Η Αρχαία Φρίξα εντοπίζεται σε έναν απόκρημνο κωνικό λόφο, ύψους 305 μ., παρά τη Ν όχθη του Αλφειού, περίπου 8 χμ. Α της Ολυμπίας, που δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή όντας ορατός από την Ολυμπία και από την αρκαδική Ηραία. Παλαιοφάναρο ή Φανάρι ήταν τα ονόματα του λόφου και του χωριού που υπήρχε σε αυτόν, ενώ κοντά του βρίσκεται το χωριό Φρίξα.
Στην αρχαία Φρίξα υπήρχε ο ναός της Αθηνάς Κυδωνίας. Ο Παυσανίας αναφέρει πως αν και τον ναό τον βρήκε μισογκρεμισμένο, ο βωμός του υπήρχε και στις μέρες του. Το ιερό είχε ιδρύσει ο Κλύμενος, από την Κυδωνία της Κρήτης (πόλη κοντά στα Χανιά) ο οποίος ήταν απόγονος του Ιδαίου Ηρακλή. Σύμφωνα με την παράδοση που κατέγραψε ο Παυσανίας, σε αυτό τον ναό θυσίασε ο Πέλοπας πριν την έναρξη της αρματοδρομίας με τον Οινόμαο.
Η Φρίξα και το ιερό της Αθηνάς Κυδωνίας
Η Φρίξα εντοπίζεται σε έναν απόκρημνο κωνικό λόφο, ύψους 305μ., παρά τη Ν όχθη του Αλφειού, περίπου 8 χμ. Α της Ολυμπίας, που δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή όντας ορατός από την Ολυμπία και από την αρκαδική Ηραία. Παλαιοφάναρο ή Φανάρι ήταν τα ονόματα του λόφου και του χωριού που υπήρχε σε αυτόν, ενώ κοντά του βρίσκεται το χωριό Φρίξα (πρώην Ανεμοχωράκι).
Οι περιηγητές του 19ου αι. επισημαίνουν ελάχιστα οικοδομικά κατάλοιπα στον λόφο αυτό1. Σύμφωνα με τον Γιαλούρη υπήρχε οικισμός με ακρόπολη των κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, όπως υποδεικνύουν τα ορατά λείψανα του οικισμού και των τειχών μαζί με τα άφθονα όστρακα και τις κεραμίδες στις πλαγιές του λόφου2.
Στο πλαίσιο των πρόσφατων ερευνών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις για τον οικισμό στον λόφο εκτός από τον μεγάλο αριθμό θραυσμάτων κεραμίδων και μερικούς κιβωτιόσχημους τάφους3. Το 2010 εντοπίστηκαν στον λόφο όστρακα κλασικής εποχής, καθώς και γωνιόλιθοι κογχυλιάτη και ένα μεγάλο τμήμα κορινθιακού στρωτήρα πολύ καλής ποιότητας, που θα μπορούσαν να προέρχονται ίσως από το ναό της Αθηνάς Κυδωνίας, ο οποίος μαρτυρείται από τον Παυσανία στη Φρίξα4.
Άποψη το σύγχρονου χωριού της Φρίξας |
Αφού ο Παυσανίας ολοκληρώσει τη μακρά περιγραφή του ιερού της Ολυμπίας, συνεχίζει την περιγραφή της Ηλείας που είχε διακόψει στο πέμπτο βιβλίο, εξετάζοντας πρώτα την περιοχή στα Α της Ολυμπίας μέχρι τα σύνορα με την Αρκαδία. Ο λόγος του για τη Φρίξα, που ήταν ερειπωμένη επί των ημερών του, αφορά ουσιαστικά το ιερό της Αθηνάς:
«Στην περιοχή αυτή υπάρχει ένας λόφος κωνοειδής· στο λόφο αυτό είναι τα ερείπια της πόλης Φρίξας και ένας ναός της Αθηνάς, της ονομαζόμενης Κυδωνίας. Ο ναός δεν διατηρείται καθ’ όλα άρτιος, ο βωμός όμως υπήρχε και στις μέρες μου. Το ιερό λένε πως το ίδρυσε για τη θεά ο Κλύμενος, ένας απόγονος του ιδαίου Ηρακλή, ο οποίος ήρθε από την Κυδωνία της Κρήτης και τον Ιάρδανο ποταμό. Οι Ηλείοι λένε πως και ο Πέλοπας θυσίασε στην Κυδωνία Αθηνά προτού αγωνιστεί με τον Οινόμαο»5.
Σύμφωνα με τον Cucuzza δεν προκύπτει αναγκαστικά ότι το ιερό της Αθηνάς βρίσκεται στον λόφο της πόλης, δηλαδή στο εσωτερικό του οικισμού6. Υπογραμμίζει ότι η μνεία της πόλης και του ναού της Αθηνάς Κυδωνίας γίνεται σε ένα σημείο όπου ο Παυσανίας ασχολείται με τα Α σύνορα της Ηλείας. Ο περιηγητής δεν αναφέρει κανένα στοιχείο για την πόλη, αντιθέτως θα πρέπει να είδε το ιερό της Αθηνάς, εφόσον σχολιάζει την κατάσταση διατήρησής του· προκύπτει έτσι ακόμη περισσότερο η χωρική διάκριση του ιερού από την πόλη. Η αλήθεια είναι ότι τα συμφραζόμενα της μνείας του ναού της Αθηνάς Κυδωνίας είναι κάπως προβληματικά, ώστε να εξαγάγουμε συμπεράσματα, αν και από τη φράση του Παυσανία («Ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ λόφος ἐστὶν ἀνήκων ἐς ὀξύ, ἐπὶ δὲ αὐτῷ πόλεως Φρίξας ἐρείπια καὶ Ἀθηνᾶς ἐστιν ἐπίκλησιν κυδωνίας ναός») φαίνεται περισσότερο ότι ο ναός βρίσκεται στον λόφο μαζί με τα ερείπια της πόλης. Πιστεύοντας ότι ο ναός της Αθηνάς Κυδωνίας βρίσκεται στη χώρα της Φρίξας ο Cucuzza βρίσκει περαιτέρω έρεισμα σε μία επιγραφική μαρτυρία. Σε ένα ψήφισμα του πρώιμου -2ου αι. για τον διακανονισμό των συνόρων μεταξύ της Αλίφειρας και του Λέπρεου αναφέρεται μία τοποθεσία «Κυδωνάσιον»7. Ο Ορλάνδος θεωρεί πιθανό να εξέλαβε την ονομασία της από το ιερό της Κυδωνίας Αθηνάς, που θα βρισκόταν κοντά, άποψη που ασπάζεται ο Cucuzza8. Ωστόσο φαίνεται απίθανο η Αλίφειρα και το Λέπρεο να είχαν κοινά σύνορα τόσο Β, ως την περιοχή της Φρίξας· αυτό θα σήμαινε ότι το μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής μεταξύ του Αλφειού και της Νέδας ανήκε στις δύο αυτές πόλεις9.
«Στην περιοχή αυτή υπάρχει ένας λόφος κωνοειδής· στο λόφο αυτό είναι τα ερείπια της πόλης Φρίξας και ένας ναός της Αθηνάς, της ονομαζόμενης Κυδωνίας. Ο ναός δεν διατηρείται καθ’ όλα άρτιος, ο βωμός όμως υπήρχε και στις μέρες μου. Το ιερό λένε πως το ίδρυσε για τη θεά ο Κλύμενος, ένας απόγονος του ιδαίου Ηρακλή, ο οποίος ήρθε από την Κυδωνία της Κρήτης και τον Ιάρδανο ποταμό. Οι Ηλείοι λένε πως και ο Πέλοπας θυσίασε στην Κυδωνία Αθηνά προτού αγωνιστεί με τον Οινόμαο»5.
Σύμφωνα με τον Cucuzza δεν προκύπτει αναγκαστικά ότι το ιερό της Αθηνάς βρίσκεται στον λόφο της πόλης, δηλαδή στο εσωτερικό του οικισμού6. Υπογραμμίζει ότι η μνεία της πόλης και του ναού της Αθηνάς Κυδωνίας γίνεται σε ένα σημείο όπου ο Παυσανίας ασχολείται με τα Α σύνορα της Ηλείας. Ο περιηγητής δεν αναφέρει κανένα στοιχείο για την πόλη, αντιθέτως θα πρέπει να είδε το ιερό της Αθηνάς, εφόσον σχολιάζει την κατάσταση διατήρησής του· προκύπτει έτσι ακόμη περισσότερο η χωρική διάκριση του ιερού από την πόλη. Η αλήθεια είναι ότι τα συμφραζόμενα της μνείας του ναού της Αθηνάς Κυδωνίας είναι κάπως προβληματικά, ώστε να εξαγάγουμε συμπεράσματα, αν και από τη φράση του Παυσανία («Ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ λόφος ἐστὶν ἀνήκων ἐς ὀξύ, ἐπὶ δὲ αὐτῷ πόλεως Φρίξας ἐρείπια καὶ Ἀθηνᾶς ἐστιν ἐπίκλησιν κυδωνίας ναός») φαίνεται περισσότερο ότι ο ναός βρίσκεται στον λόφο μαζί με τα ερείπια της πόλης. Πιστεύοντας ότι ο ναός της Αθηνάς Κυδωνίας βρίσκεται στη χώρα της Φρίξας ο Cucuzza βρίσκει περαιτέρω έρεισμα σε μία επιγραφική μαρτυρία. Σε ένα ψήφισμα του πρώιμου -2ου αι. για τον διακανονισμό των συνόρων μεταξύ της Αλίφειρας και του Λέπρεου αναφέρεται μία τοποθεσία «Κυδωνάσιον»7. Ο Ορλάνδος θεωρεί πιθανό να εξέλαβε την ονομασία της από το ιερό της Κυδωνίας Αθηνάς, που θα βρισκόταν κοντά, άποψη που ασπάζεται ο Cucuzza8. Ωστόσο φαίνεται απίθανο η Αλίφειρα και το Λέπρεο να είχαν κοινά σύνορα τόσο Β, ως την περιοχή της Φρίξας· αυτό θα σήμαινε ότι το μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής μεταξύ του Αλφειού και της Νέδας ανήκε στις δύο αυτές πόλεις9.
Η ονομασία Κυδωνία για την Αθηνά απαντά στην Αλεξάνδρα του Λυκόφρονα και στα σχετικά σχόλια, ποίημα περιώνυμο για τις ασυνήθεις και αινιγματικές μυθικές αναφορές του και το επιτηδευμένο ύφος του10. Αφηγούμενος την ιστορία του Πανοπέα, γιου του Φώκου και πατέρα του Επειού, λέει ότι συνόδευσε τον Αμφιτρύωνα στην εκστρατεία εναντίον των Ταφίων και ορκίστηκε στην Αθηνά και στον Άρη να μην σφετεριστεί τα λάφυρα, όμως έσπασε τον όρκο του και η τιμωρία έπληξε τον γιο του11. Οι δύο θεοί αναφέρονται περιφραστικά και συγκεκριμένα για την Αθηνά χρησιμοποιείται το επίθετο Κυδωνία. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο ποιητής των ελληνιστικών χρόνων έχει στο μυαλό του την Αθηνά της Φρίξας. Κυδωνία ονομάζεται η γνωστή πόλη της Κρήτης, στην περιοχή των Χανίων, και η κρανοφόρος κεφαλή της Αθηνάς εμφανίζεται σε μία ελληνιστική κοπή της πόλης12. Η λατρεία της Αθηνάς στην κρητική πόλη φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία για την ίδρυση στη Φρίξα ιερού της θεάς από τον Κυδωνιάτη Κλύμενο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε σε κάποια στοιχεία των γραπτών πηγών και στις πολλαπλές επιρροές που δέχθηκε η Φρίξα προφανώς εξαιτίας της θέσης της.
Η πόλη
Η Φρίξα περιλαμβάνεται από τον Πολύβιο ρητά στις πόλεις της Τριφυλίας13. Ωστόσο αποτελεί μία ιδιαίτερη και περίπλοκη περίπτωση, που διακρίνεται από τις υπόλοιπες τριφυλιακές πόλεις, προφανώς εξαιτίας της γειτνίασής της με την Ολυμπία και την Πισάτιδα αλλά και με την Αρκαδία. Στους αρχαίους συγγραφείς και συνακόλουθα και στους σύγχρονους μελετητές συναντάμε διαφορετικές θεωρήσεις για τη Φρίξα. Μπορούμε, όμως, να θεωρήσουμε ασφαλές ότι το αργότερο στον ύστερο -5ο αι. αποτελούσε μία κοινότητα περίοικων της Ήλιδας και ότι μετά την απελευθέρωσή της έγινε μέλος του κοινού των Τριφυλίων και μέσω αυτού γύρω στα -369 του αρκαδικού κοινού14.
Η πόλη
Η Φρίξα περιλαμβάνεται από τον Πολύβιο ρητά στις πόλεις της Τριφυλίας13. Ωστόσο αποτελεί μία ιδιαίτερη και περίπλοκη περίπτωση, που διακρίνεται από τις υπόλοιπες τριφυλιακές πόλεις, προφανώς εξαιτίας της γειτνίασής της με την Ολυμπία και την Πισάτιδα αλλά και με την Αρκαδία. Στους αρχαίους συγγραφείς και συνακόλουθα και στους σύγχρονους μελετητές συναντάμε διαφορετικές θεωρήσεις για τη Φρίξα. Μπορούμε, όμως, να θεωρήσουμε ασφαλές ότι το αργότερο στον ύστερο -5ο αι. αποτελούσε μία κοινότητα περίοικων της Ήλιδας και ότι μετά την απελευθέρωσή της έγινε μέλος του κοινού των Τριφυλίων και μέσω αυτού γύρω στα -369 του αρκαδικού κοινού14.
Κάποιο πρόβλημα δημιουργείται από την περιγραφή της ευρύτερης περιοχής από τον Παυσανία, που φαίνεται να περιλαμβάνει τη Φρίξα στην Πισάτιδα, καθώς συγχέει τη Β με τη Ν όχθη του Αλφειού και δεν δηλώνει σε ποια από τις δύο βρίσκεται η Φρίξα, ενώ παράλληλα περιπλέκεται και το ζήτημα της έκτασης της Πισάτιδας15. Καθώς όμως είναι αποδεκτή η ταύτιση της θέσης της Φρίξας στη Ν όχθη του Αλφειού, το ερώτημα ίσως μετατρέπεται στο αν η Πισάτιδα εκτεινόταν και Ν του Αλφειού. Η αλήθεια είναι ότι η θέση και η έκταση της Πισάτιδας ποικίλλει και εκλαμβάνεται με διαφορετικούς όρους από τους αρχαίους συγγραφείς16. Κατά μία άλλη άποψη ο Παυσανίας ξεκινά κανονικά την περιγραφή της Πισάτιδας κατευθυνόμενος κατά μήκος της Β όχθης του Αλφειού, ωστόσο βλέπει απέναντι τον λόφο με την ερειπωμένη Φρίξα, που μπορεί να μην άξιζε επίσκεψης αλλά έχρηζε μνείας17. Η πόλη φαίνεται να διακρίνεται και από την Πισάτιδα και από την Τριφυλία κατά την περιγραφή της πορείας του Αλφειού από τον Στράβωνα18. Δεν μπορούμε να πούμε ακριβώς γιατί ο γεωγράφος ξεχωρίζει την πόλη και την συσχετίζει με τον Αλφειό, ο οποίος είναι αλήθεια ότι την πλαισιώνει κάπως με μία καμπή του, ενώ ακόμη ως τα νεότερα χρόνια ήταν πιο εύκολο το πέρασμα του ποταμού από το σημείο αυτό, ώστε δεν αποκλείεται και ο Παυσανίας να διέσχισε τελικά τον ποταμό19.
Η πόλη ως Φρίξαι συγκαταλέγεται από τον Ηρόδοτο στις έξι πόλεις που είχαν κτίσει οι Μινύες, στην περιοχή της κατοπινής Τριφυλίας, και οι περισσότερες εκ των οποίων επί των ημερών του είχαν κατακτηθεί από τους Ηλείους20.
Ωστόσο τα ίδια περίπου χρόνια φαίνεται ότι υπάρχει στους αρχαίους και άλλη εκδοχή για τη Φρίξα, καθώς σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο ο Φερεκύδης την προσγράφει στην Αρκαδία21. Η μαρτυρία αυτή έχει εκληφθεί ως ένδειξη για τις σχέσεις της Αρκαδίας με τις πόλεις Ν του Αλφειού ήδη κατά τον -5ο αι. και προτού επισημοποιηθούν τον -4ο αι. με τις παραδόσεις για την αρκαδική ταυτότητα των Τριφυλίων και την εισχώρηση των τελευταίων στο αρκαδικό κοινό22. Εξηγώντας την ονομασία Τριφυλία ο Στράβωνας λέει ότι τα τρία φύλα που πέρασαν από την περιοχή είναι οι Επειοί, οι Μινύες και οι Ηλείοι, αλλά και ότι μερικοί αντικαθιστούν τους Μινύες με τους Αρκάδες «ἀμφισβητήσαντας τῆς χώρας πολλάκις»23. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η Φρίξα ευρισκόμενη κοντά στην Αρκαδία να βρισκόταν υπό την επιρροή της και αργότερα, κατά τα μέσα του -5ου αι., να υποτάχθηκε στους Ηλείους24. Τα όρια της Τριφυλίας και της Ήλιδας με την Αρκαδία δεν ήταν ποτέ σταθερά και συχνά μεταβάλλονταν, κυρίως εξαιτίας της δυσκολίας των Ηλείων να ενώσουν και να διατηρήσουν ενωμένη την περιοχή25. Οπωσδήποτε παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι μία νύμφη Φρίξα, άγνωστη από αλλού, παρευρίσκεται μαζί με άλλες νύμφες στη γέννηση του Δία που παριστανόταν στον βωμό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα26.
Ο Κλύμενος και η σχέση με την Κρήτη
Ο Κυδωνιάτης Κλύμενος, ιδρυτής του ιερού της Αθηνάς στη Φρίξα, είναι μία σημαντική προσωπικότητα του μυθικού παρελθόντος του ιερού της Ολυμπίας και των αγώνων του κατά τον Παυσανία, τον μοναδικό συγγραφέα που αφηγείται την ιστορία του. Σύμφωνα με μία εκδοχή για την καταγωγή των ολυμπιακών αγώνων οι πρώτοι αγώνες διοργανώθηκαν και ονομάστηκαν Ολύμπια από τον Ιδαίο Ηρακλή, ο οποίος μαζί με τους αδελφούς του, τους Ιδαίους Δακτύλους ή Κουρήτες, είχαν έρθει από την Κρήτη για την περιφρούρηση του παιδιού Δία27. Περίπου πενήντα χρόνια μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και μία γενιά πριν τον Πέλοπα ήρθε από την Κρήτη ο Κλύμενος του Κάρδυ, απόγονος του Ιδαίου Ηρακλή, ο οποίος επίσης φέρεται ως ιδρυτής των αγώνων στην Ολυμπία και ο οποίος αργότερα απομακρύνθηκε από τον Ενδυμίωνα, που ανέλαβε την κυριαρχία της περιοχής28. Ο Κλύμενος ίδρυσε βωμό προς τιμήν των Κουρητών και ιδίως του προγόνου του Ηρακλή, στον οποίο έδωσε το προσωνύμιο Παραστάτης29. Σημαντική είναι επιπλέον η παράδοση που μας μεταφέρεται από τον Παυσανία ότι ο βωμός στάχτης της Ήρας Ολυμπίας θεωρούνταν αφιέρωμα του Κλύμενου30.
Στο πλαίσιο αυτών των παραδόσεων περιλαμβάνεται, λοιπόν, και η ίδρυση από τον Κλύμενο, κυρίαρχο της περιοχής, του ιερού της Αθηνάς Κυδωνίας στη γειτονική με την Ολυμπία Φρίξα. Η αρχαιότητα και η σημασία του ιερού της Φρίξας υποδεικνύεται και από την παράδοση ότι ο Πέλοπας θυσίασε προς την Αθηνά Κυδωνία πριν την αρματοδρομία με τον Οινόμαο. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε την καταγωγή αυτών των δύο παραδόσεων, που συνδέουν το ιερό της Φρίξας με το μυθικό παρελθόν της Ολυμπίας. Οπωσδήποτε οφείλονται τουλάχιστον εν μέρει στη γειτνίαση της πόλης με το πανελλήνιο ιερό και την Πισάτιδα, ενώ από την άλλη το ιερό της Αθηνάς Κυδωνίας ίσως θα πρέπει να ήταν αρκετά αρχαίο ώστε να εμπλακεί σε αυτό το πλέγμα των τοπικών παραδόσεων.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα χρόνια του Παυσανία η λατρεία και οι παραδόσεις φαίνεται ότι ήταν ζωντανές, καθώς ο περιηγητής λέει ότι η πόλη ήταν ερειπωμένη, ο ναός της Αθηνάς εν μέρει, όμως ο βωμός της είχε διατηρηθεί ακέραιος.
Η σχέση της Φρίξας με την Κρήτη προκύπτει και από την ίδια την επίκληση της Αθηνάς ως Κυδωνίας. Φαίνεται να συσχετίζεται από τον Παυσανία με το όνομα της πόλης καταγωγής του Κλύμενου, που προσδιορίζεται στον λόγο του για τη Φρίξα ως «ἀπὸ Κυδωνίας τῆς κρητικῆς καὶ τοῦ Ἰαρδάνου ποταμοῦ»31. Και παρόλο που ο Κυδωνιάτης Κλύμενος είναι άγνωστος κατά τα άλλα, το κρητικό στοιχείο υπάρχει στην Ολυμπία με την ύπαρξη ενός εναλλακτικού, αρχαιότερου Ηρακλή σε σχέση με την αρχή των ολυμπιακών αγώνων, που «υιοθετήθηκε» έναντι του γνωστού «δωρικού» ήρωα ενδεχομένως εξαιτίας μίας αντισπαρτιατικής διάθεσης32. Ο Στέφανος Βυζάντιος κάνοντας λόγο για τη Φαιστό της Κρήτης αναφέρει ότι υπήρχε ομώνυμη πόλη και στην Αχαΐα αλλά και ότι: «Ἔστι καὶ ἄλλη Φαιστός Πελοποννήσου ἡ πρότερον Φρίξα καλουμένη»33. Η πληροφορία αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί και δεν γνωρίζουμε αν πράγματι και πότε η Φρίξα μετονομάστηκε σε Φαιστός34.
Διάφορα στοιχεία μπορούν να αναφερθούν για τη σύνδεση της Κρήτης με την Πελοπόννησο, όπως για παράδειγμα η Τεγεατική παράδοση ότι οι γιοι του Τεγεάτη Κύδων, Αρχήδιος και Γόρτυς μετοίκησαν στην Κρήτη και έδωσαν τα αντίστοιχα ονόματα στις πόλεις Κυδωνία, Κατρέα και Γόρτυνα35. Δεν πρόκειται για τη μοναδική περίσταση κοινών ονομάτων και τοπωνυμίων μεταξύ των δύο περιοχών36. Ενδεικτική επίσης είναι και η περίπτωση του Ιαρδάνου ποταμού, από τον οποίο κατάγεται ο Κλύμενος ως Κυδωνιάτης· ομώνυμος ποταμός μαρτυρείται και στην Ηλεία39. Τις σχέσεις της Φρίξας με την Κρήτη εξετάζει ο Cucuzza συνδυάζοντας μυθικές και ιστορικές πληροφορίες για την Τριφυλία, την Κρήτη και την Αρκαδία40. Όσον αφορά τις παραδόσεις του Παυσανία για τον Κλύμενο και για την Αθηνά Κυδωνία πιστεύει ότι θα ήταν γνωστές τουλάχιστον εν μέρει κατά τον -5ο αι. και ενδεχομένως ο Φερεκύδης, που είχε ασχοληθεί και με τον μύθο του Πέλοπα, υπήρξε πηγή του περιηγητή. Τις σχέσεις της Τριφυλίας με την Κρήτη τις αναγάγει στην εμπλοκή των Αρκάδων, που προέβαλλαν ανάλογες επαφές και που από παλαιότερα διεκδικούσαν την περιοχή αντιτιθέμενοι στη σπαρτιατική πολιτική. Εικάζει ότι οι παραδόσεις για τις σχέσεις με την Κρήτη αναβίωσαν κατά τη διαμάχη των Αρκάδων με τους Ηλείους στα -365/4.
Η όχθη του Αλφειού ποταμού από τη μεριά της Φρίξας,1830. Έκδοση STACKELBERG |
Ο Κλύμενος και η σχέση με την Κρήτη
Ο Κυδωνιάτης Κλύμενος, ιδρυτής του ιερού της Αθηνάς στη Φρίξα, είναι μία σημαντική προσωπικότητα του μυθικού παρελθόντος του ιερού της Ολυμπίας και των αγώνων του κατά τον Παυσανία, τον μοναδικό συγγραφέα που αφηγείται την ιστορία του. Σύμφωνα με μία εκδοχή για την καταγωγή των ολυμπιακών αγώνων οι πρώτοι αγώνες διοργανώθηκαν και ονομάστηκαν Ολύμπια από τον Ιδαίο Ηρακλή, ο οποίος μαζί με τους αδελφούς του, τους Ιδαίους Δακτύλους ή Κουρήτες, είχαν έρθει από την Κρήτη για την περιφρούρηση του παιδιού Δία27. Περίπου πενήντα χρόνια μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και μία γενιά πριν τον Πέλοπα ήρθε από την Κρήτη ο Κλύμενος του Κάρδυ, απόγονος του Ιδαίου Ηρακλή, ο οποίος επίσης φέρεται ως ιδρυτής των αγώνων στην Ολυμπία και ο οποίος αργότερα απομακρύνθηκε από τον Ενδυμίωνα, που ανέλαβε την κυριαρχία της περιοχής28. Ο Κλύμενος ίδρυσε βωμό προς τιμήν των Κουρητών και ιδίως του προγόνου του Ηρακλή, στον οποίο έδωσε το προσωνύμιο Παραστάτης29. Σημαντική είναι επιπλέον η παράδοση που μας μεταφέρεται από τον Παυσανία ότι ο βωμός στάχτης της Ήρας Ολυμπίας θεωρούνταν αφιέρωμα του Κλύμενου30.
Στο πλαίσιο αυτών των παραδόσεων περιλαμβάνεται, λοιπόν, και η ίδρυση από τον Κλύμενο, κυρίαρχο της περιοχής, του ιερού της Αθηνάς Κυδωνίας στη γειτονική με την Ολυμπία Φρίξα. Η αρχαιότητα και η σημασία του ιερού της Φρίξας υποδεικνύεται και από την παράδοση ότι ο Πέλοπας θυσίασε προς την Αθηνά Κυδωνία πριν την αρματοδρομία με τον Οινόμαο. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε την καταγωγή αυτών των δύο παραδόσεων, που συνδέουν το ιερό της Φρίξας με το μυθικό παρελθόν της Ολυμπίας. Οπωσδήποτε οφείλονται τουλάχιστον εν μέρει στη γειτνίαση της πόλης με το πανελλήνιο ιερό και την Πισάτιδα, ενώ από την άλλη το ιερό της Αθηνάς Κυδωνίας ίσως θα πρέπει να ήταν αρκετά αρχαίο ώστε να εμπλακεί σε αυτό το πλέγμα των τοπικών παραδόσεων.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα χρόνια του Παυσανία η λατρεία και οι παραδόσεις φαίνεται ότι ήταν ζωντανές, καθώς ο περιηγητής λέει ότι η πόλη ήταν ερειπωμένη, ο ναός της Αθηνάς εν μέρει, όμως ο βωμός της είχε διατηρηθεί ακέραιος.
Η σχέση της Φρίξας με την Κρήτη προκύπτει και από την ίδια την επίκληση της Αθηνάς ως Κυδωνίας. Φαίνεται να συσχετίζεται από τον Παυσανία με το όνομα της πόλης καταγωγής του Κλύμενου, που προσδιορίζεται στον λόγο του για τη Φρίξα ως «ἀπὸ Κυδωνίας τῆς κρητικῆς καὶ τοῦ Ἰαρδάνου ποταμοῦ»31. Και παρόλο που ο Κυδωνιάτης Κλύμενος είναι άγνωστος κατά τα άλλα, το κρητικό στοιχείο υπάρχει στην Ολυμπία με την ύπαρξη ενός εναλλακτικού, αρχαιότερου Ηρακλή σε σχέση με την αρχή των ολυμπιακών αγώνων, που «υιοθετήθηκε» έναντι του γνωστού «δωρικού» ήρωα ενδεχομένως εξαιτίας μίας αντισπαρτιατικής διάθεσης32. Ο Στέφανος Βυζάντιος κάνοντας λόγο για τη Φαιστό της Κρήτης αναφέρει ότι υπήρχε ομώνυμη πόλη και στην Αχαΐα αλλά και ότι: «Ἔστι καὶ ἄλλη Φαιστός Πελοποννήσου ἡ πρότερον Φρίξα καλουμένη»33. Η πληροφορία αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί και δεν γνωρίζουμε αν πράγματι και πότε η Φρίξα μετονομάστηκε σε Φαιστός34.
Διάφορα στοιχεία μπορούν να αναφερθούν για τη σύνδεση της Κρήτης με την Πελοπόννησο, όπως για παράδειγμα η Τεγεατική παράδοση ότι οι γιοι του Τεγεάτη Κύδων, Αρχήδιος και Γόρτυς μετοίκησαν στην Κρήτη και έδωσαν τα αντίστοιχα ονόματα στις πόλεις Κυδωνία, Κατρέα και Γόρτυνα35. Δεν πρόκειται για τη μοναδική περίσταση κοινών ονομάτων και τοπωνυμίων μεταξύ των δύο περιοχών36. Ενδεικτική επίσης είναι και η περίπτωση του Ιαρδάνου ποταμού, από τον οποίο κατάγεται ο Κλύμενος ως Κυδωνιάτης· ομώνυμος ποταμός μαρτυρείται και στην Ηλεία39. Τις σχέσεις της Φρίξας με την Κρήτη εξετάζει ο Cucuzza συνδυάζοντας μυθικές και ιστορικές πληροφορίες για την Τριφυλία, την Κρήτη και την Αρκαδία40. Όσον αφορά τις παραδόσεις του Παυσανία για τον Κλύμενο και για την Αθηνά Κυδωνία πιστεύει ότι θα ήταν γνωστές τουλάχιστον εν μέρει κατά τον -5ο αι. και ενδεχομένως ο Φερεκύδης, που είχε ασχοληθεί και με τον μύθο του Πέλοπα, υπήρξε πηγή του περιηγητή. Τις σχέσεις της Τριφυλίας με την Κρήτη τις αναγάγει στην εμπλοκή των Αρκάδων, που προέβαλλαν ανάλογες επαφές και που από παλαιότερα διεκδικούσαν την περιοχή αντιτιθέμενοι στη σπαρτιατική πολιτική. Εικάζει ότι οι παραδόσεις για τις σχέσεις με την Κρήτη αναβίωσαν κατά τη διαμάχη των Αρκάδων με τους Ηλείους στα -365/4.
Ο Αλφειός κοντά στη Φρίξα, 1819. Έκδοση DODWELL. |
Η Αθηνά Κυδωνία
Όπως είδαμε ο Παυσανίας έμμεσα εξηγεί την επίκληση Κυδωνία για την Αθηνά στη Φρίξα με βάση το όνομα της πόλης καταγωγής του ιδρυτή του ιερού. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η εξήγηση αυτή είναι μεταγενέστερη και τεχνητή και ότι το επίθετο προέκυψε από τα «κυδώνια μῆλα», το όνομα των οποίων δηλώνει εξάλλου την προέλευσή τους από την κρητική Κυδωνία. Παρόλο που πρόκειται για μία μοναδική περίπτωση της επίκλησης αυτής, δεν είναι σπάνιο τα λατρευτικά επίθετα των θεών να σχετίζονται με κάποιο φυτό, ενώ είναι γνωστή η ιδιαίτερη σχέση των θεοτήτων με διάφορα είδη φυτών. Με τη λέξη «μῆλον» νοείται από τους αρχαίους Έλληνες οποιοδήποτε είδος κυκλικού φρούτου, το οποίο ενίοτε προσδιορίζεται με κάποιο επίθετο που δηλώνει την προέλευσή του, ώστε να αναγνωρίζεται το είδος του· ωστόσο η απουσία του επιθέτου δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να πρόκειται για άλλο φρούτο εκτός του μήλου41.
Στην αρχαία γραμματεία υπάρχουν πολλαπλές περιπτώσεις σύνδεσης των «μήλων» κατά βάση με την Αφροδίτη αλλά και με άλλες θεότητες, ενώ η σχέση του «μήλου» με την ερωτική επιθυμία και πράξη, καθώς και με τον γάμο έχει απασχολήσει τη βιβλιογραφία. Ιδιαίτερα το «κυδώνιον μῆλον» φαίνεται ότι έπαιζε κάποιο ρόλο στα τελετουργικά του γάμου στην Αθήνα, όπως μαρτυρείται από τον Πλούταρχο, ενώ ανάλογο έθιμο υπήρχε στους Πέρσες σύμφωνα με τον Στράβωνα42. Από τη συζήτηση του Αθήναιου για τα «μῆλα» εξάγεται ότι η παλαιότερη αναφορά στα κυδώνια ανάγεται στον Αλκμάνα και ότι ο Στησίχορος αναφέρει ότι πετούσαν κυδώνια και άνθη στο γαμήλιο άρμα του Μενέλαου και της Ελένης43.
Ως εκ τούτου η σύνδεση της Αθηνάς στη Φρίξα με το «κυδώνιον μῆλον» της προσδίδει την ιδιότητα της θεάς του γάμου. Μάλιστα η παράδοση για τη θυσία του Πέλοπα πριν την αρματοδρομία με τον Οινόμαο προς την Αθηνά Κυδωνία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την υπόθεση αυτή για τη φύση της θεάς, στο βαθμό που το εγχείρημα του ήρωα στοχεύει στον γάμο του με την Ιπποδάμεια44. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πότε η Αθηνά απέκτησε την επίκληση Κυδωνία και κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται σε αυτή την ασυνήθιστη για τη θεά λειτουργία. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε για παράδειγμα ότι το αρχαϊκό λατρευτικό άγαλμα της θεάς την παρίστανε κρατώντας κάποιον καρπό και ότι πρωταρχικά η θεά ήταν υπεύθυνη για τέτοιου είδους λειτουργίες με τις οποίες συνδέθηκαν αργότερα άλλες θεές45. Ενδεχομένως για τον λόγο αυτό επιχειρήθηκε σε μία μεταγενέστερη εποχή η εξήγηση της επίκλησης μέσω της ομώνυμης πόλης καταγωγής του ιδρυτή του ιερού της. Πάντως η όψη αυτή της θεάς, αν την δεχτούμε, φαίνεται να ανάγει τη λατρεία της σε αρχαίους χρόνους, ενώ από την άλλη εναρμονίζεται κατά κάποιον τρόπο με ανάλογες πτυχές που υποκρύπτονται και διατηρήθηκαν ίσως σε κάποιες λατρείες.
ΕΛΕΝΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ»
1 Περιείχε εκατοντάδες μικρογραφικά αγγεία, κατά κύριο λόγο υδρίσκες, και πολλά πήλινα γυναικεία ειδώλια και προτομές, που χρονολογούνται μεταξύ -6ου και -4ου αι. Βλ. Ν. Γιαλούρης, ΠΑΕ 1954, 292-294· Θέμελης 1968, 288, 290-291· Γιαλούρης 1973, 176· Μουστάκα 1989. Κάποια αρχαία πήλινα αντικείμενα που κατασχέθηκαν από τον Βαλέριο Στάη και μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αναφέρεται ότι προέρχονται «εκ των Κρεσταίνων», «παρά τον αρχαίον Σκιλλούντα», βλ. Οικονόμου 1931, 47-53, εικ.27-34· πρβλ. Θέμελης 1968, 288. Ο Οικονόμος δημοσιεύει ένα ομοίωμα οικίσκου, ειδώλια πτηνού, ένα ανδρικό, τρία γυναικεία και ένα ανάγλυφο πλακίδιο κόρης, καθώς και τέσσερα μικρογραφικά αγγεία, χειροποίητα και μη, και μία ομφαλωτή φιάλη. Καθώς αυτά τα αρχαϊκά αναθήματα κατασχέθηκαν μαζί με ελληνιστικά αγγεία ο Οικονόμος υποθέτει ότι δεν προέρχονται όλα από το ίδιο μέρος. Όντως, το ομοίωμα οικίσκου θα μπορούσε να προέρχεται από το Μάζι, βλ. Trianti 1984, 114. Ίσως από τα Κρέστενα, περίπου 6 χμ. Δ από το Μάζι, με βάση κάποιες ενδείξεις προέρχεται ο χάλκινος δίσκος στο Λούβρο με το ψήφισμα των Τριφυλίων, βλ. Ruggeri 2004, 73, 109. Αν τα Κρέστενα φέρονται ως προέλευση του δίσκου, τότε θα μπορούσε εξίσου να προέρχεται από το Μάζι, όπως συμβαίνει με το ομοίωμα του οικίσκου.
2 Ο Dodwell 1819, 340-341, που πρώτος πρότεινε την ταύτιση, και ο Leake 1830II, 210 αναφέρουν λείψανα τειχών στην κορυφή του λόφου και ο Curtius 1852, 90 με σημ.96 επίσης τα θεμέλια ενός μεγάλου κτηρίου σε έναν λοφίσκο Α του λόφου. Αργότερα ο Bursian 1872, 286 και ο Frazer IV, 93-94 παρατηρούν ότι ορατή στον λόφο είναι μόνο μία δεξαμενή.
3 Βλ. Γιαλούρης 1973, 170-171, που επιβεβαιώνει την πληροφορία του Curtius για τα θεμέλια ενός κτηρίου 100 μ. Α του λόφου. Πρβλ. Pritchett 1989, 170-171, πίν.141-144, ο οποίος σημειώνει ότι κατά την αυτοψία του δεν είδε λείψανα τειχών και ότι δεν έχει κάτι να προσθέσει στις πληροφορίες του Γιαλούρη.
4 Rohn – Heiden 2009, 356.
5 Βλ. http://www.poliskultur.de/120_Laufende%20Arbeiten.html#i__150637656_1997.
6 Παυσ. 6,21,6: «Ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ λόφος ἐστὶν ἀνήκων ἐς ὀξύ, ἐπὶ δὲ αὐτῷ πόλεως Φρίξας ἐρείπια καὶ Ἀθηνᾶς ἐστιν ἐπίκλησιν κυδωνίας ναός. Οὗτος μὲν οὐ τὰ πάντα ἐστὶ σῶς, βωμὸς δὲ καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι· ἱδρύσασθαι δὲ τῇ θεῷ τὸ ἱερὸν Κλύμενόν φασιν ἀπόγονον Ἡρακλέους τοῦ ἰδαίου, παραγενέσθαι δὲ αυτὸν ἀπὸ Κυδωνίας τῆς κρητικῆς καὶ τοῦ Ἰαρδάνου ποταμοῦ. Λέγουσι δὲ καὶ Πέλοπα οἱ ηλεῖοι τῇ Ἀθηνᾷ θῦσαι τῇ κυδωνίᾳ πρὶν ἢ ἐς τὸν ἀγῶνα αὐτὸν τῷ Οἰνομάῳ καθίστασθαι».
7 Βλ. Cucuzza 1994, 104, πρβλ. 118, 120. Στο άρθρο του αυτό ο Cucuzza αναλύει τα δεδομένα για τη Φρίξα και το ιερό της Αθηνάς Κυδωνίας και προτείνει την ταύτισή του με το ναό της Αθηνάς στο Μάζι, βλ. και κεφ.4.4.
8 Η επιγραφή (SEG 25,449) προέρχεται από το ιερό της Αθηνάς στην Αλίφειρα (κεφ.2.2). Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 158-167 αρ.3-4, εικ.106-107 και IPArk 289-293 αρ.26.
9 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 160-161· Cucuzza 1994, 104.
10 Pritchett 1989, 60 σημ.139.
11 Λυκόφρ. Αλεξ. 936 και Σχολ. Πρβλ. Maddoli – Nafissi 1999, 359· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 271.
12 Βλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 933-945. Πρβλ. Grimal 1991, 534 λ. Πανοπέας.
13 Βλ. Sporn 2002, 270 με σημ.2029. Για τις λατρείες της πόλης και της χώρας της Κυδωνίας βλ. Sporn 2002, 268-281.
14 Βλ. Πολύβ. 4,77,8-9 και 4,80,13-14.
15 Βλ. IACP 545 αρ.309. Σύμφωνα με τον Ξεν. Ελλ. 3,2,30 η Φρίξα είναι μία από τις πόλεις που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τους Ηλείους με το πέρας του πολέμου των Λακεδαιμονίων εναντίον των Ηλείων γύρω στο -400: «… Φέας τε τὸ τεῖχος περιελεῖν καὶ Κυλλήνης καὶ τὰς Τριφυλίδας πόλεις ἀφεῖναι Φρίξαν καὶ Ἐπιτάλιον καὶ Λετρίνους καὶ Ἀμφιδόλους καὶ Μαργανέας, πρὸς δὲ ταύταις καὶ Ἀκρωρείους καὶ Λασιῶνα τὸν ὑπ’ Ἀρκάδων ἀντιλεγόμενον». Το συγκεκριμένο σημαντικό χωρίο παρουσιάζει αρκετά προβλήματα ερμηνείας και όσον αφορά για το ποιες από τις πόλεις θεωρούνταν τριφυλιακές, σχετικά βλ. Nielsen 1997β, 138-139, 150· IACP 540-541· Ruggeri 2004, 110-111.
16 Για το πρόβλημα στην περιγραφή του Παυσανία βλ. Leake 1830ΙΙ, 209-210· Curtius 1852, 90· Frazer IV, 93· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 270.
17 Σχετικά βλ. Meyer 1950, 1736-1743 και τελευταία το άρθρο του Roy 2002α. Η Ruggeri 2004, 84 δέχεται ότι ο Παυσανίας τοποθετεί τη Φρίξα στην Πισάτιδα, της οποίας θα αποτελούσε πρωταρχικά τμήμα, σύμφωνα και με τον Meyer 1950, 1738, 1743, 1752, μέχρι την κατάληψή της από τους Ηλείους γύρω στα -570, οπότε και η Φρίξα θα διαχωρίστηκε από τις υπόλοιπες πόλεις της Πισάτιδας.
18 Βλ. Maddoli – Nafissi 1999, 358-359.
19 Σύμφωνα με τον Στρ. 8,3,12 ο Αλφειός μετά τη συμβολή του με τον Λάδωνα και τον Ερύμανθο διέρχεται «διὰ τῆς Φρίξης καὶ τῆς Πισάτιδος καὶ Τριφυλίας».
20 Βλ. Curtius 1852, 90· Baladié 1980, 52-53· Maddoli – Nafissi 1999, 358.
21 Ηρόδ. 4,148,4: «Καὶ ἔπειτα ἔκτισαν πόλιας τάσδε ἐν αὐτοῖσι, Λέπρεον, Μάκιστον, Φρίξας, Πύργον, Ἔπιον, Νούδιον. Τουτέων δὲ τὰς πλεῦνας ἐπ’ ἐμέο Ἠλεῖοι ἐπόρθησαν».
22 Βλ. Στέφ. Βυζ. λ. Φρίξα.
23 Βλ. Ruggeri 2004, 78-79, 83-84, καθώς και 94-96, 140-143 για τις σχέσεις της Τριφυλίας με την Αρκαδία στον 4ο αι. π.Χ. Για τις διαδικασίες της δημιουργίας της εθνικής ταυτότητας και της πολιτικής οργάνωσης των Τριφυλίων βλ. το άρθρο του Nielsen 1997β.
24 Στρ. 8,3,3. Για το ζήτημα της ονομασίας της Τριφυλίας και της ταύτισης των τριών φύλων, για το οποίο όπως διαφαίνεται από τον Στράβωνα δεν υπήρχε ομοφωνία ούτε στην αρχαιότητα, βλ. Ruggeri 2004, 77-87.
25 Βλ. Meyer 1950, 1752-1753· Nielsen 1997β, 134-136· Maddoli – Nafissi 1999, 359· Roy 2000, 138· Ruggeri 2004, 84. Ανάλογη ίσως είναι η περίπτωση της Φαισάνας, αν ήταν όντως υπαρκτή πόλη, η οποία μάλιστα από κάποιους ταυτίζεται με τη Φρίξα: στον Πίνδ. Ολ. 6, 34 ο Αίπυτος παρουσιάζεται ως ο αρχηγός των Αρκάδων στη Φαισάνα κοντά στον Αλφειό, ενώ τον -3ο αι. ο Ίστρος (FGrHist 334 απόσπ.41) την τοποθετεί στην Ήλιδα. Σχετικά βλ. Cucuzza 1994, 106· Roy 2000, 138 σημ.24· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 271· IACP 491 σημ.4.
26 Για το ζήτημα αυτό βλ. Roy 2000.
27 Παυσ. 8,47,3. Κατά τον Cucuzza η παρουσία της Φρίξας στον βωμό υποδηλώνει τα Α όρια της Αρκαδίας, βλ. Cucuzza 1994, 108, 111-112. Η σχέση της Φρίξας με την Τριφυλία και εμμέσως με την Αρκαδία ίσως ήδη κατά τον -5ο αι. προκύπτει από τον συνδυασμό της παράδοσης που συναντάμε στον Στέφ. Βυζ. λ. Μάκιστος ότι ο επώνυμος οικιστής της Φρίξος ήταν αδελφός του Μακίστου, από τον οποίο ονομάστηκε η πόλη της Τριφυλίας που είχε κατοικηθεί από Καύκωνες, με την εκδοχή του Απολλόδ. 3,8,1 για τον Μηκιστέα και τον Καύκωνα ως γιους του Λυκάονα. Παρόλο που ο Στέφανος Βυζάντιος δεν κατονομάζει την πηγή του, ο Nielsen δεν αποκλείει η παράδοση αυτή να ανάγεται στον -5ο αι., οπότε και χρονολογείται συνήθως από την έρευνα η πηγή για τον κατάλογο των γιων του Λυκάονα στον Ψευδο-Απολλόδωρο, βλ. Nielsen 1997β, 134-136. Για τους γιους του Λυκάονα βλ. επίσης Roy 1968.
28 Βλ. Παυσ. 5,7,6-9· πρβλ. Διόδ. Σικ. 5,64,7. Ο Στρ. 8,3,30 απορρίπτει τις αρχαίες δοξασίες για την ίδρυση του ιερού και την αρχή των αγώνων, που άλλοι αποδίδουν στον Ιδαίο Ηρακλή και άλλοι στον Ηρακλή του Δία και της Αλκμήνης. Για τη βιβλιογραφία σχετικά με τη σχέση των δύο ομώνυμων ηρώων βλ. Cucuzza 1994, 114 σημ.51.
29 Βλ. Παυσ. 5,8,1-2.
30 Παυσ. 5,8,1. Τον βωμό του Ηρακλή Παραστάτη και των αδελφών του αναφέρει ο Παυσ. 5,14,7 μεταξύ των βωμών του ιερού της Ολυμπίας στους οποίους οι Ηλείοι θυσίαζαν μία φορά τον μήνα. Επιπλέον και στο γυμνάσιο της Ήλιδας ένας από τους βωμούς που αναφέρει ο Παυσ. 6,23,3 ανήκε στον Ιδαίο Ηρακλή με την επονομασία Παραστάτης.
31 Παυσ. 5,14,8.
32 Παυσ. 6,21,6.
33 Βλ. Cucuzza 1994, 105-106.
34 Στέφ. Βυζ. λ. Φαιστός.
35 Όπως είδαμε, στα χρόνια του Παυσανία η πόλη είχε ερειπωθεί και δεν ήταν γνωστό στον περιηγητή το όνομα Φαιστός για αυτήν. Σύμφωνα με τον Curtius 1852, 90 η ονομασία Φαιστός σχετίζεται με τον χαρακτήρα της θέσης της αρχαίας πόλης, σε έναν λόφο κατάλληλο για εποπτεία της περιοχής και επικοινωνία με σήματα φωτιάς, σε αναλογία μάλιστα με την ονομασία Παλαιοφάναρο των νεότερων χρόνων. Πρβλ. Baladié 1980, 53. Ο Cucuzza 1994, 110-111 δεχόμενος την αξιοπιστία του Στέφανου Βυζάντιου υποθέτει ότι η πόλη μετονομάστηκε Φαιστός μετά το -370
36 Παυσ. 8,53,4. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες παραδόσεις την κρητική Κυδωνία ίδρυσε ο Μίνωας ή ο Κύδων, γιος της Ακακαλλίδος, κόρης του Μίνωα, και του Απόλλωνα ή του Ερμή, βλ. Sporn 2002, 268, 272 με σημ.2042. Για τη Sporn 2002, 268 η παράδοση του Παυσανία απηχεί τις στενές σχέσεις μεταξύ Κυδωνίας και Πελοποννήσου μέσω του θαλάσσιου εμπορίου των Κυδωνάτων. Επιπλέον, ο Κλύμενος είναι γνωστός στην Κρήτη μόνο από μία επιγραφή σε νόμισμα της Κυδωνίας, βλ. Cucuzza 1994, 105 με σημ.7. Ωστόσο το όνομά του φέρουν και κάποιες άλλες μυθικές προσωπικότητες, όπως εκείνος που εμπλέκεται σε αιμομικτική σχέση με την κόρη του Αρπαλύκη, ο οποίος θεωρείται βασιλιάς της Αρκαδίας ή του Άργους, βλ. Hyg. Fab. 206, 238, 242, 246, 253· Παρθέν. Ερωτ. Παθ. 13.
37 Για παράδειγμα υπήρχε Τεγέα στην Κρήτη σύμφωνα με τον Στέφ. Βυζ. λ. Τεγέα, ενώ ήδη στον Πλάτ. Νόμοι 708a η Γόρτυνα της Κρήτης πήρε το όνομά της από την ομώνυμη πόλη της Αρκαδίας. Πρβλ. Cucuzza 1994, 106-107.
38 Ο Όμηρος γνωρίζει τον ποταμό Ιάρδανο στην Κρήτη, στην περιοχή του οποίου κατοικούν οι Κύδωνες (Οδ. γ 292), αλλά και έναν ομώνυμο ποταμό σε σχέση με τη Φειά, που ήταν σημαντικό λιμάνι των Ηλείων και εντοπίζεται κοντά στο Κατάκωλο, βλ. Ιλ. Η 133-135. Για τη Φειά βλ. McDonald – Hope Simpson 1961, 224 αρ.1, εικ.1, πίν.76a και IACP 492. Ο Παυσ. 5,5,9 μεταφέρει την πληροφορία από κάποια πηγή του ότι ο Ακίδαντας ποταμός στην περιοχή του Σαμικού, δηλαδή σαφώς Ν της Φειάς, ονομαζόταν παλαιότερα Ιάρδανος. Ο Στράβωνας ακολουθώντας το κείμενο του Ομήρου φαίνεται να ταυτίζει τον Ιάρδανο με ένα μικρό ποτάμι κοντά στο ακρωτήριο Φειά (8,3,12), αλλά επίσης αναφέρει τον τάφο του Ιαρδάνου και ένα λιβάδι που έφερε το όνομά του στην περιοχή του Σαμικού και κοντά στον Ακίδαντα (8,3,20) κάνοντας λόγο για τη σύγχυση που υπήρχε στην αρχαιότητα ως προς την ταύτιση της ομηρικής τοπογραφίας (8,3,21). Σχετικά βλ. Pritchett 1989, 61-62. Ως πρόσωπο ο Ιάρδανος είναι γνωστός ως βασιλιάς των Μαιόνων ή Λυδών και πατέρας της Ομφάλης, βλ. Διόδ. Σικ. 4,31,5· Απολλόδ. 2,6,3.
39 Βλ. Cucuzza 1994.
40 Για μία επισκόπηση της έννοιας και του συμβολισμού του «μήλου» με τη σχετική βιβλιογραφία βλ. Pirenne-Delforge 1994, 410-412.
41 Βλ. Πλούτ. Mor. 138d· Στρ. 15,3,17. Ο Faraone 1990, 219, 230-242 αναλύοντας τον συμβολισμό του «μήλου» δίνει έμφαση στην παρουσία του στα τελετουργικά του γάμου από αρχαιοτάτους χρόνους και εντοπίζει αντίστοιχες πρακτικές στην Εγγύς Ανατολή.
42 Βλ. Αθήν. 3,80e-3,83a. Για τα «κυδώνια μῆλα» βλ. Trumpf 1960· Döpp 1995.
43 Βλ. Maddoli – Nafissi 1999, 359-360· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 271.
44 Για λατρευτικά αγάλματα της Αφροδίτης με καρπό βλ. Pirenne-Delforge 1994, 410-412.
Όπως είδαμε ο Παυσανίας έμμεσα εξηγεί την επίκληση Κυδωνία για την Αθηνά στη Φρίξα με βάση το όνομα της πόλης καταγωγής του ιδρυτή του ιερού. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η εξήγηση αυτή είναι μεταγενέστερη και τεχνητή και ότι το επίθετο προέκυψε από τα «κυδώνια μῆλα», το όνομα των οποίων δηλώνει εξάλλου την προέλευσή τους από την κρητική Κυδωνία. Παρόλο που πρόκειται για μία μοναδική περίπτωση της επίκλησης αυτής, δεν είναι σπάνιο τα λατρευτικά επίθετα των θεών να σχετίζονται με κάποιο φυτό, ενώ είναι γνωστή η ιδιαίτερη σχέση των θεοτήτων με διάφορα είδη φυτών. Με τη λέξη «μῆλον» νοείται από τους αρχαίους Έλληνες οποιοδήποτε είδος κυκλικού φρούτου, το οποίο ενίοτε προσδιορίζεται με κάποιο επίθετο που δηλώνει την προέλευσή του, ώστε να αναγνωρίζεται το είδος του· ωστόσο η απουσία του επιθέτου δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να πρόκειται για άλλο φρούτο εκτός του μήλου41.
Στην αρχαία γραμματεία υπάρχουν πολλαπλές περιπτώσεις σύνδεσης των «μήλων» κατά βάση με την Αφροδίτη αλλά και με άλλες θεότητες, ενώ η σχέση του «μήλου» με την ερωτική επιθυμία και πράξη, καθώς και με τον γάμο έχει απασχολήσει τη βιβλιογραφία. Ιδιαίτερα το «κυδώνιον μῆλον» φαίνεται ότι έπαιζε κάποιο ρόλο στα τελετουργικά του γάμου στην Αθήνα, όπως μαρτυρείται από τον Πλούταρχο, ενώ ανάλογο έθιμο υπήρχε στους Πέρσες σύμφωνα με τον Στράβωνα42. Από τη συζήτηση του Αθήναιου για τα «μῆλα» εξάγεται ότι η παλαιότερη αναφορά στα κυδώνια ανάγεται στον Αλκμάνα και ότι ο Στησίχορος αναφέρει ότι πετούσαν κυδώνια και άνθη στο γαμήλιο άρμα του Μενέλαου και της Ελένης43.
Ως εκ τούτου η σύνδεση της Αθηνάς στη Φρίξα με το «κυδώνιον μῆλον» της προσδίδει την ιδιότητα της θεάς του γάμου. Μάλιστα η παράδοση για τη θυσία του Πέλοπα πριν την αρματοδρομία με τον Οινόμαο προς την Αθηνά Κυδωνία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την υπόθεση αυτή για τη φύση της θεάς, στο βαθμό που το εγχείρημα του ήρωα στοχεύει στον γάμο του με την Ιπποδάμεια44. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πότε η Αθηνά απέκτησε την επίκληση Κυδωνία και κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται σε αυτή την ασυνήθιστη για τη θεά λειτουργία. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε για παράδειγμα ότι το αρχαϊκό λατρευτικό άγαλμα της θεάς την παρίστανε κρατώντας κάποιον καρπό και ότι πρωταρχικά η θεά ήταν υπεύθυνη για τέτοιου είδους λειτουργίες με τις οποίες συνδέθηκαν αργότερα άλλες θεές45. Ενδεχομένως για τον λόγο αυτό επιχειρήθηκε σε μία μεταγενέστερη εποχή η εξήγηση της επίκλησης μέσω της ομώνυμης πόλης καταγωγής του ιδρυτή του ιερού της. Πάντως η όψη αυτή της θεάς, αν την δεχτούμε, φαίνεται να ανάγει τη λατρεία της σε αρχαίους χρόνους, ενώ από την άλλη εναρμονίζεται κατά κάποιον τρόπο με ανάλογες πτυχές που υποκρύπτονται και διατηρήθηκαν ίσως σε κάποιες λατρείες.
ΕΛΕΝΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ»
1 Περιείχε εκατοντάδες μικρογραφικά αγγεία, κατά κύριο λόγο υδρίσκες, και πολλά πήλινα γυναικεία ειδώλια και προτομές, που χρονολογούνται μεταξύ -6ου και -4ου αι. Βλ. Ν. Γιαλούρης, ΠΑΕ 1954, 292-294· Θέμελης 1968, 288, 290-291· Γιαλούρης 1973, 176· Μουστάκα 1989. Κάποια αρχαία πήλινα αντικείμενα που κατασχέθηκαν από τον Βαλέριο Στάη και μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αναφέρεται ότι προέρχονται «εκ των Κρεσταίνων», «παρά τον αρχαίον Σκιλλούντα», βλ. Οικονόμου 1931, 47-53, εικ.27-34· πρβλ. Θέμελης 1968, 288. Ο Οικονόμος δημοσιεύει ένα ομοίωμα οικίσκου, ειδώλια πτηνού, ένα ανδρικό, τρία γυναικεία και ένα ανάγλυφο πλακίδιο κόρης, καθώς και τέσσερα μικρογραφικά αγγεία, χειροποίητα και μη, και μία ομφαλωτή φιάλη. Καθώς αυτά τα αρχαϊκά αναθήματα κατασχέθηκαν μαζί με ελληνιστικά αγγεία ο Οικονόμος υποθέτει ότι δεν προέρχονται όλα από το ίδιο μέρος. Όντως, το ομοίωμα οικίσκου θα μπορούσε να προέρχεται από το Μάζι, βλ. Trianti 1984, 114. Ίσως από τα Κρέστενα, περίπου 6 χμ. Δ από το Μάζι, με βάση κάποιες ενδείξεις προέρχεται ο χάλκινος δίσκος στο Λούβρο με το ψήφισμα των Τριφυλίων, βλ. Ruggeri 2004, 73, 109. Αν τα Κρέστενα φέρονται ως προέλευση του δίσκου, τότε θα μπορούσε εξίσου να προέρχεται από το Μάζι, όπως συμβαίνει με το ομοίωμα του οικίσκου.
2 Ο Dodwell 1819, 340-341, που πρώτος πρότεινε την ταύτιση, και ο Leake 1830II, 210 αναφέρουν λείψανα τειχών στην κορυφή του λόφου και ο Curtius 1852, 90 με σημ.96 επίσης τα θεμέλια ενός μεγάλου κτηρίου σε έναν λοφίσκο Α του λόφου. Αργότερα ο Bursian 1872, 286 και ο Frazer IV, 93-94 παρατηρούν ότι ορατή στον λόφο είναι μόνο μία δεξαμενή.
3 Βλ. Γιαλούρης 1973, 170-171, που επιβεβαιώνει την πληροφορία του Curtius για τα θεμέλια ενός κτηρίου 100 μ. Α του λόφου. Πρβλ. Pritchett 1989, 170-171, πίν.141-144, ο οποίος σημειώνει ότι κατά την αυτοψία του δεν είδε λείψανα τειχών και ότι δεν έχει κάτι να προσθέσει στις πληροφορίες του Γιαλούρη.
4 Rohn – Heiden 2009, 356.
5 Βλ. http://www.poliskultur.de/120_Laufende%20Arbeiten.html#i__150637656_1997.
6 Παυσ. 6,21,6: «Ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ λόφος ἐστὶν ἀνήκων ἐς ὀξύ, ἐπὶ δὲ αὐτῷ πόλεως Φρίξας ἐρείπια καὶ Ἀθηνᾶς ἐστιν ἐπίκλησιν κυδωνίας ναός. Οὗτος μὲν οὐ τὰ πάντα ἐστὶ σῶς, βωμὸς δὲ καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι· ἱδρύσασθαι δὲ τῇ θεῷ τὸ ἱερὸν Κλύμενόν φασιν ἀπόγονον Ἡρακλέους τοῦ ἰδαίου, παραγενέσθαι δὲ αυτὸν ἀπὸ Κυδωνίας τῆς κρητικῆς καὶ τοῦ Ἰαρδάνου ποταμοῦ. Λέγουσι δὲ καὶ Πέλοπα οἱ ηλεῖοι τῇ Ἀθηνᾷ θῦσαι τῇ κυδωνίᾳ πρὶν ἢ ἐς τὸν ἀγῶνα αὐτὸν τῷ Οἰνομάῳ καθίστασθαι».
7 Βλ. Cucuzza 1994, 104, πρβλ. 118, 120. Στο άρθρο του αυτό ο Cucuzza αναλύει τα δεδομένα για τη Φρίξα και το ιερό της Αθηνάς Κυδωνίας και προτείνει την ταύτισή του με το ναό της Αθηνάς στο Μάζι, βλ. και κεφ.4.4.
8 Η επιγραφή (SEG 25,449) προέρχεται από το ιερό της Αθηνάς στην Αλίφειρα (κεφ.2.2). Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 158-167 αρ.3-4, εικ.106-107 και IPArk 289-293 αρ.26.
9 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 160-161· Cucuzza 1994, 104.
10 Pritchett 1989, 60 σημ.139.
11 Λυκόφρ. Αλεξ. 936 και Σχολ. Πρβλ. Maddoli – Nafissi 1999, 359· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 271.
12 Βλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 933-945. Πρβλ. Grimal 1991, 534 λ. Πανοπέας.
13 Βλ. Sporn 2002, 270 με σημ.2029. Για τις λατρείες της πόλης και της χώρας της Κυδωνίας βλ. Sporn 2002, 268-281.
14 Βλ. Πολύβ. 4,77,8-9 και 4,80,13-14.
15 Βλ. IACP 545 αρ.309. Σύμφωνα με τον Ξεν. Ελλ. 3,2,30 η Φρίξα είναι μία από τις πόλεις που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τους Ηλείους με το πέρας του πολέμου των Λακεδαιμονίων εναντίον των Ηλείων γύρω στο -400: «… Φέας τε τὸ τεῖχος περιελεῖν καὶ Κυλλήνης καὶ τὰς Τριφυλίδας πόλεις ἀφεῖναι Φρίξαν καὶ Ἐπιτάλιον καὶ Λετρίνους καὶ Ἀμφιδόλους καὶ Μαργανέας, πρὸς δὲ ταύταις καὶ Ἀκρωρείους καὶ Λασιῶνα τὸν ὑπ’ Ἀρκάδων ἀντιλεγόμενον». Το συγκεκριμένο σημαντικό χωρίο παρουσιάζει αρκετά προβλήματα ερμηνείας και όσον αφορά για το ποιες από τις πόλεις θεωρούνταν τριφυλιακές, σχετικά βλ. Nielsen 1997β, 138-139, 150· IACP 540-541· Ruggeri 2004, 110-111.
16 Για το πρόβλημα στην περιγραφή του Παυσανία βλ. Leake 1830ΙΙ, 209-210· Curtius 1852, 90· Frazer IV, 93· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 270.
17 Σχετικά βλ. Meyer 1950, 1736-1743 και τελευταία το άρθρο του Roy 2002α. Η Ruggeri 2004, 84 δέχεται ότι ο Παυσανίας τοποθετεί τη Φρίξα στην Πισάτιδα, της οποίας θα αποτελούσε πρωταρχικά τμήμα, σύμφωνα και με τον Meyer 1950, 1738, 1743, 1752, μέχρι την κατάληψή της από τους Ηλείους γύρω στα -570, οπότε και η Φρίξα θα διαχωρίστηκε από τις υπόλοιπες πόλεις της Πισάτιδας.
18 Βλ. Maddoli – Nafissi 1999, 358-359.
19 Σύμφωνα με τον Στρ. 8,3,12 ο Αλφειός μετά τη συμβολή του με τον Λάδωνα και τον Ερύμανθο διέρχεται «διὰ τῆς Φρίξης καὶ τῆς Πισάτιδος καὶ Τριφυλίας».
20 Βλ. Curtius 1852, 90· Baladié 1980, 52-53· Maddoli – Nafissi 1999, 358.
21 Ηρόδ. 4,148,4: «Καὶ ἔπειτα ἔκτισαν πόλιας τάσδε ἐν αὐτοῖσι, Λέπρεον, Μάκιστον, Φρίξας, Πύργον, Ἔπιον, Νούδιον. Τουτέων δὲ τὰς πλεῦνας ἐπ’ ἐμέο Ἠλεῖοι ἐπόρθησαν».
22 Βλ. Στέφ. Βυζ. λ. Φρίξα.
23 Βλ. Ruggeri 2004, 78-79, 83-84, καθώς και 94-96, 140-143 για τις σχέσεις της Τριφυλίας με την Αρκαδία στον 4ο αι. π.Χ. Για τις διαδικασίες της δημιουργίας της εθνικής ταυτότητας και της πολιτικής οργάνωσης των Τριφυλίων βλ. το άρθρο του Nielsen 1997β.
24 Στρ. 8,3,3. Για το ζήτημα της ονομασίας της Τριφυλίας και της ταύτισης των τριών φύλων, για το οποίο όπως διαφαίνεται από τον Στράβωνα δεν υπήρχε ομοφωνία ούτε στην αρχαιότητα, βλ. Ruggeri 2004, 77-87.
25 Βλ. Meyer 1950, 1752-1753· Nielsen 1997β, 134-136· Maddoli – Nafissi 1999, 359· Roy 2000, 138· Ruggeri 2004, 84. Ανάλογη ίσως είναι η περίπτωση της Φαισάνας, αν ήταν όντως υπαρκτή πόλη, η οποία μάλιστα από κάποιους ταυτίζεται με τη Φρίξα: στον Πίνδ. Ολ. 6, 34 ο Αίπυτος παρουσιάζεται ως ο αρχηγός των Αρκάδων στη Φαισάνα κοντά στον Αλφειό, ενώ τον -3ο αι. ο Ίστρος (FGrHist 334 απόσπ.41) την τοποθετεί στην Ήλιδα. Σχετικά βλ. Cucuzza 1994, 106· Roy 2000, 138 σημ.24· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 271· IACP 491 σημ.4.
26 Για το ζήτημα αυτό βλ. Roy 2000.
27 Παυσ. 8,47,3. Κατά τον Cucuzza η παρουσία της Φρίξας στον βωμό υποδηλώνει τα Α όρια της Αρκαδίας, βλ. Cucuzza 1994, 108, 111-112. Η σχέση της Φρίξας με την Τριφυλία και εμμέσως με την Αρκαδία ίσως ήδη κατά τον -5ο αι. προκύπτει από τον συνδυασμό της παράδοσης που συναντάμε στον Στέφ. Βυζ. λ. Μάκιστος ότι ο επώνυμος οικιστής της Φρίξος ήταν αδελφός του Μακίστου, από τον οποίο ονομάστηκε η πόλη της Τριφυλίας που είχε κατοικηθεί από Καύκωνες, με την εκδοχή του Απολλόδ. 3,8,1 για τον Μηκιστέα και τον Καύκωνα ως γιους του Λυκάονα. Παρόλο που ο Στέφανος Βυζάντιος δεν κατονομάζει την πηγή του, ο Nielsen δεν αποκλείει η παράδοση αυτή να ανάγεται στον -5ο αι., οπότε και χρονολογείται συνήθως από την έρευνα η πηγή για τον κατάλογο των γιων του Λυκάονα στον Ψευδο-Απολλόδωρο, βλ. Nielsen 1997β, 134-136. Για τους γιους του Λυκάονα βλ. επίσης Roy 1968.
28 Βλ. Παυσ. 5,7,6-9· πρβλ. Διόδ. Σικ. 5,64,7. Ο Στρ. 8,3,30 απορρίπτει τις αρχαίες δοξασίες για την ίδρυση του ιερού και την αρχή των αγώνων, που άλλοι αποδίδουν στον Ιδαίο Ηρακλή και άλλοι στον Ηρακλή του Δία και της Αλκμήνης. Για τη βιβλιογραφία σχετικά με τη σχέση των δύο ομώνυμων ηρώων βλ. Cucuzza 1994, 114 σημ.51.
29 Βλ. Παυσ. 5,8,1-2.
30 Παυσ. 5,8,1. Τον βωμό του Ηρακλή Παραστάτη και των αδελφών του αναφέρει ο Παυσ. 5,14,7 μεταξύ των βωμών του ιερού της Ολυμπίας στους οποίους οι Ηλείοι θυσίαζαν μία φορά τον μήνα. Επιπλέον και στο γυμνάσιο της Ήλιδας ένας από τους βωμούς που αναφέρει ο Παυσ. 6,23,3 ανήκε στον Ιδαίο Ηρακλή με την επονομασία Παραστάτης.
31 Παυσ. 5,14,8.
32 Παυσ. 6,21,6.
33 Βλ. Cucuzza 1994, 105-106.
34 Στέφ. Βυζ. λ. Φαιστός.
35 Όπως είδαμε, στα χρόνια του Παυσανία η πόλη είχε ερειπωθεί και δεν ήταν γνωστό στον περιηγητή το όνομα Φαιστός για αυτήν. Σύμφωνα με τον Curtius 1852, 90 η ονομασία Φαιστός σχετίζεται με τον χαρακτήρα της θέσης της αρχαίας πόλης, σε έναν λόφο κατάλληλο για εποπτεία της περιοχής και επικοινωνία με σήματα φωτιάς, σε αναλογία μάλιστα με την ονομασία Παλαιοφάναρο των νεότερων χρόνων. Πρβλ. Baladié 1980, 53. Ο Cucuzza 1994, 110-111 δεχόμενος την αξιοπιστία του Στέφανου Βυζάντιου υποθέτει ότι η πόλη μετονομάστηκε Φαιστός μετά το -370
36 Παυσ. 8,53,4. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες παραδόσεις την κρητική Κυδωνία ίδρυσε ο Μίνωας ή ο Κύδων, γιος της Ακακαλλίδος, κόρης του Μίνωα, και του Απόλλωνα ή του Ερμή, βλ. Sporn 2002, 268, 272 με σημ.2042. Για τη Sporn 2002, 268 η παράδοση του Παυσανία απηχεί τις στενές σχέσεις μεταξύ Κυδωνίας και Πελοποννήσου μέσω του θαλάσσιου εμπορίου των Κυδωνάτων. Επιπλέον, ο Κλύμενος είναι γνωστός στην Κρήτη μόνο από μία επιγραφή σε νόμισμα της Κυδωνίας, βλ. Cucuzza 1994, 105 με σημ.7. Ωστόσο το όνομά του φέρουν και κάποιες άλλες μυθικές προσωπικότητες, όπως εκείνος που εμπλέκεται σε αιμομικτική σχέση με την κόρη του Αρπαλύκη, ο οποίος θεωρείται βασιλιάς της Αρκαδίας ή του Άργους, βλ. Hyg. Fab. 206, 238, 242, 246, 253· Παρθέν. Ερωτ. Παθ. 13.
37 Για παράδειγμα υπήρχε Τεγέα στην Κρήτη σύμφωνα με τον Στέφ. Βυζ. λ. Τεγέα, ενώ ήδη στον Πλάτ. Νόμοι 708a η Γόρτυνα της Κρήτης πήρε το όνομά της από την ομώνυμη πόλη της Αρκαδίας. Πρβλ. Cucuzza 1994, 106-107.
38 Ο Όμηρος γνωρίζει τον ποταμό Ιάρδανο στην Κρήτη, στην περιοχή του οποίου κατοικούν οι Κύδωνες (Οδ. γ 292), αλλά και έναν ομώνυμο ποταμό σε σχέση με τη Φειά, που ήταν σημαντικό λιμάνι των Ηλείων και εντοπίζεται κοντά στο Κατάκωλο, βλ. Ιλ. Η 133-135. Για τη Φειά βλ. McDonald – Hope Simpson 1961, 224 αρ.1, εικ.1, πίν.76a και IACP 492. Ο Παυσ. 5,5,9 μεταφέρει την πληροφορία από κάποια πηγή του ότι ο Ακίδαντας ποταμός στην περιοχή του Σαμικού, δηλαδή σαφώς Ν της Φειάς, ονομαζόταν παλαιότερα Ιάρδανος. Ο Στράβωνας ακολουθώντας το κείμενο του Ομήρου φαίνεται να ταυτίζει τον Ιάρδανο με ένα μικρό ποτάμι κοντά στο ακρωτήριο Φειά (8,3,12), αλλά επίσης αναφέρει τον τάφο του Ιαρδάνου και ένα λιβάδι που έφερε το όνομά του στην περιοχή του Σαμικού και κοντά στον Ακίδαντα (8,3,20) κάνοντας λόγο για τη σύγχυση που υπήρχε στην αρχαιότητα ως προς την ταύτιση της ομηρικής τοπογραφίας (8,3,21). Σχετικά βλ. Pritchett 1989, 61-62. Ως πρόσωπο ο Ιάρδανος είναι γνωστός ως βασιλιάς των Μαιόνων ή Λυδών και πατέρας της Ομφάλης, βλ. Διόδ. Σικ. 4,31,5· Απολλόδ. 2,6,3.
39 Βλ. Cucuzza 1994.
40 Για μία επισκόπηση της έννοιας και του συμβολισμού του «μήλου» με τη σχετική βιβλιογραφία βλ. Pirenne-Delforge 1994, 410-412.
41 Βλ. Πλούτ. Mor. 138d· Στρ. 15,3,17. Ο Faraone 1990, 219, 230-242 αναλύοντας τον συμβολισμό του «μήλου» δίνει έμφαση στην παρουσία του στα τελετουργικά του γάμου από αρχαιοτάτους χρόνους και εντοπίζει αντίστοιχες πρακτικές στην Εγγύς Ανατολή.
42 Βλ. Αθήν. 3,80e-3,83a. Για τα «κυδώνια μῆλα» βλ. Trumpf 1960· Döpp 1995.
43 Βλ. Maddoli – Nafissi 1999, 359-360· Casevitz – Pouilloux – Jacquemin 2002, 271.
44 Για λατρευτικά αγάλματα της Αφροδίτης με καρπό βλ. Pirenne-Delforge 1994, 410-412.