταζόμενο μνημείο πήρε με την ανακατασκευή του τον τύπο του μονοκλίτου σταυρεπιστέγου ναού. Οπως παρατηρήθηκε ήδη από τον ανασκαφέα του59, ο τύπος αυτός ανήκει στην εντόπια, την ελλαδική δηλαδή παράδοση εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Η παραλλαγή A.1 σταυρεπιστέγου60 στην οποία εντάσσεται τυπολογικά η εκκλησία, είναι κοινή στην Πελοπόννησο61, περιλαμβάνει τα πιό παλιά παραδείγματα του τύπου62, προσιδιάζει όμως σε μικρά κτήρια. Πιθανότατα εδώ έχουμε το μεγαλύτερο παράδειγμά της. Η ιδιαιτερότητα όμως αυτή επεκτείνεται και σε άλλες λεπτομέρειες του μνημείου, στην διάταξη του ιερού, στα πολεμιστροειδή παράθυρα, στους ημικίονες και τα φουρούσια από τα οποία ξεκινούν οι ενισχυτικές ζώνες του θόλου. Οι ίδιες οι ζώνες, τα σφενδόνια, θα μπορούσαν ίσως να ερμηνευθούν από το σχετικά μεγάλο μέγεθος της εκκλησίας, δεδομένου ότι ενισχύουν τον μεγάλου ανοίγματος θόλο στις θέσεις της μεγίστης καταπονήσεώς του, εκεί δηλαδή που μεταφέρεται το βάρος της εγκαρσίας καμάρας. Ανάλογα παραδείγματα ενισχύσεως δεν λείπουν σε σταυρεπιστέγους παραλλαγής Α1, άλλοτε με κιονοστήρικτες διατάξεις63 και άλλοτε με σφενδόνια64, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για μία ακόμη παραλλαγή των μονοκλίτων σταυρεπιστέγων εκκλησιών65.



Σε αντίθεση προς τα τυπολογικά δεδομένα, οι κατασκευαστικοί τρόποι και οι αρχιτεκτονικές μορφές διαφέρουν λοιπόν από τις συνηθισμένες στην Πελοπόννησο. Και ναι μεν τα δίλοβα παράθυρα των κεραιών έχουν βυζαντινή την γενική διάταξη, είναι όμως συνηθέστατα στην Βενετία ακόμα και μετά την εισαγωγή εκεί της Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Ο τρόπος κατασκευής τους δεν είναι βυζαντινός66. Οι ημικίονες στο εσωτερικό και κυρίως τα πώρινα κοιλόκυρτα φουρούσια μαρτυρούν απομάκρυνση από τις εντόπιες συνήθειες. Ορθά λοιπόν ο ανασκαφέας του μνημείου διεπίστωσε γι' αυτό «κλασσικίζουσα παιδεία η οποία ενθυμίζει το πνεύμα της Ιταλικής Αναγεννήσεως»67
Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη φάση του λεγομένου Αγιολέου, αν και ακολουθούσε έναν τύπο πολύ γνωστό στην ναοδομία των Ελλήνων, από πλευράς μορφολογικής διαφοροποιόταν ουσιαστικά από αυτήν. Όπως μαρτυρούν και οι θυρεοί στις κεραίες του, ήταν ένα κτίσμα των Βενετσιάνων. Η απουσία γοτθικών χαρακτηριστικών την τοποθετεί στον προχωρημένο 15ο αιώνα αν και τίποτα δεν προδίδει την αποδοχή των νέων, επηρεασμένων από την αρχαιότητα, αρχιτεκτονικών μορφών που έκαναν τότε την εμφάνισή τους στην Βενετία68. Στον 15ο αιώνα οδηγεί και το σχήμα του Scudo incavato των θυρεών, τυπικό της εποχής69. Η πλήρης ανασφάλεια εκτός των τειχών της Μεθώνης στο διάστημα 1400- 1450 70, καθώς και η ολοκληρωτική καταστροφή του βενετσιάνικου στοιχείου μετά το 1500, κάνουν πάντως πιθανότερη την ανοικοδόμηση της εκκλησίας στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνος,
Την σημασία των περιηγητικών κειμένων για την έρευνα της ιστορίας και των μνημείων της Μεθώνης την έχουν από παλιά τονίσει διάφοροι ερευνητές71. Στα ταξίδια των Ευρωπαίων προσκυνητών προς τους Αγίους Τόπους, η Μεθώνη αποτελούσε καθιερωμένο σταθμό κατά τους τρεις αιώνες που ανήκε στην Βενετία, δεδομένου ότι η διακίνηση των δυτικών επιβατών- προσκυνητών προς την Παλαιστίνη γινόταν σχεδόν πάντοτε με βενετσιάνικα πλοία.
Όπως είναι φυσικό, τα άγια λείψανα ενδιέφεραν ζωηρά τους προσκυνητές που πρωτογνώριζαν εδώ την Ανατολή και τα θαύματά της. Έτσι, τα θαυματουργά λείψανα του αγίου Λέοντος του νέου, ενός τοπικού αγίου της Μεθώνης, αναφέρονται στα φτωχά κατά τα άλλα ταξιδιωτικά κείμενα αρκετές φορές, πράγμα το οποίο οδήγησε τους νέους ερευνητές72 σε συσχετισμούς με την ερειπωμένη εκκλησία που φέρεται με το όνομά του. Μία προσεκτική ανάγνωση όμως των κειμένων αυτών αρκεί να δείξει ότι ποτέ δεν συνδέουν τα λείψανα του αγίου με την εξεταζόμενη εκκλησία, αλλά με άλλα μνημεία.
Τα ζητήματα τα σχετικά με την λατρεία του αγίου Λέοντος και τις πληροφορίες των προσκυνητών διευκρινίσθηκαν κατά μέγα μέρος με την δημοσίευση το 1971 της μελέτης της Enrica Follieri 73 που έχει ως θέμα τους δύο τοπικούς αγίους της Μεθώνης (τον επίσκοπο Αθανάσιο και τον άγιο Λέοντα τον νέο ή θαυματουργό), καθώς και τα ιστορικά της λατρείας τους. Η μελέτη στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε κείμενα και μάλιστα ανεκμετάλλευτα επιστημονικώς ως τώρα74, και αναζητεί τις βυζαντινές αφετηρίες της λατρείας του αγίου Λέοντος στην Μεθώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι η E. Follieri αγνόησε πλήρως την εκκλησία μας, καθώς και τις ερμηνείες του ανασκαφέως της.
Αλλά ας εξετάσουμε τα περιηγητικά κείμενα ένα προς ένα, παραλείποντας αυτά στα οποία δεν γίνεται λόγος γιά τον άγιο75.
Ο Simone Sigoli στα 1384 γράφει ότι είδε το θαυματουργό λείψανο σε μία εκκλησία στην παραλία, έξω από την Μεθώνη76. Ο Lionaldo Frescobaldi που τον συνόδευε, αναφέρει ότι η εκκλησία που στέγαζε το λείψανο ήταν πάλι στην ακτή αλλά της νήσου Σαπιέντζα77, κάτι που ασφαλώς είναι λανθασμένο. Ο επόμενος περιηγητής στα 1418, ο Nombar II, αφέντης του Caumont, είναι πολύ πιό κατατοπιστικός78: Το άγιο λείψανο, λέγει, ήταν σε μία εκκλησία ένα και μισό μίλι από την Μεθώνη, κτισμένη πριν από 80 χρόνια, στην θέση της ανευρέσεώς του στην ακτή και του τάφου του. Ο Nombar δίνει κι άλλες πολύτιμες πληροφορίες79 και προσθέτει ότι σε περιόδους πολέμου το λείψανο μεταφερόταν για λόγους ασφαλείας μέσα στην οχυρωμένη πόλη.
Δύο γενιές αργότερα80, στα 1479, ο Sebald Rieter ο νεώτερος προσκυνά το λείψανο μαζί με την κάρα του αγίου Αθανασίου στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου μέσα στο κάστρο της Μεθώνης81. Τον επόμενο χρόνο ο ανώνυμος του Voyage de la Saincιe Cute de Hierusalem 82 είδε το λείψανο μέσα στην μεγάλη εκκλησία της πόλεως, δηλαδή στον καθεδρικό της ναό. Ο Δομινικανός καλόγερος Felix Fabri το 1483, σαφώς δηλώνει83 ότι το σώμα του αγίου Λέοντος ήταν στον καθεδρικό ναό που ετιμάτο εις μνήμην του αγίου Ιωάννου. Μετά τον περίφημο για τις ξυλογραφίες του Bernhard von Breydenbach 84 πάλι το 1483 και τον ανώνυμο, την ίδια χρονιά, συγγραφέα του Viazo da Veneziα αl Sαncto Jerusalem 85, (που και οι δύο σημειώνουν την ύπαρξη του λειψάνου στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου) έπεται ο Pietro Casola (1494), ο οποίος περιγράφει το θαυματουργό λείψανο και αναφέρει τον παλιό του τάφο στην ακροθαλασσιά και την τωρινή φύλαξή του υπό κακές συνθήκες σ' ένα ξύλινο κιβώτιο, πάλι στην καθεδρική εκκλησία της Μεθώνης86.
Ο Arnold von Harff, στα 1497, αναφέρει87 (και μόνον αυτός) ναό του Αγίου Λέοντος, τον οποίο χαρακτηρίζει ως μητρική, κύρια εκκλησία88 και στην οποία υπάρχει το λείψανό του μαζί μ' εκείνο του αγίου Αναστασίου. Είναι βέβαιο πώς ο περιηγητής αναφέρεται σε εκκλησία εντός του κάστρου. Και αυτή δεν μπορεί να είναι παρά η γνωστή καθεδρική, δεδομένου ότι από τον περιηγητή αφ' ενός χαρακτηρίζεται ως κύρια εκκλησία και αφ' ετέρου βεβαιώνεται ότι στέγαζε και τα λείψανα του άλλου αγίου89, πράγμα που, όπως είναι γνωστό, συνέβαινε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου. Ο Α. von Harff δεν ήταν πάντοτε φίλος της αλήθειας90 κι αυτό εξηγεί την άστοχη απόδοση στον άγιο Λέοντα του ναού στον οποίο απλώς στεγαζόταν το λείψανό του.
Από τα περιηγητικά λοιπόν κείμενα προκύπτει ότι το λείψανο του αγίου Λέοντος του θαυματουργού βρισκόταν αρχικά σε μία εκκλησία κτισμένη δίπλα στην θάλασσα, στην θέση του τάφου του και κάποτε, μεταξύ του 1418 και του 1479, μεταφέρθηκε για λόγους ασφαλείας91 στην κεντρική εκκλησία της Μεθώνης, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Η έρευνα της E. Follieri 92 φώτισε τα θέματα αυτά περισσότερο, διευκρινίζοντας ότι ο τάφος και η αρχική εκκλησία ήταν στην θέση «Ρώσσον χώμα», εκτός της Μεθώνης και δίπλα στην θάλασσα, καθώς και ότι η ανεύρεση του θαυματουργού λειψάνου και η καθιέρωση της λατρείας του ανάγονται στον 12ο αιώνα και οφείλονται στον γνωστό λόγιο επίσκοπο Μεθώνης Νικόλαο93. Όσο για την κεντρική εκκλησία της πόλεως, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, αρκεί να σημειωθεί ότι ήταν μία μεγάλη τρίκλιτη βασιλική94 με γοτθικά μορφικά χαρακτηριστικά95, της οποίας ελάχιστα τμήματα σώζονται ακόμα96. Η μεγάλη ιστορική της σημασία97 δεν εμπόδισε την κατεδάφισή της λίγο μετά την Επανάσταση98.
Όλα αυτά μας απεμάκρυναν κάπως από την εκκλησία της Παληομεθώνης. Έκαναν όμως βέβαιο ότι αυτή δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον άγιο Λέο και την λατρεία του. Η φήμη του θαυματουργού λειψάνου99 που όπως φαίνεται επέζησε της φοβερής καταστροφής του 1500 100 και της απωλείας του101, έγινε αιτία να συνδεθεί στα νεώτερα χρόνια (ίσως με αυτουργό κάποιον τοπικό λόγιο) το όνομα του αγίου με το επιβλητικό ερείπιο. Είναι άλλωστε γνωστές κι άλλες περιπτώσεις μετονομασίας μνημείων, μετά από μακρά περίοδο σιωπής, μετά την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.102
Το πλήθος των γραπτών πληροφοριών για την Μεθώνη και την περιοχή της δημιουργούν θετικές προϋποθέσεις γιά την μελέτη και την ερμηνεία των μνημείων της. Παρά το γεγονός ότι ο τόπος τρεις φορές υπέστη γενική καταστροφή103, σώζονται ακόμη εδώ κτήρια ή λείψανά τους, που μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο ενδιαφέρον, τουλάχιστον ιστορικό.
Από όσα προηγήθηκαν, έγινε βέβαιο ότι οι δύο φάσεις του ερειπίου της Παληομεθώνης έχουν πλήρη αυτοτέλεια και απέχουν χρονικά μεταξύ τους. Στην πρώτη του φάση ο ναός ήταν ένα τυπικά φραγκικό κτήριο, με χαρακτηριστικά του γαλλικού γοτθικού στύλ, του πρώτου μισού του 13ου αιώνος, λιτό αλλά και μεγαλοπρεπές, καθολικό ίσως κιστερκιανής μονής. Η συστηματική λεηλασία των υλικών του είναι μία ένδειξη πώς δεν έζησε πολύ.
Δύο γραπτά τεκμήρια της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας λύνουν πιθανότατα το πρόβλημα της ταυτίσεως του μνημείου. Πρόκειται για δύο παπικές επιστολές104 του Κλήμεντος του 4ου, του 1267, και του Γρηγορίου του 10ου, του 1271, που αναφέρονται σε μία ομάδα καλογραιών του Κιστερκιανού τάγματος, που ήλθαν το 1267 στο Μπρίντιζι ζητώντας προστασία105. Το μοναστήρι τους, η Santa Maria De Verge, που ήταν στην Μεθώνη, καταστράφηκε τελείως από τους Έλληνες οι όποιοι βιαίως τις έδιωξαν από εκεί «... per Graecorum potentiam ac violentiam abjectis, monasterioque ipso destructo per eosdem Graecos totaliter...»106. Ηγουμένη ήταν κάποια Δεμέτα Παλαιολογίνα, άγνωστη από άλλες πηγές, η οποία χαρακτηρίζεται ως «αυτοκρατορικού αίματος»107. Μετά τον θάνατό της το 1271 την διαδέχθηκε ως ηγουμένη κάποια Ισαβέλλα. Η μοναστηριακή κοινότητα αποκαταστάθηκε έκτοτε στην περιοχή του Conversano στην Ιταλία108.
Είναι γνωστές οι συνθήκες κάτω από τις όποιες γράφτηκε η μικρή αυτή ιστορία στην Πελοπόννησο: Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Έλληνες, την εδώ εκστρατεία του σεβαστοκράτορος109 και την παράδοση στους βυζαντινούς το 1262 της Μονεμβασίας, του Μυστρά και της Μαΐνης, οι Έλληνες έγιναν στην Πελοπόννησο επιθετικοί110. Τα δυτικά μοναστήρια που ήσαν εκτός των πόλεων λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Η μονή της Ίσοβας που ανήκε στους Βενεδικτίνους111 πυρπολήθηκε το 1264 112 και η κιστερκιανή μονή της Στυμφαλίας, του Ζαρακά, ίσως λίγο αργότερα113. Το 1267 αναφέρεται ότι από τα δυτικού δόγματος μοναστήρια της Ελλάδος είχε επιβιώσει μόνον αυτό του Δαφνίου114.
Το κιστερκιανό λοιπόν μοναστήρι της Παναγίας De Verge ήταν στην Μεθώνη, αλλά εκτός του κάστρου και του προαστίου, όπου βεβαίως δεν υπήρχε περίπτωση επιθέσεως και καταστροφής. Ο χαρακτηρισμός του ως νiridiario της Θεοτόκου115 ταιριάζει με το γόνιμο και αρδευόμενο έδαφος της Παληομεθώνης, ενώ η μαρτυρούμενη από την κατάσταση του κτηρίου καταστροφή μπορεί να αναγνωρισθεί ότι είναι η αναφερόμενη από τις πηγές116. Τα αρχαιολογικά δεδομένα και η στυλιστική υπόσταση της πρώτης φάσεως του μνημείου (όπως συμπερασματικά σημειώθηκε πιό πάνω) ελάχιστα περιθώρια αφήνουν για αμφισβήτηση της ταυτίσεώς του με το μαρτυρούμενο από τα έγγραφα φραγκικό μοναστήρι117.
Ας σημειωθεί ακόμα ότι ήδη από το 1211 οι Κιστερκιανοί του Hautecombe είχαν κληθεί επισήμως στον Μωριά από τον λατίνο αρχιεπίσκοπο των Πατρών118 και ότι εδώ υπήρχαν άλλες δύο γυναικείες μονές του τάγματος, ερείπια των οποίων δεν έχουν βρεθεί ή δεν έχουν αναγνωρισθεί: του De Niceνal στην περιοχή Κορινθίας119 και του De Pyrn δικαιοδοσίας του λατίνου επισκόπου της Μονεμβασίας120.
Στην δεύτερη φάση του ο ναός ήταν ένα σταυρεπίστεγο κτήριο, τυπολογικά γνησίως ελληνικό αλλά με κάπως ξένα από την παράδοση μορφικά χαρακτηριστικά, κατά πάσα πιθανότητα βενετσιάνικο,
Η Christine Hodgetts, με την διατριβή της που παρουσιάσθηκε προ δεκαετίας121, πλούτισε κατά πολύ τις γνώσεις μας για τις δύο βενετσιάνικες πόλεις της Μεσσηνίας122 με πληροφορίες προερχόμενες κυρίως από νοταριακά έγγραφα. Εκεί γίνεται λόγος γιά τον ναό της Παναγίας Santa Maria Velverde εκτός της πόλεως της Μεθώνης, η οποία από τα έγραφα περιγράφεται ως de extra, a la splatza και Velverde.123 H Chr. Hodgetts, προσπαθώντας να ερμηνεύσει το όνομα Velνerde, σημειώνει ότι μπορεί να σημαίνει απλώς ότι ή εκκλησία ήταν κτισμένη σε έναν πράσινο αγρό124 ή ότι είχε κάποια σχέση προς την γνωστή ομώνυμη αδελφότητα αλληλοβοηθείας της Βενετίας125. Η πρώτη μνεία της Παναγίας Velverde ανάγεται στα 1347, όταν ο Marino Soranzo άφησε 300 υπέρπυρα και εισοδήματα από κάποια περιουσία στην πόλη, υπέρ του ναού126, γιά το κτίσιμο, για την αγορά εξοπλισμού φιλοξενίας «... per le pονeri che desmontasse la...» και για ανακούφιση των πτωχών.
Η ταύτιση του ναού της Παληομεθώνης με τον αναφερόμενο από τα νοταριακά αυτά έγγραφα ναό προτείνεται λοιπόν ως πολύ πιθανή127, όχι όμως και απολύτως βεβαία.
Υπέρ της ταυτίσεως προσγράφονται: 
α. Το όνομα του ναού, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί παραφθορά ή προσαρμογή σε νέα μορφή εκείνου που είχε δύο αιώνες νωρίτερα Θεοτόκος De Verge, Θεοτόκος Velverde. Η γνωστή εκκλησία της Βενετίας ίσως έχει κάποια σχέση με την προσαρμογή σε νέα μορφή, ενός ονόματος σχεδόν ξεχασμένου,
β. Το όνομα πάλι, αν τούτο προήλθε από τον χαρακτηρισμό του περιβάλλοντος ως χλοερού τόπου, θα μπορούσε να συσχετισθεί με την πραγματικότητα128, αλλά και με τον προ δύο αιώνων ορισμό της κιστερκιανής μονής ως νiridiarium.
γ. Η πληροφορία ότι τον 15ο αιώνα κατά την εορτή της γεννήσεως της Θεοτόκου, τον Σεπτέμβριο, γινόταν στον χώρο της εκκλησίας τριήμερο τοπικό παζάρι129. Το ισχυρό προαύλιο του ναού ασφαλώς θα διευκόλυνε αυτή την λειτουργία, δεδομένου ότι προσέφερε προστασία στους πανηγυριστές, σε εποχή ανασφαλείας130 στην περιοχή.
δ. Μία διαθήκη του 1347 μαρτυρεί ότι τουλάχιστον ένα μέλος της βενετσιάνικης οικογενείας Soranzο ήταν ευεργέτης της Παναγίας Velverde.131 Το εξεταζόμενο μνημείο, όπως σημειώθηκε, συνδέεται αναμφιβόλως με την ίδια οικογένεια, όπως φαίνεται από τα οικόσημα που το στολίζουν.
Κατά της ταυτίσεως μπορούν να σημειωθούν τα εξής: 
α. Σε ένα από τα έγγραφα, η εκκλησία της Παναγίας χαρακτηρίζεται a la Splatza, δηλαδή στην παραλία132. Η δυσκολία εμφανίζεται αν δεν πρόκειται για λάθος ή για κάποια άλλη εκκλησία της Θεοτόκου που ήταν πράγματι δίπλα στην θάλασσα.
β. Χρονολογικά. Ο τύπος των θυρεών της εκκλησίας συνηθίζεται αρκετά αργότερα133 από τα μέσα του 14ου αιώνος που έγινε η δωρεά του Marino Soranzο. Καθυστέρηση των οικοδομικών εργασιών που όριζε η διαθήκη του κατά 50 και πλέον χρόνια, δεν φαίνεται πιθανή.
γ. Δεν διακρίνει κανείς, τουλάχιστον σήμερα, στην Παληομεθώνη ουδέ ίχνος κτηριακών εγκαταστάσεων περιθάλψεως των πτωχών, οι οποίες εξυπακούεται ότι υπήρχαν από το κείμενο της διαθήκης του 1347.
Τα θετικά στοιχεία τής ταυτίσεως με την Παναγία Velνerde φαίνεται να είναι αρκετά ισχυρότερα από τα αρνητικά. Αλλά η τελευταία λέξη γιά την δεύτερη φάση της εκκλησίας της Παληομεθώνης δεν θα λεχθεί παρά μόνο μετά από συστηματική έρευνα στα αρχεία της Βενετίας και μεθοδική ανασκαφή του μνημείου.

Χαράλαμπος Μπούρας
"Επανεξέταση του λεγόμενου Αγιολέου κοντά στην Μεθώνη"


1. Μπορεί έτσι κανείς να διακρίνει τον Αγιολέο από την οδό Μεθώνης - Πύλου, στα άνατολικά της. 2. Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις, Μεσσηνιακά (εκδ. ΝΙΚ. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, Αθήναι 1979) 162, 163, Μ.Ν. VALMIN, Eudes topographiques sur la Messénie ancienne (Lund 1930) 153 κ.ε.
3. W. GELL, A Narrative of a Journey in the Morea (London 1823) 49. 
4. F. ALDENHOVEN, Itinéraire descriptif de l'Attique et du Péloponnèse (Athènes 1841) 164. 
5. Μ.Ν.. VALMIN, ό.π. 153. Νομίσθηκε τότε ότι το «Αγιολέος» αποτελεί παραφθορά του άγιος Ηλίας και ότι ή εκκλησία είναι βυζαντινή.
6. T. ΔΕΜΟΔΟΣ, Αρθρο με τίτλο Αγιολέoς στον Α τόμο της Μεγάλης Πελοποννησιακής Εγκυκλοπαιδείας (1958), Ο ναός εδώ χαρακτηρίζεται ώς βυζαντινός και άστοχα ταυτίζεται με τον Αγιο Βασίλειο της Μεθώνης, του οποίου δύο σχέδια δημοσιεύθηκαν στον πρώτο τόμο της Εxρedition Scientifique de Moree, πίν.10 και 11.
7. Βλ. Δ. ΠΑΛΛΑ, «Ο Αγιολέος», ΑΔ17 (1961-62) Β, Χρον., 104- 105, καθώς και Γ. Παπαθανασίου, «Αρχαιότητες Μεσσηνίας, Β, Μεθώνη», ΑΔ18 (1963) Β, Χρον., 94.
8. Δ. ΠΑΛΛΑΣ, «Περιοχή αρχαίας Μεθώνης, Αγιος Λέων», ΠΑΕ 1969, 87-94, πίν,104- 114. Βλ. επίσης Eργον 1969, 93-97 και J.P. MICHAUD, «Chronique des fouilles en 1968-69», BCH 94 (1970) 996, 1000.
9. Bλ. Eργον 1969, 97, 44 17 (1961- 62) B, 105 και BCH 94 (1970) 996.
10. Еργον 1969, 97.
11. Tων E. Follieri και Chr. Hodgetts για τις οποίες βλ. στα επόμενα.
12. Ευχαριστίες οφείλονται στον έφορο αρχαιοτήτων Γεώργιο Παπαθανασόπουλο, στους συναδέλφους Χρύσα Μαλτέζου και Peter Topping για χρήσιμες πληροφορίες και στους αρχιτέκτονες Σταύρο Μαμαλουκο και Πέτρο Κουφόπουλο για πολύτιμη βοήθεια κατά την αποτύπωση και την φωτογράφηση της εκκλησίας.
13. Τα σχέδια (εικ.6, 7 και 8 στα ΠΑΕ 1969, 86, 88 και 90) εξεπονήθησαν από τον κ. Ευάγγελο Ολύμπιο, σχεδιαστή της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Βλ. ΠΑΕ 1969, 78 και σημ.
14. Βλ. τις προηγούμενες σημειώσεις 7- 10.
15. Στην κατά πλάτος τομή (ΠΑΕ 1969,88, εικ.7) ή μείωση αυτή του πάχους του τοίχου είναι σαφής.
16. Ηταν, κατά την μαρτυρία του Gell, ερειπωμένη ήδη πρό της επαναστάσεως.
17. Σήμερα σώζονται περιορισμένα σε έκταση λείψανα τών καμαρών, Βλ. και ΠΑΕ 1969, πίν.106β. 18. ΠAE 1969, 89, πιν.107B.
19. W. GELL, ό.π., 49. Ο κορμός του κίονος ήταν από λευκό μάρμαρο.
20. ΠAE 1969, πιν.107, 108.
21, Τ. ΔΕΜΟΔΟΣ, και ΠΑΕ 1969, 93
22. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο William Gell, σε ανύποπτο χρόνο είχε αντιληφθεί το πράγμα: "A little ruined Church... possibly on the site of a temple...".
23. Το μεγάλο πάχος των τοίχων είναι ίσως ενδεικτικό του μεγάλου ύψους του κτηρίου. Μπορεί όμως να μαρτυρεί και την δυσπιστία των μαστόρων στην μάλλον ευτελή τοιχοποιία του ναού. Δεν είναι πάντως άγνωστες και ξυλόστεγες εκκλησίες με αντηρίδες εξωτερικά, όπως ήταν ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην γειτονική Μεθώνη (βλ. παρακάτω).
24. Το πρόβλημα πιθανότατα θα λυθεί όταν γίνει συστηματική ανασκαφή του ναού.
25. AΔ17 (1961-62) Xpov, 104, ΠΑE 1969, 87.
26. A. BON, La Morée franque, Texte (Paris 1969) 576, C. ENLART, Manuel d'archéologie française I. 1(Paris 1920) 520 και A. CHOISY, Histoire de l'architecture II (Paris 1943) 234.
27. C. ENLART, 601, σημ.7.
28. Όπως στον Άγιο Στέφανο της Sens. B2. Bul. Mon. 137 (1978) 17, εικ.4.
29. Οπως στην μητρόπολη της Λωζάννης. Βλ. Bul. Mon. 135 (1977) 21 και 30.
30. E. VIOLLET- LE- DUC, Dictionnaire raisonné de l'architecture française II (1867) 147. Το στοιχείο πρωτοεμφανίζεται στην μητρόπολη της Laon, 148, σημ.1, εικ.37.
31. O.π. 147, 148, εικ.32. 
32. Οπως λ.χ. στον περίφημο κίονα τών Αγγέλων στην μητρόπολη του Στρασβούργου (βλ. Bul. Mon. 129, 1971, 16). Bλ. επίσης A. CHOISY, οπ, 363-365 και C., ENLART, οπ.604, εικ.313 (Saint Nazaire στην Carcassonne).
33. E. WIOLLET- LE- DUC, ο.π.148. 
34. Μία κάτοψη απολύτως ανάλογη με της εκκλησίας της Παληομεθώνης είναι αυτή του Αγίου Τάφου στην Barletta. Bλ. C. ENLART, Origines françaises "de l'architecture gothique en Italie (Paris 1894) 165, εικ.59.
35. A.K. OΡΛΑΝΔΟΣ, «Η φραγκική εκκλησία της Στυμφαλίας», Μέlanges offerts, α Ocτανε et Melpo Merlier (Αθήνα 1955) 13, πιν.VB.
36. A. BON, ο.π, 549-553, πιv.14-20. 
37. Ο.π., 538, πίν. 59-64 και Ν. Μουτσόπουλος, «Η Παναγία και ο Αγιος Νικόλαος της Ισοβας», Tεχν. Xpov. 33(1956) 99 και R. TRAQUAIR, «The Monastery of our Lady of Isovay), JRIBA 1923 (30) 33-41. 
38. Ν. Μουτσόπουλος,«Φραγκικές εκκλησίες στην Ελλάδα», Τεχν.Χρον.37 (1960)31, εικ.44, 45.
39. О.π. 553, 574, 576.
40. Μερικά ορθά και πλάγια τούβλα στον δυτικό τοίχο του μνημείου σχηματίζουν ένα είδος ζωφόρου, χωρίς όμως ουσιαστική σημασία. Βλ. πίν, 78β.
41. A.K. Oρλάνδος, ο.π.1-18.
42. Εξωτερικά 17,70Χ 35,10μ. (χωρίς τις αντηρίδες) έναντι 18.70Χ 29.20μ. του ναού της Παληομεθώvης.
43. Σύμφωνα με όσα προηγούνται. Ας σημειωθεί ότι στον ίδιο αιώνα τοποθέτησε το μνημείο, χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, ο Γ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, Α.Δ.18 (1963) Χρον, 94.
44. A.K. Oρλάνδος, ο.π.17.
45. Ο.π.
46. P. FRANKL, Gothic Architecture (Harmondsworth 1962) 64.
47. Bλ. M. AUBERT, L'architecture cistercienne en France I (Paris 1947) 205-207 και 227, σημ.I, P. FRANKL, 6,7. 64 και DIMIER, M. ANSELME, Recueil des plans des églises cisterciennes (Paris 1949) σε δύο τόμους.
48. B. DIMIER, M. ANSELME, L'art cistercien (Paris 1962) 67 και παραδείγματα στις σελ. 42, 70, 88, 156, 190, 264, J, OWENS SCHAEFER, The earliest Churches of the Cistercian Order), etc. Studies in Cistercian Art and Architecture I (Kalamazoo Mich, 1982) 1-12, Γιά την λιτότητα τών κιστερκιανών κτισμάτων βλ. J. RASPI SERRA, Problems of non-decoration in the Architecture of Cistercian Buildings), στον ίδιο τόμο, 45-48.
49. Η στάθμη 000μ., της οποίας η επιλογή έγινε τυχαία κατά την επί τόπου τεκμηρίωση, φαίνεται στα σχέδια τομής της παρούσης μελέτης (εικ.1 και 4).
50. Αν στο υψόμετρο του άνω μέρους των υφαψιδίων 1.64μ. προστεθεί ή ακτίνα του θόλου 4.962μ. προκύπτει η στάθμη του κάτω εσωραχίου. Η προσθήκη 32 εκατοστών του πάχους της καμάρας και 3.78:2 μ. (της ακτίνος δηλαδή χαράξεως του εγκαρσίου θόλου) μάς δίνει πράγματι τελική στάθμη 6.33μ.
51. Δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει και άλλες μορφές στεγάσεως λαμβανομένης υπ' όψη της προνοίας γιά άμυνα που όπως φαίνεται επεδίωξαν κατά τό κτίσιμο (δώμα;).
52. Βλ. παραπάνω σελ. 306.
53. Όπως υπέθεσε ο Δ. Πάλλας, βλ. ΠAE 1969, 93, εικ.9 και 10.
54. Wappensibel. Handbuch der Heraldik (Neustadt an der Aisch 1970) 54.
55. Η κατακόρυφη καμπυλούμενη προς τα έξω δεξιά γραμμή του περιγράμματος του θυρεού της βορείας κεραίας και η διαφορετική καμπύλωση των άνω γωνιών του θυρεού της νοτίας κεραίας.
56. K. ANDREWS, Castles of the Morea (Princeton 1953) 73 (Posto alla Porta Stoppa) χωρίς φωτ. του ίδιου του θυρεού.
57. Εδώ η ασπίδα συνοδεύεται από κράνος και εγγράφεται σε πολύλοβο πλαίσιο.
58. PIETRO ROSSETTIVENEZIANO, Le Arme, overo insegne di tutti li nobili della magnifica e illustrissima Città di Venetia c'hora vittorno (Wenetia MDLXCI). P. COSMOGRAFO CORONELLI, Arme, blasori o insegre gentilitate della famiglie patritae esisteni nella Serinissima Rebublica di Venetia (1694) εικ.98. Τα χρώματα του οικοσήμου Soranzο ήταν το χρυσό και το βαθύ γαλάζιο.
59. ΠAE 1969, 94.
60. A.K. Oρλάνδος, "Oι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος", ABME A'(1935) 41 κατηγ. A', 42-44.
61. Όπως σε ναούς του Σοφικού, Λεονταρίου, Γερακίου, Μυστρά, Τρύπης, Αγινoρίου κλπ. Βλ. A.K. Oρλάνδου.
62. Βλ. Χ. ΜΠΟΥΡΑ, «Ο Αγιος Γεώργιος της Ανδρούσης», Χαριστήριον εις A.K. Oρλάνδον Β' (Αθήναι 1966) 270- 285, Γ. Σωτηρίου «H Αγία Τριάς Κρανιδίου», EEBΣ 3 (1926) 192-205, S. KALOPISSI- VERTI, Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis (München 1975) 21-23 και NT. MΟYPIKH, O τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι Μεγαρίδος (Αθήναι 1978) 8.
63. A.K. Oρλάνδου, "Σταυρεπίστεγοι ναοί Βάθειας Έβοιας", ABME Z (1951)122 εικ.10, 127 εικ.15.
64. Х. Мπούρας, "Ρεκίτσα" Πελοποννησιακά Е (1962) 285, 287-288, εικ.1, 2.
65. Х. Мπούρας, ό.π. 287 και Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Β (Αθήνα 1975) 237. 
66. Τα τοξύλια έχουν λαξευθεί σε λίθινα μέλη που λειτουργούν στατικά ως δοκοί. Οι μεταξύ τους αρμοί συμπίπτουν με τους άξονες των τοξυλίων.
67. ΠAE 1969, 94.
68. L.H. HEYDENREICH, W. Lotz, Architecture in Italy 1400- 1600 (Harmondsworth 1974) 83-95. 
69. Encicl. Italiana XXXIII, 267, Wappensibel. Handbuch der Heraldik, ο.π.54. Παραδείγματα βλ. εις ED. ARSLAN, Gothic Architecture in Italy (London 1972) εικ.246 (Pal. Condarini-Fasan περί το 1450), εικ.255 (Pal. Bembo περί το 1460), εικ.265 (Pal. Pisani περί το 1460) (όλα στην Βενετία), G. GEROLA, Monumenti veneti dell'isola di Creta IV (Venezia 1932) 236 αρ.247 (Καστελλίου Κισσάμου), 257 αρ.356-357 (Αγίου Ιωάννου Τυλίσσου).
70. D. ZAKYTHINOS, Le Despotat grec de Morée I (Paris 1932) f99, 212, 243 κ.ε. 
71. ST. B. LUCE, (Modon, A Venetian Station in Mediaeval Greece), Classical and Mediaeval Studies in Honor of Erward Kennard Rand (N. York 1938) 195-208, ιδίως 198. G. Soulis, «Notes on Venetian Modon), Πελοποννησιακά Γ- Δ (1958-59) 268 κ.ε. A. Mομφεράτος, "H Μεθώνη και η Κορώνη επί Βενετοκρατίας (Αθήναι 1914). T. ΔΕΜΟΔΟΣ, Ταξείδι στην Μεθώνη του Γάλλου C.D., MCCMXXVI (Αθήνα 1947).
72. Τ. ΔEMΟΔΟΣ, Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια Α', 140 - 141, Δ. ΠΑΛΛΑΣ, ΑΔ 17 (1961-62) Xpov, 104 - 105.
73. «Santi di Metone, Atanasio vescovo, Leone taumaturgo», Byzantiori 41 (1971) 378-451. 
74, Ο.π. 430 κ.ε. 
75. Ο.π. 385-386. Δεν πραγματοποιήθηκε έλεγχος στα οδοιπορικά του Seigneur d'Anglure (τέλη 14ου αι) και Fr. Arnaud (1602), βλ. J.M. Paton, Midiaevil and Rennaissance Visitors to Greek Lands, (Prinston, N.J. 1951) 36-37.
76. L. FIACCHI, F. POGGI, Viaggio al Monte Sinai di Simone Sigoli (Firenze 1829) 4, Δ. Πάλλας, AΔ17 (1961-62), Xpov., 105, E. FOLLIERI, ο.π.386, 389, 390.
77. C. ANGELINI, L. Frescobaldi -S. Sigoli, Viaggio in Terrasanta (Firenze 1944) 173- 174, E. FOLLIERI, ο.л.386, 389, 390.
78, MARQUIS DE LA GRANGE, Voyage d'oultremer en Jhérusalem par le Seigneur de Caumont l'an 1418 (Paris 1858) 89-91, E. FOLLIERI, ο.π.390- 392.
79. Bλ. E. FOLLIERI, ο.π. και 397.
80. Ο παρεμβαλλόμενος χρονικά Perο Tafur δεν αναφέρει τον Αγιολέο, Βλ. P. ΤΑFUR, Trανels and Adventures 1435-1439 (London 1926) 49 και Δ. Πάλλας, o.π.104, σημ.4.
81. R. RÖHRICHT- H. MEISNER, Das Reisebuch der Familie Rieter (Tübingen 1884) και E. FOLLIERI, ο.π.386, 392.
82. CH. SCHEFER, Le Voyage de la Saincre Cyré de Hierusalem (Paris 1882) 46-47 και E. FOLLIERI, ο.π.387, 392,393.
83. C.D. HASSLER εκδ., Fratris Felicis Fabri, Evagatorium in ferra e Sanctae... (Stuttgart 1849) III, 330-343, Δ. Πάλλας, ο.π.105, E, FOLLIERI, 5, 7. 393, 394, ST. B. LUCE, ο.π.198.
84. H.W. DAVIES, Bernhard von Breydenbach and his Journey to the Holy Land (London 1911) 13, 17, E. FΟLLIERI, ο.π.387, Δ. Πάλλας ο.π.105, σημ.9, G. SOULIS, ο.π.199–200.
85. E. FOLLIERI, ο.π.387, 395.
86. M. NEWETT, Canon Pietro Casola's Pilgrimage to Jerusalem (Manchester 1907) 193, G. PORRO, Viaggio di Pietro Casola a Gerusalerre (Milano 1855) 37-39, E. FOLLIERI, 387, 396-397, G. SOULIS, κ.ε.
87. E. VON GRooTE, Die Pilgerfahrt des Ritters Arnold von Haff von Cöln... (Cöln 1860) 66-68, M. LETTS, The Pilgrimage of Arnold von Harff (London 1946) 80-81, E. FΟLLIERI, ο.π.387, 395-396, Δ. Πάλλας ο.π.105, G. SOULIS, ο.π268.
88. Δ. ΠΑΛΛΑΣ, 105, σημ.10. 
89. Κάνοντας σύγχυση μεταξύ των αγίων Αναστασίου και Αθανασίου, E. FOLLIERI, ό.π., 396.
90. I. Kαλλιτσουνάκης, «Η διέλευσις του περιηγητού Arnold von Haff δι΄ Ελλάδος κατά το 1477», EEBΣ 23 (1953) 246.
91. Βλ. παραπάνω σημ.70.
92. E. FOLLIERI, ο.π.402- 407.
93. E. FOLLIERI, ο.π.408 κ.ε.
94. A. BLOUET, Expédition scientifique de Moree I (Paris 1831) 12, πιν.14a και b. K. ANDREWS, πιν. XVI, Y, 245.
95. Oπως φαίνεται στα σχέδια του ΒLOUET (ό.π.) η εκκλησία είχε oξυκόρυφα παράθυρα και αντηρίδες. Μία απεικόνισή της του 15ου αιώνος έχουμε στην γενική άποψη της Μεθώνης του Β. νοn Breydenbach την οποία βλ. πρόχειρα εις ΝΙΚ. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις, Μεσσηνιακά (Αθήνα 1979) 163, εικ.119.
96. Τμήματα τών περιμετρικών της τοίχων και το κάτω μέρος του μεταγενεστέρου μιναρέ. Βλ. και Δ. ΠΑΛΛΑ, ΑΔ17 (1961-62) Χρον, 103, σημ.1.
97. Εδώ έγινε στις 23 Νοεμβρίου 1439 λειτουργία παρουσία του αυτοκράτορος Ιωάννου του Παλαιολόγου Βλ.ΣΠ.ΛΑΜΠΡΟΥ "Ενθυμήσεων ήτοι χρονικών σημειωμάτων συλλογή 1η"ΝΕ7 1910
98. E. FOLLIERI, ο.π.382, σημ.6.
99. E. FOLLIERI, ο.π.399.
100. Γ. ΖΩΡΑΣ, Χρονικό περί των Τούρκων Σουλτάνων (Αθήναι 1958) 132-133, K.N. ΣΑΘΑΣ, Mεσαιωνική Βιβλιοθήκη Z (1894) 593-594, R. FULIN εκδ., I Diarii di Marino Sarudo III (Wenezia 1880) στ. 689-694. Μεταξύ των θυμάτων της σφαγής περιλαμβανόταν και ο ορθόδοξος επίσκοπος Ιωάννης Πλουσιαδηνός βλ. M. MANOUSSAKAS, «Recherches sur la vie de Jean Plousiadénos», REB 17 (1959) 28-51.
101. E. FOLLIERI, ο.π.,397-398.
102. Οπως λ.χ. της Οδηγητρίας του κάστρου της Μονεμβασίας σε Αγία Σοφία (βλ. H. KALLIGAS, εις Δ. ΧΑΕ Θ', 1977-79, 217-218) και του Ζωοδότου του Μυστρά επίσης σε Αγία Σοφία (βλ. M. CHATZIDΑKIS, Mystras, Athens 1981, 69).
103. Στα 1125 από τους Βενετούς (W. MILLER, The Latins in the Levant, London 1908, 24), στα 1500 από τους Τούρκους και στα 1828 από τα στρατεύματα του στρατηγού Maison.
104. Italia Sacra, sive de Episcopis Iralia e 7 (Venetis 1721) εκδ. υπό FERDINANDO UNGHELLI, στ.706, 707, 708.
105. E.A.R. BROWN, The Cistercians in the Latin Empire of Constantinople and Greece, 1204-1276, Traditio XIV (1958) 64-120, ιδίως 94.
106. Italia Sacra, ο.π.,706.
107. Ο.π. στ.709, σημ.1.
108. E. BROWN.
109. D. ZAKYTHINOS, Le Despotat grec de Morée A (Paris 1932) 32 και W.MILLER, ο.π..113,114.
110. D. ZAKYTHINOS, passim.
111. R. TRAQUAIR, JRIBA 31 (1923) 38. ΄H B. KITSIKI- PANAGOPOULΟU θεωρεί το μοναστήρι Κιστερκιανό. Bλ. Cistercian and Medicant Monasteries in Medieval Greece (Chicago 1979) 42-56.
112. Λεπτομέρειες γιά τον εμπρησμό δίνει το χρονικό του Μωρέως. Βλ. εκδ. Π. Καλονάρου (Αθήναι 1940) 197, στίχ. 4671-72.
113. A.K. OPΛΑΝΔΟΣ, Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier (1955) 18. 
114. G. MILLET, Le monastère de Daphni (Paris 1899) 34, σημ., 8.1. 
115. Στον κατάλογο του CANΙVEZ, DHGE 12, 862 με αριθμό 126 το ίδιο μοναστήρι ονομάζεται De νiridiario beate Mariae. Για την ταύτησή του με την μονή De Verge, Bλ. E, BROWN, ο.π. 94, σημ. 164. Viridiarium σημαίνει κήπος, παράδεισος, τόπος με δέντρα.
116. Ας σημειωθεί ότι το 1303 έγινε στην περιοχή και καταστρεπτικός σεισμός. Βλ. D.ΖΑΚΥΤΗINOS, ο.π.85.
117. Ας σημειωθεί ότι στους γενικούς καταλόγους μονών (L.H. Cottineau, Repertoire Topo-biblio-graphique des Abbayes et des Prieurés, Mâcon 1939) δεν σημειώνετε το μοναστήρι De Verge.
118. A. BON, La Morée franque, ο.π.92, 100. 
119. Στον κατάλογο CANI VEZ, DHGE 12, 860-862 με αριθμό 125. Bλ. και E. BROWN. 
120. Bλ. ELIE BERGER, εκδ., Les registres d'Innocent IV, III (Paris 1897) 40, αριθ. 5647 (15 Aπριλίου 1252), Γιά την αναφερόμενη εκεί μοναχή βλ. A. BON, ό.π.127, σημ.3.
121. The Colonies of Modon and Coron under Verletian Administration 1204-1400 (Ph.D.Th., London 1974).
122. Γενικότερες πληροφορίες για την Μεθώνη και την περιοχή της τον 13ο, 14ο και 15ο αιώνα βλ. εις Χρ. Μαλτέζου, "Οι Πελοποννησιακές κτήσεις της Βενετίας" Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Θ (Αθήνα 1979) 261-263, J. TOPPING, (Post Classical Documents), εις Minnesota Messenia Expedition (Minneapolis 1972) 64-80, F. THIRIET, La Romanie vénitienne au Moyen âge (Paris 1959) passim Kai. Délibérations des assemblées vénitiennes concernant la Romanie (Paris 1966) passim.
123. CHR. HODGETTS, ο.π.,379, 389.
124. Ο.π.379.
125. O.π. για την Παναγία Velverde και την Scuola της Βενετίας. Βλ. G. LORENZETTI, Venice and its Lagoon (Trieste 1975) 407.
126. Διαθήκη της 12ης Ιανουαρίου 1347/48, P.S.M. Misti 91 A. Bλ. CHR. HODGETTS, ο.π.379. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Χρύσα Μαλτέζου μου είχε υποδείξει την διαθήκη και την σημασία της (της oποίας είχε μελετήσει το χειρόγραφο) σε χρόνο ανύποπτο.
127. Μία πληροφορία του Ρ. Casola (26 Ιουνίου 1494) που δεν είναι βέβαιο ότι αφορά στο εξεταζόμενο μνημείο, αναφέρεται σε μία εκκλησία του δυτικού δόγματος, έξω από την Μεθώνη, που ξανακτίσθηκε με προσφορές των ναυτικών. Αν και η πληροφορία αποκαταστάσεως κάποιου παλιού ναού έχει ενδιαφέρον, το πράγμα μένει ασαφές. Bλ. M. NEWETT, ο.π.91.
128. Βλ. παραπάνω σημ.115.
129. Statuta, σ.26, 22 Aυγούστου 1454, Bλ. CHR. HΟDGETTS, ο.π.389, σημ.180.
130. Βλ. παραπάνω σημ. 126.
131. Διαθήκη του Marino Soranzο, γιά την οποία έγινε πρo ολίγου λόγος.
132. CHR. HODGETTS, ό.π., 389. Δυστυχώς τo πρωτότυπο κείμενο του εγγράφου δεν είναι προσιτό. 
133. Στον 15ο αιώνα. Βλ. παραπάνω σελ.315 σημ.69.