.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Το αρχαίο Θέατρο της Πλατιάνας, Τριφυλία


 Το θέατρο της Πλατιάνας είναι χτισμένο στην ανατολική απόληξη του όρους Λαπίθα, στα νότια της ομώνυμης κοινότητας, του Δήμου Κρεστένων- Ανδρίτσαινας, του Νομού Ηλείας. Το χαρακτηριστικό στοιχείο του θεάτρου είναι η μοναδική του θέση. Η απόκρημνη θέση του προσφέρει ανεμπόδιστη θέα ιδίως προς το βορρά και την κοιλάδα του Αλφειού.



Ο αρχαιολογικός χώρος


 Το θέατρο βρίσκεται εντός της ακροπόλεως του αρχαιολογικού χώρου της Πλατιάνας. 
Η οχυρωμένη, ελλειπτική και μακρόστενη πόλη (μέγιστου μήκους: 600μ., και πλάτους: 200μ.) περιβάλλεται από μία σειρά τειχών, πιθανώς του -4ου ή -3ου αιώνα που σώζονται στο σύνολό τους σε πολύ καλή κατάσταση (σε ορισμένα σημεία γύρω στα 5μ. ύψος).
 Διαθέτει τρεις μεγάλες πύλες στα ΒΔ, ΝΔ και Α, όπου είναι η κύρια πύλη, καθώς και αρκετούς αμυντικούς πύργους, κυρίως ορθογώνιας αλλά και τραπεζιόσχημης κάτοψης. Τα τείχη έχουν κτιστεί από ογκόλιθους κατά το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας.
 Υποδιαιρείται σε 8 βαθμιδωτά άνδηρα (επίπεδες επιφάνειες), που συγκρατούνται από αναλημματικούς τοίχους, κτισμένους κατά το τραπεζοειδές ή ορθογώνιο σύστημα τοιχοποιίας.
Σε ένα από τα άνδηρα αυτά υπάρχει το αρχαίο θέατρο της Πλατιάνας.
 Η πόλη είχε πιθανόν εγκαταλειφθεί έως τον -2ο αι., καθώς δεν μνημονεύεται από τον περιηγητή Παυσανία. Για την ταύτισή της έχουν προταθεί οι πόλεις της αρχαίας Τριφυλίας Τυπανέαι και Ύπανα, οι οποίες μνημονεύονται από τον Πολύβιο σε σχέση με την εισβολή του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου του Β΄ στην περιοχή κατά τη διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου(-220/ -217), καθώς και από άλλες αρχαίες πηγές και επιγραφικές μαρτυρίες. Η ταύτιση της θέσης με αρχαία πόλη δεν είναι ακόμη απολύτως ασφαλής, μελλοντικές ωστόσο έρευνες και ευρήματα μπορούν να συνδράμουν προς την κατεύθυνση αυτή. 


Από την ανεύρεση λίθινων τεχνέργων κατά τη διάρκεια εργασιών αποψίλωσης στην κορυφή και στα πρανή του λόφου εικάζεται πως η θέση είχε και προϊστορικές φάσεις κατοίκησης.



Το θέατρο

 Μια πρώτη εκδοχή του σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου φαίνεται να ξεκινάει στα μέσα του -4ου αι. Στα μέσα του -3ου αι. αποκτά την τυπική διάρθρωση ενώ εκτεταμένες μετασκευές φαίνεται ότι συντελέστηκαν την εποχή της ρωμαιοκρατίας. 

 Η ορχήστρα έχει διάμετρο 12,00μ. και το κοίλο 34,5 μ. Το κοίλο είναι ημικυκλικό με έντονα άνισα μήκη αναλημματικών τοίχων παρόδων. Από τις γενικές διαστάσεις του κοίλου προκύπτει ότι το θέατρο διέθετε από 10 έως 12 σειρές καθισμάτων με μέγιστη χωρητικότητα όχι μεγαλύτερη των 850 ατόμων. 
 Στο θέατρο διακρίνεται η χαρακτηριστική διάρθρωση των αντίστοιχων ελληνιστικών κατασκευών: το κοίλο, η ορχήστρα και το σκηνικό οικοδόμημα. Στα σχέδια αυτά φαίνεται οτι το θέατρο αποπνέει ένα στιβαρό και λιτό χαρακτήρα.


 Το θέατρο αποτελεί αξιόλογο παράδειγμα ενός μικρού επαρχιακού πολίσματος το οποίο χαρακτηρίζεται από την εμφατική παρουσία ενός και μόνο υλικού δομής: του σκληρού ασβεστολιθικού τοπικού πετρώματος. Η αρχιτεκτονική του θεάτρου προσαρμόστηκε στις δυνατότητες που προσέφερε ο χώρος της Ακρόπολης σε επαφή με το τείχος φαινόμενο που παραπέμπει ευθέως στο θέατρο της Πλευρώνας στην Αιτωλοακαρνανία και κατασκευαστικά μοιάζει πάρα πολύ. Τα καθίσματα του κοίλου αποτελούνταν από κτιστές λιθοδομές αντιστήριξης που σταδιακά και προς τα επάνω διαμόρφωναν τα καμπύλα όρια επάληλλων στρωμάτων επιχώσεων.
 Πλακόστρωτο και καθίσματα δεν διαχωρίζονταν με ιδιαίτερες διαμορφώσεις. Σήμερα διασώζονται κατά τόπους και ελαφρά μετακινημένες οι πλάκες των καθισμάτων κυρίως στις πρώτες έξι σειρές. Σχετικά καλύτερα διασώθηκε η δομή του κοίλου στη δυτική κερκίδα. Εκεί ο αναλημματικός τοίχος που ήταν κτισμένος με ογκώδεις λίθους διατηρήθηκε σε μεγαλύτερο ύψος και συγκράτησε τη συνοχή της κατασκευής σε σχετικά μεγάλη έκταση. 


 Είναι σαφές ότι πολλά καθίσματα από ογκώδεις λίθους της δυτικής κερκίδας προέρχονται από διάλυση άλλου αρχαίου κτηρίου και προφανώς είναι επέμβαση της ρωμαϊκής εποχής.
Θα πρέπει να φανταστούμε αρχικά την οχύρωση της πόλης. Ο πύργος ενδέχεται να σχετίζεται με το πρώτο οικοδομικό πρόγραμμα της κατασκευής του σκηνικού οικοδομήματος. Στο πρώτο αυτό θέατρο πρέπει να φανταστούμε μόνο τον αναλημματικό τοίχο που κινείται παράλληλα με το τείχος της πόλης. 



Σε επαφή με αυτόν θα υπήρχε μόνο ο κύκλος της ορχήστρας και γύρω του οι πρώτες σειρές καθισμάτων πιθανώς σκαλισμένες και στον βράχο. 
 Στην συνέχεια κατασκευάστηκε στο επίπεδο της ορχήστρας το α’ σκηνικό οικοδόμημα το οποίο οριζόταν από τον αναλημματικό τοίχο και την κατασκευή του προσκηνίου. Ο αναλημματικός τοίχος διατηρείται σχεδόν στο πλήρες αρχικό του ύψος.
 Το προσκήνιο ορίζεται από στυλοβάτη που βρέθηκε όπως ήταν αναμενόμενο σε μικρή απόσταση από τον τοίχο και δύο μικρούς εγκάρσιους πλευρικούς τοίχους. Συγχρόνως ή σύντομα κατασκευάζεται και ο επάνω όροφος της σκηνής με τον τοίχο και το θύρωμα με τις κονσόλες.
 Από τον όροφο διασώθηκαν διάσπαρτοι οι δύο ογκώδεις λίθοι κονσόλες στήριξης του ανωφλίου του κεντρικού θυρώνα. Στο ανατολικό τμήμα του αναλημματικού τοίχου θα μπορούσαμε να υποθέσουμε και κατασκευή κλίμακας που να οδηγεί στην στέγη για τις ανάγκες της εξέλιξης του έργου. Το κοίλο αυτή την εποχή πιθανώς εκτεινόταν σε μικρότερη έκταση από αυτή που καταλαμβάνει σήμερα. 

 Στην ρωμαϊκή φάση η σκηνή μεταφέρεται στον όροφο, οι λίθοι του προσκηνίου χρησιμοποιούνται στον τοίχο του pulpitum, το οποίο σώζεται σε ερειπιώδη μορφή. Το σκηνικό οικοδόμημα επεκτείνεται προς το τείχος και καταλαμβάνει πλέον όλο τον χώρο. Αυτή την εποχή υπήρξαν αναδιατάξεις και επισκευές στο περιμετρικό τοίχο – την άντυγα. Πιθανώς υπήρξε αύξηση των θέσεων στην περιοχή του περιμετρικόυ διαδρόμου με αποτέλεσμα να γίνουν τροποποιήσεις στις εισόδους των κλιμάκων. Εντωμεταξύ στον αναλημματικό διανοίγεται πέρασμα για την κατασκευή κλίμακας για την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας των επιπέδων.


 Η κατάσταση διατήρησης του μνημείου είναι κακή και είναι αποτέλεσμα συνδυασμού δύο κύριων παραγόντων που έδρασαν καταστροφικά: της φυσικής φθοράς όσο και της ανθρωπογενούς δράσης. Είναι δεδομένο ότι η θεμελίωση των καθισμάτων πάνω σε επιχώσεις και βράχο προκάλεσε μετά από την απόπλυση του υλικού επιχώσεως μια ανισότροπη συμπεριφορά με αποτέλεσμα τις τοπικές καταβυθίσεις και φαινόμενα μκροολισθήσεων προς την κατωφέρεια του κοίλου.
Η σεισμική δράση δεν μπορεί να αγνοηθεί αλλά δύσκολο να ανιχνευθεί στο συγκεκριμένο ερείπιο επειδή εξέχει ελάχιστα του εδάφους. Η σεισμική δράση βεβαιώνεται σε άλλες γειτονικές κατασκευές της Ακροπόλεως και στον ίδιο τον πύργο.



 Το υλικό, τοπικός σκληρός ασβεστόλιθος, που διακρίνεται από τις πυκνές ασυνέχειες δομής και με τους πολλούς εγκλεισμούς με τα χρόνια απολεπίζεται και διαρρέει, φαινόμενο το οποίο είναι καλά μελετημένο για το ναό της Φιγάλειας. 
 Το μνημείο λεηλατήθηκε συστηματικά αφού φαίνεται ότι αποτελούσε για αιώνες έναν προσφιλή τόπο εύκολου προσπορισμού λίθων ποικίλων διαστάσεων. Η εικόνα όμως της γενικότερης ακανονιστίας της μορφής των λιθοδομών του περιμετρικού αναλημματικού τοίχου και τμήματος του κοίλου οφείλεται όχι στις μεταγενέστερες περιπέτειες του μνημείου αλλά πρωτίστως σε μία αιτία που ανάγεται ήδη από τα αρχαία χρόνια. Η γραφική θα λέγαμε ακανονιστία που παρουσιάζουν τα συγκεκριμένα τμήματα του μνημείου οφείλονται στην χρήση λίθων από άλλα προυπάρχοντα του θεάτρου κτήρια ή σε ανατοποθετήσεις.
 Φαίνεται ότι το κοίλο αναδιαμορφώθηκε ριζικά ή επεκτάθηκε βιαστικά τα ρωμαϊκά χρόνια σε ένα οικοδομικό πρόγραμμα χωρίς ιδιαίτερες αισθητικές αξιώσεις. Εκτός των άλλων η χαοτική εικόνα του κοίλου οφείλεται κυρίως στην έκθεση του υλικού πλήρωσης των υποδομών των καθισμάτων από την ερείπωση του και την κατεδάφιση των ανώτερων σειρών των καθισμάτων. Η λατύπη αποτελεί προϊόν της κατεργασίας των λίθων του θεάτρου, η οποία γινόταν επιτόπου, όσο και στον κατακερματισμό τους με σκοπό την ευκολότερη απομάκρυνση τους κατά την διάλυση του θεάτρου. Η λατύπη αυτή αποτελεί εν μέρει και προϊόν της σταδιακής αποσάθρωσης τους. Όλες οι δράσεις που προτείνονται είναι εναρμονισμένες με τις επικρατούσες αρχές σύγχρονης διαχείρισης και αναστήλωσης των μνημείων.


Από την παρουσίαση της μελέτης Aνάδειξης «Αρχαίου Θεάτρου στην Πλατιάνα»

ΠΗΓΗ: Διάζωμα







Printfriendly