.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Υστεροαρχαϊκή Σίμη από την Τρυπητή Τριφυλίας


Ενδιαφέρον εύρημα από μια τριφυλιακή περιοχή, άγνωστη ακόμη ανασκαφικά, είναι μικρό απότμημα πήλινης σίμης από την Τρυπητή Ολυμπίας (πρώην Μπιτζιμπάρδι). Περισυνελέγη από μαθητές στο λόφο «Κάστρο» και ανήκε στη μικρή συλλογή αρχαίου υλικού του Δημοτικού Σχολείου της Κοινότητας1 (εικ.1, σχ.1-2).
Στο ύψωμα αυτό, που δεσπόζει σ’ όλη την περιοχή και βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Ερύμανθου, έχουν ήδη εντοπισθεί θεμέλια αρχαίων κτιρίων και τάφοι2.



Η σίμη, χαρακτηριστική του «κορινθιακού» τύπου, εφαίδρυνε με την πολυχρωμία της την ανωδομία κάποιου υστεροαρχαϊκού κτιρίου, ίσως ναού. Εξάλλου, από επιφανειακή ερευνά στην ίδια θέση, προήλθε ένα χάλκινο (αναθηματικό;) ψέλλιο της περιόδου αυτής3. Ακέραιο διατηρείται το πέρας της μιας πλάγιας πλευράς και το μεγαλύτερο μέρος του ύψους της (σωζ. ύψ. 0,15) με τα κυμάτια, ενώ έχει αποκοπεί ένα μέρος από τη βάση της. Εγκάρσια αύλακα διαπερνά κατά μήκος το κυρίως κυμάτιο, πιθανότατα για να συνδέσει με τη βοήθεια ράβδων δύο παρόμοια κομμάτια της σίμης4. Οι φθορές και τα απολεπίσματα στην επιφάνεια αφαιρούν κάτι από την αρχική εντύπωση που προσέδιδε η γραπτή διακόσμηση.
Πάνω στον ωχρορόδινο χονδρόκοκκο πηλό, ο οποίος περιέχει μικρά κοκκινωπά χαλίκια, έχει επιστρωθεί κίτρινο στρώμα καθαρού πηλού, για να απλωθεί στο μέτωπο, χωρίς τη βοήθεια εγχάραξης, το μοτίβο των εναλλασσόμενων ανθεμίων και λωτών, με παχύρευστο πορφυρό και αραιό μελανό βερνίκι5. Από τη φυτική αλυσίδα διατηρείται μόνο ένα ζεύγος στο κυρίως κυμάτιο και τμήμα λωτού στην κατακόρυφη ταινία, ενώ ίχνη πορφυρού και εδαφοχρόων διαχώρων διακρίνονται στο επιστέφον κυμάτιο. Μία παχιά πορφυρή ταινία κοσμούσε την ακμή του τελευταίου προς την πάνω επίπεδη επιφάνεια. Παρατηρείται ότι σε αντίθεση με τον συμπαγή λωτό, τα φύλλα του ανθεμίου, λεπτά στη γένεσή τους και εύκαμπτα, διατάσσονται χωρίς ιδιαίτερη συμμετρία γύρω από τον ρομβόσχημο πυρήνα τους.


Η έλλειψη επιμέλειας στην εκτέλεση του σχεδίου και η ποιότητα του πηλού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ντόπιο έργο, σε σύγκριση μάλιστα με παρόμοιο υλικό από τα μεγάλα κέντρα της Ηλείας, την Ολυμπία και την Ήλιδα.
Γεωγραφικά πλησιέστερο παράδειγμα σίμης «κορινθιακού» τύπου, στην οποία όμως ο γραπτός διάκοσμος έχει αφανιστεί, είναι η σίμη από το χώρο του Ιερού της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος στην Κομποθέκρα6. Συγκριτικά με αυτήν η σίμη της Τρυπητής παρουσιάζει πιο εξελιγμένη κατατομή στο περίγραμμα, αφού το κυμάτιό της είναι αβαθές πλέον, ενώ στην προηγούμενη ώοειδές ακόμη. Κατά τον τρόπο αυτόν θα πρέπει να χρονολογηθεί μεταγενέστερα από την ομάδα των σιμών του -520/ -510 του Le Roy, αν και η ομοιότητα με την σίμη S226 των Δελφών είναι αρκετά μεγάλη7.
Ελάχιστα μεταγενέστερη φαίνεται και από τη σίμη του «Θησαυρού των Μεγαρέων», όπου τα κυμάτια είναι ακόμη ανεπτυγμένα, η ποιότητα του πηλού άριστη και, παρά την ομοιότητα, στη μορφή του κοσμήματος, υπάρχουν διαφορές, όπως στα καλλιγραφημένα εκεί 5φυλλα ανθέμια. Οπωσδήποτε όμως δεν θά δικαιωνόταν η υπόθεση μεγάλης χρονικής απόστασης με την αναφερόμενη από την Ολυμπία, επειδή από τις αρχές του -5ου αι. η συνεκτικότητα των επί μέρους στοιχείων του κοσμήματος φαίνεται να διαλύεται, π.χ. στη σίμη S229 των Δελφών, όπου απουσιάζει ο πυρήνας του ανθεμίου και τα φύλλα του προβάλλουν πάνω στις συσπειρωμένες έλικες του βλαστού, η παρατηρείται μια ακαμψία στα φύλλα του ανθεμίου, όπως στη σίμη S28 των Δελφών του -500 8.
Μέ βάση τη μελέτη του προφίλ της σίμης από την Τρυπητή, θα υποστηρίζαμε ότι είναι μεταγενέστερη από τις αρχαϊκές σίμες «κορινθιακού» τύπου από την Ολυμπία. Σε σύγκριση με τρία ανάλογα παραδείγματα από την Ήλιδα9, σύγχρονη της φαίνεται η επαετίδα κτιρίου της Αρχαίας Αγοράς, όπου παρατηρείται αντιστοιχία στην κλίση του τρίτου και τέταρτου ζεύγους των ανθεμίων. Πρωιμότερες προφανώς δύο ακόμη σίμες του τύπου αυτού από την Ήλιδα, θυμίζουν στην κατατομή την αντίστοιχη του «Θησαυρού των Βυζαντίων»10, στη μία μάλιστα επαναλαμβάνεται και ο ιδιαίτερος τύπος του κοσμήματος, σχεδόν με ακρίβεια. Ανάλογη ομοιότητα με το αναφερόμενο παράδειγμα του -520/ -510 παρατηρείται και στη μεγάλη επαετίδα από το αρχαίο λιμάνι της Φειάς11 (σήμ. Αγ. Ανδρέας, δυτικά του Πύργου), της οποίας ο πηλός είναι καθαρότερος σε σχέση με την περιγραφόμενη, αν και περιέχει εκκλείσματα ασβεστίτη και μελανά μικρά χαλίκια.
Στην ίδια πρωιμότερη ομάδα πρέπει να ανήκει και ένα ακόμη παράδειγμα από το Ιερό της Αφροδίτης Ερυκίνης στη γειτονική Γορτυνία (περιοχή Κοντοβάζαινας), με το οποίο συμπληρώνεται η εικόνα της διάδοσης που είχε ο τύπος στην Ηλεία12. Σχετική αντιστοιχία με τον γραπτό διάκοσμο της σίμης της Τρυπητής παρουσιάζει σίμη του τελευταίου τετάρτου του -6ου αι. στο Μουσείο Ναυπλίου, η υστεροαρχαϊκή σίμη του ναού Β2 της Καλυδώνας, με αραιότερα τα φύλλα του ανθεμίου, και μικρή κομψή σίμη του τέλους του -6ου αι. από την Κέρκυρα. Στην περίοδο αυτή και όχι στο πρώτο μισό του αιώνα, όπως εσφαλμένα δημοσιεύεται, θά πρέπει να ανήκει και η σίμη από την Τορώνη, με τούς βλαστούς στήριξης των λωτών δεμένους σε πλοχμό13.
Το εύρημα έρχεται σαν μαρτυρία της ακτινοβολίας που είχε η τέχνη των μεγάλων ηλειακών κέντρων στην απομονωμένη στην ενδοχώρα τριφυλιακή περιοχή, στην οποία τοποθετείται η αρχαία πόλη Στυλάγγιο. Η θέση του υψώματος «Κάστρο», κοντά στη μεγάλη οδική αρτηρία που ακολουθούσε τον ρου του Αλφειού από την Ολυμπία προς την αρκαδική Ηραία, ασφαλώς διευκόλυνε επαφές και επικοινωνία μέ το Ιερό της Αλτεως, στις οποίες θα αποδινόταν η επιρροή στην τέχνη14.
Αμυδρή εικόνα ακμαίας τέχνης προσφέρει το μικρό κομμάτι της πήλινης σίμης από την Τρυπητή, για μια πόλη των Τριφυλίων, οι οποίοι εξαιτίας της επιθυμίας τους για αυτοτέλεια και απογυμνωμένοι από συμμάχους, μετά την γνωστή «Fράτρα» των 100 ετών, δεν απέφυγαν στο πρώτο τέταρτο του -5ου αί. να συγκρουσθούν με τούς Ηλείους, για να τούς προσφέρουν την ικανοποίηση από την καταστροφή των τριφυλιακών πόλεων και λάφυρα, απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση των τεράστιων έργων εξωραϊσμού της Άλτεως15.


ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΟΣ XV, ΤΕΥΧΟΣ 2 1982

*Για την άδεια δημοσίευσης ευχαριστώ τον τ. Έφορο Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, κ. Ντίνο Τσάκο. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στον Διευθυντή των ανασκαφών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Ολυμπία, Δρα Α. Mallwitz, για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του πάνω στο κείμενο.
1. Η σίμη μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ολυμπίας και καταγράφηκε με αρ. Π 3710.
2. Ν. Γιαλούρης, Ολυμπιακά Χρονικά, 1973, σ. 149 κέ. του ίδιου: ΠΑΕ, 1955, σ.244. Πληροφορίες για την ύπαρξη προϊστορικής κεραμεικής στην περιοχή: Sperling, AJ AW, 1942, σ.81. στη συλλογή δεν περιέχονται όστρακα πρωιμότερα των κλασικών, πράγμα που αναφέρεται και από τον Meyer στην σχετική με την επιφανειακή κεραμεική στο λόφο «Κάστρο» παράγραφο (Neue Peloponnesische Wanderungen, 1957, σ.41).
3. Ν. Γιαλούρης, ΑΔ21, 1966: Χρονικά, πίν.184β. Ανάλογα παραδείγματα από την Ολυμπία χρονολογούνται στο β' μισό του 6ου και α' μισό του -5ου αι. (Hanna Philipp, Olympische Forschungen XIII, 1981, σ.242 - 3).
4. Η υπόθεση αυτή στηρίχθηκε στην ανεύρεση λεπτών σιδηρών ράβδων μαζί με αρχαϊκή σίμη στην Κέρκυρα και φαίνεται αρκετά εύλογη, σε σχέση με την παλαιότερη και ευρύτερα παραδεκτή θεωρία της κατασκευαστικής ανάγκης ύπαρξης αύλακας για την σωστή όπτηση και ξήρανση του πηλού (LeRoy, FdD, II, 1967, σ.107- 8.
S. Weinberg, Terracotta Sculpture at Corinth, Hesperia, 26, 1957, σ.296. I. T. Hill- L. Show King, Corinth, IV, σ.19.
5. Η ίδια τεχνική και στην Κόρινθο, όπου το θέμα έγινε γνωστό από την εισηγμένη Ροδιακή
κεραμεική (ο.π. σ.8). Παράλληλα, το μοτίβο αναπτύσσεται και στην κεραμεική, ώστε πανομοιότυπη με τη σίμη της Τρυπητής φυτική αλυσίδα επανευρίσκουμε σε αμφορέα του Λούβρου και σε υδρία της Villa Giulia (Arias- Hirmer- Shefton, A History of Greek Vase Painting, 1962, πίν.27 και 80). Ανάλογη ομοιότητα και σε έργα μεγάλης πηλοπλαστικής, όπως στο γραπτό κόσμημα της στεφάνης στη « Μαινάδα » η στη διακόσμηση της πήλινης ασπίδας του τέλους του -6ου αι. από την Ολυμπία (J. Schilbach, Die Silen- Mänaden- Gruppe aus Olympia, AM 97, 1982, Abt. πίν.10. E. Kunze, Ol. Ber. VI, 1958, πίν.74.
6. Meyer, ο.π., σ.51, εικ.6.
7. Le Roy, ο.π., πίν.37 και σ.111 σχετικά με την εξέλιξη των σιμών.
8. 'Ο.π., πίν.41.38.
9. Ο. Walter, Jahreshefte, 1913, Beiblatt, σ.149. Γ. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ23,1968:Χρονικά, σ.163.
10. Olympia, II, πίν. CXIX, 2. L. Shoe, Profiles of Greek Mouldings, 1936, I, σ. 32. Σχετικά με τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν αν τα κομμάτια της σίμης αυτής ανήκουν στο « Θησαυρό των Βυζαντίων» βλ. Α. Mallwitz, Olympia und seine Bauten, 1972, σ.170.
11. N. Γιαλούρης, AE, 1957, σ.38, εικ.5 και πίν.8α. Le Roy, ο.π., σ.113.
12. X. Καρδαρά, ΠΑΕ, 1969, σ.75. Θυμίζει αρκετά αντίστοιχη από την ακρόπολη των Αλών στη Λοκρίδα ( Η. Goldman, Hesperia, 9, 1940, σ.441, εικ.100 ).
13. G. Hübner, Tiryns VIII, 1975, πίν.66, 2,6.123. Ε. Dyggve, Das Laphrion, 1948, σ.192, εικ. 201. G. Dontas, Neue Forschungen in griechischen Heiligtümer, 1976, σ. 129, εικ. 10. A. Καμπίτογλου, ΠΑΕ, 1978, πίν.73β.
14. Κατά τον Πολύβιο (IV73,3) την οδό αυτή ακολούθησε ο Φίλιππος Ε’ και αφού επισκεύασε τη γέφυρα του Αλφειού, που βρισκόταν κοντά στην Ηραία, εισέβαλε στην Τριφυλία.
15. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ηροδότου (IV, 148)» τουτέων δε (των πόλεων) τας πλεύνας επ' εμέο Ηλείοι επόρθησαν».