Μετά την απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Μεθώνη, τον Φεβρουάριο του 1825, η απόδοση των χερσαίων ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων ήταν από μηδαμινή έως ελάχιστη, καθώς δεν κατάφεραν να περιορίσουν τις δυνάμεις των Τουρκοαιγυπτίων στα όρια του αρχικού γεωγραφικού προγεφυρώματος, όπως αρχικά ήταν ο στόχος τους. Ετσι μοναδική αξιόμαχη ελληνική δύναμη, ικανή να επιφέρει στον εχθρό κάποια βλάβη, τέτοια που να αντισταθμίσει, έστω εν μέρει, τις επιτυχίες του, ήταν ο ελληνικός στόλος.
Μέσα σε αυτό το άσχημο πλαίσιο για την έκβαση του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης, ο ελληνικός στόλος με αρχηγό τον ναύαρχο Ανδρέα Βώκο «Μιαούλη» προσπαθεί να επιφέρει κάποια σημαντικά πλήγματα στον εχθρό. Ετσι στις 29 Απριλίου 1825 ο Μιαούλης εξέθεσε την ανάγκη σε κοινή συγκέντρωση Υδραίων και Σπετσιωτών μοιράρχων και κυβερνητών. Οι Σπετσιώτες από την πλευρά τους, βλέποντας ότι ήταν ανάγκη να μείνουν ελληνικά πλοία που να παρακολουθούν τον εχθρό, αποφάσισαν να αναλάβουν αυτό το έργο, έστω και μόνοι. Ετσι, ενώ οι Υδραίοι κινήθηκαν προς το Νότο, οι Σπετσιώτες κινήθηκαν ανοικτότερα προς την νήσο Πρώτη. Οι κινήσεις αυτές του Ελληνικού Στόλου έδωσαν την δυνατότητα στους Αιγυπτίους να αποσπάσουν το μεγαλύτερο μέρος από τα βαριά σκάφη τους, έντεκα φρεγάτες και τέσσερα βρίκια, και να τα στείλουν στο λιμάνι του Ναβαρίνου, ώστε να αυξήσουν την δύναμη πυρός εναντίον του φρουρίου.
Ομως, η έντονη ανησυχία του ναυάρχου Μιαούλη για τον κίνδυνο που περιβάλλει το Νεόκαστρο, σε συνδυασμό με την οργή και την θλίψη του για την απόβαση των Αιγυπτίων στην Σφακτηρία και τον θάνατο πολλών και σημαντικών Ελλήνων, τον οδήγησε στην σκέψη να πράξει κάτι άκρως παράτολμο πριν απομακρυνθεί: να εισχωρήσει στο λιμάνι του Ναβαρίνου τα δύο περιπολικά του και να κάψει όσα περισσότερα πλοία του Αιγυπτιακού Στόλου μπορούσε. Ετσι κάλεσε τους δύο κυβερνήτες των περιπολικών, τον Ανδρέα Πιπίνο και τον Δημήτρη Ραφαλιά και τους ανακοίνωσε τα σχέδιά του. Ο Πιπίνος του δήλωσε με θάρρος ότι συμφωνεί, αλλά ο κίνδυνος ήταν τόσο μεγάλος που δεν βρίσκονταν αρκετοί ναύτες, καθώς μόνο έξι συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν. Ετσι ο Μιαούλης προκήρυξε αμοιβή 1.000 γρόσια σε αυτούς που θα συμμετείχαν, εάν κατάφερναν να κάψουν κάποια φρεγάτα και έτσι παρουσιάσθηκαν λίγοι ακόμη ναύτες από διάφορα πλοία και καταρτίσθηκε το πλήρωμα της αποστολής. Ομως, ο κυβερνήτης του δεύτερου πυρπολικού, ο Δημήτρης Ραφαλιάς, δεν θέλησε να ριψοκινδυνεύσει. Τότε παρουσιάσθηκε ως εθελοντής ο Γιώργης Πολίτης, απλός ναύτης, και ζήτησε να οδηγήσει το πυρπολικό. Ετσι ο Ραφαλιάς, παραιτήθηκε από την θέση του και αντικαταστάθηκε από τον Πολίτη, ενώ και για αυτό το περιπολικό, βρέθηκαν λίγοι ακόμη ναύτες από διάφορα πλοία για να επανδρώσουν το πλήρωμα. Ενώ εξελίσσονταν αυτό το σχέδιο, έφθασαν τέσσερα νέα περιπολικά που έρχονταν από την Υδρα: των Αντώνη Μπίκου, Αναστασίου Ρομπότση, Δημήτρη Τσαπέλη και Κ. Μπελεμπίνη, καθώς και η γολέτα «Τερψιχόρη» με λίγα πολεμοφόδια.
Ετσι την ίδια νύκτα η υδραίικη μοίρα, δώδεκα πλοία και τα έξι πυρπολικά, αγκυροβόλησαν πίσω από την Σαπιέντζα, ενώ έμειναν εκεί και όλη την επόμενη ημέρα, προσπαθώντας να μην γίνουν αντιληπτά από τον εχθρό. Ομως ένα αυστριακό πλοίο είδε την ελληνική μοίρα και ειδοποίησε τους επικεφαλής της αλγερινής και της αιγυπτιακής μοίρας για την παρουσία του ελληνικού στόλου και τους ανακοίνωσε ότι σε λίγο θα δέχονταν επίθεση. Ετσι ο διοικητής της αλγερινής μοίρας διέταξε τα πλοία του να τεθούν σε κίνηση και να ανοιχθούν, ενώ οι Αιγύπτιοι φάνηκαν νωθροί σε όποιο σχεδιασμό, καθώς πολλοί κυβερνήτες και πληρώματα τους βρίσκονταν στην Μεθώνη και διασκέδαζαν.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Μιαούλης έδρασε τάχιστα, καθώς παρέκαμψε την Σαπιέντζα και μπήκε στο στενό ανάμεσα σε αυτή και την Σχίζα και μέσα σε μια ώρα, στις 30 Απριλίου 1825 κατά τις 5 μ.μ., τα ελληνικά σκάφη βρίσκονταν ξαφνικά μπροστά στον εχθρό. Η φορά του ανέμου ήταν νοτιοανατολική στον άξονα του στενού της Σαπιέντζας – Μεθώνης, όπου βρίσκονταν ο Αιγυπτιακός Στόλος, και τα ελληνικά σκαριά είχαν τον καιρό από την πρύμνη.
Ετσι, τα ελληνικά πλοία καθώς μπήκαν στο στενό άρχισαν τους κανονιοβολισμούς εναντίον των εχθρικών πλοίων. Η επίθεση άρχισε εναντίον της αλγερινής μοίρας και λίγο έλειψε να χτυπήσουν και το αυστριακό, καθώς δεν διέκριναν την σημαία του. Οι Αιγύπτιοι ξαφνιασμένοι, βρεθήκαν υποχρεωμένοι τη στιγμή εκείνη να κάνουν τους απαραίτητους χειρισμούς ώστε να κινηθούν, ενώ πάνω στον πανικό τους δεν σκέφθηκαν ούτε καν να κόψουν τις άγκυρες. Ετσι, ενώ τα ελληνικά πλοία συμπλέκονταν με τα αλγερινά που βρίσκονταν σε κίνηση και τα αιγυπτιακά βρίσκονταν καθηλωμένα, τα έξι ελληνικά πυρπολικά μπόρεσαν να αναπτυχθούν καλά και να επιλέξουν τα θύματά τους, προκαλώντας την περαιτέρω σύγχυση των αιγυπτιακών πληρωμάτων. Μέσα στον πανικό τους τα αιγυπτιακά πληρώματα εγκατέλειψαν τους χειρισμούς, καθώς κάποια από αυτά όρμησαν να μπουν στις βάρκες και άλλα έπεσαν στην θάλασσα. Σε αυτό το κλίμα ένα από τα πυρπολικά έδωσε φωτιά στην ωραία κορβέτα «Svezia», η οποία μεταδόθηκε και σε μια άλλη γειτονική της. Το δεύτερο πυρπολικό έκαψε την φρεγάτα «Ασία» των 44 κανονιών, ενώ άλλα πυρπολικά έκαψαν δύο βρίκια και δύο γολέτες. Από αυτά τα σκάφη πήραν φωτιά και άλλα πέντε μεταγωγικά, φθάνοντας έτσι τις απώλειες του εχθρού σε δώδεκα πλοία. Μέσα σε αυτή την κόλαση βρήκαν το θάνατο οι μισοί άνδρες από τα εχθρικά πληρώματα, ενώ πολυάριθμοι ακρωτηριάσθηκαν ή έπαθαν φρικτά εγκαύματα. Η φωτιά πρόσβαλε και ένα μικρό εμπορικό σκάφος με ιονική σημαία και από αυτό μεταδόθηκε σε μια μικρή πολεμική γολέτα, που την είχαν εγκαταλείψει οι Ελληνες στο Νεόκαστρο, οι οποία τινάχτηκε και αυτή στον αέρα. Ενα ολλανδικό βρίκι, που βρισκόταν στο λιμάνι της Μεθώνης, μόλις που σώθηκε κόβοντας την άγκυρα και βγαίνοντας από το λιμάνι. Από τις ανατινάξεις κινδύνευσε και η Μεθώνη, καθώς μερικά πυρακτωμένα ελάσματα έπεσαν πάνω σε σπίτια και τους μετέδωσαν τη φωτιά. Για την καταστολή των πυρκαγιών αυτών διατέθηκαν στρατιωτικά αποσπάσματα, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να καταστείλουν την πυρκαγιά σε μια αποθήκη όπου φυλάσσονταν μανδύες και αρβύλες. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο υποναύαρχος Σαχίνης γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο χαρακτηριστικά: «Εως της 11 ώρας μ.μ. η θέα της πυρκαγιάς των εχθρικών πλοίων ήτον άξιο παρατηρήσεως καθώς ακούγονται οι κρότοι τους οποίους οι πυρυταποθήκαι έκαμνον».
Ετσι η τολμηρή αυτή επίθεση κατέληξε στη μεγαλύτερη τέτοιου είδους επιτυχία του Ελληνικού Στόλου, ενώ αν προκαλούσε και εκρήξεις μέσα στην πόλη της Μεθώνης, όπως λίγο έλειψε, θα αποτελούσε καίριο πλήγμα για τον Ιμπραήμ. Μια άλλη τέτοια επιχείρηση εναντίον του εχθρικού στόλου που είχε μπει στο λιμάνι του Ναβαρίνου μπορούσε να φέρει τον Ιμπραήμ σε απελπιστική θέση. Αλλά για μια τέτοια επιχείρηση χρειάζονταν περισσότερα πυρπολικά και ο Μιαούλης διαπίστωνε με μεγάλη του πίκρα πόσο περιορισμένα μέσα διέθετε, καθώς αναφέροντας το κατόρθωμα του στόλου στην Υδρα δεν παρέλειψε να επαναλάβει, για άλλη μια φορά, την ανάγκη που είχε από πυρπολικά. Παρά τη μεγάλη έκτασή της και τις φρικτές για τους Αιγυπτίους συνέπειές της, αυτή η καταστροφή δεν υπήρξε καίρια και ούτε μπορούσε να επιδράσει στην έκβαση του πολέμου, ενώ ο ίδιος ο Ιμπραήμ τη δέχθηκε με πολλή ψυχραιμία καθώς αρκέσθηκε να πει: «Ο πατέρας μου είναι πλούσιος, θα φτιάσει άλλα, περισσότερα, δυνατότερα και ωραιότερα πολεμικά!». Ο Μιαούλης ύστερα από αυτό το κατόρθωμα οδήγησε την υδραίικη μοίρα στον Αλμυρό, ενώ οι Σπετσιώτες, αφού έμειναν τρεις μέρες στα ανοικτά του Νεόκαστρου και της Μεθώνης, πήγαν και ενώθηκαν μαζί του.
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: eleftheriaonline.gr