Μια σπουδαία σειρά τοιχογραφιών προέρχεται από το ανάκτορο της Πύλου και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο καλά χρονολογημένο μέσα σ' έναν αιώνα - το ανάκτορο ιδρύθηκε το -1300 και καταστράφηκε το -1200. Το σύνολο αυτό έδωσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να γίνει αντιληπτό το σχέδιο που ακολουθούσε η διακόσμηση ενός μυκηναϊκού ανακτόρου. Η εξωτερική στοά του πρόπυλου κοσμείτο με πομπή δωροφόρων, σύμφωνα με τα μινωικά πρότυπα, ενώ οι τοιχογραφίες της εσωτερικής στοάς εικόνιζαν διάφορα αρχιτεκτονήματα, ζώα και μια σειρά από καθιστές γυναικείες μορφές, που είναι ίσως θεές.
Στον δόμο του μεγάρου της Πύλου εικονίζονται επίσης ταύροι, που ίσως προορίζονταν για θυσία, καθώς και σκηνή συμποσίου στην οπ9ία λαμβάνουν μέρος διάφορες καθιστές μορφές που θυμίζουν τις ανάλογες μορφές από την τοιχογραφία του "Δίφρου" από τα ανάκτορα της Κνωσού. Τα θέματα αυτά δεν φαίνεται να έχουν πολλή σχέση μεταξύ τους και ο ζωγράφος δεν δημιούργησε μια σύνθεση αρμονική ως προς αυτό. Με το χρώμα έδωσε μια έντονη οπτική εντύπωση και αντιπαράθεσε ορισμένες σκηνές των οποίων η βαθύτερη έννοια μας διαφεύγει, είναι όμως οπωσδήποτε θρησκευτικού χαρακτήρα.
Ο "Μουσικός" δέσποζε της σκηνής του συμποσίου του οποίου η θρησκευτική σημασία είναι αναμφισβήτητη. Κάθεται επάνω σ' έναν σχηματοποιημένο βράχο, φορά μακρύ ανατολικό, ιερατικό χιτώνα και κρατά λύρα με πέντε χορδές που έχει σχήμα ανεστραμμένου πετάλου. Το λευκό της χρώμα και το κομψό πλαίσιο, του οποίου τα άκρα απολήγουν σε κεφαλές κύκνων, υποδηλώνουν ότι στην πραγματικότητα θα ήταν από ελεφαντόδοντο. Η λύρα είναι το κατεξοχήν μυκηναϊκό μουσικό όργανο και είναι γνωστή από παραστάσεις αλλά και από ανασκαφικά ευρήματα. Ο μουσικός μόλις που αγγίζει τις χορδές με μια απαλή κίνηση, σαν να θέλει να μαγέψει το πουλί που πετά μπροστά του ή σαν να διστάζει να παίξει.
Ποίηση και μουσική είναι συνυφασμένες με την καθημερινή και θρησκευτική ζωή στον ελληνικό χώρο από πολύ νωρίς.
Άλλες αίθουσες του ανακτόρου της Πύλου κοσμούντο με σκηνές κυνηγιού και μάχης. Σε μια σκηνή μάχης εικονίζονται σε έδαφος γυμνό, εναλλάξ κίτρινο και γαλάζιο, πολεμιστές με περικνημίδες, περίζωμα και κράνος, οπλισμένοι με εγχειρίδια και δόρατα, που μάχονται με άνδρες οι οποίοι είναι ντυμένοι μόνο με δέρμα ζώου. Οι πολεμιστές δεν κρατούν ασπίδες, φορούν δε ένα είδος πανοπλίας πάνω από το περίζωμα. Είναι Μυκηναίοι κι έχουν την υπεροχή στη μάχη, ενώ αυτοί που φορούν δέρμα ζώου είναι βάρβαροι. Όλα τα στοιχεία αποπνέουν συμβατικότητα και λειτουργούν συμβολικά, όπως οι έντονες αποκλίσεις των μορφών από την ευθεία, για να αποδοθεί η βιαιότητα, κυρίως όμως το ένδυμα: οι αντίπαλοι φορούν δέρμα ζώου για να δηλωθεί συμβατικά ότι είναι πρωτόγονοι, βάρβαροι.
Ο "Μουσικός" δέσποζε της σκηνής του συμποσίου του οποίου η θρησκευτική σημασία είναι αναμφισβήτητη. Κάθεται επάνω σ' έναν σχηματοποιημένο βράχο, φορά μακρύ ανατολικό, ιερατικό χιτώνα και κρατά λύρα με πέντε χορδές που έχει σχήμα ανεστραμμένου πετάλου. Το λευκό της χρώμα και το κομψό πλαίσιο, του οποίου τα άκρα απολήγουν σε κεφαλές κύκνων, υποδηλώνουν ότι στην πραγματικότητα θα ήταν από ελεφαντόδοντο. Η λύρα είναι το κατεξοχήν μυκηναϊκό μουσικό όργανο και είναι γνωστή από παραστάσεις αλλά και από ανασκαφικά ευρήματα. Ο μουσικός μόλις που αγγίζει τις χορδές με μια απαλή κίνηση, σαν να θέλει να μαγέψει το πουλί που πετά μπροστά του ή σαν να διστάζει να παίξει.
Ποίηση και μουσική είναι συνυφασμένες με την καθημερινή και θρησκευτική ζωή στον ελληνικό χώρο από πολύ νωρίς.
Άλλες αίθουσες του ανακτόρου της Πύλου κοσμούντο με σκηνές κυνηγιού και μάχης. Σε μια σκηνή μάχης εικονίζονται σε έδαφος γυμνό, εναλλάξ κίτρινο και γαλάζιο, πολεμιστές με περικνημίδες, περίζωμα και κράνος, οπλισμένοι με εγχειρίδια και δόρατα, που μάχονται με άνδρες οι οποίοι είναι ντυμένοι μόνο με δέρμα ζώου. Οι πολεμιστές δεν κρατούν ασπίδες, φορούν δε ένα είδος πανοπλίας πάνω από το περίζωμα. Είναι Μυκηναίοι κι έχουν την υπεροχή στη μάχη, ενώ αυτοί που φορούν δέρμα ζώου είναι βάρβαροι. Όλα τα στοιχεία αποπνέουν συμβατικότητα και λειτουργούν συμβολικά, όπως οι έντονες αποκλίσεις των μορφών από την ευθεία, για να αποδοθεί η βιαιότητα, κυρίως όμως το ένδυμα: οι αντίπαλοι φορούν δέρμα ζώου για να δηλωθεί συμβατικά ότι είναι πρωτόγονοι, βάρβαροι.
Σχετικά με την τεχνοτροπία της τοιχογραφίας αυτής παρατηρούμε ότι και εδώ, όπως στην Κρήτη παλαιότερα, δεν λαμβάνεται υπόψη η γραμμή του εδάφους και οι μορφές διατάσσονται η μια πάνω στην άλλη, σύμφωνα με τη συμβατική αιγαιακή προοπτική. Πράγματι, στην αιγαιακή τέχνη τοποθετούνται υψηλότερα στο οπτικό πεδίο οι μορφές και τα αντικείμενα που στην πραγματικότητα είναι πιο μακριά. Στην τοιχογραφία της Πύλου δημιουργείται η εντύπωση ότι οι μορφές πλέουν και ότι ο θεατής τις βλέπει από ψηλά. Οι στάσεις είναι τολμηρές και πρωτότυπες. Η σκηνή έχει ένα τοπικό -πυλιακό- χαρακτήρα που θυμίζει τη μινωική τέχνη. Εξάλλου σε πολλά σημεία το ανάκτορο της Πύλου παρουσιάζει αναλογίες με τα μινωικά και, όπως αναφέρθηκε, γενικότερα η μινωικὴ επίδραση είναι εμφανὴς στὴ Μεσσηνία.
Στην τοιχογραφία αυτή, μινωική είναι η ελευθερία με την οποία αντιμετωπίζεται το θέμα, αλλά μυκηναϊκή είναι η αφαίρεση, η απουσία κάθε μνείας τόπου. Μυκηναϊκό είναι το θέμα: η μάχη.
Η καλλιτεχνική αποκατάσταση μεγάλου μέρους των τοιχογραφιών από το ανάκτορο του Άνω Εγκλιανού έγιναν από τον Piet de Jong του μεγαλύτερου, ίσως, ζωγράφου και σχεδιαστή αρχαιολογικών ευρημάτων του 20ού αιώνα. Ο Piet de Jong εργάστηκε στο ανάκτορο της Πύλου κατά την διάρκεια των ανασκαφών του C. Blegen.
Ο αγώνας πολεμιστών και βαρβάρων, σχεδόν σώμα με σώμα, θυμίζει την ομηρική μάχη. Το θέμα επαναλαμβάνεται αρκετὲς φορὲς μὲ κάποια μονοτονία, όπως στο έπος επαναλαμβάνονται συχνὰ οι ίδιες στερεότυπες φράσεις. Η όλη διάταξη ανήκει στὸν ίδιο εικονογραφικὸ κύκλο απὸ τὸν οποίο προέρχεται τὸ ρυτὸ πολιορκίας. Είναι μιὰ συγκεκριμένη σκηνὴ έξω απὸ συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Ενώ στὰ μινωικὰ έργα όλες οι εικόνες είναι σὰν νὰ βγαίνουν μέσα απὸ έναν Κόσμο μακρινὸ καὶ ακίνητο στὸ χρόνο, ορισμένες μυκηναϊκὲς τοιχογραφίες ποὺ απεικονίζουν μάχες, κυνήγια, πολιορκίες, έχουν μιὰ εντονότερη, δραματικὴ καὶ αφηγηματικὴ κίνηση. Πολλὲς φορὲς έχουμε τὴν αίσθηση ότι η σκηνὴ ποὺ απεικονίζεται αναφέρεται σὲ κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ένα κυνήγι, μιὰ εκστρατεία, ένα γεγονὸς γιὰ το οποίο ίσως έχει μιλήσει και η επικὴ ποίηση. Η ίδια εντύπωση δημιουργείται καὶ απὸ τὶς τοιχογραφίες της Θήρας που έχουν πολλὲς συγγένειες μὲ τις μυκηναϊκές.
Γενικὰ η μυκηναϊκὴ τοιχογραφία συγγενεύει πολὺ μὲ τη θηραϊκή, σημάδι ότι οι δύο περιοχὲς είχαν επαφὲς και ότι οἱ Μυκηναίοι βρίσκονταν στη Θήρα πριν απὸ την έκρηξη του ηφαιστείου (γύρω στὰ -1540). Στὴ γνωστὴ θηραϊκὴ τοιχογραφία του «Ναυαγίου» εικονίζονται Μυκηναίοι που αποβιβάζονται σὲ μιὰ άγνωστη περιοχή- αναγνωρίζονται σαφώς απὸ τον οπλισμό τους, την ασπίδα καὶ το οδοντόφρακτο κράνος. Στὴν τοιχογραφία της «Νηοπομπής» Μυκηναίοι επιβαίνουν σὲ κυκλαδικὰ πλοία, ενώ η μορφὴ του «Ναυάρχου», ποὺ θεωρείται ένα απὸ τὰ πρώτα πορτραίτα της ελληνικής τέχνης, μοιάζει εξαιρετικὰ μὲ τὸν Μυκηναίο ποὺ απεικονίζεται στὴ σφραγίδα απὸ τον Ταφικὸ Κύκλο Β των Μυκηνών. Στις μυκηναϊκὲς καὶ θηραϊκὲς τοιχογραφίες παρατηρείται μιὰ έμφαση σ᾿ ένα ιστορικὸ πλαίσιο αλλὰ λείπει η επὶ πλέον ένδειξη ποὺ θα επέτρεπε να συνδέσουμε τα αναπαριστώμενα μ᾿ ένα ιστορικὸ γεγονός.
Κλείνοντας την εξέταση των διάφορων θεμάτων της μυκηναϊκής τοιχογραφίας έχει κανεὶς να παρατηρήσει ότι δὲν εικονίζονται σκηνὲς απὸ τὴν καθημερινὴ ζωή, ούτε εσωτερικοὶ χώροι, δὲν εμφανίζονται γραφικὰ στοιχεία, ούτε κάποια διαφοροποίηση κατὰ τόπους. Ασφαλώς κάθε περιοχὴ θὰ είχε ορισμένα δικά της χαρακτηριστικά, όμως απὸ το ένα ανάκτορο στο άλλο επαναλαμβάνονται οι ίδιοι τύποι. Γενικὰ απὸ τὶς τοιχογραφίες, όπως εξάλλου και απὸ τὶς πινακίδες της Γραμμικής Β, δημιουργείται η εντύπωση μιάς κοινωνίας ιεραρχημένης, όπου ο άνθρωπος εντάσσεται σὲ μιὰ θέση, σ᾿ ένα ρόλο, καὶ κανένας δὲν ξεφεύγει γιὰ νὰ κάνει κάτι διαφορετικό.
Η τοιχογραφία είναι μιὰ απὸ τὶς πιὸ εμπνευσμένες καὶ εκφραστικὲς μυκηναϊκὲς τέχνες, μιὰ απὸ τὶς πιὸ αποκαλυπτικὲς γιὰ τὸν μυκηναϊκὸ χαρακτήρα, ίσως αυτὴ ποὺ επιτρέπει νὰ εννοήσουμε καλύτερα ορισμένες πλευρὲς της μυκηναϊκής ζωής, της βάρβαρης και εκλεπτυσμένης συγχρόνως- αλλὰ συχνὰ η τέχνη αυτὴ μπορεί νὰ είναι καὶ εξαιρετικὰ δυσνόητη επειδὴ ακριβώς έχει διατηρηθεί τόσο αποσπασματικά.
Ντόρας Βασιλικού: "Ο Μυκηναϊκός κόσμος".
Η καλλιτεχνική αποκατάσταση μεγάλου μέρους των τοιχογραφιών από το ανάκτορο του Άνω Εγκλιανού έγιναν από τον Piet de Jong του μεγαλύτερου, ίσως, ζωγράφου και σχεδιαστή αρχαιολογικών ευρημάτων του 20ού αιώνα. Ο Piet de Jong εργάστηκε στο ανάκτορο της Πύλου κατά την διάρκεια των ανασκαφών του C. Blegen.