Ένα χιλιόμετρο περίπου μετά το χωριό, στην λόφο του Ελληνικού, βρίσκετε ο αρχαιολογικός χώρος, όπου έχουν αποκαλυφθεί ερείπια εκτεταμένης και οχυρωμένης εγκατάστασης της ύστερης εποχής του χαλκού (ΥΕΙΙΙΒ- Γ περιόδου), όπου εξέχουσα θέση κατέχει μεγάλο κτίριο με διάταξη χώρων ανακτορικού τύπου. Σε χαμηλότερη (νότια) πλαγιά του λόφου αποκαλύφθηκε κοντά σε πύργο της οχύρωσης "μέγαρον" που έσωζε τέσσερις βάσεις κιόνων, ενώ στη νότια πλαγιά παρακείμενου λόφου και 200 μ. ΒΑ των προηγούμενων εγκαταστάσεων αποκαλύφθηκε θολωτός μυκηναϊκός τάφος της ΥΕΙΙΙΒ περιόδου.
Άμεση πρέπει να θεωρείτε η διασύνδεση του Μυκηναϊκού πολίσματος της Μουριατάδας με τον σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο της Περιστεριάς που βρίσκεται 3 χιλιόμετρα στα Βόρεια. Η Περιστεριά, που χαρακτηρίστηκε από τον Μαρινάτο ως το πάρισον των Μυκηνών στην δυτική Ελλάδα λόγω των πλούσιων ευρημάτων και των εντυπωσιακών θολωτών τάφων, δείχνει να παρακμάζει γύρω στα -1400. Την ίδια περίοδο χτίζεται το πόλισμα της Μουριατάδας στα νότια σε υψηλότερο και πιό οχυρό σημείο ενώ κτίζονται ισχυρά τείχη για την προστασία της. Στην βόρεια Τριφυλία (βόρεια του ποταμού της Νέδας) οι ανασκαφές καταδεικνύουν την πτώση των μεγάλων Μυκηναϊκών κέντρων στα -1400. Η πόλη στην θέση Κλειδί εγκαταλείπετε ενώ το σπουδαίο κέντρο του Κακοβάτου καταστρέφεται από πυρκαγιά. Η πτώση των μυκηναϊκών κέντρων της βόρειας Τριφυλίας ίσως να συνδέεται με την εμφάνιση πληθυσμών που καταλαμβάνουν την περιοχή. Είναι λοιπόν πιθανόν η πόλις στην Μουριατάδα να χτίζεται για να αντιμετωπιστεί ο εκ του βορρά κίνδυνος.
Οι ανασκαφές του Σπ. Μαρινάτου (ΠΑΕ 1960. 201-206)
Το χωρίον Μουριατάδα κείται προς ΒΔ της Χώρας και εις απόστασιν νοητής ευθείας ουχί μείζονος των 20-25 χλμ. Επειδή όμως μεταξύ αμφοτέρων απλούται ο όγκος του Αιγαλέου, η περιοχή είναι ευκολώτερον προσιτή εκ Κυπαρισσίας, ής απέχει περί τα 8- 9 χλμ. προς Ανατολάς. Η φύσις είναι ορεινή και υδατοβριθής, τά υψώματα όμως, αν και λιθοβριθή, είναι χωματόβουνα κυρίως. Η βλάστησις υλομανεί δια την υγρασίαν της ατμοσφαίρας της Δυτ. Ελλάδος. Από τα πάλαι πυκνά δάση διατηρούνται ακόμη συστάδες δρυών και μεγαλοπρεπείς πρίνοι, σφένδαμοι και αριαί, ενώ ο τερέβινθος και ο σχίνος προσλαμβάνουν διαστάσεις μεγάλων δένδρων. Οι λίθοι είναι σκληροί ασβεστόλιθοι κατά ευκόλως αποσπωμένας στρώσεις. Διά τούτο και αφθονούν οι ορθογώνιοι λίθοι εις τα κατωτέρω περιγραφόμενα κτίσματα. Εις βαθύτερον μέρος, περί την ημίσειαν ώραν προς Ανατολάς, υπάρχει μαλακός πώρος λίθος.
Περί τα 1500 μ. προς Α. του χωρίου υπάρχει μικρός λόφος, όστις χαρακτηριστικώς καλείται Ελληνικό. Ανέκαθεν ήσαν ορατά εκεί λείψανα κτισμάτων, ενώ οι λιθοσωροί (έρμακες, σήμερον αρμακάδες λεγόμενοι) εντός των αγρών δεινύουν την καταστροφήν, ην υπέστησαν τα αρχαία κτίσματα υπό της καλλιέργειας. Τα φαινόμενα λείψανα, εξ οχυρώσεων ή αναλημματικών τοίχων, είναι Κυκλωπείου κατασκευής, η όποια υπάγεται ουχί εις την αργολικήν, αλλά είς την βοιωτικήν τεχνικήν, παρουσιάζουσα μεγάλην ομοιότητα προς τα τείχη της Άρνης (Γλα) της Κωπαΐδος (τοπογραφικόν σχέδιον).
Ήδη επί της επιφανείας των αγρών ου μόνον η κεραμεική ήτο αποκλειστικώς υστερομυκηναϊκή, αλλά και τεμάχια δαπέδων και κονιαμάτων της αυτής εποχής συνελέγησαν. Η εντοπία παράδοσις αρέσκεται να αποδίδη τα ερείπια είς την Ομηρικήν Αμφιγένειαν, της οποίας το όνομα και αμφισβητούν ζωηρώς τα δυο γειτονικά χωρία Βρύσες και Μουριατάδα. Το πράγμα, φυσικά, εξαρτάται εκ του κατά πόσον η σημερινή Κυπαρισσία δύναται να ταυτισθή προς τον Κυπαρισσήεντα του Ομήρου, όστις αναφέρεται ομού μετά της Αμφιγενείας (Ίλ. Β 593).
Ο Στράβων όμως ρητώς βεβαιοί, ότι ο Κυπαρισσήεις ούτος έκειτο (και ομού η Αμφιγένεια) κατά την Μακιστίαν, προς Ν. τής Νέδας, και ότι άλλη ήτο η μεσσηνιακή Κυπαρισσία (Στράβ. Η 3.25=349).
Αι προκαταρκτικαί ημών ανασκαφαί ενταύθα διήρκεσαν από 25ης Αυγούστου μέχρις 7ης Σεπτεμβρίου, τα δε αποτελέσματα εν επιγραμματική συντομία είναι τα ακόλουθα:
Περί τα 1500 μ. προς Α. του χωρίου υπάρχει μικρός λόφος, όστις χαρακτηριστικώς καλείται Ελληνικό. Ανέκαθεν ήσαν ορατά εκεί λείψανα κτισμάτων, ενώ οι λιθοσωροί (έρμακες, σήμερον αρμακάδες λεγόμενοι) εντός των αγρών δεινύουν την καταστροφήν, ην υπέστησαν τα αρχαία κτίσματα υπό της καλλιέργειας. Τα φαινόμενα λείψανα, εξ οχυρώσεων ή αναλημματικών τοίχων, είναι Κυκλωπείου κατασκευής, η όποια υπάγεται ουχί εις την αργολικήν, αλλά είς την βοιωτικήν τεχνικήν, παρουσιάζουσα μεγάλην ομοιότητα προς τα τείχη της Άρνης (Γλα) της Κωπαΐδος (τοπογραφικόν σχέδιον).
Ήδη επί της επιφανείας των αγρών ου μόνον η κεραμεική ήτο αποκλειστικώς υστερομυκηναϊκή, αλλά και τεμάχια δαπέδων και κονιαμάτων της αυτής εποχής συνελέγησαν. Η εντοπία παράδοσις αρέσκεται να αποδίδη τα ερείπια είς την Ομηρικήν Αμφιγένειαν, της οποίας το όνομα και αμφισβητούν ζωηρώς τα δυο γειτονικά χωρία Βρύσες και Μουριατάδα. Το πράγμα, φυσικά, εξαρτάται εκ του κατά πόσον η σημερινή Κυπαρισσία δύναται να ταυτισθή προς τον Κυπαρισσήεντα του Ομήρου, όστις αναφέρεται ομού μετά της Αμφιγενείας (Ίλ. Β 593).
Ο Στράβων όμως ρητώς βεβαιοί, ότι ο Κυπαρισσήεις ούτος έκειτο (και ομού η Αμφιγένεια) κατά την Μακιστίαν, προς Ν. τής Νέδας, και ότι άλλη ήτο η μεσσηνιακή Κυπαρισσία (Στράβ. Η 3.25=349).
Αι προκαταρκτικαί ημών ανασκαφαί ενταύθα διήρκεσαν από 25ης Αυγούστου μέχρις 7ης Σεπτεμβρίου, τα δε αποτελέσματα εν επιγραμματική συντομία είναι τα ακόλουθα:
Ορατά ερείπια φαίνονται αρκετά, κυρίους επί της Ν. κλιτύος του Ελληνικού. Μέγας προμαχών ή πύργος συνήπτετο προς Δ. μετά τειχών ή τοίχων αναλημματικών, ών διατηρούνται εισέτι σημαντικά τμήματα.
Επί της κορυφής του Ελληνικού ανεκαλύφθη μέγα κτίσμα, πιθανώς το ανάκτορον του τοπικού Μυκηναίου δυνάστου (σχ.β). Ο κυρίως πυρήν, έχων προσανατολισμόν εκ. Δ. προς Α., αποτελείται εκ των τριών τυπικών χώρων (αιθούσης, προδόμου και μεγάρου) και έχει μήκος 18,50, πλάτος δε 7,50 μ. Προς Β. εκτείνεται καθ’ άπαν το μήκος του κτίσματος ευρύχωρος διάδρομος (σχ.β), πάντες δε οι χώροι (άριστα πάντων ο διάδρομος) διατηρούν δάπεδον εκ κονιάματος επί υποστρώματος μικρών χαλίκων (το τυκτόν δάπεδον του Ομήρου), το οποίον αναρριχάται και επί των τοίχων είς ύψος 5-8 έκ. Οι τοίχοι έφερον επίχρισμα γραπτού κονιάματος (χρώματα κυανά, ερυθρωπά, κιτρινωπά αραιά και κακής ποιότητος).
Επί της κορυφής του Ελληνικού ανεκαλύφθη μέγα κτίσμα, πιθανώς το ανάκτορον του τοπικού Μυκηναίου δυνάστου (σχ.β). Ο κυρίως πυρήν, έχων προσανατολισμόν εκ. Δ. προς Α., αποτελείται εκ των τριών τυπικών χώρων (αιθούσης, προδόμου και μεγάρου) και έχει μήκος 18,50, πλάτος δε 7,50 μ. Προς Β. εκτείνεται καθ’ άπαν το μήκος του κτίσματος ευρύχωρος διάδρομος (σχ.β), πάντες δε οι χώροι (άριστα πάντων ο διάδρομος) διατηρούν δάπεδον εκ κονιάματος επί υποστρώματος μικρών χαλίκων (το τυκτόν δάπεδον του Ομήρου), το οποίον αναρριχάται και επί των τοίχων είς ύψος 5-8 έκ. Οι τοίχοι έφερον επίχρισμα γραπτού κονιάματος (χρώματα κυανά, ερυθρωπά, κιτρινωπά αραιά και κακής ποιότητος).
Είς το κυρίως μέγαρον δεν υπάρχουν ίχνη εστίας ούτε και κιόνων. Θύρα εκ του προδόμου οδηγεί προς τον βόρειον διάδρομον. Δεν ευρέθησαν ίχνη θύρας ή στοάς είς την αίθουσαν, λόγω κακής διατηρήσεως του τοίχου. Προς Β. και Ν. υπάρχουν λείψανα κτισμάτων, άτινα θα ερευνηθούν είς επομένην περίοδον. Δυστυχώς το πάν καλύπτεται υπό επιχώσεως ουδαμού υπερβαινούσης τα 0,20 μ. δια τούτο η καταστροφή είναι σχεδόν πλήρης. Ελάχιστα δείγματα κεραμεικής ευρέθησαν επί των δαπέδων, βεβαιούντα την χρονολόγησιν της καταστροφής κατά την υστάτην (ΙΙΙΒ- Γ) Μυκηναϊκήν περίοδον. Ευρέθη ωσαύτως μικρόν τεμάχιον αγγείου εκ Κροκεάτου λίθου και αρκετά τεμάχια συντετηγμένου μόλυβδου, προσκεκολλημένου εισέτι επί λίθων εντός του προδόμου. Ίχνη πυρκαϊάς όμως δεν δεικνύει το παρόν μέγαρον.
Εις όλας τας κλιτύς του Ελληνικού, πλήν της βόρειας, υπάρχουν άφθονα ίχνη οικημάτων κυρίως είς το Ν. και Α. πλευρόν.
Είναι εν μέρει διά κοινών, εν μέρει δια μεγάλων λίθων κυκλώπειους εκτισμένα. Πυργοειδής γωνία περί τά 50 μ. προς Α. του μνημονευθέντος προμαχώνος είναι επιμελώς εκτισμένη, αλλά διατηρείται κακώς εντός των πρίνων.
Παρ’ αυτήν ανεσκάφη έτερον σημαντικόν κτίσμα. Αποτελείται εκ μεγάλου μεγάρου μετά τεσσάρων ογκωδών λιθίνων βάσεων δια τους κίονας, ων αί τρεις διατηρούνται κατά χώραν. Δεν υπάρχει ίχνος εστίας, υπάρχουν όμως μία σειρά πωρίνων πλακών προς το Ν. μέρος του μεγάρου (το υπόλοιπον κτίσμα σύγκειται έξ ασβεστόλιθου). Δύο μικρότερα δωμάτια, εν είδει προδόμου και οπισθοδόμου, συμπληρώνουν το κτίσμα, το οποίον εις τον πρόδομον (προς Β.) διατηρεί εισέτι πωρίνην πλάκα κατά χώραν (σχ.γ).
Παρ’ αυτήν ανεσκάφη έτερον σημαντικόν κτίσμα. Αποτελείται εκ μεγάλου μεγάρου μετά τεσσάρων ογκωδών λιθίνων βάσεων δια τους κίονας, ων αί τρεις διατηρούνται κατά χώραν. Δεν υπάρχει ίχνος εστίας, υπάρχουν όμως μία σειρά πωρίνων πλακών προς το Ν. μέρος του μεγάρου (το υπόλοιπον κτίσμα σύγκειται έξ ασβεστόλιθου). Δύο μικρότερα δωμάτια, εν είδει προδόμου και οπισθοδόμου, συμπληρώνουν το κτίσμα, το οποίον εις τον πρόδομον (προς Β.) διατηρεί εισέτι πωρίνην πλάκα κατά χώραν (σχ.γ).
Δεν θα ήτο αδύνατον, να σκεφθώμεν περί ναού. Δυστυχώς και πάλιν το άροτρον κατέστρεψε το παν, διότι το κτίσμα ήτο σχεδόν επί της επιφανείας.
Συνολικόν μήκος 16,80μ. Πλάτος 7,95. Του κυρίως μεγάρου διαστάσεις εσωτερικοί 7.70x 5.90.
Παραλειπομένων άλλων κτισμάτων, ων δύο (5 και 6) δια πελωρίων λίθων, περιγράφομεν τελευταίον τον θολωτόν τάφον, όστις κείται περί τα 200μ. προς ΒΑ. επί της κλιτύος λόφου. Διατηρείται είς καλήν κατάστασιν.
Μικρόν μέρος της κορυφής της θόλου έχει καταρρεύσει, η δε σχηματισθείσα οπή ήτο είς πάντας γνωστή ως «τρύπα του βασιληά», έχουσα διάμ. 2,65. Ο τάφος είναι μικρός άλλά αρχιτεκτονικώς ενδιαφέρουν. Ενώ η διάμετρος της θόλου είναι 4.80, ο τάφος προσπίπτει λίαν υψηλός διότι διατηρείται σήμερον εις ύψος 4,60, επομένως θα έφθανε τουλάχιστον 6 μ. ύψος. Τούτο συμβαίνει, διότι ο αρχιτέκτων από σκοπού κατεσκεύασε τα τοιχώματα της θόλου σχεδόν κάθετα μέχρι του ύψους του ανωφλίου, εκείθεν δε μόνον ήρχιζεν η θόλωσις. Αί παραστάδες της εισόδου εσωτερικώς (το ευπαθέστερον μέρος παντός θολωτού τάφου) είναι ενταύθα σχεδόν κάθετοι. Εντεύθεν και η καλή διατήρησις του τάφου. Το ανωτέρω χαρακτηριστικόν συναντώμεν και εις τινας των θαλαμωτών τάφων Βολιμιδίων, οίτινες ίσως θα αποδειχθούν σπουδαίοι, ώς προς το ζήτημα της καταγωγής των θολωτών τάφων.
Ο τάφος Μουριατάδας είχε τμήμα του δρόμου (μήκους 3,10 μ.) επενδεδυμένον διά αργών λίθων. Η θύρα έχει ύψος 1,80, πλ. 1,05 κάτω και 0.85 άνω, το δε επικαθήμενον ανώφλιον έχει μήκος μόνον 1,25. Η θύρα έφερε κανονικήν τείχισιν ύψους 0,60, υπέρ αυτήν ακανονίστως λίθους εις ύψος 0.80, τα δε τελευταία 0.35 ήσαν κενά. Μεταξύ τών ακανόνιστων λίθων και επί της παρυφής της κανονικής τειχίσεως ευρέθησαν τα λείψανα ουχί ολιγωτέρων των οκτώ ζώων, θυσιασθέντων εις την είσοδον του τάφου.
Παραλειπομένων άλλων κτισμάτων, ων δύο (5 και 6) δια πελωρίων λίθων, περιγράφομεν τελευταίον τον θολωτόν τάφον, όστις κείται περί τα 200μ. προς ΒΑ. επί της κλιτύος λόφου. Διατηρείται είς καλήν κατάστασιν.
Μικρόν μέρος της κορυφής της θόλου έχει καταρρεύσει, η δε σχηματισθείσα οπή ήτο είς πάντας γνωστή ως «τρύπα του βασιληά», έχουσα διάμ. 2,65. Ο τάφος είναι μικρός άλλά αρχιτεκτονικώς ενδιαφέρουν. Ενώ η διάμετρος της θόλου είναι 4.80, ο τάφος προσπίπτει λίαν υψηλός διότι διατηρείται σήμερον εις ύψος 4,60, επομένως θα έφθανε τουλάχιστον 6 μ. ύψος. Τούτο συμβαίνει, διότι ο αρχιτέκτων από σκοπού κατεσκεύασε τα τοιχώματα της θόλου σχεδόν κάθετα μέχρι του ύψους του ανωφλίου, εκείθεν δε μόνον ήρχιζεν η θόλωσις. Αί παραστάδες της εισόδου εσωτερικώς (το ευπαθέστερον μέρος παντός θολωτού τάφου) είναι ενταύθα σχεδόν κάθετοι. Εντεύθεν και η καλή διατήρησις του τάφου. Το ανωτέρω χαρακτηριστικόν συναντώμεν και εις τινας των θαλαμωτών τάφων Βολιμιδίων, οίτινες ίσως θα αποδειχθούν σπουδαίοι, ώς προς το ζήτημα της καταγωγής των θολωτών τάφων.
Ο τάφος Μουριατάδας είχε τμήμα του δρόμου (μήκους 3,10 μ.) επενδεδυμένον διά αργών λίθων. Η θύρα έχει ύψος 1,80, πλ. 1,05 κάτω και 0.85 άνω, το δε επικαθήμενον ανώφλιον έχει μήκος μόνον 1,25. Η θύρα έφερε κανονικήν τείχισιν ύψους 0,60, υπέρ αυτήν ακανονίστως λίθους εις ύψος 0.80, τα δε τελευταία 0.35 ήσαν κενά. Μεταξύ τών ακανόνιστων λίθων και επί της παρυφής της κανονικής τειχίσεως ευρέθησαν τα λείψανα ουχί ολιγωτέρων των οκτώ ζώων, θυσιασθέντων εις την είσοδον του τάφου.
Συνήθως οι σκελετοί ήσαν ολόκληροι, άπαξ ίσως μικρού μόσχου, άπαξ κυνός, οι δε λοιποί χοιριδίων. Αί θυσίαι δεν είναι σύγχρονοι και δεν είναι χρονολογήσιμοι. Εσωτερικώς ευρέθησαν εις ύψος υπέρ το ανώφλιον, ευθύς μετά την αφαίρεσιν των συμπεσόντων λίθων της θόλου, τα λείψανα εξ άλλων θυσιών, ένθα εκάησαν τμήματα ζώων μόνον. Μέχρι του δαπέδου της θόλου η επίχωσις συνίστατο εκ χώματος και αραιών λίθων. Ελάχιστα λείψανα ευτελών αγγείων ευρέθησαν, μυκηναϊκών και πρωτοχριστιανικών. Ο τάφος είχε καθαρισθή πολλάκις και τελείως.
Άνθρακες και ζωικά οστά υπήρχον αρκετά, ώς και πολλά κελύφη χελωνών (έξ τουλάχιστον), αλλά ίσως αύται απεσύρθησαν εκεί εκουσίως. Τρεις ήσαν πλησίον αλλήλων, η μία ανάστροφος, όπερ υπό τών σοφωτέρων θεατών ηρμηνεύθη ως μονομαχία μεταξύ αρρένων.
Ότε η κένωσις της επιχώσεως της θόλου έφθανε προς το δάπεδον, το έναντι της εισόδου τμήμα παρουσίασε τόσα αναρίθμητα οστά ζώων, ώστε να δίδουν την εντύπωσιν ότι έκειντο εκεί ώς απορρίμματα. Περίπου είς το κέντρον του δαπέδου τα μαλακά χώματα υπεδείκνυον ύπαρξιν λάκκου. Πράγματι, είς βάθος 1μ. ευρέθη μικρός τάφος κιβωτιόσχημος μετά κτιστών τοιχωμάτων και λεπτών πλακών καλυπτήρων. Είχε διαστάσεις 1.05x 0.57μ. και περιείχε μόνον ελάχιστα λείψανα οστών παιδιού. Λείψανά τινα κτιστά είς το αυτό βάθος παρατηρηθέντα άφέθησαν προς έρευναν διά το επιόν έτος.
Ο αρχαιολογικός χώρος σήμερα
Ο αρχαιολογικός χώρος σήμερα
Μετά τις ανασκαφές του Μαρινάτου καμιά άλλη δεν έχει γίνει στην Μουριατάδα αλλά και δυστυχώς καμιά απολύτως μέριμνα δεν λήφθηκε για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου. Δεν έχει περιφραχτεί και δεν έχει καθαριστεί ποτέ. Έτσι έχει πνιγεί στην άγρια βλάστηση ενώ συχνά ο αρχαιολογικό χώρος γίνεται βοσκότοπος και χώρος απόθεσης σκουπιδιών. Ακόμα και μια ταμπέλα που υπάρχει για να ενημερώνει τον κόσμο ότι εκεί υπάρχουν προϊστορικές αρχαιότητες τοποθετήθηκε, απ΄ότι πληροφορήθηκα, από ιδιώτη.