Η προσφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και ο ρόλος της μεσσηνιακής επανάστασης του 1834 στη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους έχει αποσιωποιηθεί, υποτιμηθεί ή και επικριθεί. Κάποιοι την ονόμασαν σκωπτικά «Βλαχοεπανάσταση του 1834», ωσάν να μην ταρακούνησε συθέμελα τη φαύλη και διεφθαρμένη Βαυαροκρατία που επιχειρούσε να καθορίσει τις τύχες του τόπου στο όνομα μάλιστα του «συνολικού συμφέροντος», επιφυλάσσοντας νέα δεσμά για την Ελλάδα.
Αν δεχτούμε ότι ήρωας είναι άνθρωπος που με τις πράξεις και τα ανδραγαθήματά του, εκφράζει την ανάγκη μιας κοινωνίας ή ενός έθνους να ανακτήσει τα ηθικά και πολιτισμικά του ερείσματα, τότε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, όπως και οι συναγωνιστές του που τον ακολούθησαν στην προσπάθειά του να σώσει την τιμή και την υπόληψη της ταπεινωμένης και δοκιμαζόμενης Ελλάδας, είναι ήρωες.
Τα κανόνια που ήχησαν το Ναυαρίνο στις 8 Οκτωβρίου 1829 – θα πρέπει να ακούστηκαν ως εδώ στο Πάνω Ψάρι- σηματοδότησαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Εξέφραζαν και ενσάρκωναν το κύμα διαμαρτυρίας της φιλελληνικής και φιλελεύθερης Ευρώπης για τις σφαγές των Ελλήνων. Τίποτα όμως δεν χαρίστηκε σ’ αυτήν τη χώρα: Δίχως το χορό του Ζαλόγγου, δίχως το χάνι της Γραβιάς, τα Βασιλικά και τα Δερβενάκια, δίχως το ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου και των Ψαρών, οι κατακτητές θα είναι απλώσει παντού το σάβανό τους πάνω στην Ελλάδα και η Ευρώπη θα έμενε αδιάφορη για τη μοίρα αυτής της χώρας.
Σε αυτό το προσκλητήριο του έθνους, σε αυτό το νέο σάλπισαμα για την τιμή των Ελλήνων, σ’ αυτήν τη ύστατη ευκαιρία για την προάσπιση και κατοχύρωση των επιτευγμάτων της Επανάστασης, που ποτίσθηκε με αίμα και δάκρυα, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν παρών, στην πρώτη γραμμή του αγώνα.
Μετά την ανακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας, οι Έλληνες κλήθηκαν ή θα έπρεπε να κληθούν κανονικά, να διαφεντεύσουν τον τόπο τους. Στις 6 Γενάρη του 1828 ο Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, έφθασε με εγγλέζικη φρεγάτα στο Ανάπλι, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της Ελλάδας, κατ’ επιταγή της συνέλευσης της Τροιζήνας (3 Απρίλη 1827) και μετά από ενέργειες του Κολοκοτρώνη.
Η συνέλευση ενέκρινε και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο, αν και η ισχύς του ανεστάλη, ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό Πολίτευμα, εμπνευσμένο από τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες. «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού», διακήρυττε.
Επειδή όμως στην πολιτική δεν υπάρχει «ιδανική συνθήκη» αλλά τα πάντα υπαγορεύονται από τον «συσχετισμό των δυνάμεων», αι βουλαί των… προστατών της Ελλάδας, που επεδίωκαν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, υπήρξαν διαφορετικές. Στις 22 Φλεβάρη 1830, στη διάσκεψη του Λονδίνου ερήμην των Ελλήνων, οι τρεις «προστάτιδες» δυνάμεις αποφάνθηκαν ότι: «Η κυβέρνησις της Ελλάδος εσταί μοναρχική».
Έτσι, μετά και τη δολοφονία του Καποδίστρια έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο για τη σύσταση ενός εθνικού, συγκεντρωτικού κράτους στα πρότυπα της Δύσης, που θα περιβαλλόνταν από απολυταρχικό, μοναρχικό καθεστώς, το οποίο θα εκμηδένιζε την (όποια) επιρροή των πολιτικών κομμάτων που, έτσι κι αλλιώς, σπαράσσονταν από εσωτερικές έριδες και συγκρούσεις και είχαν περιπέσει σε ανυποληψία.
Το νέο αυτό μοντέλο ήρθε να το εφαρμόσει ο Όθωνας που κατέπλευσε σε Ανάπλι στις 25 Γενάρη 1833, μαζί με τους τρεις αντιβασιλείς, τον κοντε Ιωσήφ Αρμανσμπεργκ, τον Γεώργιο φον Μάουερ και τον στρατηγό Κάρολο-Γουλιέλμο Έιντεκ, που είχαν οριστεί να τον συνεπικουρούν ως την ενηλικίωσή του. Στο Ανάπλι αποβιβάστηκε και ένα στρατιωτικό σώμα των πραιτοριανών, ο νέος στρατός κατοχής. «Κατά το μεγαλύτερο μέρος του απετελέσθη εξ αλητών (…) εκ του συρφερτού του Γερμανικού λαού…», έλεγε ο Χριστόφορος Νέζερ, ένας έντιμος υπολοχαγός του Βαυαρικού Στρατού. Από κοντά έφθασαν και οι αυλικοί, τα πρόσωπα που θα στελέχωναν τις υπό διαμόρφωση διοικητικές, κρατικές και πολιτικές δομές της χώρας. Ήταν ένα απρόσωπο και αποξενωμένο από το λαό πολιτικό μόρφωμα.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης |
Σε αυτό το προσκλητήριο του έθνους, σε αυτό το νέο σάλπισαμα για την τιμή των Ελλήνων, σ’ αυτήν τη ύστατη ευκαιρία για την προάσπιση και κατοχύρωση των επιτευγμάτων της Επανάστασης, που ποτίσθηκε με αίμα και δάκρυα, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν παρών, στην πρώτη γραμμή του αγώνα.
Μετά την ανακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας, οι Έλληνες κλήθηκαν ή θα έπρεπε να κληθούν κανονικά, να διαφεντεύσουν τον τόπο τους. Στις 6 Γενάρη του 1828 ο Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, έφθασε με εγγλέζικη φρεγάτα στο Ανάπλι, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της Ελλάδας, κατ’ επιταγή της συνέλευσης της Τροιζήνας (3 Απρίλη 1827) και μετά από ενέργειες του Κολοκοτρώνη.
Η συνέλευση ενέκρινε και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο, αν και η ισχύς του ανεστάλη, ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό Πολίτευμα, εμπνευσμένο από τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες. «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού», διακήρυττε.
Επειδή όμως στην πολιτική δεν υπάρχει «ιδανική συνθήκη» αλλά τα πάντα υπαγορεύονται από τον «συσχετισμό των δυνάμεων», αι βουλαί των… προστατών της Ελλάδας, που επεδίωκαν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, υπήρξαν διαφορετικές. Στις 22 Φλεβάρη 1830, στη διάσκεψη του Λονδίνου ερήμην των Ελλήνων, οι τρεις «προστάτιδες» δυνάμεις αποφάνθηκαν ότι: «Η κυβέρνησις της Ελλάδος εσταί μοναρχική».
Έτσι, μετά και τη δολοφονία του Καποδίστρια έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο για τη σύσταση ενός εθνικού, συγκεντρωτικού κράτους στα πρότυπα της Δύσης, που θα περιβαλλόνταν από απολυταρχικό, μοναρχικό καθεστώς, το οποίο θα εκμηδένιζε την (όποια) επιρροή των πολιτικών κομμάτων που, έτσι κι αλλιώς, σπαράσσονταν από εσωτερικές έριδες και συγκρούσεις και είχαν περιπέσει σε ανυποληψία.
Το νέο αυτό μοντέλο ήρθε να το εφαρμόσει ο Όθωνας που κατέπλευσε σε Ανάπλι στις 25 Γενάρη 1833, μαζί με τους τρεις αντιβασιλείς, τον κοντε Ιωσήφ Αρμανσμπεργκ, τον Γεώργιο φον Μάουερ και τον στρατηγό Κάρολο-Γουλιέλμο Έιντεκ, που είχαν οριστεί να τον συνεπικουρούν ως την ενηλικίωσή του. Στο Ανάπλι αποβιβάστηκε και ένα στρατιωτικό σώμα των πραιτοριανών, ο νέος στρατός κατοχής. «Κατά το μεγαλύτερο μέρος του απετελέσθη εξ αλητών (…) εκ του συρφερτού του Γερμανικού λαού…», έλεγε ο Χριστόφορος Νέζερ, ένας έντιμος υπολοχαγός του Βαυαρικού Στρατού. Από κοντά έφθασαν και οι αυλικοί, τα πρόσωπα που θα στελέχωναν τις υπό διαμόρφωση διοικητικές, κρατικές και πολιτικές δομές της χώρας. Ήταν ένα απρόσωπο και αποξενωμένο από το λαό πολιτικό μόρφωμα.
Το πρώτο μέτρο που πήρε η Αντιβασιλεία, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία της, ήταν η διάλυση των ελληνικού στρατού. Σαράντα ημέρες μετά την άφιξη του Όθωνα, στις 2 Μάρτη 1833, δημοσιεύθηκε το διάταγμα «περί διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων». Οι εικόνες που ακολούθησαν παραπέμπουν σε αρχαία τραγωδία. «Αγωνιστές του 21», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, «σπάζανε τα ντουφέκια τους πάνω στα βράχια, άλλοι βγήκανε κλέφτες στα βουνά, κι από τότε φούντωσε στον τόπο μας η ληστεία, κι άλλοι σήκωσαν μαύρα μπαϊράκια και ξεκίνησαν, κυνηγημένοι από τους βαυαρούς, και πήγαν στην Τουρκιά να βρούνε ένα κομμάτι ψωμί να φάνε».
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, όπως και όλοι σχεδόν οι οπλαρχηγοί, παρακολουθούσε τις εξελίξεις με απορία και δέος. Οι πρωτεργάτες της επανάστασης του Εικοσιένα άρχισαν να νοιώθουν παραγκωνισμένοι, ξένοι στο ίδιο τους το σπίτι, προδομένοι.
Μετά τη διάλυση του στρατού των Ελλήνων, η Αντιβασιλεία στράφηκε κατά των εθνικών δυνάμεων του τόπου, που τις αντιπροσώπευαν οι καπεταναίοι του Εικοσιένα. Τη νύχτα της 6 προς 7 Σεπτέμβρη 1833 συνέλαβαν τον Γέρο του Μοριά και το Δημήτρη Πλαπούτα με την χαλκευμένη κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και τους δίκασαν, έχοντας ως σκοπό να τους καταδικάσουν σε θάνατο και να τους εκτελέσουν, ώστε να πνίξουν κάθε φωνή αντίστασης στην απολυταρχία. Γλίτωσαν τη γκιλοτίνα –την είχαν φέρει μαζί τους οι Βαυαροί και την επιδείκνυαν στους δρόμους του Ναυπλίου για να τρομοκρατούν τους κατοίκους- λόγω του αναστήματος που ύψωσαν δύο δικαστές, ο Πολυζωίδης και ο Τσερτσέτης, που αρνήθηκαν να νομιμοποιήσουν αυτή την παρωδία δίκης στην οποία τους παρέπεμψαν.
Αυτό ήταν, το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο, εντός του οποίου ξέσπασε η επανάσταση του 1834 στη Μεσσηνία.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο οποίος γαλουχήθηκε στο κλέφτικο βίο και το αρματολίκι, που έζησε μαζί με τους «Ντρέδες», τους ονομαστούς για την ανδρεία τους πολεμιστές, των οποίων αναδείχθηκε ηγέτης και τους οδήγησε σε νικηφόρες μάχες –στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολι, στην κατάληψη των φρουρίων του Ναυπλίου- για την απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν μπορούσε να αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα αυτή την κατάσταση. Δεν μπορούσε να σκύψει και πάλι το κεφάλι. Ο νεότερος χιλίαρχος του Αγώνα, όπως και ο Μητροπέτροβας, είχαν σφραγίσει τη μοίρα τους με εκείνη του Γέρου του Μοριά. Ο Γκρίτζαλης ακολούθησε μάλιστα τον Κολοκοτρώνη και στην εμφύλια διαμάχη. Μαζί του εκτοπίσθηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα για να ελευθερωθεί δέκα ημέρες αργότερα, όταν η κυβέρνηση έδωσε γενική αμνηστία κάτω από την απειλή για πλήρη κατάπνιξη της επανάστασης από τον Ιμπραήμ που είχε εν τω μεταξύ αποβιβαστεί στο Μοριά.
Η επανάσταση στη Μεσσηνία ξέσπασε στις 29 Ιουλίου 1834, ημέρα Κυριακή, όταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, επικεφαλής δύναμης 500 ανδρών και έχοντας στο πλευρό του Σουλιμοχωρίτες «Ντρέδες», αιφνιδίασε τις Αρχές, κατέλαβε την Κυπαρισσία, που ήταν πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας και συνέλαβε το νομάρχη Δημήτρη Χρηστίδη και το στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη, τους οποίους και οδήγησε στο Πάνω Ψάρι, προκειμένου να τους κρατήσει μακριά από την οργή του κόσμου.
Στη συνέχεια σύστησε «Πατριωτική Επιτροπή» για να αντιπροσωπεύσει το λαό της Τριφυλίας. Δύο ημέρες αργότερα, στις 31 Ιουλίου 1834, πραγματοποίησε δημόσια συνέλευση, η οποία εξέδωσε δύο διακηρύξεις με τους σκοπούς της επανάστασης.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης όμως δεν ήταν μόνος. Μετά την κατάληψη της Κυπαρισσίας η επανάσταση απλώθηκε αστραπιαία, γεγονός που καταδεικνύει ότι διέθετε ικανή οργάνωση και ένα ευρύ δίκτυο.
Στις 29 Ιουλίου 1834 στη Γαράντζα της τότε επαρχίας Ανδρούσας κήρυξε την επανάσταση ο στρατηγός Μητροπέτροβας, βάζοντας μάλιστα φωτιά στις θημονιές του στ’ αλώνι, για να τους δείξει ότι, μπροστά σ’ αυτό που ξεκινούσαν με την Επανάσταση, τα εισοδήματα δεν είχαν αξία.
Την ίδια ημέρα ο Αναστάσιος Τζαμαλής αιφνιδίασε την υπό τον υπολοχαγό Σνάινλε Βαυαρική περίπολο δυνάμεως 50 ανδρών στον Ασλάναγα (τον Άρι).
Στις 12 Αυγούστου 1834, μαζί με τον Μητροπέτροβα κατέλαβαν και το Νησί, που το εγκατάλειψαν οι κυβερνητικοί και ζήτησαν καταφύγιο στην Καλαμάτα, που την προστάτευε μεγάλη δύναμη Βαυαρών και Μανιατών.
Στις 30 Ιουλίου 1834 στη Βάνινα και της Παλούμπα Γορτυνίας ξεσηκώθηκαν οι αδελφοί Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας, οι οποίοι εξέδωσαν προκήρυξη και καλούσαν το λαό να πάρει τα όπλα.
Σ’ αυτούς προστέθηκε και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη, ο Νίκος Ζερμπίνης και από κοινού κατευθύνθηκαν στη Ζάχα. Κατόπιν, πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Ανδρίτσαινα.
Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από την εκδήλωση της επανάστασης. Παρά ταύτα, ο Κωλέττης ενήργησε με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Κήρυξε την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και υπέγραψε δύο Διατάγματα. Με το πρώτο παρείχετο στη φρουρά του Παλαμηδίου η εξουσιοδότηση να εκτελέσει τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα αν γινόντουσαν «ύποπτες κινήσεις» και με δεύτερο να πράξει το ίδιο εάν ο Γκρίτζαλης «προχωρήσει ολίγον εμπρός» προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου.
Προσεταιρίσθηκε τους οπλαρχηγούς της Ρούμενης, όπως τον Γαρδικιώτη Γρίβα, μοιράζοντας τους οφίτσια και προνόμια και αμνήστευσε τους επαναστατημένους Μανιάτες προκειμένου να τους πάρει με το μέρος του, κάτι το οποίο τελικά κατάφερε.
Οι εξεγερμένοι, από την πλευρά τους, δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν την Τρίπολη, που θεωρούνταν στραγητικής σημαίας, καθώς σκόπευαν να κατευθυνθούν προς το Ναύπλιο. Η αναμέτρηση κρίθηκε στις 9 Αυγούστου 1834 στο χωριό Σούλου της Μεγαλόπολης, όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις, υπέρτατες αριθμητικά των εξεγερμένων, κατόρθωσαν να τους νικήσουν. Κατόπιν μπήκαν στο Ψάρι και ανακατέλαβαν την Ανδρίτσαινα και την Κυπαρισσία.
Μετά την ήττα τους η τύχη των πρωταιτίων εκ των επαναστατών ήταν προδιαγεγραμμένη. Συγκροτήθηκε το «κατά τη Μεσσηνία και Καρύταιναν Έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριο», που συνεδρίασε στην Κυπαρισσία στις 15 Σεπτεμβρίου 1834 με πρόεδρο τον Θωμά Γκόρντον και επίτροπο τον Δημήτρη Σούτσο.
Αυτό ήταν, το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο, εντός του οποίου ξέσπασε η επανάσταση του 1834 στη Μεσσηνία.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο οποίος γαλουχήθηκε στο κλέφτικο βίο και το αρματολίκι, που έζησε μαζί με τους «Ντρέδες», τους ονομαστούς για την ανδρεία τους πολεμιστές, των οποίων αναδείχθηκε ηγέτης και τους οδήγησε σε νικηφόρες μάχες –στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολι, στην κατάληψη των φρουρίων του Ναυπλίου- για την απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν μπορούσε να αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα αυτή την κατάσταση. Δεν μπορούσε να σκύψει και πάλι το κεφάλι. Ο νεότερος χιλίαρχος του Αγώνα, όπως και ο Μητροπέτροβας, είχαν σφραγίσει τη μοίρα τους με εκείνη του Γέρου του Μοριά. Ο Γκρίτζαλης ακολούθησε μάλιστα τον Κολοκοτρώνη και στην εμφύλια διαμάχη. Μαζί του εκτοπίσθηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα για να ελευθερωθεί δέκα ημέρες αργότερα, όταν η κυβέρνηση έδωσε γενική αμνηστία κάτω από την απειλή για πλήρη κατάπνιξη της επανάστασης από τον Ιμπραήμ που είχε εν τω μεταξύ αποβιβαστεί στο Μοριά.
Η επανάσταση στη Μεσσηνία ξέσπασε στις 29 Ιουλίου 1834, ημέρα Κυριακή, όταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, επικεφαλής δύναμης 500 ανδρών και έχοντας στο πλευρό του Σουλιμοχωρίτες «Ντρέδες», αιφνιδίασε τις Αρχές, κατέλαβε την Κυπαρισσία, που ήταν πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας και συνέλαβε το νομάρχη Δημήτρη Χρηστίδη και το στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη, τους οποίους και οδήγησε στο Πάνω Ψάρι, προκειμένου να τους κρατήσει μακριά από την οργή του κόσμου.
Στη συνέχεια σύστησε «Πατριωτική Επιτροπή» για να αντιπροσωπεύσει το λαό της Τριφυλίας. Δύο ημέρες αργότερα, στις 31 Ιουλίου 1834, πραγματοποίησε δημόσια συνέλευση, η οποία εξέδωσε δύο διακηρύξεις με τους σκοπούς της επανάστασης.
Ο Μητροπέτροβας |
Στις 29 Ιουλίου 1834 στη Γαράντζα της τότε επαρχίας Ανδρούσας κήρυξε την επανάσταση ο στρατηγός Μητροπέτροβας, βάζοντας μάλιστα φωτιά στις θημονιές του στ’ αλώνι, για να τους δείξει ότι, μπροστά σ’ αυτό που ξεκινούσαν με την Επανάσταση, τα εισοδήματα δεν είχαν αξία.
Την ίδια ημέρα ο Αναστάσιος Τζαμαλής αιφνιδίασε την υπό τον υπολοχαγό Σνάινλε Βαυαρική περίπολο δυνάμεως 50 ανδρών στον Ασλάναγα (τον Άρι).
Στις 12 Αυγούστου 1834, μαζί με τον Μητροπέτροβα κατέλαβαν και το Νησί, που το εγκατάλειψαν οι κυβερνητικοί και ζήτησαν καταφύγιο στην Καλαμάτα, που την προστάτευε μεγάλη δύναμη Βαυαρών και Μανιατών.
Στις 30 Ιουλίου 1834 στη Βάνινα και της Παλούμπα Γορτυνίας ξεσηκώθηκαν οι αδελφοί Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας, οι οποίοι εξέδωσαν προκήρυξη και καλούσαν το λαό να πάρει τα όπλα.
Σ’ αυτούς προστέθηκε και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη, ο Νίκος Ζερμπίνης και από κοινού κατευθύνθηκαν στη Ζάχα. Κατόπιν, πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Ανδρίτσαινα.
Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από την εκδήλωση της επανάστασης. Παρά ταύτα, ο Κωλέττης ενήργησε με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Κήρυξε την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και υπέγραψε δύο Διατάγματα. Με το πρώτο παρείχετο στη φρουρά του Παλαμηδίου η εξουσιοδότηση να εκτελέσει τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα αν γινόντουσαν «ύποπτες κινήσεις» και με δεύτερο να πράξει το ίδιο εάν ο Γκρίτζαλης «προχωρήσει ολίγον εμπρός» προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου.
Προσεταιρίσθηκε τους οπλαρχηγούς της Ρούμενης, όπως τον Γαρδικιώτη Γρίβα, μοιράζοντας τους οφίτσια και προνόμια και αμνήστευσε τους επαναστατημένους Μανιάτες προκειμένου να τους πάρει με το μέρος του, κάτι το οποίο τελικά κατάφερε.
Οι εξεγερμένοι, από την πλευρά τους, δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν την Τρίπολη, που θεωρούνταν στραγητικής σημαίας, καθώς σκόπευαν να κατευθυνθούν προς το Ναύπλιο. Η αναμέτρηση κρίθηκε στις 9 Αυγούστου 1834 στο χωριό Σούλου της Μεγαλόπολης, όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις, υπέρτατες αριθμητικά των εξεγερμένων, κατόρθωσαν να τους νικήσουν. Κατόπιν μπήκαν στο Ψάρι και ανακατέλαβαν την Ανδρίτσαινα και την Κυπαρισσία.
Μετά την ήττα τους η τύχη των πρωταιτίων εκ των επαναστατών ήταν προδιαγεγραμμένη. Συγκροτήθηκε το «κατά τη Μεσσηνία και Καρύταιναν Έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριο», που συνεδρίασε στην Κυπαρισσία στις 15 Σεπτεμβρίου 1834 με πρόεδρο τον Θωμά Γκόρντον και επίτροπο τον Δημήτρη Σούτσο.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης καταδικάσθηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, παρότι το Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να εκδικάσει παρόμοιες υποθέσεις και η δίκη θα έπρεπε να διενεργηθεί στο Ναύπλιο. Ήταν ο πρώτος αγωνιστής στη νεώτερη Ελλάδα που δικάζεται από έκτακτο στρατοδικείο και με συνοπτικές διαδικασίες. Η ποινή μάλιστα, όπως όριζε ο νόμος, εκτελέσθηκε «εντός δύο ωρών» από την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης, γεγονός που αχρήστευε και οποιαδήποτε διαδικασία για τη χορήγηση χάρης από το Όθωνα. «Άδικα αποθνήσκω, δεν επήγαινα εναντίον του θρόνου, επήγαινα δια τα δικαιώματα των Ελλήνων», ήταν τα τελευταία του λόγια.
Στις 8 Οκτωβρίου 1834 το Στρατοδικείο – που συνεδρίασε πλέον στην Πύλο υπό άλλη σύνθεση- καταδίκασε σε θάνατο τους Μητροπέτροβα και τον Αναστάση Τσαμαλή. Ο Τσαμαλής εκτελέσθηκε όπως και ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης. Η ποινή του Μητροπέτροβα μετατράπηκε τελικά από τον Όθωνα σε ισόβια δεσμά «ως υπέργηρου και αγωνισθέντος υπέρ της πατρίδας». Οι Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας και ο Νικήτας Ζερμπίνης καταδικάσθηκαν ως συναίτιοι σε 15 χρόνια πρόσκαιρα δεσμά και φυλακίσθηκαν στο Νιόκαστρο. Οι πρωταίτιοι της εξέγερσης ελευθερώθηκαν λίγους μήνες αργότερα με τη γενική αμνηστία που εδόθη από τον Όθωνα.
Η εξέγερση του Γιαννάκη Γκρίτζαλη δεν είναι μόνον μια πράξη υπεράσπισης των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Πλαπούτα, οι οποίοι, παρότι εξέφραζαν τα ιδανικά του Εικοσιένα, διώχθηκαν από ένα ξενόφερτο, απρόσωπο, απολυταρχικό καθεστώς.
Η εξέγερση του Γιαννάκη Γκρίτζαλη δεν είναι μόνον μια πράξη υπεράσπισης των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Πλαπούτα, οι οποίοι, παρότι εξέφραζαν τα ιδανικά του Εικοσιένα, διώχθηκαν από ένα ξενόφερτο, απρόσωπο, απολυταρχικό καθεστώς.
Αν και δεν επιζητούσαν την ανατροπή ή την τροποποίηση των παραδοσιακών κοινωνικών σχέσεων που επικρατούσαν στη χώρα, εν τούτοις το αίτημα της συμμετοχής του λαού στην πολιτική διαδικασία δια μέσου του Συντάγματος που θα του εξασφάλιζε την αντιπροσώπευση και τη συμμετοχή στις κυβερνητικές αποφάσεις, είναι απολύτως σαφές. Το αίτημα όμως αυτό συνδυάστηκε και με τη βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης της χώρας, την εξάλειψη της οικονομικής εξαθλίωσης των κατοίκων και την ανατροπή του συστήματος διακυβέρνησης που είχε επιβάλει μια κάστα γραφειοκρατών.
Το επίσημο καθεστώς, όπως καταδεικνύουν και οι εκθέσεις των υπουργών Εσωτερικών και Στρατιωτικών προς την Αντιβασιλεία, διατείνεται ότι την επανάσταση είχαν υποθάλψει ξένες δυνάμεις σε μία προσπάθεια επανενοχοποίησης των Κολοτρώνη- Πλαπούτα. Τα σενάρια αυτά πυροδότησε και η άφιξη από τη Ρωσία του Δημήτρη Καλλέργη, του πρωτεργάτη της επανάστασης του 1843, ο οποίος πριν συλληφθεί ως ύποπτος στο Άργος για τη συμμετοχή του στην εξέγερση, κατηγορήθηκε ότι ενίσχυε οικονομικά τους «Ναπαίους» για τους σκοπούς της εξέγερσης.
Η εξέγερση της Μεσσηνίας όμως, αν και αποπειράθηκε να την αξιοποιήσει προς όφελός του ακόμη και ο Κωλέττης για να ενισχύσει τη θέση του, αν και επιχείρησε να τη χειραγωγήσει ο Άρμανσμπεργκ για να επιβληθεί στην «τρόικα» της Αντιβασιλείας, αν και κατέβαλαν προσπάθειες να την προσεταιρισθούν τα πολιτικά κόμματα για να τονώσουν την αξιοπιστία τους, ήταν μια αυθεντική πράξη κοινωνικής έκκρηξης.
«Απεφασίσαμε να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνο και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού», διακήρυττε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης στην πρώτη προκήρυξη που εξέδωσε η «Πατριωτική Επιτροπή», αμέσως μετά την κατάληψη της Κυπαρισσίας.
Οι εξεγερμένοι: Ήθελαν να αποτινάξουν το άδικο φορολογικό σύστημα της δεκάτης που αναθεωρήθηκε από την Αντιβασιλεία και έγινε δυσβάσταχτο καθώς οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν το 50% της σοδειάς τους. Δήλωναν, ταυτόχρονα, δυσαρεστημένοι κατά των οργάνων του θρόνου. Διεκδικούσαν εθνική συνέλευση, κατάργηση της Αντιβασιλείας και ανακήρυξη του Βασιλιά ως ενήλικου πριν από την καθορισμένη προθεσμία. Επιζητούσαν την αποκατάσταση των αγωνιστών και χρηστή διοίκηση.
Στην επαναστατική προκήρυξη που εξέδωσε ο Μήτρος Πλαπούτας στις 30 Ιουλίου 1834 από τη Νεμούντα, αναφέρεται ότι οι Έλληνες εξεγέρθηκαν επειδή έβλεπαν τους σκοπούς της επανάστασης του Εικοσιένα να αποτυχαίνουν και τη θρησκεία των προγόνων τους να κινδυνεύει να χαθεί. Η χώρα κυβερνιόταν χωρίς Σύνταγμα, άνθρωποι ετερόχθονες και ξένοι, δίχως καμία συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα υπερίσχυαν και καταλάμβαναν τις δημόσιες θέσεις, ενώ οι αγωνιστές είχαν παραγκωνιστεί.
Η εξέγερση της Μεσσηνίας όμως, αν και αποπειράθηκε να την αξιοποιήσει προς όφελός του ακόμη και ο Κωλέττης για να ενισχύσει τη θέση του, αν και επιχείρησε να τη χειραγωγήσει ο Άρμανσμπεργκ για να επιβληθεί στην «τρόικα» της Αντιβασιλείας, αν και κατέβαλαν προσπάθειες να την προσεταιρισθούν τα πολιτικά κόμματα για να τονώσουν την αξιοπιστία τους, ήταν μια αυθεντική πράξη κοινωνικής έκκρηξης.
«Απεφασίσαμε να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνο και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού», διακήρυττε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης στην πρώτη προκήρυξη που εξέδωσε η «Πατριωτική Επιτροπή», αμέσως μετά την κατάληψη της Κυπαρισσίας.
Οι εξεγερμένοι: Ήθελαν να αποτινάξουν το άδικο φορολογικό σύστημα της δεκάτης που αναθεωρήθηκε από την Αντιβασιλεία και έγινε δυσβάσταχτο καθώς οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν το 50% της σοδειάς τους. Δήλωναν, ταυτόχρονα, δυσαρεστημένοι κατά των οργάνων του θρόνου. Διεκδικούσαν εθνική συνέλευση, κατάργηση της Αντιβασιλείας και ανακήρυξη του Βασιλιά ως ενήλικου πριν από την καθορισμένη προθεσμία. Επιζητούσαν την αποκατάσταση των αγωνιστών και χρηστή διοίκηση.
Στην επαναστατική προκήρυξη που εξέδωσε ο Μήτρος Πλαπούτας στις 30 Ιουλίου 1834 από τη Νεμούντα, αναφέρεται ότι οι Έλληνες εξεγέρθηκαν επειδή έβλεπαν τους σκοπούς της επανάστασης του Εικοσιένα να αποτυχαίνουν και τη θρησκεία των προγόνων τους να κινδυνεύει να χαθεί. Η χώρα κυβερνιόταν χωρίς Σύνταγμα, άνθρωποι ετερόχθονες και ξένοι, δίχως καμία συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα υπερίσχυαν και καταλάμβαναν τις δημόσιες θέσεις, ενώ οι αγωνιστές είχαν παραγκωνιστεί.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, σηκώνοντας τα όπλα της επανάστασης, εξέφρασε την ιδέα, όχι μόνο της προάσπισης των πολιτικών ελευθεριών του λαού διαμέσου της κατοχύρωσης του Συντάγματος και της αντιπροσωπευτικής εκπροσώπησής του, αλλά και για την αποτίναξη του βάρβαρου και καταπιεστικού τρόπου είσπραξης των φόρων που τον καθήλωνε σε επίπεδα φτώχειας, πείνας και λιμοκτονίας.
Ακόμη και ο πληρεξούσιος αυλικός επίτροπος Ανδρέας Ζαΐμης, μετά από ενδελεχή μελέτη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγανάκτηση των κατοίκων των επαρχιών για τα αντιλαϊκά μέτρα της Αντιβασιλείας κυρίως στον οικονομικό τομέα, καθώς και η κακή διοίκηση των επαρχιών εξώθησαν το λαό να ξεσηκωθεί τόσο μαζικά. Το σύστημα της φορολογίας της δεκάτης το θεωρούσε ως κύρια πηγή των παραπόνων. Τα μέτρα που αναγκάστηκε να πάρει η κυβέρνηση μετά την επανάσταση αποδεικνύουν ότι οι κύριες αιτήσεις ήταν η οικονομική κατάσταση, το απολυταρχικό καθεστώς και οι διώξεις των αγωνιστών του Εικοσιένα. Έτσι, απέλυσε τον υπουργό Παιδείας, Εκκλησιαστικών και Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Σχινά, ο οποίος είχε θεωρηθεί ως κύριος υπεύθυνος για τα αντιλαϊκά μέτρα στον εκκλησιαστικό τομέα και κυρίως είχε κατηγορηθεί ότι κηλίδωσε τη Δικαιοσύνη με τη στάση του κατά τη διάρκεια της δίκης των Κολοκοτρώνη- Πλαπούτα.
Επιπλέον, έσπευσε στις 8 Αυγούστου 1834 να δώσει διασφανηνίσεις σχετικά με το νόμο «περί αποδεκατώσεως της 24ης Μαρτίου 1834», αν και στη πράξη οι διασαφηνίσεις αυτές έμειναν στα χαρτιά.
Και μια υποσημείωση με ιδιαίτερη σημασία για το σήμερα το τόπου:
Το καθεστώς της Αντιβασιλείας επιφύλαξε ακόμη μία τραγική εξέλιξη για την Ελλάδα. Επί των ημερών του παίχτηκε και η πρώτη πράξη του δράματος της χρεοκοπίας, που θα εκδηλωνόταν περίπου μία δεκαετία αργότερα, όταν υπογράφθηκε το πρώτο Μνημόνιο με το οποίο οι τότε δανειστές μας υπαγόρευαν άγριες περικοπές των δημοσίων δαπανών προκειμένου να τους εξοφλήσουμε.
Και μια υποσημείωση με ιδιαίτερη σημασία για το σήμερα το τόπου:
Το καθεστώς της Αντιβασιλείας επιφύλαξε ακόμη μία τραγική εξέλιξη για την Ελλάδα. Επί των ημερών του παίχτηκε και η πρώτη πράξη του δράματος της χρεοκοπίας, που θα εκδηλωνόταν περίπου μία δεκαετία αργότερα, όταν υπογράφθηκε το πρώτο Μνημόνιο με το οποίο οι τότε δανειστές μας υπαγόρευαν άγριες περικοπές των δημοσίων δαπανών προκειμένου να τους εξοφλήσουμε.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η Αντιβασιλεία ήταν να ολοκληρώσει τις διαδικασίες για ένα δάνειο, ύψους 60 εκατ. δραχμών, που θα χορηγούσαν οι «προστάτιδες δυνάμεις» στην Ελλάδα. Το δάνειο, όπως γράφει ο Ανδρέας Ανδρεάδης, το «αγόρασαν οι Ρότσιλντ στα 94% συν 2% μεσιτεία και μαζί με άλλα τινά ωφελήματα. Αποκόμισαν, δηλαδή, κέρδος 6.986.013 δραχμών».
Το 1843, αν και είχαμε πληρώσει ως τότες για τόκους και χρεολύσια 33.080.795 δραχμές, χρωστούσαμε στις τρεις δυνάμεις 66.842.126 δραχμές και 46 λεπτά.
Το βασικό όμως είναι ότι το δάνειο αυτό δεν πήγε στην ανασυγκρότηση της χώρας, την πραγματοποίηση έργων υποδομής και την παραγωγική της ανάπτυξη. Ξοδεύτηκε εξ ολοκλήρου για την αποζημίωση του Όθωνα και των μελών της Αντιβασιλείας και το εξοπλισμό και τη συντήρηση των 5.410 βαυαρών αξιωματικών και στρατιωτών, του στρατού κατοχής. Μονάχα για το βαυαρικό στρατό ξοδεύτηκαν ανάμεσα στα 1833-1835, την εποχή δηλαδή που ξέσπασε η εξέγερση στη Μεσσηνία, σύμφωνα με μία δήλωση που έκανε ο υπουργός Στρατιωτικών Σμαλτς, 20.087.978 δραχμές.
Η επανάσταση Μεσσηνίας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες σελίδες της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Συνδύαζε την ηθική υπόσταση και ακεραιότητα των πρωταγωνιστών της με την ανάγκη της υπεράσπισης και κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του λαού.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Αναστάσης Τζαμαλής, ο Μητροπέτροβας, υπήρξαν αυθεντικοί ήρωες, που με τις πράξεις τους συνεπήραν και συνέγειραν το λαό και μας άφησαν μία βαριά πρακαταθήκη που οφείλουμε να σεβαστούμε και να διαφυλάξουμε…
*Ο Δημήτρης Νικολακόπουλος είναι δημοσιογράφος και εκφώνησε τη συγκεκριμένη ομιλία στην εκδήλωση για την επέτειο της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, το 2012
*Ο Δημήτρης Νικολακόπουλος είναι δημοσιογράφος και εκφώνησε τη συγκεκριμένη ομιλία στην εκδήλωση για την επέτειο της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, το 2012