Μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς το -405 πού έκρινε τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Σπαρτιάτες εξεδίωξαν τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου, της Ζάκυνθο αλλά και της Μεσσηνίας της Πελοποννήσου, οι οποίοι κατέφυγαν στην Σικελία, στούς συγγενείς τους στην παλαιά τους αποικία Μεσσήνη και το Ρήγιον.
Αργότερα κάποιοι από τους εξόριστους Μεσσήνιους εντάχθηκαν ως μισθοφόροι στην υπηρεσία του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α'.Μετά την άλωση και λεηλασία της Μεσσήνης από τούς Καρχηδόνιους το -397, ο Διονύσιος Α' επέτρεψε την εποίκηση της πόλης εκ νέου μὲ Μεσσήνιους και Λοκρούς.
Όταν οι Σπαρτιάτες διαμαρτυρήθηκαν στον Διονύσιο διότι δεν ανέχονταν την παρουσία Μεσσήνιων στο στρατηγικό σημείο του στενού τής Μεσσήνης, ο Διονύσιος παραχώρησε στούς Μεσσήνιους την περιοχή κοντά στην αρχαία Μεσσήνη στην βόρεια ακτή του ακρωτηρίου Πελόρου, όπου οι Μεσσήνιοι εξόριστοι ίδρυσαν την νέα τους οχυρή πόλη σε εξ ίσου στρατηγικό σημείο με το όνομα Τυνδαρὶς.
Η αρχαία Τυνδαρίδα θεμελιώθηκε από τος εξόριστους Μεσσήνιους το -396 ή το -395.
Οι Μεσσήνιοι έδωσαν στην νέα πόλη τους το όνομα του Τυνδαρέως, θρυλικού απόγονου της πανάρχαιας βασιλικής γενιάς του Λέλεγα. Ο Τυνδάρεως, εκδιωχθείς από τον αδελφό του, κατέφυγε στον Αφαρέα και κατοίκησε στις αρχαίες Θαλάμες στην Μεσσηνία. Παιδιά του ήταν οι Τυνδαρίδες: Η Τιμάνδρα, η Κληταιμνήστρα, η Ελένη (του Τρωϊκού πολέμου) και η Χιλονόη. Σύμφωνα με την μυθολογία μας η γυναίκα του Τυνδάρεως, η Λήδα, συνευρεθείσα με τον Δία γέννησε τους δίδυμους Διόσκουρους, τον Κάστωρα και τον Πολυδεύκη, στην μικρή νήσο Πέφνο της Μεσσηνίας.
Το -344 οι Τυνδαρείς συμμαχούν με τον Κορίνθιο στρατηγό Τιμολέων, ο οποίος απωθεί τους Καρχηδόνιους και επανακτά τον έλεγχο των Συρακουσών.
To -264 ξεσπά ο πρώτος πόλεμος μεταξύ των Ρωμαίων και των Καρχηδόνιων, που θα διαρκέσει 23 χρόνια. Μεγάλο μέρος αυτού του πολέμου διεξάγεται στην Σικελία, ενώ το -254 οι Τυνδαρείς συμμαχούν με τους Ρωμαίους. Το τέλος του πολέμου το -241 βρίσκει νικητές τους Ρωμαίους και ο έλεγχος της Σικελίας περνά στα χέρια τους, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος της μακραίωνης Ελληνικής κυριαρχίας στην νήσο.
Στην Ρωμαϊκή εποχή η Τυνδαρίδα παραμένει μια σημαντική και ακμάζουσα πόλη.
Το -146 οι κάτοικοι της πόλης ενισχύουν με δικά τους πλοία τον στόλο του Σκιπίωνα του νεότερου, ο οποίος καταλαμβάνει και καταστρέφει την Καρχηδόνα. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Σκιπίων μεταφέρει το σημαντικό λατρευτικό άγαλμα του Ερμή, που είχαν κλέψει παλιότερα οι Καρχηδόνιοι, πίσω στην Τυνδαρίδα.
Από μιά αναφορά του γεωγράφου Στράβωνα (-63 έως +23) πληροφορούμαστε ότι η πόλη εξακολουθεί να είναι ανθηρή επί των ημερών του.
Ένας φοβερός σεισμός σηματοδοτεί το τέλος της αρχαίας Τυνδαρίδας. Ο ιστορικός Πλίνιος αναφέρει ότι ο σεισμός ήταν τόσο ισχυρός που όχι μόνο κατέστρεψε την πόλη αλλά προκάλεσε την κατάρρευση μεγάλου μέρος του λόφου, όπου βρισκόταν η ακρόπολη, ενώ η μισή περίπου πόλη καταποντίστηκε. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία του καταστροφικού αυτού σεισμού αλλά πρέπει να υπολογίζετε μεταξύ του δεύτερου μισού του +1ου αιώνα και του πρώτου μισού του +2ου.
Τον 19ο αιώνα στην κορυφή του λόφο όπου υπήρχε η αρχαία Τυναδαρίς, 180 μέτρα πάνω από την στάθμη της θάλασσας, χτίστηκε χριστιανικός ναός που ονομάζετε Παναγία της Τυνδαρίδος (Madonna di Tindaro) και αποτελεί σημείο αναφοράς για τους ναυτικούς.
Σήμερα σώζονται αρκετά σημεία της αρχαίας πόλης. Η Τυνδαρίδα έστεκε σε μια μεγάλη επίπεδη έκταση στην κορυφή του λόφου και είναι ορατά αρκετά τμήματα των αρχαίων τειχών που περιβάλλανε την πόλη χτισμένα στην άκρη του γκρεμού. Διακόπτονται απότομα στο σημείο που ο λόφος κατέρρευσε μετά τον μεγάλο σεισμό.
Τμήμα των αρχαίων τειχών της Τυνδαρίδος |
Το θέατρο της αρχαίας Τυνδαρίδος |
Ιωάννης Π. Δημογκότσης
Βιβλιογραφία- Πηγές
Διόδωρος Σικελιώτης, "Ιστορική βιβλιοθήκη", Εκδόσεις Γεωργιάδης
Στράβων, "Γεωγραφικά", Εκδόσεις Πάπυρος
Πολύβιος, "Ιστορία", Εκδόσεις Πάπυρος
Ιστότοπος: wikipedia
ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος
Το "Γυμνάσιο" |
Άποψη του μικρού μουσείου που βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο |
Ψηφιδωτά μωσαϊκά κατοικιών της Ρωμαϊκής περιόδου |
Διάφορα χρηστικά αντικείμενα από την αρχαία Τυνδαρίδα, -3ος αιώνας |