.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Οι τοιχογραφίες της εποχής του Χαλκού


 Οι τοιχογραφίες αποτελούν ίσως την πιο πρωτότυπη, την πιο χαρακτηριστική έκφραση του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού. Οι πρώτες τοιχογραφίες στον ελληνικό χώρο εμφανίζονται στη μινωική Κρήτη γύρω στα -1600, στη Νεοανακτορική περίοδο, αλλά καθώς φαίνεται υπήρχαν και παλαιότερα, στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού. Από την Παλαιοανακτορική όμως περίοδο σώζονται μόνο επιχρίσματα σε τοίχους και δάπεδα.Από την Κρήτη η τέχνη της τοιχογραφίας διαδόθηκε στις Κυκλάδες και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
 Τοιχογραφίες από παλαιότερες εποχές σώζονται στην Αίγυπτο και στην Ανατολή. Πολλά έχουν λεχθεί για την επίδραση της Αιγύπτου και της Συρίας στη μινωική τοιχογραφία. Σίγουρα υπάρχουν επιδράσεις, αλλά χωρίς καθοριστική σημασία. Οι αιγαιακές τοιχογραφίες είναι μια δημιουργία πρωτότυπη και διαφέρουν από τις αιγυπτιακές και τις ανατολικές, τόσο στην τεχνική όσο και στο πνεύμα.
Η τεχνική των τοιχογραφιών
 Στον τοίχο που επρόκειτο να τοιχογραφηθεί απλωνόταν ένα στρώμα από άργιλο σκέτη ή ενισχυμένη με άχυρα. Στη συνέχεια η αδρή αυτή επιφάνεια αλειφόταν με ασβεστοκονίαμα πάχους περίπου 15 χιλιοστών. Τέλος εκεί επάνω τοποθετείτο το τελικό στρώμα, ένα ασβεστοκονίαμα πάχους μόλις 5 χιλιοστών. Στην καλή εποχή των τοιχογραφιών το τελικό αυτό στρώμα ήταν πολύ λείο και λευκό και προσέφερε μια εξαιρετική επιφάνεια για διακόσμηση. Οριζόντιες γραμμές τραβηγμένες με έναν τεντωμένο σπάγκο, όταν το κονίαμα ήταν ακόμα νωπό, όριζαν τα πλαίσια επάνω και κάτω μέσα στα οποία ο καλλιτέχνης επρόκειτο να κινηθεί. Ένα προσχέδιο ήταν απαραίτητο και συνήθως χαρασσόταν με ένα μυτερό αντικείμενο στο υγρό κονίαμα, γι' αυτό και πολλές φορές διακρίνονται στις τοιχογραφίες λεπτά χαράγματα. Αλλά τα προσχέδια μπορούσαν να γίνουν και όταν το κονίαμα είχε στεγνώσει. Στη Μυκηναϊκή εποχή συχνά εικονίζονται άρματα στις τοιχογραφίες και είναι φανερό ότι οι ρόδες τους έχουν σχεδιασθεί με διαβήτη. Καμιά φορά το προκαταρκτικό αυτό σχέδιο ζωγραφιζόταν με ένα απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο στη συνέχεια καλυπτόταν με ένα πολύ λεπτό - ένα χιλιοστό πάχος - κονίαμα. Μερικές φορές, όταν το απαιτούσε το θέμα ή όταν το έδαφος είχε στεγνώσει, αφαιρούσαν ολόκληρα τμήματα από την ασβεστοκονιαμένη επιφάνεια και γέμιζαν τα κενά μς ασβεστοκονίαμα διαφορετικού χρώματος.
 Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες είναι νωπογραφίες, που σημαίνει ζωγραφική σε υγρή επιφάνεια, αλλά δεν είναι καθαυτό buon fresco, όπως π.χ. οι τοιχογραφίες της ιταλικής αναγέννησης. Στο buon fresco, την πραγματική νωπογραφία, ολόκληρη η σύνθεση ζωγραφίζεται στον νωπό σοβά, γι' αυτό και είναι μια ζωγραφική πολύ ανθεκτική στο χρόνο και τις καιρικές μεταπτώσεις: τα χρώματα εισχωρούν σε βάθος μέσα στο νωπό κονίαμα και γίνονται ένα σώμα μ' αυτό. Ο καλλιτέχνης εργάζεται στον τοίχο κατά τμήματα, πρέπει να προχωρεί γρήγορα πριν στεγνώσει ο σοβάς, χρειάζεται να έχει "μάτι", σιγουριά, ταχύτητα. Είναι μια τεχνική πολύ δύσκολη. Η τεχνική των μυκηναϊκών τοιχογραφιών είναι ένας συνδυασμός του buon fresco και του fresco secco και παρουσιάζει διάφορες διαβαθμίσεις. Ο καλλιτέχνης αρχίζει να ζωγραφίζει όταν ο σοβάς είναι νωπός, αλλά αν το έργο δεν έχει τελειώσει εγκαίρως, τον ξαναβρέχει, ή συνεχίζει στη στεγνή επιφάνεια. Γι' αυτό και συχνά στην ίδια τοιχογραφία η διατήρηση είναι άνιση: αλλού τα χρώματα έχουν εισχωρήσει σε βάθος και διατηρούνται καλά, και αλλού "μαδάνε" εύκολα.
 Τα χρώματα είναι όλα φυσικά, γαιώδους προελεύσεως. Το λευκό γίνεται από ασβέστη. Το σκούρο κόκκινο από οξείδιο του σιδήρου ή αιματίτη, ενώ το ανοιχτό κόκκινο είναι από ψημένη ώχρα. Το μαύρο γίνεται από άνθρακα, είτε ορυκτό, είτε προερχόμενο από καύση. Το θαυμάσιο γαλάζιο είναι το ίδιο που μεταχειρίζονταν στην Αίγυπτο: το "αιγυπτιακό μπλε" - ένα μείγμα πυριτίου του χαλκού και οξειδίου του ασβεστίου. Ήταν ένα μείγμα ακριβό γι' αυτό και προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής το αλλοιώνουν με μαύρο και χάνει τη λάμψη του. Καμιά φορά για το κυανό χρώμα χρησιμοποιούσαν και τον lapis lazuli, όπως στη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας. Το κίτρινο είναι ώχρα. Το πράσινο είναι μείγμα κίτρινου και γαλάζιου, εκτός αν είχε γίνει από μαλαχίτη. Τα χρώματα διαλύονταν με νερό και ασβέστη, όπως στην τεχνική του buon fresco, και έτσι εισχωρούσαν βαθιά στον σοβά. Συχνά συγκρατούνταν με κάποια οργανική κόλλα - όπως στις τοιχογραφίες της Θήρας. Η σύνθεση της κόλλας αυτής μας είναι άγνωστη.
 Οι τοιχογραφίες συνήθως τοποθετούνται σε ένα μέτρο απόσταση από το δάπεδο και έχουν ύψος 70-80 εκατοστά. Βρίσκονται δηλαδή στο επίπεδο του ματιού. Το άνω μέρος τους φθάνει έως την πόρτα του δωματίου το οποίο κοσμούν. Μερικές μικρογραφικές τοιχογραφίες τοποθετούνται στον τοίχο ψηλά, σαν ζωφόροι. Οι τοιχογραφίες είχαν πλαίσια άνω και κάτω τα οποία αποτελούντο από παράλληλες γραμμές και η αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα και το πλαίσιο δημιουργούσε έντονη εντύπωση. Από το δάπεδο έως την τοιχογραφία υπήρχαν ορθομαρμαρώσεις από λίθινες ή γύψινες πλάκες, συνήθως όμως ο τοίχος ήταν ζωγραφισμένος με σχέδια που μιμούνται λίθο. Η τελική φάση είναι το στίλβωμα, που κάνει την τοιχογραφία να φαίνεται εντελώς λεία. Αυτή είναι μια παλαιά τεχνική γνωστή ήδη στην Κρήτη από την Προανακτορική περίοδο. Στη Θήρα έχουν βρεθεί πολλά βότσαλα που προορίζονταν ίσως για το στίλβωμα των τοιχογραφιών.
Το έδαφος στις τοιχογραφίες είναι συνήθως άσπρο, κόκκινο ή γαλάζιο. Στις μεγάλες τοιχογραφίες συνηθίζεται ποικιλία στο έδαφος για να επιτευχθεί μια πιο έντονη χρωματική εντύπωση, αλλά και για να μη φαίνεται διαφορά στην απόχρωση επειδή η τοιχογραφία ζωγραφιζόταν τμηματικά. 
 Υπάρχουν τοιχογραφίες που εικονίζουν μόνο διακοσμητικά θέματα, όπως σπείρες και άλλα γεωμετρικά σχέδια, και τοιχογραφίες με εικονιστικά θέματα. Στον τρόπο της απεικόνισης όλες οι αιγαιακές τοιχογραφίες, μινωικές, κυκλαδικές και μυκηναϊκές υιοθετούν τις ίδιες συμβατικές λύσεις που πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη: το σχέδιο είναι δισδιάστατο, του λείπει εντελώς η τρίτη διάσταση η προοπτική. Οι μορφές αποδίδονται σαν "σιλουέτα", δεν έχουν πλαστικό όγκο, είναι επίπεδες. Τα γυμνά μέρη των ανδρών ζωγραφίζονται κόκκινα, των γυναικών λευκά. Το μάτι αποδίδεται κατ' ενώπιον ακόμη και όταν το πρόσωπο εικονίζεται σε κατατομή. Γραμμή εδάφους πολλές φορές δεν υπάρχει και τότε οι μορφές μοιάζουν να αιωρούνται στον χώρο, πράγμα που δίνει σε ορισμένες εικόνες έναν εξώκοσμο και αφηρημένο χαρακτήρα.
Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα
Οι παλαιότερες τοιχογραφίες που σώζονται στην ηπειρωτική Ελλάδα χρονολογούνται γύρω στα -1400 και είναι σύγχρονες με τα ανάκτορα. Ορισμένα θραύσματα από τις Μυκήνες χρονολογήθηκαν στα -1450, οπότε θα ανήκαν σ' ένα παλαιότερο ανακτορικό κτίσμα. Όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα ήταν τοιχογραφημένα, αλλά τοιχογραφίες υπήρχαν και σε άλλα κτίρια, σπίτια, τάφους και ιερούς χώρους. Οι οροφές και τα δάπεδα είχαν επίσης επιχρίσματα, τα δάπεδα των ανακτόρων είχαν συχνά εικονιστικές παραστάσεις. Η τοιχογραφία ήταν μια τέχνη αρκετά διαδεδομένη. Ο Όμηρος όμως που περιγράφει το ανάκτορο, δεν μιλά καθόλου για τοιχογραφίες, αν και ήταν από τα βασικά χαρακτηριστικά. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το υλικό από το οποίο δημιουργήθηκαν τα ομηρικά έπη συνελέγη πολύ μετά την ανακτορική εποχή, όταν πια θα είχε χαθεί κάθε ανάμνηση από τόσο φθαρτά πράγματα όσο οι τοιχογραφίες.
 Οι Μυκηναίοι διδάχθηκαν την τέχνη της τοιχογραφίας από τους Μινωίτες και στην εικονογραφία τους όσο και στην διακόσμηση των ανακτόρων ακολουθούν τα μινωικά πρότυπα προσαρμοσμένα όμως στη δική τους νοοτροπία. Στην Κρήτη, η τοιχογραφία ξεκίνησε από έναν ποιητικό νατουραλισμό: τα πρόσωπα κινούνται ελεύθερα στο χώρο, οι σκηνές έχουν ζωντάνια και κίνηση, η φύση αναπαρίσταται πλούσια και μπαίνει μέσα στα ανάκτορα και τα σπίτια. Βαθμιαία οι μορφές τυποποιούνται, οι σκηνές οργανώνονται σε ζώνες, απομακρύνονται από τη φυσική διάταξη και γίνονται ανώνυμες και περιγραφικές, στερεότυπα σύμβολα της πραγματικής κίνησης. Οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν αυτόν τον τύπο, αυτή τη φάση της μινωικής τοιχογραφίας γιατί συνέπεσε ακριβώς την εποχή αυτή να έχουν αναπτύξει στενές επαφές με την Κρήτη, αλλά και επειδή από αισθητική άποψη ανταποκρινόταν στον επίσημο, μνημειακό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει την τέχνη τους.
 Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες, πολύ περισσότερο από τις μινωικές, δείχνουν μια τάση για τυποποίηση και σχηματοποίηση, για συμβατικότητα και επανάληψη. Πολλά θέματα παρουσιάζονται σύμφωνα μ' έναν καθιερωμένο τύπο, με μια συμβατική προκαθορισμένη "συνταγή". Μέσα από τις τοιχογραφίες, όπως και μέσα από άλλα μυκηναϊκά καλλιτεχνήματα, γίνεται αντιληπτή η διάθεση των Μυκηναίων για αφαίρεση και συμβολισμό.
 Πολλά θέματα είναι μινωικά: οι πομπές, οι συναθροίσεις, οι ταυρομαχίες, τα θαλασσινά και φυσικά θέματα. Τα θέματα αυτά έχουν τα αντίστοιχά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πομπές συναντούμε στην Κνωσό, τη Θήβα, την Τίρυνθα και την Πύλο. Δελφίνια στο μέγαρο της βασίλισσας στην Κνωσό, την Τίρυνθα και την Πύλο. Σκηνή συμποσίου επίσης στην Κνωσό και στην Πύλο. Ιερή συνάθροιση σε άλσος, στην Κνωσό και τον Ορχομενό. Τέλος ταυρομαχία συναντούμε στην Κνωσό, την Πύλο, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τον Ορχομενό.
Συγκριτικά όμως παρατηρούμε ότι οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες δεν έχουν τη λαμπρότητα και τη συνθετική δύναμη των μινωικών και των κυκλαδικών. Χαρακτηριστικό ακραίο παράδειγμα είναι η απεικόνιση της ταυρομαχίας στο ανάκτορο της Τίρυνθας. Ο μυκηναίος ζωγράφος χειρίζεται το παλαιό αυτό μινωικό θέμα με τη δική του νοοτροπία: το στεγνό πλάσιμο και τα μουντά χρώματα προσδίδουν στη σκηνή μια ξηρότητα την οποία τονίζει ακόμη περισσότερο η ακαμψία του σώματος του ταύρου. Η όλη εικόνα μοιάζει σαν μια άτεχνη, συμβατική μίμηση της περίφημης τοιχογραφίας από την Κνωσό που εικονίζει το ίδιο θέμα.

 Εκτός από τα μινωικά θέματα υπάρχουν και τα γνήσια μυκηναϊκά, που είναι τα πελώρια εραλδικά ζώα, τα άρματα, οι σκηνές κυνηγιού, οι μάχες, οι πολιορκίες πόλεων, θέματα που είναι γνωστά και από άλλες παραστάσεις σε όπλα ή σε μεταλλικά σκεύη και που είχαν άμεση σχέση με τη μυκηναϊκή ζωή. Στις μυκηναϊκές τοιχογραφίες δεν απεικονίζεται η φύση όπως την αγάπησαν οι Μινωίτες - οι κήποι, τα λουλούδια, τα πουλιά, οι κροκοσυλλέκτες πίθηκοι. Η εικονογραφία τους είναι πιο λιτή και είναι κυρίως στραμμένη προς τον άνθρωπο και τις διάφορες ασχολίες του που έχουν σχέση με το ανάκτορο. 

 Πολλά από τα θέματα αυτά έχουν και θρησκευτικό χαρακτήρα. Γενικά η θρησκεία είναι στενά συνυφασμένη με τη ζωή στις πρώιμες κοινωνίες, και τα όρια ανάμεσα στις κοσμικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις δεν είναι πάντα σαφή.
 Στις αιγαιακές τοιχογραφίες δεν απαθανατίζονται κατορθώματα γνωστών ηγεμόνων, δεν αποδίδονται ιστορικά γεγονότα, κανένα πρόσωπο δεν είναι δυνατόν να ταυτισθεί ιστορικά. Η ανωνυμία και η αοριστία που καλύπτουν πρόσωπα και γεγονότα αντικατοπτρίζουν ένα πνεύμα εντελώς αντίθετο από εκείνο που επικρατεί στην Αίγυπτο.
Διακοσμητική και λειτουργική ιδιότητα των τοιχογραφιών
 Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες έχουν χρώματα ζωηρά χωρίς διαβαθμίσεις και φωτοσκιάσεις. Οι μορφές έχουν σαφήνεια και σωστές αναλογίες παρ' όλη τη στατικότητα και την ακαμψία τους. Οι γραμμές είναι συχνά σκληρές. Τα περιγράμματα των μορφών είναι καθαρά, πολλές φορές έντονα. Το "χέρι" των ζωγράφων όμως είναι σίγουρο. Αισθανόμαστε ότι έχουν μεγάλη πείρα και ότι συνεχίζουν μία μακραίωνη παράδοση.
 Οι μυκηναίοι ζωγράφοι είναι από τη φύση τους συντηρητικοί, λιγότερο επινοούν και περισσότερο αντιγράφουν, είναι οπτικοί τύποι, ταξιδεύουν πολύ και αποτυπώνουν στη μνήμη τους έντονα τις εντυπώσεις τους. Από το ένα ανάκτορο στο άλλο επαναλαμβάνουν τα ίδια θέματα δίνοντας τις ίδιες λύσεις. Τοπικές σχολές ζωγραφικής δεν υπάρχουν, οι καλλιτέχνες εμπνέονται από μια κοινή παράδοση και μέσα στα πλαίσια αυτής κινούνται. Τα θέματα μεταδίδονται έτοιμα από το ένα κέντρο στο άλλο και εξελίσσονται ομοιόμορφα. Ένας τύπος που θεωρήθηκε επιτυχημένος τυποποιείται και επαναλαμβάνεται συχνά, ακριβώς όπως και στην επική ποίηση που και αυτή μεταδίδεται με ορισμένες έτοιμες "φόρμουλες-εκφράσεις". Πολλές αναλογίες παρατηρούνται ανάμεσα στο έπος και στην τοιχογραφία.
 Μία ομοιομορφία παρατηρείται στις τοιχογραφίες των μυκηναϊκών ανακτόρων, ακόμη κι αν αυτά βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ή κι αν τις χωρίζει μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ομοιομορφία αυτή - χαρακτηριστική της μυκηναϊκής τέχνης από το -1400 και εξής - οφείλεται στον συντηρητισμό των καλλιτεχνών, αλλά και στο γεγονός ότι οι καλλιτέχνες ενδεχομένως δεσμεύονταν από τους παραγγελιοδότες στην εκλογή των θεμάτων και την απεικόνισή τους. Είναι δε περίπου βέβαιο ότι είτε οι βασιλείς ήταν αυτοί που έδιναν τις παραγγελίες είτε οποιαδήποτε άλλη κοσμική ή θρησκευτική αρχή, σχεδόν όλοι θα επιζητούσαν έργα που θα πραγματεύονταν τα ίδια περίπου θέματα. Εξάλλου η θρησκεία, συντηρητική από τη φύση της, υπήρξε ασφαλώς ένας ανασταλτικός παράγων για την ανανέωση των ζωγράφων και της εικονογραφίας, καθώς μάλιστα πολλές τοιχογραφίες έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο, είναι φυσικό ότι πολλές καινοτομίες θα ήταν αδύνατες.
Οι τοιχογραφίες των ανακτόρων είναι ζωντανές και πολύ διακοσμητικές. Το εσωτερικό ενός μυκηναϊκού ανακτόρου δημιουργούσε ασφαλώς έντονες και άμεσες χρωματικές εντυπώσεις. Αλλά ο σκοπός της τοιχογράφησης δεν ήταν μόνο διακοσμητικός υπήρχε και σκοπός κοινωνικός, κοσμικός και θρησκευτικός. Με την τοιχογραφία επιδεικνύεται η λαμπρότητα της βασιλικής αυλής, περιγράφονται τα βασιλικά κυνήγια και οι μάχες που έχουν σχέση με τον άνακτα. Περιγράφονται επίσης θρησκευτικές σκηνές και τελετουργίες που είχαν σημασία γι' αυτούς που τις έβλεπαν.
Εικονογραφικά θέματα
Πομπές, θεϊκές μορφές, ιερά σύμβολα
Μία από τις παλαιότερες τοιχογραφίες προέρχεται από το ανάκτορο των Θηβών. Χρονολογείται γύρω στα -1400 και εικονίζει πομπή γυναικών. Η τοιχογραφία αυτή παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με μιαν άλλη από το ανάκτορο της Τίρυνθας, που εικονίζει επίσης πομπή γυναικών, 100 χρόνια αργότερα: η πομπή της Τίρυνθας χρονολογείται στο δεύτερο μισό του -13ου αι.  Παρατηρούμε πως όταν μια σύνθεση καθοριστεί στη μυκηναϊκή ζωγραφική, το πρότυπο παραμένει και ο ζωγράφος διαφοροποιεί μόνο τις λεπτομέρειες. Και στις δύο τοιχογραφίες οι μορφές προχωρούν με τον ίδιο τρόπο: με τα στήθη πεταχτά, τα πόδια γυμνά, ενώ κρατούν τα στερεότυπα, συνηθισμένα δώρα που θα προσφέρουν στη θεότητα. Η θεότητα ήταν ασφαλώς μια μορφή καθιστή στην οποία καταλήγει η πομπή που έχει ξεκινήσει από δύο διαφορετικά σημεία, γι' αυτό άλλες μορφές πηγαίνουν προς τ' αριστερά και άλλες προς τα δεξιά. Όλες οι μορφές αυτές, τόσο οι παλαιότερες της Θήβας όσο και οι νεώτερες της Τίρυνθας, φορούν το ίδιο μινωικό φόρεμα με ακάλυπτα στήθη. Το γεγονός ότι το ένδυμα αυτό δεν έχει αλλάξει μέσα σε εκατό χρόνια σημαίνει ότι ασφαλώς ήταν μια αμφίεση που συνδεόταν με τελετές. Η κόμμωση είναι επίσης περίπλοκη και εξεζητημένη. Τα πρόσωπα δεν έχουν περιγράμματα, τα μάτια είναι μεγάλα, και το ελαφρό διπλοσάγονο είναι αιγαιακό χαρακτηριστικό. Οι μορφές στην τοιχογραφία της Θήβας φορούν περιδέραια και βραχιόλια, κρατούν πυξίδες, λουλούδια (τριαντάφυλλα, παπύρους ή κρίνα) και αγγεία, των οποίων τα χρώματα, κίτρινο ερυθρωπό και άσπρο, συμβολίζουν ίσως τον χρυσό, τον χαλκό και τον άργυρο.
 Οι προσφορές παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη μελέτη της θρησκείας. Στην πομπή της Τίρυνθας μια από τις γυναικείες μορφές κρατά ειδώλιο μαζί μ' ένα πτυχωτό ύφασμα. Σε μιαν άλλη πομπή από τις Μυκήνες εικονιζόταν επίσης μια γυναικεία μορφή που κρατά ειδώλιο. Τα ειδώλια αυτά απεικονίζουν ασφαλώς τη θεά και όλη η σκηνή θυμίζει την τελετή που αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β και ονομάζεται θεοφορία (te-o-po-ri-ja). Το ύφασμα είναι επίσης μια από τις κλασικές προσφορές στη θεότητα και η σχετική τελετή είναι γνωστή και από τη Θήρα - Οικία Γυναικών -, τη μινωική Κρήτη, αλλά και αργότερα στην ιστορική εποχή, αναφέρονται προσφορές ενδυμάτων σε θεές, όπως για παράδειγμα η προσφορά του πέπλου στην Αθηνά.
 Η εικόνα στις τοιχογραφίες της Θήβας και της Τίρυνθας είναι διακοσμητική, αλλά ο καλλιτέχνης δεν προσπαθεί να εκφράσει τίποτε, εικονίζει επιφανειακά και χωρίς συναίσθημα τη σκηνή. Υπάρχει μια προσπάθεια να επιτευχθεί ποικιλία και ρυθμός, αλλά παρ' όλη τη λεπτότητα της εκτέλεσης, η κίνηση των μορφών έχει κάτι το μηχανικό.


 Ανάλογες πομπές έχουν βρεθεί σε όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Το γεγονός ότι η απεικόνιση αυτών των τελετουργικών σκηνών γνώρισε τόση επιτυχία, σημαίνει ότι αυτές αναπαριστούσαν μια πραγματική τελετή που ελάμβανε χώρα στα ανάκτορα και που ο καλλιτέχνης την γνώριζε καλά.


Μια από τις ωραιότερες μυκηναϊκές τοιχογραφίες εικονίζει μια "Μυκηναία", όπως την ονόμασε ο Μυλωνάς. Ανακαλύφθηκε στην "Οικία του Αρχιερέως" στο Θρησκευτικό Κέντρο της ακρόπολης των Μυκηνών. Το κτίριο καταστράφηκε από σφοδρή πυρκαγιά στην ΥΕ ΙΙΙ Β περίοδο. Σύμφωνα με τη στρωματογραφική μελέτη η τοιχογραφία χρονολογείται γύρω στα 1250 π.Χ. αλλά στιλιστικά θα μπορούσε θα μπορούσε να χρονολογηθεί και 100 χρόνια νωρίτερα εξαιτίας ορισμένων συγγενειών που έχει με παλαιότερες τοιχογραφίες και μάλιστα με τις τοιχογραφίες της Θήρας.



 
Η μορφή σώζεται από τη μέση κι επάνω, σε γαλάζιο βάθος. Το σώμα αποδίδεται κατ' ενώπιον και το κεφάλι κατά κρόταφο (προφίλ). Η εκτέλεση είναι εξαιρετικά λεπτή, τα χρώματα λαμπρά, το σχέδιο πλούσιο. Το πρόσωπο πλάθεται με ευαισθησία, τα μαλλιά και η περίπλοκη βαριά κόμμωση αποδίδονται με εξαίρετη λεπτομέρεια. Με την ίδια φροντίδα αποδίδονται επίσης το ένδυμα και τα κοσμήματα. Η μορφή φορά τριπλή σειρά από περιδέραια στο λαιμό και τρία βραχιόλια στο κάθε χέρι. Ένα από αυτά έχει το χαρακτηριστικό σχήμα U, παρόμοιο με αυτό που φορά μια από τις λατρεύτριες στη γνωστή τοιχογραφία της Θήρας. Με μεγάλη δεξιοτεχνία έχουν ζωγραφιστεί οι λεπτομέρειες στα χέρια, και ορισμένες αδεξιότητες που παρατηρούνται, χάνονται μέσα στην αρμονία του συνόλου.


 Η "Μυκηναία" έχει προφανώς θεϊκή υπόσταση. Τούτο φαίνεται από τη μεγαλοπρέπεια της μορφής, τα πολυτελή ενδύματα και τα κοσμήματα. Το κτένισμα, με τους δύο βοστρύχους που περνούν εμπρός από τ' αυτιά, είναι κι αυτό χαρακτηριστικό ιερότητας και στην Ανατολή χαρακτηρίζει τη μορφή της Αστάρτης. Αλλά και η στάση είναι θεϊκή: η μορφή ήταν ασφαλώς καθιστή όπως η θεά σε μια τοιχογραφία από την Ψείρα και στο ανάγλυφο πλακίδιο από ελεφαντόδοντο από τις Μυκήνες. Σε παρόμοιες καθιστές μορφές καταλήγουν οι πομπές. Πρέπει να φανταστούμε ότι προς τη μυκηναία αυτή θεά κατευθυνόταν κάποια πομπή και ότι η θεά έχει μόλις δεχθεί τα κοσμήματα που της προσέφεραν. Στο δεξί της χέρι κρατά περιδέραιο. Η προσφορά κοσμημάτων είναι επίσης μια τυπική προσφορά σε θεές - το θέμα αυτό παρουσιάζεται μεταξύ άλλων στην τοιχογραφία της Θήρας που εικονίζει λατρευτική σκηνή.
 Από το "Κτίριο των Τοιχογραφιών" στο Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών προέρχεται μια αποσπασματική τοιχογραφία με σπάνιο εικονογραφικό θέμα. Η σύνθεση συνδεόταν άμεσα με έναν συγκεκριμένο ιερό χώρο: κοσμούσε τον τοίχο επάνω και δίπλα από ένα κτιστό θρανίο που είχε λατρευτική χρήση. Στο τμήμα του τοίχου επάνω από το θρανίο εικονίζονται μέσα σ' ένα κιονωτό αρχιτεκτονικό πλαίσιο δύο γυναικείες θεϊκές μορφές που διασώζονται από τη μέση και κάτω. Η μία μορφή αριστερά φορά μακρύ κροσσωτό φόρεμα - τα κρόσσια είναι στην πραγματικότητα μικρά βαρίδια - και κρατά ένα μεγάλο ξίφος με τη μύτη στραμμένη προς το έδαφος. 

 Η άλλη μορφή, δεξιά, φορά το μινωικό ένδυμα με τη φαρδιά φούστα και κρατά σκήπτρο. Ανάμεσα στις θεές αιωρούνται δύο μικρές μορφές, δύο μικρά "είδωλα"-ψυχές. Είναι προφανές ότι η σκηνή εκτυλίσσεται σε ιερό. Η θεϊκή μορφή που κρατά το ξίφος μπορεί ίσως να ερμηνευθεί ως θεά του πολέμου, αλλά η βαθύτερη έννοια της εικόνας μας διαφεύγει. Στο τμήμα του τοίχου αριστερά από το θρανίο, πάλι μέσα σ' ένα αρχιτεκτονικό πλαίσιο εικονίζεται μια γυναικεία (θεϊκή;) μορφή που κρατά στάχυα. Φορά δέρμα ζώου, λοξά δεμένο γύρω από το σώμα της, και κάλυμμα κεφαλής με λοφίο, που χαρακτηρίζει πρόσωπα με υψηλή θέση στην ιεραρχία ή με ιερή ιδιότητα - Πρίγκιπας με τα Κρίνα, Σφίγγες - το οποίο μάλιστα ίσως να συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη τελετή διότι το φορούν και οι γυναίκες που εικονίζονται στις λάρνακες της Τανάγρας. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η τοιχογραφία των Μυκηνών εικονίζει τη θεά της ευφορίας, άποψη που ενισχύει η αποσπασματική μορφή του γρύπα που φαίνεται να την συνοδεύει. Δεν αποκλείεται όμως να πρόκειται και για ιέρεια. Από καλλιτεχνική άποψη παρατηρούμε ότι τα περιγράμματα είναι έντονα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, η κόμμωση, οι λεπτομέρειες αποδίδονται συμβατικά - λείπει εντελώς το πλάσιμο. Είναι ένα έργο παραστατικό, αλλά με γρήγορη και απλή εκτέλεση, χαρακτηριστική του τέλους της μεγάλης εποχής της τοιχογραφίας.
Δύο ακόμη τοιχογραφίες από το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών εικονίζουν, η μία Δαίμονες και η άλλη οκτώσχημες ασπίδες.


 Οι Δαίμονες στην αιγαιακή τέχνη είναι συνήθως λεοντοκέφαλοι. Οι Δαίμονες όμως της τοιχογραφίας αυτής είναι ονοκέφαλοι και αποτελούν μια παραλλαγή του καθιερωμένου τύπου. Φορούν δέρμα ζώου και μεταφέρουν ένα μακρύ ξύλο, το ανάφορον. Η κερατοειδής απόφυση που έχουν στο κεφάλι δεν έχει ερμηνευθεί, αλλά ο βόστρυχος που πέφτει στο μέτωπο είναι χαρακτηριστικό στοιχείο των μορφών στις αιγαιακές τοιχογραφίες γνωστό από πολλά παραδείγματα. Η έννοια της παράστασης μας διαφεύγει. Οι Δαίμονες πιθανώς επιστρέφουν από ιερό κυνήγι και μεταφέρουν τα νεκρά ζώα ή τις δορές τους, ίσως όμως να είναι και άνθρωποι μεταμφιεσμένοι που φορούν προσωπεία και λαμβάνουν μέρος σε θρησκευτική τελετή. Είναι γνωστό και από τα ιστορικά χρόνια ότι στο τελετουργικό τυπικό ορισμένων θρησκευτικών εορτών που σχετίζονται με το μυστήριο της γονιμότητας, περιλαμβανόταν και η μεταμφίεση των συμμετεχόντων. Σε παρόμοιες πεποιθήσεις πρέπει να αναζητηθεί η καταγωγή των Σατύρων και των Σειληνών και οι συναφείς τελετές που συνδέονται μ' αυτούς.


 Οι οκτώσχημες ασπίδες έχουν ζωηρά χρώματα. Σε ορισμένα σημεία διακρίνεται το προσχέδιο που έχει ζωγραφιστεί με ένα απαλό χρώμα. Διακρίνονται επίσης τα ίχνη που έχει αφήσει ο διαβήτης που χρησιμοποιήθηκε για τη χάραξη των κύκλων. Οι κηλίδες που εικονίζονται στην εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας δηλώνουν ότι οι πραγματικές ασπίδες ήταν δερμάτινες. Η κηλιδωτή απεικόνιση του δέρματος του ταύρου είναι μία χαρακτηριστική σύμβαση της κρητομυκηναϊκής εικονογραφίας.
 Η οκτώσχημη ασπίδα περιλαμβάνεται στα πιο σημαντικά μυκηναϊκά σύμβολα και απαντάται σε πολλές παραστάσεις έργων μικροτεχνίας, σε σφραγίδες και σε ελεφαντοστά. Εικονίζεται επίσης στο πλακίδιο από ασβεστοκονίαμα που είχε ανακαλύψει παλαιότερα ο Τσούντας. Τμήματα τοιχογραφιών με παραστάσεις ασπίδων σώζονται αρκετά και προέρχονται από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Τίρυνθας, της Πύλου και της Θήβας. Στο Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών οι ασπίδες επέχουν τη θέση συμβόλου της ένοπλης θεάς, που πολλοί ερευνητές έχουν ταυτίσει εύλογα με την Αθηνά.
Κυνήγια
 Μια μεγάλη τοιχογραφία που εικονίζει κυνήγι κάπρου κοσμούσε πιθανώς το μέγαρο στην Τίρυνθα. Περιελάμβανε αρχικά ίσως έξι άρματα. Στο ένα τμήμα εικονίζονται δύο γυναικείες μορφές που βγαίνουν για κυνήγι στο δάσος και οδηγούν άρμα. Είναι δύο αριστοκράτισσες της αυλής που επιδίδονται σ' ένα ανδρικό και πολυτελές άθλημα, το οργανωμένο κυνήγι. Η τοιχογραφία έχει κοσμικό χαρακτήρα και είναι πολύ διαφωτιστική για τη μυκηναϊκή ζωή. Οι κυρίες φορούν έναν απλό ίσιο χιτώνα, σαν ανδρικό, που θα ήταν το μυκηναϊκό φόρεμα, τουλάχιστον αυτή την εποχή. Αυτό φορούν οι γυναίκες που εικονίζονται στις λάρνακες της Τανάγρας καθώς και στον "κρατήρα των πολεμιστών". Το άρμα αποδίδεται με κάθε λεπτομέρεια. Τα δένδρα, ολοστρόγγυλα, ξεπετιούνται αφύσικα από τη γραμμή του εδάφους σε τελείως επίπεδη απεικόνιση, σαν κεντημένα, και είναι τακτικά τοποθετημένα στη σειρά. Στο άλλο τμήμα εικονίζεται το κυνήγι του κάπρου: τα σκυλιά έχουν κορδέλες στο λαιμό, και τα σώματά τους είναι διάστικτα με κηλίδες, γαλάζιες και ροζ, στοιχεία εντελώς αφύσικα αλλά έντονα διακοσμητικά. Σκυλιά και αγριόχοιρος εικονίζονται σε ιπτάμενο καλπασμό δηλώνοντας την ταχύτητα.


 Η σκηνή είναι ψυχρή, διακοσμητική, μακριά από κάθε νατουραλισμό, δεν απεικονίζει τη δράση αλλά την συμβολίζει. Το σχέδιο είναι σκληρό, χωρίς λεπτομέρειες. Όλα είναι τακτικά τοποθετημένα και άψυχα. Οι Μυκηναίοι δεν έχουν το χάρισμα να περιγράφουν τη φύση με ακρίβεια, όπως οι Αιγύπτιοι, ή με εμπρεσιονιστικό τρόπο όπως οι Μινωίτες. Παρ' όλα αυτά η τοιχογραφία της Τίρυνθας έχει μια γοητεία, είναι ζωντανή κι ευχάριστη με τα απλά, έντονα και χωρίς διαβαθμίσεις χρώματά της.
 Μια τοιχογραφία που εικονίζει επίσης κυνήγι κάπρου προέρχεται από το ανάκτορο του Ορχομενού και παρουσιάζει μεγάλη τεχνοτροπική συγγένεια με την τοιχογραφία της Τίρυνθας. Τα δένδρα έχουν το ίδιο σχήμα, οι συνοδοί εικονίζονται ανά δύο κρατώντας τις "σιγύνες", τα διπλά δόρατα, και το άρμα σχεδιάζεται με τον ίδιο λεπτομερή τρόπο.
Σκηνή κυνηγίου εικονίζεται και σε μια τοιχογραφία από το ανάκτορο της Πύλου, αλλά η αποσπασματική της διατήρηση δεν έχει επιτρέψει την αναπαράσταση ολόκληρης της σύνθεσης.
 Το θέμα του κυνηγιού γνωστό και από έργα της μικροτεχνίας, είναι αγαπητό στη μυκηναϊκή εικονογραφία γιατί ασφαλώς θα αναφερόταν σε μια δραστηριότητα σημαντική της ζωής των Μυκηναίων.
 Ενώ στα μινωικά έργα όλες οι εικόνες είναι σαν να βγαίνουν μέσα από έναν κόσμο μακρινό και ακίνητο στο χρόνο, ορισμένες μυκυναϊκές τοιχογραφίες που απεικονίζουν μάχες, κυνήγια, πολιορκίες, έχουν μια πιο έντονη, δραματική και αφηγηματική κίνηση. Πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι η σκηνή που απεικονίζεται αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ένα κυνήγι, μια εκστρατεία, ένα γεγονός για το οποίο ίσως έχει μιλήσει και η επική ποίηση. Η ίδια εντύπωση δημιουργείται και από τις τοιχογραφίες της Θήρας που έχουν πολλές συγγένειες με τις μυκηναϊκές. Γενικά η μυκηναϊκή τοιχογραφία συγγενεύει πολύ με τη θηραϊκή, σημάδι ότι οι δύο περιοχές είχαν επαφές και ότι οι Μυκηναίοι βρίσκονταν στη Θήρα πριν από την έκρηξη του ηφαιστείου (γύρω στα -1540). Στη γνωστή θηραϊκή τοιχογραφία του "Ναυαγίου" εικονίζονται Μυκηναίοι που αποβιβάζονται σε μια άγνωστη περιοχή, αναγνωρίζονται σαφώς από τον οπλισμό τους, την ασπίδα και το οδοντόφρακτο κράνος. Στην τοιχογραφία της "Νηοπομπής" Μυκηναίοι επιβαίνουν σε κυκλαδικά πλοία, ενώ η μορφή του "Ναυάρχου", που θεωρείται ένα από τα πρώτα πορτραίτα της ελληνικής τέχνης, μοιάζει εξαιρετικά με τον Μυκηναίο που απεικονίζεται στη σφραγίδα από τον Ταφικό Κύκλο Β των Μυκηνών. Στις μυκηναϊκές και θηραϊκές τοιχογραφίες παρατηρείται μια έμφαση σ' ένα ιστορικό πλαίσιο αλλά λείπει η επιπλέον ένδειξη που θα επέτρεπε να συνδέσουμε τα αναπαριστώμενα μ' ένα ιστορικό γεγονός.

Printfriendly