.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Ο χριστιανισμός στην Μεσσηνία ως το 1204

Οι Eπισκοπές και o Θρησκευτικός Βίος στα Ορια της νυν Μητροπόλεως Μεσσηνίας ως το 1204


Ηλία Αναγνωστάκη

Εντός των ορίων της σημερινής μητροπόλεως Μεσσηνίας κατά τους πρωτοβυζαντινούς (4ο-7ο αιώνα) αλλά κυρίως τους μεσοβυζαντινούς χρόνους (8ο -12ο αι.) μαρτυρούνται μετά βεβαιότητας οι επισκοπές Μεσσήνης, Κορώνης και Μεθώνης, με τις οποίες και θα ασχοληθούμε. Προς αποφυγή επικαλύψεων στον παρόντα τόμο και χωρίς να επιμείνομε σε θέματα πολιτικής ιστορίας, τέχνης και αρχιτεκτονικής, θα επιχειρήσομε τη σκιαγράφηση του θρησκευτικού βίου στις μεσσηνιακές περιοχές στις οποίες αντιστοιχούν αυτές οι επισκοπές. Πριν προχωρήσομε, όμως, στην ανάπτυξη του προτεινόμενου θέματος θεωρούμε απολύτως απαραίτητο, λόγω της πληθώρας ανακριβειών και μυθοπλασιών, να επιχειρήσομε μια συνοπτική παρουσίαση των πορισμάτων ή των υποθέσεων της επιστημονικής έρευνας σχετικά με την εκκλησιαστική οργάνωση της Μεσσηνίας. Θα παρουσιάσομε, λοιπόν, την αξιολόγηση των τεκμηρίων, το πρόβλημα της πρωτοβυζαντινής ύπαρξης επισκοπών, την κατά προσέγγιση οριοθέτησή τους, τη διοικητική υπαγωγή και οργάνωσή τους και, τέλος, την επισκοπική προσωπογραφία.

Οι μεσσηνιακές επισκοπές ως το 1204 και η σχετική έρευνα

Περιοδολόγηση και Aξιολόγηση των τεκμηρίων
Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο μόνον οι μαρτυρίες για την επισκοπή Μεσσήνης μπορεί να θεωρηθούν απολύτως ασφαλείς, ενώ προβληματικές κρίνονται αυτές για την Κορώνη, την Ασίνη και λιγότερο για την Μεθώνη. Μια αναφορά σε επίσκοπο Συλέου θεωρήθηκε παραφθορά του Πύλου, αλλά μάλλον αφορά την ομώνυμη ηλειακή πόλη. Επίσης, η ομωνυμία με άλλες επισκοπές ανά την αυτοκρατορία, όπως για παράδειγμα με τη Μεσσήνη και Μοσσυνούπολη στη Θράκη, την επισκοπή Μοσσύνων στη Φρυγία, με την Κορώνεια και Κορώνη στη Βοιωτία και τη Μακεδονία, έχει οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα που ως στερεότυπα επαναλαμβάνονται και στις πιο σοβαρές μελέτες. Πώς ένα λάθος δημιουργεί παράδοση, αρκεί να αναφερθεί η πολύ μεταγενέστερη περίπτωση του πατριάρχη Αθανασίου (πατριαρχεία 1289-1293 και 1304-1310): η πατρίδα του Αδριανούπολη, αναφερόμενη αρχαιοπρεπώς ως Οδρυσσός, εξελήφθη ως παραφθορά της μεσσηνιακής Ανδρούσας, όπου μάλιστα κατά τα τελευταία χρόνια αποφασίσθηκε να τιμάται ως μεσσήνιος πατριάρχης και άγιος. Παρά τις λανθασμένες αναγνώσεις και παρά την έλλειψη σαφών τεκμηρίων, ίσως δεν πρέπει να αποκλεισθεί η ύπαρξη πρωτοβυζαντινής επισκοπής κυρίως στη Μεθώνη (με μια θεωρούμενη ως προβληματική αναφορά συμμετοχής επισκόπου της σε σύνοδο). Αντίθετα, συνεχίζει να μη θεωρείται πιθανή η ύπαρξη πρώιμης επισκοπής στην Κορώνη (Πεταλίδι) και στην Ασίνη, παρά την παρουσία πρωτοβυζαντινών βασιλικών στην περιοχή Λογγά και μεγάλης βασιλικής, αυτής της αγίας Σοφίας, εντός του κάστρου της Ασίνης-Κορώνης, χρονολογούμενης στους μεταβατικούς χρόνους. Ανεξάρτητα από τις παραπάνω εκτιμήσεις δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο πρώιμων επισκοπών ή κάποιας μορφής εκκλησιαστικών διοικήσεων στις δύο αυτές πόλεις, των οποίων ο πρωτοβυζαντινός διοικητικός χαρακτήρας πιθανότατα προεξόφλησε ή και επέβαλε την κατά τις αρχές του 9ου αιώνα επανίδρυσή τους ως επισκοπών, με σχετικές αλλαγές, κυρίως μετατοπίσεις (Κορώνη-Ασίνη). Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, μετά από μια μακρά μεταβατική φάση πειραματισμών κατά τον 8ο αιώνα, στην επικράτεια της σημερινής μητροπόλεως Μεσσηνίας μαρτυρούνται χωρίς αμφισβήτηση πλέον από τον 9ο και ώς τον 12ο αιώνα μόνον οι επισκοπές Κορώνης και Μεθώνης. Στο εξής, δεν αναφέρεται ως επισκοπή η Μεσσήνη, ενώ υπάρχει αδιάλειπτη τεκμηρίωση για την Κορώνη και την Μεθώνη.

Αριστερά: Αρχαία Μεσσήνη, το βυζαντινό Βουρκάνον, ο ναός του Αγίου Νικολάου, άποψη από το αρχαίο θέατρο Δεξιά: Η Παλαιά μονή Βουλκάνου και στο βάθος η βόρεια μεσσηνιακή πεδιάδα

Τα όρια των επισκοπών 
Ὅρια ἐπαρχίας μητροπόλεως ή ἐπισκοπῆς είναι οι συνήθεις όροι που χρησιμοποιούνται, όταν γίνεται λόγος για την επικράτεια, τις κτήσεις των επισκοπών. Τα όρια μια επισκοπικής επαρχίας υπήρξαν συχνά αιτία τριβών και συγκρούσεων και ο προσδιορισμός τους σήμερα καθίσταται έργο δυσκολότατο.Η όποια προσπάθεια τοπογραφικής αποτύπωσής τους αποτελεί υπόθεση εργασίας που κινδυνεύει να υποκύψει στον πειρασμό των αυθαίρετων κατασκευών και οριοθετήσεων, στον βαθμό που δεν διαθέτομε σχετικά εκκλησιαστικά διοικητικά έγγραφα ή κατάστιχα για την περιοχή κατά τους υπό διερεύνηση χρόνους. Με μεγάλη προσοχή και κατά οριακή προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη μας πολύ μεταγενέστερες οριοθετήσεις, θα μπορούσαμε να προτείνομε ότι κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους η Πυλία μέχρι περίπου τον Βελίκα ή τον Πάμισο ποταμό και το Κορυφάσιον αποτελούσε την επικράτεια των επισκοπών Κορώνης και Μεθώνης, αν τότε υπήρχαν τέτοιες επισκοπές. Ουδέν το πιο αναπόδεικτο! Αντίθετα, η επισκοπή Μεσσήνης, ευρισκόμενη στην καρδιά της μεσσηνιακής πεδιάδας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κυρίαρχη επισκοπή, τα όρια της οποίας άρχιζαν νότια από την παράλια χώρα του μεσσηνιακού κόλπου και έφταναν μέχρι τα όρια της επισκοπής Κυπαρισσίας: δηλαδή με νοτιοδυτικό όριο τον κόλπο της Πύλου και το Αιγάλεω όρος και με βόρειο το πεδίον του Στενύκλαρου, δηλαδή τη βόρεια του Βουλκάνου-Ιθώμης περιοχή. Αυτήν περίπου την οριοθέτηση των κτήσεων προς βορρά μέσα στη μεσσηνιακή πεδιάδα μάς υποδεικνύουν πολύ αργότερα, στα υστεροβυζαντινά χρόνια, τα όρια της μητροπόλεως Μονεμβασίας αλλά και της ίδιας της Χριστιανουπόλεως. Μετά την εξαφάνιση των επισκοπών Μεσσήνης και Κυπαρισσίας, κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο δεν γνωρίζομε απολύτως τίποτε για τα όρια των επισκοπών Μεθώνης και Κορώνης. Δεν γνωρίζομε δηλαδή αν και πόσο επεκτάθηκαν μέσα στη μεσσηνιακή πεδιάδα. Επιπλέον, η εμφάνιση της μητρόπολης Χριστιανουπόλεως, μια μάλλον μετατοπισμένη προς την ενδοχώρα συνέχεια της πρωτοβυζαντινής επισκοπής Κυπαρισσίας, περιπλέκει τα πράγματα. Ενδέχεται η Χριστιανούπολη με τη Μεθώνη και την Κορώνη να μοιράστηκαν τις κτήσεις της επισκοπής Μεσσήνης.
Τέλος, ως ανατολικά όρια των μεσσηνιακών επισκοπών θα μπορούσε να προταθούν σταθερά οι βοριοδυτικά διακλαδώσεις του Ταϋγέτου, ενώ η περιοχή δυτικά των Φαρών/Καλαμάτας θεωρείται ότι αποτελούσε όριο ή και ανήκε διαχρονικά στις επισκοπές της χερσονήσου του Ταινάρου, κατά δε τη μεσοβυζαντινή εποχή στην επισκοπή Μαΐνης.

Η υπαγωγή και οργάνωση των επισκοπών

Μεθώνη, λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής εντός της πόλης

Η επισκοπή Μεσσήνης κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, όπως και όλες οι επισκοπές της Πελοποννήσου (η οποία διοικητικά ανήκε στην επαρχία του Ιλλυρικού με έδρα τη Θεσσαλονίκη) υπήγετο στην εκκλησία της Ρώμης και μάλιστα στην αρχιεπισκοπή Κορίνθου. Η αρχιεπισκοπή για την εκκλησία της Ρώμης αντιστοιχούσε σε μητρόπολη του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Όμως, από το 732/3 επί Λέοντα Γʹ Ίσαυρου αποσπώνται οριστικά πολλές επαρχίες, μεταξύ των οποίων και η Πελοπόννησος, από τη δικαιοδοσία του πάπα. Το λεγόμενο Τακτικό της εικονομαχίας, πιθανότατα του 8ου αιώνα, είναι το πρώτο από τη γνωστή σειρά των εκκλησιαστικών Τακτικών (γνωστών και ως Notitiae episcopatuum) που αν και δίδει ορθά τον Κορίνθου ως υπαγόμενο πλέον στην Κωνσταντινούπολη, όμως είναι ιδιαίτερα προβληματικό ως προς τις αναφερόμενες επισκοπές. 
Πρόκειται μάλλον για συμπιληματικό έργο που συνετάχθη στα χρόνια της πρώτης εικονομαχίας και μεταγράφει αλλοιώνοντας ονομασίες πόλεων και επισκοπών από διάφορα, όχι απαραίτητα εκκλησιαστικά, λατινικά κείμενα. Μάλλον πολύ λίγο ανταποκρίνεται στην εκκλησιαστική πραγματικότητα, όπως τελικά αυτή είχε διαμορφωθεί μετά τα χρόνια των σλαβικών επιδρομών και των διοικητικών ανακατατάξεων. Δίδεται ένας απίθανος, όσο ποτέ άλλοτε μεγάλος, αριθμός επισκόπων, 37, υποκείμενων στον Κορίνθου, μεταξύ των οποίων, αναφορικά με τον χώρο που μελετούμε, ο Μοθόνης (Μεθώνης), ο Ασίνας (Ασίνης/Κορώνης), ο Κύδνας (Κορώνης;) ο Μοσσίνας (Μεσσήνης) και ο Συλέου (Πύλου;). Η κατάσταση μοιάζει να σταθεροποιείται και να μάς προσφέρονται τα πρώτα σοβαρά τεκμήρια μόλις το 805/806, όταν οι μόνες αναφερόμενες επισκοπές της Μεσσηνίας, η Μεθώνη και η Κορώνη, αποσπώνται από τον Κορίνθου και δίδονται στον Πατρών. Οι Πάτρες ήταν ήδη αρχιεπισκοπή επί παπικής διοικήσεως και τώρα αναγνωρίζονται επισήμως σε μητρόπολη μετά την βυζαντινή νίκη κατά των Αράβων και Σλάβων που πολιορκούσαν την πόλη. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς της διοικητικής πολιτικής του, καινοτομεί και στην εκκλησιαστική οργάνωση της Πελοποννήσου. Με δύο σιγίλια θα προβεί στην ανύψωση των Πατρών σε μητρόπολη και θα υπαγάγει στην νέα αυτή μητρόπολη τις μεσσηνιακές και λακωνικές επισκοπές προσαφιερώνοντας τους Σλάβους της πατραϊκής στον ναό του Αγίου Ανδρέα. Με την προσπάθεια καθυπόταξης των Σλάβων και με τον εκχριστιανισμό τους σχετίζεται πιθανότατα και μια άλλη, νέα επισκοπή στην βόρεια μεσσηνιακή χώρα, η Χριστιανούπολη (εκτός των ορίων που μελετούμε) και η οποία επίσης συγχέεται με ομώνυμες επισκοπές και κυρίως με τη μακεδονική Χριστούπολη. 
 Η Χριστιανούπολη, αν και αναφέρεται από τις πηγές μόνον κατά τον 11ο αιώνα, πιθανότατα προϋπήρχε και κατά τον 10ο αιώνα. Όσον αφορά την τάξη πρωτοκαθεδρίας, οι επισκοπές Μεθώνης και Κορώνης αναφέρονται στη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα των επισκοπών της μητρόπολης Πατρών, μετά την επισκοπή Λακεδαιμονίας ώς το 1082/3 που η Λακεδαιμονία αποσπάται και ανυψώνεται σε μητρόπολη. Στο εξής και για τετρακόσια χρόνια μέχρι την λατινική κατάληψη της Πελοποννήσου το 1204 η εικόνα της οργάνωσης των μεσσηνιακών επισκοπών και της υπαγωγής τους στη μητρόπολη Πατρών διατηρείται αμετάβλητη, όπως ακριβώς είχε ρυθμιστεί το 805/806.

Η προσωπογραφία


Αρχαία Μεσσήνη, η βασιλική του θεάτρου

Στο βαθμό που η πρωτοβυζαντινή ύπαρξη επισκοπών και ο καθορισμός των ορίων τους παραμένουν άλυτα προβλήματα για την έρευνα προφανώς τούτο ισχύει και για τον προσωπογραφικό κατάλογο των επισκόπων τους. Πέρα από τις λανθασμένες ταυτίσεις των επισκοπών που συνεπάγεται αυτόματα λανθασμένη απόδοση των επισκόπων, η άγνοια, επίσης, της επισκοπικής επικράτειας δεν βοηθεί τον ιστορικό και τον αρχαιολόγο να αποφανθεί για την επισκοπή στην οποία ανήκουν οι αναφερόμενοι επίσκοποι και πρεσβύτεροι σε ενεπίγραφα ευρήματα, μάλιστα δε σε αποτμήματα επιγραφών. 
Εξυπακούεται ότι τούτο αποτελεί πρόβλημα μόνον για ευρήματα που υποψιαζόμαστε ότι βρίσκονται στα όρια δύο επισκοπών, ενώ δεν υφίσταται για ευρήματα εντός γνωστών επισκοπικών κέντρων. Κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους όλα τα προτεινόμενα ονόματα επισκόπων Κορώνης και, εν μέρει, Μεθώνης ελέγχονται, όταν και αυτή ύπαρξη των επισκοπών αμφισβητείται. Και εδώ πάλι η ευσεβής μυθοπλασία κυριαρχεί και σε ένα βαθμό, ελάχιστο ευτυχώς, υιοθετείται από την επιστημονική κοινότητα που με την σειρά της δεν είναι αμέτοχη σε ευφάνταστες κατασκευές και σενάρια. Πιθανότατα μόνον ο Ευτύχιος ή Τυχικός (Euthitius /Eutychius ab Achaia, ή Thitius /Tychius ab Asia - διορθ. Achaia - de Methonis/Montonis) επίσκοπος Μεθώνης που συμμετείχε στη Σύνοδο της Σαρδικής το 343 και αναφέρεται στην γνωστή επιστολή του Αθανασίου Αλεξανδρείας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο πρώτος επώνυμος επίσκοπος της Μεθώνης και κατ’ επέκταση της σημερινής μητροπόλεως Μεσσηνίας.
Το γεγονός, όμως, ότι ουδεμία άλλη πληροφορία για επισκοπή στην Μεθώνη υπάρχει μέχρι το 805/806 δημιουργεί, εκτός των άλλων, σοβαρές αμφιβολίες. Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο μόνον για την επισκοπή Μεσσήνης, όπως και για την εκτός των ορίων που εξετάζομε επισκοπή Κυπαρισσίας, πηγές και επιγραφικά ευρήματα αναφέρουν επισκόπους και πρεσβυτέρους. Βέβαιες κρίνονται οι τρεις μαρτυρίες για τον Ιωάννη Μεσσήνης που συμμετείχε στην ληστρική Σύνοδο της Εφέσου το 449 και στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο Χαλκηδόνας το 451 αλλά και υπέγραψε την επιστολή που εστάλη από τον Κορίνθου στον αυτοκράτορα Λέοντα το 458. Επιπρόσθετα, επιγραφές από την Μεσσήνη μνημονεύουν πρεσβύτερο Παύλο (μετά τα μέσα του 4ου αιώνα) και πρεσβύτερο Ανανία (6ο αιώνα), βαθμό μετά τον επίσκοπο στην εκκλησιαστική οργάνωση των τοπικών επισκοπών. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια περιμέναμε πιο πλούσια πληροφόρηση, αλλά δυστυχώς δεν διαθέτομε Συνοδικά, δηλαδή καταλόγους, όπως έχομε για άλλες μητροπόλεις (Λακεδαιμονίας, Μονεμβασίας). Ελάχιστες είναι οι μαρτυρίες στις πηγές και σχετικά περισσότερες στα μολυβδόβουλλα, στις σφραγίδες των επισκόπων. Έτσι με βάση τα μολυβδόβουλλα, με όλα τα δυσεπίλυτα προβλήματα στην ακριβή χρονολόγησή τους, έχομε για την Κορώνη τον Προκόπιο στον 9ο αιώνα, τον Γεράσιμο, Στέφανο και Ιωάννη στον 10ο, τον Θεοδόσιο και τον Γεώργιο στον 10o-11ο και τον Κωνσταντίνο στον 12ο-13ο αιώνα.Σύμφωνα δε με ψυχωφελή διήγηση του Παύλου Μονεμβασίας στις αρχές του 10ου αιώνα ένας Νικήτας Κορώνης γίνεται επίσκοπος Μονεμβασίας. Για την Μεθώνη οι πηγές μνημονεύουν τον Αθανάσιο (συμμετείχε το 879 στην Σύνοδο που επανέφερε τον πατριάρχη Φώτιο), τα δε μολυβδόβουλλα αναφέρουν τον Νικήτα στον 10ο και τον Θεόδωρο στον 10ο-11ο αιώνα. Τέλος, στον 12ο αιώνα στην Μεθώνη είναι επίσκοπος ο γνωστός για το θεολογικό και υμνογραφικό του έργο Νικόλαος Μεθώνης (+1166) και αναφέρεται από τις σφραγίδες ο Μελέτιος. Εν κατακλείδι, πρέπει να επισημάνομε ότι χρειάζεται προσεκτική χρήση των υπαρχόντων προσωπογραφικών καταλόγων, καθώς βρίθουν ανακριβειών και γίνεται αναπαραγωγή σφαλμάτων. Η περίπτωση κάθε επισκόπου που μας προτείνεται, μετά μάλιστα από αβέβαιες αναγνώσεις και ταυτίσεις, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κριτικά πριν υιοθετηθεί και δημιουργήσει ψευδή παράδοση στην εκκλησιαστική ιστορία μιας περιοχής και, βεβαίως, της Μεσσηνίας.

Η Παλαιά μονή Βουλκάνου, στην πλαγιά του όρους Ιθώμη. Νότια και δυτικά τα χωριά Μαυρομμάτι και Σίμιζα (Αρσινόη) και ο αρχαίος χώρος της Μεσσήνης και το βυζαντινό Βουρκάνον. Νότια στο βάθος η περιοχή με τον ναό της Σαμαρίνας

Ο θρησκευτικός βίος στη βυζαντινή Μεσσηνία 

Η πρωτοβυζαντινή εποχή
Η εμφάνιση, διάδοση, εδραίωση και κατ’ επέκταση η οργάνωση του χριστιανισμού στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο κατά γενική εκτίμηση υπήρξε βραδεία και διακοπτόμενη και τούτο συνάγεται, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην περιοχή εμφανίζονται κυρίως από τον 5ο αιώνα και εξής, ενώ οι αβαροσλαβικές επιδρομές και εγκαταστάσεις ήδη από τον 6ο αιώνα διέκοψαν ή καθυστέρησαν τον πλήρη εκχριστιανισμό του χώρου. Στη Μεσσηνία είναι επαρκώς διαπιστωμένη και μελετημένη η όψιμη συνέχεια της λατρείας των ηρώων προγόνων των Μεσσηνίων έως και τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, με την επαναχρησιμοποίηση των θολωτών και θαλαμωτών τάφων. Δίπλα στην καθαρά εντόπια αυτή λατρευτική συνήθεια είχαν από παλιά εμφανισθεί στα αστικά κέντρα και στα λιμάνια οι ανατολικής προέλευσης λατρείες και ο οργανωμένος ιουδαϊσμός-χριστιανισμός. Η παρουσία Εβραίων, βασικός πάντα πυρήνας για την διάδοση του χριστιανισμού, μαρτυρείται πολύ ενωρίς επιγραφικά στην Κορώνη (Πεταλίδι), αλλά και στη Μεθώνη στα μέσα του 4ου αιώνα, όπου δραστηριοποιείται Εβραίος έμπορος. Έχομε, βέβαια, και αλλού υποστηρίξει ότι δεν είναι αρκετά σαφής η εικόνα της παλαιοχριστιανικής Μεσσηνίας και ούτε γνωρίζομε τους ρυθμούς εξάπλωσης του χριστιανισμού ούτε την πρώιμη χωρογραφική του διείσδυση. Όμως στον 5ο-6ο αιώνα, παρά την αποσπασματική ακόμη μαρτυρία της αρχαιολογίας, ο χριστιανισμός θα πρέπει να θεωρείται εδραιωμένος στις παράκτιες περιοχές και όχι μόνον. Έχομε επίσης διαπιστώσει ότι στις εύφορες περιοχές έχουν ανασκαφεί και οι μεγαλύτερες παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Μεσσηνίας π.χ. της Αγίας Κυριακής στα Φιλιατρά, στον Άγιο Ανδρέα Λογγά, πιθανώς οι βασιλικές στην αρχαία Μεσσήνη, οι πρόσφατα ανασκαπτόμενες στη Μεθώνη και οι εντοπιζόμενες στην ευρύτερη Πυλία και την μεσσηνιακή πεδιάδα. Τα πρώτα αυτά επίσημα χριστιανικά μνημεία της Μεσσηνίας βρίσκονται είτε στις παράκτιες περιοχές δίπλα σε πλούσιες ρωμαϊκές και πρωτοβυζαντινές αγρεπαύλεις είτε σε μεγάλα αστικά κέντρα πάνω σε αρχαίους ναούς οι οποίοι δείχνουν να έχουν καταπέσει ή λεηλατηθεί και το υλικό τους να έχει επαναχρησιμοποιηθεί στις νέες κατασκευές.

 Τούτο σημαίνει ότι ο χριστιανισμός υπήρξε και εδώ κατά την πρώτη του φάση και ώς ένα βαθμό φαινόμενο κυρίως αστικό, ενώ ενδέχεται η ορεινή χώρα να παρέμεινε συντηρητικά προσκολλημένη, όπως συνήθως, σε μορφές λαϊκής λατρείας συντηρώντας την παλιά εντόπια παράδοση. Από την ελλιπή αυτή πληροφόρηση για τις λατρευτικές όψεις του πρώιμου χριστιανικού βίου στη Μεσσηνία κάποια, εντούτοις, ελάχιστα στοιχεία μας προσφέρονται από τις πηγές και από την αρχαιολογική έρευνα. Περιγραφές ή απλώς μνείες για τα ταξίδια προσκυνητών που περνούν από το λιμάνι της Μεθώνης αλλά και τα Πρακτικά των Συνόδων, στα οποία δηλώνεται η παρουσία των επισκόπων στις Συνόδους, μας παρέχουν ειδήσεις για την επαφή της εκκλησίας της Μεσσηνίας με τα μείζονα θεολογικά ρεύματα και τα εκκλησιαστικά προβλήματα των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Είναι γνωστόν ότι η Μεθώνη αποτελούσε το κυρίως πέρασμα των χριστιανών (προσκυνητών, ναυτιλλομένων, αξιωματούχων), οι οποίοι διέσχιζαν τη Μεσόγειο έχοντας προορισμό τους την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους και, ακολούθως, επέστρεφαν πίσω στη Δύση.

Αρχαία Μεσσήνη και βυζαντινό Βουρκάνον. Δεξί πάνω, ερειπωμένος βυζαντινός ναός γνωστός ως Κλήσα-Κούκιε και δεξιά κάτω, ερειπωμένος βυζαντινός ναός γνωστός ως Κλήσα-Πόρτη

Έτσι κατά τον 4ο αιώνα ο μοναχός Ησύχιος αναζητώντας τον πνευματικό του δάσκαλο, τον άγιο Ιλαρίωνα, φτάνει στη Μεθώνη, όπου πληροφορείται από Εβραίο έμπορο ότι ο άγιος βρίσκεται στη Σικελία (πριν από το 365). Επίσης, από τη Μεθώνη περνά κατά την επίσκεψή της στους Αγίου Τόπους η μοναχή Ηγερία (381-384) και η αγία Παύλα μετά το 385. Στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα τη Μεθώνη θα επισκεφθούν επανειλημμένως κατά τα ταξίδια τους προς την Κωνσταντινούπολη και την Παλαιστίνη οι σημαντικότερες μορφές του δυτικού χριστιανισμού ο άγιος Ιερώνυμος (μαρτυρημένα το 404) και ο μαθητής του ιερού Αυγουστίνου, ο Παύλος Ορόσιος (415). Ενδέχεται πολλοί από αυτούς να συνάντησαν τους τοπικούς εκκλησιαστικούς άρχοντες, όταν, πιθανότατα, από το 343 στην Μεθώνη υπήρχε οργανωμένη χριστιανική κοινότητα υπό τον επίσκοπο Ευτύχιο που φέρεται να συμμετείχε στην Σύνοδο της Σαρδικής. Η ύπαρξη μίας παράκτιας βασιλικής του 6ου αιώνα στη θέση Άγιος Ηλίας/Κοκκινιά και μίας άλλης εντός του οικισμού, η οποία μόλις ανασκάπτεται, αλλά και η χρήση του προκωνσταντίνειου κοιμητηρίου στη θέση Άγιος Ονούφριος έξω από την Μεθώνη, του πιο χαρακτηριστικού διάσκαφου παλαιοχριστιανικού κοιμητηρίου της Πελοποννήσου, πιστοποιούν μετάβαση στα λατρευτικά ήθη της νέας θρησκείας και οργανωμένη εντός του άστεως χριστιανική κοινότητα.
Στρεφόμενοι στην ενδοχώρα, στη μεσσηνιακή πεδιάδα η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη μάς προσφέρει πλουσιότατες μαρτυρίες. Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει σημαντικά χριστιανικά ευρήματα, όπως πρώιμες χριστιανικές ταφές αλλά και επιτύμβιες επιγραφές με αναφορές σε πρεσβυτέρους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εθνική ονοματοδοσία (Κτησίλεια, Ασκληπιάδης, Νικόμαχος, Αγαθώνυμος) σε επιγραφές 3ου-5ου αιώνα που θεωρούνται, αν και εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις, χριστιανικές. Αντίθετα, μετά βεβαιότητας είναι χριστιανικές οι επιτύμβιες επιγραφές του Μάρκου, της ογδοντάχρονης δούλης του θεού Αντιοχίδας, της δεκαεπτάχρονης Θεοδούλης και του επίσης δεκαεπτάχρονου χριστιανοῦ, όπως αποκαλείται, Γλυκά. Επίσης, ειδικό ενδιαφέρον για το θέμα που μελετούμε παρουσιάζουν οι επιγραφές των πρεσβυτέρων Παύλου και Ανανία, η τελευταία του 6ου αιώνα με αναφορά σε ὅριον εκκλησιαστικής περιουσίας και με ἀνάθεμα, κατάρα για τον παραυλακιστήν, τον καταπατητή της, αυτόν που αυλακώνοντας, οργώνοντας παραβιάζει και αλλοιώνει τα όρια.
Το ὅριον και το ἀνάθεμα παραπέμπουν σε γνωστές χριστιανικές πρακτικές ήδη κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, όταν η οριοθέτηση εκκλησιαστικών, κυρίως μοναστικών περιουσιών, συνιστούσε μορφή ασύλου και το ανάθεμα λειτουργούσε αποτροπαϊκά και διασφάλιζε μαγικοθρησκευτικά το απαραβίαστο. Επίσης, έχουν βρεθεί πλήθος γλυπτά, θραύσματα από βασιλικές που έχουν εντοπισθεί στην Αγορά, ενώ σε δωμάτιο του Σταδίου ανακαλύφτηκαν σωρηδόν πλήθος σπασμένων αγαλμάτων, έργο της χριστιανικής εποχής.
Σημαντικότατη μορφή της πρώιμης επισκοπικής ιστορίας της Μεσσηνίας αποτελεί, λόγω της δράσης του, ο επίσκοπος Μεσσήνης Ιωάννης. Ο Ιωάννης μάλλον είχε συρθεί, είχε εξαναγκασθεί να συμμετάσχει στην ληστρική Σύνοδο της Εφέσου το 449 (και όχι, όπως έχει λανθασμένα υπολογισθεί, στην Γʹ Οικουμενική της Εφέσου το 431). Στην συνέχεια, συμμετείχε μαζί με τους 650 άλλους επισκόπους στην σημαντικότατη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτέλεσε την κατάληξη μιας μακράς πορείας για την διαμόρφωση του δόγματος με την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, με την επικύρωση του συμβόλου της Πίστεως, τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και με την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος. Ο αποκαλούμενος, λοιπόν, εὐλαβέστατος και ἐπίσκοπος πόλεως Μεσσήνης υπογράφει τα πρακτικά της Συνόδου αυτής, στην οποία ο Πέτρος Κορίνθου, ο μητροπολίτης στον οποίο υπήγετο, πρωταγωνίστησε στο επεισόδιο της μετακίνησής του στην δεξιά πτέρυγα με τους Ανατολικούς της Συνόδου, πράξη που χαιρετίστηκε από τους συνοδικούς με την αναφώνηση «ὁ Πέτρος τὰ Πέτρου φρονεῖ. ὀρθόδοξε, καλῶς ἦλθες». Επίσης, το 458 ο Ιωάννης ήταν μεταξύ των είκοσι επισκόπων υπό τον Κορίνθου με τους οποίους ο μητροπολίτης Πέτρος συγκρότησε επαρχιακή σύνοδο για την υποστήριξη των αποφάσεων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, υπογράφοντας και αποστέλλοντας σχετική επιστολή προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (457-474). Η μη παρουσία στην Σύνοδο αυτή άλλου επισκόπου από τη Μεσσηνία, δηλαδή του επισκόπου Μεθώνης, έχει δημιουργήσει ερωτηματικά για την καθόλου ύπαρξή του. Όπως καταφαίνεται, λοιπόν, ο Ιωάννης Μεσσήνης, λόγω και της συγκυρίας, συμμετείχε ενεργώς σε σημαντικά γεγονότα της Εκκλησίας, τα οποία υποθέτομε ότι θα γνώριζαν και πιθανώς θα απασχολούσαν τις χριστιανικές κοινότητες της μεσσηνιακής γης, από τη Μεσσήνη ώς τη Μεθώνη. Εξάλλου, η Μεσσήνη της εύφορης ενδοχώρας μαζί με τη Μεθώνη των θαλάσσιων δρόμων κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους μοιάζει να αποτελούν τους δύο κυρίαρχους πόλους, τις αλληλοσυμπληρούμενες πόλεις του θρησκευτικού και οικονομικού βίου στη Μεσσηνία έως την σλαβική κάθοδο, οπότε αυτές οι ισορροπίες ανατρέπονται.


Οι μεταβατικοί χρόνοι (7ος-9ος αιώνας)

 Κορώνη, Βασιλική Αγίας Σοφίας

Την εκκλησιαστική οργάνωση και τη θρησκευτική ζωή στη Μεσσηνία προφανώς επηρέασαν τα γεγονότα του 7ου και 8ου αιώνα. Η αλλαγή του κλίματος, η για δύο αιώνες πανώλη, οι αραβικές και σλαβικές επιδρομές αλλά και οι διοικητικές βυζαντινές καινοτομίες προκάλεσαν πληθυσμιακές αλλαγές και διαμόρφωσαν μια νέα πολιτισμική ανθρωπογεωγραφία. Ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα οι σλαβικές επιδρομές, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις επισφράγισαν την ερήμωση που είχαν πρωτύτερα προκαλέσει στη μεσσηνιακή χώρα καταστροφικοί σεισμοί, βαρβαρικές δηώσεις και πειρατικές επιθέσεις. 
Πόλεις στο εξής ερημώνονται ή προσωρινά εγκαταλείπονται, πληθυσμοί καταφεύγουν και προστατεύονται στα ορεινά μέρη ή στα παράλια οχυρωμένα κάστρα. Κατά πάσα πιθανότητα οι Σλάβοι που προτιμούσαν παραποτάμιες περιοχές και έλη, σε ένα πρώτο στάδιο, εγκαταστάθηκαν στο κενό που δημιουργήθηκε στη μεγάλη μεσσηνιακή πεδιάδα, στις εκβολές των ποταμών ώς την πρωτοβυζαντινή Κορώνη (Πεταλίδι) αλλά και στην περιοχή του κόλπου της Πύλου. Είναι αλήθεια ότι ελάχιστα σχετικά γνωρίζομε και όλα τα παραπάνω αποτελούν πιθανολογίες που εντούτοις βασίζονται τόσο στην υπάρχουσα αρχαιολογική μαρτυρία, στο τοπωνυμικό και στις σλαβικές συνήθειες εγκατάστασης.
Στα μεταβατικά, λοιπόν, χρόνια του 7ου-8ου αιώνα η αρχαιολογία, διαπιστώνει σλαβικές επιρροές ή και κατάλοιπα (σλαβικά αγγεία, ταφές, κοσμήματα) από τη Μεσσήνη μέχρι τη Γιάνιτζα (σημερινό Ελαιοχώρι), συρρίκνωση ή και εγκατάλειψη οικισμών (Μεσσήνη/Βουλκάνο, πρωτοβυζαντινή Κορώνη). Επίσης, αποδεικτικό στοιχείο σλαβικών πληθυσμών στη μεσσηνιακή χώρα αποτελεί το σλαβικό τοπωνυμικό (Ναβαρίνο, Βουλκάνο, Γιάνιτζα) που αντικαθιστά, μαρτυρημένα για την Πελοπόννησο και τη Μεσσηνία από το 10ο και 11ο αιώνα, τα αρχαία ονόματα των οικισμών. Όμως, παρότι η ετερογένεια του πληθυσμού θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη, τίποτε δεν μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια για τη θρησκευτική ζωή και την εκκλησιαστική οργάνωση στην περιοχή. Πάντως, κρίνοντας από τα συμβάντα ανά την Πελοπόννησο κατά τους αμέσως επόμενους αιώνες, συμπαγείς ομάδες αβάπτιστων Σλάβων πρέπει να συμβίωναν με τους εντόπιους, επηρεάζονταν στις συνήθειες και πιθανώς προσχωρούσαν στον χριστιανισμό. Όσοι είχαν καταφύγει στους ορεινούς όγκους ή είχαν παραμείνει απομονωμένοι στην πεδιάδα διατηρώντας την εθνική τους λατρεία οι Βυζαντινοί θα προσπαθήσουν να εκχριστιανίσουν σταδιακά, μετά τον εκβυζαντινισμό τους που σίγουρα προηγείται.
Ελλείψει στοιχείων, σε αυτήν τη μη σαφώς διαμορφωμένη εικόνα, έρχεται το λεγόμενο Χρονικόν της Μονεμβασίας να προτείνει και η έρευνα να ελέγξει μια σειρά από στερεότυπα. Κυρίαρχο στερεότυπο αποτελεί η θέση ότι οι Σλάβοι ήλεγχαν τη Δυτική Πελοπόννησο και βεβαίως τη Μεσσηνία επί 218 χρόνια από το 587/588 ώς τα 805/806. Όπως έχομε επανειλημμένως αναφέρει η σλαβική κάθοδος και εγκατάσταση υπήρξε ιδιαίτερα πολύπλοκη και μακρόχρονη με πολλές παραμέτρους. Δεν γίνεται πλέον αποδεκτό ότι για 218 χρόνια, εν προκειμένω στη Μεσσηνία, δεν είχε επέμβει η βυζαντινή εξουσία.
Αντίθετα, θεωρείται πιθανότερο ότι ήλεγχε εκτός από το ανατολικό μέρος και την παράλιο χώρα της δυτικής Πελοποννήσου. Η αρχαιολογία, οι πηγές και το τοπωνυμικό παρέχουν σημαντικά επιχειρήματα για βυζαντινή παρουσία, για συνύπαρξη των Σλάβων με τους εντοπίους (Μεσσήνη/Βουρκάνο) ή και για βίαια απώθηση των επήλυδων προς τους ορεινούς όγκους (Καλάμαι/Γιάνιτσα, Ταΰγετος, Κοντοβούνια). Αν αρχικά οι Σλάβοι εξεδίωξαν τους εντοπίους από τα πεδινά, στη συνέχεια και οι Βυζαντινοί ανά εποχές εξεδίωκαν τους ανυπότακτους Σλάβους που με τη σειρά τους κατέφευγαν στα ορεινά. Το ανυπότακτο και αυτοδέσποτο των πληθυσμών αυτών, προφανώς, μας επιτρέπει να υποθέσομε μια θρησκευτική διαφοροποίηση και μια άρνηση συμμόρφωσης κάθε φορά που η βυζαντινή εξουσία προσπαθούσε να επιβάλλει τους όρους της.
 Η εκστρατεία του λογοθέτη Σταυρακίου το 783 στην Πελοπόννησο, στα χρόνια της Ειρήνης της Αθηναίας, είχε ως αποτέλεσμα την καθυπόταξη των Σλάβων και, λίγο αργότερα, τη δημιουργία του στρατιωτικού θέματος, περί τα 784-788. Έτσι, μετά την εδραιωμένη και συνεχή βυζαντινή παρουσία στα τέλη του 8ου αιώνα το μη συνεργάσιμο με τους βυζαντινούς σλαβικό στοιχείο της Μεσσηνίας μάλλον κατέφυγε στα Κοντοβούνια και στις δυτικές πλαγιές του Πενταδάκτυλου/Ταϋγέτου. Σε μια απροσδιόριστη εποχή, αλλά πιθανώς στον 10ο αιώνα, δημιουργήθηκε στην ενδοχώρα η μητρόπολη Χριστιανουπόλεως που θεωρείται ότι στόχευε ακριβώς στον εκχριστιανισμό των Κοντοβουνίων. Πιθανότατα στους ίδιους μηχανισμούς εκχριστιανισμού των Σλάβων υπακούει και η δημιουργία στις αρχές του 9ου αιώνα της επισκοπής Κορώνης. Μετατοπισμένη σε καίρια θέση ελέγχει μαζί με το κάστρο Μαΐνης τον μεσσηνιακό κόλπο. Ευρισκόμενη μάλιστα ακριβώς απέναντι από τους συμπαγείς σλαβικούς πληθυσμούς, στη δυτική πλευρά του Πενταδάκτυλου, τη σημερινή μεσσηνιακή Μάνη, συμβάλλει στον έλεγχό της, αν και η περιοχή ανήκε στην δικαιοδοσία του επίσκοπου Μαΐνης. Μέχρι πρόσφατα, εξάλλου, και μαρτυρημένα κατά τους μέσους χρόνους οι κάτοικοι της απέναντι ακτής είχαν συνεχείς επαφές δια θαλάσσης και μέσω Κορώνης με την περιοχή της Πυλίας και με την υπόλοιπη Μεσσηνία. Σε αυτή τη μεταβατική φάση, μάλιστα το 733, το Ανατολικό Ιλλυρικό, στο οποίο ανήκε η Πελοπόννησος και συνεπώς η Μεσσηνία, αποσπάται από τη δικαιοδοσία του πάπα και υπάγεται στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται για καθοριστικό γεγονός που αφορά άμεσα τις μεσσηνιακές επισκοπές και για αυτό αξίζει μιας σύντομης παρουσίασης. Η διαρκής επιδίωξη της Ρώμης για αυτονόμηση από την Κωνσταντινούπολη βρήκε ως προσφορότερη αφορμή την εικονομαχία. Καθώς ο πάπας Γρηγόριος Β΄ (715-731) αρνήθηκε να καταβάλλει τους καθιερωμένους φόρους στην εικονομαχική εξουσία, η Κωνσταντινούπολη στα αμέσως επόμενα χρόνια (πιθανότατα στα 732/733) αφαίρεσε από την διοικητική και πνευματική εξουσία του την Καλαβρία, τη Σικελία, το Ιλλυρικόν (δηλαδή σχεδόν όλη την βαλκανική χερσόνησο μέχρι την Κρήτη) και τα ενέταξε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η Πελοπόννησος, ειδικά η Πάτρα και η Μεθώνη που διατηρούσαν πάντα, εκτός από εκκλησιαστικούς δεσμούς, δραστήριες σχέσεις επικοινωνίας και εμπορίου με τη Δύση, στρέφονται πλέον αναγκαστικά προς την Κωνσταντινούπολη καθώς αποκόβονται από την παπική διοίκηση. Η σημαντική αυτή αλλαγή αποτέλεσε τη συνέπεια της χρόνιας επιδίωξης του πάπα για αυθυπόστατο και το τίμημα για την απομάκρυνσή του τελικά από την Κωνσταντινούπολη κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα. Μάλιστα επί πάπα Παύλου Α΄ (757-767) χαλκεύεται η Κωνσταντίνειος Δωρεά (Constitutum Constantini) ένα κίβδηλο, όπως απέδειξε η σύγχρονη έρευνα, κείμενο, το διασημότερο πλαστό στην παγκόσμια ιστορία, που επέτρεπε στον πάπα να αυθαιρετεί και να απονέμει τίτλους ρωμαϊκότητας. Σύμφωνα με την Κωνσταντίνεια Δωρεά ο Μέγας Κωνσταντίνος, υποτίθεται, με τη μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στο Βυζάντιο παραχώρησε στον πάπα την πνευματική επικυριαρχία της Δύσης. Στα επόμενα χρόνια πάπες και φράγκοι ηγεμόνες στηριζόμενοι στην χαλκευμένη Κωνσταντίνειο Δωρεά θα δικαιολογήσουν την ίδρυση μιας αυτοκρατορίας στη Δύση που αντιμάχεται και διεκδικεί εδαφική και πνευματική επικυριαρχία αλλά πάνω από όλα τον τίτλο του αυτοκράτορος Ρωμαίων, αποκλειστικό τίτλο για αιώνες των βυζαντινών αυτοκρατόρων, των Γραικών κατά πάπα και Φράγκους.
 Με την Πελοπόννησο να ανήκει πλέον στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με τους κραδασμούς που προκάλεσε η εικονομαχική πολιτική των Ισαύρων αυτοκρατόρων προετοιμάζεται μια νέα εκκλησιαστική διοίκηση και αναζητούνται νέες επισκοπικές συμμαχίες. Σε αυτό το κλίμα πιθανότατα και με αυτήν την προοπτική συντάχθηκε το λεγόμενο Τακτικό της εικονομαχίας, για το οποίο κάναμε λόγο πιο πάνω. Μετά ένα πρώτο στάδιο μάλλον πειραματισμών και εξισοροπιστικών προσπαθειών, όπως καταφαίνονται στο εν λόγω Τακτικό με το πλήθος των επιδιωκόμενων επισκοπών και πόλεων, το σιγίλιο του Νικηφόρου του Α΄ θα δώσει την επαύριον της καθυπόταξης των Σλάβων της Αχαΐας και εν μέρει της υπόλοιπης χώρας, μια πρόδρομη οργανωτική δομή στη βυζαντινή Πελοπόννησο. Η οργάνωση αυτή σταδιακά θα αποτυπώνεται στα μη επίσημα Τακτικά του 9ου αιώνα (Notitiae 2, 4, 5, 6) ώς το λεπτομερές Τακτικό των αρχών του 10ου αιώνα (Notitia 7) το οποίο μας παραδίδει την τελική διαμόρφωση της νέας εκκλησιαστικής τάξης.

Αριστερά: Καλαμάτα, Άγιοι Απόστολοι Δεξιά: Το κάστρο της Καλαμάτας
Η Οργάνωση του χριστιανισμού στη Μεσσηνία (9ος αιωνας)
Στις αρχές του 9ου αιώνα επί Νικηφόρου Α΄ οργανώθηκε εκκλησιαστικά η Πελοπόννησος με δύο μητροπόλεις Κορίνθου και Πατρών. Η νέα αυτή οργάνωση και τάξη χωρίς αναφορές σε επισκοπές μάς παραδίδεται από ένα Τακτικόν των αρχών του 9ου που αρχικά εκαλείτο από την έρευνα Τακτικό του Νικηφόρου (Noititia 2). Έναν αιώνα αργότερα το Τακτικό 7 αλλά κυρίως το λεγόμενο Χρονικό της Μονεμβασίας μας καταθέτουν αναλυτικότερα την νέα εκκλησιαστική πραγματικότητα της Πελοποννήσου. Το Χρονικό την ερμηνεύει ιστορικά και διπλωματικά υπακούοντας στις επιταγές τοπικών επισκοπικών επιδιώξεων. Η ιστορική έρευνα με βάση τα λεγόμενα του Χρονικού αλλά και του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, δηλαδή τις μόνες πηγές που μας αφηγούνται τα πρώιμα γεγονότα της βυζαντινοσλαβικής σύγκρουσης στην Πελοπόννησο, συμπεραίνει ότι μετά την καθυπόταξη των Σλάβων στην Πατραϊκή με σιγίλιό του ο Νικηφόρος Αʹ στα 805/806 συνέστησε δύο μητροπόλεις στην Πελοπόννησο, σε Πάτρα και Κόρινθο, εκμεταλλευόμενος και την παπική προτέρα χρήση και για τους δύο αυτούς επισκόπους του τίτλου αρχιεπίσκοπος, ισοδυνάμου του βυζαντινού μητροπολίτη. Η πράξη βέβαια αυτή, δύο μητροπόλεις σε μια επαρχία, ρητά απαγορεύεται από τον 12ο κανόνα της Χαλκηδόνος, όμως σταδιακά υιοθετήθηκε και για πολλές άλλες περιπτώσεις. Κρίνεται ότι τούτο κατέστη δυνατόν λόγω του πολιτικοθρησκευτικού κλίματος της εποχής αλλά και της ιδιάζουσας κατάστασης στην Πελοπόννησο με την καθυπόταξη των Σλάβων και τους εποικισμούς με στόχο τον εκρωμαϊσμό (=εξελληνισμό) και εκχριστιανισμό του χώρου.
Διαπιστώνομε, λοιπόν, ότι μετά την καινοτομία του Νικηφόρου και με βάση το εκκλησιαστικό Τακτικό 7 των αρχών του 10ου αιώνα, στο εξής υπό τον μητροπολίτη Πατρών τάσσονται σταθερά στην δεύτερη και τρίτη θέση μετά τον Λακεδαιμονίας, ο Μεθώνης και Κορώνης και ακολουθούν δ΄ ὁ Βολαίνης, ε΄ ὁ Μωρέου και ς΄ ὁ Ἔλους. Έτσι, στον 10ο αιώνα (αργότερα επέρχονται κάποιες διαφοροποιήσεις που δεν αφορούν τις μεσσηνιακές επισκοπές) υπό την μητρόπολη Πατρών τάσσονται δύο επισκοπές της Μεσσηνίας, δύο της Ηλείας και δύο της Λακωνικής. Οι τρεις πρώτοι επίσκοποι, Λακεδαιμονίας, Μεθώνης και Κορώνης, κρίνονται ως σημαντικότεροι στην τάξη. Κατά μια ερμηνεία η επικράτεια των επισκοπών της μητρόπολης Πατρών την επαύριον μάλιστα της καθυπόταξης των Σλάβων, αντιστοιχεί ακριβώς στο μέρος αυτό της Πελοποννήσου που σύμφωνα με το Χρονικό δεν ήλεγχε μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα η αυτοκρατορία. Δηλαδή δόθηκαν στην Πάτρα τα ανακτημένα από τους Βυζαντινούς σλαβοκρατούμενα μέρη, όπου και ιδρύθηκαν ή επανιδρύθηκαν νέες επισκοπές. Η ερμηνεία αυτή δεν στερείται λογικής αλλά δεν εξηγούνται πολλές σημαντικές λεπτομέρειες, όπως η περίπτωση του Μαΐνης και η παντελής απουσία στη νέα οργάνωση της ορεινής Αρκαδίας. Εν πάση περιπτώσει, με τη νέα αυτή οργάνωση της εκκλησίας της Πελοποννήσου από τον Νικηφόρο και τον πατριάρχη Ταράσιο κάνει μάλλον για πρώτη φορά την εμφάνισή της η επισκοπή Κορώνης για την οποία ασχοληθήκαμε συνοπτικά στο κείμενό μας στον αδελφό τόμο της εκδοτικής αυτής σειράς (Η Βυζαντινή Μεσσηνία 4ος-12ος αιώνας, στο Μεσσηνία, Τόπος-Χρόνος- Άνθρωποι, 105-137). Κρίνεται χρήσιμη η αναπαραγωγή των σχετικών αποσπασμάτων.

«Η φροντίδα του Νικηφόρου για την Πελοπόννησο δηλαδή, η μετά την μετοικία αποκατάσταση των Πατρέων στα πάτρια, η ανοικοδόμηση εκ βάθρων πόλεων και ναών, η ενοίκηση ειδικά στην Λακεδαίμονα σύμμεικτου λαού από διαφόρους τόπους και πόλεις, δεν θα πρέπει να περιοριζόταν μόνον στην Πάτρα και Λακεδαίμονα, αλλά σίγουρα αφορούσε και τις άλλες πόλεις και νέες επισκοπές υπό την μητρόπολη Πατρών, την Κορώνη και τη Μεθώνη. Θεωρώ μάλιστα ότι τα αναφερόμενα στο Χρονικό για την Λακεδαίμονα ισχύουν και για τη μεσοβυζαντινή Κορώνη, δηλαδή ἐκ βάθρων καὶ αὐτὴν ἀνεγείρας καὶ ἐνοικίσας ἐν αὐτῇ λαὸν σύμμικτον… ἐπισκοπὴν καὶ αὖθις ταύτην κατέστησε καὶ ὑποκεῖσθαι τῇ τῶν Πατρῶν μητροπόλει ἐθέσπισεν. Έτσι, αν κατά τον 7ο-8ο αιώνα η σχετικώς εγκαταλελειμμένη Ασίνη, ως οχυρά όμως θέση, αποτελούσε πάντα το προσωρινό καταφύγιο των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, των Κορωναίων, τώρα πλέον με την πολιτική βούληση του Νικηφόρου σταθεροποιήθηκε ως πόλος συσπείρωσης, ενοικίσθηκε με σύμμεικτο λαό, δηλαδή με διαφόρους πληθυσμούς και πιθανότατα πρώτιστα με Κορωναίους από την ευρύτερη περιοχή. Δόθηκε μάλιστα από τον Νικηφόρο ως επισκοπή Κορώνης (με την εγκατάλειψη του ονόματος Ασίνη) στη νέα μητρόπολη Πατρών, ανοικοδομήθηκε το κάστρο της και ανακαινίσθηκε εκ βάθρων η παλαιότερη βασιλική που έγινε ο μεσοβυζαντινός επισκοπικός ναός, ο λεγόμενος σήμερα της Αγίας Σοφίας. Η ενίσχυση της νότιας περιοχής και του κάστρου, η ανοικοδόμηση του ναού, όπου οι ερευνητές διαπιστώνουν φάσεις των μεταβατικών χρόνων, θα μπορούσε να χρονολογηθούν, αν όχι στα χρόνια της δραστικής επανάκαμψης της βυζαντινής εξουσίας και της ίδρυσης του θέματος Πελοποννήσου στα τέλη του 8ου αιώνα, τουλάχιστον στα χρόνια του Νικηφόρου, στις αρχές του 9ου αιώνα, οπότε αρχίζει ουσιαστικά η κυρίως βυζαντινή ιστορία της περιοχής. Ενδέχεται στον 8ο ή 9ο αιώνα να χρονολογούνται και άλλα μνημεία της Μεσσηνίας (ή τουλάχιστον οι ανακαινίσεις τους), όπως η βασιλική του θεάτρου στην αρχαία Μεσσήνη και πιθανότατα κάποια μνημεία στη σλαβοκρατούμενη δυτική πλευρά του Ταϋγέτου».

 Νησί Βενέτικο, ερειπιώνας στο βόρειο τμήμα

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Πελοπόννησο με τη νέα εκκλησιαστική οργάνωση δεν πρέπει να επηρέασε θρησκευτικά τους πληθυσμούς, αν κρίνομε από τις συνεχείς επαναστάσεις και αποστασίες των Σλάβων κατά τα επόμενα χρόνια. Πιθανώς οι δύο επισκοπές Μεθώνης και Κορώνης, προσπαθούσαν να κερδίσουν ποίμνιο με προσηλυτισμούς. Δυστυχώς, όμως δεν έχομε την παραμικρή μαρτυρία για ιεραποστολές και μονές μέχρι και τα τέλη του 10ου αιώνα.
Βέβαιον είναι ότι μετά τις καταστολές, οι ανυπότακτοι Σλάβοι κατέφευγαν στα ορεινά για να αποφύγουν την βυζαντινή εξουσία.
Αν αυτή είναι η κατάσταση για μια σημαντική μερίδα του αβάπτιστου μεσσηνιακού πληθυσμού, των Σλάβων, αντίθετα στα κάστρα και στα χωρία των χριστιανικών πληθυσμών (μετοίκων και εντοπίων) μια νέα οικιστική και θρησκευτική πολιτική καταφαίνεται με το πλήθος ναών από τον 10ο αιώνα και εξής. Γύρω από τον κεντρικό ναό, που γειτνιάζει με την αγορά ή με στοιχειώδεις βιοτεχνίες και αποθηκευτικούς χώρους, απλώνεται συνήθως ο οικισμός, όπως για παράδειγμα τούτο διαπιστώνεται στην αγροτική εγκατάσταση στα Νιχώρια, αλλά και σε συρρικνωμένους παλιούς οικισμούς, όπως είναι η μεσοβυζαντινή Μεσσήνη, η λεγομένη ἐγχωρίως πλέον Βουρκάνον. Γύρω από το ναό συχνά εντοπίζονται ταφές και ο χώρος των κοιμητηρίων δεν μοιάζει να είναι εξορισμένος από το οικιστικό πλέγμα. Αρκετοί μικροί ναοί ιδρύονταν επίσης στην περιφέρεια μιας εγκατάστασης, ανάλογα με την οικονομική ευμάρεια και τον θρησκευτικό ζήλο των δωρητών αρχόντων και του λοιπού λαού του οικισμού. Οι παράκτιοι οικισμοί, τα δύο λιμάνια με τα κάστρα και τις επισκοπές τους, δηλαδή η Κορώνη και η Μεθώνη, ήταν ανοικτά στον μεσογειακό κόσμο και μάλιστα μια εποχή με αθρόα προσέλευση προσφύγων από τη Νότια Ιταλία και Σικελία, συνεπεία των αραβικών επιδρομών και κατακτήσεων. Έτσι, ένας νέος αριθμός χριστιανών, προσφύγων από την Ιταλία προστίθεται στον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής και τον αναζωογονεί. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι, με βάση την μαρτυρία των πηγών, σε ένα πρώτο στάδιο ώς τον 10ο αιώνα τη χριστιανική σφραγίδα στην περιοχή βάζουν κυρίως οι χριστιανοί της Δύσης.
Ως πρώτη βεβαία μαρτυρία δράσης μοναχού στην Μεσσηνία θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή του Σικελού Αθανασίου κατά το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα. Ο Αθανάσιος από την Κατάνη της Σικελίας κατέφυγε στην Πάτρα όπου και αρχικά ασκήτευσε. Ακολούθως ορίσθηκε επίσκοπος Μεθώνης μάλλον από τον μητροπολίτη Πατρών στον οποίο υπήγετο. Το 879 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη συμμετέχοντας στη Σύνοδο που επανέφερε τον πατριάρχη Φώτιο. Στη Μεθώνη έζησε ώς τον θάνατό του λίγο μετά το 879 και στον επισκοπικό ναό της Μεθώνης τοποθετήθηκε η κάρα του. Είναι ακριβώς τα χρόνια που η Μεθώνη δοκιμάζεται από την επιθετικότητα των Αράβων της Κρήτης και της Σικελίας.
Περί το 872-878 στην περιοχή της Μεθώνης δρα ο ναύαρχος Νικήτας Ωορύφας που συλλαμβάνει κα τιμωρεί τους εξωμότες χριστιανούς του αραβικού στόλου: τους γδέρνει ζωντανούς, θεωρώντας τους ανάξιους να φέρουν το δέρμα που είχε δεχτεί το βάπτισμα. Πρόκειται για την πλέον παραδειγματική τιμωρία που στοχεύει, εκτός των άλλων, και τους προσφάτως εκχριστιανισθέντες στην Πελοπόννησο, όπου το βάπτισμα Εθνικών και Σλάβων ήταν πάντα προτεραιότητα. Επίσης το 880 ο ναύαρχος Νάσαρ συντρίβει τους Άραβες στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και αφιερώνει σε εκκλησία της Μεθώνης ως χαριστήρια όσα πλοία είχαν σωθεί κατά την πυρπόληση του σαρακηνικού στόλου. Μάλλον τα αφιέρωσε στον επισκοπικό ναό του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν πολιούχος και προστάτης της Μεθώνης. Οι επίσκοποι Μεθώνης στις σφραγίδες τους απεικονίζουν τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον επικαλούνται ως ἠγαπημένον οι δε επίσκοποι Κορώνης έχουν στις σφραγίδες τους την Θεοτόκο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με ψυχωφελή διήγηση του Παύλου Μονεμβασίας (μέσα 10ου αιώνα) ο Ιωάννης Θεολόγος ήταν και για τους ευρισκόμενους στη Θεσσαλονίκη Μονεμβασιώτες ναυτικούς ο θαυματουργός άγιος, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσομε ειδική προτίμηση του αγίου από τους ναυτικούς και μια εξακτίνωση της λατρείας του στους θαλάσσιους δρόμους και στα λιμάνια Μεθώνης, Μονεμβασίας, Θεολόγου/ Εφέσου, Θεσσαλονίκης. Πάντα, αναφορικά με τον αραβικό κίνδυνο και τις επιπτώσεις του στην περιοχή ενδιαφέρον έχουν τα εξιστορούμενα στον Βίο Βλασίου του εξ Αμορίου. Γύρω στα 896/7-901 ο άγιος Βλάσιος με τους μαθητές του αποβιβάζονται στη Μεθώνη από τον ναύκληρο-κυβερνήτη που τους μετέφερε από τη Ρώμη για την Κωνσταντινούπολη. Ο σταθμός και η παραμονή τους στη Μεθώνη κρίνεται θαυματουργός, καθώς ο ναύκληρος, που συνέχισε το ταξίδι χάριν εμπορίου στη Δημητριάδα, θα πέσει πάνω σε επιδρομή Αράβων. Η Μεθώνη προβάλλει, έτσι, ως το ορμητήριο και η σωτήρια καταφυγή των χριστιανών ταξιδευτών.
Έστω και με αυτά τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία για την εν λόγω επισκοπή, δημιουργείται η εντύπωση μιας συντονισμένης κρατικής μέριμνας για τη Μεθώνη. Σε μια δύσκολη εποχή, με τον αραβικό κίνδυνο να ελλοχεύει και με τους πρόσφυγες από τη βυζαντινή Ιταλία να καταφθάνουν, η Μεθώνη με την Πάτρα, αποτελούν τα πρώτα καταφύγια των χριστιανών προσφύγων, οι οποίοι χρειάζονται σχετική φροντίδα. Συνεπώς, η επισκοπή Μεθώνης για να μπορέσει να ανταποκριθεί είχε ανάγκη από πνευματικές και οικονομικές ενισχύσεις με χαριστήρια στους ναούς της και με την ανάδειξή της, εκτός από σημαντικό βυζαντινό λιμάνι, και ως τόπου πνευματικής καταφυγής και προσκυνήματος.

Αριστερά: Αρχαία Μεσσήνη, η βασιλική του θεάτρου Δεξιά: Ελληνοκκλησιά, ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής (Σαμαρίνα)




























Η εδραίωση του χριστιανισμού στη Μεσσηνία (10ος -12ος αιώνας)
Ο 10ος αιώνας για τη Μεσσηνία αποτελεί την περίοδο της περαιτέρω εδραίωσης της βυζαντινής εξουσίας κυρίως με την μορφή της ενσωμάτωσης του σύνολου χώρου στο βυζαντινό κράτος και τον πολιτισμό του. Μπορεί στα γεγονότα του 921 επί Ρωμανού, με την αποστασία των Σλάβων του Πενταδάκτυλου, να συμμετείχαν πιθανότατα και οι Σλάβοι Μηλιγγοί της μεσσηνιακής Μάνης με τους άρχοντές τους ή ακόμη μπορεί η πληθυσμιακή ιδιαιτερότητα να διατηρείται έκδηλα σε πολλούς θυλάκους που αντιστέκονται βίαια στις στρατολογήσεις των Βυζαντινών, όμως, όπως έχει υποστηριχθεί, η σταδιακή επαφή με την βυζαντινή κρατική μηχανή όλων αυτών των πληθυσμών της υπαίθρου της Πελοποννήσου (Ελλήνων, εντοπίων, εθνικών, ειδωλολατρών, Σλάβων) οδηγούσε αναπόφευκτα στον εκβυζαντινισμό, πολύ πριν από τον εκχριστιανισμό τους.
Στη Μεσσηνία ο εκχριστιανισμός είχε ανάγκη ανάδειξης εντοπίων νέων αγίων, πράγμα που υπήρξε πρωταρχική φροντίδα των επισκοπών και πιθανώς των μονών, αν και για τις μεσσηνιακές μονές ελάχιστα γνωρίζομε κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Η Κορώνη και Μεθώνη θα προσφέρουν σε ένα πρώτο στάδιο αγίους και προσκυνήματα που απαιτεί η χριστιανική, λαϊκή λατρεία. Όπως ήδη αναφέραμε, στον επισκοπικό ναό της Μεθώνης τοποθετήθηκε η κάρα του επισκόπου της πόλεως Αθανασίου, η λατρεία του οποίου εξελίσσεται στον 10ο αιώνα σε τοπικό προσκύνημα, και όχι μόνον, καθώς μαρτυρείται επίσκεψη και προσκύνηση από τον Πέτρο επίσκοπο Άργους. Μια μάλιστα ομιλία του Πέτρου είναι εμπνευσμένη από αυτό το προσκύνημα. Πιθανότατα, τη Μεθώνη είχε επισκεφθεί και ο εκ Πατρών Αρέθας και μητροπολίτης Καισαρείας, καθώς σε σχόλιό του μας περιγράφει με ακρίβεια την ΒΑ ακτή έξω από το κάστρο. Στα ίδια αυτά χρόνια, μάλιστα επί βασιλείας Λέοντος και Αλεξάνδρου (912), σύμφωνα με ψυχωφελή διήγηση του Παύλου Μονεμβασίας, σωζόμενη μόνον στα αραβικά, κάποιος Νικήτας εκ Κορώνης ήταν επίσκοπος Μονεμβασίας και μετέφερε τα λείψανα της μάρτυρος Ευλαλίας σε ναό της επισκοπής του μέσα στο κάστρο. Επίσης, η περίπτωση του Θεοδώρου Κυθήρων μάς ενδιαφέρει στην παρούσα επισκόπηση μόνον ως προς την καταγωγή του οσίου από εύπορη οικογένεια της Κορώνης, γεγονός που του επέτρεψε εγκύκλιο παιδεία ήδη στην πατρίδα του, ακολούθως ταξίδι και τετράχρονη παραμονή στη Ρώμη στα κρίσιμα χρόνια των βυζαντινό-παπικών σχέσεων κατά το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα. Ο όσιος επιστρέφοντας μετέβη στη Μονεμβασία και ακολούθως κατέφυγε στα Κύθηρα, όπου ασκήτευσε έως και τον θάνατό του το 922. Συνεπώς, και η Κορώνη προσέφερε επισκόπους αλλά και ασκητές που αγιοποιούνται. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι ανάμεσα στις επισκοπές της Πελοποννήσου υπήρχε μια έντονη κινητικότητα υπό τη μορφή επισκέψεων, προσκυνημάτων αλλά και εγκαταστάσεων. Στους επόμενους, μάλιστα, χρόνους, σύμφωνα με τη μαρτυρία της επιστολογραφίας, υπήρχαν επαφές των επισκόπων Κορώνης με τους εν Κωνσταντινουπόλει λογίους και άρχοντες, όπως με τον Νικηφόρο Ουρανό στον 10ο και με τον Μιχαήλ Ψελλό στον 11ο αιώνα.
  Μαυρομμάτι, Άγιος Ιωάννης Ριγανά

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εκκλησιαστική διοίκηση, μετά την αναδιοργάνωση του 9ου αιώνα, δείχνει να έχει εδραιωθεί στα κύρια πολίσματα της Μεσσηνίας, ώστε περί το 970, η ιεραποστολική περιοδεία του οσίου Νίκωνα στη μεσσηνιακή γη να μοιάζει με συνοπτικό επεισόδιο. Για την δράση του στη Μεσσηνία και πάλι θα αντιγράψομε τα σχετικά από τον αδελφό τόμο. «Στο πρώτο τμήμα του Βίου του που χρονολογείται στα μέσα του 11ου αιώνα, δηλαδή μισό αιώνα μετά τον θάνατο του οσίου, η Καλομμάτα ή Καλαμάτα αναφέρεται ως ενδιάμεσος, κομβικός σταθμός στην πορεία του Νίκωνος που ερχόμενος από Σπάρτη και Μάνη κατευθύνεται προς Κορώνη και Μεθώνη: Μαῒνην παρεγένετο κἀκεῖθεν πρὸς Καλαμάταν μετέβη. εἶθ’ οὗτος εὐθύ Κορώνης καί Μεθώνης καὶ Μισύνης, ἥν καὶ Βουρκάνον ἐγχωρίως καλοῦσιν, ἐπιβάς εἰς Ἀρκάδας ἀφίκετο. Συνεπώς, ο όσιος μετά το κάστρο Μαῒνης στο Τηγάνι, διασχίζει την έξω, τη μεσσηνιακή Μάνη, φθάνει στην Καλαμάτα και ακολούθως μεταβαίνει στην Πυλία, στη μεσσηνιακή πεδιάδα και στην περιοχή της Αρκαδιάς-Κυπαρισσίας… Η επιλογή του Νίκωνα να επισκεφθεί αυτές τις μεσσηνιακές ιστορικές πόλεις ή η επιλογή του βιογράφου να τις αναφέρει στον Βίο, δηλώνουν προφανώς τη σημασία τους και κατά τον 10ο και σίγουρα 11ο αιώνα. Τούτο σημαίνει ότι ήδη από χρόνια η παράλιος χώρα Καλαμάτα, στη θέση των αρχαίων Φαρών, ασχέτως αν δεν μαρτυρείται στις πηγές, αποτελούσε σημαντική χώρα-κάστρο, όπως και το Βουρκάνο/Μεσσήνη που συνέχιζε να αποτελεί σημαντικό οικισμό και βεβαίως οι παράλιες καστροπόλεις Αρκαδιά, Μεθώνη και Κορώνη που επίσης αναφέρονται ως κύριοι σταθμοί στην ιεραποστολική πορεία του Οσίου.
Στο τρίτο μάλιστα τμήμα του Βίου του Νίκωνος που σύμφωνα με τον εκδότη του χρονολογείται στα 1149 γίνονται αναφορές σε μοναχό εκ της παραλίου χώρας Καλομμάτας και στους οικούντες την Καλομμάταν οι οποίοι μεταβαίνουν να προσκυνήσουν το ιερό τέμενος του Νίκωνος στη Σπάρτη. Τούτο πάλι σημαίνει ότι στα μέσα του 12ου αώνα εκτός των άλλων χριστιανικών μνημείων της η Καλαμάτα διέθετε μονή (πιθανώς αυτή του κάστρου που αναφέρει το Χρονικόν του Μορέως) και σχετιζόταν επικοινωνώντας, σίγουρα όχι μόνο για λατρευτικούς λόγους, με τη Σπάρτη. Είναι, εξάλλου, η εποχή (11ος -12ος αιώνας), που χρονολογούνται και τα σημαντικότερα σωζόμενα μνημεία της πόλης ή κάποιες φάσεις αυτών: ο ναός των Αγίων Αποστόλων, του Αγίου Χαραλάμπους και της Κοιμήσεως, του Αγίου Κωνσταντίνου της μονής Καλογραιών, του Αγίου Δημητρίου».
Συμπληρωματικά στα παραπάνω, κρίνομε πιθανότατη τη θεώρηση ότι ο Νίκων βρήκε ήδη εδραιωμένη τη χριστιανική φυσιογνωμία του μεσσηνιακού χώρου, με δύο σημαντικές επισκοπές, με βασιλικές και αρκετούς ναούς σε πολίσματα, όπως στο Βουρκάνο, στη Μεθώνη και Κορώνη. Η επίσκεψή του, λοιπόν, στη Μεσσηνία αποτελεί μια προγραμματισμένη αποστολή που στοχεύει κυρίως τη σλαβογενή ή την ανά περιοχές σλαβοκατοικημένη νότια Πελοπόννησο αποσκοπώντας στην περαιτέρω ενίσχυση της πίστης των νεοφώτιστων κατοίκων με κηρύγματα μετανοίας, νουθεσίες και παρότρυνση για ίδρυση ναών, όπως σύμφωνα με τον Βίο του έπραξε στην Δωριέων χώρα: Εἶτα, τὴν Δωριέων χώραν καταλαβὼν καὶ δύο ναοὺς ἱεροὺς ἐκεῖσε δειμάμενος καὶ πᾶσι τὴν μετάνοιαν κηρύξας, πρὸς Μαΐνην παρεγένετο, κἀκεῖθεν πρὸς Καλαμάταν μετέβη. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, έξω από την Καλαμάτα, αντί να κτίσει καταβυθίζει έναν ήδη υπάρχοντα ναό. Οι κάτοικοι ενός γηλόφου, οι οποίοι λήστευαν τους περαστικούς, επιτίθενται και στον όσιο, του ξεριζώνουν τις τρίχες, τον κτυπούν και τον αφήνουν ημιθανή. Η θεία δίκη τους τιμωρεί βυθίζοντας εντός χάσματος τον γήλοφο με τους ανθρώπους, τα χωράφια και τα καταλύματα που όλα τους καλύφθηκαν από νερό.
Σύμφωνα με τον Βίο ακόμη στον 12ο αιώνα φαινόταν η οροφή μιας καταποντισμένης εκκλησίας, του Μιχαήλ Αρχιστρατήγου. Αποτέλεσμα σεισμού στη σεισμογενή περιοχή που εξελήφθη ως θαύμα; Το συμβάν τοποθετείται κατά παράδοση στην περιοχή της παλιάς Φραγκόλιμνας έξω από το κάστρο της Καλαμάτας και αποτελεί το μόνο αναφερόμενο ως αξιομνημόνευτο γεγονός κατά τη μεσσηνιακή περιοδεία του οσίου.
Η περιοδεία αυτή του εκ Πόντου Νίκωνα στην περιοχή δημιούργησε τις προϋποθέσεις, μετά την αγιοποίησή του από τους πιστούς και τη θαυματουργό μυροβλυσία του σκηνώματός του στη Σπάρτη, να συντηρηθεί η μνήμη του και στη Μεσσηνία κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Πρόκειται για ένα άγιο αυτοκρατορικών και κωνσταντινουπολίτικων προδιαγραφών, η λατρεία του οποίου σε όλη την Νότια Πελοπόννησο καλύπτει ένα σημαντικότατο κενό, καθώς στην ευρύτερη περιοχή απουσίαζε μια εμβληματική αποστολική ή άλλη αγιότητα με εντόπια δράση. Με τη δράση του από τη μία και την άλλη πλευρά του Πενταδάκτυλου η νότια Πελοπόννησος αποκτά τελικά στο πρόσωπό του τον δικό της μέγιστο άγιο, τον κορυφαίο ανάμεσα στις έως τότε αγιότητες επισκόπων και ασκητών τοπικού βεληνεκούς. Ο Νίκων, όμως, δεν είναι τυχαίο ότι θα επιμείνει και θα παραμείνει κυρίως στη Λακωνική, την πιο προβληματική περιοχή της νότιας Πελοποννήσου, η οποία χρειαζόταν περισσότερο τη δραστική του παρουσία. Αλλά και κατά τη σύντομη παρουσία του στη Μεσσηνία, την οποία διατρέχει ολόκληρη διασχίζοντας μάλιστα κάθετα τη μεσσηνιακή πεδιάδα, από Καλαμάτα - Μεσσήνη/Βουρκάνο-Αρκαδιά, επιτέλεσε έργο που σύντομα αλλά και μακροπρόθεσμα καρποφόρησε. Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά στο Βουρκάνο και στους ἐγχωρίους που δείχνουν να έχουν ξεχάσει ακόμη και το όνομα Μεσσήνη και που κατά πάσα πιθανότητα ονοματίζουν την περιφανή πόλη με το σλαβογενές όνομα των Βούλ(ρ)κων και Βουλ(ρ)κάνων, γνωστών στη μεσσηνιακή πεδιάδα. Το Βουρκάνο αποτελούσε, μετά την Καλαμάτα, επίσης σημαντικό λατρευτικό κόμβο στο μέσον, μεταξύ του άνω και κάτω μεσσηνιακού Λάκκου, δηλαδή της μεσσηνιακής πεδιάδας όπου, αμέσως μετά, στον 11ο και 12ο αιώνα κτίζονται λαμπρά μνημεία και μεγάλα μοναστικά ευκτήρια.

Πιθανότατα, εκκλησιαστικοί άρχοντες και ἐγχώριοι πλούσιοι γαιοκτήμονες της εύφορης πεδιάδας γύρω από το όρος Ιθώμη, όπως οι ανά εποχές μαρτυρούμενοι ή συναγόμενοι από τις πηγές και τις επιγραφές Βουρκάνοι, Βέλκοι, Μελιγαλάδες, Κούνδουροι, Μουρμούρηδες, Ανδρονικόπουλοι, Γαληνοί, είναι μάλλον αυτοί που ως χορηγοί και τεχνίτες ίδρυσαν και κόσμησαν το πλήθος των ναών περί την Μεσσήνη/Βουρκάνο, όπου και η πρώιμη ύπαρξη μιας ομώνυμης, μεσοβυζαντινής μονής δεν πρέπει να αποκλεισθεί. Η Σαμαρίνα και το Ανδρομονάστηρο αποτελούν επίσης μάρτυρες τόσο του οργανωμένου μοναστικού βίου στην περιοχή κατά τον 12ο και 13ο αιώνα όσο του πλούτου και της υψηλής αισθητικής που χαρακτηρίζουν τις βυζαντινές κατασκευές στη μεσσηνιακή χώρα.
 Στο μεταξύ, το 1084, και ενώ είχε μόλις προηγηθεί η ανύψωση της Λακεδαιμονίας σε μητρόπολη με την απόσπασή της από τη μητρόπολη Πατρών το 1082/83, ο πατριάρχης Νικόλαος σε συνοδικό γράμμα προς τον Αλέξιο Α΄Κομνηνό αναφέρεται στα παλιά εκκλησιαστικά πράγματα της Πελοποννήσου και μάλιστα στη διαμορφωθείσα κατάσταση μετά την καθυπόταξη των Σλάβων επί Νικηφόρου στις αρχές του 9ου αιώνα. Θα υπενθυμίσει ότι τότε παραχωρήθηκαν στη μητρόπολη Πατρών οι επισκοπές Μεθώνης, Λακεδαιμονίας και Σαρσοκορώνης. 
Δεξιά: Μεθώνη, συστάδα τάφων από το κοιμητήριο του Αγίου Ονουφρίου

Η για πρώτη φορά αντί Κορώνης αναφερόμενη Σαρσοκορώνη θεωρώ ότι, αν δεν είναι αβλεψία ή παρανόηση, αποτελεί πιθανότατα μια λανθασμένη προσωπική εκτίμηση, ερμηνεία ή ακόμη και σκόπιμη στρέβλωση του πατριάρχη. Θεωρώ, λοιπόν, ότι στο συνοδικό γράμμα η Κορώνη της Μεσσηνίας συσχετίζεται και μπερδεύεται με τις επισκοπές Ταρσό και Κορώνη της Κορινθίας και εν τέλει αντικαθίσταται με τον τύπο Σαρσοκορώνη, κατά το Μοθοκόρωνα. Αυτό πάντως που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι η συντελούμενη αναδιοργάνωση της εκκλησιαστικής διοίκησης με τη Λακεδαιμονία να γίνεται μητρόπολη, γεγονός που δημιουργεί αντιπαλότητες και επηρεάζει την τάξη των επισκοπών, καθώς στη μητρόπολη Πατρών εναπομένουν οι επισκοπές της Μεσσηνίας και Ηλείας, ακριβώς αυτές του γνωστού γεωγραφικού ορίου Πατρών Μεθώνης.
Σε ό,τι αφορά τις επισκοπές Μεθώνης και Κορώνης κατά τον 11ο αλλά και κατά τον 12ο και τελευταίο αιώνα της βυζαντινής τους ιστορίας διαπιστώνεται η ανάπτυξη όσο ποτέ άλλοτε της μνημειακής αρχιτεκτονικής, της θρησκευτικής τέχνης και του μοναχισμού που μάλλον ενισχύεται από τις κωνσταντινουπολίτικες διασυνδέσεις της περιοχής αλλά και από την παρουσία επιφανών λογίων ιεραρχών. Παρά τις σοβαρές επιπτώσεις από την αυξανόμενη παρουσία Γενουατών και Βενετών, οι οποίοι αποσπούν προνόμια, αλλά επίσης πειρατών και σταυροφόρων που εκπορθούν και καταστρέφουν τα κάστρα, ο οικονομικός και θρησκευτικός βίος, μάλιστα στην ενδοχώρα, εμφανίζεται ανθηρός, τα δε τεκμήρια του μοναχισμού πολλαπλασιασμένα. Έτσι, εκτός από τις ήδη αναφερθείσες περιπτώσεις παρουσίας μονών και μοναχών στην Καλαμάτα και στην περιοχή του Βουρκάνου, κατά τον 11o/12ο αιώνα στα μεσσηνιακά νησιά Βενέτικο, Μαριανή και Σαπιέντζα, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, μάλλον υπήρχαν ναοί, αναχωρητήρια ή μικρές μονές. Επίσης, κατά την ίδια εποχή θεωρείται ότι μετατράπηκε σε ασκητήριο το παλαιοχριστιανικό διάσκαφο κοιμητήριο που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα ΒΔ του δρόμου Μεθώνης Πύλου, δυτικά από τον Άγιο Βασίλειο, ναό του 10ου αιώνα, στη θέση Αγάκι και πάνω στο ύψωμα του Αγίου Νικολάου. Το κοιμητήριο και ασκητήριο αυτό καλείται από την επιστημονική κοινότητα του Αγίου Ονουφρίου με βάση την αναφερόμενη ονομασία της περιοχής ως Montagna de San Nufrio σε ενετικό έγγραφο του 1386. Εικάζεται ότι το όνομα δόθηκε στο βουνό από κάποιον καλυβίτη Ονούφριο που επέλεξε να ασκητεύσει στο παλιό κοιμητήριο. Το ασκητήριο, σύμφωνα με τα ευρήματα και τις τοιχογραφίες, συνέχισε να αποτελεί χώρο άσκησης και λατρείας και κατά τους παλαιολόγειους χρόνους.
Στα 1087 η Μεθώνη και η Σφακτηρία μνημονεύονται ως σταθμοί των Δυτικών εμπορικών πλοίων που μετέφεραν το λείψανο του αγίου Νικολάου από τα Μύρα της Λυκίας στο Μπάρι. Αν όμως στα τέλη του 11ου αιώνα περνούν απλώς τα λείψανα του αγίου των θαλασσινών από τη Μεθώνη, στα μέσα του επομένου αιώνα κάποια άλλα λείψανα αγίων ναυτικών θα ευρεθούν θαυματουργά στην περιοχή.
Ας επαναλάβομε όσα σχετικά αναφέρομε στο αδελφό πόνημα. «Στα πολυκύμαντα αυτά χρόνια του 12ου αιώνα η Μεθώνη ευτύχησε να έχει ως επίσκοπο (1140-1160/6) μια σημαντική προσωπικότητα τον Νικόλαο. Ο Νικόλαος σε μια εποχή που οι αιρέσεις των Βογομίλων ταράζουν την αυτοκρατορία θα αναδειχθεί σε μια εξέχουσα μορφή και με τα έργα του θα συμβάλλει στην αναίρεση των κακοδοξιών, ενώ ταυτόχρονα θα προσπαθήσει να ανορθώσει την σε δεινή κατάσταση ἐρημόπολιν, όπως αποκαλεί τη Μεθώνη, το ἄκρον ἔσχατον τῆς Πελοποννήσου. Πιθανότατα εκπροσωπεί τις διαπιστούμενες την εποχή αυτή πνευματικές και καλλιτεχνικές διασυνδέσεις της Μεσσηνίας με τα αντίστοιχα ρεύματα στην Κωνσταντινούπολη. Εξάλλου, η Μεθώνη, όπως και η Πάτρα συνδεόταν ήδη με την αυτοκρατορική μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία οικονομικώς συνεισέφεραν όπως ρητά αναφέρεται στο Τυπικό της μονής. Στον Νικόλαο, λοιπόν, οφείλεται η προσπάθεια της ανάδειξης ενός ακόμη αγίου στην περιοχή, όταν επί των ημερών του βρέθηκαν λείψανα στο Ρῶσον Χῶμα, σε θέση ανατολικά της Μεθώνης, και ταυτίστηκαν με αυτά κάποιου αγίου Λέοντα. Η λατρεία και πιθανώς η ανέγερση ναού προς τιμήν νεοφανούς αγίου σε μια εποχή που γενικώς η αγιότητα αμφισβητείται πανταχόθεν αποτέλεσαν έργο του Νικολάου. Πρόκειται μάλιστα για μια εποχή, που σε όλη την Μεσσηνία, η βυζαντινή ναοδομία έχει να επιδείξει σημαντικότατα επιτεύγματα». Αξίζει να προστεθεί ότι, αν η αναφερόμενη Ecclesia Melegniae των Βογομίλων-Καθαρών σχετίζεται με οπαδούς της αίρεσης στην περιοχή Σλάβων Μελιγκών του Πενταδάκτυλου, τότε ο διορισμός του Νικολάου, γνωστού για τα αντιβογομιλικά του έργα, σε γειτονική επισκοπή με τους Μηλιγκούς, δηλαδή στη Μεθώνη, δεν είναι τυχαίος.
Εκτός από τις γνωστές διασυνδέσεις του επισκόπου Νικολάου και τη μαρτυρία της επιστολογραφίας για την οποία ήδη κάναμε λόγο, τις στενές σχέσεις των μεσσηνιακών επισκοπών με την Κωνσταντινούπολη, και ειδικά της Μεθώνης, πιστοποιεί όντως το Τυπικό της κωνσταντινουπολίτικης μονής Παντοκράτορος, το 1136, που αναφέρει τα προς την μονή τελέσματα τῆς ἐπισκοπῆς Μεθώνης μαζί με αυτά της μητρόπολης Πατρών. Επίσης, σύμφωνα με το χρυσόβουλλο του 1198 και την Partitio Romanie υπήρχαν αυτοκρατορικά κτήματα και περιουσίες άλλων κωνσταντινουπολίτικων μονών, όπως της μονής Μολιβωτού (villis de Moliveti, de Pantocratora et de ceteris monasteriorum) στη Μεθώνη και γενικώς εντός του ορίου Πατρών-Μεθώνης. Κατά τον 12ο αιώνα η Μεσσηνία, με τον θρησκευτικό της βίο σε πλήρη άνθιση, θα πληγεί επανειλημμένως, κυρίως στις δύο της επισκοπές, Μεθώνη και Κορώνη, από την πειρατική, νορμανδική, ενετική και σταυροφορική επιθετικότητα. Η Μεθώνη μοιάζει να υφίσταται τις πιο σημαντικές καταστροφές και ο επίσκοπός της Νικόλαος περί το 1140-1160 αισθάνεται εξόριστος στην άκρη του κόσμου, εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς, όπου δυστυχῶς κατεκρίθην οὶκεῖν, όπως αναφέρει, ελπίζοντας ότι η επισκοπή του, που ήταν κάποτε πόλη, με τη βοήθεια του Χριστού και του αυτοκράτορα θα ξαναγίνει πόλη: λεγέσθω δ’ ὅμως καὶ οὕτω πόλις ἐλπίδι τοῦ πάλιν τοῦτο γενήσεσθαι διὰ τῆς ἐν Χριστῷ πάντα δυναμένης καὶ ἐνεργούσης αὐτοκρατορικῆς δεξιᾶς. Ο ίδιος καταβάλλει κάθε προσπάθεια ανόρθωσης, προτείνει τον νέο άγιο Λέοντα, ιδρύει ναό στην περιοχή της σημερινής Κοκκινιάς, όπου μάλλον βρέθηκε το λείψανο, συνθέτει την ακολουθία του, συγγράφει έργα, αλλά η ευρύτερη περιοχή έχει πάψει προ πολλού στην αντίληψή του και στις αντιλήψεις των Βυζαντινών να είναι το άνοιγμα και η προοπτική προς τη Δύση και τον κόσμο, όπως ήταν από τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους και εξής.
 Με την εδραίωση της βυζαντινής πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στη Μεσσηνία, όλοι προσέβλεπαν πλέον στην Κωνσταντινούπολη και στον αυτοκράτορα, από τη Μεθώνη ώς τη Κορώνη, από την Καλαμάτα ώς το Βουρκάνο, από τις μονές της Σαμαρίνας και του Ανδρο(νικο)μονάστηρου (στο οποίο η παράδοση βλέπει τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο), μέχρι τις μονές του 12ου/13ου αιώνα Χρυσοκελλαριά και Γριβιτσιανή. Βέβαια, σε λίγα χρόνια η Δύση θα εισβάλλει δυναμικά και η επικράτεια της νυν μητροπόλεως Μεσσηνίας θα περάσει σταδιακά, εκτός από μια σύντομη παρένθεση κατά τον 15ο αιώνα, στην κυριαρχία Φράγκων, Ενετών και Οθωμανών. Καθώς μετά το 1453 πολιτική προσδοκία για τους Ρωμιούς της περιοχής δεν μπορεί να είναι πλέον ο αυτοκράτορας, η συσπείρωσή τους γύρω από τους ορθόδοξους επισκόπους τους αλλά και η πνευματική και εκκλησιαστική εξάρτησή τους από την Κωνσταντινούπολη συνιστούν στοιχείο ταυτότητας που αποτελεί διαχρονικά το πιο σημαντικό επίτευγμα του Βυζαντίου.

Σχετική Βιβλιογραφία:
-Αναγνωστάκης Η., Πούλου-Παπαδημητρίου Ναταλία, «Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος αι.) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο», Σύμμεικτα 11 (1997), 295-301.
-Αναγνωστάκης Η., «Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας. Η σιωπή των πηγών και η αποσπασματική μαρτυρία της αρχαιολογίας», στο Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998 (επιμ. Π. Γ. Θέμελη – Βούλα Κόντη), Αθήνα 2002, 148-151.

-Αναγνωστάκης Η., Λαμπροπούλου Άννα, Κόντη Βούλα, «Χώρος και ενότητα της Δυτικής Πελοποννήσου, στο Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο». Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998 (επιμ. Π. Γ. Θέμελη – Βούλα Κόντη), Αθήνα 2002, 65-81.
-Αναγνωστάκης Η., «Μετονομασίες-μετοικεσίες. Η περίπτωση της Κορώνης», στο Αίπεια-Κορώνη -Πεταλίδι, Τοπικόν Συνέδριον Δήμου Πεταλιδίου, Πεταλίδι Αύγουστος 2005 (υπό εκτύπωση).
-Αναγνωστάκης Η., «Βυζαντινή Μεσσηνία 4ος -12ος αι.», στο Μεσσηνία, Τόπος–Χρόνος- Άνθρωποι, εκδ. Μίλητος, 105-137, με επίμετρο Μ. Κάππας, 136-137, Αθήνα 2007.
-Βασιλικοπούλου Αγνή, «Η εκκλησιαστική οργάνωση της Πελοποννήσου στη βυζαντινή εποχή», Πρακτικά του Γ´ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Καλαμάτα 8-15 Σεπτεμβρίου 1985), Α´-Γ´, Αθήνα 1987-1988 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 13), 193-207.
-Γριτσόπουλος, Τ. , Κορώνης επισκοπή, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια , τόμ. 7 (1965), 874-879.
-Δημητροκάλλης Γ., Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τόμ. Α´, Αθήνα 1990, τόμ. Β´, Αθήνα 1998.
-Θέμελης Π. - Κόντη Βούλα (επιμ.), Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998, Αθήνα 2002.
-Θέμελης Χρυσόστομος (μητρ. Μεσσηνίας), «Σελίδες της χριστιανικής Μεσσηνίας», Πρακτικά του ΣΤ´ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Τρίπολις 24-29 Σεπτεμβρίου 2000), τόμ. Α´ Αθήνα 2001-2002 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 24), 181-288.
Κονιδάρης Γ., Ασίνης επισκοπή, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 3 (1965), 374.
-Kόντη Bούλα, Λαμπροπούλου Άννα, Aναγνωστάκης H., Πανοπούλου Aγγελική, Λεοντσίνη Mαρία, Iστορική Γεωγραφία της Bυζαντινής Πελοποννήσου (395-1204), μέρος B΄: Oι βυζαντινές θέσεις (υπό εκτύπωση).
-Κορδώσης Μ., «Η αρχαία αρκαδική πόλη Κορώνη και η βυζαντινή Σαρσοκορώνη (Γ´ αι. π.Χ. - Θ´ αι. μ.Χ.)», Δωδώνη 16 (1987), τχ. 2, 243-251.
-Κορρές Γ., «Η προβληματική δια την μεταγενεστέραν χρήσιν των μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας», Β´ Πελοποννησιακὸ Συνέδριο, τόμ. Β´, 363-350.
-Κουντούρα-Γαλάκη Ελεωνόρα, «Η “Εικονοκλαστική” Νotitia 3 και το λατινικό πρότυπό της», Σύμμεικτα 10 (1996), 45-73.
-Λαμπροπούλου Άννα, Αναγνωστάκης Η., Κόντη Βούλα, Πανοπούλου Αγγελική, «Μνήμη και λήθη της λατρείας των αγίων της Πελοποννήσου 9ος-15ος αι.», Οι ήρωες της ορθόδοξης εκκλησίας, Οι νέοι άγιοι 8ος-16ος αι., Αθήνα 2004, (ΙΒΕ/ΕΙΕ , Διεθνή Συμπόσια, 15), 265-294.
-Λαμψίδης Οδ., Ο εκ Πόντου όσιος Νίκων ο Μετανοείτε (κείμενα-σχόλια), Αθήνα 1982.
-Λίτσας Φ., «Προβληματισμοί για μια ιστορικὴ προσέγγιση της παλαιοχριστιανικής Μεσσηνίας», Πρακτικά του Γ´ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Καλαμάτα 8-15 Σεπτεμβρίου 1985), Α´-Γ´, ᾿Αθήνα 1987-1988 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 13), τόμ. Β´, 305-332.
Μπαρδάνη Βούλα, «Παλαιοχριστιανικές επιγραφές Μεσσήνης», στο Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998 (επιμ. Π. Γ. Θέμελη - Βούλα Κόντη), Αθήνα 2002, 82-98.
-Οικονομίδης Ν., «Ο βίος του αγίου Θεοδώρου Κυθήρων (10ος αι.) (12 Μαΐου – ΒΗG 3, αρ. 2430)», Πρακτικά Γ´ Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Α´, Αθήνα 1967, 281-291 (= Byzantium from the Ninth Century to the Fourth Crusade. Studies, Texts, Monuments, Λονδίνο, Variorum Collective Studies Series, 1992, VII).
-Ορλάνδος Α., «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 11 (1969), 87-147.
-Πάλλας Δ., «Ο Άγιος Ονούφριος Μεθώνης (παλαιοχριστινιακόν κοιμητήριον – βυζαντινόν ασκητήριον)», Αρχαιολογική Εφημερίς 1968, 119-176.
-Παπαηλιοπούλου-Φωτοπούλου Ελένη, «Παρατηρήσεις και προσθήκες στο dossier ενός λησμονημένου αγίου της βυζαντινής Μεθώνης», Πρακτικά του Α´ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Αθήνα 1978, 236-258.
-Πέννα Βάσω, Λαμπροπούλου Άννα, Αναγνωστάκης Η., «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων από τη βασιλική του θεάτρου της αρχαίας Μεσσήνης», στο La sculpture byzantine: VΙΙe-XIIe siècles : Actes du colloque international organisé par la 2e Éphorie des antiquités byzantines et l’École française d’ Athènes (6-8 septembre 2000), Édités par Charalambos Pennas et Catherine Vanderheyde, Αθήνα 2008, 375-392.
-Σταμπολτζής Ι., «Παρατηρήσεις επί τριών χριστιανικών ναών της Μεσσηνίας», Πρακτικά του Α´ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Σπάρτη 7-14 Σεπτεμβρίου 1975), Α´-Γ, Αθήνα 1976-1978 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6), τόμ. 2, 268-270.
-Angelou Α., Νικολάου Μεθώνης, Ανάπτυξις της θεολογικής στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικού φιλοσόφου, Αθήνα – Leiden 1984.
-Avraméa Anna, Le Péloponnèse du IVe au VIIIe siècle. Changement et persistances, Παρίσι 1997. Belke Kl., Einige Überlegungen zum Sigillion Kaiser Nikephoros’ I. für Patrai, Jahrbuch der österreichischen Byzantinistik 46 (1996), 81-96.
-Bon A., Le Péloponnèse byzantin jusqu’ en 1204, Παρίσι 1951.
-Da Costa Louillet Germaine,Saints de Grèce auxVIIIe,IXe et Xe siècles,Byzantion31(1961),309-369.
-Darrouzès J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Παρίσι 1981.
-Fedalto G., Considerazioni sui vescovadi del Peloponneso in epoca bizantina, Πρακτικά του Γ´ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Καλαμάτα 8-15 Σεπτεμβρίου 1985), τόμ. Β΄ Αθήνα 1987-1988 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 13), 148- 154.
-Fedalto G., Hierarchia ecclesiastica orientalis. Series episcoporum ecclesiarum Christianarum orientalium, τόμ. 1-2, Πάντοβα 1988.
-Follieri Enrica, Santi di Metone: Atanasio vescovo, Leone taumaturgo, Byzantion 41(1971),378-451.
Kislinger E., Regionalgeschichte als Quellenproblem: die Chronik von Monembasia und das sizilianische Demenna; eine historisch-topographische Studie, Akademie der Wissenschaften in Wien, Philosophisch-Historische Klasse, Βιέννη 2002.
-Kresten O., Zur Echtzeit des sigillion des Kaisers Nicephoros I für Patras, Römische Historische Mitteilungen 19(1977), 15-78.
-Lambropoulou Anna, Le Péloponnèse occidental à l’époque protobyzantine (IVe-VIIe siècles). Problèmes de géographie historique d’un espace à reconsidérer, Byzanz als Raum: Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeerraumes (επιμ. Klaus Belke), Βιέννη 2000, 95-113.
-Laurent V., La date de l’érection des métropoles de Patras et de Lacédémone, REB2(1963), 129-141.
-Laurent V., Le Corpus des sceaux de l’Empire byzantin, τόμ. V, L’église, 1-3, Παρίσι 1963-1972.
-Lemerle P., La chronique improprement dite de Monemvasie: Le contexte historique et légendaire, REB 21 (1963), 5-49.
-Malingoudis Ph., Toponymy and History. Observations Concerning the Slavonic Toponymy of the Peloponnese, Cyrillomethodianum 7(1983), 99-110.
-McDonald W. A. et al. (eds.), Excavations at Nichoria in Southwest Greece III. Dark Age and Byzantine Occupation, Μιννεάπολις 1983.
-Nesbitt J., Oikonomides N. (eds), Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, 2, South of the Balkans, the Islands, South of Asia Minor, Washington D.C. 1994.
Pietri Ch., La géographie de l’Illyricum ecclésiastique et ses relations avec l’église de Rome (Ve-VIe siècles), Villes et peuplement dans l’Illyricum protobyzantin, Actes du colloque organisé par l’École Française de Rome, Rome, 12-14 mai 1982, Παρίσι 1984, 21-62.
-Yannopoulos P., Métropoles du Péloponnèse mésobyzantin: un souvenir des invasions avaro-slaves, Byzantion 63 (1993), 388-400.