Σε μια ορεινή πτυχή της Μεσσηνιακής Μάνης, σε υψόμετρο 560 μ. από τη θάλασσα, βρίσκεται κρυμμένη η Μεγάλη Καστάνια. Διπλωμένη κυριολεκτικά μέσα στα βουνά, χωρίς αμαξιτό δρόμο μέχρι τελευταία, και αθέατη ακόμα και από πολύ κοντά, κατορθώνει να διαφεύγει την προσοχή των περιηγητών και παρά το μέγεθος και τη σημασία της είναι τόπος σπανιότατα μνημονευόμενος. Η Καστάνια υπήρξε σπουδαίο Βυζαντινό κέντρο από τον 13ο αιώνα. Στην περιοχή σώζονται πολλές εκκλησίες της Βυζαντινής περιόδου κατασκευασμένες στον 13ο και 14ο αιώνα ενώ πολλά σπίτια του χωριού, που κατοικείται συνεχώς μέχρι και σήμερα, είναι του 17ου και 18ου αιώνα. Η σπουδαιότερη και η παλαιότερη εκκλησία είναι ο Άγιος Πέτρος.
Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο των απλών τετρακιόνιων σταυροειδών εγγεγραμμένων με τρούλο και χρονολογείται στο γ΄ τέταρτο του 12ου αιώνα. Στα δυτικά του προστέθηκε γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα νάρθηκας με μορφή στοάς, ενώ το εντυπωσιακό τριώροφο πυργοειδές κωδωνοστάσιο κατασκευάστηκε, σύμφωνα με ανάγλυφη επιγραφή, το 1813.
Το μνημείο σώζει σχεδόν άθικτο σημαντικό μέρος του γλυπτού του διακόσμου που περιλαμβάνει τα κιονό κρανα των τεσσάρων κιόνων, το θύρωμα της δυτικής θύρας του ναού και το τέμπλο. Στον ζωγραφικό διάκοσμο του ναού αναγνωρίζονται τέσσερις φάσεις. Το πρώτο και το δεύτερο στρώμα ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο, ενώ ένα τρίτο μεταβυζαντινό στρώμα (18ος αι.) εντοπίζεται στην αψίδα της πρόθεσης.
Στα μεταπολεμικά χρόνια τμήμα των τοιχογραφιών υπέστη μια κακότεχνη επιζωγράφιση, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αφαιρέθηκε κατά την πρόσφατη συντήρησή τους. Σε μεγαλύτερη έκταση σώζεται το δεύτερο στρώμα ζωγραφικής που συνιστά και την κύρια φάση τοιχογράφησης του ναού. Χρονολογείται, βάσει τεχνοτροπικών και εικονογραφικών κριτηρίων, στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και απηχεί τις τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής στην περιοχή του Μυστρά κατά την όψιμη παλαιολόγεια περίοδο.
Κατά τις πρόσφατες εργασίες συντήρησης αποκαλύφθηκαν τρία στρώματα τοιχογραφιών και στον χώρο του νάρθηκα, όλα των βυζαντινών χρόνων. Ο ναός, σε κακή κατάσταση διατήρησης έως το 2012, αντιμετώπιζε σοβαρά δομοστατικά και οικοδομικά προβλήματα, ενώ ο νάρθηκας κινδύνευε άμεσα με κατάρρευση. Το 2012 εκπονήθηκε από το επιστημονικό προσωπικό της 26ης ΕΒΑ η μελέτη αναστήλωσης του ναού και συντήρησης του ζωγραφικού του διακόσμου. Το μνημείο αποκαταστάθηκε μεταξύ των ετών 2013 και 2014 με μέριμνα του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και τον συντονισμό της Διευθύντριας της 26ης ΕΒΑ κας Ευαγγελίας Μηλίτση-Κεχαγιά. Οι εργασίες αποκατάστασης υλοποιήθηκαν από την Μνημειοτεχνική ΕΠΕ, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονος Σταύρου Μαμαλούκου και του αρχαιολόγου Μιχάλη Κάππα. Η συντήρηση του ζωγραφικού διακόσμου πραγματοποιήθηκε από τον συντηρητή έργων τέχνης Γιώργο Μουστάκη. Η εκτέλεση του όλου έργου, συνολικού κόστους 447.400 €, κατέστη εφικτή χάρη στη γενναιόδωρη χορηγία του Θανάση και της Μαρίνας Μαρτίνου.
Στις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν περιλαμβάνονταν η στερέωση των τοίχων και της θολοδομίας με εφαρμογή ενεμάτων και εφαρμογή συστήματος ελκυστήρων από ανοξείδωτο χάλυβα, η περιορισμένης έκτασης ανακατασκευή κατεστραμμένων τμημάτων των όψεων, η ανακατασκευή της στέγης με χειροποίητα κεραμίδια και σχιστολιθικές πλάκες, η συντήρηση των θυρωμάτων, του δαπέδου και του μαρμάρινου τέμπλου, καθώς και η αποκατάσταση των κατεστραμμένων μαρμάρινων διαφραγμάτων των παραθύρων, στα οποία εντάχθηκαν διατηρούμενα λείψανα των αρχικών.
Εκτελέστηκαν επιπλέον εκτεταμένες εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου προκειμένου να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή ανάδειξη του, καθώς επίσης και έργα αντιστήριξης κατά μήκος της νότιας πλευράς του. Ο προσεκτικός καθαρισμός του ζωγραφικού διακόσμου συνέβαλε στην αποκάλυψη πολλών παραστάσεων που καλύπτονταν από παχύ στρώμα αλάτων αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα του μοναδικού αυτού ζωγραφικού συνόλου της παλαιολόγειας τέχνης.