Το ιερό βρίσκεται στο χωριό Σκιλλουντία, που παλαιότερα ονομαζόταν Μάζι και ήταν 1 χμ. Α της σημερινής του θέσης1. Σε ευθεία γραμμή απέχει 4 χμ. από τον Αλφειό και 6 χμ. από την Ολυμπία. Διαφορετικό είναι το χωριό Μάκιστος, που υπήρξε θύμα των πυρκαγιών του 2007 στην περιοχή και βρίσκεται νοτιότερα. Καθώς τα ονόματα των χωριών δεν αντιστοιχούν στην αρχαία τοπογραφία της περιοχής, η οποία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ασφάλεια, και για την αποφυγή συγχύσεων θα χρησιμοποιούμε το τοπωνύμιο Μάζι σε σχέση με το εκεί ιερό της Αθηνάς. Στο μέσο περίπου μεταξύ των δύο χωριών, της Σκιλλουντίας και του Μαζίου, υπάρχει ένας χαμηλός τραπεζιόσχημος λόφος, ο οποίος, παρόλο που δεν είναι ο υψηλότερος της περιοχής, είναι ορατός από την Κρέστενα και τις Μπάμπες στα ΝΔ και ΒΔ του Μαζίου. Ο λόφος ονομάζεται Κάστρο, ενώ για τη θέση του ναού που βρίσκεται στην κορυφή του αναφέρονται στην παλαιότερη έρευνα οι ονομασίες Παλιόπορτα και Διαβολόπορτες.
Ο ναός έγινε γνωστός στην αρχαιολογική έρευνα το 1879, όταν επισκέφθηκαν τον χώρο ο Καστόρχης και ο Καββαδίας, οπότε και διανοίχθηκαν κάποιες δοκιμαστικές τομές κατά μήκος της Α και της Δ πλευράς του μνημείου2. Τότε σώζονταν στη θέση τους σπόνδυλοι από την περίσταση και οι τοίχοι του σηκού έως κάποιο ύψος, ενώ ο ναός χρησίμευε σαν λατομείο οικοδομικού υλικού. Ο ναός συνέχισε να χρησιμοποιείται εντατικά για την εξόρυξη οικοδομικού υλικού από Λαγκαδινούς μαστόρους για τα σπίτια και ιδίως για την εκκλησία στο Μάζι αλλά και στην Κρέστενα έως τις αρχές του 20ου αι., ώστε παρέμειναν τελικά στη θέση τους μόνο τα θεμέλια3. Η λιθολόγηση του ναού πιστοποιείται επιπλέον και για μία παλαιότερη εποχή, καθώς μέλη του ναού εντοπίστηκαν εντοιχισμένα σε μία ερειπωμένη παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική της περιοχής4.
Εκτός από την αφαίρεση μεγάλης ποσότητας του υλικού καταστροφική υπήρξε η λατόμηση στην ίδια την περιοχή του ναού, κατά την οποία διαταράχθηκε η αρχαία στρωματογραφία. Αδύνατη είναι η ταύτιση των άμορφων λίθων στη θέση, ενώ τα διαρπαχθέντα μέλη βρίσκονται εντοιχισμένα και σοβατισμένα σε νεότερα κτίσματα. Κατά πάσα πιθανότητα από τους νεότερους λατόμους κτίστηκε μία ορθογώνια κατασκευή σε επαφή με τη Δ πλευρά του ναού δεδομένου ότι εδράζεται εν μέρει στις κατώτερες στρώσεις των θεμελίων και αποτελείται από ακανόνιστους λίθους και μέλη από κογχυλιάτη σε β’ χρήση5. Περαιτέρω καταστροφές υπέστη ο ναός κατά τις μεγάλες πυρκαγιές του 1975 και του 2007.
Ο επόμενος σταθμός στο ιστορικό της έρευνας του ναού είναι η τριήμερη ανασκαφή συστηματικού χαρακτήρα που διεξήγαγε το 1939 ο Σταυρόπουλος με αφορμή ένα τυχαίο εύρημα, τον μαρμάρινο κορμό ενός πολεμιστή από τη Δ πλευρά του ναού6. Τα ερείπια του ναού καλύπτονταν τότε από μία επιμήκη έξαρση του εδάφους, Δ και Α της οποίας διανοίχθηκαν δύο μεγάλα σκάμματα διαστάσεων 10 x 12 και 10 x 14 μ. αντιστοίχως. Εκτός από θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών και κάποια μικροευρήματα βρέθηκαν σημαντικά τμήματα από τα μαρμάρινα εναέτια γλυπτά του ναού, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο της Πάτρας. Σε μία μικρή συμπληρωματική έρευνα το 1951 από τον Ζαφειρόπουλο καθορίστηκαν οι διαστάσεις του ναού (16 x 35 μ. στα θεμέλια) και βρέθηκαν διάφορα θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών και λιγότερα γλυπτών7.
Η Αρχαιολογική Εταιρεία αποφασίζει να διερευνήσει το ναό και το 1960 λαμβάνει χώρα η πρώτη συστηματική ανασκαφή από τον Γιαλούρη, Έφορο Αρχαιοτήτων Ολυμπίας8. Κατά την ανασκαφή αυτή ανακαλύπτεται ο πρόναος και μέρος του σηκού και του οπισθόδομου, όπως και ο περιβάλλων χώρος του ναού, ιδίως Α και Δ του, ως το φυσικό βραχώδες έδαφος. Ως κυριότερα ευρήματα αναφέρονται πολλά τμήματα εναέτιων γλυπτών, θραύσματα ανθεμωτών ακροκέραμων, όστρακα και χάλκινα ελάσματα. Η διερεύνηση του ιερού συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε στα χρόνια 1978-83 από την Τριάντη, στην οποία είχε παραχωρηθεί η σχετική άδεια από τον Γιαλούρη. Κατά τα δύο πρώτα χρόνια αποκαλύφθηκε πλήρως ο ναός, ενώ το 1980, 1981 και 1983 η έρευνα επεκτάθηκε και σε σημεία του περιβάλλοντος χώρου του.
Ο ναός έχει κανονικό προσανατολισμό (Α-Δ) και βρίσκεται στο μέσο του ανώτερου πλατώματος του χαμηλού τραπεζιόσχημου λόφου, σε υψόμετρο 354 μ.(Εικ. κάτω).
Η προσπέλαση προς το ιερό γινόταν από τα ΝΔ, οπότε ο ναός εμφανιζόταν υπό γωνία. Η πρόσβαση στην κορυφή του λόφου είναι ομαλότερη από τη Δ πλευρά, όπου διαμορφώνονται μικρά κλιμακωτά πλατώματα, σε αντίθεση με τις απόκρημνες πλαγιές κυρίως στη Β και Α πλευρά. Στα Α του ναού φαίνεται πως έγιναν εργασίες διαμόρφωσης του εδάφους με απολάξευση του βράχου, ενώ οι σχετικά μεγάλες επιχώσεις στα Ν και στα Δ ίσως οφείλονται στην ύπαρξη ανδήρων που θα μπορούσαν να σχετίζονται με τα κατάλοιπα ενός ισχυρού τοίχου, που αποκαλύφθηκε εν μέρει στις τρεις πλευρές του λόφου. Τα κατάλοιπα αυτά ερμηνεύονται ως αναλημματικός τοίχος από τον Γιαλούρη και ως ο περίβολος του ιερού από τον Νακάση. Αντιθέτως η Τριάντη κάνει λόγο για τείχος, που θα μας επέτρεπε να ερμηνεύσουμε τον λόφο με το ναό ως την οχυρωμένη ακρόπολη της πόλης9.
Στην παρυφή του αμέσως κατώτερου πλατώματος στα Δ ο τοίχος αποκαλύφθηκε σε μήκος περίπου 36μ. με κατεύθυνση ΒΑ προς ΝΔ. Έχει πλάτος 2,10μ. και είναι κτισμένος με μεγάλους ογκόλιθους σε δύο σειρές, μεταξύ των οποίων υπάρχει γέμισμα με μικρές πέτρες. Το τμήμα αυτό καταλήγει στα ΝΔ σε ένα ορθογώνιο κτίσμα, που ερμηνεύεται ως πύργος και φαίνεται ότι συμπίπτει με την είσοδο. Παρόμοιο τμήμα τοίχου αποκαλύφθηκε και στα Α του λόφου, ενώ για τη Β πλευρά ο Γιαλούρης παρατηρεί ότι αναλημματικός τοίχος ήταν κατασκευασμένος κατά μήκος του απότομου Β πρανούς10. Η μοναδική αμφιβολία που εκφράζει η Τριάντη για την ερμηνεία του ως τείχους είναι ότι δεν είναι σαφή τα μέτωπά του11. Το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει ο Νακάσης λέγοντας ότι δεν έχει βρεθεί η εσωτερική παρειά του τοίχου, η ύπαρξη της οποίας θα ήταν ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ του οχυρωματικού χαρακτήρα του. Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα ο τοίχος περικλείει έναν χώρο με μέγιστες διαστάσεις περίπου 100μ. στον άξονα Α-Δ και 90μ. στον άξονα Β-Ν και ο ναός είναι κτισμένος στο Β τμήμα του. Ο τοίχος έχει χαρακτήρα περιβόλου, που οριοθετεί το ιερό της Αθηνάς, ενώ λειτουργεί και ως ανάλημμα για τη δημιουργία πλατώματος, σημαντικού για τις δραστηριότητες γύρω από το ναό και ιδιαίτερα στον ελεύθερο χώρο που έμενε Ν του. Καταλήγει ότι η κατασκευή του περιβόλου και της ΝΔ εισόδου θα πρέπει να συσχετιστεί με το πρόγραμμα της ανέγερσης του ναού12.
Μπροστά από τον πρόναο και προς τη ΒΑ γωνία του ο Γιαλούρης αποκάλυψε το 1960 ένα μικρό ορθογώνιο κτίσμα σε κακή κατάσταση διατήρησης, αποτελούμενο από τοιχάρια κατασκευασμένα με αργούς λίθους ακανόνιστου μεγέθους13. Ο Νακάσης υιοθετεί την υπόθεση του Γιαλούρη να πρόκειται για τον βωμό, παρόλο που δεν βρίσκεται σε αξονική σχέση με το ναό ούτε υπάρχουν άλλα δεδομένα για την ερμηνεία του14. Σώζονται σε κατώτερη στάθμη από την ευθυντηρία του ναού τμήματα της θεμελίωσης, πλάτους 0,65 μ., από τις δύο πλευρές σε μήκος 3,40 (ΒΔ) και 5,60 (ΝΔ) μ. Η σωζόμενη Δ γωνία του κτίσματος απέχει 8,20 μ. από το ναό και η ΝΔ του πλευρά σχηματίζει γωνία 35ο σε σχέση με την Α πλευρά του ναού. Ως προς την ασύμμετρη θέση του βωμού ο Νακάσης παραθέτει διάφορα παράλληλα, μεταξύ των οποίων και το ναό της Δήμητρας στο Λέπρεο15. Αν δεχτούμε την ερμηνεία του κτίσματος ως βωμού, τότε θα πρέπει να προϋπήρχε της κατασκευής του ναού εξαιτίας της ασυμμετρίας που παρατηρείται.
Πιστεύεται ότι τα θεμέλια που απεκάλυψε ο Γιαλούρης ταυτίζονται με ένα κτίσμα που είδε το 1884 ο Blümner, για το οποίο δίνει περισσότερες πληροφορίες αλλά αρκετά διαφορετικές: κάνει λόγο για ένα ναόσχημο κτήριο, διαστάσεων τουλάχιστον 9x 5μ., με προσανατολισμό προς τα Δ στα ΝΑ του ναού, από τον οποίο απέχει περίπου 29μ. υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη και τη μορφή αυτού του κτίσματος, πάντως η Τριάντη θεωρεί απίθανο να πρόκειται για ένα διαφορετικό κτήριο που καταστράφηκε στον βαθμό που να μην έχει μείνει το παραμικρό ίχνος του16.Αινιγματικό είναι κι ένα ακόμη μικρό κτίσμα στα Β του ναού, για το οποίο ο Νακάσης παρέχει τις εξής πληροφορίες: «Κοντά στο βόρειο τμήμα του περιβόλου, στο μέσον περίπου του ναού και σε μέση απόσταση 13,20μ. σώζονται θεμέλια τοίχων μικρού κτίσματος. Το κτίσμα αυτό συγκλίνει με τη βόρεια πλευρά του ναού προς τα ανατολικά, σχηματίζοντας γωνία 20ο. Τα θεμέλια των τοίχων του έχουν πλάτος 0,80μ. και σώζονται σε μήκος 6,70μ., σε επίπεδο 0,12- 0,13μ. ψηλότερο από την ευθυντηρία του ναού»17. Σε ένα άλλο σημείο ο Νακάσης παρατηρεί ότι το κτίσμα είναι μάλλον μεταγενέστερο του ναού, εφόσον η σωζόμενη πλευρά του είναι σχεδόν παράλληλη με τη Β ευθυντηρία του ναού18. Σε αυτό το κτίσμα φαίνεται ότι αναφέρεται η Τριάντη κάνοντας λόγο για έναν τοίχο μικρότερου πλάτους του τείχους, του οποίου θα αποτελούσε τμήμα19.
Ο Νακάσης καταγράφει, επίσης, 6 αδιάγνωστα μαρμάρινα θραύσματα από την περιοχή του ναού, στον οποίο δεν είναι δυνατόν να ανήκουν, και επίσης ένα μικρό δωρικό κιονόκρανο από κογχυλιάτη που βρέθηκε κατά την ανασκαφή του Γιαλούρη, ίσως στο Α μέρος του ναού20. Το κιονόκρανο δεν είναι απόλυτα συμμετρικό λόγω κακής κατασκευής και ερμηνεύεται ως αναθηματικό, καθώς δεν υπάρχουν ίχνη γομφώσεων στην άνω επιφάνεια του άβακα. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,1160μ. και διάμετρο στο άνω μέρος του εχίνου 0,1710μ.
Όσον αφορά την κατάσταση του ιερού πριν την ανέγερση του υστεροαρχαϊκού ναού δεν μπορούμε να πούμε πολλά με ασφάλεια. Αν πράγματι το λοξά τοποθετημένο θεμέλιο Α του ναού ανήκει στον βωμό, τότε θα αποτελεί το μοναδικό προγενέστερο οικοδομικό στοιχείο, καθώς δεν αναφέρονται άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα πρωιμότερων φάσεων. Σύμφωνα με το Νακάση η υπόθεση για έναν προγενέστερο μικρό ναό δεν επαληθεύθηκε ανασκαφικά, οπότε η λατρεία θα ήταν υπαίθρια21. Για τις απαρχές της λατρείας αφετηρία θα παρείχαν τα χρονολογικά δεδομένα από τα αναθήματα, για τα οποία διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες.
Σύμφωνα με την ανασκαφική εικόνα σχεδόν σε όλο το πλάτωμα του ναού ως το επίπεδο της ευθυντηρίας τα χώματα ήταν μαύρα, μαλακά, ανασκαμμένα από τους νεότερους λατόμους και περιείχαν πολλά όστρακα αβαφή και μελαμβαφή κυρίως του -4ου και λιγότερα του -5ου αι.22. Στα κατώτερα της ευθυντηρίας στρώματα, πάνω στα οποία βρέθηκαν πεσμένα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, το χώμα είναι κίτρινο και σκληρό και περιέχει μυκηναϊκά και πολλά μεσοελλαδικά όστρακα. Κεραμική αυτής της χρονολόγησης βρέθηκε και σε μία τομή του Δ πλατώματος στα Ν του πύργου23. Ενδεχομένως προϊστορικά είναι κάποια αδιάγνωστα οικοδομικά στοιχεία που εντοπίστηκαν σε τομές παρά τη Δ και τη Β πλευρά του ναού και σε μία μικρή τομή στο Α μέρος του σηκού24.
Ο ναός
Ο ναός στο Μάζι είναι ένας τυπικός δωρικός περίπτερος, διπλός εν παραστάσι, με 6 x 13 κίονες25. Οι διαστάσεις του είναι στην κρηπίδα 15,79 x 34,55 μ. και στον στυλοβάτη 14,18 x 32,94 μ. Ο οπισθόδομος έχει μεγαλύτερο βάθος από τον πρόναο. Στον σηκό υπήρχε διπλή, μάλλον δίτονη κιονοστοιχία, η οποία αποκαθίσταται ως δωρική. Σύμφωνα με τον Νακάση πρόκειται για τον αρχαιότερο γνωστό περίπτερο ναό στον ελλαδικό χώρο με ενιαίο μεταξόνιο σε όλες τις πλευρές26. Ο ναός είχε τοποθετηθεί από την Τριάντη με βάση ορισμένες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες στο α’ μισό του -5ου αι.27. Με την αρχιτεκτονική μελέτη ο Νακάσης παρατηρεί ότι ολοκληρώθηκε σε μία φάση εξαιτίας του ενιαίου χαρακτήρα των αρχιτεκτονικών στοιχείων και προσδιορίζει τη χρονολόγησή του στη δεκαετία -500/ -49028. Την ίδια εποχή χρονολογούνται και άλλοι ναοί της Τριφυλίας: ο ναός του Δία στις Μπάμπες Μακρισίων (-500/ -490), ο ναός της Άρτεμης Λιμνάτιδος στην Κομποθέκρα (-478/ -475) και ο ναός της Αθηνάς στο Πρασιδάκι (-478/ -475)29. Με τον τελευταίο εντοπίζονται μεγάλες ομοιότητες, ώστε έχουν χαρακτηριστεί από τον Νακάση ως «δίδυμοι» ναοί. Ομοιότητες υπάρχουν και με το ναό του Δία στην Ολυμπία (-471/ -457), ενώ ο σχετικά κοντινός ναός της Αθηνάς στην αρκαδική Αλίφειρα φέρεται ως πιθανό πρότυπο για το ναό του Μαζίου30.
Ναός Αθηνάς Μακίστου: Σχεδιαστική αναπαράσταση |
Για την κατασκευή του ναού έχει χρησιμοποιηθεί ο κογχυλιάτης λίθος και μάρμαρο μόνο για την κεράμωση και για τα αρχιτεκτονικά γλυπτά. Για τα διαφορετικά μέρη του ναού έχει χρησιμοποιηθεί διαφορετικής ποιότητας κογχυλιάτης λίθος: στα θεμέλια και στην κρηπίδα σπηλαιώδης με αραιά κοχύλια, ενώ στον υπόλοιπο ναό πιο συνεκτικός και εύθρυπτος αλλά και πιο ευκατέργαστος. Το πέτρωμα αυτό, πολύ γνωστό από τα μνημεία της Ολυμπίας, αφθονεί στις όχθες του Αλφειού ποταμού35. Τα ορατά αρχιτεκτονικά μέλη του ναού φέρουν λευκό ασβεστολιθικό κονίαμα36. Για τις οριζόντιες συνδέσεις από την κρηπίδα και πάνω χρησιμοποιήθηκαν μολυβδοχοημένοι σιδερένιοι σύνδεσμοι σχήματος διπλού Τ37.
Ισχυρά θεμέλια έχουν κατασκευαστεί στα σημεία όπου ο ναός δεν εδράζεται απευθείας στον βράχο και όπου αναμένονταν κατακόρυφα φορτία, δηλαδή για τους στυλοβάτες και τον τοιχοβάτη38. Στο Α τμήμα του ο ναός εδράζεται απευθείας στον ειδικά λαξευμένο βράχο. Τμήματα του βράχου, που δεν είναι παντού της ίδιας σκληρότητας, έχουν απολαξευθεί σε διάφορα σημεία, ώστε να περιληφθούν στο σύστημα της θεμελίωσης του ναού. Για τη Δ πλευρά του ναού είχε διανοιχθεί τάφρος θεμελίωσης βάθους σχεδόν 1,50 μ., που αντιστοιχεί σε τουλάχιστον πέντε δόμους39. Και σε άλλα σημεία, ιδίως στη Β πλευρά του ναού, έχει εντοπιστεί ανασκαφικά η κοίτη θεμελίωσης, που γέμισε με λατύπες και προϊόντα εκσκαφής. Τα δάπεδα των πτερών και του κυρίως ναού είναι στρωμένα με πλάκες, οι οποίες στηρίζονται σε κρατευτές τοποθετημένους εγκάρσια σχηματίζοντας ένα είδος εσχάρας40. Πολλοί από αυτούς τους λίθους έχουν διαρπαγεί από τους νεότερους λατόμους. Κάτω από τους κρατευτές και μέχρι τον φυσικό βράχο υπάρχει στρώμα με λατύπες και προϊόντα εκσκαφής, που αποτέθηκε σε διαδοχικές στρώσεις κατά τρόπο παρόμοιο με την πλήρωση των τάφρων θεμελίωσης. Η ευθυντηρία, που σώζεται σε αρκετά σημεία, αποτελείται από μεγάλους γωνιόλιθους καλά αρμοσμένους μεταξύ τους, χωρίς συνδέσμους, με αναθύρωση στις πλαϊνές πλευρές41.
Η κρηπίδα υπολογίζεται ότι ήταν τριβαθμιδωτή με ύψος 1,003 μ., αν και κατά χώραν σώζονται μόνο τα αντιθήματα της πρώτης βαθμίδας42. Παρόλο που δεν σώζονται οικοδομικά στοιχεία στο Α μέρος του ναού, ο Νακάσης υποθέτει ότι η άνοδος στο ναό γινόταν από την κρηπίδα με συμπληρωματικές βαθμίδες πρόσθετες ή λαξευμένες σε αυτήν43. Ο Νακάσης αποδίδει υποθετικά στην πρώτη βαθμίδα της κρηπίδας τέσσερις γωνιόλιθους που είναι εντοιχισμένοι σε σπίτι του χωριού Μάζι ως ανώφλια44.
Στην πρόσθια όψη φέρουν πινάκωση με περιτένεια πλάτους περίπου 5 εκ. Η επεξεργασία αυτή συναντάται συνήθως από τον -4ο αι. και στο εξής, αν και ο Νακάσης επισημαίνει ως πρώιμα δείγματα τον αρχαϊκό ναό της Αφαίας και την ευθυντηρία του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα στην Ερέτρια. Επιπλέον σημειώνει ότι τα μέλη αυτά θα μπορούσαν να σχετίζονται με κάποια επισκευή ή ανακαίνιση του ναού, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο να προέρχονται από κάποιο άλλο κτήριο της αρχαίας πόλης45.
Από τους κίονες της περίστασης σώζονται αρκετοί σπόνδυλοι και τμήματα άλλων, καθώς και θραύσματα από τα κιονόκρανα και μόνο ένα σχεδόν ακέραιο46. Ο εχίνος είναι σχεδόν ίδιου ύψους με τον άβακα και σχηματίζει γωνία 45ο με την οριζόντιο. Οι σπόνδυλοι είναι ανισοϋψείς κατά την αρχαϊκή παράδοση και περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε για τους ανώτερους. Το υποτραχήλιο αρχικά είχε δύο εντομές, από τις οποίες αργότερα κλείστηκε η κατώτερη με κονίαμα47. Κανένα θραύσμα δεν μπορεί να αποδοθεί στους κίονες των προστάσεων, που πιθανόν θα καταστράφηκαν από τη φωτιά που θα ανέπτυξε υψηλές θερμοκρασίες στο εσωτερικό του μνημείου. Ίσως από αυτούς προέρχεται ένα μικρό θραύσμα κιονόκρανου, το μόνο που εντάσσεται σε διαφορετικό τύπο48. Οι ιμάντες του συνίστανται σε ευθύγραμμα και καμπύλα τμήματα, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις αποτελούνται από ευθύγραμμα μόνο τμήματα. Η μορφή του θεωρείται εξελιγμένη, ώστε αν προέρχεται από τους κίονες της περίστασης θα μπορούσε να ανάγεται σε μία μεταγενέστερη οικοδομική φάση.
Στρωτήρ ηγεμών κέραμος που σώζεται στην περιοχή του δεξιού άκρου της κύριας όψης. Διακρίνονται ίχνη διακόσμησης με μαιάνδρους |
Ο Νακάσης καταγράφει δύο τμήματα από το επιστύλιο και δύο μετόπες με συμφυή τρίγλυφα, που σώζονται σε καλή κατάσταση49. Σημειώνει ότι θα έπρεπε να είχε διασωθεί μεγαλύτερος αριθμός λίθων από το επιστύλιο, καθώς η φωτιά θα είχε καταστρέψει βασικά τον πυρήνα του ναού, ωστόσο η απουσία τους οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι θεωρήθηκαν κατάλληλοι για νέα χρήση. Η διαμόρφωση της ζωφόρου με τρίγλυφα συμφυή με μετόπες θεωρείται δείγμα οψιμότητας, ωστόσο συναντάται και σε πρώιμους ναούς, όπου φαίνεται να οφείλεται στο υλικό σε περιοχές που δεν υπάρχουν διαθέσιμοι σκληροί ασβεστόλιθοι50. Αντιθέτως σώθηκε ένας μεγάλος αριθμός θραυσμάτων από τα γείσα, επειδή το σχήμα τους δεν εξυπηρετούσε τους νεότερους λατόμους, αλλά και γιατί η λατόμηση δεν προχώρησε σε μεγάλο βάθος δεδομένου ότι τα γείσα μετά την πτώση τους ήταν τα πρώτα που καταπλακώθηκαν51. Τα σωζόμενα θραύσματα των γείσων ανήκουν στις μακρές πλευρές του ναού και κυρίως στη Β εκτός από δύο που αναγνωρίστηκαν ως υπαέτια. Στους δύο αυτούς λίθους από τα οριζόντια γείσα των στενών πλευρών διατηρούνται στο πρόσθιο τμήμα τους τόρμοι για τη στήριξη των εναέτιων γλυπτών και στον έναν τραπεζιόσχημος τόρμος για την υποδοχή της πλίνθου γλυπτού που θα εξείχε του αετώματος52.
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την αναπαράσταση του εσωτερικού του σηκού53. Το δάπεδό του είναι ανυψωμένο κατά 0,342 μ. από το δάπεδο των πτερών. Οι εσωτερικές κιονοστοιχίες βρίσκονταν πολύ κοντά στους μακρούς τοίχους. Συγκεκριμένα η θεμελίωση του στυλοβάτη αποκαλύφθηκε σε απόσταση ± 0,43 μ. από τον τοιχοβάτη του σηκού. Εξαιτίας του μικρού πλάτους της θεμελίωσης οι κίονες, που υποθετικά θα ήταν πέντε σε κάθε πλευρά, ήταν μικρότερης διαμέτρου από τους κίονες της περίστασης. Ο Νακάσης εικάζει ότι η εσωτερική κιονοστοιχία ήταν δίτονη και δωρική54. Όπως παρατηρούν και η Τριάντη και ο Νακάσης, στον σηκό δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη κατασκευή ή θεμελίωση που να σχετίζεται με το λατρευτικό άγαλμα ή τη βάση του. Η Τριάντη φαίνεται να αποκλείει την πιθανότητα ενός μαρμάρινου λατρευτικού αγάλματος, ενώ ο Νακάσης εικάζει ότι θα είχε μικρό βάρος και θα προϋπήρχε της κατασκευής του ναού55.
Η κεράμωση του ναού είναι μαρμάρινη κορινθιακού τύπου56. Οι ηγεμόνες κεραμίδες έχουν γραπτή διακόσμηση, όπως διαπιστώνεται από τα ίχνη της διάβρωσης, και σε ορισμένες υπάρχουν τεκτονικά σημεία. Οι ηγεμόνες στρωτήρες φέρουν στην πρόσθια όψη τους σύνθετο μαίανδρο και αβακωτό κόσμημα, θέμα ιδιαίτερα διαδεδομένο στην αρχαϊκή και την κλασική περίοδο57. Στους ηγεμόνες καλυπτήρες αποδίδεται πλαστικά το περίγραμμα και γραπτά το εσωτερικό ενός εννιάφυλλου ανθέμιου με δύο αντεστραμμένες έλικες και αντεστραμμένο άνθος λωτού58. Οι στρωτήρες παρά το αέτωμα κατέληγαν σε επαέτιδα σίμη, από την οποία έχουν αναγνωριστεί τρία θραύσματα59. Στις γωνίες της σίμης φαίνεται ότι υπήρχαν μαρμάρινες λεοντοκεφαλές ψευδοϋδρορρόες60. Ένα θραύσμα με το σαγόνι και τη γλώσσα του ζώου βρέθηκε κατά την ανασκαφή του ναού το 1960, ενώ ένα άλλο μεγαλύτερο τμήμα εντοπίστηκε στην αποθήκη του Μουσείου της Ολυμπίας με την ένδειξη «Μάζι». Σε αντίθεση με την Τριάντη ο Νακάσης εκφράζει επιφυλάξεις για το αν τα δύο θραύσματα συνανήκουν και για το αν το δεύτερο προέρχεται πράγματι από το ναό της Αθηνάς. Πιστεύει πάντως ότι η λεοντοκεφαλή θα πρέπει να τοποθετήθηκε όταν και τα εναέτια γλυπτά, μιμούμενη παλαιότερες μορφές, ώστε να εναρμονίζεται με το πνεύμα του ναού61.
Ναός Αθηνάς Μακίστου: Αριστερά ακροκέραμος του ναού Δεξιά: Ψευδοϋδρορροή σε σχήμα λεοντοκεφαλής |
Δεν καθίσταται σαφές αν ο ναός κτίστηκε εξαρχής έχοντας μαρμάρινη κεράμωση ή αν την απέκτησε αργότερα, πιθανότατα κατά την προσθήκη των γλυπτών. Το ζήτημα περιπλέκεται με την ανεύρεση μεγάλου αριθμού πήλινων λακωνικών κεραμίδων μικρού πάχους στην περιοχή του ναού. Για αυτές όμως δεν διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες, ενώ ο Νακάσης ισχυρίζεται ότι δεν παρέχουν στοιχεία που να επιτρέπουν την απόδοσή τους σε πρώιμη φάση του μνημείου62. Η Ohnesorg63 διατηρεί τη λανθασμένη χρονολόγηση του ναού από κάποιους μελετητές με βάση την πλαστική στην πρώτη δεκαετία του -4ου αι., οπότε και ανάγει τη μαρμάρινη κεράμωση. Διαπιστώνει μεγάλες ομοιότητες των ηγεμόνων κεραμίδων με τις αντίστοιχες από τους ναούς της Άρτεμης στο Δήλιο της Πάρου και της Ήρας στη Δήλο, και οι δύο των αρχών του -5ου αι., ωστόσο θεωρεί ότι η κυκλαδική μαρμάρινη στέγη, εφόσον αποκτά τα χρόνια αυτά κανονιστική μορφή, διατηρείται ως προς τη μορφή της ως εξαγώγιμο αγαθό μέχρι και τον -4ο αι. Ως παράλληλο φέρει την ελληνιστική στοά του Αντίγονου Γονατά στη Δήλο, στην οποία αποδίδονται ακροκέραμα που έχουν ακριβώς την ίδια μορφή με του υστεροαρχαϊκού ναού της Ήρας στη Δήλο. Οι μαρμάρινες κεραμίδες δεν παρουσιάζουν μορφολογικές διαφορές μεταξύ τους κατά το Νακάση, ο οποίος αμφιταλαντεύεται ως προς το ζήτημα της κεράμωσης του ναού χωρίς να εκφράζει με σαφήνεια τη θέση του αφήνοντας ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα. Αναλύοντας τα τεκτονικά σημεία που υπάρχουν στις μαρμάρινες κεραμίδες διαπιστώνει ότι ορισμένα γράμματα έχουν πολύ πρώιμη μορφή του τέλους του -6ου αι. και άλλα των αρχών του -4ου αι., ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνται κατά τον -5ο και κατά τον -4ο αι.64. Καθώς τα τεκτονικά σημεία εντάσσονται σε δύο σαφώς διακριτές περιόδους θεωρεί πιθανή την ύπαρξη δεύτερης κατασκευαστικής φάσης, που πιστοποιείται άλλωστε και από άλλα στοιχεία του ναού. Ταυτόχρονα φαίνεται να μην αποκλείει η κεράμωση όπως και οι λεοντοκεφαλές να τοποθετήθηκαν στο ναό την ίδια εποχή με τα γλυπτά και να μιμούνταν παλαιότερες μορφές65. Ως ένδειξη για αυτό θα μπορούσε ίσως να εκληφθεί η διαπίστωση ότι οι κεραμίδες είναι κατασκευασμένες από το ίδιο είδος μαρμάρου όπως και τα γλυπτά.
Ο λόφος "Κάστρο" όπου έστεκε ο ναός της Αθηνάς |
Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά
Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού, που έχουν μελετηθεί στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της Τριάντη, σώζονται σε εξαιρετικά αποσπασματική κατάσταση. Τα διάφορα θραύσματα των γλυπτών βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές από το 1879 ως το 1983 ή παραδόθηκαν ως τυχαία ευρήματα στο Μουσείο της Ολυμπίας66. Με βάση το είδος του μαρμάρου και τη θέση εύρεσής τους, όπου αυτή είναι γνωστή, η Τριάντη διαχωρίζει τις μορφές του Α και του Δ αετώματος, κατασκευασμένες από χονδρόκοκκο μάρμαρο, ενώ γυναικείες μορφές από λεπτόκοκκο μάρμαρο ερμηνεύονται ως ακρωτήρια67. Στη Δ Πελοπόννησο δεν συνηθίζεται οι ναοί να έχουν γλυπτά στα αετώματα και για πρώτη φορά εμφανίζονται στο ναό του Δία στην Ολυμπία, που μπορεί να αποτέλεσε το πρότυπο για την προσθήκη γλυπτών στο ναό του Μαζίου πιθανότατα κατά την περίοδο ανεξαρτησίας των τριφυλιακών πόλεων (περίπου -399/ -369).
Η Τριάντη εντοπίζει ομοιότητες και σχέσεις ως προς το στιλ και την τεχνοτροπία των γλυπτών του Μαζίου με άλλα πελοποννησιακά αρχιτεκτονικά γλυπτά της ίδιας εποχής, και συγκεκριμένα με τη ζωφόρο των Βασσών, τα γλυπτά του Ηραίου του Άργους, τα εναέτια γλυπτά του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, αλλά και με τρεις μορφές από το χωριό Μποζαΐτικα της Αχαΐας68. Καταλήγει ότι τα τέσσερα αυτά σύνολα προέρχονται από ισάριθμα ανεξάρτητα πελοποννησιακά εργαστήρια της περιόδου -410/ -380, στα οποία ανιχνεύονται αττικές επιδράσεις σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Σύμφωνα με την Τριάντη τα γλυπτά του Μαζίου ανάγονται στιλιστικά στην πρώτη εικοσαετία του -4ου αι. και είναι πολύ πιθανό να τοποθετήθηκαν στο ναό κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του κοινού των Τριφυλίων. Ως εκ τούτου η τοποθέτηση των γλυπτών μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μία «πολιτική» πράξη, ιδίως αν λάβουμε υπόψη κάποιες σκέψεις για το θέμα του ενός αετώματος, όπως θα δούμε παρακάτω, σε μία περίοδο όπου δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Έχει γίνει αποδεκτή η στιλιστική ανάλυση και η χρονολόγηση στις αρχές του -4ου αι. με κατώτερο όριο τα γλυπτά του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο (περίπου -380/ -370)69.
Αρχικά η Τριάντη διαπιστώνει ότι τα εναέτια γλυπτά όπως και οι κεραμίδες είναι κατασκευασμένα από το ίδιο χονδρόκοκκο μάρμαρο που μοιάζει με το παριανό70. Ωστόσο, φαίνεται να προτιμά την προέλευση του μαρμάρου από ένα λατομείο της Πελοποννήσου71. Εντοπίζει στοιχεία στο είδος του μαρμάρου που επιτρέπουν να θεωρηθεί περισσότερο πελοποννησιακό παρά νησιωτικό και επισημαίνει μνημεία της Πελοποννήσου όπου γίνεται χρήση παρόμοιου τύπου μαρμάρου, που θεωρούνταν στην παλαιότερη έρευνα νησιωτικό, όμως στη νεότερη εκφράζονται διάφορες αντιρρήσεις και προτιμάται η προέλευσή του από τα Δολιανά ή κάποιο άλλο λατομείο της Πελοποννήσου72. Αμφιταλαντευόμενος για το είδος του μαρμάρου στον ελαφρώς προγενέστερο ναό της Αλίφειρας ο Ορλάνδος υπογραμμίζει τη χρήση νησιωτικού μαρμάρου την ίδια εποχή στην Ολυμπία73. Από την άλλη η Ohnesorg θεωρεί σχεδόν αξιωματικά ότι η μαρμάρινη κεράμωση του ναού του Μαζίου, που χρονολογεί στις αρχές του -4ου αι., είναι κυκλαδικής προέλευσης κι όχι μόνον ως προς το υλικό. Ο Νακάσης αμφιβάλλει για το αν τα γνωστά αρχαία πελοποννησιακά λατομεία δίνουν τέτοιου είδους μάρμαρο και προσθέτει την πιθανότητα κάποια από τα λευκά μάρμαρα σε πελοποννησιακά μνημεία να προέρχονται από την Αττική74.
Αντιθέτως το μάρμαρο των γλυπτών που αποδίδει η Τριάντη στα ακρωτήρια είναι λεπτόκοκκο και μοιάζει πολύ με το πεντελικό όντας πιο κατάλληλο για την λάξευση κινημένων μορφών75. Από τη στιγμή που τα θραύσματα προέρχονται από κινημένες γυναικείες μορφές με ανεμίζοντα ενδύματα, αναπαρίστανται ως Νίκες, οι οποίες συμπληρώνουν εξάλλου και από άποψη περιεχομένου τα θέματα των αετωμάτων, Γιγαντομαχία και Αμαζονομαχία, τις νικηφόρες μάχες θεών και ηρώων76. Μόνο λίγα θραύσματα σώζονται σε ικανοποιητική κατάσταση και δηλωτικός για την ταύτιση είναι ο τόρμος στην οπίσθια επιφάνεια μίας εκ των μορφών, που χρησίμευε πιθανόν για την ένθεση των φτερών77. Από το ίδιο είδος μαρμάρου είναι κατασκευασμένο, ωστόσο, ένα ρόπαλο, το οποίο θα μπορούσαμε να φανταστούμε στα αετώματα78.
Διαθέτουμε περιορισμένα στοιχεία για την αναπαράσταση των εναέτιων συνθέσεων, καθώς τα θραύσματα των γλυπτών είναι μικρά και σχετικά λίγα. Είναι ωστόσο σαφές από τη βίαιη κίνηση των μορφών και την ύπαρξη όπλων ότι απεικονίζονταν και στα δύο σκηνές μάχης, και πριν τη μελέτη της Τριάντη είχαν προταθεί όλα τα πιθανά σχετικά θέματα (Κενταυρομαχία, Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία, μάχη Ελλήνων και βαρβάρων)79. Η Τριάντη προσδιορίζει τεκμηριωμένα τα θέματα ως Γιγαντομαχία στο Α αέτωμα και Αμαζονομαχία στο Δ. Υπολογίζει την ύπαρξη 12-14 μορφών στο κάθε αέτωμα βασιζόμενη στις γενικές διαστάσεις των αετωμάτων: μήκος 12,60μ. και μέγιστο ύψος στο μέσο 1,70μ.80. Από τη νεότερη μελέτη του Νακάση προκύπτουν μεγαλύτερες διαστάσεις (μήκος 13,543μ. και κεντρικό ύψος 1,814μ.), οπότε ο αρχιτέκτονας υποθέτει ότι στο κάθε αέτωμα υπήρχαν 14 ή 15 μορφές81.
Από το Α αέτωμα προέρχονται οι τέσσερις κεφαλές που είχαν βρεθεί από τον Σταυρόπουλο και μεταφερθεί στο Μουσείο της Πάτρας. Η μεγαλύτερη (εικ. άνω) ανήκει σε έναν γενειοφόρο θεό, που εξαιτίας της κόμμωσης, της έκφρασης και του μεγέθους ταυτίζεται με τον Δία82. Η κεφαλή σώζεται σχεδόν ολόκληρη με την αρχή του λαιμού και έχει ύψος 0,25μ. Η επιμελημένη περίτεχνη κόμμωση με τις πλεξίδες παραπέμπει στον Αυστηρό Ρυθμό. Η δεξιά από τις δύο τούφες στους κροτάφους συμπληρώνεται με μικρούς χάλκινους βοστρύχους, ενώ η αριστερή είναι συνοπτικά δουλεμένη, καθώς γενικότερα τα χαρακτηριστικά αυτής της μη ορατής πλευράς είναι αμελέστερα αποδοσμένα.
Στον Αυστηρό Ρυθμό παραπέμπει και η στάση διασκελισμού του θεού, όπως αναπαρίσταται από την Τριάντη83. Με το δεξί ανυψωμένο του χέρι υποθετικά κρατούσε κεραυνό, που κατεύθυνε προς τον αντίπαλό του, ενώ οι δύο αυτές μορφές πρέπει να βρίσκονταν στο κεντρικό τμήμα του αετώματος.
Μία γενειοφόρος κεφαλή (εικ. κάτω, αριστερά και μέσον), ύψους 0,20μ., αποδίδεται σε Γίγαντα που απομακρύνεται προς τα δεξιά έχοντας στραμμένη την κεφαλή προς τα αριστερά84. Θα μπορούσε να αποτελεί σύμπλεγμα με τον Δία, που του τραβούσε τα γένια σύμφωνα με το ίχνος του χεριού στη δεξιά παρειά του Γίγαντα85 (εικ. κάτω, δεξιά). Η κόμη του Γίγαντα διαμορφώνεται με κοντούς βοστρύχους και τα γένια με αραιότερους κυματισμούς. Τα μάτια είναι ορθάνοικτα και μεγάλα, με παχιά βλέφαρα και κυρτούς βολβούς, και πλαισιώνονται από ρυτίδες. Χαρακτηριστικές είναι οι δύο κάθετες ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια, ενώ το μέτωπο αυλακώνεται με δύο οριζόντιες ρυτίδες. Η μύτη, κοντή και καμπουρωτή, έχει πλατιά ρουθούνια, από τα οποία ξεκινούν δυο βαθιές ρυτίδες που κατευθύνονται προς το στόμα. Το στόμα είναι μισάνοικτο και φαίνονται τα δόντια. Οι πολλές έντονες ρυτίδες και η διαμόρφωση του στόματος αποδίδουν την έκφραση του πόνου και την άγρια φύση της μορφής.
Ανάλογα χαρακτηριστικά και πολλές ρυτίδες έχει και η άλλη γενειοφόρος κεφαλή86 (εικ. κλάτω). Η κεφαλή με συνολικό σωζόμενο ύψος 0,256μ. ξεχωρίζει εξαιτίας του ιδιόμορφου κράνους της που έχει τη μορφή κεφαλής ζώου.
Στον λαιμό αποδίδεται κανονικά το επαυχένιο, ενώ είναι αποκρουσμένο το άνω τμήμα του κράνους. Ένθετα ήταν το ρύγχος και τα αυτιά του ζώου, όπως και το λοφίο και οι παραγναθίδες, οι οποίες στερεώνονταν μέσα σε εγκοπές με τη βοήθεια μεταλλικών γόμφων. Οι δύο τόρμοι για τη στερέωση των αυτιών του ζώου είναι τετράπλευροι και στο εσωτερικό του ενός έχει διασωθεί τμήμα του μαρμάρινου τένοντα. Ελλειψοειδής είναι ο τόρμος για την προσθήκη κατά ανάλογο τρόπο του ρύγχους και εδώ στο εσωτερικό του σώζεται τμήμα του μαρμάρινου τένοντα.
Σύμφωνα με την Τριάντη το σχήμα του τόρμου και η λειασμένη επίπεδη ταινία που τον πλαισιώνει δηλώνουν ότι το κομμάτι που προστέθηκε είχε ανάλογη μορφή, σε αντίθεση δηλαδή με τους τετράπλευρους τόρμους των αυτιών87.
Κάποια ίχνη στο κάτω αριστερό τμήμα της κεφαλής του Γίγαντα αποδίδονται στον αποκρουσμένο αριστερό ώμο του από την Τριάντη, η οποία θεωρεί ότι το αριστερό χέρι βρισκόταν σε αμυντική θέση, ίσως ανασηκωμένο88. Υποθέτει ότι η μορφή βρισκόταν στην αριστερή κερκίδα στραμμένη δεξιά προς μία επιτιθέμενη μορφή κοντά στο μέσο του αετώματος. Η συσχέτιση της κεφαλής αυτής με τον Δία είναι λιγότερο πιθανή, εκτός αν δεχτούμε ότι στο κέντρο του αετώματος υπήρχε σύμπλεγμα τριών μορφών. Περισσότερο πιθανή θεωρεί η Τριάντη τη συσχέτιση του Γίγαντα αυτού με τη θεά, από την οποία προέρχεται η τέταρτη κεφαλή89 (εικ. κάτω, αριστερά και μέσον). Η θεά θα κινούνταν προς τα αριστερά επιτιθεμένη εναντίον του Γίγαντα με το δεξί χέρι πιθανότατα οπλισμένο και ανυψωμένο ακουμπώντας στην κεφαλή της(εικ. κάτω, δεξιά). Η θέση αυτή του χεριού εξηγεί την ημίεργη εργασία στη δεξιά πλευρά του κρανίου και την ύπαρξη πουντέλλου πάνω από το μέτωπο90.
Περισσότερα δεν μπορούμε να πούμε για τη σύνθεση του αετώματος. Τα υπόλοιπα θραύσματα προέρχονται ως επί το πλείστον από τα χέρια και τα πόδια μορφών· είναι χαρακτηριστική η παρουσία των όπλων καθώς και η ύπαρξη ενδεδυμένων γυναικείων μορφών91. Τα θραύσματα των γυναικείων μορφών δεν μπορούν να συσχετιστούν μεταξύ τους ούτε να αποδοθούν σε συγκεκριμένες θεές. Κανένα δεν μπορεί να αποδοθεί στην Αθηνά, την οποία θα περιμέναμε να παριστάνεται στο κεντρικό τμήμα του αετώματος όντας πρωταγωνίστρια στη Γιγαντομαχία και κάτοχος του ναού. Στις γωνίες των αετωμάτων η Τριάντη αναπαριστά σύμφωνα με εικονογραφικά παράλληλα ξαπλωμένες μορφές νεκρών ή πληγωμένων Γιγάντων· από μία τέτοια μορφή θα μπορούσε να προέρχεται ένα θραύσμα με ακουμπισμένο το δεξί χέρι πάνω στην πλίνθο92.
Το ιδιότυπο κράνος με μορφή κεφαλής ζώου αποκαλύπτει κάτι για την ταυτότητα της μορφής όπως γνωρίζουμε από άλλες περιπτώσεις93. Η αρχική εντύπωση είναι ότι πρόκειται για κεφαλή κάπρου, όπως είχε διατυπωθεί πριν τη μελέτη της Τριάντη, η οποία ωστόσο καταλήγει ότι πρόκειται για έναν λύκο. Ως εκ τούτου αναγνωρίζει στη μορφή τον Αρπάλυκο, που μας παραδίδεται ως ένας από τους πενήντα γιους του Λυκάονα από τον Ψευδο-Απολλόδωρο, χωρίς να αποκλείει να πρόκειται ακόμη και για τον ίδιο τον Λυκάονα94. Από τον ίδιο συγγραφέα μαθαίνουμε ότι ο Δίας κατακεραύνωσε τον Λυκάονα και τους γιους του στην Τραπεζούντα εξαιτίας της ασέβειάς τους. Έχει παρατηρηθεί ότι η αρκαδική αυτή παράδοση έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη Γιγαντομαχία. Δεν είναι τυχαίο πως ορισμένοι από τους γιους του Λυκάονα φέρουν ονόματα Γιγάντων, ενώ από την άλλη η Αρκαδία συμπεριλαμβάνεται στους τόπους όπου υποτίθεται ότι έλαβε χώρα η Γιγαντομαχία95. Έτσι, η Τριάντη θεωρεί πολύ πιθανό ότι στο Α αέτωμα εικονιζόταν όχι η γνωστή μάχη αλλά μία επιχώρια παραλλαγή του μύθου, κατά την οποία ως αντίπαλοι των θεών μάχονται οι «Γίγαντες» της Αρκαδίας. Αν δεχτούμε αυτή την ερμηνεία, τότε αυτόματα αποκτούμε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αρχαιολογική μαρτυρία για τη σφυρηλάτηση μίας αρκαδικής εθνικής ταυτότητας εκ μέρους των Τριφυλίων, που εντέλει το -369 εισχωρούν στο κοινό των Αρκάδων96.
Από το Δ αέτωμα προέρχεται ο κορμός του γυμνού κρανοφόρου πολεμιστή, που διασώζει ακέραιη την κεφαλή της μορφής97 (εικ. κάτω). Η κεφαλή φέρει κορινθιακό κράνος κι είναι ελαφρώς στραμμένη προς τα δεξιά ακολουθώντας την κίνηση του σώματος. Όπως φαίνεται από τη θέση των γλουτών ο πολεμιστής αποδίδεται σε στάση επίθεσης προς τα δεξιά προτάσσοντας το αριστερό πόδι λυγισμένο στο γόνατο και έχοντας το δεξί τεντωμένο προς τα πίσω98. Από τα σωζόμενα ίχνη συμπεραίνεται ότι έφερε ασπίδα περασμένη στο ανυψωμένο αριστερό χέρι, που ακουμπούσε εν μέρει στον ώμο. Με το προτασσόμενο δεξί του χέρι κτυπούσε ίσως με ξίφος τον αντίπαλό του, που θα βρισκόταν σε υψηλότερη θέση στα δεξιά. Το συνολικό ύψος της μορφής υπολογίζεται στα 1,35 μ., δηλαδή θα βρισκόταν κοντά στο κέντρο του αετώματος και πιθανόν σε άμεση εξάρτηση με το κεντρικό σύμπλεγμα (εικ. δεξιά).
Αν δεχτούμε ότι στο Α αέτωμα περιλαμβάνονται στοιχεία της τοπικής μυθικής παράδοσης, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι στο Δ αέτωμα παριστανόταν η μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες, θέμα που συναντάται εξάλλου σε διάφορα μνημεία της Ολυμπίας104. Έχει βρεθεί ένα τμήμα ροπάλου, κατασκευασμένο ωστόσο από πεντελικό μάρμαρο όπως και τα ακρωτήρια105. Αν δεχτούμε ότι το κρατούσε μία εναέτια μορφή, δηλαδή ο Ηρακλής, τότε σύμφωνα με την Τριάντη πιθανότερο είναι ο ήρωας να βρισκόταν στο Δ αέτωμα, καθώς στη Γιγαντομαχία παριστάνεται συνήθως κρατώντας τόξο106. Όσον αφορά την εκδοχή της Αμαζονομαχίας η Ridgway εντοπίζει μία τάση αυτή την εποχή στις πελοποννησιακές πόλεις στροφής προς τον επικό κύκλο εκτός από το ενδιαφέρον για την τοπική παράδοση107. Όπως εξάλλου παρατηρεί η ίδια ερευνήτρια σε άλλο έργο της είναι ιδίως η Αμαζονομαχία ως θέμα της αρχιτεκτονικής πλαστικής που φανερώνει πώς οι μύθοι εμπεριέχουν διαφορετικές έννοιες και αξίες ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο108.
Τα μικροευρήματα
Για τα μικροευρήματα από τις ανασκαφές στο ιερό δεν έχουμε πολλές πληροφορίες και δεν είναι γνωστά ως επί το πλείστον τα συμφραζόμενά τους. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί η ποσότητά τους, η χρονολόγησή τους και η σημασία τους μεμονωμένα αλλά και στο πλαίσιο της λατρείας και των διαφόρων φάσεων του ιερού. Δεν είμαστε σε θέση να πούμε ποια από τα ευρήματα είναι τα πρωιμότερα και ποια τα νεότερα, ώστε να προσδιορίσουμε με ασφάλεια τη διάρκεια ζωής του ιερού. Βέβαια, ένας παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη όσον αφορά τα ευρήματα από το ιερό γενικότερα είναι οι εκτεταμένες καταστροφές στα νεότερα χρόνια αλλά και παλαιότερα, που οδήγησαν στη διατάραξη των στρωμάτων και ενδεχομένως στη λεηλασία και μικροευρημάτων εκτός από οικοδομικό υλικό. Σε κάθε περίπτωση και προς το παρόν τουλάχιστον δεν εντοπίζεται στο Μάζι ένα ανάλογο ευρύ χρονολογικό πλαίσιο όπως αυτό έχει προσδιοριστεί από τον Sinn για τα αναθήματα στο γνωστό τριφυλιακό ιερό της Άρτεμης Λιμνάτιδος στην Κομποθέκρα, τη σημερινή Αρτέμιδα (-9ος/ -2ος αι.)109.
Η πλειονότητα της ανευρεθείσας κεραμικής φαίνεται ότι χρονολογείται στην κλασική περίοδο και ιδίως στον -4ο αι. και ότι προέρχεται από την επίχωση στη θέση του ναού110. Το 1981 κατά τη διερεύνηση του πλατώματος Β του ναού σε ένα κεντρικό του σημείο, σε απόσταση 10,75 μ. από τη Β ευθυντηρία, εντοπίστηκε μεγάλη συγκέντρωση οστράκων, που προέκυψε ότι βρίσκονταν σε έναν ρηχό «βόθρο» (βάθους 0,60 μ. από την ευθυντηρία)· από τα όστρακα συγκολλήθηκαν αγγεία που χρονολογούνται στο τέλος του 5ου και στις αρχές του -4ου αι.111. Από την ίδια περιοχή στα Β του ναού αναφέρονται κλασικά μελαμβαφή όστρακα112. Την ίδια χρονολογική εικόνα με την κεραμική ίσως παρουσιάζουν τα ανευρεθέντα νομίσματα, στο βαθμό που μας γίνεται γνωστή η χρονολόγησή τους113.
Ως ευρήματα της ανασκαφής του Γιαλούρη στο ναό αναφέρονται χάλκινα ελάσματα, μερικά με σφυρήλατη ή εγχάρακτη διακόσμηση114. Χάλκινα ελάσματα είχε βρει και ο Σταυρόπουλος, ωστόσο η Τριάντη δεν μπόρεσε να εντοπίσει τα μικροευρήματα της ανασκαφής εκείνης, ανάμεσα στα οποία αναφέρονται διάφορα χάλκινα αντικείμενα, δύο νομίσματα κι ένας αργυρός ρόδακας με κεφαλή καρφιού115. Τα χάλκινα ελάσματα ή τουλάχιστον ορισμένα από αυτά θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται στα αρχαιότερα αναθήματα από το ναό. Από άλλα ιερά της Πελοποννήσου γνωρίζουμε ότι αποτελούν προσφιλή αναθήματα της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου. Κάποια χάλκινα ελάσματα κοσμημένα με πλοχμό αναγνωρίστηκε ότι προέρχονται από την άντυγα ασπίδων, ενώ το εσωτερικό μίας ασπίδας φαίνεται ότι κοσμούσε ένα έλασμα με πολύφυλλο ρόδακα στο κέντρο και δύο οπές στην περιφέρειά του116. Ένα τμήμα από ασπίδα σε κακή κατάσταση διατήρησης, διακοσμημένη με πλοχμό στην άντυγα, βρέθηκε στο χαμηλότερο πλάτωμα του λόφου στα Δ του ναού, σε έναν σωρό από θραύσματα πήλινων κεραμίδων και αβαφών οστράκων117. Από άλλα όπλα αναφέρονται τρεις χάλκινες αιχμές βελών και τέσσερις σιδερένιες αιχμές δοράτων118. Άλλα χάλκινα ευρήματα από τις ανασκαφές της Τριάντη στο ναό το 1978 και το 1979 είναι: δύο λαβές αγγείων, ένα ανθεμωτό κόσμημα, ένας δίσκος πτυκτού κατόπτρου, ένα μικρό κωνικό βάρος και ένα μικρό αγκιστροειδές αντικείμενο119. Ως εύρημα των ανασκαφών του Γιαλούρη αλλά και της Τριάντη στο ναό αναφέρεται ένας μεγάλος αριθμός σιδερένιων και χάλκινων καρφιών, καθώς και χάλκινων εφηλίδων120.
Από πήλινα αναθήματα αναφέρονται μόνο τρία τμήματα ειδωλίων από την επίχωση του σηκού121. Ξεχωριστής σημασίας είναι ένα άλλο πήλινο ειδώλιο, το οποίο βρέθηκε το 1983 σε μία κοιλότητα του εδάφους εκτός του περιβόλου στο Α πρανές του λόφου μαζί με μία «ηλειακή» λήκυθο του τέλους του -5ου αι., ενώ από τα επιφανειακά χώματα περισυλλέχθηκε ένα μικρό μαρμάρινο θραύσμα πτύχωσης122. Το αποσπασματικά σωζόμενο ειδώλιο χαρακτηρίζεται από την Τριάντη ως επαρχιακό υστεροαρχαϊκό (εικ. δεξιά). Πρόκειται για μία γυναικεία μορφή καθιστή σε θρόνο που φέρει το αριστερό χέρι μπροστά από το στήθος και το δεξί λυγισμένο προς τα εμπρός. Φοράει ένα ιδιόμορφο κάλυμμα κεφαλής, στο οποίο μπορεί να αναγνωριστεί ένα κράνος, ώστε η μορφή ταυτίζεται με την Αθηνά. Σημειωτέον ότι από τον αρχαίο οικισμό στις κοντινές προς το Μάζι Μπάμπες προέρχεται το κάτω ήμισυ ενός υστεροαρχαϊκού πήλινου ειδωλίου ένθρονης μορφής, που πιθανόν παριστάνει την Αθηνά123. Το πήλινο ειδώλιο αποτελεί μία ένδειξη για την απόδοση του ναού στην Αθηνά, που υποδεικνύεται από την ενεπίγραφη χάλκινη πινακίδα στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Και άλλες αδημοσίευτες επιγραφές χαραγμένες σε χάλκινες πινακίδες βρέθηκαν στο ιερό124.
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι από το Μάζι προέρχονται θραύσματα από δύο ή τρία αρχαϊκά πήλινα ομοιώματα οίκων125. Τα δύο συνιστούν τυχαία ευρήματα που παραδόθηκαν από τον πρόεδρο του Μαζίου κι από έναν ιδιώτη, που ισχυρίστηκε ότι το βρήκε σε μία θέση κάτω από τον λόφο όπου βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς. Το τρίτο ομοίωμα θα μπορούσε να προέρχεται από το Μάζι σύμφωνα με την Τριάντη, αν και συγκαταλέγεται στα ευρήματα που κατασχέθηκαν στα τέλη του 19ου αι. «εκ των Κρεσταίνων», «παρά τον αρχαίον Σκιλλούντα», και τα οποία δεν προέρχονται όλα αναγκαστικά από το ίδιο μέρος126. Ο πηλός φαινομενικά είναι ο ίδιος και στα τρία, όπως και το καστανό-μελανό γάνωμα. Χρονολογούνται στον -6ο αι. και παρουσιάζουν ομοιότητες με δείγματα από τη Λακωνία. Η Τριάντη αναρωτιέται αν θα μπορούσαν να προέρχονται από ένα πρώιμο ιερό της Ήρας στο Μάζι, η οποία εμφανίζεται ως η κατεξοχήν αποδέκτρια τέτοιου είδους αναθημάτων. Ωστόσο τέτοιοι οικίσκοι συναντώνται και σε ιερά της Αθηνάς, κι αν προέρχονται από το ιερό, πράγμα καθόλου σίγουρο, παρουσιάζει ενδιαφέρον η πρώιμη χρονολόγησή τους σε σχέση με το ναό, κατά τη διάρκεια μίας άγνωστης φάσης της λατρείας για την οποία δεν έχουν εντοπιστεί οικοδομικά λείψανα.
Η ταύτιση του ιερού και του οικισμού
Το 1978 μπροστά από τη Ν πλευρά του ναού βρέθηκε μία ενεπίγραφη χάλκινη πινακίδα127. Πρόκειται για ένα ψήφισμα των Τριφυλίων, όπως φαίνεται από την έναρξη του κειμένου («Ἔδοξε τοῖρ Τριφυλίοιρ»), το οποίο αποτελείται από 13 στίχους και είναι γραμμένο στην ηλειακή διάλεκτο.
Αυτό μαζί με ένα άλλο ψήφισμα σε χάλκινο δίσκο στο Λούβρο συγκαταλέγονται στις αρχαιότερες μαρτυρίες για την ονομασία Τριφυλία και για το κοινό που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο ανεξαρτησίας των τριφυλιακών πόλεων (-399/ -369)128. Σύμφωνα με το ψήφισμα του Μαζίου παρέχεται «πολιτείαν» στα άτομα που αναγράφονται στο τέλος του κειμένου και τα οποία γίνονται Μακίστιοι. Ενδιάμεσα σημειώνεται: «Αν κάποιος αφαιρέσει (από αυτούς) το δικαίωμα να είναι πολίτες, είτε τους διώχνει από τα αξιώματα, ενώ αυτοί πολιτεύονται δίκαια και σύμφωνα με το νόμο, να είναι ασεβής απέναντι στην Αθηνά»129. Το εύρημα αυτό της ανασκαφής της Τριάντη ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ταύτιση του ιερού και της πόλης στην οποία ανήκε. Η Μάκιστος για πρώτη φορά εντοπίσθηκε στο Μάζι, ταύτιση που αποτέλεσε αφετηρία για την προσέγγιση της άγνωστης τοπογραφίας της Τριφυλίας130. Παρά τις αμφιβολίες που έχουν διατυπωθεί για την ταύτιση της πόλης είναι γενικώς αποδεκτό ότι ο ναός του Μαζίου ανήκει στην Αθηνά. Στην επιγραφική μαρτυρία προστίθενται ως ενδείξεις το πήλινο ειδώλιο της θεάς και τα θέματα του αρχιτεκτονικού διακόσμου. Η Γιγαντομαχία και η Αμαζονομαχία στα αετώματα συμπληρωμένες με μορφές Νικών στα ακρωτήρια θεωρείται ότι συνηθίζονται για ναούς της Αθηνάς131.
Η Μάκιστος
Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο η Μάκιστος είναι πόλη της Τριφυλίας, στην οποία είχαν κατοικήσει Καύκωνες, ονομαζόμενη από τον Μάκιστο, αδελφό του Φρίξου132. Δεν γνωρίζουμε αν πράγματι το όνομα της πόλης ήταν θηλυκού γένους, καθώς στον Στράβωνα συναντάται δύο φορές ως ουδέτερου γένους και μία ως αρσενικού, ενώ σε άλλες γραπτές πηγές μόνο στις πλάγιες πτώσεις133. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει και το Μήκιστον ως πόλη της Τριφυλίας παραπέμποντας στον Εκαταίο και προσθέτοντας ότι υπάρχει ομώνυμη πόλη και στην Ήλιδα· η πληροφορία αυτή συνηγορεί υπέρ του ουδέτερου γένους για το τοπωνύμιο κατά τον -5ο αι.134. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πρόκειται για μία από τις έξι πόλεις που είχαν κτίσει οι Μινύες στην περιοχή της κατοπινής Τριφυλίας, έχοντας εκδιώξει τους Παρωρεάτες και τους Καύκωνες, οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν καταληφθεί επί των ημερών του από τους Ηλείους135. Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι κατά τον πόλεμο των Πισαίων εναντίον των Ηλείων στον πρώιμο -6ο αι. αποστάτησαν από τους Ηλείους οι Μακίστιοι και οι Σκιλλούντιοι της Τριφυλίας, με αποτέλεσμα να καταστραφούν όλοι από τους Ηλείους136.
Στον Ξενοφώντα η πόλη συναντάται παρεμπιπτόντως για να δηλωθεί η θέση του Ηπείου «μεταξὺ πόλιν Ἡραίας καὶ Μακίστου»137. Ωστόσο, μαθαίνουμε από τον ίδιο συγγραφέα ότι, όταν ο Άγις εισέβαλε στην Ήλιδα γύρω στα -400, οι Μακίστιοι επαναστάτησαν εναντίον των Ηλείων και πήγαν με το μέρος των Σπαρτιατών, όπως πρώτα οι Λεπρεάτες και μετά οι κάτοικοι του Επιτάλιου138. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι ήταν μία από τις πόλεις των περίοικων της Ήλιδας, που στη συνέχεια συμμετείχε στον σχηματισμό του κοινού των Τριφυλίων139. Προφανώς το αργότερο το -369 προσχώρησε μαζί με τις υπόλοιπες πόλεις της Τριφυλίας στο κοινό των Αρκάδων140. Δεν είναι τυχαίο ότι συναντάμε τον Μηκιστέα (πιθανότατα ταυτίζεται με τον Μάκιστο), όπως και τον Καύκωνα, στον κατάλογο των γιων του Λυκάονα που μας παραδίδεται από τον Ψευδο-Απολλόδωρο141.
Η Μάκιστος δεν μνημονεύεται από τον Πολύβιο μαζί με τις άλλες πόλεις της Τριφυλίας στο πλαίσιο της εκστρατείας του Φίλιππου Ε’ το -219/8, ώστε πιστεύεται ότι είχε παρακμάσει ή και εγκαταλειφθεί. Σε μία επιγραφή που βρέθηκε πρόσφατα στη Μεσσήνη και χρονολογείται στον -3ο αι. γίνεται λόγος για τους πεσόντες στη Μάκιστο, όπου το όνομα της πόλης μπορεί να χρησιμοποιείται απλώς ως τοπωνύμιο και η ίδια δεν αποκλείεται να είχε εξαφανιστεί στην πορεία του -3ου ή ακόμη και του -4ου αι.142. Ο Στράβωνας λέει ρητά ότι η πόλη δεν κατοικείται πλέον, γεγονός που μπορεί να ανάγεται στα χρόνια των ελληνιστικών πηγών του143. Παρόλ’ αυτά σημειώνει ότι το τέμενος του Άδη κοντά στο βουνό Μίνθη τιμάται από τους Πυλίους αλλά και από τους Μακίστιους, ενώ κάνει λόγο και για ένα ιερό του Ηρακλή Μακιστίου144. Επιπλέον χρησιμοποιεί σχετικά συχνά την ονομασία Μακιστία δηλώνοντας την περιοχή Ν του Αλφειού145.
Ωστόσο η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία του Στράβωνα, που είχε χρησιμοποιηθεί εκτός των άλλων και ως ένδειξη για τον εντοπισμό της Μακίστου, είναι ότι οι Μακίστιοι διοικούσαν το ιερό του Ποσειδώνα Σαμίου στο Σαμικόν, το πιο σεβάσμιο ιερό για το οποίο φρόντιζαν όλοι οι Τριφύλιοι, που έτσι προβάλλεται ως το «ομοσπονδιακό» ιερό τους146. Στην παλαιότερη έρευνα πιστευόταν ότι η Μάκιστος βρισκόταν κοντά στην ακτή και στο βουνό Καϊάφα, στην περιοχή του Σαμικού, κοντά στο ιερό του Ποσειδώνα του οποίου είχε την ευθύνη. Πρώτος ο Curtius ανέπτυξε τη θεωρία ότι Σάμος, Σαμικόν και Μάκιστον είναι διαφορετικά ονόματα για την ίδια πόλη σε διαφορετικές περιόδους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφώντας αναφέρουν μόνο το Μάκιστον, ενώ ο Πολύβιος και ο Παυσανίας μόνο το Σαμικόν147. Ακόμη κι αν δεν έγινε αποδεκτή από όλους η ταύτιση του Σαμικού με τη Μάκιστο, ωστόσο η πόλη θεωρούνταν ότι βρισκόταν κοντά στο Σαμικό148. Όμως οι πληροφορίες που έχουμε για τη Μάκιστο και τη Μακιστία δεν αντιτίθενται στην πραγματικότητα με τον εντοπισμό της πόλης στο Μάζι. Μαρτυρούν τη σπουδαιότητα της πόλης και την υπεροχή της μεταξύ των πόλεων της Β Τριφυλίας, ώστε θα περιμέναμε από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα να αντικατοπτρίζεται αυτή η εικόνα των γραπτών πηγών.
Το ζήτημα της ταύτισης στην έρευνα
Εξαρχής, όπως είναι φυσικό, απασχόλησε την έρευνα το ζήτημα της απόδοσης του ναού του Μαζίου σε μία συγκεκριμένη θεότητα, το οποίο συνδέεται με το πρόβλημα της ταύτισης της πόλης στην οποία ανήκε το ιερό, ταύτιση που επιφέρει επιπτώσεις στη διασαφήνιση της άγνωστης τοπογραφίας της Τριφυλίας. Την πρώτη σκέψη που κάνουν ο Καστόρχης και ο Καββαδίας είναι ότι πρόκειται για το ναό της Άρτεμης Εφεσίας που είχε κτίσει ο Ξενοφώντας στην περιοχή του Σκιλλούντα. Οι ίδιοι όμως απορρίπτουν την υπόθεση αυτή θεωρώντας ότι το ιερό του Ξενοφώντα βρίσκεται πιο Δ, στην περιοχή των Μακρισίων149. Εξάλλου ο ναός του Μαζίου είναι σχεδόν έναν αιώνα παλαιότερος από το ναό της Άρτεμης Εφεσίας, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήταν ιωνικού ρυθμού, εφόσον κατασκευάστηκε με πρότυπο το ναό της Εφέσου, όπως και το λατρευτικό άγαλμά του, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ξενοφώντα150. Η ταύτιση αυτή συναντάται ενίοτε στη βιβλιογραφία παρά τις αδυναμίες της και την απόρριψή της στη συνέχεια και από τον Γιαλούρη και από την Τριάντη151.
Ο Meyer πιστεύει ότι το ιερό του Μαζίου ανήκει στην τριφυλιακή πόλη Ήπειον, που τοποθετείται από τον Ξενοφώντα μεταξύ της Ηραίας και της Μακίστου· η ταύτιση αυτή, που είχε βρει απήχηση, δεν είναι πλέον αποδεκτή από τη σύγχρονη έρευνα152. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόδοση του ναού από τον Meyer στην Άρτεμη Δαιδαλεία εξαιτίας ενός ευρήματος που υποθετικά προέρχεται από το ιερό153. Πρόκειται για ένα χάλκινο ειδώλιο της Άρτεμης, ύψους 0,192 μ., που θεωρείται λακωνικό έργο του β’ μισού του -6ου αι. (περίπου -530/ -520)154. Στο κάτω τμήμα του σώματος είναι χαραγμένη αναθηματική επιγραφή, που δηλώνει ότι αποτελεί προσφορά του Χιμαρίδα προς τη Δαιδαλεία155. Όμως είναι άγνωστα τα συμφραζόμενα ανεύρεσης του ειδωλίου, που αποκτήθηκε από το Μουσείο της Βοστόνης κατά τη δημοπρασία της συλλογής του Michel Tyszkiewicz το 1898 και σύμφωνα με τον κατάλογο της δημοπρασίας είχε βρεθεί στο Μάζι, κοντά στην Ολυμπία, το 1897156. Από την άλλη έχει επισημανθεί ότι το όνομα Δαιδαλεία, που μεταφράζεται συνήθως ως «cunning», δεν μαρτυρείται για την Άρτεμη και ίσως θα ταίριαζε περισσότερο στην Αθηνά. Θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον Δαίδαλο και ένα πρώιμο λατρευτικό άγαλμα ή να αποτελεί το όνομα μίας ανεξάρτητης θεότητας που αργότερα ταυτίστηκε με μία ολύμπια θεά. Για αυτόν τον λόγο πιθανόν ο Siewert υποθέτει ότι η λατρεία της Δαιδαλείας στο Μάζι ταυτίζεται με τη λατρεία της Αθηνάς157. Ωστόσο δεν υπάρχει λόγος να εικοτολογούμε περαιτέρω, από τη στιγμή που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η προέλευση του ειδωλίου ακόμη κι από το Μάζι158.
Ο Γιαλούρης πιστεύει ότι η τοπογραφική θέση του ναού στο Μάζι συμβιβάζεται με τις πληροφορίες του Στράβωνα για τη θέση του ναού της Αθηνάς Σκιλλουντίας στην περιοχή του Σκιλλούντα159. Θεωρεί πως πρόκειται για ένα εξω-αστικό ιερό, καθώς ο Σκιλλούς βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα προς τα Δ του Μαζίου, όπως έχει προταθεί στην έρευνα160. Κατά τη γνώμη του η απόδοση του ναού στην Αθηνά υποστηρίζεται από την απεικόνιση της Γιγαντομαχίας στο αέτωμα, κατά την οποία διακρίθηκε η θεά. Ωστόσο ο Θέμελης θεωρεί άγνωστη τη θέση του ναού της Αθηνάς Σκιλλουντίας θεωρώντας ότι το Μάζι βρίσκεται πολύ μακριά από τα Μακρίσια, όπου εντοπίζεται ο Σκιλλούς, ώστε το ιερό να ανήκει στην επικράτειά του· παρόμοιες αμφιβολίες εκφράζει και ο Pritchett161.
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο ναός του Μαζίου ταυτίζεται με το ναό της Αθηνάς Κυδωνίας στη Φρίξα162. Στην ταύτιση αυτή επανέρχεται ο Cucuzza, ο οποίος δέχεται τον ευρέως αποδεκτό εντοπισμό της πόλης στον λόφο Παλαιοφάναρο, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το Μάζι, όμως πιστεύει ότι το ιερό της Αθηνάς Κυδωνίας βρισκόταν στη χώρα της Φρίξας και άρα θα μπορούσε να ταυτίζεται με το ιερό του Μαζίου163. Διαφορετικής αξίας είναι τα στοιχεία στα οποία βασίζει τη συλλογιστική του, στην οποία εντοπίζονται και κάποια λάθη. Επιπλέον, καμία αφετηρία για την ταύτιση δεν αποτελεί το επιχείρημα ότι το μοναδικό ιερό της Αθηνάς που μαρτυρείται στην περιοχή είναι αυτό της Κυδωνίας, από τη στιγμή μάλιστα που άγνωστη είναι η θέση και του προφανώς κοντινού ιερού της Αθηνάς Σκιλλουντίας.
Μεγαλύτερη βαρύτητα φαίνεται να έχουν οι παρατηρήσεις του Cucuzza σχετικά με τη μαρτυρία της επιγραφής και το περιεχόμενο της, που βασίζονται εν μέρει σε παλαιότερες διαπιστώσεις του Siewert164. Σύμφωνα με τον τελευταίο η χρήση του όρου «Μακιστίοιρ» στην επιγραφή υποδηλώνει μία ευρύτερη σημασία της Μακίστου γεωγραφικά και εννοιολογικά και δεν σημαίνει ότι το ιερό βρισκόταν στην πόλη αυτή, για την οποία δέχεται την άποψη της παλαιότερης έρευνας σχετικά με τον εντοπισμό της στην περιοχή του Καϊάφα. Υποθέτει ότι οι Μακίστιοι ίσως αποτελούν μία εσωτερική υποδιαίρεση των Τριφυλίων σε αντιδιαστολή με τον πληθυσμό στην περιοχή του Λέπρεου, που διακρίνεται σαφώς γλωσσικά και γεωγραφικά από τη Β Τριφυλία με την οροσειρά του Λαπίθα. Το γεγονός ότι το επίσημο έγγραφο των Τριφυλίων βρέθηκε στο ιερό της Αθηνάς στο Μάζι δηλώνει κατά τον Siewert ότι είτε οι νέοι πολίτες εγκαταστάθηκαν στον άγνωστο οικισμό όπου εντασσόταν το ιερό είτε ότι το ιερό της Αθηνάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κεντρικό ιερό των Τριφυλίων σε αναλογία με το ιερό του Ποσειδώνα στο Σαμικό165.
Παρόλο που οι απόψεις του Siewert απορρίπτονται από τον Pritchett166 ο Cucuzza αναγνωρίζει ως ψευδοπρόβλημα τη μνεία των Μακιστίων στην επιγραφή, ενώ παρατηρεί ότι το έγγραφο δεν είναι πλήρες, ώστε θα μπορούσαν να κατονομάζονται και πολίτες άλλων πόλεων. Επιπλέον αναγνωρίζει και αυτός τη σημασία του ιερού για το κοινό των Τριφυλίων, από τη στιγμή που σε αυτό φυλασσόταν ένα επίσημο έγγραφο του κοινού167. Ο οικισμός γύρω από το ναό του Μαζίου θεωρεί ότι ταυτίζεται με το Κυδωνάσιον μίας ελληνιστικής επιγραφής, που υποθετικά συσχετίζει με το ιερό της Αθηνάς Κυδωνίας στη Φρίξα168. Για το έντονο κρητικό στοιχείο που ενυπάρχει στις παραδόσεις για το ιερό και την πόλη αυτή βρίσκει επιβεβαίωση στην προέλευση του χάλκινου ειδωλίου της Άρτεμης Δαιδαλείας από το Μάζι169.
Ο εντοπισμός της Μακίστου στο Μάζι φαίνεται να επαληθεύεται από τις νεότερες γερμανικές έρευνες για την τοπογραφία της Τριφυλίας. Μέχρι πρόσφατα ήταν γνωστές λίγες ασφαλείς πληροφορίες για τον αρχαίο οικισμό, στον οποίο εντάσσεται ο λόφος με το ιερό της Αθηνάς. Η Τριάντη παρατηρεί ότι γύρω από τον λόφο εκτείνεται μία μεγάλη πόλη και ότι τα οικοδομικά λείψανα που είναι ορατά ανήκουν σε οικίες και μεγαλύτερα, πιθανότατα δημόσια κτήρια, ενώ και ο Νακάσης αναφέρει ότι στην ευρύτερη περιοχή του ναού υπάρχει πλήθος ευρημάτων, που δείχνουν, ως ένα βαθμό, την έκταση της πόλης που τον περιέβαλλε170. Αμέσως μετά το χωριό Σκιλλουντία, Δ από τον λόφο του ναού, έχουν ερευνηθεί δύο νεκροταφεία του -4ου αι.171. Σύμφωνα και με τις έρευνες των Γερμανών τα ευρήματα από το νεότερο νεκροταφείο ανάγονται με ελάχιστες εξαιρέσεις στο β’ μισό του -4ου και στον -3ο αι. Η διαπίστωση αυτή φαίνεται να εναρμονίζεται με την άποψη για την εγκατάλειψη της Μακίστου κατά την πορεία του -4ου ή του -3ου αι. Το μέγεθος του αρχαίου οικισμού, όπως έγινε γνωστό από τις πρόσφατες έρευνες πεδίου, και η ποιότητα των ευρημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του ναού της Αθηνάς, υποδεικνύουν ότι στο Μάζι υπήρχε μία σημαντική πόλη που θα μπορούσε να είναι η Μάκιστος δεδομένης της σπουδαιότητας που μαρτυρείται για αυτήν στις αρχαίες πηγές172. Μάλιστα ως οικισμός της χώρας της Μακίστου αναγνωρίζεται η θέση στις Μπάμπες, περίπου 4 χμ. από το Μάζι και απέναντι από το ιερό της Ολυμπίας. Για τις Μπάμπες και το Μάζι αναφέρεται ότι οι παλαιότερες μαρτυρίες εγκατάστασης ανάγονται στην υστεροαρχαϊκή περίοδο173. Η ανέγερση του ναού της Αθηνάς θα σηματοδοτεί μία σημαντική φάση στην οικιστική ιστορία της περιοχής.
Δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακόμη με ασφάλεια ο ρόλος του ιερού και της λατρείας της Αθηνάς για τη Μάκιστο και γενικότερα για την Τριφυλία. Η σημασία που ίσως ήδη από παλαιότερα είχε το ιερό και η πόλη δεν είναι άμοιρη με την απόφαση να εξωραϊστεί ο ναός της Αθηνάς στην περίοδο ανεξαρτησίας των τριφυλιακών πόλεων, όταν μάλιστα η Μάκιστος φάνηκε να ανέλαβε έναν κυρίαρχο ρόλο σε αυτόν. Αν δεχτούμε τις σκέψεις για το θέμα του Α αετώματος, τότε ο ναός μετατρέπεται ως φορέας της ιδεολογίας των Τριφυλίων περί αρκαδικής καταγωγής τους. Δεν είναι τυχαίο που στο ιερό της Αθηνάς βρέθηκε το επίσημο έγγραφο των Τριφυλίων, ενώ μία άλλη επιγραφή από το ιερό μπορεί να είναι προξενικό ψήφισμα των Τριφυλίων174. Το ιερό ενδεχομένως είχε κάποια σημασία για τους Τριφυλίους, αντίστοιχη με το ιερό του Ποσειδώνα Σαμίου στο Σαμικό, την ευθύνη του οποίου είχαν οι Μακίστιοι. Το ιερό του Ποσειδώνα φαίνεται ότι ήταν το κατεξοχήν ιερό του κοινού ή της αμφικτυονίας των Τριφυλίων, ωστόσο δεν γνωρίζουμε αν οι συγκεντρώσεις τους λάβαιναν επίσης χώρα σε αυτό και η Μάκιστος προβάλλει ως υποψήφια. Η Ruggeri εξετάζοντας το ζήτημα αυτό ισχυρίζεται πως το ιερό του Σαμικού θα ήταν το λατρευτικό κέντρο των Τριφυλίων, ενώ ο ναός της Αθηνάς στη Μάκιστο αντιπροσωπεύει καλύτερα την ταυτότητα των κατοίκων αυτής της πόλης175.
ΕΛΕΝΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ»
Σημειώσεις:
1 Βλ. Τριάντη 1985, 17· Νακάσης 2004, 27, σχέδ.1-2. Το χωριό Μάζι μεταφέρθηκε στην ασφαλέστερη θέση Τρανό Πλάι στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι
2 Τα αποτελέσματα της επιτόπιας έρευνας παρουσιάστηκαν σύντομα από τον Καστόρχη στο περιοδικό Αθήναιον και στην εφημερίδα Παλιγγενεσία το 1880, σχετικά βλ. Τριάντη 1985, 17-19, η οποία παρατηρεί ότι δεν υπάρχει προγενέστερη μνεία του ναού από τους ξένους περιηγητές. Για το ιστορικό της έρευνας στο ιερό βλ. Τριάντη 1985, 17-20· Νακάσης 2004, 27-32. Βλ. επίσης Ruggeri 2004, 103 σημ.277 και σημ.279 για την παράθεση της συνολικής βιβλιογραφίας σε σχέση με το ιερό και τον οικισμό στο Μάζι.
3 Βλ. Τριάντη 1978, 125· Τριάντη 1985, 17-18· Νακάσης 2004, 27, 175.
4 Πρόκειται για την «Κόκκινη εκκλησιά» στη θέση Ετιά, 100-200 μ. Α του αρχαίου ναού, στα αριστερά του δρόμου που οδηγεί από το χωριό Σκιλλουντία στο χωριό Μάζι. Βλ. Meyer 1957, 45· Τριάντη 1985, 18· Νακάσης 2004, 27 σημ.5, 35, 175, σχέδ.2, πίν.9β.
5 Βλ. Τριάντη 1979, 135, εικ.2· Νακάσης 2004, 41 σημ.69, σχέδ.11, πίν.11α.
6 Ο ίδιος ο Σταυρόπουλος δεν είχε δημοσιεύσει σχετική αναλυτική έκθεση, την οποία δημοσίευσε αντ’ αυτού αργότερα ο Τσελάλης, και πρόκειται προφανώς για την ίδια που είχε δοθεί για τα ανασκαφικά χρονικά των ξένων περιοδικών, σχετικά βλ. Τριάντη 1985, 19-20 με σημ.16· Νακάσης 2004, 30 με σημ.14.
7 Βλ. BCH 76, 1952, 223· Τριάντη 1985, 20.
8 Βλ. Γιαλούρης 1960, 174-176· Έργον 1960, 135-140· Ν. Γιαλούρης, ΑΔ 16, 1960, 135-136· BCH 85, 1961, 719-722, εικ.1-4.
9 Τριάντη 1985, 22· ανάλογη είναι η διατύπωση του Pritchett 1989, 68. Για την περιγραφή και την ερμηνεία των σχετικών οικοδομικών λειψάνων βλ. Τριάντη 1980, 118· Έργον 1980, 3· Τριάντη 1981, 190-193· Έργον 1981, 53· Τριάντη 1983, 167-168· Έργον 1983, 67· Νακάσης 2004, 35-37, 245, 250, 264, σχέδ. Ι, ΙΙΙ, 5, πίν.7.
10 Βλ. Γιαλούρης 1960, 174· Έργον 1960, 139.
11 Τριάντη 1985, 21
12 Νακάσης 2004, 264.
13 Γιαλούρης 1960, 174, πίν.143β· Έργον 1960, 138· Ν. Γιαλούρης, ΑΔ 1960, 136.
14 Βλ. Νακάσης 2004, 37-38, 250-251, σχέδ. Ι, 4.
15 Βλ. Νακάσης 2004, 250-251. Στο ιερό του Λέπρεου ο Knell 1983, 122-123, εικ.4-5, πίν.32 ερμηνεύει με κάποια επιφύλαξη ως βωμό το ορθογώνιο θεμέλιο, διαστάσεων 4,89 x 1,46 μ., που βρίσκεται σε απόσταση 7,45 μ. από την Α πλευρά του ναού με την οποία σχηματίζεται γωνία 10ο.
16 Τριάντη 1985, 9· πρβλ. Νακάσης 2004, 30 σημ.9.
17 Νακάσης 2004, 37, σχέδ. Ι, 6, πίν.10β.
18 Νακάσης 2004, 264.
19 Τριάντη 1981, 190, πίν.155: «Συνεχίστηκε η ισοπέδωση του βόρειου πλατώματος στο επίπεδο της ευθυντηρίας ως το βόρειο πρανές του λόφου. Στο βόρειο άκρο του αποκαλύφθηκε κατώτατος δόμος από τοίχο κτισμένο με πωρόπλινθους από κογχυλιάτη. Οι πωρόπλινθοι αυτοί έχουν πολύ μικρότερες διαστάσεις από τους αντίστοιχους του τείχους που καθαρίστηκε στη ΒΔ πλευρά του πλατώματος και λογικά θα αποτελούσαν τη συνέχειά του».
20 Βλ. Νακάσης 2004, 38-40, σχέδ.7-8.
21 Νακάσης 2004, 264.
22 Βλ. Τριάντη 1978, 127· Τριάντη 1979, 134· Τριάντη 1981, 21.
23 Τριάντη 1985, 21.
24 Σχετικά βλ. Τριάντη 1980, 115-117, εικ.1, πίν. 99α, 100δ· Έργον 1980, 32, εικ.61· Τριάντη 1981, 190 αρ.2, 191 αρ.3-4. Για την πιθανή ύπαρξη ενός προϊστορικού λαξευτού τάφου στις πλαγιές του λόφου βλ. Τριάντη 1985, 19· Νακάσης 2004, 35.
25 Ο ναός αποτελεί το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής του Νακάση, που είχε εργαστεί στα 1978-81 ως αρχιτέκτονας στην ανασκαφή του Μαζίου, βλ. Νακάσης 2004. Πρβλ. τη συνοπτική περιγραφή του ναού από την ανασκαφέα Τριάντη 1979 και Τριάντη 1985, 21-24, σχέδ.3, πίν.1.
26 Βλ. Νακάσης 2004, 230.
27 Βλ. Τριάντη 1985, 23-24· πρβλ. Τριάντη 1986, 155. Ορισμένοι μελετητές είχαν επηρεαστεί από τη χρονολόγηση των γλυπτών και χωρίς να έχουν μελετήσει τα πρώιμα στοιχεία του χρονολογούν το ναό στον -4ο αι., για τη σχετική βιβλιογραφία βλ. Νακάσης 2004, 180 σημ.191, 236, 260 με σημ.385.
28 Για την πραγμάτευση του ζητήματος χρονολόγησης βλ. Νακάσης 2004, 180-181, 264-271.
29 Οι χρονολογίες είναι του Νακάση· για τη σύντομη παρουσίαση των ναών της Τριφυλίας βλ. Νακάσης 2004, 222-229.
30 Βλ. Νακάσης 2004, 25, 189,229,261-263. Ήδη ο Østby 1990-91,382-383 είχε επισημάνει κοινά σημεία επαφής του ναού του Μαζίου με τους αρχαϊκούς ναούς της Αρκαδίας, των οποίων έπεται.
31 Νακάσης 2004, 267.
32 Βλ. Νακάσης 2004, 155, 186, 252, σχέδ.19. Ίσως τότε έγιναν και οι περιτένειες στους λίθους που αποδίδονται υποθετικά στην κρηπίδα [Νακάσης 2004, 270 σημ.411].
33 Βλ. Νακάσης 2004, 26, 41, 175. Αρχικά η Τριάντη 1979, 132 κάνει λόγο για σεισμό. Σύμφωνα με το Νακάση 2004, 175 σημ.178 η φωτιά διαπιστώθηκε κατά την ανασκαφή της Τριάντη σε αδιατάρακτα στρώματα.
34 Ο Νακάσης 2004, 48-148 καταγράφει όλα τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη που βρίσκονται στον χώρο του ναού και στο Μουσείο της Ολυμπίας. Σήμερα στην αρχική θέση τους σώζονται το μεγαλύτερο τμήμα της θεμελίωσης, αρκετές πλάκες των δαπέδων κι ένα μικρό τμήμα του τοιχοβάτη του σηκού στη ΝΔ γωνία. Στην περιοχή του ναού έχουν βρεθεί αρκετοί σπόνδυλοι από τους κίονες της περίστασης, γωνιόλιθοι από τους τοίχους του σηκού, πολλά τμήματα γείσων κυρίως των μακρών πλευρών και λιγότερα άλλα στοιχεία της ανωδομής, ενώ κάποια μέλη δεν αναγνωρίζονται ως προς τη χρήση τους.
35 Σχετικά βλ. Τριάντη 1979, 132· Τριάντη 1985, 22 με σημ.35· Νακάσης 2004, 150 σημ.105-106, 152-153, 242-243.
36 Βλ. Νακάσης 2004, 26, 155-156.
37 Βλ. Νακάσης 2004, 151, 157, σχέδ.ΙΙ,3, σχέδ.59, πίν.22α.
38 Για τη θεμελίωση του ναού βλ. Νακάσης 2004, 41-46, 163-166, 245-246.
39 Βλ. Τριάντη 1980, 115-117, εικ.1, πίν.99· Νακάσης 2004, 44, 164, σχέδ.12, πίν. 6β, 11α.
40 Βλ. Τριάντη 1979, 134· Τριάντη 1985, 23· Νακάσης 2004, 45, 165, πίν.6α.
41 Βλ. Τριάντη 1979, 134.
42 Βλ. Νακάσης 2004, 46-47, 166-167, 184-186, σχέδ.IV, σχέδ. 9, 10, 14.
43 Βλ. Νακάσης 2004, 186, 220.
44 Βλ. Νακάσης 2004, 47, 49, 166, 184-185, σχέδ.15, πίν.8-9α.
45 Νακάσης 2004, 185 σημ.197, 251 με σημ.350, 270 σημ.11.
46 Βλ. Νακάσης 2004, 49-63, 168-170, 186-192, 251-254, σχέδ.18-45.
47 Βλ. Νακάσης 2004, 155, 186, 252, σχέδ.19.
48 Βλ. Νακάσης 2004, 63, 169, 180-181, 254, σχέδ.45, πίν.14γ-δ.
49 Βλ. Νακάσης 2004, 70-71, 170-171, 204-209, σχέδ.51-54, πίν.18-19α.
50 Βλ. Νακάσης 2004, 248.
51 Νακάσης 2004, 175 με σημ.181. Βλ. Νακάσης 2004, 71-104, 171-173, 209-212, σχέδ.55-100.
52 Βλ. Τριάντη 1985, 89-90, σχέδ.6· Νακάσης 2004, 101-102, 172-173, σχέδ.96-97, πίν.22α.
53 Βλ. Τριάντη 1979, 135· Τριάντη 1985,23· Νακάσης 2004,41,48,170,181,194-199,220,231-232.
54 Βλ. Νακάσης 2004, 194-199, όπου παρατηρεί ότι μόνο το κοιλόκυρτο (λέσβιο) κυμάτιο σε ένα σωζόμενο επίκρανο παραστάδας από τον σηκό μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη για ιωνική κιονοστοιχία.
55 Τριάντη 1975, 135· Νακάσης 2004, 41, 246.
56 Βλ. για την αναλυτική πραγμάτευσή της Νακάσης 2004, 108-145, 174, 214-217, 258-260, σχέδ.106-160, πίν.23-29. Πρβλ. Τριάντη 1978, 128-129, πίν. 103α-γ, 104β· Ohnesorg 1993, 47-48. Έχει διασωθεί ένας μεγάλος αριθμός από ηγεμόνες κεραμίδες, ένας πολύ μικρός από αγελαίες και καμία κορυφαία. Θεωρείται ότι η φωτιά που κατέστρεψε το ναό ασβεστοποίησε τις αγελαίες και τις κορυφαίες κεραμίδες, που ήταν ευπρόσβλητες, αφού εδράζονταν στην ξύλινη στέγη [Νακάσης 2004, 132 σημ.102, 135]. Ενώ ο Νακάσης 2004, 132 και 144 αναγνωρίζει με βεβαιότητα μόνο από τέσσερις αγελαίους στρωτήρες και καλυπτήρες, στις ανασκαφικές εκθέσεις η Τριάντη κάνει λόγο για πολλά θραύσματα αγελαίων κεραμίδων, βλ. Τριάντη 1978, 129 και Τριάντη 1979, 137.
57 Βλ. Νακάσης 2004, 132-134, σχέδ.110.
58 Βλ. Νακάσης 2004, 135-144, σχέδ.139, πίν.28α.
59 Βλ. Νακάσης 2004, 108, 145, 174, σχέδ.158-160, πίν.29δ.
60 Βλ. Τριάντη 1985, 23 με σημ.40· Νακάσης 2004, 41 σημ.70, 147-148, 217, 260, σχέδ. ΧΙΙ, ΧΙΙΙ, σχέδ.161-162, πίν.30.
61 Βλ. Νακάσης 2004, 260, 268.
62 Νακάσης 2004, 181, πρβλ. 214 σημ.256, 249. Στην επίχωση του ναού υπήρχαν πολλά θραύσματα από κεραμίδες μαρμάρινες και από πήλινες κυρίως λακωνικού τύπου [Τριάντη 1985, 21]· πρβλ. Τριάντη 1980, 117-118: «Κάτω από τα πεσμένα μέλη της βόρειας πλευράς, στο ύψος της πρώτης βαθμίδας του κρηπιδώματος υπάρχει ένα στρώμα από σπασμένες πήλινες κεραμίδες, επίπεδες και κοίλες, ιδιαίτερα πολλές στο δυτικό μέρος … Στα χώματα του χώρου βρέθηκαν τμήματα από αγγεία 4ου αιώνα».
63 Βλ. Ohnesorg 1993, 47-48.
64 Βλ. Νακάσης 2004, 129-132, 181, 264-265.
65 Βλ. Νακάσης 2004, 260, 268.
66 Τα πέντε σημαντικότερα τμήματα των γλυπτών που είχε βρει ο Σταυρόπουλος μεταφέρθηκαν με άλλα ευρήματα της ανασκαφής του στο Μουσείο της Πάτρας, ενώ το μοναδικό που είχε βρει ο Καββαδίας στο Εθνικό Μουσείο. Για τα ευρήματα του Σταυρόπουλου βλ. BCH 85, 719 και Τριάντη 1985, 19-20, καθώς και παρακάτω. Για το τμήμα του δεξιού χεριού (Ε.Μ. αρ.ευρ.5649), βλ. Τριάντη 1985, 18 με σημ.8, 72 αρ.IV,B,43, πίν.71. Πολλά θραύσματα των εναέτιων γλυπτών βρέθηκαν και κατά την ανασκαφή του Γιαλούρη και άλλα κατά την έρευνα της Τριάντη.
67 Αντίστοιχα είναι διαρθρωμένοι οι κατάλογοι της Τριάντη 1985, 34-75, με μία τέταρτη ομάδα όπου περιλαμβάνονται θραύσματα των αετωμάτων ή των ακρωτηρίων χωρίς ενδείξεις, που προέρχονται από ανασκαφές, παραδόσεις και τη διερεύνηση ενός σωρού μαρμάρινων κεραμίδων που είχε συγκεντρωθεί ΒΑ του ναού.
68 Βλ. Τριάντη 1985, 109-134· Τριάντη 1986, 164-166.
69 Βλ. Boardman 1995, 24-25, εικ.8 (περίπου 390 π.Χ.)· Ridgway 1997, 30-34, η οποία ωστόσο εντοπίζει αξιοσημείωτες σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων εργαστηρίων.
70 Τριάντη 1978, 128· Τριάντη 1979, 132.
71 Βλ. Τριάντη 1985, 35, 76-77. Αργότερα η Τριάντη 1986, 155 δεν κατονομάζει την προέλευση του μαρμάρου των εναέτιων γλυπτών χαρακτηρίζοντάς το μόνο ως χοντρόκοκκο.
72 Για παράδειγμα ο Cooper 1981 αναφέρει ένα αρχαίο λατομείο στη Μάνη υποστηρίζοντας με βάση αναλύσεις ότι το είδος του μαρμάρου σχετίζεται με εκείνο του ναού στο Μάζι, των κεραμίδων του ναού της Αθηνάς στην Αλίφειρα, της ζωφόρου των Βασσών και μνημείων στη Φιγάλεια και στη Μεσσήνη.
73 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 80· Orlandos 1973, 34.
74 Βλ. Νακάσης 2004, 153-154.
80 Βρίσκει εξαιρετικά πιθανό να πρόκειται πράγματι για πεντελικό μάρμαρο, από τη στιγμή που δεν έχουν εντοπιστεί λατομεία τέτοιας σύστασης μαρμάρου στην Πελοπόννησο. Βλ. Τριάντη 1985, 34, 75· Τριάντη 1986, 155. Πρβλ. Νακάσης 2004, 154.
76 Για την επιλογή του θέματος των Νικών βλ. Ridgway 1997, 34.
77 Για τα ακρωτήρια και τα θραύσματα που αποδίδονται σε αυτά βλ. Τριάντη 1985, 57-64 αρ.ΙΙΙ,1-37, 107-108, πίν.50-58· Τριάντη 1986, 159-160, πίν.142.
78 Η Τριάντη 1985, 34 υποθέτει ότι το ρόπαλο και ένα κυλινδρικό πεπλατυσμένο αντικείμενο αποτελούν πρόσθετα μικρά τμήματα των εναέτιων μορφών.
79 Βλ. Τριάντη 1985, 91 με σημ.169.
80 Τριάντη 1985, 101, σχέδ.5.
81 Νακάσης 2004, 261 με σημ.391.
82 Μουσείο Πάτρας αρ.ευρ.206. Βλ. Τριάντη 1985, 35-36 αρ.Ι,1, 78-79, 101-102, πίν.4-6· Τριάντη 1986, 157, εικ.2, πίν.137,1-2.
83 Βλ. Τριάντη 1985, 102 με σημ.240, σχέδ.11. Στραμμένος ελαφρώς προς τα δεξιά ο Δίας θα είχε προτασσόμενο το λυγισμένο αριστερό σκέλος και το δεξί τεντωμένο προς τα πίσω. Από το αριστερό πόδι του θεού μπορεί να προέρχεται ένα θραύσμα από την περιοχή του γόνατου, όπου εξωτερικά του μηρού σώζεται το τριγωνικό άκρο ιματίου, βλ. Τριάντη 1985, 43 αρ.Ι,18, 104, πίν.23β, σχέδ.11.
84 Μουσείο Πάτρας αρ.ευρ.204. Βλ. Τριάντη 1985, 37 αρ.Ι,3, 102, πίν.10-12· Τριάντη 1986, 157-158, εικ.2, πίν.138,1-2.
85 Κατά την Τριάντη 1985, 102, σχέδ.11 το μέγεθος και η στάση αυτής της δεύτερης κεφαλής επιτρέπει την αναπαράσταση ενός τέτοιου συμπλέγματος· ως αντίρρηση προβάλλει ότι ο θεός συνήθως κράτα σκήπτρο με το αριστερό του χέρι και μόνο σε μεταγενέστερα μνημεία πιάνει τον αντίπαλο Γίγαντα από τα γένια.
86 Μουσείο Πάτρας αρ.ευρ.205. Βλ. Τριάντη 1985, 38 αρ.Ι,4, 81-82, 102-103, πίν.13-14· Τριάντη 1986, 158, εικ.3, πίν.138,3-4.
87 Βλ. Τριάντη 1985, 82.
88 Βλ. Τριάντη 1985, 38, 102-103, πίν.13, σχέδ.12.
89 Μουσείο Πάτρας αρ.ευρ.203. Η κεφαλή, συγκολλημένη από δύο θραύσματα, έχει ύψος 0,19 μ. Το πρόσωπο είναι ωοειδές και πλαισιώνεται με τους αραιούς κυματισμούς της μαζεμένης κόμης. Βλ. Τριάντη 1985, 36-37 αρ.Ι,2, 79-80, 103-104, πίν.7-9· Τριάντη 1986, 157, εικ.3, πίν.137,3-4.
90 Βλ. Τριάντη 1985, 103, πίν.9, σχέδ.12.
91 Για τον κατάλογο των γλυπτών από το Α αέτωμα βλ. Τριάντη 1985, 35-48 αρ.Ι,1-43, πίν.4-28.
92 Βλ. Τριάντη 1985, 41 αρ.Ι,12, 104, πίν.19.
93 Για την ταύτιση του ζώου και της μορφής και τις συνακόλουθες σκέψεις για το θέμα του Α αετώματος βλ. Τριάντη 1985, 93-99. Ιδίως οι Γίγαντες φέρουν παρόμοια καλύμματα κεφαλής και είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ζωφόρου του θησαυρού των Σιφνίων, όπου στα κράνη πέντε εκ των Γιγάντων υπάρχουν στοιχεία ζώων, ενώ σε έναν άλλο που επιγράφεται ως «ΚΑΘΑΡΟΣ» υπάρχει ένας κάνθαρος στη βάση του λοφίου.
94 Βλ. Απολλόδ. 3,8,1. Η Τριάντη 1985, 95-96 κάνει λόγο για δύο αττικά αγγεία, όπου οι Γίγαντες φορούν δορά λύκου· επιπλέον αναφέρει έναν αμφορέα των μέσων του 6ου αι. π.Χ., όπου ένας από τους Γίγαντες επιγράφεται ως Αρπόλυκος και του επιτίθεται με ξίφος η Ήρα.
95 Ο Παυσ. 8,29,1 μεταφέρει τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι η μάχη των Γιγάντων με τους θεούς έγινε στην Τραπεζουντία, ενώ σύμφωνα με τον Στέφ. Βυζ. λ. Άρκαδία την Αρκαδία ονομάζουν εναλλακτικά και Γιγαντίδα.
96 Η προσέγγιση των γλυπτών ως έκφραση μίας πολιτικής ιδεολογίας από την Τριάντη δεν έχει συναντήσει κάποια αντίρρηση, πρβλ. για παράδειγμα Cucuzza 1994, 120 και Roy 1997, 290 με σημ.65. Για τις σχέσεις των τριφυλιακών πόλεων με την Αρκαδία βλ. στο κεφ.4.8. Για την προσχώρηση των Τριφυλίων στο αρκαδικό κοινό βλ. Ruggeri 2004, 140-143.
97 Μουσείο Πάτρας αρ.ευρ.207. Το γλυπτό είναι συγκολλημένο από τρία θραύσματα και έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,67 μ. Σώζεται ως την αρχή των μηρών στα δεξιά της. Λείπει το αριστερό ισχίο με τμήμα του εφηβαίου, ενώ από τα χέρια σώζεται η αρχή των βραχιόνων. Βλ. Τριάντη 1985, 19, 48-49 αρ.ΙΙ,1, 81, 105, πίν.29-33· Τριάντη 1986, 158-159, 163, εικ.4, πίν.140,1-5.
98 Βλ. Τριάντη 1985, 105, σχέδ.13.
99 Για τον κατάλογο των γλυπτών από το Δ αέτωμα βλ. Τριάντη 1985, 48-57 αρ.ΙΙ,1-37, πίν.29-49.
100 Βλ. Τριάντη 1985, 54-55 αρ.ΙΙ,23-25, πίν.44-46 και 50 αρ.ΙΙ,5, 88, πίν.5 αντιστοίχως, πρβλ. 105.
101 Βλ. Τριάντη 1985, 52-53 αρ.ΙΙ,12-13, 106, πίν.40-41.
102 Τριάντη 1985, 99· Τριάντη 1986, 160.
103 Όσον αφορά τα στοιχεία για την αναπαράσταση της σύνθεσης του Δ αετώματος βλ. Τριάντη 1985, 105-107.
104 Βλ. Τριάντη 1985, 99-100.
105 Το τμήμα του ροπάλου έχει σωζόμενο ύψος 0,30 μ.· το μικρότερο ανώτερο θραύσμα του βρέθηκε κατά την ανασκαφή του 1939, ενώ τα άλλα δύο προέρχονται από περισυλλογή του 1960, βλ. Τριάντη 1985, 73 αρ.IV,B,45, πίν.72γ.
106 Τριάντη 1985, 100.
107 Βλ. Ridgway 1997, 33 με σημ.22-23.
108 Βλ. Ridgway 1999, 156-162.
109 Βλ. Sinn 1981, ιδίως 26-27, 30, 64-65.
110 Ο Γιαλούρης 1960, 174 είχε βρει αρκετά όστρακα κυρίως από φιάλες, κύλικες και κρατήρες. Κατά την ανασκαφή στη Ν και τη Δ πλευρά του ναού βρέθηκαν όστρακα μελαμβαφή και αβαφή από σκύφους, μόνωτα κυάθια, «ηλειακές» ληκύθους, πινάκια, φιαλίδια και κύλικες, βλ. Τριάντη 1978, 129, πίν.105ε. Για τις ηλειακές ληκύθους βλ. Sinn 1978. Ως ευρήματα κατά την αποκάλυψη του ναού αναφέρονται επίσης όστρακα αβαφών και μελαμβαφών αγγείων, βάσεις σκύφων, τμήματα λύχνων και δύο όστρακα από ερυθρόμορφα αγγεία [Τριάντη 1979, 137].
111 Μεταξύ των οποίων αναφέρονται ένας σκύφος, ένας σκύφος-κύλικα, μία κύλικα με εμπίεστα ανθέμια, το κάτω μέρος ερυθρόμορφου κρατήρα με σάτυρο κι ένας μικρογραφικός αμφορέας. Βλ. Τριάντη 1981, 190 αρ.1, πίν.157.
112 Τριάντη 1981, 190.
113 Κατά την ανασκαφή του ναού βρέθηκαν δύο χάλκινα νομίσματα της Σικυώνας του 4ου αι. π.Χ. κι ένα τρίτο στα ανώτερα στρώματα κατά τη διάνοιξη τομής παρά τη Β πλευρά του ναού μαζί με κλασικά όστρακα· ένα χάλκινο νόμισμα της Ηραίας (420-234 π.Χ.) βρέθηκε πάνω στον κρατευτή του οπισθόδομου, ενώ στο πλάτωμα Β του ναού βρέθηκαν δύο νομίσματα Φενεού και Ήλιδας. Βλ. Τριάντη 1978, 129, πίν.105α-δ· Έργον 1979, 19· Τριάντη 1981, 190-191, πίν.156β.
114 Γιαλούρης 1960, 174.
115 BCH 64-65, 1940-41, 246· Τριάντη 1985, 20.
116 Βλ. Γιαλούρης 1960, 174· Τριάντη 1978, 129, πίν.104γ· Τριάντη 1979, 137, πίν.103γ.
117 Βλ. Τριάντη 1983, 168.
118 Τριάντη 1979, 137, πίν. 104β και 103β. Χάλκινη και σιδερένια αιχμή χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις αναφέρονται μεταξύ των ευρημάτων από την ισοπέδωση του πλατώματος Β του ναού, βλ. Τριάντη 1981, 190.
119 Βλ. Τριάντη 1978, 129, πίν. 103δ, 104α· Τριάντη 1979, 137, πίν.104γ-ε.
120 Γιαλούρης 1960, 174· Έργον 1960, 139· Τριάντη 1978, 129· Τριάντη 1979, 137.
121 Τριάντη 1979, 137· Έργον 1979, 19.
122 Βλ. Τριάντη 1983, 167, πίν.145γ· Έργον 1983, 67, εικ.92· Τριάντη 1985, 31, πίν.3.
123 Βλ. Moustaka 2002, 308 αρ.4, εικ.3.
124 Από την ανασκαφή του Σταυρόπουλου προέρχεται ένα μικρό χάλκινο έλασμα με κατάλογο ονομάτων και από του Γιαλούρη θραύσματα ελάσματος με σφυρήλατη επιγραφή, βλ. BCH 64-65, 1940-41, 246· Γιαλούρης 1960, 174· Έργον 1960, 139. Η Τριάντη 1983, 168 βρήκε ένα χάλκινο έλασμα με δύο ονόματα σε δύο σειρές κατά τη διάλυση της μάντρας Πισκοντάκη στο κατώτερο Δ πλάτωμα.
125 Τα πραγματεύεται η Trianti 1984. Βλ. επίσης Schattner 1990, 91-92 αρ.47-49.
126 Βλ. Οικονόμου 1931, 47-53, εικ.27-34· Θέμελης 1968, 288.
127 Μουσείο Ολυμπίας αρ.ευρ.Μ1128· SEG 35,389. Έχει διαστάσεις περίπου 0,27 x 0,15 μ. και φέρει έξι οπές προσήλωσης σε ξύλο, που φαίνεται ότι έγιναν πριν γραφεί το κείμενο. Βλ. Τριάντη 1985, 26-31, πίν.2· Τριάντη 1986, 166-168, εικ.5· Siewert 1987.
128 Βλ. Ruggeri 2004, 73, 89, 91, 93-94, 133-140. Ίσως από τα Κρέστενα, περίπου 6 χμ. Δ από το Μάζι, με βάση κάποιες ενδείξεις προέρχεται ο χάλκινος δίσκος στο Λούβρο, βλ. Ruggeri 2004, 73, 109. Αν τα Κρέστενα φέρονται ως προέλευση του δίσκου, τότε θα μπορούσε εξίσου να προέρχεται από το Μάζι, όπως συμβαίνει με το προαναφερθέν ομοίωμα του οικίσκου.
129 Η μετάφραση είναι της Τριάντη 1985, 28.
130 Για την ταύτιση βλ. Τριάντη 1985, 30-33.
131 Τριάντη 1985, 26, 99, 108, 136· Τριάντη 1986, 168.
132 Βλ. Στέφ. Βυζ. λ. Μάκιστος.
133 Βλ. Στρ. 8,3,16 «τὸν Μάκιστον», 8,3,18 και 8,3,25 «τὸ Μάκιστον». Ο Στρ. 8,3,16 αναφέρει ότι την πόλη κατείχαν οι Καύκωνες και ότι από μερικούς ονομάζεται Πλατανιστούς. Σε άλλο σημείο του έργου του μεταφέρει την παράδοση ότι η Ερέτρια είχε αποικισθεί «ἀπὸ Μακίστου τῆς Τριφυλίας … ὑπ’ Ἐρετριέως», βλ. Στρ. 10,1,10.
134 Στέφ. Βυζ. λ. Μήκιστον. Σχετικά βλ. IACP 544 αρ.307. Τα δύο λήμματα του Στέφανου Βυζάντιου πιθανότατα αναφέρονται στην ίδια πόλη και ενδεχομένως οι πληροφορίες για το Μήκιστον ανάγονται στην περίοδο της ηλειακής κυριαρχίας κατά τον 5ο αι. π.Χ. [Nielsen 1997β, 133 σημ.29].
135 Βλ. Ηρόδ. 4,148,4.
136 Παυσ. 6,22,4. Πρβλ. Roy 1997, 282 με σημ.3.
137 Βλ. Ξεν. Ελλ. 3,2,30.
138 Βλ. Ξεν. Ελλ. 3,2,25.
139 IACP 544.
140 Βλ. Nielsen 1997β, 152-155.
141 Βλ. Απολλόδ. 3,8,1. Πρβλ. Nielsen 1997β, 134-135.
142 SEG 47,406. Σχετικά βλ. IACP 544· Ruggeri 2004, 100 με σημ.72.
143 Στρ. 8,3,25.
144 Βλ. Στρ. 8,3,14 και 8,3,21.
145 Βλ. Στρ. 8,13,3, 8,23,4, 8,3,25.
146 Βλ. Στρ. 8,3,13. Για το ιερό και την περιοχή του Σαμικού βλ. επίσης Στρ. 8,3,16-20 και Παυσ. 5,5,3, 5,6,1-3, 6,25,5-6. Για τη λατρεία και το ιερό του Σαμίου Ποσειδώνα και για την ιδιαίτερη σημασία που είχε για την Τριφυλία βλ. Tausend 1992, 19-21· Mylonopoulos 2003, 133-143· Ruggeri 2004, 96-108.
147 Βλ. Curtius 1852, 78-83.
148 Για την ανάλυση του ζητήματος βλ. Pritchett 1989, 65-67, 78· Ruggeri 2004, 102-107.
149 Βλ. Ε. Καστόρχης, Αρχαιολογικαί ειδήσεις, Αθήναιον 9, 1880, 161. Ο Ξεν. Ανάβ. 5,3,8/11 λέει ότι το ιερό βρίσκεται περίπου 20 στάδια από το ναό του Δία στην Ολυμπία και ότι η περιοχή του διαρρέεται από τον Σελινούντα, όπως ονομάζεται και το ποτάμι που ρέει κοντά στο Αρτεμίσιο της Εφέσου. Πρβλ. στο κεφ.4.7.
150 Ξεν. Ανάβ. 5,3,12.
151 Γιαλούρης 1960, 176· Έργον 1960, 140· Τριάντη 1985, 25.
152 Ξεν. Ελλ. 3,2,30. Βλ. Meyer 1957, 68-69· πρβλ. Παπαχατζής 3, 211, 215, 382 σημ.3. Για το Ήπειον και την ταύτισή του βλ. Τριάντη 1985, 32-33· Pritchett 1989, 52, 57, 68-69, 73· IACP 542-543 αρ.304· Ruggeri 2004, 117 σημ.332, 118.
153 Βλ. Meyer 1957, 45-46.
154 Boston, Museum of Fine Arts αρ.ευρ.98.658. Βλ. Τριάντη 1985, 25 με σημ.60 για την προγενέστερη βιβλιογραφία· Herfort-Koch 1986, 25-27, 92 αρ.Κ45· Pipili 1987, 42-44 αρ.105, εικ.57· Brulotte 1994, 162-163· Cohen 1997-98, 20, εικ.22· Kaltsas 2006, 168 αρ.71. Η θεά στέκεται μετωπική με τα πόδια ενωμένα πάνω σε μία τριβαθμιδωτή βάση. Φοράει πέπλο, στον οποίο αποδίδονται κάθετες παράλληλες πτυχές μόνο στην οπίσθια όψη, και περιδέραιο με περίαπτο στον λαιμό. Με το λυγισμένο αριστερό χέρι κρατά τόξο, το κάτω τμήμα του οποίου έχει διασωθεί. Το δεξί χέρι πέφτει χαλαρά και είναι αποκρουσμένο στο άκρο του.
155 SEG 16,284. Βλ. Jeffery 1990, 191, 202, 407 αρ.67, πίν.39.
156 Βλ. http://www.mfa.org/collections/object/statuette-of-artemis-152664.
157 Siewert 1991, 106.
158 Πρβλ. Sinn 1981, 27 για τις απώλειες όσον αφορά τα αναθήματα του ιερού της Άρτεμης Λιμνάτιδος στην Κομποθέκρα, που οφείλονται στις λαθρανασκαφές, και για την παρατήρηση ότι είναι άγνωστος ο αριθμός των χάλκινων ειδωλίων άγνωστης προέλευσης στο εμπόριο αρχαιοτήτων κατά την καμπή από τον 19ο στον 20ο αι.
159 Βλ. Γιαλούρης 1960, 175-176· Έργον 1960, 140· Ν. Γιαλούρης, ΑΔ 16, 135-136. Για το ιερό βλ. κεφ.4.7.
160 Βλ. Γιαλούρης 1960, 175 με σημ.1, όπου υπογραμμίζει ότι η πόλη του Σκιλλούντα δεν εντοπίζεται στο Μάζι, όπως είχε παρερμηνευθεί η πρότασή του από τον G. Daux, BCH 86, 1962, 629, 978. Ο Sperling 1942, 83 αρ.23 είχε κάνει λόγο για ίχνη ενός κλασικού οικισμού σε έναν λόφο σε μικρή απόσταση Δ από το χωριό Μάζι πιθανολογώντας ότι πρόκειται για τον Σκιλλούντα.
161 Βλ. Θέμελης 1968, 291-292· Pritchett 1989, 67.
162 Βλ. Γ. Δημητρακόπουλος, Ολυμπιακά Χρονικά 1, 1970, 131-132. Την εναλλακτική αυτή άποψη επαναλαμβάνει και ο Παπαχατζής 3, 382 σημ.3, εικ.344 σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει ακόμη επιγραφική ένδειξη για τη θεότητα ούτε για την πολίχνη στην οποία ανήκε ο ναός. Κατά την ανεύρεση της χάλκινης ενεπίγραφης πλάκας που υποδεικνύει ότι πρόκειται για ναό της Αθηνάς η Τριάντη 1979, 132 σημειώνει ότι δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για το ναό της Αθηνάς Κυδωνίας ή της Αθηνάς Σκιλλουντίας.
163 Βλ. Cucuzza 1994, ιδίως 117-121 και εδώ στο κεφ.4.8.
164 Βλ. Siewert 1987, πρβλ. Siewert 1991, 105.
165 Siewert 1987, 276.
166 Βλ. Pritchett 1989, 78.
167 Cucuzza 1994, 118.
168 Πρόκειται για την επιγραφή SEG 25,449 που βρέθηκε στο ιερό της Αθηνάς στην Αλίφειρα· πρβλ. εδώ στα κεφ. 2.2 και 4.8.
169 Cucuzza 1994, 119.
170 Βλ. Τριάντη 1985, 22· Νακάσης 2004, 35 με σημ.56 για τη σχετική βιβλιογραφία.
171 Βλ. Τριάντη 1985, 22· Νακάσης 2004, 27, 35, σχέδ.2· Rohn – Heiden 2009, 353-354.
172 Για τις εργασίες που έχουν λάβει χώρα από το 2006 στην περιοχή του Μαζίου αλλά και σε άλλες θέσεις της Τριφυλίας στο πλαίσιο του προγράμματος του DAI «Die antike Siedlungstopographie Triphyliens» βλ. http://www.poliskultur.de/120_Laufende%20Arbeiten.html. Τα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά από τους Rohn – Heiden 2009.
173 Πρβλ. Pritchett 1989, 66 σημ.150 για την πιθανότητα ύπαρξης του οικισμού στο Μάζι ήδη από τη γεωμετρική εποχή.
174 Ruggeri 2004, 73 σημ.163.
175 Βλ. Ruggeri 2004, 101-102.