.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Περί των λαξευτών τάφων των Βολιμιδίων


 Εις απόστασιν πέντε περίπου χιλιομέτρων προς Β. του ανακτόρου του Εγκλιανού, κοντά εις τους πρόποδας του Αιγαλέου όρους, εις την θέσιν Βολιμίδια, ο καθηγητής κ. Σπ. Μαρινάτος ανεκάλυψε και ανέσκαψε τρείς γειτονικάς συστάδας μυκηναϊκών τάφων1, λαξευμένων μέσα εις την στρώσιν του μαλακού πωρολίθου που συναντάται εκεί αμέσως κάτω από την επιφάνειαν του εδάφους, και που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερον από τους οικοδόμους της περιοχής. Ο πωρόλιθος αυτός, ώς πέτρωμα, είναι ιδεώδης διά την κατασκευήν παρομοίων τάφων: αρκετά στερεός και συνεκτικός ώστε να επιτρέπη μεγάλα ανοίγματα και να εξασφαλίζη την διατήρησίν των επί αιώνας, συγχρόνως δε αρκετά μαλακός ώστε να λαξεύεται με ευκολίαν και χωρίς να χρειάζωνται εργαλεία ιδιαιτέρως σκληρά. Ως εκ τούτου οι κατασκευασταί των δεν είχον να αντιμετωπίσουν αξιολόγους δυσκολίας τεχνικής φύσεως και επομένως είναι βέβαιον ότι το είδος του πετρώματος δεν επέδρασεν εις την λάξευσίν των, και ότι η μορφή που τους έδωσαν είναι ακριβώς εκείνη που επεθύμουν να τους δώσουν. Τα χαρακτηριστικά όμως που την απαρτίζουν, το σχήμα των δηλαδή και το μέγεθός των, τους καθιστούν τελείως διαφορετικούς από τους συνήθεις θαλαμοειδείς τάφους των μυκηναϊκών χρόνων και μοναδικούς εις το είδος των2. Η ιδιοτυπία των αυτή, ακριβώς διότι είναι ηθελημένη, χρειάζεται ερμηνείαν, και την ερμηνείαν αυτήν θα επιχειρήσω να δώσω κατωτέρω.
 Οι τάφοι των Βολιμιδίων είναι καθ' όλα όμοιοι μεταξύ των και, εκτός από δύο3 που φαίνεται να κατεσκευάσθησαν με κάποιαν προχειρότητα, έχουν λαξευθή με μεγάλην επιμέλειαν και με αξιοθαύμαστον προσοχήν εις τας λεπτομερείας4. Ακολουθούν όλοι ένα κοινόν πρότυπον με απόλυτον προσήλωσιν εις την διάταξιν και τας αναλογίας του, διαφέροντες μόνον κατά τας διαστάσεις. Των περισσοτέρων η οροφή ευρέθη πεσμένη, την διετήρησαν όμως τόσοι5 ώστε να υπάρχουν αρκετοί ανέπαφοι προς συστηματικήν μελέτην. Από αυτούς εικονίζεται εδώ ο A8, που αποτελεί ως προς το σχήμα του κατ' εξοχήν αντιπροσωπευτικόν δείγμα των (σχέδ.1).


 Οι δρόμοι των είναι σχετικώς βραχείς και πλατείς, με κάθετα τοιχώματα, ευρυνόμενοι κάπως προς την είσοδον που έχει πρόσοψιν κατακόρυφον. Συμμετρικώς εις το μέσον της προσόψεως αυτής ανοίγεται η θύρα, τετράπλευρος, με μικράν μείωσιν του πλάτους της επάνω, το υπέρθυρον δε, περίπου οριζόντιον, καθώς και αι παραστάδες, σχεδόν κατακόρυφοι, σχηματίζουν το πλαίσιον του αβαθούς στομίου της εισόδου, που είναι και αυτό, ως επί το πλείστον, κάπως ευρύτερον προς τα μέσα (πίν.ΙΧα). Μέχρις εδώ, οι τάφοι αυτοί δεν διαφέρουν από τους συγχρόνους των θαλαμοειδείς, Αι ιδιομορφία των παρουσιάζονται εις τον θάλαμον, και συνίστανται βασικώς εις τα εξής:
1) Οι θάλαμοι είναι στρογγυλοί και έχει καταβληθή προσπάθεια να τους δοθή το σχήμα του τελείου κύκλου. Οι άλλοι θαλαμοειδείς παρουσιάζονται με κάτοψιν τετράπλευρον, κατά το μάλλον ή ήττον συμμετρικήν, ή, το πολύ, πεταλοειδή.
2) Αι διαστάσεις των είναι γενικώς μεγάλαι εν σχέσει προς τας διαστάσεις των συνήθων θαλαμοειδών. Ο μικρότερος, που αποτελεί και εξαίρεσιν, ο Τ2, έχει διάμετρον 3,13μ., ο μεγαλύτερος, ο Α1, 6,13μ., ο μέσος όρος δε κυμαίνεται μεταξύ των 4,93μ. του Α4 και των 4,28μ. του A8. 
3) Εις το τμήμα του το προς την είσοδον ο κύκλος του θαλάμου παρουσιάζεται εις την κάτοψιν κάπως συμπιεσμένος, υπό την έννοιαν ότι η καμπύλη του δεξιά και αριστερά της θύρας ανοίγει, πλησιάζουσα την ευθείαν (σχέδ.1, α, α).
4) Η οροφή των θαλάμων έχει σχήμα κυψελοειδούς θόλου, πράγμα που αυξάνει το ύψος της από το δάπεδον σημαντικώς εν σχέσει προς τας οριζοντίας οροφάς των κοινών θαλαμοειδών τάφων (σχέδ.1, τομή).
5) Εις το προς την είσοδον τμήμα της, το μεταξύ υπερθύρου και κορυφής δηλαδή, η θόλωσις παρουσιάζει μικροτέραν καμπυλότητα από όσην έχει το προς το βάθος του θαλάμου τόξον της (σχέδ.1, τομή, β, β). Τούτο οφείλεται εις το ότι εσωτερικώς αι παρειαί των παραστάδων έχουν λαξευθή σχεδόν κάθετοι, και συνεπώς η θόλωσις αρχίζει κατ' ουσίαν μόλις από το υπέρθυρον, ενώ εις τον υπόλοιπον θάλαμον αρχίζει ήδη από το δάπεδον.
6) Η κορυφή του θόλου, εις σημείον περίπου αντίστοιχον προς το οιονεί κέντρον του θαλάμου, απολήγει εις μίαν μικράν κοιλότητα, όχι πολύ κανονικού σχήματος (σχέδ.1, τομή, γ). Εις τους τάφους όπου εσώθησαν, αι κοιλότητες αυταί ούτε ιδιαιτέρως συμμετρικαί είναι, ούτε παρουσιάζουν σταθεράς αναλογίας εις το σχήμα και τας διαστάσεις των (πρβλ. και σχέδ.3). Εις τον τάφον Τ1 π.χ. η διάμετρος της κοιλότητος εις την γένεσίν της είναι 0,65 και το βάθος της 0,18, πράγμα που της δίνει σχήμα ασύμμετρον μαστοειδές. Ομοία, αλλά συμμετρική, είναι και η κοιλότης του Κ3, με διάμετρον 0,59 και βάθος 0,20. Εντελώς αβαθής, μόλις διακρινομένη, είναι εις τον Τ2, διαμέτρου 0,23 και βάθους 0,06, ενώ η του τάφου A8, με αντιστοίχους διαστάσεις 0,23 και 0,09 και του Α9 με 0,33 και 0,16 είναι κυπελλοειδείς και πολύ εντoνώτεραι.


Από τον ανασκαφέα εδόθη αρχικώς η ερμηνεία ότι ήσαν υποδοχαί διά το επάνω άκρον ξυλίνου τριγωνοειδούς πλαισίου, που εχρησίμευε, περιστρεφόμενον, ως οδηγός διά την χάραξιν των τοιχωμάτων του τάφου κατά την λάξευσίν των6. Εις την περίπτωσιν όμως αυτήν θα έπρεπε να υπάρχουν αντίστοιχοι κοιλότητες εις το δάπεδον, που δεν υπάρχουν. Θα έπρεπεν ακόμη, όπως όλαι αι κοιλότητες που διαμορφώνονται από την περιστροφήν ευθυγράμμου κατακορύφου στελέχους εις το εσωτερικόν των, να έχουν σχήμα κυλινδρικόν και πυθμένα επίπεδον, πράγμα που δεν συμβαίνει. Τέλος δε, και κυριώτερον, θάλαμοι λαξευμένοι με την βοήθειαν μηχανικού μέσου λειτουργούντος τρόπον τινά ως διαβήτου, θα έπρεπε να έχουν το σχήμα τελείου κύκλου με την κοιλότητα αντιστοιχούσαν προς το κέντρον του. Αλλά, όπως προκύπτει και από το σχέδιον 2, οι θάλαμοι δεν είναι τέλειοι κύκλοι, αι δε κοιλότητες και μάλιστα αι κορυφαί των, μη απέχουσαι εξ ίσου από τα διάφορα σημεία της περιμέτρου των θαλάμων, δεν συμπίπτουν προς το σημείον που θα επείχε κατά το μάλλον ή ήττον την θέσιν κέντρου. Άλλος είναι λοιπόν ο λόγος της υπάρξεώς των, και όχι κατασκευαστικός. 


 Όλα αυτά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των τάφων των Βολιμιδίων είναι μεν ασυνήθη και, κυρίως ειπείν, μοναδικά εις λαξευτούς τάφους, δεν είναι όμως άγνωστα εις την μυκηναϊκήν ταφικήν αρχιτεκτονικήν γενικώτερον. Όλα μαζί και ένα έκαστον χωριστά τους καθιστούν απολύτως ομοίους προς τους θολωτούς τάφους, ειδικώτερον δε προς τους θολωτούς τάφους της περιοχής των, της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου δηλαδή. Τούτο φαίνεται σαφέστατα εις το σχέδιον 3, όπου, σχεδιασμένοι υπό την ιδίαν με αυτόν κλίμακα, συγκρίνονται οι τάφοι που διετηρήθησαν ανέπαφοι προς τον μοναδικόν θολωτόν τάφον της περιοχής που διέσωσε την κορυφήν του θόλου του, τον τάφον Ι εις Μάλθι- Δώριον7. Την όμοιότητα αυτήν, που σημαίνει κατ' αρχήν ότι οι μεν είναι απομιμήσεις των δε, διέκρινε πρώτος ο ανασκαφεύς των που εξέφρασε την άποψιν ότι, καθό παλαιότεροι των θολωτών, εχρησίμευσαν εις αυτούς ώς πρότυπα8, θεωρών κατά ταύτα τας ιδιομορφίας των ως πρωτογενείς. Την διεπίστωσαν επίσης η Vermeule9 και ο Hood, που εις υπόμνημα χάρτου δημοσιευομένου εις σχετικώς πρόσφατον μελέτην του αφήνει να εννοηθή ότι τους θεωρεί απομιμήσεις θολωτών10.
 Η χρονολογία των τάφων, το πρόβλημα δηλαδή του εάν οι λαξευτοί προηγούνται χρονικώς των θολωτών ή αντιστρόφως είναι βεβαίως σοβαρώτατον, και αποτελεί αναγκαίαν προϋπόθεσιν υπέρ της μιάς ή της άλλης απόψεως, θα εξετασθή δε εν συνεχεία. Διδακτικώτερα όμως, διότι αυτά κυρίως έχουν αποδεικτικήν σημασίαν, είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την μελέτην των μορφολογικών στοιχείων των τάφων εν σχέσει προς την μέθοδον και τας απαιτήσεις της κατασκευής των.
 Από τα χαρακτηριστικά λοιπόν που διακρίνουν τους τάφους των Βολιμιδίων από τους συγχρόνους των λαξευτούς και τους εξομοιώνουν προς τους θολωτούς κανένα δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθή πρακτικώς. Γενικώς, η λάξευσις ενός σχήματος συμμετρικώς καμπύλου και μάλιστα κυψελοειδούς, μεγέθους υπερβαίνοντος το κανονικόν και κατασκευής σχολαστικώς προσεκτικής είναι έργον δυσχερέστατον, ασύμφορον και άσκοπον εν σχέσει προς τον συνήθη χαμηλόν τετράπλευρον θάλαμον. Αι ιδιοτυπίαι αυταί που ηύξησαν υπερμέτρως τας δυσκολίας της λαξεύσεως και περιώρισαν σημαντικώς, λόγω του ύψους των οροφών, τα περιθώρια αντοχής των, δεν υπαγορεύονται από καμμίαν ανάγκην που να απορρέη από τον τρόπον της κατασκευής των και επομένως να επιδρά επί της μορφής των. Απεναντίας, αντιβαίνουν τόσον προς την πρακτικήν αντίληψιν των πραγμάτων όσον και προς την καθιερωμένην αρχιτεκτονικήν των θαλαμοειδών τάφων. Ειδικώτερον, αι κοιλότητες της κορυφής των θόλων είναι όχι μόνον κατασκευαστικώς ανεξήγητοι αλλά και επικίνδυνοι διά την ασφάλειάν των διότι η λάξευσίς των εις το υψηλότερον σημείον των, που ευρίσκετο ήδη πλησιέστατα προς την επιφάνειαν, αδυνάτισεν ακόμη περισσότερον το πάχος του πετρώματος που εκάλυπτε τους θόλους11 και διηυκόλυνε, εάν μάλιστα δεν επέφερε, την βύθισίν των εις τους περισσοτέρους τάφους.
Αντιθέτως, εις τους θολωτούς, που είναι ούτως ή άλλως μεγάλου μεγέθους και κυκλικοί κατά το σχήμα, αι λεπτομέρειαι αυταί έχουν όλαι νόημα, διότι τας επιβάλλουν αι οικοδομικαί ανάγκαι και το είδος του υλικού.
Είδομεν εν πρώτοις ότι η περίμετρος του θαλάμου των τάφων αποκτά εις το εσωτερικόν της θύρας, δεξιά και αριστερά των παραστάδων, μικροτέραν καμπυλότητα, πλησιάζουσαν προς την ευθείαν.
Τούτο εις τους λαξευτούς αποτελεί απλήν ιδιοτροπίαν, εις τους θολωτούς όμως είναι φυσικόν διότι οι μεγάλοι κανονικοί τετράπλευροι λίθοι που τοποθετούνται εις τας ακμάς των παραστάδων σχηματίζουν με την προς το στόμιον πλευράν των γωνίαν κατά το μάλλον ή ήττον ορθήν, που το προς τον θάλαμον σκέλος της προχωρεί μέχρι τινός ευθυγράμμως (πίν.IXβ). Η μετάβασις προς την κυκλικήν καμπύλην του θαλάμου σχηματίζεται βαθμηδόν, καθώς οι επόμενοι λίθοι τοποθετούνται λοξώς προς τους πρώτους αυτούς. Ειδικώς εις τον τάφον του Δωρίου (σχέδ.3, κάτοψις θολωτού τάφου) οι κατασκευασταί του το απέφυγον, με το να στενεύσουν το στόμιον προς τα μέσα και να τοποθετήσουν τους γωνιακούς λίθους λοξότερον ακόμη από όσον θα τους έφεραν ούτως ή άλλως αι συγκλίνουσαι γραμμαι των παραστάδων. Απεφεύχθη επίσης και εις τον θησαυρόν του Ατρέως καθώς και εις τους αναλόγου κατασκευής θολωτους τάφους, όπου αι όψεις των λίθων υπέστησαν λάξευσιν που τους προσέδωσε την αναγκαίαν καμπυλότητα. Εις τους παλαιοτέρους όμως -και, καθώς θα ίδωμεν, με αυτούς πρέπει να συγκριθούν οι τάφοι των Βολιμιδίων- γενικώς δε εις τους απλουστέρας κατασκευής τάφους, όπου εχρησιμοποιήθησαν λίθοι ακατέργαστοι ή στοιχειωδώς μόνον πελεκημένοι, τούτο αποτελεί τον κανόνα.
 Αφ' ετέρου, το σχήμα του κυψελοειδούς θόλου υπαγορεύεται από το εκφορικόν σύστημα που εφηρμόσθη εις την στέγασιν των θολωτών τάφων12. Το υλικόν που επεβάλλετο διά λόγους στερεότητος και διαρκείας, οι λίθοι δηλαδή, υπήρχον άφθονοι, εις μικρόν σχετικώς μέγεθος και σχήματα ως επί το πλείστον ακανόνιστα. Με αυτούς, και με τας τεχνικάς γνώσεις που διέθετoν οι οικοδόμοι της εποχής, το σύστημα αυτό ήτο το μόνον που τους επέτρεπε να στεγάσουν χωρίς εσωτερικά υποστυλώματα χώρους με άνοιγμα, που να υπερβαίνη τας διαστάσεις της μεγαλυτέρας διαθεσίμου λιθίνης πλακός. Ως εκ τούτου το εκφορικόν σύστημα και επομένως ο κυψελοειδής θόλος ήτο διά τους θολωτούς τάφους όχι απλώς οικοδομική μέθοδος, αλλά ανάγκη αναπόδραστος.


 Η διαφορά καμπυλότητος μεταξύ του προς την θύραν και του προς το βάθος τμήματος του θόλου (βλ. σχέδ.3) είναι φαινόμενον ακόμη συναφέστερον προς τας στατικάς απαιτήσεις των κτιστών θόλων. Όπως είδομεν, οφείλεται εις το ότι αι παραστάδες εις το εσωτερικόν της θύρας είναι σχεδόν εντελώς κάθετοι, επομένως η θόλωσις αρχίζει μετά το υπέρθυρον, ενώ εις τα άλλα σημεία του θαλάμου και ιδίως εις το βάθος του αρχίζει αμέσως επάνω από το δάπεδον. Εις τους λαξευτούς τίποτε δεν αναγκάζει τας παραστάδας και την εσωτερικήν εν γένει επιφάνειαν της θύρας να είναι κατακόρυφοι. Εις τους θολωτούς όμως, και μάλιστα τους παλαιοτέρους, τους κατασκευασμένους από μικρούς και απελεκήτους λίθους, το πράγμα αλλάζει: το υπέρθυρον αποτελείται κάποτε από ένα, όπως εις το Δώριον (σχέδ.3), κατά κανόνα όμως από δύο ή τρεις βαρείς πλακοειδείς μονολίθους, τοποθετημένους οριζοντίως και κατά σειράν επάνω εις την κορυφήν των παραστάδων. Εάν λοιπόν ο εσωτερικώτερος από αυτούς εξείχε κατά πολύ μέσα εις τον χώρον του τάφου, όπως θα συνέβαινεν εάν αι παραστάδες ηκολούθουν από τα θεμέλια την καμπύλην της θολώσεως, το βάρος του, πολλαπλασιασμένον από το πρόσθετον βάρος της υπερκατασκευής, δεν θα μετεβιβάζετο κανονικώς μέχρι του εδάφους, με αποτέλεσμα να απειληθή το σύνολον με κατάρρευσιν. Έπρεπε λοιπόν εις τους θολωτούς τάφους αι παραστάδες ή να μη κλίνουν καθόλου προς το εσωτερικόν του θαλάμου ή να κλίνουν ελαφρώς μόνον και πάντως πολύ ολιγώτερον από όσον το υπόλοιπον τοίχωμα.
Τούτου τεθέντος, και προκειμένου να εξουδετερωθή η διαφορά αυτή και να συναντηθούν αι καμπύλαι εις σημείον περίπου αντίστοιχον προς το κέντρον του θόλου, οι μυκηναίοι οικοδόμοι αντιμετώπισαν το πρόβλημα κατά δύο βασικώς τρόπους.
 Ο πρώτος συνίστατο εις το να κατασκευάζουν θόλους υψηλούς και οξυκορύφους όπου η απόστασις από το υπέρθυρον μέχρι της κορυφής, χωρίς να είναι βεβαίως ίση προς την απόστασιν από την κορυφήν μέχρι του δαπέδου, είναι όμως τόση ώστε η διαφορά της καμπύλης να εξουδετερώνεται. Παρόμοιοι τάφοι, όπου το ύψος του θόλου είναι μεγαλύτερον από την διάμετρον του θαλάμου, είναι μεταξύ άλλων του Μενιδίου13, του Μαραθώνος14 και ο μικρός της Κορώνης15 (πίν.Χα). Παραλλαγήν νεωτέραν και πολυτελή του συστήματος αυτού αποτελούν ο θησαυρός του Ατρέως και ο τάφος της Κλυταιμνήστρας εις τας Μυκήνας όπου το ύψος είναι κάπως μικρότερον (ίσον προς την διάμετρον), τόσον όμως ώστε να επιτρέπη και εις τας παραστάδας να παρακολουθούν εσωτερικώς την καμπύλην της θολώσεως του τάφου χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια ασφαλείας του υπερθύρου. Το σύστημα αυτό που επέτρεψε και εις τας δύο περιπτώσεις την κατασκευήν θόλων σχήματος παραβολοειδούς εκ περιστροφής, εντελώς δηλαδή συμμετρικών, απαιτεί εργασίαν μακροχρόνιον και προετοιμασίαν του υλικού ακριβέστατα υπολογισμένην, κοπιώδη και πολυδάπανον, τόσον ώστε να μη συναντάται πουθενά αλλού, εκτός ίσως του Ορχομενού.
 Ο δεύτερος τρόπος είναι εκείνος που εφηρμόσθη γενικώς εις τους θολωτούς τάφους της ΝΔ. Πελοποννήσου, και χαρακτηρίζει κατά κανόνα τους παλαιοτέρους και απλουστέρους. Εις αυτούς, το ύψος είναι μικρότερον από την διάμετρον. Ως εκ τούτου το προς το μέρος της εισόδου τόξον της θολώσεως παρουσιάζει, εν συγκρίσει προς τον υπόλοιπον θάλαμον, καμπυλότητα διαφορετικήν και συγκεκριμένως μικροτέραν, πλησιεστέραν δηλαδή προς την ευθείαν. Αν και κανείς από τους γνωστούς, πλην ενός, δεν διετήρησε την κορυφήν του θόλου του16 και τα τοιχώματά των σπανίως ευρίσκονται να υπερβαίνουν το ύψος του υπερθύρου, είναι όμως φανερόν ότι όλοι ηκολούθουν την διάταξιν που παρουσιάζει αυτός που εσώθη ανέπαφος μέχρι και της κορυφής του, ο τάφος του Δωρίου (σχέδ.3), με διάμετρον 6,85 και ύψος 5,80μ.17 Εις τους τάφους λοιπόν αυτούς το τμήμα του θόλου που αρχίζει επάνω από το υπέρθυρον, δηλαδή 2- 3μ. υψηλότερα από το δάπεδον, διαθέτει, προκειμένου να συγκλίνη προς το κέντρον, μόλις το ήμισυ περίπου του αριθμού των στρώσεων από ό,τι τα πλάγια και η πλευρά του βάθους, πράγμα που οδηγεί εις την διαμόρφωσιν καμπύλης με κλίσιν επικίνδυνον. Διά να εξουδετερωθή, λοιπόν εν μέρει η ανάγκη της ισχυράς αυτής κλίσεως σχηματίζεται η κορυφή πλησιέστερα προς την είσοδον, απομακρυνομένη αντιστοίχως από το κέντρον του θόλου. Εις τον τάφον του Δωρίου, το σημείον το αντίστοιχον προς την κορυφήν απέχει από το τοίχωμα του βάθους μεν 3,80μ. από την είσοδον δε 3,05μ. Ώστε και το χαρακτηριστικόν αυτό, που εις τους λαξευτούς τάφους δεν φαίνεται να είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης ανάγκης, επιβάλλεται εις τους θολωτούς από λόγους κατασκευαστικούς.
 Και τώρα, το τελευταίον κοινόν χαρακτηριστικόν των λαξευτών τάφων με τους θολωτούς: η κοιλότης εις την κορυφήν του θόλου. Διότι, όπως αποδεικνύειται από τον τάφον του Δωρίου, και τούτων η κορυφή είχε την περίεργον αυτήν απόληξιν. Από την περιγραφήν που δίνει ο ανασκαφεύς του τάφου και από το σχέδιον που την συνοδεύει18 (βλ. και σχέδ.3) προκύπτει ότι το επάνω μέρος του θόλου ήτο κτισμένον από λίθους κάπως πελεκημένους, και τοποθετημένους κατά το εκφορικόν σύστημα μεν, αλλά και με κάποιαν κλίσιν προς το εσωτερικόν. Την κλίσιν αυτήν, αυξανομένην όσον ανήρχοντο οι δόμοι και φθάνουσαν τας 30 μοίρας αμέσως κάτω από την κορυφήν, διεπίστωσε και ο Dorpfeld εις τους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου19, παρετηρήθη δε και εις τους περισσοτέρους από τους τελευταίως ανασκαφέντας θολωτούς τάφους εις την Μεσσηνίαν. Δεν είναι ούτε αρκετά έντονος, ιδίως επάνω, ούτε αρκετά συστηματική ώστε να επιτρέψη την άποψιν ότι οι οικοδόμοι των τάφων εγνώριζαν έστω και στοιχειωδώς την αρχήν της κατασκευής του κλειδωτού οργανικού θόλου. Το πιθανώτερον είναι ότι η εμπειρία των τους είχε κάμει να υποψιασθούν ότι η κλίσις αυτή συντελεί εις την καλυτέραν σφήνωσιν των λίθων μεταξύ των. Οπωσδήποτε, ο τρόπος αυτός του κτισίματος συνεχίζεται μέχρι των προτελευταίων στρώσεων της κορυφής. Η ανωτάτη και τελευταία αποτελείται από μεγαλυτέρους λίθους τοποθετημένους οριζοντίως, σφηνωμένους εις την θέσιν των με άλλους, μικρούς, και πελεκημένους καταλλήλως ώστε να σχηματίζουν δακτύλιον με την εσωτερικήν όψιν κατακόρυφον. Ο δακτύλιος αυτός σκεπάζεται από μεγάλον μονόλιθον, διαστάσεων 2,40X 1,80Χ 0,30μ., οριζόντιον και αυτόν, που εξέχει προς όλας τας κατευθύνσεις και κλείει το δακτυλιόσχημον άνοιγμα της κορυφής του τάφου (σχέδ.3, θολωτός τάφος, τομή). Με άλλους λόγους, εις την κορυφήν του θολωτού αυτού τάφου σχηματίζεται ρηχόν κοίλωμα του ιδίου σχήματος και αναλογιών και εις την ιδίαν θέσιν όπως εις τους λαξευτούς τάφους των Βολιμιδίων. Το φαινόμενον δε αυτό παρατηρείται -αλλά εις πολύ μικρόν βαθμόν, ανεπαίσθητον σχεδόν- και εις τον άλλον θολωτόν τάφον που διετήρησε την κορυφήν του ανέπαφον, τον θησαυρόν του Ατρέως. Καθώς πιστοποιεί ο εδώ τιμώμενος ερευνητής και γνώστης κατ' εξοχήν των αρχιτεκτονικών θεμάτων: «...είς τινας κυκλοτερείς θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους η καμπύλη τών συγκλινόντων τοιχωμάτων των παρουσιάζει παρά την κορυφήν μίαν ελαφράν προς τα άνω καμπήν, ώς εάν επρόκειτο να σχηματισθή οπή καπνοδόχου. Τούτο παρετήρησα και εις την αναστηλωθείσαν θόλον του τάφου της Κλυταιμνήστρας (βλ. σχέδιον του Ε. Στίκα παρά G. Mylonas, Anc. Mycenae, εικ.36) και εις του θησαυρού του Ατρέως...»20. Πρόκειται αναμφιβόλως περί της ιδίας βασικώς περιπτώσεως, τροποποιημένης και προσηρμοσμένης εις την κατά πολύ τελειοτέραν και συστηματικωτέραν κατασκευήν των μυκηναϊκών θησαυρών. Ποία όμως ήτο η χρησιμότης της κατασκευής αυτής;
 Μία από τας κυριωτέρας δυσκολίας που δημιουργεί το κτίσιμον με ακατεργάστους ή στοιχειωδώς μόνον πελεκημένους λίθους είναι το να κρατηθούν αι στρώσεις οριζόντιαι. Αυτό εις ένα τοίχον είναι ενδεχομένως ολιγώτερον σπουδαίον. Εις ένα εκφορικόν θόλον όμως η στατική της κατασκευής απαιτεί οι επάλληλοι δόμοι να είναι οριζόντιοι και κατά το δυνατόν ομοιόμορφοι. Αλλ' η ανωμαλία των δόμων επετείνετο ακόμη περισσότερον από την κλίσιν των λίθων προς τα μέσα.
Διά τους λόγους αυτούς, οι κτίσαντες τους τάφους παρενέβαλλον κατά διαστήματα, οπωσδήποτε δε εις το ύψος του υπερθύρου, από μίαν εξισωτικήν στρώσιν (ντουζένι)21. Με τον τρόπον αυτόν έφθανον μέχρι της κορυφής του θόλου και μέχρι του λίθου που την εκάλυπτε. Είναι προφανές ότι ο λίθος αυτός, προκειμένου να μείνη εις την θέσιν του και να μη ολισθήση παρασύρων και μέρος του θόλου, έπρεπε να έχη θέσιν αυστηρώς οριζοντίαν, διά να την έχη δε έπρεπε να πατήση επί στρώσεως καταλλήλως προσαρμοσμένης εις την κάτω επιφάνειάν του. Αι τελευταίαι όμως στρώσεις καθώς είδομεν έκλιναν προς τα μέσα.
 Εχρειάζετο λοιπόν ένας τελευταίος δακτύλιος από λίθους τοποθετημένος οριζοντίως, στηριζόμενος καλά επί των αποκάτω του και που να μη εξέχη πλέον πρός τα μέσα διά να μη αναγκασθή να ακολουθήση την κλίσιν των. Ο δακτύλιος αυτός, το στήριγμα του καλύμματος της κορυφής, ήτο συνάμα και η τελευταία εξισωτική σειρά, το τελευταίον ντουζένι, το εξασφαλίζον την επιβαλλομένην θέσιν εις τον καλυπτήριον λίθον του θόλου. Πόσον αναγκαίον ήτο φαίνεται και από την κορυφήν του θησαυρού του Ατρέως, του κατ' εξοχήν προσεκτικά κτισμένου θόλου με τους ισοϋψείς δόμους του, όπου και εκεί εχρειάσθησαν οι τελευταίοι λίθοι να κοπούν διαφορετικά από τους άλλους διά να εξισώσουν τον τελευταίον δακτύλιον (πίν.Χ.β).


 Συνεπώς και αυτό το τελευταίον στοιχείον, το ανεξήγητον και εν μέρει επιζήμιον εις τους λαξευτούς τάφους, είναι εις τους θολωτούς λύσις προκύπτουσα από λόγους στατικούς, και απαραίτητος προϋπόθεσις διά την κατασκευήν και την διατήρησίν των.
Μένει να εξετασθή το τελευταίον ερώτημα: Ποία η χρονική σχέσις μεταξύ της ομάδος των τάφων εις τα Βολιμίδια και της κατηγορίας των θολωτών, ιδίως δε των θολωτών της Μεσσηνίας;
Η παλαιότερη κεραμεική εις τα Βολιμίδια, εκείνη που χρονολογεί τους πρώτους ενταφιασμούς και συνεπώς την κατασκευήν των τάφων ευρέθη μέσα εις τας κογχοειδείς κοιλότητας τας ανοιγμένας εκ των υστέρων κατά μήκος της περιμέτρου των θαλάμων, όπου κατά καιρούς εστοιβάζοντο τα λείψανα των παλαιών ταφών22.
Η κεραμεική αυτή τους τοποθετεί εις την ΥΕΙ εποχήν23. Συγκεκριμένως, ευρέθησαν μόνωτα κύπελλα του τύπου Βαφειού24, από τον τάφον Κ3 δε προέρχονται κύπελλον YEI- ΙΙ 25 καθώς και αγγείον όμοιον με χαμηλόν ευρύστομον προχοΐδιον από τον τάφον ΙΙΙ του ταφικού περιβόλου Α των Μυκηνών26. Τα κύπελλα ανήκουν εις τους υστέρους χρόνους του ΥΕI, ο δε τάφος ΙΙΙ των Μυκηνών είναι, μαζί με τον Ι, ο τελευταίος χρονολογικώς του περιβόλου27. Ώστε η κατασκευή των τάφων των Βολιμιδίων πρέπει να τοποθετηθή εις το προχωρημένον YEI, προς το τέλος της εποχής αυτής.
Από τους θολωτούς, οι περισσότεροι που ανεκαλύφθησαν και ανεσκάφησαν μέχρι σήμερον ανήκουν εις την αμέσως επομένην περίοδον, την YEII.28 Όχι όμως όλοι. Εις την Περιστεριάν, κοντά εις το χωρίον Μοίρα της Κυπαρισσίας, διεπιστώθη ότι η κατασκευή του τελευταίως ερευνηθέντος θολωτού τάφου 1 προεκάλεσε την καταστροφήν και αχρήστευσιν μιάς ΜΕ- YE οικίας. Η οικία περιείχε κεραμεικήν αμαυρόχρωμον και YEI, με κύπελλον «Kefti» μεταξύ των άλλων29. Αφ' ετέρου, η κεραμεική του τάφου ανάγεται και αυτή εις τους ιδίους χρόνους, με συνύπαρξιν αμαυροχρώμων και YEI οστράκων30. Ώστε ο τάφος κατεσκευάσθη αμέσως μόλις εγκατελείφθη η οικία. Επίσης, αγγεία προχωρημένα YEI ευρέθησαν και εις δύο τάφους της Κουκουνάρας31. Ο τάφος του Γεωργικού φαίνεται να είναι και αυτός YEI.32 Τέλος δέ, και αυτό είναι το αποφασιστικώτερον από όλα τα σχετικά στοιχεία, υπάρχει ο τάφος του Κορυφασίου33, με κεραμεικήν ΜΕ και πρώιμον μυκηναϊκήν, και αγγείον όμοιον με πρόχουν του παλαιοτέρου από τους τάφους του περιβόλου Α των Μυκηνών, του VI.34 Ο τάφος αυτός, σημαντικά παλαιότερος από τους άλλους, αποδεικνύει ότι οι θολωτοί ήσαν γνωστοί εις την Δ. Πελοπόννησον ήδη από την περίοδον της μεταβάσεως από τους ME εις τους ΥΕ χρόνους. Οι δε άλλοι, τόσον οι θολωτοί όσον και οι λαξευτοί, είναι σύγχρονοι μεταξύ τους, ανήκοντες όλοι εις τους τελευταίους χρόνους της ΥΕΙ περιόδου, όπως αποδεικνύει η κοινή εις όλους κεραμεική. Τούτο άλλωστε είναι σύμφωνον και προς την γενικωτέραν διαπίστωσιν ότι κατά το χρονικόν αυτό διάστημα, οι τρεις τύποι τάφων, δηλαδή οι βασιλικοί λακκοειδείς, οι θαλαμοειδείς και οι θολωτοί συνυπήρξαν.35
 Η σύγκρισις των λαξευτών τάφων των Βολιμιδίων και των θολωτών, ιδίως δε των θολωτών της περιοχής των, έδειξε την απόλυτον ομοιότητα των μεν προς τους δέ. Η εξέτασις αφ' ετέρου των κοινών μορφολογικών στοιχείων που δημιουργούν την ομοιότητα αυτήν ωδήγησεν εις το αναμφισβήτητον συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά, αυθαίρετα, τρόπον τινά, και ξενίζοντα εις τους λαξευτούς, είναι, εις την περίπτωσιν των θολωτών, απόρροια στατικών αναγκών και επιβεβλημένων οικοδομικών μεθόδων. Με αυτάς τας μορφολογικάς και καθαρώς τεχνικάς παρατηρήσεις συμφωνούν και τα δεδομένα ως προς την χρονολογικήν διαδοχήν των τάφων που διδάσκουν ότι οι υπό εξέτασιν λαξευτοί τάφοι είναι νεώτεροι ενός τουλάχιστον από τους θολωτούς και σύγχρονοι τριών- τεσσάρων άλλων. Άρα, αποτελούν αυτοί απομιμήσεις των θολωτών, οι δε θολωτοί υπήρξαν το πρότυπον. Και επειδή το πρότυπον αυτό το ηκολούθησαν με τόσην σχολαστικήν ακρίβειαν και τόσην προσήλωσιν εις την γενικήν του διαμόρφωσιν και εις τας  λεπτομερείας του, καταλήγουν να αποτελούν, λόγω της καλυτέρας των διατηρήσεως, πολύτιμα στοιχεία διά την μελέτην της κατασκευής των θολωτών.

Σπ. Ιακωβίδης
"Περί του σχήματος των Λαξευτών Τάφων εις τα Βολιμίδια Μεσσηνίας"

1 Περί της ανασκαφής των τάφων αυτών βλ. ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, ΠΑΕ 1952, σ.473-496, 1953, σ.238-250, 1954, σ.299-305 και Das Altertum 1, 1955, σ.141 κ.ε. Επίσης Έργον 1960, σ.146-149, καθώς και E. T. VERMEULE, Boston University Graduate Journal 1961, σ.76-80.
* Τα σχετικά προς τους τάφους αυτούς προβλήματα με απησχόλησαν από της εποχής της ανασκαφής, όπου είχον αναλάβει την αποτύπωσίν των και την εκπόνησιν των σχεδίων. Εις τον καθηγητήν κ. Μαρινάτον, με τον οποίον είχον συχνά την ευκαιρίαν να συζητήσω τάς επί των ζητημάτων αυτών σκέψεις μου, οφείλω την άδειαν να αναφερθώ εις παρατηρήσεις και να χρησιμοποιήσω σχέδια της ανασκαφής αδημοσίευτα ακόμη. Διά την βοήθειάν του αυτήν τον ευχαριστώ θερμότατα.
3. Τους K5 και Κ6 κατά την αρίθμησιν του ανασκαφέως.
4. Περί του σχήματος των τάφων βλ. ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, έ.ά. επιπλέον δε Αρχ. Δελτ.16, 1960, σ.112-113 και La Parola del Passato 1961, σ.220. Eπίσης E. T. VERMEULE, σ.80 και 126, καθώς και BCH 1954 (Chronique des Fouilles 1953), σ.122.
5. Οι Τ1, T2, K3, Α8, A9 και ο Τ6. Αυτός, ανασκαφείς τελευταίος, δεν απετυπώθη ακόμη.
6. ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ ΠΑΕ 1952, σ.494. Πρβλ. ΠΑΕ 1953, σ.241-242 και BCH 1954 (Chronique des Fouilles 1953), σ.122.
7. N. VALMIN, The Swedish Messenia Erpedition, Lund 1938. O τάφος εις το σχέδιον 3 είναι αντίγραφον του πίνακος Plan V της δημοσιεύσεως του Valmin.
8. MAPINATΟΣ, ΠAE 1952, σ.494. Das Altertum 1, 1955, σ.142, Α.Δ.16, 1960, σ.113, Κρητικά Χρονικά Iστ, 1963, σ.179. Βλ. και Εργον 1960, σ.148,
9. Boston University Graduate Journal 1961, σ.80 και 126.
10. Antiquity 1960, σ.167, υπόμνημα εις εικ.1.
11. Εις τον Α9 το πάχος του πετρώματος επάνω από την κοιλότητα είναι 0,31, εις τον T2 0,26, εις τον K3 0,25, εις τον Τ1 0,18 και εις τον Α8 μόλις 0,10μ.
12. Περί της καλύψεως χώρων με εκφορικούς θόλους κατά τους προϊστορικούς χρόνους βλ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Υλικά Δομής, 2, 1958, σ.287-295.
13. Διάμετρος 8,35μ., σωζόμενον ύψος, σχεδόν μέχρι της κορυφής, 8,74μ. (LΟLLING, Das Kuppelgrab von Menidi, 1880, σ.46 και πιv.I).
14. Διάμετρος 7μ., σωζόμενον ύψος 7,25μ. (ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΕ1935, σ.105, εικ.6α).
15. Έργον 1958, σ.154.
16. Εκτός από τον τάφον του Δωρίου και τον θησαυρόν του Ατρέως υπάρχει και ο θολωτός τάφος πλησίον του Γεωργικού (Τσαούση) Καρδίτσης (BCH 44, 1920, σ.395 και Αρχ. Δελτ.16, 1960, σ. 171), που σώζεται και αυτός ανέπαφος, αλλά αδημοσίευτος και, κυρίως ειπείν, άγνωστος. Η μόνη σχετική μνεία έγινε από τον έφορον άρχ. κ. Δ. Θεοχάρην κατά την διάρκειαν διαλέξεώς του την 20--3-1964.
17. N. VALMIN, The Swedish Messenia Earpedition, σ.212.
18. N. VALMIN, σ.213-215 και Plan V, πρβλ. και Bull. Lund 1926-1927, σ.67.
19. AM 1908, σ.303.
20. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Υλικά Δομής, 2, σ.295, υποσ.1.
21. Βλέπε μεταξύ άλλων N. VALMIN, The Swedish Messenia. Eacpedition, σ.213, και WACE, BSA 25, 1921-1923, σ.361-362. Αι παχύτεραι στρώσεις εις το ύψος του υπερθύρου του θησαυρού του Ατρέως και του τάφου της Κλυταιμνήστρας αποτελούν πιθανώτατα αναμνήσεις τής μεθόδου αυτής.
22. Τας κόγχας αυτάς, πολλάς τον αριθμόν και αρκετά μεγάλας κάποτε, καθώς και τους διαφόρους λάκκους, που ευρέθησαν εις μερικούς θαλάμους έκρινα περιττόν να σημειώσω εις τα σχέδια που συνοδεύουν την μελέτην αυτήν διότι δεν έχουν σχέσιν με το βασικόν σχήμα των τάφων.
23. MAPINATOΣ, ΠAE 1952, σ.474, ΠAE 1953, σ.248 και εικ.9, Das Altertum 1, 1955, σ.142 και La Parola del Passato 1961, σ.220. Επίσης MYΛΩΝΑΣ, Hesperia XXXI, 1962, σ.299.
24. MAPINATOΣ, ΠAE 1953, σ.248 και εικ.9.
25. MAPINATΟΣ, ΠAE 1952, εικ.6, σ.480.
26. MAPINATΟΣ, ΠAE 1952, σ.478-479.
27. Bλ. MYLΟNAS, Ancient Mycenae, 1957, σ.124.
28. MAPINATΟΣ, La Parola del Passato 1961,σ.220-221 και BLEGEN, Hesperia XXIII,1954,σ.162.
29. Έργον 1961, σ.167 και εικ.168.
30. E. T. VERMEULE, Boston University Graduate Journal 1961, σ.120, 121 και Year Book of the American Philosophical Society 1962, σ.640.
31. Έργον 1960, σ.146 και εικ.157, 158.
32. Αρχ. Δελτ.16, 1960, σ.171.
33. Τα ευρήματα του τάφου αυτού που ανέσκαψεν ο ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ (ΠΑΕ1952-1926, σ.140- 141) εδημοσιεύθησαν διεξοδικώς από τον BLEGEN (HesperiaXXIII,1954,158-162 και πív.87-88).
34. BLEGEN, σ.154 και πív.38, 8.
35. MYΛΩΝΑΣ, AE1958 (Aθήνα, 1961), σ.171 και Hesperia XXXI., 1962, σ.299.