.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Φιγάλεια: Ιερό Αθηνάς Πολιάδος και Κορίας



Η πόλη

 Η χώρα της Φιγάλειας1 καταλαμβάνει μία ορεινή και δύσβατη περιοχή Ν της Αλίφειρας, στα σύνορα Αρκαδίας, Τριφυλίας και Μεσσηνίας [πίν.2.43.α]. Ενώ γεωγραφικά φαίνεται να ανήκει περισσότερο στην Τριφυλία –όντας χωρισμένη με βουνά από την Αρκαδία–, ήταν μία από τις σημαντικότερες αρκαδικές πόλεις, στα όρια της επικράτειας της οποίας βρισκόταν το περιώνυμο ιερό του Απόλλωνα Επικούριου στη θέση Βάσσαι του Κωτίλιου όρους. Παρόλο που λίγα είναι γνωστά για την πρώιμη ιστορία της, φαίνεται ωστόσο ότι εξαρχής είχε στενές σχέσεις με τους γειτονικούς πληθυσμούς στην Αρκαδία και στη Ν Τριφυλία, αλλά και με τους Μεσσήνιους, των οποίων φέρεται αρωγός στους μακραίωνες αγώνες τους εναντίον της Σπάρτης2.
 Η αρχαία πόλη ταυτίζεται με τα σημαντικά λείψανα γύρω από και πάνω στα οποία βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο χωριό, που παλαιότερα ονομαζόταν Παύλιτσα, σε μία δυσπρόσιτη θέση στην πλαγιά μίας στενής κοιλάδας, τριγυρισμένη από ψηλά βουνά, που στην αρχαιότητα αποτελούσαν φυσική οχύρωση3 [πίν. 2.43.β, 2.44.α]. Τα ερείπια των τειχών, τα διάσπαρτα λείψανα της πόλης και ευρήματα από τα γεωμετρικά χρόνια έως την υστερορρωμαϊκή εποχή, καθώς και το άφθονο αρχαίο υλικό που είναι εντοιχισμένο σε νεότερα κτίσματα ήταν φυσικό να προκαλέσουν εξαρχής το ενδιαφέρον των ερευνητών, αλλά ο χώρος δεν είχε ανασκαφεί συστηματικά μέχρι πρόσφατα4.


 Την πόλη περιβάλλει ισχυρός οχυρωματικός περίβολος μήκους περίπου 4,5χμ., με πολλούς πύργους, που σώζεται ακόμη και σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση και σε αρκετό ύψος5. Έχουν εντοπιστεί και μεμονωμένες κεραίες τειχών, που έχουν ερμηνευτεί ως υποτειχίσματα και προτειχίσματα. Εντός των τειχών και προς το Β/ΒΑ άκρο της πόλης ένα μικρό ύψωμα που έφερε ξεχωριστή οχύρωση χρησίμευε ως ακρόπολη. Περίπου σε εκ διαμέτρου αντίθετη θέση βρίσκεται ο χαμηλός λόφος Κουρδουμπούλι, στο Δ άκρο του σύγχρονου χωριού, με τα λείψανα ενός αρχαίου κτηρίου που φαινόταν ότι θα μπορούσε να ταυτιστεί με ναό της Αθηνάς. ΒΑ του λόφου αυτού πιθανότατα εκτεινόταν η αγορά της πόλης, στον επίπεδο χώρο ανάμεσα στους πρόποδες μικρών λόφων, εκεί που βρίσκονται και τα περισσότερα θεμέλια αρχαίων κτηρίων6.
 Η πρόσφατη ανασκαφική δραστηριότητα ξεκίνησε το 1994, όταν σε μία σωστική ανασκαφή βρέθηκε ένα λακωνικό μαρμάρινο περιρραντήριο της Μέσης Δαιδαλικής περιόδου7. Ακολούθησε το 1995 η ανασκαφική έρευνα του ιερού στον λόφο Κουρδουμπούλι και παράλληλα ανασκάφηκε εν μέρει ένα νεκροταφείο στη θέση «Τρανή Πέτρα», στα Δ της αρχαίας πόλης8. Το ιερό στο Κουρδουμπούλι αποδόθηκε εξαρχής στην Αθηνά και στον Δία Σωτήρα εξαιτίας μίας ενεπίγραφης βάσης που βρέθηκε στο ναό.



Οι λατρείες με βάση τον Παυσανία και τα νομίσματα

 Ο Παυσανίας παρέχει πολλές πληροφορίες για τη γεωγραφία, τις διάφορες ιστορικές και μυθικές παραδόσεις και τις λατρείες στην περιοχή της Φιγάλειας, ωστόσο ως προς την τροφοδότηση των πληροφοριών διαφαίνεται μία επιλογή εκ μέρους του με βάση το αξιοπερίεργο. Εξάλλου αφιερώνοντας ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη Μέλαινα Δήμητρα, που λατρευόταν σε σπήλαιο στο Ελάιον όρος, ο περιηγητής διατείνεται: «Προσωπικά επισκέφτηκα τη Φιγαλία ιδίως χάριν αυτής της Δήμητρας»9. Λίγες και σχεδόν επιγραμματικές είναι οι πληροφορίες του περιηγητή για τα μνημεία εντός της τειχισμένης πόλης. Αναφέρει ένα ιερό της Άρτεμης Σωτείρας με λατρευτικό άγαλμα λέγοντας ότι από το ιερό αυτό συνηθίζουν να ξεκινούν οι πομπές των Φιγαλέων, στο γυμνάσιο ένα άγαλμα του Ερμή ιματιοφόρου «ἐς τὸ τετράγωνον σχῆμα», και το ναό του Διονύσου Ακρατοφόρου10. Η λατρεία του Διονύσου θα πρέπει να ήταν σημαντική για την πόλη σύμφωνα με τη μαρτυρία άλλων γραπτών πηγών11. Το ιερό της Άρτεμης Σωτείρας τοποθετείται παραδοσιακά στην ακρόπολη εξαιτίας των περιφραζόμενων του Παυσανία. Ωστόσο εύλογα η Jost υποστηρίζει ότι θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στη ΝΑ είσοδο της πόλης με βάση την πιο προσεκτική αντιμετώπιση του σχετικού χωρίου του Παυσανία και το γεγονός ότι το ιερό συνιστούσε την αφετηρία για πομπές προφανώς προς τα ιερά της χώρας12.
 Εν όψει της ξεχωριστής τοπογραφίας της Φιγάλειας μεγαλύτερη σημασία πρέπει να είχαν τα αγροτικά ιερά, που συνδέονταν μέσω πομπών με την πόλη, ενδεχομένως ήδη από μία πρώιμη εποχή13. Η αγριότητα του τοπίου και ένας σαφής συντηρητισμός εκδηλώνεται στα λατρευτικά αγάλματα που έχουν θηριομορφική όψη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λατρεία της Δήμητρας Μελαίνας όσον αφορά το λατρευτικό άγαλμα, το τελετουργικό και τις σχετικές παραδόσεις, στις οποίες διαπιστώνονται αναμφισβήτητες σχέσεις με τη λατρεία της θεάς στον Φενεό και στη Θέλπουσα14. Το μνημειακό ιερό του Απόλλωνα των Βασσών ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ιερά της χώρας. Δεν φαίνεται να ήταν ο σημαντικότερος θεός της πόλης, ωστόσο η παραχώρηση του κολοσσικού χάλκινου αγάλματός του στη Μεγαλόπολη συνιστά τη συμβολή της Φιγάλειας στη διαμόρφωση του πάνθεου της νέας πόλης κατά την εποχή ακμής του αρκαδικού κοινού15.


 Προφανώς εντός της πόλης θα υπήρχαν περισσότερα ιερά, αλλά ο Παυσανίας δεν κάνει καμία νύξη για κανένα είτε επειδή δεν τα είδε ή δεν του προξένησαν το ενδιαφέρον είτε επειδή στην εποχή του είχαν πλέον καταστραφεί και εγκαταλειφθεί. Η εικόνα που μας δίνει ο περιηγητής για τις λατρείες της Φιγάλειας επιβεβαιώνεται και συμπληρώνεται από τις απεικονίσεις στα νομίσματα που έκοψε η πόλη επί Σεπτιμίου Σεβήρου και Καρακάλλα16. Σε αυτά συναντάται η Άρτεμη σε διάφορους τύπους, ο Ερμής και κατά τρόπο που φαίνεται να απηχεί το άγαλμα που είδε ο Παυσανίας στο γυμνάσιο, ο Διόνυσος κρατώντας θύρσο και αγγείο πόσης, καθώς κι ένας ποτάμιος θεός, ίσως ο προσωποποιημένος τοπικός ποταμός Λύμακας17. Η Δήμητρα παριστάνεται όρθια καλυμμένη με ιμάτιο και κρατώντας άλλοτε σκήπτρο και άλλοτε ίσως άνθος παπαρούνας ή αραβόσιτο.  Συναντώνται, επίσης, η γυμνή Αφροδίτη να στηρίζεται σε στύλο, η Τύχη και ο Ασκληπιός. Όσον αφορά τον τελευταίο αξίζει να σημειωθεί ότι λατρεία της Υγείας μαρτυρείται στη Φιγάλεια για τον -4ο αι. από μία αναθηματική επιγραφή, χαραγμένη πιθανόν σε μεγάλη βάση18.
 Ωστόσο, η πιο σημαντική «παράλειψη» του Παυσανία είναι η Αθηνά, που απεικονίζεται συχνά σε πολλά από τα νομίσματα της πόλης των αυτοκρατορικών χρόνων. Σε αυτά η θεά παριστάνεται όρθια κρατώντας διαφορετικά αντικείμενα, και συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται, φιάλη και σκήπτρο(;) ή κλαδί ελιάς και δόρυ ή δόρυ και ασπίδα ή Νίκη και δόρυ19. Σε ένα νόμισμα η θεά με αττικό πέπλο και κορινθιακό κράνος με λοφίο παριστάνεται σε όψη ¾ προς τα δεξιά με ελεύθερο το δεξί σκέλος να στηρίζει το δόρυ με το ανασηκωμένο δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό της χέρι βαστά την ασπίδα, που βρίσκεται όρθια στο έδαφος αριστερά της20 [πίν.2.44.β]. Σε άλλα νομίσματα η Αθηνά απεικονίζεται κατενώπιον με μία δεύτερη απροσδιόριστη μορφή στα αριστερά της, πίσω από την οποία διακρίνεται βωμός21 [πίν.2.44.γ]. Η θεά απεικονίζεται κατενώπιον με στάσιμο το αριστερό σκέλος, που καλύπτεται από τις πτυχώσεις του ενδύματος, ενώ το δεξί φαίνεται να λυγίζει έντονα στο γόνατο και να πατά με ανασηκωμένο το πέλμα. Παριστάνεται κατά αδέξιο τρόπο να βαστά με το δεξί λυγισμένο και σηκωμένο χέρι το όρθιο δόρυ, ενώ το αριστερό χέρι κατεβαίνει χαλαρά ελαφρώς γωνιασμένο και «χάνεται» πίσω περίπου από τον γοφό. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που δηλώνεται ο όγκος και το μέγεθος του λοφίου του κράνους.


 Η άλλη μορφή είναι στραμμένη προς την Αθηνά έχοντας το δεξί χέρι απλωμένο μπροστά και προς τα κάτω ελαφρώς λυγισμένο στον αγκώνα. Το αριστερό χέρι της φαίνεται να είναι έντονα λυγισμένο σε οξεία γωνία, αν και από κάποιους θεωρείται ότι και τα δύο χέρια είναι απλωμένα μπροστά22. Δεν είναι εύκολο να πούμε αν πρόκειται για ανδρική ή γυναικεία μορφή, επειδή δεν σώζεται καλά η κεφαλή και με δυσκολία αναγνωρίζονται τα ενδύματά της. Σίγουρα δεν φαίνεται να έχει μακριά κόμη ή καλυμμένη κεφαλή, οπότε θα μπορούσε να πρόκειται για γυναίκα με μαζεμένη την κόμη, αν όχι για νεαρό άνδρα. Φορά μακρύ ένδυμα, ίσως πέπλο με μακρύ απόπτυγμα, που δεν μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά αν είναι ζωσμένο κάτω από το στήθος. Πιθανόν φέρει και ένα κοντό ιμάτιο εν είδει επιβλήματος στους ώμους, που φαίνεται να πλαισιώνει τον κορμό κι ίσως να καλύπτει εν μέρει το δεξί χέρι.
 Υπάρχει τάση για ταύτιση της δεύτερης μορφής με τη Δήμητρα, ενώ η Αραπογιάννη αναρωτιέται αν θα μπορούσε να πρόκειται εναλλακτικά για τον Απόλλωνα ή τον Δία23. Πιστεύουμε πως πρέπει να αποκλειστεί η τελευταία υπόθεση, καθώς δεν υποστηρίζεται εικονογραφικά και φαίνεται να έχει υπαγορευτεί περισσότερο από το επιγραφικό εύρημα από το ιερό της Φιγάλειας, όπου κατονομάζονται η Αθηνά και ο Δίας Σωτήρας. Ο Απόλλωνας δεν εμφανίζεται περιέργως καθόλου στα νομίσματα της πόλης24. Η Δήμητρα απεικονίζεται κατά διαφορετικό τρόπο στα νομίσματα της Φιγάλειας, φορώντας χιτώνα και ιμάτιο που καλύπτει το σώμα και την κεφαλή της. Ομοιότητες παρουσιάζει με τη μορφή που ταυτίζεται με την Άρτεμη Σώτειρα ή τη Δήμητρα σε νομίσματα της πόλης· φορά μακρύ ένδυμα και έχει κοντή ή μαζεμένη κόμη κρατώντας από μία δάδα στο κάθε χέρι25 [πίν.2.44.δ]. Από την άλλη, η ύπαρξη του βωμού, που όμως δεν διακρίνεται εύκολα πίσω από την αταύτιστη μορφή, σε συνδυασμό με την κατενώπιον στάση της Αθηνάς πιθανόν υποδεικνύουν την αναγνώριση ενός λατρευτικού αγάλματος, άσχετα αν νοείται ένα πραγματικό άγαλμα της θεάς στη Φιγάλεια. Θα μπορούσαμε και να υποθέσουμε ότι παριστάνεται σκηνή από έναν άγνωστο μύθο με τη θεά ή το άγαλμά της και μία μορφή ήσσονος σημασίας.



Η έρευνα για το ιερό της Αθηνάς και γενικά στοιχεία

 Στην παλαιότερη έρευνα σχεδόν ανύπαρκτη φαντάζει η λατρεία της Αθηνάς στη Φιγάλεια, παρά τη νομισματική μαρτυρία των αυτοκρατορικών χρόνων. Επίσης γνωστή από παλιά ήταν μία ακρωτηριασμένη επιγραφή, όπου διαβαζόταν σε δύο στίχους η επίκληση Πολιάς στη δοτική26. Είχε βρεθεί στο βυζαντινό παρεκκλήσι του Σταυρού (Σταυρούλι) στα Δ του χωριού, όχι μακριά από τον λόφο Κουρδουμπούλι, ενώ στην ευρύτερη περιοχή είχε εντοπιστεί κι άλλο αρχαίο υλικό27. Δυστυχώς σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση και δεν μπορεί να χρονολογηθεί. Φαίνεται ότι το περιεχόμενό της παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον για τη θρησκευτική ζωή της πόλης συνιστώντας ταυτόχρονα και τη μοναδική μαρτυρία για την ύπαρξη ενός συστήματος φυλών στη Φιγάλεια· δεν αποκλείεται να πρόκειται για ένα ημερολόγιο θυσιών28.
 Αποφασιστικής σημασίας για την τεκμηρίωση της ύπαρξης ιερού αφιερωμένου στην Αθηνά ήταν το επιγραφικό εύρημα από τον λόφο Κουρδουμπούλι που δημοσίευσε ο Te Riele το 196629. Πρόκειται για έναν λίθο [πίν.2.45.α] σπασμένο πλευρικά, στην πρόσθια όψη του οποίου σώζονται τμηματικά δύο στίχοι επιγραφής του +1ου αι.: 
«[- - ι]ππου ἐπεσκεύ[ασεν - -] / [- -]ον Ἀθηνᾷ». 
 Εύλογα ο Te Riele υπέθεσε ότι η επιγραφή αφορά κάποια επισκευή σε σχέση με το ιερό της Αθηνάς από κάποιον ιδιώτη. Το κτίσμα αυτό θα μπορούσε να είναι ο ναός ή ο πρόναος σύμφωνα με την πρόταση συμπλήρωσης μετά τη δημοσίευση της επιγραφής30. Στον λίθο, ύψους 0,305μ., πάχους 0,23μ. και μέγ. σωζ. μήκους 0,45μ., διακρίνονται δύο ορθογώνιοι τόρμοι αβέβαιης ερμηνείας στην άνω και στην οπίσθια επιφάνεια. Η επεξεργασία της οπίσθιας επιφάνειας και ο τόρμος ίσως ανάγονται σε μία προγενέστερη χρήση του λίθου ως αρχιτεκτονικό μέλος. Στον λόφο υπήρχε ένας εκτεταμένος αμπελώνας και στο άλλο άκρο του ήταν ορατά τα λείψανα ενός ορθογώνιου κτηρίου [πίν.2.44.ε], που ο Te Riele απέδωσε υποθετικά στο πολυάνδριο των Ορεσθασίων θεωρώντας ότι στη θέση αυτή βρισκόταν η αγορά31.


 Από την έρευνα του Cooper στην περιοχή της αρχαίας πόλης το ορθογώνιο κτήριο αποδόθηκε σε ναό της Αθηνάς, ενώ η αγορά εντοπίστηκε στον επίπεδο χώρο κάτω από τον λόφο32. Και η Jost θεώρησε ότι πρόκειται για ναό με βάση τη διάρθρωση και τον προσανατολισμό του κτηρίου. Από την αυτοψία της στον χώρο κάνει λόγο για ένα κτήριο διαστάσεων περίπου 8x 14μ., οι τοίχοι του οποίου σώζονταν σε ύψος 1μ. στην Α πρόσοψη άνοιγε θύρα προς τον πρόναο και διακρινόταν το κατώφλι που έδινε πρόσβαση στον σηκό33. Ωστόσο δεν είναι σίγουρη αν πρέπει να αποδοθεί στον Διόνυσο ή στην Αθηνά, λέγοντας ότι η επιγραφή που κάνει λόγο για την πιθανή επισκευή του ναού της θεάς βρέθηκε στο άλλο άκρο του αμπελώνα σε σχέση με το κτήριο. Όταν το 1995 άρχισε η συστηματική ανασκαφή από την Αραπογιάννη στον λόφο Κουρδουμπούλι αμέσως διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για ναό και μάλιστα αφιερωμένο στην Αθηνά και στον Δία Σωτήρα εξαιτίας μίας ενεπίγραφης βάσης αγάλματος που βρέθηκε στο εσωτερικό του. Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε το 1998 και επίκειται η τελική δημοσίευσή της· προς το παρόν διαθέτουμε μόνο τις ανασκαφικές εκθέσεις, καθώς και δύο άρθρα που παρέχουν μία πρώτη συνοπτική και συνολική εικόνα για το ιερό34.
 Προκαταβολικά αξίζει να σημειωθεί ότι γενικώς γίνεται λόγος για ναό της Αθηνάς και του Δία Σωτήρα, παρόλο που δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλες μαρτυρίες πλην της ενεπίγραφης βάσης για λατρεία του Δία στο ιερό αυτό. Η παλαιότητα της λατρείας της Αθηνάς μαρτυρείται από δύο αρχαϊκές επιγραφές, ενώ στις ανασκαφές βρέθηκαν και δύο χάλκινα ελάσματα που απεικονίζουν τη θεά, όπως θα δούμε παρακάτω. Όπως είδαμε, στην επιγραφή του +1ου αι. σχετικά με κάποια επισκευή στο ιερό μνημονεύεται μόνο η Αθηνά. Επιπλέον, σε μία από τις πρόσφατα ανευρεθείσες επιγραφές εμφανίζεται η Αθηνά ως Πολιάς, γεγονός που εναρμονίζεται με την απόδοση της επίκλησης στη θεά αυτή σε σχέση με το παλαιότερο επιγραφικό εύρημα που προαναφέραμε35. Τέλος, σύμφωνα με την ανασκαφέα, ο ιδιοκτήτης του αμπελώνα ανέφερε ότι στον χώρο της ανασκαφής είχε βρεθεί παλαιότερα ενεπίγραφη στήλη ή βάθρο όπου διακρινόταν το όνομα της θεάς, και το οποίο δεν στάθηκε δυνατό να εντοπιστεί, έχοντας πιθανόν κατακρημνισθεί στην απότομη Δ πλευρά του λόφου36.
 Ο ναός είναι κτισμένος στο Ν τμήμα ενός αρκετά μεγάλου πλατώματος στον χαμηλό λόφο Κουρδουμπούλι [πίν.2.45.β]. Η Ν μακρά πλευρά του βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον βραχώδη όγκο της κορυφής του λοφίσκου, που υψώνεται σχεδόν κατακόρυφα στο σημείο αυτό. Ο λόφος Κουρδουμπούλι, που υψώνεται στο Δ άκρο του σύγχρονου χωριού, δέσποζε στην περιοχή της αγοράς, που εντοπίζεται στα Β/ΒΑ του, ενώ από την άλλη πλευρά του σχηματίζεται ένα βαθύ και απόκρημνο βάραθρο, στη ρίζα του οποίου ρέει η Νέδα. Σύμφωνα με την Αραπογιάννη η θέση του ναού είναι πολύ χαρακτηριστική, καθώς το πλάτωμα με το ναό θα ήταν ορατό σε όσους προσέγγιζαν την πόλη από την κατεύθυνση των Βασσών37. Απέναντι από τον λόφο υψώνεται η απότομη και κατάφυτη πλαγιά του Ελάιου όρους.
 Ο ναός εδράζεται σε επιχώσεις με προϊστορικά λείψανα38. Κατά τη διάνοιξη ανασκαφικών τομών στο ευρύχωρο πλάτωμα Β του ναού και την αφαίρεση μόλις του πρώτου επιφανειακού στρώματος (πάχους περίπου 0,20–0,50μ.) αποκαλύφθηκαν οικοδομικά κατάλοιπα και μικροευρήματα από έναν προϊστορικό οικισμό με μακρά διάρκεια ζωής39. Παρόλο που η διερεύνησή του δεν προχώρησε προς όφελος του ιερού των ιστορικών χρόνων, ωστόσο με βάση την ανευρεθείσα κεραμική διακρίνονται δύο φάσεις, μία της Μεσοελλαδικής εποχής και μία της Πρώιμης Υστεροελλαδικής περιόδου. Τα προϊστορικά λείψανα θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον εν μέρει ορατά στη διάρκεια ζωής του ιερού, ενώ εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι πως για την περιοχή Β του ναού δεν έχει καταγραφεί μέχρις στιγμής τουλάχιστον κάποιο εύρημα των ιστορικών χρόνων. Σε άμεση επαφή με τον Β τοίχο του σηκού διασώθηκε ένα τμήμα ορθογώνιου κτίσματος, στον έναν τοίχο του οποίου βρέθηκε αδιατάρακτη μία μυκηναϊκή ταφή βρέφους40.


 Σύμφωνα με την ανασκαφέα τα μόνα ιστορικά κατάλοιπα στην περιοχή ανήκουν ουσιαστικά στο ιερό, το οποίο υπήρχε ήδη κατά την αρχαϊκή περίοδο41. Παρόλο που οι απαρχές της λατρείας και οι πρώιμες φάσεις του ιερού αλλά και γενικότερα η διαχρονική εικόνα της περιοχής του είναι ακόμη άγνωστες σε μεγάλο βαθμό εν αναμονή και της τελικής δημοσίευσής του, ωστόσο φαίνεται ότι ο -4ος αι.  σηματοδοτεί την τελική φάση διαμόρφωσής του εκτός των άλλων με την ανέγερση του σωζόμενου ναού. Στην περίοδο λειτουργίας του εντάσσεται ένας αρκετά μεγάλος αριθμός επιγραφών που βρέθηκαν σε σχέση με αυτόν, η χρονολόγηση των οποίων κυμαίνεται από τον -4ο αι. έως τα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια42.

Η περιοχή του ναού

Η ανασκαφική εικόνα

 Δύσκολα αναπαρίστανται οι οικοδομικές φάσεις στην περιοχή του ναού αλλά κυρίως οι συνθήκες καταστροφής και η μεταγενέστερη τύχη του κτηρίου με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, ενώ δεν καθίσταται ιδιαίτερα σαφής η ανασκαφική εικόνα στην περιοχή του ναού, της οποίας θα παραθέσουμε στη συνέχεια κάποια στοιχεία. Τα λείψανα του ναού ήταν ορατά από παλαιά, ενώ διαγώνια πάνω από το Δ τμήμα του διερχόταν ένας νεότερος πλατύς μαντρότοιχος· κατά τη διάλυσή του βρέθηκαν θραύσματα επιγραφών. Από φωτογραφίες προγενέστερες της ανασκαφικής έρευνας δεν διακρίνεται να υπάρχει μεγάλη επίχωση στον πρόναο43.
 Μία βασική διαπίστωση για την ιστορία του κτηρίου [πίν.2.46.α] είναι ότι ο πρωταρχικός Δ τοίχος του ναού είχε καταστραφεί και αντικαταστάθηκε σε ύστερους χρόνους από έναν νεότερο, πάχους 1μ., που κατασκευάστηκε από αρχαίο υλικό. Κατά την αποξήλωση του τοίχου αυτού συλλέχθηκαν θραύσματα επιγραφών, τμήματα αρχιτεκτονικών μελών και μία βάση ενεπίγραφης στήλης44. Διαπιστώθηκε ότι τα δύο άκρα του κατέληγαν στους δύο μακρούς τοίχους του ναού, ενώ για τη θεμελίωσή του είχε διανοιχθεί τάφρος πλάτους 0,85 μ., καθώς κτίστηκε εσωτερικά του αρχαίου τοίχου και σε επαφή με αυτόν45. Η επέμβαση αυτή σχετίζεται με την επαναχρησιμοποίηση του κτηρίου πιθανότατα ως κατοικίας «στους μεταχριστιανικούς χρόνους ή στην εποχή της φραγκοκρατίας»46. Στις ανασκαφικές εκθέσεις ο τοίχος χαρακτηρίζεται κυρίως ως υστεροβυζαντινός, ενώ θεωρείται πιθανό στην ίδια φάση το δάπεδο του σηκού να στρώθηκε με τετράγωνες πήλινες πλάκες47.
 Στην επίχωση στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν θραύσματα επιγραφών και πολλά βάθρα για την ίδρυση ενεπίγραφων στηλών, ενώ αντιθέτως ελάχιστη και αποσπασματική ήταν η κεραμική και ανύπαρκτα τα μικροευρήματα με μοναδική εξαίρεση μία οστέινη οκτώσχημη πόρπη, που βρέθηκε σφηνωμένη στη βάση του Β τοίχου, δίπλα στο βάθρο του λατρευτικού αγάλματος48. Διάσπαρτα στην επίχωση του ναού και κυρίως στον σηκό βρέθηκαν πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, που αποδόθηκαν σε μία προγενέστερη οικοδομική φάση του ναού όπως θα δούμε παρακάτω.


 Στον σηκό βρέθηκαν τρεις βάσεις, άτακτα ριγμένες μπροστά από τη Β πλευρά του βάθρου του λατρευτικού αγάλματος. Στη μία βάση ήταν στημένο το χάλκινο άγαλμα ενός Καλλικράτη που είχε αφιερώσει κάποιος Ευαγόρας στην Αθηνά και στον Δία Σωτήρα, όπως προκύπτει από την αναθηματική επιγραφή που φέρει σε αρκαδική διάλεκτο και τους τόρμους στην άνω επιφάνειά της49. Δεδομένης της σπανιότητας του ονόματος ίσως πρόκειται για τον ίδιο Ευαγόρα που εμφανίζεται σε μία επιγραφή του α’ μισού του -3ου αι., την οποία είχε εντοπίσει εντοιχισμένη σε ένα από τα σπίτια του χωριού ο Te Riele50. Επιπλέον, κάτω από τη μία βάση στα δεξιά του βάθρου του λατρευτικού αγάλματος βρέθηκαν τμήματα δύο μαρμάρινων αγαλμάτων: μία νεανική ανδρική κεφαλή [πίν.2.48.α] με ταινία στην κόμη, μεγέθους λίγο μικρότερου του φυσικού, που φέρει μία ορθογώνια μολυβδοχοημένη οπή τόρμου στο κάτω μέρος του λαιμού, και μία σφαίρα με συμφυή τα δάκτυλα του δεξιού χεριού παιδιού ή γυναίκας που την κρατούν51 [πίν.2.48.β].
 Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν αυτές οι τρεις βάσεις ήταν στημένες πρωταρχικά στο εσωτερικό του ναού· πιθανόν πετάχτηκαν εκεί, όπως ενδεχομένως συνέβη με το υπόλοιπο υλικό που βρέθηκε στην επίχωση εσωτερικά του. Με τις λίγες πληροφορίες που διαθέτουμε για τα τμήματα των δύο αγαλμάτων μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η κεφαλή φαίνεται να ανήκει σε εφηβική μορφή των ελληνιστικών χρόνων, ενώ προβληματική ίσως είναι η γόμφωση της κεφαλής, που ίσως υποδεικνύει μία μεταγενέστερη επισκευή του αγάλματος. Όσο για τα χέρια με τη σφαίρα, αν πράγματι πρόκειται για σφαίρα και όχι για δισκόμορφο αντικείμενο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ανήκει σε άγαλμα νεαρού αθλητή.
 Στις ανασκαφικές εκθέσεις του 1996 γίνεται λόγος για ένα παχύ στρώμα στάχτης που κάλυπτε το δάπεδο του σηκού γύρω από την τράπεζα και σε μεγαλύτερη έκταση μπροστά από το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος, μέσα από το οποίο συλλέχθηκαν λίγα καμένα δυσδιάγνωστα όστρακα, και το οποίο αποδίδεται σε πυρκαγιά52. Δεν διαθέτουμε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά ώστε να ερμηνεύσουμε το στοιχείο αυτό. Σε μία ανασκαφική φωτογραφία από το εσωτερικό του σηκού φαίνεται να διακρίνεται το στρώμα στάχτης μπροστά από το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος, ενώ Β του τελευταίου διακρίνονται οι τρεις βάσεις κι ένας σπόνδυλος53. Απ’ όσο φαίνεται ακόμη δεν έχει αποκαλυφθεί η βάση του Β τοίχου ούτε οι πήλινες πλάκες στο Α τμήμα του σηκού, ενώ στο βάθος διακρίνεται μικρό τμήμα του μεταγενέστερου Δ τοίχου.




Οι επιγραφές

 Τμήματα από περίπου 30 επιγραφές βρέθηκαν κατά τη διάλυση του σύγχρονου μαντρότοιχου και του μεταγενέστερου Δ τοίχου του ναού, καθώς και στην επίχωση στο εσωτερικό του σηκού54. Το επιγραφικό αυτό υλικό, παρότι αδημοσίευτο, θεωρείται ότι συμπίπτει με τη λειτουργία του σωζόμενου ναού και χρονολογείται από τον -4ο αι. έως τα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια (-1ος αι.). Από την προσωρινή παρουσίαση του υλικού φαίνεται ότι την πλειονότητά του συνιστούν προξενικά ψηφίσματα (11) και κατάλογοι προξένων (7), που παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τις σχέσεις της Φιγάλειας με άλλες πόλεις. Αναφέρονται πρόξενοι που κατάγονται από τις γειτονικές πόλεις Αλίφειρα και Λέπρεο, αλλά και από τη Μεγαλόπολη, την Αλέα, το Αίγιο, την Κεφαλληνία, το Βυζάντιο και την Έφεσο. Σε ένα προξενικό ψήφισμα προς τιμήν κάποιου Αριστοβώλα, που αποκτά το δικαίωμα να εμπορεύεται ελεύθερα στην επικράτεια της Φιγάλειας, είναι που η Αθηνά φέρει την επίκληση Πολιάς55. Ο Άρχιππος του Αγάλλου, που κατονομάζεται σε ένα άλλο προξενικό ψήφισμα, συναντάται σε ένα ενεπίγραφο βάθρο τιμητικού ανδριάντα που ίδρυσε η πόλη της Φιγάλειας στα Ν του Φιλιππείου στην Ολυμπία56. Κατά την αποξήλωση του ύστερου Δ τοίχου βρέθηκαν 10 τμήματα ενεπίγραφων στηλών. Οι περισσότερες επιγραφές φαίνεται να σχετίζονται με προξένους –ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα προξενικό ψήφισμα προς τιμήν του Φιαλέα του Προκλείδα, το οποίο ακολουθείται από επιστολή του Κοινού των Λακεδαιμονίων (-2ος αι.).
 Ωστόσο γίνεται λόγος και για αναθηματικές επιγραφές και τιμητικά ψηφίσματα (σε ένα τιμάται ένας Αλιφειρεύς)57. Μία αναθηματική επιγραφή και μία συνθήκη σε σχέση με τους Λεπρεάτες αναφέρονται μεταξύ των επιγραφών που βρέθηκαν στην επίχωση του σηκού και από τη διάλυση του μαντρότοιχου58. Πολλά τμήματα βάθρων για την ίδρυση στηλών προέρχονται εξάλλου από την επίχωση εσωτερικά του ναού, ενώ έξω από το ναό βρέθηκε ένα μεγάλο λίθινο βάθρο αριστερά της εισόδου, το οποίο έφερε δύο τόρμους, έναν επιμήκη κι έναν τετράγωνο, για την ένθεση αντίστοιχων στηλών59. Μία βάση στήλης με επιμήκη τόρμο βρέθηκε και από τη διάλυση του Δ τοίχου60. Το στήσιμο των επιγραφών στο ιερό μαρτυρεί αναμφίβολα την ακμάζουσα δραστηριότητά του στην περίοδο αυτή αλλά και την πολιτική σημασία του για τους Φιγαλείς. Φαίνεται πως θεωρούνταν ως κατάλληλος χώρος για την ανακοίνωση δημοσίων κειμένων, όπου σύχναζε πολύ κόσμος.



Ο ναός

 Ο ναός [πίν.2.45-46] έχει διαστάσεις 15,70x 7,70μ. και αποτελείται από πρόναο (εσωτ. διαστ. 2,85 x 5,80 μ.) και σηκό (εσωτ. διαστ. 8,80x 5,80μ.)61. Ο ναός είναι κτισμένος με μεγάλους ορθογώνιους γωνιόλιθους κατά το ακανόνιστο ισόδομο σύστημα και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών ισοϋψών στρώσεων (μ.ό. ύψους 1,50μ.)62. Με την αποξήλωση του μεταγενέστερου Δ τοίχου, που είχε κτιστεί εσωτερικά και σε επαφή με τον αρχαίο τοίχο, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια της Δ πλευράς, τα οποία είναι κατασκευασμένα από μεγάλους ακανόνιστους πλακοειδείς λίθους· το μέγιστο πλάτος της θεμελίωσης είναι 1,10μ. και το ύψος 0,65–0,74μ.63. Πολλά θραύσματα από τις πήλινες κεραμίδες του ναού αναφέρεται ότι βρέθηκαν στην επίχωση μεταξύ της Ν πλευράς του ναού και της βραχώδους πλαγιάς· φαίνεται ότι σχετίζονται με την τελική καταστροφή του ναού ή και με προγενέστερες επισκευές στην στέγη του. Αρκετές από τις κεραμίδες αυτές είναι ενσφράγιστες και φέρουν τις επιγραφές ΔΑΜΟΣΙΟΝ ή ΔΑΜΟΣ ΦΙΑΛΕΩΝ ή ΦΙΓΑΛΕΩΝ ΔΑΜΟΣΙΟΣ64 [πίν.2.47.γ]. Σώζεται σε καλή κατάσταση στη θέση του το κατώφλι της εισόδου προς τον πρόναο στην Α πλευρά (πλάτος ανοίγματος 1,80 μ.) [πίν.2.45.γ]. Την είσοδο προς τον σηκό εξασφάλιζε ένα μονολιθικό μνημειακό κατώφλι (διαστ. 4 x 1,30μ.), όπου διακρίνονται οι εγκοπές για τη στερέωση των ξύλινων σταθμών της θύρας65.


 Στο βάθος του σηκού βρέθηκε in situ μία λίθινη κυβική βάση, ύψους 0,60μ. και διαστάσεων 1,70x 1,64μ. [πίν.2.46.β-γ]. Αποτελείται από κρηπίδα και κορμό, στην άνω επιφάνεια του οποίου υπάρχει ένα μεγάλο ορθογώνιο λάξευμα. Δεν δίνονται άλλες μετρήσεις και λεπτομέρειες για τη διαμόρφωση της βάσης. Από το σχέδιο της κάτοψης του ναού και φωτογραφίες66 η κρηπίδα φαίνεται ότι αποτελείται από 4 πλάκες, ενώ σε μία φωτογραφία διακρίνεται μία δεύτερη υποκείμενη στρώση ανάλογων πλακών. Το ορθογώνιο λάξευμα φαίνεται να έχει σχετικά λεία τοιχώματα, ενώ από το σχέδιο της κάτοψης του ναού διακρίνεται να δημιουργούνται δύο εσοχές, ώστε το οπίσθιο τμήμα του είναι πλατύτερο από το πρόσθιο μεγαλύτερο τμήμα. Αμέσως μπροστά από τη βάση ήταν στημένη η λίθινη τράπεζα προσφορών. Πάνω στις δύο στενές ορθογώνιες βάσεις, που ήταν τοποθετημένες στο έδαφος μπροστά από τη βάση του λατρευτικού αγάλματος, ήταν στερεωμένες με μολύβδινους συνδέσμους οι δύο κάθετες λίθινες πλάκες (διαστ. 0,82 x 0,94μ. και πάχους 0,10-0,12μ.), που απολήγουν σε άκρα πόδια λιονταριών και φέρουν κατακόρυφες ραβδώσεις στην πρόσθια όψη [πίν.2.47.α]. Η μία πλάκα βρέθηκε πεσμένη μπροστά στο βάθρο [πίν.2.47.β] και η άλλη πίσω του, ενώ διάσπαρτα στον χώρο του σηκού βρέθηκαν πολλά θραύσματα από την οριζόντια πλάκα της τράπεζας67.



Προγενέστερες οικοδομικές φάσεις

 Κατά την ανασκαφή του ναού προέκυψαν διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία κατά χώραν και μη, τα οποία αποδίδονται από την ανασκαφέα σε παλαιότερες οικοδομικές φάσεις. Πολλαπλά ερωτηματικά ανακύπτουν σχετικά με τα στοιχεία αυτά και τη διαδοχή των οικοδομικών φάσεων στη θέση του σωζόμενου ναού, ωστόσο εν αναμονή της τελικής δημοσίευσης αρκούμαστε σε μία παράθεση των δημοσιευμένων πληροφοριών.
 Εκατέρωθεν της βάσης του λατρευτικού αγάλματος και λίγο βαθύτερα από το επίπεδο του δαπέδου του σηκού αποκαλύφθηκαν δύο αργολιθοδομικοί τοίχοι, πλάτους 0,50μ., με κατεύθυνση παράλληλη προς τους μακρούς τοίχους του ναού [πίν.2.46]. Οι δύο τοίχοι έχουν μεταξύ τους απόσταση 2,80μ. και αποκαλύφθηκαν σε μήκος περίπου 3μ. Τα Δ άκρα των τοίχων καταστράφηκαν από τη διάνοιξη τάφρου πλάτους 0,85 μ. για την κατασκευή του μεταγενέστερου Δ τοίχου. Δεν είναι σαφής η εικόνα για τα Α άκρα των τοίχων αυτών. Καταγράφεται μόνο ότι «στο ανατολικό τους άκρο οι δύο αυτοί τοίχοι τέμνονται από εγκάρσιο τοίχο γ, του οποίου σώζεται μικρό τμήμα (μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις: μήκ. 0,76 μ. και πλ. 0,75μ.)»68. Καθώς η περιγραφή δεν συνοδεύεται από σχετικό σχέδιο, δεν ξέρουμε αν πρέπει να ταυτίσουμε τον αναφερθέντα τοίχο γ με το τμήμα που φαίνεται να γωνιάζει σε σχέση με τον Β αργολιθοδομικό τοίχο στις φωτογραφίες και στο σχέδιο της κάτοψης του ναού. Επιπλέον, σε δοκιμαστική τομή που έγινε το 1998 στη ΒΑ γωνία του σηκού αποκαλύφθηκε παλαιότερο λιθόστρωτο δάπεδο, κατασκευασμένο από μικρούς ακανόνιστους λίθους, χαλαρά συνδεδεμένους με χώμα. Το δάπεδο αυτό θεωρείται σύγχρονο με τους δύο αργολιθοδομικούς τοίχους, καθώς βρίσκεται στο ίδιο βάθος 0,73–0,74μ.69.
 Οι δύο αργολιθοδομικοί τοίχοι φαίνεται να αποδίδονται από την ανασκαφέα στον πρωταρχικό ναό του ιερού που θα κτίστηκε στη θέση αυτή πιθανότατα κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Πράγματι, άσχετα από την ερμηνεία τους και την ακριβέστερη χρονολόγησή τους, οι δύο αργολιθοδομικοί τοίχοι συνιστούν τα παλαιότερα οικοδομικά λείψανα του ιερού που σώζονται in situ στην περιοχή του ναού, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κτίστηκε πάνω σε έναν προϊστορικό οικισμό, οικοδομικά λείψανα του οποίου εντοπίστηκαν σε σχετικά μικρό βάθος σε σχέση με την Α και τη Β εξωτερική πλευρά του ναού, καθώς και σε τομές που έγιναν στον πρόναο. Στον σηκό διανοίχθηκε το 1998 μία τομή στο πίσω μέρος της βάσης του λατρευτικού αγάλματος και κάτω από αυτή, σε βάθος 0,94μ., αποκαλύφθηκε αργολιθοδομικός τοίχος σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης με κατεύθυνση Α-Δ, ωστόσο η κεραμική που συλλέχθηκε γύρω του τον χρονολογεί στους μεσοελλαδικούς χρόνους70.
 Διάσπαρτα στην επίχωση του ναού και κυρίως στον σηκό βρέθηκαν αρκετά φθαρμένα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ένα δωρικό κιονόκρανο, δύο τμήματα ραβδωτών κιόνων και πολλά θραύσματα επιστυλίου. Το κιονόκρανο και τα τμήματα των κιόνων βρέθηκαν κοντά στη βάση του λατρευτικού αγάλματος όπως αναφέρεται71 και φαίνεται και στις δημοσιευμένες φωτογραφίες από το εσωτερικό του σηκού. Τα μέλη αυτά συσχετίστηκαν με τους μεγάλους πώρινους γωνιόλιθους που φαίνεται να βρίσκονται σε β’ χρήση στη ΝΔ γωνία του σωζόμενου ναού. Τα στοιχεία αυτά αποδίδονται από την ανασκαφέα σε μία άλλη οικοδομική φάση, απ’ όσο μπορούμε να καταλάβουμε, μεταγενέστερη των αργολιθοδομικών τοίχων και προγενέστερη του σωζόμενου ναού του -4ου αι.72. Μόνον κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο τα μέλη αυτά είχαν αποδοθεί υποθετικά στην ανωδομή του σωζόμενου ναού73.



Οι περιοχές Α και Ν του ναού

 Α του ναού διαμορφώνεται ένα σχετικά ευρύ πλάτωμα και κατά την ανασκαφή ακριβώς μπροστά από την είσοδο του πρόναου αποκαλύφθηκαν τα λείψανα ενός λιθόστρωτου δαπέδου74. Στον υπόλοιπο χώρο υπήρχε παχιά επίχωση καστανομέλανου χρώματος, η οποία κάλυπτε το φυσικό βραχώδες έδαφος εξομαλύνοντάς το. Το χώμα είχε υποστεί την επίδραση της φωτιάς και περιείχε πλήθος ευρημάτων διαφόρων ειδών από πηλό, χαλκό, σίδηρο και μόλυβδο. Το υλικό αυτό είτε προέρχεται από κάποιο καθαρισμό που έλαβε χώρα στο ιερό και χρησιμοποιήθηκε για την εξομάλυνση του εδάφους σε σχέση με κάποια οικοδομική φάση του είτε περιέβαλε τον βωμό του ιερού που θα περιμέναμε να βρίσκεται στην περιοχή αυτή, χωρίς ωστόσο να έχουν εντοπιστεί οικοδομικά λείψανα που να μπορούν να του αποδοθούν75.
 Παρόλο που λέγεται ότι από τον λεπτομερή καθαρισμό στο πλάτωμα μπροστά από το ναό καθορίστηκε με ακρίβεια η έκταση του λιθόστρωτου δαπέδου, δεν μας δίνονται οι σχετικές μετρήσεις76. Λογικά το λιθόστρωτο δάπεδο θα όριζε την περιοχή μεταξύ του ναού και του βωμού που θα ήταν στα Α του. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πιθανότητα ο βωμός να βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση σε ανεξερεύνητη περιοχή. Ο βωμός θα μπορούσε να μην ήταν κτιστός και κάποια περιοχή της επίχωσης να σχετίζεται με την ύπαρξή του. Ωστόσο είναι πιθανό λόγω των ευρημάτων οι επιχώσεις αυτές να προέρχονται από τον καθαρισμό του ιερού ενδεχομένως σε σχέση με την ανέγερση του ναού. Σε αυτή την περίπτωση ανακύπτει το ερώτημα πού βρισκόταν ο βωμός στις πρώιμες φάσεις του ιερού.
 Στην επίχωση αυτή βρέθηκε το 1996 ένα χάλκινο έλασμα με εγχάρακτη αρχαϊκή επιγραφή, όπου η Αθηνά Κορία κατονομάζεται ως η αποδέκτρια των προστίμων σε περίπτωση κατάλυσης της ελευθερίας μίας απελευθερουμένης δούλης77. Από την περιοχή αυτή προέρχονται επίσης δύο χάλκινα περίτμητα ελάσματα όπου η Αθηνά απεικονίζεται με πολεμική εξάρτυση [πίν.2.48.γ]. Στο ένα βλέπουμε τη θεά σε κατατομή να αποδίδεται ανάγλυφα μέχρι τη μέση78. Ο κορμός της καλύπτεται από μία κυκλική ασπίδα, που κοσμείται με στιγμές στην άντυγα, την οποία θα κρατούσε η θεά με το ένα χέρι μαζί με το δόρυ που διακρίνεται πίσω από την ασπίδα και από το οποίο σώζεται μόνο το κάτω άκρο. Κάτω από την ασπίδα διακρίνεται τμήμα πτυχωμένου ενδύματος. Το άλλο χέρι εκτείνεται μπροστά λυγισμένο στον αγκώνα, όμως είναι σπασμένο στον πήχη. Η θεά φορά κορινθιακό κράνος με λοφίο, κάτω από το οποίο διακρίνεται μαζεμένη η κόμη. Από όσο μπορούμε να κρίνουμε από τις δημοσιευμένες φωτογραφίες με βάση τα χαρακτηριστικά του προσώπου θα μπορούσε να θεωρηθεί κλασική δημιουργία του -5ου αι.
 Η άλλη απεικόνιση της θεάς βρέθηκε το 1997 κατά την αφαίρεση της ημίσκαφου επίχωσης έξω από τη ΝΑ γωνία του ναού79. Πρόκειται για ένα μεγαλύτερο περίτμητο έλασμα όπου διαγράφεται μόνο το περίγραμμα της όρθιας Αθηνάς και είναι σπασμένο στη μία πλευρά του κορμού, ώστε δεν μπορούμε να πούμε πολλά για τη στάση και την εμφάνισή της. Σίγουρα στην κεφαλή φέρει κράνος στο κέντρο του οποίου φύεται ένα μεγάλο λοφίο. Το κράνος φαίνεται να καλύπτει την κεφαλή αφήνοντας να διαφανούν τμήματα της κόμης. Το ένα της χέρι είναι λυγισμένο αδέξια και ακουμπά σχεδόν στον γοφό κρατώντας ενδεχομένως ταινία, αν ερμηνεύουμε σωστά τη διχαλωτή λωρίδα που διακρίνεται να πέφτει σχεδόν κατακόρυφα από το σημείο αυτό. Τα άκρα πόδια της αποδίδονται σε μία αδέξια στάση βηματισμού που θα μπορούσε να υποδεικνύει ότι η θεά απεικονίζεται στον τύπο της Προμάχου κρατώντας ίσως με το χαμένο ανασηκωμένο άλλο χέρι το δόρυ.


 Στα πολλά χάλκινα ευρήματα της επίχωσης Α του ναού συγκαταλέγονται επίσης τμήματα ελασμάτων και ταινιών με έκτυπη διακόσμηση κοκκίδων και πλοχμών, περόνες, κρίκοι, ασπιδίσκες, ένα τμήμα λιονταριού από λαβή χάλκινου αγγείου κι ένα μικρό φίδι80. Πλούσια ήταν και τα πήλινα αναθήματα, που αποτελούνται από μικρογραφικά αγγεία, πηνία, αγνύθες και πολλά ειδώλια διαφόρων ειδών. Ανάμεσα στα ειδώλια ξεχωρίζουν τρία πρώιμα σχηματοποιημένα με τα χέρια υψωμένα στη γνωστή λατρευτική κίνηση, για τα οποία δεν διαθέτουμε, δυστυχώς, άλλες πληροφορίες ούτε φωτογραφίες, όπως εξάλλου και για το εύρημα μίας πήλινης κεφαλής Γοργούς81. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός ήταν και ο αριθμός μικροσκοπικών ομοιωμάτων λέμβων82. Βρέθηκε επίσης πλήθος μικρών μολύβδινων ακτινωτών στεφάνων. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των σιδερένιων ευρημάτων, που προέρχονται από εργαλεία και σκεύη ή είναι εξαρτήματα διαφόρων αντικειμένων83.
 Ανάλογα ήταν και τα ευρήματα από την επίχωση στην εξωτερική ΝΑ γωνία του ναού, που ανασκάφηκε το 1997· παρά το μικρό πάχος του χώματος πάνω από τον φυσικό βράχο τα ευρήματα ήταν πλούσια και σημαντικά84. Βρέθηκαν κι εδώ πολλοί μολύβδινοι ακτινωτοί δακτύλιοι και πολλά σιδερένια εργαλεία ή τμήματα σκευών. Παρόμοια λέγεται πως ήταν τα πήλινα αναθήματα: μικρογραφικά αγγεία, πηνία, αγνύθες, λέμβοι και τμήματα πλακιδίων σφιγγών85. Με βάση τη φωτογραφία που δίνεται για τα πλακίδια σφιγγών θα πρέπει ίσως να ερμηνεύσουμε αναλόγως του ίδιου αρχαϊκού τύπου γυναικείες κεφαλές με πόλο ή κάλαθο και οροφωτή φενάκη, που δημοσιεύονται το 1996 ως γυναικείες προτομές86. Όσον αφορά τα χάλκινα αναθήματα εκτός από το περίτμητο έλασμα της Αθηνάς και το πλήθος ελασμάτων και ταινιών και τα τμήματα σκευών γίνεται λόγος επίσης για δακτυλίδια, ενώτια, πόρπες, αιχμές βελών, καθώς και για ένα ακόμη λεπτό φίδι, ένα πόδι μικρού λιονταριού κι ένα έλασμα με έκτυπη απεικόνιση ταύρου87. Μεταξύ αυτών των ευρημάτων ερώτημα προξένησε η παρουσία αρκετής ποσότητας ακατέργαστης μάζας σιδήρου, η οποία εντοπίστηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην επίχωση αμέσως Ν του ναού88.
 Στα Ν του ναού, μετά από την αφαίρεση της επίχωσης πάχους περίπου 1,50μ. εξωτερικά και κατά μήκος της Ν πλευράς του, αποκαλύφθηκε η βραχώδης πλευρά της κορυφής του λοφίσκου, η οποία είχε εν μέρει εξομαλυνθεί τεχνητά, ώστε σχηματίζεται ένα αρκετά ευρύχωρο πλάτωμα (πλάτους περίπου 2μ.). Στην περιοχή αυτή διαπιστώθηκε η ύπαρξη μίας φυσικής σχισμής στον σχιστολιθικό βράχο, η οποία προχωρεί σε μεγάλο βάθος σχηματίζοντας ένα είδος χάσματος που επεκτείνεται κατά μήκος προς τα Β και εισχωρεί κάτω από το δάπεδο του σηκού89. Στη μία πλευρά της σχισμής ο βράχος είχε λαξευτεί κατά τρόπο ώστε να σχηματίζεται ένα επίμηκες έδρανο, ύψους 0,65μ. και διαστάσεων 2,80x 0,30-0,55μ., στο οποίο θεωρείται ότι οι πιστοί τοποθετούσαν τα αφιερώματά τους90.
 Πάνω στο έδρανο βρέθηκε μία ακέραιη μεγάλη χάλκινη περόνη, η οποία εντάσσεται στην κατηγορία των αρχαϊκών περονών με κεφαλή που διαμορφώνεται από σχετικά μεγάλο επίπεδο δίσκο με μικρό κομβίο και πιο κάτω δύο σφαιρίδια, τύπος που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος στην Πελοπόννησο [πίν.2.48.δ]. Στο ανώτερο σφαιρίδιο της περόνης είναι εγχάρακτη η επιγραφή «τἀθαναίαι ἄρδι<ν>», η οποία βάσει του σχήματος των γραμμάτων χρονολογείται στα τέλη του -6ου αι. Με τη λέξη «ἄρδιν» δηλώνεται το ίδιο το αντικείμενο που αφιερώνεται στην Αθηνά συνεκδοχικά, εφόσον «ἄρδις» σημαίνει ακίδα, αιχμή, ενώ φαίνεται ότι τουλάχιστον στην ηλειακή διάλεκτο θα μπορούσε να είναι η ονομασία της περόνης91.
 Στην περιοχή αυτή και κυρίως μπροστά στο άνοιγμα της σχισμής του βράχου βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός μικρών πήλινων γυναικείων προτομών. Στο πίσω μέρος της κεφαλής υπάρχει οπή που υποδεικνύει την ανάρτησή τους πιθανόν από τα κλαδιά δέντρων, αν και στην αρχική παρουσίαση του ευρήματος υπονοείται ότι είχαν πακτωθεί στο έδαφος στο πλαίσιο μίας ιεροτελεστίας προς τιμήν της Αθηνάς που λάβαινε χώρα στην περιοχή αυτή92. Η αρχική παρουσίαση συνοδεύεται από φωτογραφίες μίας ακέραιης προτομής και των κεφαλών από δύο άλλες: παρόλο που δεν είναι ασφαλές να διατυπώσουμε κρίσεις με βάση αυτές τις φωτογραφίες, φαίνεται τουλάχιστον αυτές οι τρεις να ανήκουν στον ίδιο τύπο γυναικείας μορφής με καλυμμένη την κεφαλή, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί κλασικών χρόνων. Στο άρθρο του 2002 γίνεται λόγος εν μέσω άλλων πήλινων αναθημάτων γενικά από το ιερό για γυναικείες προτομές, που συνοδεύονται από φωτογραφία τεσσάρων αποσπασματικά σωζόμενων παρόμοιων μεταξύ τους προτομών, στις δύο εκ των οποίων σώζεται η οπή ανάρτησης, αλλά η κακή κατάσταση διατήρησής τους δεν επιτρέπει περαιτέρω παρατηρήσεις93 [πίν.2.48.ζ].
 Η περιοχή αυτή μεταξύ της Ν πλευράς του ναού και της βραχώδους πλαγιάς του λόφου είναι αποκαλυπτική για τη φύση της λατρείας αλλά και για την καταγραφή των χρονικών φάσεων του ιερού. Στην περιοχή αυτή παρατηρείται λατρευτική δραστηριότητα κατά την αρχαϊκή και την κλασική εποχή, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε με ασφάλεια ακριβέστερα το χρονικό πλαίσιο και τον χαρακτήρα της, ωστόσο δημιουργείται η εντύπωση ότι η δραστηριότητα αυτή αναστέλλεται με την ανέγερση του ναού. Αναμένουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον την τελική δημοσίευση του ιερού, ώστε να έχουμε μία πλήρη εικόνα και αξιολόγηση των δεδομένων από αυτήν την περιοχή, καθώς στις διαθέσιμες έως σήμερα πληροφορίες διαπιστώνονται ασάφειες και ελλείψεις.
 Σύμφωνα με την ανασκαφική έκθεση του 1997 στην επίχωση διακρίνονται τρία στρώματα: 1) το ανώτερο που δημιουργήθηκε με φυσικές αποθέσεις μετά την αχρήστευση του ναού, 2) ένα ενδιάμεσο στρώμα που περιέχει μεγάλο αριθμό από κατεστραμμένες κεραμίδες του ναού και «λατύπη από την επεξεργασία των δόμων του ναού», 3) το κατώτερο στρώμα «με μεγάλο αριθμό ευρημάτων, γεγονός το οποίο υποδεικνύει ότι ανήκει στην περίοδο λειτουργίας του ναού»94. Αν η λατύπη στο ενδιάμεσο στρώμα σχετίζεται πράγματι με την ανέγερση του ναού, τότε το κατώτερο στρώμα που σφραγίζεται από αυτήν δεν μπορεί να αντιστοιχεί στη φάση λειτουργίας του· ακόμη περισσότερο φαίνεται ότι αλλάζει ο χαρακτήρας της περιοχής. Επιπλέον δεν είναι σαφές αν τα τμήματα των κεραμίδων ανήκουν στο «στρώμα καταστροφής» του ναού ή αν συνιστούν απορρίμματα κατεστραμμένων κεραμίδων που αντικαταστάθηκαν· δεν αποκλείεται βέβαια να ισχύουν και οι δύο περιπτώσεις και αυτό να διαπιστώθηκε κατά την πορεία των εργασιών95. Όσον αφορά τον μεγάλο αριθμό ευρημάτων στο κατώτερο στρώμα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε σε ποια αντιστοιχούν. Γενικώς κατά την αφαίρεση της επίχωσης αναφέρεται ότι βρέθηκε κάποια ποσότητα κεραμικής κυρίως των κλασικών χρόνων. Αλλού γίνεται λόγος για την εντυπωσιακά μεγάλη «ποσότητα ακατέργαστης μάζας σιδήρου» στην επίχωση αυτή χωρίς περαιτέρω πληροφορίες96.



Παρατηρήσεις για το ιερό και τη λατρεία

Τα μικροευρήματα

 Για τα πολλά χάλκινα ελάσματα και τις ταινίες με απλή έκτυπη διακόσμηση κοκκίδων και πλοχμών μπορούμε να πούμε ότι συναντώνται σε πολλά ιερά της Αρκαδίας και γενικότερα της Πελοποννήσου ήδη από τη γεωμετρική και κατά την αρχαϊκή εποχή και ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως ως αναθηματικά διαδήματα, περιβραχιόνια, ζώνες ή ως επένδυση ξύλινων κιβωτιδίων ή επίπλωσης97. Λίγες εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε με βάση τα διαθέσιμες πληροφορίες για τα πήλινα ειδώλια διαφόρων ειδών· γίνεται γενικά λόγος για ομοιώματα ζώων, πλακίδια σφιγγών και γυναικείες προτομές. Όσον αφορά τις τελευταίες αξίζει να αναφερθεί ως παράλληλο το ιερό που έχει βρεθεί στο Κωτίλιον όρος, όπου κατά την κλασική περίοδο οι γυναικείες προτομές αποτελούν την πιο τυπική προσφορά, εκτός από τα χάλκινα κάτοπτρα98. Πήλινα ειδώλια που χρονολογούνται από τον 6ο έως τον -4ο αι. έχουν βρεθεί σε πολλές θέσεις της ΝΔ Αρκαδίας, ωστόσο τα περισσότερα είναι αδημοσίευτα99.
 Χάλκινες περόνες, πόρπες, ενώτια και δακτυλίδια έχουν βρεθεί σε πολλά ιερά κυρίως γυναικείων θεοτήτων και συσχετίζονται κατά βάση με γυναίκες αναθέτριες100. Δεν γνωρίζουμε το πλήθος και τους τύπους των περονών· σε μία δημοσιευμένη φωτογραφία οι περόνες συνιστούν παραλλαγές της ίδιας ευρύτερης κατηγορίας αρχαϊκών περονών, στην οποία εντάσσεται και η ενεπίγραφη περόνη που αφιερώθηκε στην Αθηνά101. Γενικότερα οι πόρπες συναντώνται σε μικρότερο αριθμό και ποικιλία στην Πελοπόννησο και δεν γνωρίζουμε το εύρος τους στη Φιγάλεια. Σε μία δημοσιευμένη φωτογραφία με δύο πόρπες η μία είναι αποσπασματική, ενώ η άλλη φαίνεται να είναι περόνη και μάλιστα ενός γεωμετρικού τύπου που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ιερά της Πελοποννήσου από την Υστερογεωμετρική περίοδο ως τις αρχές τις αρχαϊκής εποχής στον -7ο αι.102
 Όσον αφορά τις χάλκινες ασπιδίσκες και τις αιχμές βελών δεν γνωρίζουμε κάτι για την ποσότητα και τη μορφή τους. Οπωσδήποτε φαίνεται να είναι κατάλληλες προσφορές για την πολεμική Αθηνά, όπως την βλέπουμε να απεικονίζεται στα δύο περίτμητα χάλκινα ελάσματα, ας σημειωθεί ωστόσο ότι τέτοια αναθήματα συναντώνται σε ιερά κι άλλων θεοτήτων103. Σημειωτέον ότι από το ιερό του Απόλλωνα στις Βάσσες προέρχεται ένα μοναδικό εύρημα μικρογραφικών χάλκινων και σιδερένιων στοιχείων οπλισμού104. Ένα άλλο είδος αναθήματος που παραπέμπει στην Αθηνά είναι οι πήλινες αγνύθες και τα πηνία. Ωστόσο αποτελούν αρκετά συνήθη ευρήματα των ιερών γενικότερα και κυρίως γυναικείων θεοτήτων, συναντώνται δε ιδίως σε ιερά της Αθηνάς, αλλά και της Άρτεμης, της Ήρας και της Δήμητρας σύμφωνα με τη συγκέντρωση του σχετικού υλικού από τον Simon105.
 Ελάχιστη φαίνεται να είναι η κεραμική στο ιερό, ενώ τα τμήματα χάλκινων αγγείων και σκευών ίσως δηλώνουν τη σημασία του ιερού σε μία πρώιμη εποχή όντας, βέβαια, ένα σύνηθες εύρημα για τα ιερά γενικότερα106. Τα πήλινα μικρογραφικά αγγεία συναντώνται επίσης σε διάφορα ιερά του ελληνικού κόσμου και σε διαφορετικές εποχές και θεωρείται ότι έχουν κάποια λατρευτική σημασία, στην περίπτωση της Φιγάλειας ωστόσο δεν έχουμε καθόλου πληροφορίες σχετικά ώστε να προβούμε σε οποιεσδήποτε εκτιμήσεις107. Ως προς το πλήθος τους εντυπωσιάζουν οι μολύβδινοι μικροί ακτινωτοί δακτύλιοι ή στεφάνια. Η Voyatzis καταγράφει μόνο λίγα μολύβδινα στεφάνια κι άλλα αντικείμενα από τα αρκαδικά ιερά θεωρώντας τα επείσακτα από την Σπάρτη, όπου υπήρχε αξιοσημείωτη παραγωγή κατά τον -7ο αι.108. Ωστόσο έχουν βρεθεί και σε πολλές θέσεις της Αρκαδίας και γενικότερα της Πελοποννήσου κατά την αρχαϊκή εποχή. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη των λακωνικών μολύβδινων αναθημάτων από τον Boss η παραγωγή τους εντάσσεται στην περίοδο -650/ -500 και η προέλευσή τους εντοπίζεται σε στρώματα με κατάλοιπα θυσιών σε ιερά διαφόρων θεοτήτων. Ιδιαίτερα για τα στεφάνια ο Boss παρατηρεί ότι κατά το β’ τέταρτο του -6ου αι συνιστούν το 80% των μολύβδινων αντικειμένων στα λακωνικά ιερά υποδηλώνοντας την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης λατρευτικής πρακτικής που δεν εντοπίζεται μόνο στη Λακωνία αλλά και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου ίσως υπήρχαν ανεξάρτητα κέντρα παραγωγής τέτοιων αντικειμένων109.


 Οπωσδήποτε εντύπωση προκαλεί και το μεγάλο πλήθος των σιδερένιων ευρημάτων (εργαλεία, σκεύη, εξαρτήματα αντικειμένων) όπως και η μεγάλη ποσότητα της ακατέργαστης μάζας σιδήρου από την επίχωση Ν του ναού. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι σχετίζονται με ανάγκες του ιερού π.χ. σε σχέση με την ανέγερση του ναού και την ίδρυση των πολλών ενεπίγραφων στηλών, ακόμη και με μία περιστασιακή ή μη βιοτεχνική δραστηριότητα. Κάποια μπορεί να ανήκαν στην οικοσκευή του ιερού και κάποια να αποτελούσαν προσφορές. Ίσως αξίζει να σημειωθεί σχετικά ότι με βάση κάποια ευρήματα από το ιερό των Βασσών έχουν διατυπωθεί υποθέσεις για την ύπαρξη ενός εργαστηρίου επεξεργασίας σιδήρου στην περιοχή Β του ναού, ενώ γενικότερα και με βάση ιδιαιτερότητες κάποιων αναθημάτων θεωρείται πιθανό οι Φιγαλείς να είχαν πρόσβαση σε πηγές σιδήρου και μολύβδου, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους για την παραγωγή αναθημάτων ήδη από μία πρώιμη εποχή110.



Τα ομοιώματα λέμβων και η Νέδα

 Αναμφίβολα το πιο ιδιαίτερο ανάθημα και ως εκ τούτου ενδεικτικό για τη φύση της λατρείας στο συγκεκριμένο ιερό είναι ο μεγάλος αριθμός πήλινων μικρογραφικών ομοιωμάτων λέμβων111 [πίν.2.48.στ]. Η Αραπογιάννη εύλογα συσχετίζει την παρουσία τους με τον ποταμό Νέδα, που ρέει στους πρόποδες του λόφου Κουρδουμπούλι, και την πληροφορία του Παυσανία ότι κοντά στη θάλασσα το ρεύμα της Νέδας είναι πλωτό από μικρά πλοία. Στο ίδιο χωρίο ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι: «Στο μέρος όπου η Νέδα πλησιάζει περισσότερο την πόλη Φιγαλία τα παιδιά των φιγαλέων κόβουν τα μαλλιά τους προσφέροντάς τα στον ποταμό»112. Σύμφωνα με τον περιηγητή οι πηγές του ποταμού βρίσκονται στο βουνό Κεραύσιο, που ανήκει στο όρος Λύκαιον, και η Νέδα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το δεύτερο σε ελιγμούς ποτάμι μετά τον Μαίανδρο. Η πορεία του προς τη θάλασσα, ωστόσο, είναι πιο ομαλή, ενώ στην περιοχή της Φιγάλειας έχουν εντοπιστεί ίχνη από νεώσοικους ή παρόχθιους χώρους διαμορφωμένους ως αγκυροβόλια113.
 Η Νέδα, το μοναδικό ποτάμι με ονομασία θηλυκού γένους, εξασφάλιζε στους Φιγαλείς την πρόσβαση στην ακτή της Τριφυλίας περίπου 15χμ. προς τα Δ, και ταυτόχρονα συνιστούσε το όριο της Μεσσηνίας με την Αρκαδία και την Ηλεία114. Στην ίδια τη Μεσσηνία υπάρχει ο ποταμός Νέδων με τον οποίο συσχετίζονται δύο ιερά της Αθηνάς, στα οποία φέρει την επίκληση Νεδουσία, όπως μας παραδίδεται από τον Στράβωνα115. Η παρόμοια ονομασία των ίδιων ποταμών όπως και άλλων σχετικών τοπωνυμίων στη ΝΔ Πελοπόννησο εξηγείται ετυμολογικά από την αναγωγή τους στην ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σχετίζεται με το νερό, τη ροή ή τη βοή116. Εκτός των ποταμών, όπως στη Μεσσηνία μαρτυρείται ένας τόπος Νέδων, έτσι και στην Αρκαδία μαρτυρείται μία πόλη Νέδη, η οποία θεωρείται ότι πήρε το όνομά της από την ομώνυμη νύμφη, στην οποία ανάγεται και το όνομα του ποταμού Νέδα117.
 Η Νέδα μαζί με τις νύμφες Θεισόα και Αγνώ ανάθρεψαν τον Δία στο Λύκαιον όρος σύμφωνα με την αρκαδική παράδοση που μας μεταφέρεται από τον Παυσανία118. Στην τράπεζα προσφορών που είδε ο Παυσανίας στο ναό των Μεγάλων Θεών στη Μεγαλόπολη απεικονίζονταν νύμφες με τη Νέδα να κρατά τον Δία ως βρέφος, ενώ στην ανάγλυφη παράσταση με τη γέννηση του Δία που κοσμούσε τον βωμό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα η Νέδα παριστάνεται έχοντας ήσσονος σημασίας ρόλο119. Οπωσδήποτε όμως η Νέδα ανήκει στον βασικό κορμό των νυμφών σε σχέση με τις αρκαδικές παραδόσεις για τη γέννηση του Δία στην Αρκαδία, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανταγωνίζονται ήδη από την αρχαιότητα τις κρητικές120. Σύμφωνα με τη Jost η παράδοση του Λύκαιου όρους είναι αυτή που επισημοποιήθηκε στον -4ο αι. με την ίδρυση της Μεγαλόπολης, όταν με σκοπό την ενίσχυση της πολιτικής συνοχής εναρμονίστηκαν οι διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις121.
 Μία τοπική παράδοση φαίνεται να υπήρχε και στη Φιγάλεια, καθώς ένας ποταμός της περιοχής της, που χυνόταν στη Νέδα, λεγόταν ότι πήρε το όνομα Λύμαξ από τον καθαρμό της Ρέας: «οι νύμφες δηλαδή που έκαναν τον καθαρμό της θεάς μετά τον τοκετό έρριξαν στο ποτάμι το ρύπο του καθαρμού, για τον οποίο οι αρχαίοι είχαν το όνομα λύματα»122. Ο καθαρμός της Ρέας γίνεται στην ίδια τη Νέδα σύμφωνα με άλλους συγγραφείς123. Στον Καλλίμαχο, που προσφέρει μία συμβιβαστική λύση μεταξύ των κρητικών και αρκαδικών παραδόσεων, διαβάζουμε ότι η Ρέα γέννησε τον Δία στην Παρρασία, όμως παρέδωσε το βρέφος στη «Νέδη», την «πρεσβυτάτη νυμφέων» που βρίσκονταν κοντά της, για να το μεταφέρει κρυφά στην Κρήτη, και προς τιμήν της έδωσε το όνομα στο ρεύμα νερού που δημιούργησε για να καθαρθεί124. Αλλά και στον μεσσηνιακό μύθο για τη γέννηση του θεού η Νέδα παρουσιάζεται ως τροφός του Δία μαζί με τη νύμφη Ιθώμη125.
 Από τα παραπάνω διαφαίνεται πως η Νέδα θεωρούνταν μία σημαντική νύμφη, εφόσον συνδέεται άμεσα με τις αρκαδικές και τις μεσσηνιακές παραδόσεις για τη γέννηση του Δία. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ασφάλεια τον ρόλο της στη θρησκευτική ζωή της Φιγάλειας και ειδικότερα την ενδεχόμενη σχέση της με τη λατρεία της Αθηνάς στο ιερό στον λόφο Κουρδουμπούλι. Η θέση του ιερού, η πληροφορία του Παυσανία για το τελετουργικό των εφήβων, το εύρημα των μικρογραφικών λέμβων σε συνδυασμό με την ύπαρξη ιερών Αθηνάς με την επίκληση Νεδουσία στη γειτονική Μεσσηνία, καθιστούν πολύ πιθανή την υπόθεση στο ιερό της Φιγάλειας να υπήρχε στενή σχέση μεταξύ της θεάς και της νύμφης, η οποία ίσως δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ως προς τη φύση της και το χρονικό πλαίσιό της.


 Με βάση τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα πραγματικά πλοία ή τμήματά τους και αντίστοιχα ομοιώματα πλοίων ή τμημάτων τους σε διάφορα υλικά αφιερώνονταν σε ιερά διαφόρων θεοτήτων. Από όσο μπορούμε να πούμε η προσφορά γινόταν σε διαφορετικές περιστάσεις, κάποιες από τις οποίες δεν μπορούν να αναγνωριστούν, είτε σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό επίπεδο: ως ανάμνηση ή ευχαριστία είτε για ένα επιτυχημένο πολεμικό ή εμπορικό εγχείρημα στη θάλασσα είτε για την παρεχόμενη από τους θεούς ασφάλεια στα θαλασσινά ταξίδια, κι ως εκ τούτου σχετίζονται με θεότητες που φέρονται ως προστάτες της ναυσιπλοΐας και με ιερά που βρίσκονται στους θαλάσσιους δρόμους ή/και έχουν ένα υψηλό κύρος. Επιπλέον, είναι πιθανό να σχετίζονται άμεσα με τις ιδιότητες και τις δραστηριότητες των αναθετών. Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, ιδίως όσον αφορά τα ομοιώματα μικρογραφικών πλοίων, η πλειονότητα των οποίων ανάγεται στην αρχαϊκή εποχή, η προσφορά θα μπορούσε να παραπέμπει σε κάποια όψη της λατρείας στο συγκεκριμένο ιερό, που δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
 Αντίστοιχα και τα πολλά παρόμοια ομοιώματα λέμβων με την απλουστευμένη τους μορφή από το ιερό της ορεινής Φιγάλειας θα μπορούσαν να ερμηνευθούν στο πλαίσιο ενός τελετουργικού, αν όχι ενός άγνωστου αιτιολογικού μύθου, που οφείλεται στην παρουσία του ποταμού Νέδα στους πρόποδες του λόφου του ιερού. Δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα για τη διαδικασία και τον αποδέκτη του τελετουργικού αυτού. Ίσως, δηλαδή, είναι λιγότερο πιθανός ο καθαρά αναθηματικός χαρακτήρας τους, αν και δεδομένης της σημασίας του ποταμού που εξασφάλιζε την επικοινωνία και την πρόσβαση προς τη θάλασσα τα ομοιώματα μπορεί να αντικατοπτρίζουν τα ενδιαφέροντα και τις ασχολίες αυτών που τα προσφέρουν σε ένα ιερό που βρίσκεται κοντά στον ποταμό και ανήκει στην προστάτιδα θεά τους126.

Ο σωζόμενος ναός

 Εξαρχής διαπιστώθηκε ότι ο ναός της Αθηνάς στη Φιγάλεια εντάσσεται στην κατηγορία των μικρών αρκαδικών ιερών της κλασικής εποχής και χρονολογήθηκε στον -4ο αι. Εντοπίστηκαν μάλιστα ομοιότητες με το ναό του Ασκληπιού στη γειτονική Αλίφειρα [πίν.2.47.δ-ε], ο οποίος χρονολογείται στο β’ μισό του -4ου αι. και ίσως προς τα τέλη του αιώνα αυτού, ως προς την τοιχοδομία, τη διάταξη των χώρων και κυρίως την τράπεζα των προσφορών, που σύμφωνα με την Αραπογιάννη και στους δύο ναούς θα μπορούσε να είχε κατασκευασθεί ακόμη και από τον ίδιο τεχνίτη127. Κατά την πρόσφατη επανεξέταση των οικοδομικών λειψάνων του ιερού του Ασκληπιού οι Alevridis και Melfi υπογραμμίζουν τις ομοιότητες μεταξύ των δύο ναών ως προς τη μορφή, την εσωτερική διάρθρωση και επιμέρους στοιχεία και τις ερμηνεύουν πολλαπλώς128.
 Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο ναών δεν εντοπίζονται τόσο στο σχέδιο και στη μορφή. Όπως παραδέχονται οι Alevridis και Melfi είναι διαφορετικές οι διαστάσεις και η οικοδομική τεχνική, αν και ίσως υπάρχουν κάποιες ομοιότητες ως προς την τοιχοδομία129. Ακόμη περισσότερο ο ναός της Αλίφειρας αναπαρίσταται από τον Ορλάνδο ως δίστυλος εν παραστάσι με βάση τα σωζόμενα λείψανα. Όσον αφορά την ομοιότητα που εντοπίζουν οι Alevridis και Melfi ως προς το ότι «both temples show the same division in two rooms, originally paved with stone slabs»130 θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι σίγουρα δεν είναι αξιοσημείωτη η διαίρεση σε δύο χώρους, κι ενδεχομένως και η πλακόστρωση, για την οποία ωστόσο στη Φιγάλεια δεν έχουμε ασφαλή δεδομένα. Οι εν μέρει φαινομενικές ομοιότητες μεταξύ των δύο ναών ανάγονται στις τάσεις της εποχής και της ευρύτερης περιοχής για τη διαμόρφωση των ναών και δεν είναι απαραίτητο να ερμηνευθούν με την ύπαρξη κοινών λατρευτικών πρακτικών ή πολιτισμικών ανταλλαγών μεταξύ αυτών των δύο γειτονικών περιοχών131.

 Σε γενικές γραμμές πολλοί ναοί του -4ου αι. και των ελληνιστικών χρόνων στην Αρκαδία συνεχίζοντας την αρχαϊκή παράδοση των οίκων, που συνυπήρχαν με τους περίπτερους ναούς, είναι απλά δίχωρα κτήρια και παραλλάσσουν ως προς την ύπαρξη κιόνων εν παραστάσι, πρόστασης ή προστώου132. Κλειστή πρόσοψη με κεντρική θύρα χωρίς κίονες όπως στη Φιγάλεια φαίνεται ότι είχε και ο σύγχρονος (;) ναός στην ακρόπολη της Στυμφάλου, που είναι παρόμοιων αν και μικρότερων διαστάσεων. 
 Πάντως φαίνεται ότι αυτοί οι δύο ναοί συνιστούν μοναδικές εξαιρέσεις οίκων χωρίς κίονες γενικότερα και ιδίως σε τόσο ύστερη εποχή. Απλή μορφή με κάποιες αδιευκρίνιστες ιδιαιτερότητες παρουσιάζει ο μικρός υστεροκλασικός ή πρώιμος ελληνιστικός δωρικός ναός στη θέση Περιβόλια περίπου 3 χμ. ΒΔ της Φιγάλειας, που ανήκει σε ένα άγνωστο ιερό, πιθανότατα παρά την αρχαία οδό που οδηγούσε από την πόλη στο ιερό των Βασσών133.
 Κάποιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση του ναού της Αθηνάς στη Φιγάλεια με το ναό του Ασκληπιού στην Αλίφειρα, ο οποίος μάλιστα σώθηκε σε παρόμοια καλή κατάσταση, σε ύψος μέχρι σχεδόν 1,25μ. Είναι σαφώς μικρότερος έχοντας εξωτερικές διαστάσεις 9,30 x 5,75μ. έναντι των διαστάσεων 15,70x 7,70μ. του ναού της Φιγάλειας, ωστόσο οι πρόναοι έχουν το ίδιο εσωτερικό βάθος (2,85 μ.). Ένα ενδιαφέρον στοιχείο του ναού της Αλίφειρας που μπορεί να μας βοηθήσει στην ερμηνεία της κατάστασης του ναού της Φιγάλειας αφορά τα δάπεδα. 
 Στην Αλίφειρα η πρωταρχική πλακόστρωση αντικαταστάθηκε σε κάποια μεταγενέστερη στιγμή μόνο στον σηκό με μαρμάρινη λατύπη εντός ασβεστοκονιάματος, στο οποίο βρέθηκαν μπηγμένες οι δύο κατακόρυφες πλάκες της τράπεζας προσφορών134. Στις δημοσιευμένες εικόνες του ναού της Φιγάλειας φαίνεται να σώζεται τμήμα πλακοστρωμένου δαπέδου στον πρόναο σε σχέση με το κατώφλι της εισόδου, ενώ τρεις λίθοι διακρίνονται σε επαφή με το κατώφλι του σηκού και εσωτερικά αυτού. Η πλακόστρωση με τις πήλινες πλάκες στο Α τμήμα του σηκού θα μπορούσε να σχετίζεται με μία ύστερη φάση λειτουργίας του ναού κι όχι με την εικαζόμενη μεταγενέστερη διαφορετική χρήση του κτηρίου135.
 Η ομοιότητα μεταξύ των ναών της Αλίφειρας και της Φιγάλειας εντοπίζεται περισσότερο ως προς τη διάρθρωση του σηκού με τη σχεδόν κυβική βάση του λατρευτικού αγάλματος, στημένη σε κάποια απόσταση από τον οπίσθιο τοίχο, και την τράπεζα προσφορών μπροστά της. Σε μία πρώτη ματιά και ανάγνωση οι βάσεις φαίνονται παρόμοιες. Η βάση της Αλίφειρας αποτελείται από κρηπίδα σχεδόν τετράγωνη, διαστάσεων 1,055x 1,23μ. και ύψους 0,18μ., κορμό από υποκύανο μάρμαρο, εξωτερικώς λείο, ύψους 0,34 μ., και από μία καλυπτήρια πλάκα. Στην καλυπτήρια πλάκα και στον κορμό υπάρχουν βαθιά λαξεύματα, που θα χρησίμευαν για την πάκτωση ενός ακρελεφάντινου αγάλματος, όπως συμπεραίνει ο Ορλάνδος και με βάση τα λίγα σχετικά ευρήματα136. Η βάση της Φιγάλειας είναι μεγαλύτερη, χωρίς να διαθέτουμε ακριβείς μετρήσεις πέραν των διαστάσεων 1,70x 1,64μ., ενώ το ύψος των 0,60 μ. αντιστοιχεί περίπου στο συνολικό ύψος της βάσης της Αλίφειρας. Παρόμοια είναι και η σύνθεσή της από μία περίπου τετράγωνη κρηπίδα (ίσως διβαθμιδωτή, εκτός κι αν η υποκείμενη στρώση που διακρίνουμε συνιστά την υποθεμελίωση) κι έναν κορμό. Στο ορθογώνιο λάξευμα της άνω επιφάνειας του κορμού πιθανόν εφάρμοζε μία καλυπτήρια πλάκα επίστεψης, όμως δεν έχουμε εικόνα για τον τρόπο συναρμογής της επίστεψης στον κορμό137.  Δύσκολα μπορούμε να δεχτούμε μία τόσο κανονική πλίνθο αγάλματος, όπως αναφέρεται στις πρώτες ανασκαφικές εκθέσεις. Στις ίδιες εκθέσεις, επιπλέον, λέγεται ότι στη βάση ήταν στημένα τα λατρευτικά αγάλματα του Δία και της Αθηνάς, ωστόσο σε αυτή την περίπτωση θα περιμέναμε να ήταν ορθογώνια ώστε να υπάρχει χώρος για δύο αγάλματα138. Δεν αναφέρεται κανένα εύρημα που να σχετίζεται με το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς, το οποίο θα ήταν υπερφυσικού μεγέθους. Ίσως αν ήταν εξολοκλήρου μαρμάρινο να είχε σωθεί κάποιο σπάραγμά του.
 Όσον αφορά την τράπεζα προσφορών, οι δύο μαρμάρινες κατακόρυφες πλάκες της τράπεζας στην Αλίφειρα φαίνεται να έχουν παρόμοιες διαστάσεις με της Φιγάλειας. Απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε από τις φωτογραφίες και τα σχέδια του Ορλάνδου πρόκειται για δύο απλές πλάκες που δεν φέρουν την ιδιαίτερη διαμόρφωση των δύο στενών όψεων των πλακών της τράπεζας της Φιγάλειας, ιδίως με τις ραβδώσεις στην πρόσθια όψη και τα πιο περίτεχνα λεοντοπόδαρα139. Παρόλο που δεν είναι ασφαλές να προβούμε σε κρίσεις χωρίς να εξετάσουμε τα στοιχεία των δύο τραπεζών, ωστόσο δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερες ομοιότητες μεταξύ τους πέραν του ότι ανήκουν στον ίδιο τύπο. Όπως είχε ήδη συμπεράνει ο Μπακαλάκης αυτός ο τύπος της τράπεζας παρακολουθείται πολύ καλά από τον -5ο αι. και στο εξής, ενώ από τον -4ο αι. συναντώνται τέτοιες σχετικά απλές τράπεζες σε διάφορα ιερά του ελληνικού κόσμου140. Επιπλέον, ο Ορλάνδος παραθέτει διάφορα παράλληλα για τα τραπεζοφόρα της Αλίφειρας, ιδιαίτερα στην Αρκαδία την τράπεζα στο Ασκληπιείο του Φενεού και στο ναό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα141.
 Ως προς τη λατρεία είναι σημαντικό ότι στη Φιγάλεια δεν έχει βρεθεί βωμός, ενώ αντίθετα στην Αλίφειρα υπάρχει μνημειακός βωμός Α του ναού142. Δεν γνωρίζουμε σε ποια αρχαιολογικά δεδομένα βασίζονται οι Alevridis και Melfi λέγοντας ότι οι θυσίες στη Φιγάλεια λάβαιναν χώρα εντός του ναού (ίσως στο στρώμα στάχτης στον σηκό;), ενώ στην Αλίφειρα υπάρχει αλλαγή στις λατρευτικές πρακτικές, ώστε η τράπεζα χρησιμοποιούνταν μόνο για μη αιματηρές προσφορές143. Η απουσία κτιστού βωμού από το ιερό της Φιγάλειας, που θα τον περιμέναμε τουλάχιστον για το ναό του -4ου αι., αντιστοιχεί στην περίπτωση του ιερού του Απόλλωνα στις Βάσσες, όπου δεν έχει βρεθεί βωμός. Ο Cooper είναι κατηγορηματικός ότι στο ιερό των Βασσών δεν υπήρχε σε καμία φάση του βωμός και ότι ως εκ τούτου οι θυσίες πιθανόν δεν ήταν μέρος της λατρείας του Απόλλωνα χρησιμοποιώντας ως επιπλέον επιχείρημα την απουσία αγγείων πόσης και κατανάλωσης τροφής144.



Το ιερό στο πέρασμα των χρόνων

 Η θέση του ιερού της Αθηνάς στη Φιγάλεια δεν είναι τυχαία. Βρίσκεται πάνω σε έναν λόφο, στη Ν παρυφή της μετέπειτα τειχισμένης πόλης, και μάλιστα δίπλα στη βραχώδη κορυφή του. Η ύπαρξη του φυσικού χάσματος στο σημείο αυτό αλλά και τα λείψανα του προϊστορικού οικισμού, που θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον εν μέρει ορατά, φαίνεται να συντέλεσαν ως παράγοντες κατά την επιλογή της θέσης του ιερού προσδίδοντας στην περιοχή ιερότητα και αρχαιότητα. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τις απαρχές της λατρείας και τις πρώιμες φάσεις, μάλιστα και σε σχέση με την άγνωστη οικιστική ιστορία της Φιγάλειας. Από όσο μπορούμε να κρίνουμε, τα παλαιότερα εκ των δημοσιευμένων αναθημάτων χρονολογούνται με ασφάλεια στον -7ο αι., ενώ σώζονται πολλά από την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο145. Οπωσδήποτε μόνο από την τελική δημοσίευση θα αποκτήσουμε σαφή δεδομένα για την αξιολόγηση των μικροευρημάτων και σε σχέση με το ιερό. Δεν είναι σαφής η διαμόρφωση του ιερού πριν την ανέγερση του ναού του -4ου αι., ωστόσο πιθανόν στο χάσμα εντοπίζεται η εστία της λατρείας, όπως μαρτυρείται και από τη λάξευση του εδράνου δίπλα του και το οποίο δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένα είδος βωμού.
 Ένα αδημοσίευτο επιγραφικό εύρημα από το ιερό συνιστά πολύτιμη μαρτυρία για την απόδοση της επίκλησης Κορία στην Αθηνά στην αρχαϊκή Φιγάλεια, που έως τώρα ήταν γνωστή από τον Κλείτορα. Θα μπορούσε ακόμη και να εκληφθεί ως ένα επιχείρημα για αυτούς που υποστηρίζουν ότι οι Φιγαλείς ανήκαν στους Αζάνες146. Από την άλλη φαίνεται να προσδίδει στη λατρεία της Αθηνάς της Φιγάλειας έναν μυητικό χαρακτήρα, όπως προτείνεται για την Αθηνά Κορία του Κλείτορα. Μπορεί, δηλαδή, η θεά πέραν του γνωστού πολεμικού χαρακτήρα της, που υποδεικνύεται από κάποια εκ των αναθημάτων, να είχε και κουροτροφικές ιδιότητες και ως εκ τούτου να υπήρχε κάποια σχέση με τον ποταμό Νέδα, που έρρεε στο απότομο βάραθρο στα ριζά του λόφου. Βέβαια, μπορεί να υπήρχε λατρεία της Νέδας στο ιερό, καθώς στα αυτοκρατορικά χρόνια μαρτυρείται το γνωστό από πολλές περιοχές τελετουργικό σε σχέση με τον ποταμό. Ίσως κάποιο ρόλο διαδραμάτιζε σχετικά το φυσικό χάσμα στο βραχώδες έδαφος Ν του ναού. Ωστόσο δεν αποκλείεται η ίδια η Αθηνά να ήταν η αποδέκτρια των λέμβων, όπως την βλέπουμε κι αλλού να σχετίζεται με τα ποτάμια, και ιδίως με αυτά που συνιστούν σύνορα147. Επιπλέον, η θεά ίσως είχε ενσωματώσει τις κουροτροφικές ιδιότητες των ποτάμιων θεών, καθώς και ο ρόλος της στα διαβατήρια έθιμα των έφηβων και μελλοντικών πολιτών της πόλης είναι γνωστός κι από αλλού.
 Στην τελική φάση διαμόρφωσης του ιερού πιθανότατα στον -4ο αι. ίσως μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του. Ακριβώς επειδή επρόκειτο για ένα ιερό Αθηνάς σε ένα ύψωμα εντός της πόλης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως ακρόπολη, το οποίο δέσποζε στην περιοχή της αγοράς, αποκτά ίσως μία πιο «κανονική μορφή» και η θεά πιθανόν τότε την επίκληση Πολιάς κατά το παράδειγμα πολλών άλλων πόλεων. Η σημασία του ιερού για τη δημόσια και την πολιτική ζωή της πόλης υποδεικνύεται από το στήσιμο επιγραφών. Ίσως μέσα σε αυτό το πλαίσιο νοείται και η ανάθεση αγάλματος στην Αθηνά αλλά και στον Δία Σωτήρα. Δεν γνωρίζουμε με ασφάλεια αν υπήρχε και λατρεία του στο ιερό της Φιγάλειας ούτε ακόμη και κατά πόσο αυτή θα μπορούσε να νοηθεί σε σχέση με τις παραδόσεις που σχετίζουν τη νύμφη Νέδα με τη γέννηση του θεού. Η πρωταρχική κάτοχος του ιερού ήταν η Αθηνά και μόνο το δικό της λατρευτικό άγαλμα φαίνεται ότι ήταν στημένο στον σηκό. Βέβαια, ο Δίας συναντάται συχνά ως Πολιεύς έχοντας συνήθως δευτερεύουσα σημασία δίπλα στην Αθηνά Πολιάδα των ακροπόλεων και αντίστοιχα νοείται ο Δίας Σωτήρας, παρόλο που η επίκληση αυτή παραπέμπει στη θέση της λατρεία του στις αγορές148.
 Όπως αναφέρεται οι ανευρεθείσες επιγραφές φθάνουν μέχρι τα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια. Στη συνέχεια πιθανόν το ιερό παρήκμασε, όπως εξάλλου παρατηρείται γενικότερα και λόγω των ιστορικών συνθηκών. Ωστόσο στο παλαιότερο επιγραφικό εύρημα από τον λόφο του +1ου αι. γίνεται λόγος για μία επισκευή σε σχέση με το ιερό της Αθηνάς, ενώ από την άλλη η θεά εμφανίζεται συχνά στα νομίσματα της πόλης του πρώιμου +3ου αι. Η αταύτιστη μορφή σε κάποιες από αυτές τις κοπές ίσως θα μπορούσε και να είναι η νύμφη Νέδα. Η λατρεία της Αθηνάς δεν έσβησε στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, παρόλο που δεν μαρτυρείται από τον Παυσανία, και ίσως δεν αποκλείεται οι μεταγενέστερες επεμβάσεις που διαπιστώνονται στον σωζόμενο ναό (ανακατασκευή του Δ τοίχου, πήλινες πλάκες στον σηκό) να ανάγονται σε αυτά τα χρόνια κι όχι σε μία μεταγενέστερη διαφορετική χρήση του.

ΕΛΕΝΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ»

1 Για τις διαφορετικές μορφές του ονόματος της πόλης στις γραπτές πηγές βλ. Meyer 1938, 2065-2067 και IACP 527-528 αρ.292. Το τοπωνύμιο δεν μαρτυρείται σε αρχαϊκές και κλασικές πηγές, παρά μόνο το εθνικό «Φιγαλεύς» στον Ηρόδ. 6,83,2 και σε επιγραφές του α’ μισού του -4ου αι. Στα ελληνιστικά χρόνια την συναντάμε ως «Φιγάλεια» και «Φιάλεια». Σύμφωνα με τον Παυσανία η πόλη πήρε το όνομα «Φιγαλία» από τον γιο του Λυκάονα Φίγαλο, που ήταν ο πρώτος οικιστής της πόλης, και στη συνέχεια η πόλη μετονομάστηκε σε «Φιαλία» από τον Φίαλο, γιο του Βουκολίωνα, ενώ μας μεταφέρει και δύο λιγότερο αξιόπιστες παραδόσεις για την προέλευση του ονόματος από έναν ντόπιο Φίγαλο ή μία δρυάδα νύμφη Φιγαλία, βλ. Παυσ. 8,3,1-2 και 8,39,2.
2 Στοιχεία για την ιστορία της Φιγάλειας και τις στενές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις με τους γειτονικούς πληθυσμούς με σημείο αναφοράς την ιστορία και εξέλιξη του ιερού του Απόλλωνα στις Βάσσες παρέχει ο Cooper 1996, 42-80. Συγκεκριμένα για την αναπαράσταση της ιστορικής πορείας της αρχαϊκής και κλασικής Φιγάλειας αλλά και του Λέπρεου της Τριφυλίας, τις οποίες θεωρεί «twin cities» εξαιτίας της γειτνίασής τους αλλά και της κοινής συμπαράστασής τους προς τους Μεσσήνιους έναντι των Σπαρτιατών, βλ. Cooper 1996, 51-55. Σύμφωνα με τον μελετητή το ιερό των Βασσών και οι λατρείες του συσχετίζονται άμεσα με τα γεγονότα και τις επιπτώσεις τους αναφορικά με τους μεσσηνιακούς πολέμους, όπως μπορεί να διαφανεί εξάλλου από τη μεθοριακή θέση του ιερού και τα αρχαιολογικά δεδομένα.
3 Πρβλ. την περιγραφή του Παυσ. 8,39,5 και 8,41,7. Για την ταύτιση και την περιγραφή της θέσης βλ. Te Riele 1966, 248 με σημ.2-3· Παπαχατζής 4, 354 σημ.1· Jost 1985, 82-83, 86· Αραπογιάννη 2001, 299· Arapojanni 2002, 317.
4 Εκτός από κάποιες βραχύχρονες σωστικές ανασκαφές είχε ανασκαφεί μία πρώιμη ελληνιστική κρήνη από τον Ορλάνδο, εκτός των τειχών και κοντά στη ΝΑ πύλη, από τα άφθονα νερά της οποίας υδρεύεται μέχρι σήμερα το χωριό, βλ. Ορλάνδος 1927-28· πρβλ. Παπαχατζής 4, εικ.364-367 και Jost 1985, 86, πίν.20,1. Για ένα ναό στη θέση Περιβόλια, που είχε ήδη εντοπιστεί από τον Cooper 1972, 363-367, βλ. Αραπογιάννη 2004. Βλ. Arapojanni 1996, 66 σημ.2 για τη συνολική παράθεση της βιβλιογραφίας για τη Φιγάλεια και 68 με σημ.4 για μία εικόνα των άφθονων αρχαιοτήτων στην περιοχή. Για την επισήμανση αρχαιοτήτων και τη δημοσίευση επιγραφών βλ. Te Riele 1966. Γενικά για τη Φιγάλεια βλ. επίσης Frazer IV, 389-409· Meyer 1938· Cooper 1976· Παπαχατζής 4, 354-360, εικ.361-379· Jost 1985, 82-98· Morgan 1999, 409-413· IACP 527-528 αρ.292.
5 Τα τείχη της Φιγάλειας είχαν προκαλέσει εντύπωση και αποτυπωθεί για πρώτη φορά από την Expedition scientifique de Morée, βλ. Blouet 1833, 2-3, πίν.1-3. Για την οχύρωση της Φιγάλειας βλ. Cooper 1978, 201-205· Cooper – Myers 1981. Πρβλ. Παπαχατζής 4, 354 σημ.1, εικ. 361-363, 368, 371-378· Jost 1985, 86, πίν.19,2· Αραπογιάννη 2001, 299, εικ.1· Arapojanni 2002, 317, εικ.1.
6 Βλ. Cooper 1976, 703 και Jost 1985, 88. Στην περιοχή αυτή υποτίθεται ότι βρέθηκε το 1890 ένας μαρμάρινος κούρος, που ταυτίστηκε υποθετικά με τον ανδριάντα του παγκρατιαστή Αρραχίωνα (572-564 π.Χ.), που είδε ο Παυσ. 8,40,1-2 στην αγορά της Φιγάλειας. Για τον κούρο, που θεωρείται λακωνικό έργο των μέσων του 6ου αι. π.Χ., και το ζήτημα της ταύτισής του βλ. Frazer IV, 391-392, Κοκκορού-Αλευρά 1993, 20-23, και κυρίως Morgan 1999, 409-410 με τη σχετική βιβλιογραφία· πρβλ. Παπαχατζής 4, 355 σημ.4, εικ.370, και Cooper 1996, 52.
7 Το περιρραντήριο με την «Πότνια Θηρών» ανάμεσα σε δυο ξαπλωμένα λιοντάρια δημοσιεύτηκε από την Arapojanni 1996. Βρέθηκε σε μία κατασκευή που κτίστηκε στον -4ο ή στον -5ο αι. με αρχαίο υλικό, σε μικρή απόσταση Ν της μικρής εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου, περίπου στο κέντρο του χωριού, κοντά στην αρχαία αγορά. Η εκκλησία είναι κτισμένη με πολύ αρχαίο υλικό και φαίνεται να εδράζεται πάνω σε ένα ναό. Η Arapojanni 1996, 76-77 υποθέτει ότι εδώ θα μπορούσε να ήταν στημένο το περιρραντήριο, αν όχι στο ιερό της Άρτεμης Σωτείρας στην ακρόπολη.
8 Για το νεκροταφείο βλ. Αραπογιάννη 2001, 304-305, πίν.30,3· Arapojanni 2002, 324, εικ.16· Αραπογιάννη 2006, 157-158, εικ.1. Ερευνήθηκαν 5 μνημειακοί τάφοι, λαξευμένοι στο φυσικό βράχο, οι οποίοι ήταν συλημένοι και σύμφωνα με την ανευρεθείσα κεραμική χρονολογούνται στο β’ μισό του 3ου αι., ενώ κάποια αγγεία μπορεί να ανάγονται στις αρχές του -2ου αι. Δύο από αυτούς έχουν ναόσχημη πρόσοψη και θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ομοιότητά τους με μνημειακούς τάφους της γειτονικής Αλίφειρας, οι οποίοι στα χρόνια του Ορλάνδου θεωρούνταν μοναδικοί στην Πελοπόννησο, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 203-243, ιδίως 209-210.
9 Παυσ. 8,42,11. Επιπλέον, στο Κωτίλιον όρος ο Παυσ. 8,41,8 εκφράζει τον θαυμασμό του για το ναό του Επικούριου Απόλλωνα και αναφέρει μόνο έναν ημικατεστραμμένο ναό της Αφροδίτης «ἐν Κωτίλῳ», βλ. Παυσ. 8,41,10. Επισκέπτεται επίσης το ιερό της Ευρυνόμης, περίπου 12 στάδια από την πόλη, ένα ιερό σεβαστό από παλαιά και δύσκολα προσιτό, χωρίς όμως να δει το περίεργο λατρευτικό άγαλμα, γιατί το ιερό άνοιγε μόνο μία ορισμένη μέρα κάθε χρόνο, βλ. Παυσ. 8,41,4-6.
10 Βλ. Παυσ. 8,39,5-6.
11 Το ιερό του θα βρισκόταν ίσως κοντά στο θέατρο, που δεν έχει εντοπιστεί, και θα περιλάμβανε περισσότερους χώρους για συμπόσια ίσως και μυστήρια, ενώ λαμπρός φαίνεται ότι ήταν ο εορτασμός των Διονυσίων. Σχετικά βλ. Jost 1985, 84-85, 429, 430, 436-437. Μάλιστα, ο Meyer 1938, 2083-2084 θεωρεί πως ο Διόνυσος ήταν η κύρια θεότητα της πόλης.
12 Βλ. Jost 1985, 84, 88 με σημ.1 και ιδίως Jost 1996β, 730-731. Πρβλ. Brulotte 1994, 89-90. Αλλά και ο Baumer 2004, 73 πιστεύει ότι το ιερό θα βρισκόταν στην είσοδο της πόλης. Στον υψηλό λόφο κοντά στο Β άκρο του περιβόλου της αρχαίας πόλης ο Leake 1830Ι, 495-496 είχε δει έναν ελλειπτικό περίβολο και τα ερείπια δύο παρεκκλησιών του Αγ. Ηλία και της Παναγίας στο εσωτερικό του· πρβλ. Blouet 1833, 3, πίν.1,L. Την ίδια κατάσταση περιγράφει και ο Frazer IV, 390-391 λέγοντας πως ο περίβολος φαίνεται να είναι ύστερος και ότι στη θέση ενός εκ των παρεκκλησίων θα πρέπει να βρισκόταν το ιερό της Άρτεμης Σωτείρας· πρβλ. Παπαχατζής 4, 355 σημ.1. Την ίδια υπόθεση επαναλαμβάνει και η Arapojanni 1996, 76.
13 Jost 1985, 83· Morgan 1999, 411· Baumer 2004, 73.
14 Βλ. Παυσ. 8,42. Για την ανάλυση της αφήγησης του Παυσανία ιδίως σε σχέση με το ιδιαίτερο τελετουργικό της θυσίας βλ. Bruit 1986. Βλ. επίσης Jost 1985, 82, 89-90, 92, 301, 312-317.
15 Βλ. Παυσ. 8,30,3-4, 8,41,9. Η Jost 1985, 98 συμπεριλαμβάνει και τη λατρεία του Πάνα Σινόεντα, ο οποίος μαρτυρείται επιγραφικά στο ιερό των Βασσών, ενώ άγαλμά του υπήρχε στο ιερό του Λύκαιου Δία στην αγορά της Μεγαλόπολης, μπροστά από το οποίο ήταν στημένος ο χάλκινος Απόλλωνας Επικούριος. Για το άγαλμα του Απόλλωνα Επικούριου και τη λειτουργία του βλ. Jost 1985, 222-223· Cooper 1996, 70.
16 Βλ. BMC 197· ΗΝ2 453· NCP 110-111· Παπαχατζής 4, εικ.69. Δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε τη μονογραφία Α. Π. Τζαμαλής, Νομίσματα της αρχαίας Φιγαλείας, -208/ +211 (1996), στην οποία παραπέμπει η Αραπογιάννη. Πρωτύτερα η πόλη είχε κόψει νομίσματα μόνο επί Αχαϊκής Συμπολιτείας με την επιγραφή ΑΧΑΙΩΝ ΦΙΓΑΛΕΩΝ ή ΦΙΑΛΕΩΝ [ΗΝ2 418].
17 Ο Λύμακας περνώντας κοντά από τη Φιγάλεια ενώνεται με τον ποταμό Νέδα και σύμφωνα με τον Παυσ. 8,41,2-3 πήρε το όνομά του από τον καθαρμό της Ρέας μετά τη γέννηση του Δία.
18 Βλ. Te Riele 1966, 251 αρ.1, εικ.5-7. Ο Riethmüller 2005, 225 δεν αποκλείει να υπήρχε ιερό του Ασκληπιού και της Υγείας στις Ν παρυφές της αρχαίας πόλης
19 NCP 111 αρ.7.
20 Παρίσι, Cabinet des médailles αρ.391· Jost 1985, πίν.19,3. Μόνο αυτή την περίπτωση αναφέρει η Αραπογιάννη 2001, 301. Σε άλλα νομίσματα της Φιγάλειας στο εμπόριο (που εντοπίστηκαν στην ιστοσελίδα http://www.coinarchives.com) η θεά απεικονίζεται κατά παρόμοιο τρόπο αλλά αντίστροφα: έχοντας ελεύθερο το αριστερό σκέλος με το ανασηκωμένο αριστερό χέρι στηρίζει το δόρυ, ενώ έχει απλωμένο μπροστά το δεξί χέρι κρατώντας φιάλη. Σε μία περίπτωση το κράνος φαίνεται να είναι διαφορετικού τύπου και διακρίνεται καθαρά η αιγίδα ωοειδούς σχήματος να καλύπτει το άνω τμήμα του κορμού.
21 Βλ. BMC 197 αρ.1, πίν.36,15· NCP 111 αρ.7, πίν.V,19· Jost 1985, 85, πίν.23,5· Αραπογιάννη 2001, 301, πίν.29,3· Arapojanni 2002, 318.
22 BMC 197 αρ.1· NCP 111 αρ.7.
23 Αραπογιάννη 2001, 301 σημ.8.
24 Σύμφωνα με τον Cooper 1996, 69-70 ο Απόλλωνας των Βασσών σχετίζεται με τον Απόλλωνα Κιθαρωδό.
25 Βλ. NCP 110 αρ.1, πίν.V,10. Ίσως το στοιχείο που ερμηνεύσαμε ως αριστερό χέρι να είναι δάδα ή φαρέτρα, αν δεχτούμε πως η μορφή με την Αθηνά έχει και τα δύο χέρια απλωμένα μπροστά.
26 Βλ. IG V2, 421 στ.2 [τᾶι] Πολιά[δι?], στ.5 τᾶι Πολι[άδι?].
27 Βλ. Te Riele 1966, 248, εικ.4· Jost 1985, 87.
28 Σχετικά βλ. Jones 1987, 139, 392· πρβλ. Jost 1985, 85, IACP 528. Στον στ.7 διαβάζουμε «θυ[σ]ίαι ἐν ἀγορᾶι θε[οῖς?]», ενώ αβέβαιη είναι η συμπλήρωση στον στ.4 «Ἀφ[ροδίτα?]».
29 Βλ. Te Riele 1966, 266 αρ.11, εικ.22-23 (= SEG 23,237).
30 Βλ. Jost 1985, 85.
31 Βλ. Te Riele 1966, 266, εικ.21. Πρβλ. Αραπογιάννη 2001, 301. Το κτήριο εντοπίζεται ενδεχομένως ανάμεσα στις «constructions antiques» στο τοπογραφικό διάγραμμα του Blouet 1833, 3, πίν.1,Ο. Το πολυάνδριο των Ορεσθασίων στην αγορά της Φιγάλειας μαρτυρείται από τον Παυσ. 8,41,1, ο οποίος αφηγείται διεξοδικά πώς οι 100 επίλεκτοι πολεμιστές από το Ορεσθάσιο συνέβαλαν αποφασιστικά το -659 στη διάσωση της Φιγάλειας από τους κατακτητές Σπαρτιάτες, βλ. Παυσ. 8,39,3-5· πρβλ. Jost 1985, 85, 538-539.
32 Βλ. Cooper 1976. Ήδη ο Frazer IV, 391 είχε υποθέσει ότι σε αυτή την περιοχή βρισκόταν η αγορά επισημαίνοντας κοντά τρία παρεκκλήσια που είχαν κτισθεί και με αρχαίο οικοδομικό υλικό, τα οποία ίσως κατείχαν τη θέση ναών· πρβλ. Blouet 1833, 3, πίν.1,A-C. Την ίδια υπόθεση είχε εκφράσει και ο Leake 1830I, 495 περιγράφοντας τον απότομο λόφο που υψώνεται πάνω από την αγορά, όπου παρατηρεί ότι σε ένα πλάτωμα κοντά στην κορυφή θα μπορούσε να βρισκόταν ο ναός της «Minerva Soteira», όπως εκ παραδρομής εκλαμβάνει το ιερό της Άρτεμης Σώτειρας στον Παυσανία.
33 Βλ. Jost 1985, 87, 88, πίν.21,1-4.
34 Βλ. Αραπογιάννη 2001 και Arapojanni 2002, 317-324. Βλ. επίσης τις ανασκαφικές εκθέσεις της Ξ. Αραπογιάννη στα ΠΑΕ και στο Έργον από το 1996 ως το 1998. Τα πρώτα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας στο ναό παρουσιάστηκαν το 1996 στην Α’ Αρχαιολογική Σύνοδο Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, τα πρακτικά της οποίας δημοσιεύτηκαν το 2006, βλ. Αραπογιάννη 2006, 156-158.
35 Σε ένα προξενικό ψήφισμα προς τιμήν κάποιου Αριστοβώλα, που αποκτά το δικαίωμα να εμπορεύεται στην πόλη και επικράτεια της Φιγάλειας, βλ. Αραπογιάννη 2001, 303 (= SEG 51,512), η οποία πουθενά δεν κάνει νύξη της επιγραφής IG V2, 421.
36 Αραπογιάννη 1996, 130 σημ.5 (ΑΘΑΝΑ)· Αραπογιάννη 2001, 301 σημ.7· Arapojanni 2002, 318 σημ.4. Αναφέρεται επίσης ότι από το ίδιο άτομο είχε παραδοθεί το 1979 στην Ζ’ ΕΠΚΑ στην Ολυμπία τμήμα ενεπίγραφης στήλης (αρ.ευρ.Λ1220).
37 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 130· Αραπογιάννη 2001, 301, πίν.29,2· Arapojanni 2002, 318, εικ.2· Αραπογιάννη 2006, 156.
38 Πλήθος προϊστορικών οστράκων βρέθηκε σε μία μικρή δοκιμαστική τομή στη ΒΑ εξωτερική γωνία του ναού, ενώ μπροστά από την είσοδό του παρατηρήθηκαν λείψανα τοίχων με κατεύθυνση Α-Δ να προχωρούν κάτω από τα θεμέλιά του [Αραπογιάννη 1996, 137]. Σε δύο τομές που έγιναν στον πρόναο σε όλο το πλάτος της Β και της Ν πλευράς του βρέθηκαν σε μικρό βάθος από την επιφάνειά του (περίπου 0,20 μ.) λείψανα προϊστορικών κτισμάτων με ανάλογη κεραμική, ενώ σε αρκετά σημεία αποκαλύφθηκε ο φυσικός βράχος [Αραπογιάννη 1997, 116· Έργον 1997, 43]. Για την τομή που διανοίχθηκε στον σηκό βλ. Αραπογιάννη 1998, 127, πίν.71β και παρακάτω.
39 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 119, πίν. 66α, 68γ· Έργον 1997, 43, 48-49, εικ.33· Αραπογιάννη 1998, 128, πίν.72β· Αραπογιάννη 2001, 304, πίν.29,2· Arapojanni 2002, 321, 324 εικ.14-15.
40 Σύμφωνα με την ανασκαφέα ο τάφος δεν καταστράφηκε από τους κτίστες του ναού, αν και θα πρέπει να ήταν ορατός, βλ. Αραπογιάννη 1997, 119 και Έργον 1997, 49. Η έρευνα σε βάθος 2 μ. εντός του κτίσματος αυτού που εφάπτεται στη Β πλευρά του ναού αποκάλυψε αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης, σχετικά βλ. Αραπογιάννη 1998, 128, πίν.72α και Έργον 1998, εικ.47. Για την ταφή και τον πιθαμφορίσκο που την συνόδευε βλ. επίσης Αραπογιάννη 2001, 304 και Arapojanni 2002, 324, εικ.14.
41 Όσον αφορά την ευρύτερη περιοχή σημειώνουμε ότι το 1998 κατά τη διάνοιξη δύο δοκιμαστικών τομών (5 x 5 μ.) σε έναν χαμηλό λόφο που σχηματίζεται στο Β άκρο του πλατώματος του ναού, μετά την αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος, πάχους περίπου 0,30 εκ., εμφανίστηκε το κοκκινωπό και σκληρό φυσικό χώμα της περιοχής, ενώ αναφέρεται ότι «συλλέχθηκαν αρκετά τμήματα κεραμίδων κλασικών χρόνων, αλλά καθόλου λεπτή κεραμική», Αραπογιάννη 1998, 128, πρβλ. Έργον 1998, 53.
42 Ας σημειωθεί ότι από τα ελάχιστα νομίσματα που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή μόνο τρία σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση και χρονολογούνται από τα μέσα του -4ου ως τις αρχές του -3ου αι, βλ. Αραπογιάννη 1996, 137.
43 Te Riele 1966, εικ.21· Jost 1985, πίν.21,3. Βλ. επίσης την παρατήρηση της Jost 1985, 87 σημ.4: «Plusieurs blocs ont été déplacés: le bloc de jambage de la deuxième porte se trouve maintenant dans la porte principale».
44 Η Αραπογιάννη 1997, 116 κάνει λόγο για 10 τμήματα ενεπίγραφων στηλών που χρονολογούνται στην περίοδο -4ος/ -1ος αι, για μία βάση ενεπίγραφης στήλης με επιμήκη τόρμο, καθώς και για τμήματα αρχιτεκτονικών μελών χωρίς να προσδιορίζει το είδος ή η μορφή τους.
45 Αραπογιάννη 1997, 115.
46 Αραπογιάννη 2001, 302· Arapojanni 2002, 320.
47 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 132, 135· Έργον 1996, 44· Αραπογιάννη 1997, 115.
48 Αραπογιάννη 1996, 135 σημ.9· Αραπογιάννη 2001, 302· Arapojanni 2002, 320, εικ.5. Η αρχαϊκή αυτή πόρπη βρίσκει παράλληλα στις ελεφαντοστέινες και οστέινες πόρπες από το ιερό της Ορθείας στη Σπάρτη, που θεωρούνται μιμήσεις του γεωμετρικού τύπου της χάλκινης οκτώσχημης πόρπης, βλ. Dawkins 1929, 224-225, πίν. 132-134, και ιδίως πίν. 132 αρ. 6-8 για δείγματα πολύ παρόμοια.
49 «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΕΑ / ΑΡΚΙΛΑΥ / ΑΘΑΝΑΙ / ΔΙ ΣΩΤΗΡΙ ΕΥΑΓΟ.. / ΕΙ....ΩΑ.Ν.ΓΗΙ». Βλ. Αραπογιάννη 1996, 134, πίν.48α· Έργον 1996, 43· Αραπογιάννη 2001, 302· Arapojanni 2002, 320.
50 Βλ. Te Riele 1996, 251-253 αρ.2, εικ.8-9. Κατά την αναζήτηση του κύριου αυτού ονόματος στις IG (στη διαδικτυακή βάση http://epigraphy.packhum.org) βρέθηκαν μόνο 4 περιπτώσεις στην Πελοπόννησο, εκ των οποίων μόνο μία επιγραφή από την Αρκαδία, και συγκεκριμένα τη Μεγαλόπολη IG V2, 448 (κατάλογος ονομάτων χωρίς χρονολόγηση), η οποία σύμφωνα με τον Dubois 1986, 265 συνιστά την πρώτη μαρτυρία εμφάνισης αυτού του ονόματος των Κύπριων βασιλέων της Σαλαμίνας στην Αρκαδία.
51 Για την ανδρική κεφαλή βλ. Αραπογιάννη 1996, 134, πίν.48γ (τέλους κλασικής εποχής)· Έργον 1996, 44, εικ.23 (-4ου ή -3ου αι.)· Αραπογιάννη 2001, 302, πίν.29,6· Arapojanni 2002, 320, εικ.4. Για τα δάκτυλα με τη σφαίρα βλ. Αραπογιάννη 1996, 134, πίν.48β· Έργον 1996, 44, εικ.24 (-4ου ή -3ου αι)· Αραπογιάννη 2001, 302· Arapojanni 2002, 320.
52 Αραπογιάννη 1996, 132· Έργον 1996, 43· Αραπογιάννη 2006, 157.
53 Arapojanni 2002, εικ.3.
54 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 134-135· Έργον 1996, 44· Αραπογιάννη 1997, 116· Έργον 1997, 44· Αραπογιάννη 2001, 303-304· Arapojanni 2002, 321.
55 Αραπογιάννη 2001, 303 (= SEG 51,512).
56 Αραπογιάννη 2001, 303.
57 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 116· Έργον 1997, 44· Αραπογιάννη 2001, 304.
58 Αραπογιάννη 1996, 134.
59 Έργον 1996, 44· Αραπογιάννη 1996, 135, πίν.46α.
60 Αραπογιάννη 1997, 116.
61 Για την περιγραφή του ναού βλ. Έργον 1996, 41-43, εικ.20-22· Αραπογιάννη 1996, 130-135, εικ.1-2, πίν. 46-47, 49· Αραπογιάννη 2001, 301-302, πίν.29,4· Arapojanni 2002, 318-320, εικ. 2-3, 6· Αραπογιάννη 2006, 156-157.
62 Αραπογιάννη 1996, 132, πίν.47α, όπου απεικονίζεται τμήμα του Ν τοίχου, ο οποίος φαίνεται να είναι διαφορετικός από τον κάπως αμελέστερο Β τοίχο, βλ. Αραπογιάννη 1996, 46β και Έργον 1996, εικ.21.
63 Αραπογιάννη 1997, 115, πίν.66α· Έργον 1997, 43, εικ.34.
64 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 116· Έργον 1997, 44, εικ.35· Αραπογιάννη 1998, 128· Έργον 1998, 52· Αραπογιάννη 2001, 303, πίν.30,2· Arapojanni 2002, 321, εικ.11. Ανάλογες επιγραφές φαίνεται ότι έφεραν και οι κεραμίδες του υστεροκλασικού ή πρώιμου ελληνιστικού ναού στη θέση Περιβόλια στα ΒΔ της Φιγάλειας, βλ. Αραπογιάννη 2004, 49, εικ.10-12, αλλά και κάποιες του ναού του Απόλλωνα στις Βάσσες, βλ. Dubois 1986, 270-271.
65 Πρβλ. Αραπογιάννη 1996, 132 σημ.6: «Το κατώφλι καταστράφηκε περίπου στο μέσον του, σχετικά πρόσφατα, από επέμβαση βανδάλων - αρχαιοκαπήλων, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ηλικιωμένων χωρικών που μας επισκέφθηκαν στην ανασκαφή».
66 Βλ. Αραπογιάννη 1996, εικ.1· Αραπογιάννη 1998, πίν.71β.
67 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 132, πίν.47β, εικ.3 (σχεδιαστική αποτύπωση των πλακών)· Έργον 1996, 42· Αραπογιάννη 2001, 301, πίν.29,5 (η μία πλάκα κατά την ανεύρεσή της μπροστά από το βάθρο)· Arapojanni 2002, 320.
68 Αραπογιάννη 1997, 115.
69 Βλ. Αραπογιάννη 1998, 127, πίν.71α· πρβλ. Έργον 1998, 51, εικ.45.
70 Βλ. Αραπογιάννη 1998, 127, πίν.71β.
71 Αραπογιάννη 2006, 157.
72 Αραπογιάννη 1996, 135: «Όμως τα διάσπαρτα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα δωρικό κιονόκρανο, δύο τμήματα ραβδωτών κιόνων και πολλά θραύσματα επιστυλίου, που βρέθηκαν κυρίως στον σηκό (πίν.47β), καθώς και το τμήμα του τοίχου από πωρόλιθους που έχει ενσωματωθεί στη νοτιοδυτική γωνία του ναού πίσω από το βάθρο των λατρευτικών αγαλμάτων (πίν.49α) μαρτυρούν και άλλη παλαιότερη οικοδομική φάση του». Πρβλ. Έργον 1996, 44· Αραπογιάννη 2001, 302· Arapojanni 2002, 320.
73 Βλ. Αραπογιάννη 2006, 157.
74 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 136, πίν.46α· Αραπογιάννη 1998, 128· Έργον 1998, 52· Arapojanni 2002, 320.
75 Αραπογιάννη 1996, 136· Έργον 1996, 44-45· Αραπογιάννη 2001, 302· Arapojanni 2002, 320, όπου φαίνεται να προτιμάει την πρώτη εκδοχή.
76 Αραπογιάννη 1998, 128.
77 Αναμένουμε με ενδιαφέρον τη δημοσίευση του κειμένου της επιγραφής που διακρίνεται στο αποσπασματικά σωζόμενο έλασμα. Βλ. Αραπογιάννη 1996, 136, πίν.51β· Έργον 1996, 46, εικ.27· Αραπογιάννη 2001, 303 (= SEG 51,510)· Arapojanni 2002, 321 (= SEG 52,457E).
78 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 136, πίν.50γ· Έργον 1996, 46, εικ.26· Arapojanni 2002, 321, εικ.9.
79 Αραπογιάννη 1997, 118· Έργον 1997, 47, εικ.42· Αραπογιάννη 2001, 303, πίν.30,1· Arapojanni 2002, 321, εικ.9.
80 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 136, πίν. 50α (περόνες), 50β (τμήμα λιονταριού), 51β (φίδι)· Έργον 1996, 44, 46, εικ.28 (τμήμα λιονταριού).
81 Αραπογιάννη 1996, 137· Έργον 1996, 46· Αραπογιάννη 2001, 303· Arapojanni 2002, 321.
82 Βλ. Αραπογιάννη 1996, 137, πίν.52· Έργον 1996, 46, εικ.29· Αραπογιάννη 2001, 303· Arapojanni 2002, 321, εικ.13.
83 Αραπογιάννη 1996, 136· Έργον 1996, 44· Αραπογιάννη 2001, 303· Arapojanni 2002, 321, εικ.10.
84 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 118-119· Έργον 1997, 47-48.
85 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 119, πίν.68β (πηνία)· Έργον 1997, 48, εικ.44 (πλακίδια σφιγγών).
86 Αραπογιάννη 1996, 136, πίν.51γ· Έργον 1996, 44, εικ.25. Στη συνολική παρουσίαση του υλικού [Arapojanni 2002, 321, εικ.12· Αραπογιάννη 2001, 303] γίνεται λόγος για ειδώλια ζώων, περίτμητα πλακίδια σφιγγών και προτομές γυναικών, οι οποίες όμως είναι διαφορετικές και φέρουν οπή στο άνω μέρος και ίσως συσχετίζονται με τις γυναικείες προτομές από τη Ν πλευρά, όπως θα δούμε παρακάτω.
87 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 118· Έργον 1997, 47, εικ.38 (ελάσματα), εικ.39 (πόρπες), εικ.40 (έλασμα με ταύρο), εικ.43 (πόδι λιονταριού)· Arapojanni 2002, 321, εικ.8 (έλασμα με ταύρο).
88 Αραπογιάννη 1997, 119· Αραπογιάννη 2001, 303· Arapojanni 2002, 321.
89 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 118, όπου δίνονται οι διαστάσεις της σχισμής στο βαθμό που κατέστη δυνατό να καταμετρηθούν κατά προσέγγιση: πλάτος 0,50 μ., μήκος 2 μ., βάθος 3,40 μ. Πρβλ. Αραπογιάννη 2001, 302-303· Arapojanni 2002, 320-321.
90 Αραπογιάννη 1997, 117· Έργον 1997, 45.
91 Για την περόνη και την επιγραφή της βλ. Αραπογιάννη 1997, 117-118, εικ.1, πίν.67α. Βλ. επίσης Αραπογιάννη 2001, 303 και Arapojanni 2002, 321, εικ.7, όπου θεωρείται ως προσφορά προς την Αθηνά από μία ιέρειά της. Για τον τύπο της περόνης, που εντάσσεται στις «Orientalizing or Archaic pins» σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Jacobstahl ή στον τύπο Β των αρχαϊκών περονών κατά την Kilian-Dirlmeier, βλ. Voyatzis 1990, 208 και διεξοδικά Kilian-Dirlmeier 1984, 219-258. Οι περόνες αυτού του τύπου φαίνεται ότι κατασκευάζονταν στην Πελοπόννησο ήδη πριν τα μέσα του -7ου αι.
92 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 118, πίν.67β· Έργον 1997, 45, εικ.37· Αραπογιάννη 2001, 303· Arapojanni 2002, 321.
93 Arapojanni 2002, 321, εικ.12.
94 Βλ. Αραπογιάννη 1997, 116-117· πρβλ. Έργον 1997, 44-45.
95 Ωστόσο και πάλι παρατηρείται ασάφεια στις διαθέσιμες πληροφορίες βλ. ενδεικτικά την αντιδιαστολή στη διατύπωση «Η επίχωση ήταν αρχαία και περιείχε θραύσματα αγγείων κλασικής εποχής αλλά και πολλά κεραμίδια του ναού σε θραύσματα που προέρχονται από κάποια σοβαρή βλάβη της στέγης του» [Έργον 1998, 52] και «Ελάχιστη ήταν η κεραμεική μετά την αφαίρεση της επίχωσης, κυρίως κλασικών χρόνων, ενώ συλλέχθηκε μεγάλος αριθμός κεραμίδων από τη στέγη του ναού, που είχαν σχηματίσει ένα καλά διακρινόμενο στρώμα καταστροφής» [Αραπογιάννη 1998, 128].
96 Αραπογιάννη 2001, 303· Arapojanni 2002, 321. Όπως είδαμε, κάποια ποσότητα είχε βρεθεί και κατά την αφαίρεση της επίχωσης ΝΑ του ναού.
97 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 99· Dengate 1988, 106· Voyatzis 1990, 203. Για την ταύτιση των χάλκινων ελασμάτων από το ιερό του Ποσειδώνα στην Ίσθμια με ζώνες, που φαίνεται να ισχύει ιδίως για τα ελάσματα που φέρουν πολλές οπές, βλ. Raubitschek 1998, 54-60.
98 Βλ. Dengate 1988, 116· Cooper 1996, 67-68.
99 Γενικότερα στα αρκαδικά ιερά, σύμφωνα με τη Voyatzis 1990, 44-45, τα πήλινα ειδώλια αρχίζουν να είναι δημοφιλή από τον 7ο αι., ενώ αυξάνουν από τον -6ο αι. κ.ε.· στους Λούσους φαίνεται να υπάρχει μία πρώιμη τοπική παραγωγή απλών πρωτόγονων τύπων.
100 Σχετικά βλ. Voyatzis 2002, 165-166.
101 Αραπογιάννη 1996, πίν.50α. Πρβλ. ενδεικτικά Kilian-Dirlmeier 1984, πίν. 87-88, 90, 100 και Voyatzis 1990, 208, πίν. 160-161, 169.
102 Έργον 1997, εικ.39. Πρόκειται για τον Γεωμετρικό Τύπο ΙΙΙ του Jacobstahl ή τις Mehrkopfnadeln σύμφωνα με την Kilian-Dirlmeier, που συνίσταται από έναν επίπεδο δίσκο και μία σειρά σφαιριδίων ο οποίος εμφανίζεται κατά την Υστερογεωμετρική περίοδο και είναι συνήθης μέχρι τις αρχές τις αρχαϊκής εποχής στον -7ο αι. Βλ. Kilian-Dirlmeier 1984, 163-203, πίν.65-83· Voyatzis 1990, 207, πίν. 159-160, 169. Για πόρπες στην Αρκαδία και γενικότερα στην Πελοπόννησο βλ. Voyatzis 1990, 209-220, πίν.163-168.
103 Ο Simon 1986, 253-262 από τη σχετική γενική ανάλυση συμπεραίνει ότι ενώ τέτοια αναθήματα είναι ιδιαίτερα συνήθη σε ιερά Αθηνάς, όπως και του Δία και του Απόλλωνα, βρίσκονται επίσης σε ιερά γυναικείων θεοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της Άρτεμης και της Ήρας. Πρβλ. Cooper 1996, 72 πίν.3-2. Χάλκινες κυκλικές μικρογραφικές ασπίδες με έκτυπη διακόσμηση είναι γνωστές από το ιερό των Βασσών και παρόμοιες έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις του ελληνικού κόσμου, ενώ περίπου 12 τέτοιες έχουν βρεθεί στο ιερό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, σχετικά βλ. Voyatzis 1990, 200 και Østby κ.ά. 1994, 123. Για χάλκινες αιχμές βελών ως αναθήματα στην Αρκαδία βλ. Voyatzis 1990, 201, και γενικότερα Simon 1986, 237-240.
104 Παλαιότερα είχαν ερμηνευθεί από τον Snodgrass ως αναθήματα των Κρητών μισθοφόρων που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Σπαρτιατών κατά τον β’ μεσσηνιακό πόλεμο και την κατάληψη της Φιγάλειας, ενώ από τον Cooper ερμηνεύονται ως προσφορά στον Απόλλωνα, προστάτη των Αρκάδων «επίκουρων» (σύμμαχοι – μισθοφόροι), μετά το τέλος του β’ μεσσηνιακού πολέμου και την εγκατάσταση Μεσσηνίων στην περιοχή της Φιγάλειας. Για τη σχετική συζήτηση βλ. Voyatzis 1990, 218-220· Cooper 1996, 70-73. Η Morgan 1999, 111, χωρίς να παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα του συνόλου αυτού, επισημαίνει την παρουσία αυτής της πρακτικής και σε άλλα ιερά της Αρκαδίας. Πολυάριθμες αιχμές βελών και δοράτων καθώς και μία ασπιδίσκη βρέθηκαν μαζί με άλλα αναθήματα σε έναν υστεροαρχαϊκό αποθέτη στο «άνω» Ασκληπιείο της αρκαδικής Γόρτυνας· ο Riethmüller υπογραμμίζει την ασυνήθιστη ανάθεση στοιχείων οπλισμού στον Ασκληπιό, που φαίνεται να εναρμονίζεται με την πληροφορία του Παυσ. 8,28,1 ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε αφιερώσει στον Ασκληπιό τον θώρακά του κι ένα δόρυ, και θεωρεί ότι υποδεικνύουν μία πολεμική όψη του θεού που ερμηνεύεται με την λειτουργία του «als oberste Stadtgottheit», βλ. Riethmüller 2005, 196.
105 Simon 1986, 263-270· πρβλ. Williams – Schaus 2001, 88-89.
106 Dengate 1988, 104.
107 Για μικρογραφικά αγγεία από την Τεγέα αλλά και από την υπόλοιπη Πελοπόννησο βλ. Hammond 1998. Στα μικρογραφικά αγγεία από το ιερό των Βασσών έχουν αναγνωριστεί έντονες λακωνικές επιδράσεις, βλ. Hammond 1998, 142-144 και Hammond 2005, 418.
108 Βλ. Voyatzis 1990, 247.
109 Βλ. Boss 2000, ιδίως 5-6, 15, 112, 218, 231-232.
110 Σχετικά βλ. Voyatzis 1990, 38-39· Morgan 1999, 411 με σημ.196.
111 Αραπογιάννη 1996, 137, πίν.52· Έργον 1996, 46, εικ.29· Αραπογιάννη 2001, 303· Arapojanni 2002, 321, εικ.13.
112 Παυσ. 8,41,3.
113 Βλ. Cooper 1972, 359-362· πρβλ. Παπαχατζής 4, 360 σημ.1.
114 Στρ. 8,3,22· Παυσ. 4,20,2. Για τον ποταμό Νέδα βλ. Breuillot 1985, 793-795.
115 Βλ. Στρ. 8,4,4 και το κεφ.6.7.
116 Βλ. Breuillot 1985, 794· Robertson 1996α, 460-461.
117 Στέφ. Βυζ. λ. Νέδη, πόλις Ἀρκαδίας, ἀπὸ νύμφης Νέδης. Γράφεται καὶ Νεδέοι: ὅθεν ὁ πολίτης Νεδεήσιος.
118 Βλ. Παυσ. 8,38,2-3.
119 Για την τράπεζα της Μεγαλόπολης βλ. Παυσ. 8,31,4. Στον βωμό της Τεγέας το βρέφος Δία κρατούν η Ρέα και η νύμφη Οινόη, ενώ στις δύο πλευρές απεικονίζονται από τέσσερις νύμφες, μεταξύ των οποίων και η Νέδα, βλ. Παυσ. 8,47,3.
120 Σχετικά βλ. την ανάλυση της Jost 1985, 241-249.
121 Jost 1973, 266· Jost 1985, 243, 245. Βασικές διαφορές παρουσιάζει η εκδοχή των Μεθυδριέων, σύμφωνα με τους οποίους, η Ρέα όντας έγκυος πήγε σε ένα σπήλαιο στο Θαυμάσιον όρος έχοντας προετοιμάσει τον Οπλόδαμο και τους περί αυτόν γίγαντες να σπεύσουν σε βοήθεια, και στο σημείο αυτό εξαπάτησε τον Κρόνο, παρόλο που τελικά γέννησε τον Δία σε ένα μέρος του Λυκαίου, βλ. Παυσ. 8,36,2-3.
122 Παυσ. 8,41,2.
123 Βλ. Καλλίμ. Ύμνος εἰς Δίαν στ.30-38· Πολύβ. 8,3,22. Σύμφωνα με τον Στρ. 8,3,22 η Νέδα πηγάζει από την πηγή του Λύκαιου όρους που δημιούργησε η Ρέα για να πλυθεί.
124 Καλλίμ. Ύμνος εἰς Δίαν στ. 4, 10-14, 30-38. Πρβλ. Jost 1985, 242.
125 Βλ. Παυσ. 4,33,1.
126 Για τα ομοιώματα πλοίων βλ. Johnston 1985. Ομοιώματα πλοίων συναντώνται από τον -6ο αι. σε ιερά του Ποσειδώνα στην Πελοπόννησο, βλ. Mylonopoulos 2003, 365. Αρχαϊκά πήλινα ειδώλια από πελοποννησιακά ιερά της Ήρας, όπου η θεά απεικονίζεται να κρατά μικρό πλοίο καλυμμένο με άνθη, έχουν ερμηνευτεί είτε σε σχέση με την αλιευτική δραστηριότητα των αναθετών (βλ. Baumbach 2004, 67, 96-97) είτε σε σχέση με στοιχεία τοπικών παραδόσεων και αιτιολογικών μύθων εν όψει των περίπου 40 ξύλινων ομοιωμάτων πλοίων από το Ηραίο της Σάμου, το υλικό και κυρίως η απλουστευμένη μορφή των οποίων ίσως υποδεικνύουν τη χρήση τους ως συμβολικά αντικείμενα στο πλαίσιο ενός τελετουργικού της σαμιακής Ήρας (βλ. Kyrieleis 1993, 112-113). Παρόμοιες σκέψεις είχε διατυπώσει και ο Sinn 1988, 151-152, εικ.2-3 σχετικά με ανάλογα ευρήματα από το ιερό της Αφαίας στην Αίγινα. Έχουν εκφραστεί υποθέσεις για πομπές που αφορούσαν ένα λατρευτικό πλοίο ή ομοιώματα πλοίων στο πλαίσιο της εορτής διαφόρων θεοτήτων, όπως μας μαρτυρούνται για παράδειγμα για την Ίσιδα ή για την πομπή των Παναθηναίων με το πλοίο που έφερε τον πέπλο της Αθηνάς.
127 Αραπογιάννη 1996, 129 με σημ.2, 135· Έργον 1996, 43· Αραπογιάννη 2001, 301-302· Arapojanni 2002, 320· Αραπογιάννη 2006, 156
128 Βλ. Alevridis – Melfi 2005, ιδίως 275-276 για τη σύγκριση με το ναό της Φιγάλειας (βασίστηκαν στις ανασκαφικές εκθέσεις στα ΠΑΕ 1996-1998). Ο ναός του Ασκληπιού στην Αλίφειρα ανασκάφηκε και δημοσιεύτηκε από τον Ορλάνδο 1967-68, 169-202· βλ. επίσης Riethmüller 2005, 189-194.
129 Στο ναό της Αλίφειρας οι τοίχοι έχουν δύο διαφορετικές παρειές και η εξωτερική αποτελείται από μεγάλους κανονικούς γωνιόλιθους σε ισοϋψείς στρώσεις κατά το ακανόνιστο ισόδομο σύστημα, ενώ γενικώς δεν υπάρχουν σύνδεσμοι ή γόμφοι, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 172-173, εικ.112-114. Επιπλέον είναι χαρακτηριστική η απόδοση των ακμών στις 4 γωνίες του ναού με τη διαμόρφωση λείων κατακόρυφων ταινιών, στοιχείο που είχε επισημάνει η Jost 1985, 87, πίν.21,4 στη ΒΑ γωνία του ναού της Φιγάλειας.
130 Alevridis – Melfi 2005, 275.
131 Όπως, δηλαδή, υποστηρίζουν οι Alevridis – Melfi 2005, 276. Βέβαια, αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη μνημειακών ελληνιστικών τάφων στις δύο πόλεις, όπως προείπαμε, παρόλο που κι αυτοί μπορεί να σχετίζονται με κοινούς εξωτερικούς παράγοντες.
132 Ελλείψει συστηματικής μελέτης η Jost 1999, 212-214 συγκεντρώνει κάποια παραδείγματα αρκαδικών ναών του -4ου αι. και της ελληνιστικής εποχής με κάποιες ελλείψεις και ενδεχομένως και λάθη. Δέχεται ότι ο ναός της Φιγάλειας είχε κλειστή πρόσοψη μόνο με κεντρική θύρα, ωστόσο δεν ασχολείται με το ναό στην ακρόπολη της Στυμφάλου, ενώ θεωρεί ότι ο ναός του Ασκληπιού στην Αλίφειρα ήταν ένας απλός σηκός με δύο κίονες εν παραστάσι πιθανόν χωρίς πρόναο.
133 Ο ναός είχε εντοπιστεί ήδη από τον Cooper, που τον είχε χρονολογήσει στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του -3ου αι, βλ. Cooper 1972, 363-367. Η Αραπογιάννη 2004 χρησιμοποιεί και τις πληροφορίες από την αναλυτική έκθεση που κατέθεσε μετά τον καθαρισμό του ναού ο Cooper το 1978 στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας.Φαίνεται πως πρόκειται για ένα απλό μονόχωρο κτήριο, εξωτερικών διαστάσεων 10,04 x 6,67 μ., που ωστόσο είχε ιδιαίτερη διαμόρφωση στην πρόσοψη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Cooper στον λοφίσκο σε μικρή απόσταση Α του ναού βρέθηκε ένα τμήμα δωρικού ημικίονα που ίσως ήταν προσαρτημένο στον Α ορθοστάτη του ναού, βλ. Αραπογιάννη 2004, 42. Η Αραπογιάννη 2004, 50 εικάζει ότι πρόκειται για μονόχωρο ναό που είχε στενό προθάλαμο πίσω από δύο κίονες μεταξύ παραστάδων. Αναπάντητα προς το παρόν ερωτήματα δημιουργούν η παρουσία δωρικών τριγλύφων με συμφυείς μετόπες και ένα τμήμα από ιωνικό επιστύλιο ή επίκρανο, ενώ από την έρευνα της Αραπογιάννη δεν βρέθηκαν τμήματα δωρικού επιστυλίου ή γείσου, βλ. Αραπογιάννη 2004, 47, 51 με σημ.10.
134 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 176, 181, εικ.111.
135 Οι πήλινες πλάκες φαίνεται να καλύπτουν μόνο το Α τμήμα του σηκού σε όλο το πλάτος του και σε ένα μέγ. σωζ. μήκος 3,50 μ., βλ. Αραπογιάννη 1996, 132, πίν.47β. Ωστόσο τμήμα πήλινης πλακόστρωσης διακρίνουμε με επιφύλαξη και μεταξύ των δύο βάσεων της τράπεζας, βλ. Αραπογιάννη 1996, πίν.49β και Arapojanni 2002, εικ.6. Αυτό το στοιχείο διακρίνεται και στη φωτογραφία με την πλάκα της τράπεζας κατά την ανεύρεσή της μπροστά από τη βάση του λατρευτικού αγάλματος, βλ. Αραπογιάννη 2001, 301, πίν.29,5.
136 Για τα ευρήματα αυτά και την περιγραφή της βάσης της Αλίφειρας βλ. Ορλάνδος 1967-68, 177-180, εικ.117-121. Όπως παρατηρεί ο Ορλάνδος 1967-68, 178 σημ.1 όμοια είναι η σύνθεση της βάσης στο Ασκληπιείο του Φενεού, βλ. Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη 1961-62, 59-60, πίν.65α. Η συγκεκριμένη βάση στο Ν χώρο του λεγόμενου Ασκληπιείου είναι πολύ μεγαλύτερη, ύψους 1 μ. και διαστάσεων 2,95 x 4,81 μ., και έφερε τα λατρευτικά αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας που είχε κατασκευάσει σύμφωνα με την ανευρεθείσα επιγραφή ο Αθηναίος Άτταλος γύρω στα μέσα του -2ου αι. Παρόλο που λείπει η επίστεψη κι εδώ παρατηρούνται στον κορμό ίχνη στερέωσης των κολοσσικών ακρόλιθων λατρευτικών αγαλμάτων, τμήματα των οποίων βρέθηκαν κατά την ανασκαφή· σχετικά βλ. Riethmüller 2005, 221-222.
137 Ο κορμός της βάσης της Αλίφειρας βρέθηκε αποκρουσμένος και η πλάκα της επίστεψης σπασμένη· ο Ορλάνδος την αποκατάστησε στην αρχική μορφή χωρίς να δίνει επιμέρους σχέδια, βλ. Ορλάνδος 1967-68, εικ.119-120.
138 Αραπογιάννη 1996, 134· Έργον 1996, 43· Αραπογιάννη 2006. Στα δύο άρθρα γίνεται λόγος μόνο για τη βάση του λατρευτικού αγάλματος (στον ενικό) χωρίς αναφορά για την ένθεση πλίνθου αγάλματος, βλ. Αραπογιάννη 2001, 301 και Arapojanni 2002, 318.
139 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 180-181, εικ.117-120. Πρβλ. Alevridis – Melfi 2005, 275: «Both feet of the offering tables are shaped as lion legs, more sketchy in the case of Alipheira, and they have nearly the same dimensions».
140 Πρόκειται για τον τύπο Α που διακρίνει ο Μπακαλάκης 1948.
141 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 180 σημ.2.
142 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 182-198, εικ. 123, 125-129, 135.
143 Alevridis – Melfi 2005, 275.
144 Βλ. Cooper 1996, 6, 69, 70, 79, 137 σημ.16. Για τις ανασκαφικές ενδείξεις όσον αφορά την ύπαρξη μη κτιστού βωμού τουλάχιστον στο προκλασικό ιερό βλ. Dengate 1988, 89, 98-99. Βωμός φαίνεται, ωστόσο, ότι υπήρχε σε σχέση με τον ναό των Περιβολίων στη Φιγάλεια: σύμφωνα με τον Cooper τοποθετείται περίπου 3,5 μ. ΝΑ του ναού, ενώ μεγάλο μέρος των θεμελίων του φαίνεται ότι καταστράφηκε κατά τις εργασίες διάνοιξης του σύγχρονου δρόμου, βλ. Αραπογιάννη 2004, 44.
145 Μία κάπως ανάλογη εικόνα φαίνεται να παρουσιάζει το ιερό των Βασσών, όπου τα παλαιότερα αναθήματα χρονολογούνται στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο κι ο αριθμός τους αυξάνεται ραγδαία μετά του μέσα του -7ου αι. και στο εξής, βλ. Voyatzis 1990, 42, 219-220.
146 Τελευταία ο Tausend περιλαμβάνει τη Φιγάλεια στις αζανικές κοινότητες, βλ. Tausend 1993, 16-17 και Tausend 1999, 343-345. Τα βασικά επιχειρήματα εντοπίζονται στους μύθους και στις λατρείες, ιδίως της Δήμητρας Μελαίνας, καθώς και στον δελφικό χρησμό που μας παραδίδεται από τον Παυσ. 8,42,6, όπου οι Φιγαλείς χαρακτηρίζονται ως Αζάνες. Για την αξιολόγηση των επιχειρημάτων αυτών και αντιρρήσεις ως προς την απόδοση της Φιγάλειας στην Αζανία βλ. Πίκουλας 1981-82, 274-278 και Nielsen – Roy 1998, 7, 12, 33
147 Βλ. Zunino 1997, 160 με σημ.32.
148 Βλ. Cole 1995, 304.