.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Η λατρεία της Αθηνάς στην Κορώνη, Μεθώνη και τις Φαρές.


Κορώνη, Ακρόπολη, Άγαλμα της Αθηνάς
Με βάση τις τοπογραφικές ενδείξεις του Στράβωνα και του Παυσανία εξαρχής είχε εντοπιστεί η αρχαία Κορώνη στο Πεταλίδι, σε απόσταση περίπου 30 χμ. Δ/ΝΔ από την Καλαμάτα, αν και δεν υπάρχει ρητή επιγραφική μαρτυρία1. Η αρχαία Κορώνη εγκαταλείφθηκε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, και οι κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν στην οχυρή ακρόπολη της αρχαίας Ασίνης, η οποία μετονομάστηκε σε Κορώνη, όπως ακριβώς μας είναι γνωστή σήμερα2. Σύμφωνα με τον Παυσανία το παλαιό όνομα της Κορώνης ήταν «Αἴπεια», όμως μετά την επαναφορά των Μεσσηνίων στην Πελοπόννησο από τους Θηβαίους ο Επιμηλίδης, που είχε σταλεί ως οικιστής, την μετονόμασε σε Κορώνεια, επειδή ο ίδιος καταγόταν από την ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, και στους κατοίκους επικράτησε η ονομασία παραφρασμένη· για την προέλευση του ονόματος της πόλης μας μεταφέρει και μία άλλη παράδοση, ότι σκάβοντας για τα θεμέλια του τείχους βρήκαν μία «κορώνη χαλκῆ»3.


Οι Lazenby και Hope Simpson θεωρούν πολύ πιθανό ότι η Κορώνη ιδρύθηκε de novo για πρώτη φορά στη θέση αυτή γύρω στα -365, πιθανόν ως μέτρο απομόνωσης της Ασίνης και της Μοθώνης, που είχαν παραμείνει πιστές στη Σπάρτη4. Η άποψη αυτή, που έχει γίνει αποδεκτή εν μέρει, υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχει μνεία της Κορώνης στις γραπτές πηγές και ο πρωιμότερος συγγραφέας που την αναφέρει είναι ο Στράβωνας, ενώ το όνομα της πόλης εμφανίζεται για πρώτη φορά στα νομίσματα του -2ου αι.5. Ενδεχομένως όμως να υπήρχε ένας οικισμός περίοικων πριν την (επαν)ίδρυση της Κορώνης, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε αν είχε το ίδιο όνομα6.  Η ύπαρξη ενός προγενέστερου οικισμού υποδεικνύεται από κάποια ευρήματα και σίγουρα δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν συλλογιστούμε και τα νεότερα ευρήματα από τη Μεσσήνη, που υποδεικνύουν την ύπαρξη οικισμού αρκετά πριν την ίδρυση της πόλης από τον Επαμεινώνδα7. Το ενδιαφέρον είναι πως και στον ιδρυτικό μύθο της Μεσσήνης γίνεται λόγος για ένα «κρυφό» αντικείμενο, μία θαμμένη χάλκινη υδρία, η οποία φυλασσόταν στο εξής στο σεβάσμιο ιερό των Μεσσηνίων, εκείνο των Μεγάλων Θεών στην Ανδανία8.
Στην περίπτωσή μας το «κρυφό» αντικείμενο, η «κορώνη χαλκῆ», φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την Αθηνά, καθώς στην ακρόπολη το άγαλμα της θεάς κρατούσε το πτηνό αυτό, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας: «Χαλκοῦν δὲ καὶ ἐν ἀκροπόλει τῆς Ἀθηνᾶς τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐν ὑπαίθρῳ, κορώνην ἐν τῇ χειρὶ ἔχουσα»9. Η κορώνη είναι εξάλλου το λαλούν σύμβολο της πόλης, και η Αθηνά που συνδέεται με αυτό, ευρισκόμενη μάλιστα στην ακρόπολη, δεν μπορεί να είναι παρά η πολιούχος θεότητα10. Ως εκ τούτου δεν είναι ίσως τυχαίο που μόνο η θεά αυτή απεικονίζεται στα αρχαιότερα νομίσματα της πόλης. Η Κορώνη είναι η μόνη πόλη της Μεσσηνίας πέραν της Μεσσήνης που έκοψε αργυρά νομίσματα στον -2ο αι.: στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται η κεφαλή της Αθηνάς με κορινθιακό κράνος, και στον οπισθότυπο τσαμπί σταφύλια μέσα σε στεφάνι κισσού11 (Εικ. κάτω). Το διάστημα -195/ -180 σύμφωνα με την Grandjean πρέπει να ληφθεί ως t.p.q. του τύπου αυτού, που συναντάται σπανιότερα και σε χάλκινα νομίσματα, επειδή η κεφαλή της Αθηνάς μοιάζει πολύ με την κεφαλή στα τετράδραχμα του Νάβιδος, ενώ ο οπισθότυπος παραπέμπει σε χάλκινα νομίσματα της Μεσσήνης από το -190/ -180.


Η σχέση της Αθηνάς με την πόλη υπογραμμίζεται από την ενδεχόμενη ύπαρξη του τάφου του οικιστή Επιμηλίδη κοντά στο άγαλμά της στην ακρόπολη. Αν και ο Παυσανίας δεν το μαρτυρεί ρητά, μπορούμε να συμπεράνουμε την τοπογραφική εγγύτητα των δύο μνημείων από τη ροή του λόγου του12. Ο περιηγητής αρχικά αναφέρει ναούς της Άρτεμης Παιδοτρόφου, του Διόνυσου και του Ασκληπιού, στη συνέχεια στην αγορά αγάλματα του Ασκληπιού, του Διόνυσου και του Δία Σωτήρα, κατόπιν στην ακρόπολη το άγαλμα της Αθηνάς και αμέσως μετά ολοκληρώνει τον λόγο του για την πόλη της Κορώνης λέγοντας: «Εἶδον δὲ καὶ τοῦ Ἐπιμηλίδου μνῆμα». Η συνοπτική αναφορά των λατρειών της Κορώνης από τον Παυσανία εξηγεί κατά πάσα πιθανότητα την απουσία μνείας ενός βωμού σε σχέση με το χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς ή άλλων κτισμάτων, καθώς τα υπόλοιπα στοιχεία υποδεικνύουν ότι υπήρχε ιερό της θεάς στην ακρόπολη.
Η παρουσία της κορώνης στο άγαλμα της Αθηνάς θεωρείται ότι προσδιορίζει τη θεά ως προστάτιδα της ναυσιπλοΐας, όπως ιδιαίτερα επισημαίνει τελευταία ο Robertson13. Ανάλογη θεωρείται η λατρεία της Αθηνάς Αίθυιας στη Μεγαρίδα: από τον Παυσανία μας παραδίδεται ότι πάνω στον βράχο της Αθηνάς Αίθυιας, κοντά στη θάλασσα, βρίσκεται ο τάφος του Πανδίονα14. Όταν οι Μητιονίδες εκθρόνισαν τον Πανδίονα και έδιωξαν τα παιδιά του από Αττική, η Αθηνά πήρε της μορφή της αιθυίας για να τον μεταφέρει στα Μέγαρα κρύβοντάς τον κάτω από τις φτερούγες της. Η κορώνη και η αίθυια είναι θαλασσοπούλια, ενώ η σχέση της δεύτερης με τη θάλασσα υπογραμμίζεται από κάποιες παρομοιώσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στην Οδύσσεια, όπου περιγράφεται πώς η άλλοτε κόρη του Κάδμου Ινώ και τώρα θεά της θάλασσας Λευκοθέα βγήκε από τη θάλασσα μεταμορφωμένη σε αίθυια («αἰθυίῃ εἰκυῖα»), για να βοηθήσει τον Οδυσσέα15. Αυτή η παρομοίωση είχε θεωρηθεί αποκαλυπτική για το νόημα της παρέμβασης της Αθηνάς Αίθυιας στον τομέα της ναυσιπλοΐας από τους Detienne και Vernant, οι οποίοι ωστόσο, παρόλο που χαρακτηρίζουν την αίθυια ως θαλάσσια κορώνη, στην ανάλυσή τους δεν κάνουν περιέργως καμία αναφορά στο άγαλμα της Αθηνάς στην Κορώνη16. Η λειτουργία που αποδίδεται στην Αθηνά φαίνεται εύλογη, αν αναλογιστούμε τη σημασία των πτηνών για την αρχαία ναυσιπλοΐα17. Από την άλλη η κορώνη παραπέμπει στην Κορωνίδα, τη μητέρα του Ασκληπιού σύμφωνα με τη θεσσαλική και αρχαιότερη εκδοχή, και φαίνεται να προκύπτει μία σχέση της Αθηνάς με τον χώρο της υγείας και της θεραπευτικής. Η άποψη αυτή προβάλλεται ιδιαίτερα από την Μπίμπη-Παπασπυροπούλου, η οποία επισημαίνει τη διαχρονική και διατοπική σχέση της κουρούνας με την υγεία, ενώ παρατηρεί ότι ακόμη και σήμερα στο Πεταλίδι, όπου ευδοκιμούν τα σύκα, το αγαπημένο φαγητό του πτηνού, βλέπεις σμήνη από κουρούνες18.

Κλείνοντας αναφέρουμε κάποια στοιχεία για την τοπογραφία της αρχαίας πόλης (Εικ. δεξιά). 
Το Πεταλίδι είναι κτισμένο στην ακροθαλασσιά, στις υπώρειες ενός λόφου, όπου βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη, και το οποίο ενώνεται με το Λυκόδημο. 
Οι παλαιότεροι ερευνητές κάνουν λόγο για πολυάριθμες αρχαιότητες που λιθολογούνται μέρα με τη μέρα στο ίδιο το Πεταλίδι και στην ακρόπολη19. 
Πράγματι, σήμερα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική: διακρίνονται μόνο ίχνη του αρχαίου λιμενοβραχίονα στο λιμάνι και κάποια υπολείμματα κτισμάτων της ρωμαιοκρατίας, ενώ στο πλάτωμα της ακρόπολης φυτεύτηκαν ελαιόδεντρα και φύτρωσαν αγκαθωτοί θάμνοι20. Στις αρχές του 20ου αι. ο Tod21 είδε στη Ν και τη Δ πλευρά της ακρόπολης αξιοσημείωτα λείψανα από τη θεμελίωση τείχους («doubtless belonging to the fourth century B.C.») και στη ΒΔ πλαγιά διάφορα ρωμαϊκά κτήρια με οπτόπλινθους. Στον χώρο της ακρόπολης σημειώνει ότι υπάρχουν διάφορα μαρμάρινα θραύσματα, σε ένα σημείο η κάτω δόμος ισοδομικού τοίχου, κι αλλού λαξεύματα στο βράχο από μικρό θεατρόσχημο κτήριο. 
Ο Valmin22 κάνει λόγο για έναν πώρινο ισοδομικό τοίχο (τον ίδιο που είδε ο Tod;) στη νοτιότερη από τις δύο κορυφές της ακρόπολης, που θεωρεί ότι ανήκει σε ναό. Μεταφέρει την πληροφορία του γιατρού του χωριού ότι είχε βρει ένα μικρό χρυσό άγαλμα κοντά στον τοίχο, ενώ ο ίδιος είδε ένα κοτύλιον, θραύσματα αγαλμάτων και σπονδύλους. 
 Ο Hope Simpson23 βρήκε στις ΒΑ υπώρειες της ακρόπολης πέντε πρώιμα κλασικά δωρικά κιονόκρανα από γκρίζο ασβεστόλιθο, «within a levelled area» όπου θα υπήρχε ναός.


Μοθώνη. Ναός της Αθηνάς Ανεμώτιδος.
Στο ΝΔ άκρο της χερσονήσου του Ακρίτα βρίσκεται η Μεθώνη, η αρχαία Μοθώνη και μεσαιωνική Modon με το περίφημο βενετσιάνικο φρούριο· το καλά προφυλαγμένο της λιμάνι στην καίρια αυτή γεωγραφική θέση υπήρξε επί χιλιετίες πέρασμα και σταθμός24. Η μακραίωνη κατοίκηση και ιδιαίτερα η έντονη οικοδομική δραστηριότητα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας οφείλεται για την απουσία ορατών λειψάνων από την αρχαία πόλη, για την οποία σήμερα δεν είναι πολλά γνωστά πέραν μεμονωμένων ευρημάτων. Στο ίδιο το φρούριο είναι ενσωματωμένα σπόλια από τα τείχη και άλλα κτήρια της αρχαίας Μοθώνης. Αναφέρονται ελάχιστα λείψανα θεμελιώσεων κάτω από τα τείχη του φρουρίου και σε σχέση με τον αρχαίο λιμενοβραχίονα, ενώ μεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέλη εντός του φρουρίου είχαν δει οι παλαιότεροι ερευνητές. Άλλα σποραδικά ευρήματα αναφέρονται από σωστικές ανασκαφές και στερεωτικές εργασίες του φρουρίου25.
Ο Παυσανίας λέει ότι η πόλη αρχικά ονομαζόταν Πήδασος και μετονομάστηκε σε Μοθώνη, σύμφωνα με τους Μοθωναίους, μετά τον Τρωικό πόλεμο από την κόρη του Οινέα, που απέκτησε από μια παλλακίδα, όταν πήγε στον Διομήδη στην Πελοπόννησο26. Ο περιηγητής αντιτείνει τη δική του άποψη για την προέλευση του ονόματος της πόλης από τον βράχο Μόθωνα, ο οποίος σχημάτιζε και το λιμάνι της27. Σύμφωνα με τον Παυσανία η Μοθώνη κατακτήθηκε από τους Σπαρτιάτες μόνο μετά τον 2ο μεσσηνιακό πόλεμο και εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της· οι Λακεδαιμόνιοι παραχώρησαν τη Μοθώνη στους κατοίκους της Ναυπλίας, που είχαν εκδιωχθεί ως φιλολάκωνες όταν βασιλιάς του Άργους ήταν ο Δαμοκρατίδας – πιθανόν στον ύστερο -7ο αι.28. Ανάλογη είναι η περίπτωση της Ασίνης στη Μεσσηνία και στην Αργολίδα29. Οι δύο γειτονικές πόλεις Μοθώνη και Ασίνη παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες και ως προς τη θέση τους και ως προς την ιστορία και την πολιτική τους κατάσταση30. Ο Hall πιστεύει πως η παράδοση για τη Μοθώνη διαπλάστηκε κατά το προϋπάρχον πρότυπο της Ασίνης και δεν αμφισβητεί το ενδεχόμενο της εγκατάστασης Ναυπλιωτών, μόνο που θεωρεί ότι αυτή θα έγινε στα μέσα του -5ου αι., όταν παρατηρείται εγκατάλειψη των οικισμών στην πεδιάδα της Αργολίδας· υποθέτει μάλιστα ότι η σχετική παράδοση γεννήθηκε στη στιγμή της μεσσηνιακής ανεξαρτησίας31.


Το -454 η Μοθώνη δέχτηκε επίθεση από τον αθηναϊκό στόλο σύμφωνα με τον Διόδωρο, ενώ και το 431 οι Αθηναίοι προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία· από τη διήγηση του σχετικού περιστατικού στον Θουκυδίδη είναι σαφές ότι τότε υπήρχε τειχισμένη πόλη στο λιμάνι, παρόλο που παρατηρείται ότι το τείχος δεν ήταν ισχυρό32. Κατά τον επαναπατρισμό των Μεσσηνίων οι Ναυπλιώτες, που έτρεφαν φιλικά αισθήματα προς αυτούς, παρέμειναν στην πόλη33. Υπό τον έλεγχο της Μεσσηνίας η πόλη θα περιήλθε οριστικά μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, καθώς μαζί με την Ασίνη είχαν παραμείνει πιστές στη Σπάρτη34. Κατά την ελληνιστική εποχή παρέμεινε μια μικρή πόλη, όμως γρήγορα στη συνέχεια άρχισε να αναπτύσσεται, ώστε αργότερα αναφέρεται ως η δεύτερη πόλη της Μεσσηνίας, ενώ φαίνεται ότι έγινε civitas libera από τον Τραϊανό35.
Στον σχετικά εκτενή λόγο για τη Μοθώνη ο Παυσανίας παραθέτει διάφορα ιστορικά στοιχεία, όμως εκτός από την αναφορά ενός ιερού της Άρτεμης κάνει λόγο μόνο για ένα ναό της Αθηνάς Ανεμώτιδος: «το λατρευτικό της άγαλμα λένε πως το ανάθεσε ο Διομήδης, ο οποίος έδωσε και το προσωνύμιο στη θεά· επειδή δηλαδή άνεμοι, φυσώντας με ασυνήθη ορμή και παράκαιρα, έκαναν καταστροφές στη χώρα, ο Διομήδης ευχήθηκε στην Αθηνά, και από τότε καμιά συμφορά εξαιτίας ανέμων δεν ήρθε στον τόπο»36. Είναι σαφές και από τον ιδρυτικό μύθο και από την επίκληση της Αθηνάς ότι για τους κατοίκους της Μοθώνης η θεά προβάλλεται ως κυρίαρχος των ανέμων, σε μία περιοχή που μαστίζεται από αυτούς ως και σήμερα. Δεν υποκρύπτεται, όμως, κάποια ιδιαίτερη σχέση της Αθηνάς με τους ανέμους – περισσότερο δηλώνεται η σχέση της με τη ναυσιπλοΐα, εύλογη σκέψη αν αναλογιστούμε τη θέση της Μοθώνης37. Κάθε ισχυρή θεότητα θα μπορούσε να έχει την κυριαρχία των ανέμων, όπως βλέπουμε στον Όμηρο να κάνει πάλι η Αθηνά για να βοηθήσει τον Οδυσσέα, έναν άλλο αγαπημένο της ήρωα38.
Με βάση την παράδοση του Παυσανία μπορούμε να εικάσουμε ότι η λατρεία της Αθηνάς στη Μοθώνη ήταν αρκετά αρχαία και μία από τις σημαντικότερες λατρείες σε αυτήν, αν όχι η σημαντικότερη. Η ίδρυση της λατρείας με την απόδοση της επίκλησης και την ανάθεση του λατρευτικού αγάλματος ανάγεται στον Διομήδη, ο οποίος εμπλέκεται και στην τοπική παράδοση για τη μετονομασία της πόλης μέσω του παππού του Οινέα. Ο ναός της Αθηνάς Ανεμώτιδος είναι ο μοναδικός από τις δύο λατρείες που αναφέρει ο Παυσανίας στη ρωμαϊκή πόλη, κι έτσι φαίνεται να υποδεικνύεται η διαχρονική σημασία της λατρείας. Όμως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη χρονολόγηση του ναού σε μία πρώιμη εποχή, περισσότερο αυτό μπορεί να ισχύει για το λατρευτικό άγαλμα, για το οποίο λέγεται σαφώς ότι το ανέθεσε ο Διομήδης. Στα αυτοκρατορικά νομίσματα της Μοθώνης συναντώνται δύο τύποι της Αθηνάς. 


Νομίσματα αρχαίας Μεθώνης
Αριστερά:
Ασσάριο, χρονο: +198/ +217
Αυτοκράτορας Καρακάλλας
Δεξιά:
Ασσάριο, χρον: +209/ +211
Αυτοκράτορας Γέτας
Και στα δύο υπάρχει η επιγραφή ΜΟΘΩΝΑΙΩΝ με την Αθηνά να στέκεται αριστερά , κρατώντας πατάριον και σκήπτρο



Ο ένας τύπος παραλληλίζεται με την Αθηνά σε νομίσματα της Πάτρας, ενώ στον δεύτερο η φιάλη που κρατά με το δεξί χέρι η θεά και ο μικρός βωμός μπροστά της μπορεί να χαρακτηρίζουν την απεικόνιση ως λατρευτικό άγαλμα39. Η παρουσία του «Αργείου» Διομήδη στις τοπικές παραδόσεις και για τη σημαντική λατρεία της Αθηνάς άμεσα και για την ίδρυση της πόλης έμμεσα, φαίνεται να επαληθεύει την άποψη για την αργολική καταγωγή του πληθυσμού της Μοθώνης. Ως εκ τούτου θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ιερό της Αθηνάς χρονολογείται κατά την περίοδο της σπαρτιατικής κυριαρχίας και συνδέεται άμεσα με τους φυγάδες, στην πατρίδα των οποίων θα αναζητούσαμε τις απαρχές της λατρείας αυτής40. Η Ναυπλία ήταν ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι και είχε πιθανόν ως προστάτη της τον Ποσειδώνα, που φέρεται εξάλλου και ως ο πατέρας του επώνυμου οικιστή της41.

Φαραί: Δύο Ιερά της Αθηνάς Νεδουσίας
Σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό για δύο ιερά της Αθηνάς με την επίκληση Νεδουσία στη Μεσσηνία, που μας παραδίδονται από τον Στράβωνα σε ένα κάπως προβληματικό χωρίο: «Παρὰ δὲ Φηρὰς Νέδων ἐκβάλλει ῥέων διὰ τῆς Λακωνικῆς, ἕτερος ὢν τῆς Νέδας· ἔχει δ’ ἱερὸν ἐπίσημον Ἀθηνᾶς Νεδουσίας. Καὶ ἐν Ποιαέσσῃ δ’ ἐστὶν Ἀθηνᾶς Νεδουσίας ἱερόν, ἐπώνυμον τόπου τινὸς Νέδοντος, ἐξ οὗ φασιν οἰκίσαι Τήλεκλον Ποιάεσσαν καὶ Ἐχειὰς καὶ Τράγιον»42. Το πρώτο ιερό αναφέρεται σε σχέση με τον ποταμό Νέδοντα, που εκβάλλει κοντά στις Φαρές. Οι Φηραί ή Φαραί ή Φεραί ταυτίζονται με την Καλαμάτα κι ο Νέδων με τον χείμαρρο που διασχίζει σήμερα τη σύγχρονη πόλη43. Είναι σαφές ότι η επίκληση της θεάς ανάγεται στο όνομα του ποταμού, κοντά στον οποίο θα βρισκόταν και το ιερό της. Ο Νέδων ως «ποταμὸς καὶ τόπος Λακωνικῆς» μαζί με τη «Νεδουσία Ἀθηνᾶ» συναντώνται στα παρόμοια λήμματα του Στέφανου Βυζάντιου και του λεξικού Σούδα44. Ο Νέδων πηγάζει στον Ταΰγετο και η λεκάνη του βρίσκεται περίπου στον «ager Dentheliates» [πίν.6.1], περιοχή διαφιλονικούμενη μεταξύ των Μεσσηνίων και των Λακεδαιμόνιων, γεγονός που εξηγεί γιατί σε άλλο σημείο ο Στράβωνας αναφέρει ότι ο Νέδων διασχίζει τη Μεσσηνία κι όχι τη Λακωνία όπως παραπάνω45.


Με αφορμή, προφανώς, το «ἐπίσημον» ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας γίνεται αναφορά από τον Στράβωνα στο ομώνυμο ιερό της Ποιάεσσας, όπου, όμως, η επίκληση της θεάς φαίνεται να σχετίζεται με κάποια τοποθεσία Νέδων, από όπου ο βασιλιάς Τήλεκλος αποίκισε την ίδια την Ποιάεσσα, τις Εχειές και το Τράγιο. Το χωρίο αυτό γίνεται πιο δυσνόητο, από τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε από αλλού όλα τα αναφερθέντα τοπωνύμια. Όπως είδαμε, ο Νέδων ως «τόπος» είναι γνωστός στους δύο λεξικογράφους, και προφανώς θα είχε τοπική συνάφεια με τον ομώνυμο ποταμό. Οι τρεις πόλεις που αποίκισε ο Τήλεκλος είτε είναι μυθικές είτε ανάγονται σε πολύ παλαιά εποχή είτε επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων με κάποιο άλλο όνομα. Υπάρχει μία πιθανότητα η Ποιάεσσα να ήταν μία από τις επτά πόλεις που πρόσφερε ο Αγαμέμνων στον Αχιλλέα σύμφωνα με την εναλλακτική ανάγνωση του σχετικού χωρίου του Ομήρου: αν το «ἱρὴν ποιήεσσαν» –όπου αναγκαστικά πρέπει να έχουμε ένα τοπωνύμιο κι ένα επίθετο–, μεταφράζεται όχι όπως συνήθως η «χλοερή Ίρη», αλλά η «ιερή Ποιήεσσα»46. Η κατάσταση περιπλέκεται από την πληροφορία του Στράβωνα ότι και στην Κέα, κοντά στη γνωστή μας πόλη Ποιήεσσα, υπάρχει ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας, το οποίο είχε ιδρύσει ο Νέστορας κατά την επιστροφή του από την Τροία47. Η πληροφορία αυτή θεωρήθηκε λανθασμένη ή σύμπτωση ή ερμηνεύθηκε μέσω μίας απροσδιόριστης σχέσης της Μεσσηνίας με την Κέα και μεταξύ των δύο ιερών48.
Η επιχείρηση του Τήλεκλου συνιστά την πρώτη επέμβαση της Σπάρτης στη Μεσσηνία. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν πρόκειται για μία ιστορική προσωπικότητα, αν και η βασιλεία του τοποθετείται στα -760/ -740. Σύμφωνα με τον Παυσανία επί της βασιλείας του Τήλεκλου οι Λακεδαιμόνιοι κατέλαβαν μετά από πόλεμο τις Αμύκλες, τη Φάριν και τις Γερόνθρες, τις οποίες κατείχαν ακόμη τότε Αχαιοί49. Η θανάτωσή του λίγο αργότερα από Μεσσήνιους προβαλλόταν ως αφορμή για την έναρξη του 1ου μεσσηνιακού πολέμου. Για λόγους διαφορετικούς σύμφωνα με τις δύο πλευρές, όπως μας παραδίδεται από τον Παυσανία, οι Μεσσήνιοι τον σκότωσαν στο ιερό της Άρτεμης Λιμνάτιδος στη θέση Λίμναι, που βρισκόταν στα σύνορα της Μεσσηνίας και ήταν κοινό για τους Μεσσήνιους και για τους Λακεδαιμονίους50.
Σύμφωνα με τον Sergent51 ο Νέδων ήταν το όριο της Μεσσηνίας κατά την πρώιμη εποχή και δεν είναι τυχαίο που η θανάτωση του Τήλεκλου έλαβε χώρα στο ιερό των Λιμνών, στις αρχές του ποταμού, το οποίο ήταν κοινό για τους Μεσσήνιους και τους Λάκωνες. Φαντάζεται ότι η επιχείρηση του Τήλεκλου εκτείνεται κατά μήκος του Νέδοντα και πιστεύει ότι τα ιερά της Αθηνάς Νεδουσίας θα βρίσκονταν το ένα ψηλά και το άλλο πιο χαμηλά. Αν μη τι άλλο, φαίνεται σωστή η διαπίστωσή του ότι η σχέση της Αθηνάς με τον ποταμό έγκειται ακριβώς στη λειτουργία του ως σύνορο, όπως και στην περίπτωση της Αθηνάς Λαρισαίας στη χώρα της αχαϊκής Δύμης – η Αθηνά δεν έχει σχέση με τους ποταμούς αλλά με τα σύνορα52.
Ο Θέμελης53 υποθέτει ότι το «ἐπίσημον» ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας θα βρισκόταν στην ακρόπολη των Φαρών, το σημερινό Κάστρο της Καλαμάτας, παρά την αριστερή όχθη του Νέδοντα, όπου υπάρχει το ερειπωμένο παρεκκλήσι της Παναγίας Καλομάτας. Κατά την άποψή του το επίθετο του Στράβωνα για το ιερό υποδεικνύει μία περίοπτη θέση κι αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την ακρόπολη, όπου εξάλλου συναντώνται συχνά τα ιερά της Αθηνάς. Επιπλέον, πιστεύει ότι δεν είναι τυχαία η σχέση του επιθέτου της Παναγίας με επίθετα της Αθηνάς (γλαυκώπις, οφθαλμίτις, οξυδερκής), ώστε η Αθηνά να «επιβίωσε» ως Παναγία Καλομάτα.
Ο Robertson54 πιστεύει ότι η Ποιάεσσα θα ήταν λίγο Δ των Φαρών και οπωσδήποτε οι τρεις πόλεις και ο τόπος Νέδων δεν βρίσκονταν στη Δενθελιάτιδα. Θεωρεί ότι το «ἐπίσημον» ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας βρισκόταν κοντά στις εκβολές του Νέδοντα κατά την αναλογία του παράκτιου (!) ομώνυμου ιερού της Κέας. Εφόσον οι Φαραί θεωρούνταν αποικία της Σπάρτης, μόνο από εκεί θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει ο Τήλεκλος τον αποικισμό, κινούμενος προς την ενδοχώρα, από κάποιο ομώνυμο του ποταμού τόπο σε παράκτια θέση των Φαρών55.
Στις Φαρές ο Παυσανίας δεν αναφέρει τίποτε για τη λατρεία της Αθηνάς ούτε καν τον ποταμό Νέδοντα56. Κατά τη γνώμη του το σημαντικότερο, σεβασμιότερο ιερό της πόλης ήταν το ιερό του Νικόμαχου και του Γόργασου, γιων του Μαχάονα, που είχαν υπάρξει και βασιλιάδες των Φαρών57. Μέσα στην πόλη αναφέρει ένα ναό της Τύχης με αρχαίο άγαλμα και σε μικρή απόσταση από τις Φαρές άλσος του Κάρνειου Απόλλωνα58. Δεν σώζονται λείψανα της αρχαίας πόλης, αν και διάφορες αρχαιολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι ήταν ένας σημαντικός οικισμός από νωρίς, που φαίνεται ότι οχυρώθηκε μετά την ανεξαρτησία της Μεσσηνίας, ενώ σημείωσε αξιοσημείωτη επέκταση κατά την ελληνιστική εποχή.

ΕΛΕΝΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ»

Σημειώσεις:
1 Η ταύτιση ήδη από τον Leake 1830Ι, 443-446 επικράτησε ως communis opinio. Σύμφωνα με τον Στρ. 8,4,6 ο Πάμισος εκβάλλει περίπου στο μέσο του μεσσηνιακού κόλπου και κοντά στην Κορώνη, η οποία βρίσκεται στα δεξιά του, ενώ στα αριστερά του ποταμού βρίσκονται η Θουρία και οι Φαραί. Ο Παυσ. 4,34,4 ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο Δ των εκβολών του Παμίσου αναφέρει πρώτα την Κορώνη χαρακτηρίζοντάς την ως πόλη στα δεξιά του ποταμού, παραθαλάσσια και κάτω από το βουνό Μαθία. Η ταύτιση του βουνού αυτού με το Λυκόδημο, που είναι και το υψηλότερο βουνό (959 μ.) στην περιοχή μεταξύ Πεταλιδίου και Πύλου, αποτελεί επίσης μία ισχυρή ένδειξη για την ταύτιση της αρχαίας Κορώνης. Ο Πτολ. 3,16,8 τοποθετεί την Κορώνη μεταξύ Ασίνης και Μεσσήνης, κι αμέσως μετά καταγράφει τις εκβολές του Παμίσου.
2 Roebuck 1941, 22· Παπαχατζής 3, 161· Παπαθανασόπουλος 2000, 111. Το Πεταλίδι σχηματίστηκε λίγο πριν τα μέσα του 19ου αι. με την εγκατάσταση Μανιατών. Για την Ασίνη βλ. ΜΜΕ 314-315 αρ.512· Meyer 1978, 198-199· Shipley 1997, 237-238 αρ.19· IACP 559 αρ.313· Sachs 2006, 162-166. Η ταύτιση της Ασίνης με την Κορώνη είχε αμφισβητηθεί μόνο εξαιτίας μίας αποσπασματικά σωζόμενης βάσης αγάλματος από τη σύγχρονη Κορώνη, όπου κατονομάζεται η πόλη των Κορωναίων (SEG 11,985). Ωστόσο, αυτή η μόνη βάσιμη αντίρρηση για την ταύτιση της Κορώνης με το Πεταλίδι συντρίβεται από το πλήθος των αξιόπιστων τοπογραφικών ενδείξεων· εξάλλου κάθε άλλο παρά απίθανη δεν είναι η μεταφορά της βάσης, βλ. Roebuck 1941, 19-22· Hope Simpson 1957, 249 σημ.81· Hope Simpson 1972, 94 σημ.91· Meyer 1978, 195-196· Pritchett 1980, 262.
3 Παυσ. 4,34,5. Η ονομασία Κορώνεια συναντάται σε μία επιγραφή του 2ου αι. μ.Χ. που βρέθηκε στη Σπάρτη (IG V1, 34).
4 Lazenby 1972, 89· Hope Simpson 1972, 94 με σημ.125.
5 Στρ. 8,4,5-6. Για τα νομίσματα βλ. παρακάτω. Για τις γραπτές πηγές βλ. Shipley 1997, 250 αρ.59· IACP 561 αρ.316. Ως νέα ίδρυση φέρεται η Κορώνη π.χ. στους Παπαθανασόπουλος 2000, 110· Hodkinson 2001, 211 σημ.56· Riethmüller 2005, 154.
6 Πρβλ. Meyer 1978, 195, 209· Luraghi 2002, 58.
7 Luraghi 2002, 49, 58.
8 Βλ. Παυσ. 4,26,5-8 και 4,33,5. Σχετικά βλ. τη διατύπωση της Alcock 2001, 150: «the burial and recovery of this “secret thing” essentially encompasses within itself the major narrative of this book – the loss and return of the Messenians to their land – while also invoking major places (Ithome, Andania) and major players (Aristomenes, Epaminondas) and linking the entire saga to Pausanias’s own personal experience».
9 Παυσ. 4,34,6.
10 Zunino 1997, 162 σημ.45· Grandjean 2003, 154.
11 Βλ. NCP 72 αρ.1· BMC xliv-xlv, 114, πίν.23,5-7· ΗΝ2 433· Zunino 1997, αρ.Τ29· Grandjean 2003, 153-155, πίν.26.
12 Θεωρείται πολύ πιθανό από τη Zunino 1997, 162 με σημ.46, η οποία μάλιστα υποθέτει ότι θα μπορούσε να υπάρχει και λατρεία του Επιμηλίδη, χωρίς όμως να το θεωρούμε ως δεδομένο.
13 Βλ. Robertson 1996α, 451-453· πρβλ. Grandjean 2003, 154.
14 Βλ. Παυσ. 1,5,3 και 1,41,6. Επίσης στον Λυκόφρ. Αλεξ. 359 συναντάται η «Αίθυια» ως ονομασία της Αθηνάς.
15 Βλ. Οδ. ε 333-357.
16 Βλ. Detienne – Vernant 1993, 245-249.
17 Robertson 1996α, 452: «Birds are so commonly, so obsessively, scrutinized for omens, above all by seafarers, that it is only natural to regard them at times as the very deities who control nature. Hence the epithet aithyia for the nautical Athena. No particular belief in bird-goddesses need be invoked».
18 Βλ. Μπίμπη-Παπασπυροπούλου 1984.
19 Βλ. Leake 1830I, 438-439· Frazer III, 447· Tod 1905, 40-41· Valmin 1930, 177-180· Hope Simpson 1957, 249, εικ.10· Hope Simpson 1966, 124· Meyer 1978, 195-196· Sachs 2006, 151-153.
20 Παπαθανασόπουλος 2000, 111· Sachs 2006, 152.
21 Βλ. Tod 1905, 40-41.
22 Βλ. Valmin 1930, 178.
23 Βλ. Hope Simpson 1957, 249, εικ.10.
24 Ιδιαίτερα σημαντικό λιμάνι από τον -4ο αι., την εποφθαλμιούσαν οι Βενετοί και τελικά πέρασε στην κυριαρχία τους (1207-1500 και 1685-1715)· η Μοθώνη και η Κορώνη, τα «Μοθωκόρωνα», υπήρξαν τα «μάτια της Βενετίας». Για την ιστορία της Μεθώνης διαχρονικά βλ. Παπαθανασόπουλος 2000, 94-109, 127 για τη σχετική βιβλιογραφία. Η ονομασία «Μοθώνη», που μαρτυρείται από τον Ψευδο-Σκύλακα 46 και τον Παυσανία, υποδεικνύεται από τη σύντμηση ΜΟ σε νομίσματα του 3ου αι. π.Χ. και προτιμάται έναντι της επίσης μαρτυρούμενης ονομασίας «Μεθώνη», βλ. σχετικά Valmin 1930, 152 σημ.5· Roebuck 1941, 23 σημ.84· Παπαχατζής 3, 162-163 σημ.5· IACP 564 αρ.319.
25 Για διάφορες αρχαιότητες από τη Μεθώνη και την περιοχή της βλ. Frazer III, 452· Tod 1905, 33-36· Valmin 1930, 152-154· Hope Simpson 1957, 252· ΜΜΕ 310-311 αρ.41· Meyer 1978, 200-201· Παπαχατζής 3, 162-164 σημ.5, εικ.118-132· Sachs 2006, 201-204. Στο ΑΔ 21, 1966, 164 αναφέρεται ότι στην πυριτιδαποθήκη στο Β τμήμα του φρουρίου «συνεκεντρώθησαν αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων κτηρίων, κυρίως πώρινοι ημικίονες (πίν.156α), ευρεθέντες κατά καιρούς εντός του χώρου του κάστρου». Η παραπάνω είδηση παραφράζεται από τον Sachs 2006, 203: «Innerhalb des Pulvermagazins wurden bei Restaurierungsarbeiten in den sechziger Jahren des 20. Jh. einige Architekturteile eines archaischen Gebäudes – hauptsächlich dorische Halbsäulen aus Kalkstein – freigelegt». Από την άλλη, η εικόνα των ημικιόνων αυτών υπομνηματίζεται ως εξής στον Παπαχατζή 3, εικ.130: «Πώρινοι σπόνδυλοι δωρικών κιόνων από τη Μεθώνη. Ίσως από τον μόνο ρητά αναφερόμενο από τον Παυσανία ναό της Αθηνάς ανεμώτιδος».
26 Παυσ. 4,35,1. Και σύμφωνα με τον Στρ. 8,4,3 η Μεθώνη λεγόταν Πήδασος, ενώ αλλού (8,4,5) αναφέρει ότι μερικοί ονομάζουν Πήδασο την Κορώνη και Αίπεια τη Μεθώνη. Είναι ενδιαφέρον ότι οι «μόθωνες», που πιθανόν διαχωρίζονται από τους «μόθακες», ανήκουν στις ενδιάμεσες κοινωνικές ομάδες των Λακεδαιμονίων, και ενδεχομένως ταυτίζονται με τα νόθα παιδιά των Σπαρτιατών από γυναίκες ειλώτων ή με τα παιδιά των ειλώτων που μετέχουν της σπαρτιατικής αγωγής, βλ. IACP 570. Ο Οινέας, ο γνωστός βασιλιάς της Καλυδώνας, απέκτησε από τη δεύτερη γυναίκα του Περίβοια τον Τυδέα, τον πατέρα του Διομήδη, βλ. Grimal 1991, 180-181 λ. Διομήδης, 505-506 λ. Οινέας, 663-664 λ. Τυδέας, πίν. 26, 29. Όταν γέρασε, του αφαίρεσαν το βασίλειο οι ανεψιοί του, όμως επενέβη ο Διομήδης, που τους σκότωσε, αποκατάστησε την τάξη και πήρε μαζί του στην Πελοπόννησο τον Οινέα. Υπάρχει η παράδοση ότι στη διάρκεια του ταξιδιού τους δύο από τους επιζώντες ανεψιούς του σκότωσαν τον Οινέα, ενώ διέσχιζε την Αρκαδία.
27 Βλ. Παυσ. 4,35,1.
28 Βλ. Παυσ. 4,18,1, 4,23,1, 4,24,4, 4,35,2. Πρβλ. Cartledge 1979, 140· Musti – Torelli 1994, 268.
29 Μετά τον 1ο μεσσηνιακό πόλεμο οι Σπαρτιάτες εγκατέστησαν στη μεσσηνιακή Ασίνη φυγάδες από την ομώνυμη πόλη της Αργολίδας, κοντά στη Ναυπλία, την οποία είχαν καταλάβει και καταστρέψει οι Αργείοι στο τέλος του -8ου αι., βλ. Παυσ. 4,14,3· πρβλ. Cartledge 1979, 126. Η αργολική καταγωγή των Ασιναίων είναι γνωστή στον Ηρόδ. 8,7,32, και το γεγονός επαναλαμβάνεται από τον Στρ. 8,6,11, ο οποίος επίσης αναφέρει ότι οι Ναυπλιώτες εγκαταστάθηκαν από τους Λακεδαιμονίους στην κατακτημένη από αυτούς χώρα, χωρίς να κάνει λόγο για τη Μοθώνη.
30 Βλ. Henning 1996.
31 Hall 1995, 584, βλ. 581-585 για την ιστορική και αρχαιολογική πραγματικότητα των παραδόσεων σχετικά με την Ασίνη και τη Ναυπλία.
32 Διόδ. Σικ. 11,84,6. Θουκ. 2,25,1-2.
33 Βλ. Παυσ. 4,27,8 και 4,35,2.
34 Βλ. Roebuck 1941, 57· ΜΜΕ 89.
35 Βλ. ΜΜΕ 90-92· Henning 1996, 22, 30-32.
36 Παυσ. 4,35,8.
37 Βλ. Leake 1830I, 432-433· Farnell 1896, 264· Musti – Torelli 1994, 269· Robertson 1996α, 462 σημ.297· Zunino 1997, 160-161.
38 Οδ. ε 382-387: «Μα να που η Αθηνά, του Δία η κόρη, έρχεται τώρα μ’ άλλες σκέψεις: δένει τον δρόμο στους ενάντιους ανέμους, τους προστάζει ανάπαυλα, όλους τους κατευνάζει. Σήκωσε μόνο τον γοργό βοριά, σπάζει τα κύματα μπροστά του, για να μπορεί, ξεφεύγοντας τον χάρο και τη μαύρη μοίρα, να σμίξει ο θείος Οδυσσεύς μ’ εκείνους που έχουν χαρά τους το κουπί, τους Φαίακες».
39 Βλ. NCP 72-73 αρ.2, πίν.Ρ,11-12· Παπαχατζής 3, εικ.129· Zunino 1997, 146 αρ.Τ27,1-4. Στα λίγα αυτόνομα νομίσματα της πόλης απεικονίζεται ο Ήφαιστος, βλ. ΗΝ2 433.
40 Κατά αντιπαραβολή, σύμφωνα με τον Riethmüller 2005, 151 οι στενές λατρευτικές σχέσεις της Ασίνης με την Αργολίδα πιστοποιούνται επιγραφικά· ο ίδιος θεωρεί πιθανό η λατρεία του Ασκληπιού στην Ασίνη να προέρχεται από την Αργολίδα, εφόσον η κύρια θεότητα και στις δύο πόλεις είναι ο Πύθιος Απόλλωνας.
41 Βλ. Mylonopoulos 2003, 82-84.
42 Στρ. 8,4,4.
43 Η ταύτιση των Φαρών με την Καλαμάτα, που πρέσβευαν ήδη ο Leake 1830I, 327, 343 κι οι υπόλοιποι περιηγητές του 19ου αι. με βάση τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, έχει γίνει αποδεκτή μετά τις νεότερες έρευνες. Ο Valmin 1930, 45-48 είχε ταυτίσει τις Φαρές με τη Γιάνιτσα, σημερινό Ελαιοχώρι, 5 χμ. Α της Καλαμάτας, όπου όμως από άλλους τοποθετείται η αρχαία πόλη Καλάμαι, βλ. Roebuck 1941, 15· ΜΜΕ 316-317 αρ.537 (ancient Kalamai?)· Meyer 1978, 180· Sachs 2006, 126-128. Για το ζήτημα της ταύτισης και τις διαφορετικές απόψεις βλ. Παπαχατζής 3, 91-92 σημ.1.
44 Στέφ. Βυζ. λ. Νέδων, ποταμὸς καὶ τόπος τῆς Λακωνικῆς. Τὸ τοπικὸν Νεδούσιος καὶ Νεδουσία ἡ Ἀθηνᾶ. Κλίνεται δὲ Νέδοντος. Σούδ. λ. Νέδων, ποταμὸς καὶ τόπος Λακωνικῆς. Κλίνεται Νέδοντος: ὅθεν Νεδουσία Ἀθηνᾶ. Ζήτει καὶ τὸν παρὰ Λυκόφρονι.
45 Στρ. 8,3,29. Ουσιαστικά η Δενθελιάτις φαίνεται ότι αντιστοιχεί στα υψίπεδα των πηγών του Νέδοντα, όπου βρίσκονται τα χωριά Νέδουσα, Αλαγονία και Αρτεμισία. Από τον Φίλιππο Β’ παραχωρήθηκε στους Μεσσήνιους, από τον Αύγουστο μετά το Άκτιο στη Σπάρτη και οριστικά στη Μεσσηνία από τον Τιβέριο. Σχετικά βλ. Meyer 1978, 179· Sachs 2006, 8, 122.
46 Βλ. Ιλ. Θ 149-153.
47 Στρ. 10,5,6: «ἔστι δὲ καὶ πρὸς τῇ Κορησίᾳ Σμινθαίου Ἀπόλλωνος ἱερὸν καὶ πρὸς Ποιηέσσῃ, μεταξὺ δὲ τοῦ ἱεροῦ καὶ τῶν τῆς Ποιηέσσης ἐρειπίων τὸ τῆς Νεδουσίας Ἀθηνᾶς ἱερόν, ἱδρυσαμένου Νέστορος κατὰ τὴν ἐκ Τροίας ἐπάνοδον». Για την πόλη της Κέας βλ. IACP 751 αρ.494.
48 Βλ. Robertson 1996α, 461· Zunino 1997, 158-159.
49 Παυσ. 3,2,6.
50 Βλ. Παυσ. 4,4,1-3, 4,31,3. Τα ίδια περίπου στοιχεία παραθέτει συνοπτικά κι ο Στρ. 8,4,9 χωρίς όμως να κατονομάζει τον Τήλεκλο. Το ιερό της Άρτεμης Λιμνάτιδος εντοπίζεται στη θέση Βόλυμος ή Βόλυμνος, περίπου 25 χμ. από την Καλαμάτα, όπου βρίσκεται το παρεκκλήσι της Παναγίας Βολυμνιώτισσας. Για τα ευρήματα από το ιερό και το ζήτημα της ταύτισής του βλ. Meyer 1978, 179-180· Παπαχατζής 3, 108-109 σημ.1· Sachs 2006, 121-126.
51 Sergent 1978, 14.
52 Βλ. Daverio Rocchi 1988, 54-55.
53 Βλ. Θέμελης 1970, 124-12
54 Βλ. Robertson 1996α, 460-461.
55 Και η Zunino 1997, 158 πιστεύει ότι το ιερό βρισκόταν στις εκβολές του Νέδοντα. Αντίστοιχα κι ο Παπαχατζής 3, 93 υποθέτει ότι το ιερό της Αθηνάς βρισκόταν Α του ιερού του Ποσειδώνα στα Ακοβίτικα (για το ιερό βλ. Mylonopoulos 2003, 245-247), κάνει μάλιστα λόγο για γειτονική λατρεία Ποσειδώνα κι Αθηνάς στις Φαρές κατά το παράδειγμα άλλων περιοχών. Ο Θέμελης 1970, 124 απορρίπτει τη σχέση του ιερού στα Ακοβίτικα με την Αθηνά Νεδουσία.
56 Βλ. Παυσ. 4,30,2-31,1.
57 Παυσ. 4,30,3, πρβλ. 4,3,2 και 4,3,10.
58 Παυσ. 4,30,4 και 4,31,1.