Κόκλα
Το 1964 παρά το χωρίον Κόκλα Τριφυλίας απεκαλύφθη[1] το 1964, κατά την διάνοιξιν της νέας Εθνικής οδού Κυπαρισσίας- Μελιγαλά, μέγα και εκτεταμένον νεκροταφείον ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, του οποίου οι τάφοι είναι απλοί λακκοειδείς καλυπτόμενοι υπό ακανονίστων πλακών και πτωχοί εις κτερίσματα. Τα ευρημάτα της ανασκαφής κατετέθησαν εις το Μουσείον του χωρίου Βασιλικόν Τριφυλίας. Ο χώρος απέχει περί τα 700μ. από των μυκηναϊκών θολωτών τάφων και του προϊστορικού συνοικισμού Μάλθης.
Κατά την ερευνάν του ανωτέρω χώρου, διενεργηθείσαν τη επιβλέψει της Εφορείας υπό του επιστημονικού βοηθού αρχαιολόγου κ. Ηλ. Ανδρέου, απεκαλύφθη, πλήν του ανωτέρω νεκροταφείου (Εικ κάτω), αποθέτης περιέχων μέγα αριθμόν πρωτοελλαδικών και μεσοελλαδικών οστράκων (Εικ κάτω), καθώς και εις ετέραν θέσιν μυκηναϊκά όστρακα και θραύσμα ειδωλίου.
Περιοχή Γούβες[2]
Σε χαμηλό λόφο στην περιοχή Γούβες, περί τα 100 μ. Δ. της ακρόπολης της Μάλθης (Βασιλικού) και 60μ. Δ. των δύο θολωτών τάφων (βλ. θέση: Ραμοβούνι- «Μάλθη»), ανεσκάφη τμήμα ύστερου ΥΕ οικισμού ή ίσως μεμονωμένο ευμέγεθες οικοδόμημα.
Η κεραμεική χρονολογείται κυρίως στην ΥΕ ΙΙΙΒ φάση. Επίσης, ανευρέθησαν και μερικές ασυνήθιστες λίθινες πλάκες με εγχάρακτα μοτίβα. Ίσως η θέση αυτή να ήταν το κέντρο του ύστερου ΥΕ οικισμού της περιοχής, ο οποίος δεν αντιπροσωπεύεται επαρκώς στην Ακρόπολη της Μάλθης, αλλά η ανασκαφή δεν ήταν αρκετά εκτενής ώστε να καθορισθεί ο χαρακτήρας ή το μέγεθος αυτού του οικισμού και η έλλειψη απεικονίσεως των ευρημάτων δυσχεραίνει την όποια προσπάθεια ερμηνείας.
Ο ανασκαφέας της θέσεως N. Valmin την ονομάζει «μινωικό οικισμό» («Minoische Siedlung»),[3] όμως η άποψη αυτή δεν στοιχειοθετείται από τα ανασκαφικά ευρήματα και παραμένει ανεξήγητος ο λόγος για τον οποίο ο ανασκαφέας προχώρησε σε αυτόν τον χαρακτηρισμό.[4] Ο οικισμός αυτός φαίνεται ότι αποτελούσε πυκνοκατοικημένο χωριό του συνήθους τύπου των ύστερων μυκηναϊκών χρόνων[5]. Είναι πιθανό και λογικοφανές, οι κάτοικοι της ακρόπολης να μετακινήθηκαν από την ακρόπολη στην θέση αυτή, ώστε να ευρίσκονται πλησιέστερα στα χωράφια τους, όταν το επέτρεψαν οι πολιτικές συνθήκες.[6]
Θέση Ρίζες[7]
Αί στερεωτικαί εργασίαι έσχον και ετερον εϋχάριστον αποτέλεσμα, τήν άπόκτησιν τών πρώτων αγγείων τής σκοτεινής Μεταμυκηναϊκής περιόδου, άτινα, διά τήν σπάνιν τοιοΰτων ευρημάτων, είναι πολύτιμα. Εν Τριφυλία μάλιστα είναι τα πρώτα και μόνα γνωστά παραδείγματα.
Πρόκειται περί επτά μικρών αγγείων (Εικ. κάτω) ευρεθέντων εις θέσιν Ρίζες, κατά το ήμισυ περίπου της διαδρομής από Κυπαρισσίας προς Περιστεριάν (6 χλμ. από Κυπαρισσίας επί λοφίσκου).
Τα αγγεία εύρεν εντός πίθου, ούτινος το κατώτερον αιχμηρόν τμήμα εσώθη (ζ), ο σιδηρουργός της ανασκαφής κ. Βασίλειος Λαμπρόπουλος και προθύμως παρέδωκε ταύτα ημίν. Επέμεινε ρητώς, ότι ουδ’ ίχνος τέφρας ή ανθράκων ή οστών υπήρχεν εντός του πίθου, όστις ευρέθη κεκλιμένος εντός του αγρού του. Δύσκολον όμως είναι να φαντασθή τις, ότι επρόκειτο περί άλλης περιπτώσεως εκτός τάφου,ίσως παιδικοί), ούτινος είχον διαλυθή τα οστά. Τα αγγεία είναι τα έξης :
1) Τέσσαρα μικρά και εν μέρει μικρότατα προχοΐδια, άτινα μόνον ως παιδικά αθύρματα είναι νοητά. Εν εκ τούτων ευρίσκεται εισέτι εντός μείζονος κυάθου (α. β και ε). Τα αγγεία ταύτα σύγκεινται εκ πορώδους καστανού ή μελανού πηλού και είναι χειροποίητα.
2) Τρεις τροχήλατοι μόνωτοι κύαθοι (γ- ε). Ο πρώτος φέρει μελαμβαφή την κάτω κοιλίαν επί κιτρινωπού πηλού, όστις άβαφος παραμείνας υπό τα χείλη φέρει πριονοειδή γραμμήν με οξείς οδόντας (υψ. 0.063, διάμ. χειλέων 0.073). Παρόμοιος ήτο και ο δεύτερος κύαθος, αλλ’ αποξεσθείς υπό του ευρέτου διατηρεί εξίτηλον την πριονοειδή γραμμήν. Έφερε και εσωτερικώς το μελαμβαφές βερνίκωμα. Ο τρίτος δεν φέρει την πριονωτήν γραμμήν, υπάρχει όμως στενή εξηρημένη ζώνη υπό τα χείλη. Εντός αυτού αφέθη το μικρόν χειροποίητον κυάθιον ή προχοΐδιον ως ευρέθη.
Πιστεύω, ότι τα αγγεία ταύτα ανήκουσιν εις Πρωτογεωμετρικήν μάλλον ή Υπομυκηναϊκήν εποχήν και αποτελούσιν ενδιαφέροντα δείγματα του πολιτισμού της αποσυνθέσεως, οπότε ο απομείνας πληθυσμός διεσπάρη κι κατώκει κωμηδόν ή κατά αγροικίας.
Αετός[8]
Εις το χωρίον Αετός Τριφυλίας επεσημάνθη βυζαντινός ναΐσκος, εντός τού οποίου διασώζεται ικανόν μέρος εκ των τοιχογραφιών αυτού, αρίστης τέχνης (Εικ. κάτω).
Επίσης εις το αυτό χωρίον διεπιστώθη η ύπαρξις κτίσματος ρωμαϊκών χρόνων.
Αετός
Το 1981, στη θέση Πούσια, μετά από υπόδειξη των Γ. Κοσμά και Κ. Παναγούλη, κατοίκων Κοπανακίου, επισημάνθηκε πύργος ελληνιστικών χρόνων, σχήματος τετραγώνου στην κάτοψη, με ένα εσωτερικό χώρισμα και είσοδο στα νότια. Σώζεται σε ύψος 1,50 μ. από την επιφάνεια του εδάφους, ενώ η τοιχοδομία, με μεγάλες ορθογωνικές, δουλεμένες, ασβεστολιθικές πέτρες, θυμίζει τα τείχη της Μεσσήνης.
Σημειώσεις:
[1] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος Αρχ, Δελτίον 19 (1964): Χρονικά
[2] Βιβλιογραφία: MME, αρ. 223; GAC, 174, αρ. D 223. Valmin 1960, 119-122. Valmin 1953, 29-46. 1955 (Op
[3] Valmin 1928, 194, εικ. 6 & ΠΙΝ. XI, εικ. 2. Dickinson 1977, 93. Ομοιάζουν με πιθαμφορείς από τους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου.
[4] Valmin 1960, 119-122.
[5] McDonald and Hope Simpson 1969, 141, αρ. 27 Α.
[6] ό.π. 141. 48 Athen. 2), 66-74. McDonald and Hope Simpson 1969, 141, αρ. 27 Α. Συριόπουλος 1994, Α', 222, αρ. 409β
[7] Σπυρίδωνος Μαρινάτου : Ανασκαφαί εν Πύλω Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1965
[8] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος Αρχ, Δελτίον 19 (1964): Χρονικά
[1] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος Αρχ, Δελτίον 19 (1964): Χρονικά
[2] Βιβλιογραφία: MME, αρ. 223; GAC, 174, αρ. D 223. Valmin 1960, 119-122. Valmin 1953, 29-46. 1955 (Op
[3] Valmin 1928, 194, εικ. 6 & ΠΙΝ. XI, εικ. 2. Dickinson 1977, 93. Ομοιάζουν με πιθαμφορείς από τους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου.
[4] Valmin 1960, 119-122.
[5] McDonald and Hope Simpson 1969, 141, αρ. 27 Α.
[6] ό.π. 141. 48 Athen. 2), 66-74. McDonald and Hope Simpson 1969, 141, αρ. 27 Α. Συριόπουλος 1994, Α', 222, αρ. 409β
[7] Σπυρίδωνος Μαρινάτου : Ανασκαφαί εν Πύλω Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1965
[8] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος Αρχ, Δελτίον 19 (1964): Χρονικά