Τα όρια τής παλαιοχριστιανικής Ηλείας δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν με ακρίβεια. Οι πηγές είναι λίγες και οι πληροφορίες πού παρέχουν, ασαφείς και αόριστες, δε βοηθούν στην ακριβή ανασύσταση τών ορίων τού εξεταζόμενου χώρου. Θεωρώντας ώς σταθερά γεωγραφικά όρια τα φυσικά, καθώς και τα μεγάλα αστικά κέντρα θα ερευνήσουμε το χώρο πού συμβατικά συμπίπτει με το σημερινό νομό και περιλαμβάνει την κύρια έκταση τής Ηλείας κατά την Εποχή τού Παυσανία1.
H βόρειος και δυτική Ηλεία βρέχεται από τή θάλασσα, ενώ οι ποταμοί Λάρισος, Αλφειός, Ερύμανθος και τα όρη Σκόλλις, Ερύμανθος καί Λύκαιον αποτελούν τα ανατολικά σύνορά της με την Αχαία και Αρκαδία. Η Νέδα διαγράφει τα νότια όρια με την Μεσσηνία. Περιοχή εύφορη και πεδινή πού δεν στερείται ορεινών εκτάσεων διέθετε καλό οδικό δίκτυο2 μεταξύ των κυριότερων οικιστικών κέντρων της, της Ήλιδος, της Ολυμπίας, τής Πύλου και των λιμανιών πού διευκόλυναν τό εμπόριό της δηλ. τής Κυλλήνης και της Φειάς3. Η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή ήταν ή κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή. Αναπτυγμένες ήδη από την αρχαιότητα ήταν ορισμένες μορφές βιοτεχνίας, όπως ή κλωστοϋφαντουργία, ή εκμετάλλευση των λιγνιτών, πωρολίθων κλπ4.
Η Ηλεία κατά την περίοδο τής ρωμαιοκρατίας5 (μετά τό -146) έτυχε ιδιαίτερης μεταχείρισης από τούς κατακτητές χάρη στα ιερά της και στην τέλεση εκεί των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και εξαιτίας τού γεγονότος ότι οι Ηλείοι δεν βοήθησαν εγκαίρως το στρατό τής Αχαϊκής Συμπολιτείας εναντίον των Ρωμαίων. Ο Ρωμαίος Mummius πού κατέβαλε την αντίσταση τής Συμπολιτείας και ισοπέδωσε την Κόρινθο, αφιέρωσε ευθύς μετά τη νίκη του ασπίδες στη ζωφόρο του ναού του Ολυμπίου Διός και τιμήθηκε από τους Ηλείους μέ ανδριάντα6. Ευθύς μετά τό 146 οι Ηλείοι επέτυχαν να προσαρτήσουν την Τριφυλία και τό Σαμικό στην Ήλιδα, αποτέλεσαν οργανικό τμήμα τής επαρχίας Αχαΐας7, κατέβαλαν στους Ρωμαίους τον έγγειο φόρο και είχαν τo δικαίωμα κοπής νομισμάτων. Η βουλή των Hλείων λειτούργησε ως τα μέσα περίπου τού +3ου αί., όπως προκύπτει από επιγραφικές μαρτυρίες. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, Αύγουστος, Τιβέριος, Νέρων, Τραϊανός, Αδριανός, έλαβαν μέτρα υπέρ τού ιερού τής Ολυμπίας, ενώ ο Νέρων επισκέφτηκε την Ολυμπία περί το +66/67 και έλαβε μέρος στους Αγώνες.
Κατά την εποχή τού Καρακάλλα (211-217), αναπτύχθηκε ή Ήλις λόγω των προνομίων πού δόθηκαν στους κατοίκους8. Κατά τις μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού ή Ήλις ως τμήμα τής επαρχίας Αχαΐας, περιέρχεται διαδοχικά στη διοίκηση του Γαλερίου, του Λικινίου και του Κωνσταντίνου.
Άννα Λαμπροπούλου: "Θέματα της ιστορικής γεωγραφίας του νομού Ηλείας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο"
1. Ή Ηλεία κατά την εποχή τού Παυσανία εκτείνεται από την κοίτη τού Λάρισου ποταμού ακολουθώντας τις κορυφογραμμές των Σανταμεριώτικων βουνών και του Ερυμάνθου, Στά νοτιοανατολικά σταθερά σύνορο ήταν ή κοίτη τού ποταμού Ερυμάνθου καί πέραν του Αλφειού ο ποταμός Διάνων, έπειτα οι βουνοκορφές τής Μίνθης και τέλος στά νότια ή κοίτη της Νέδας. Για την αρχαία Ηλεία, την ιστορία και την τοπογραφία της βλ. Philippson- Swoboda, RE V 1905. Α. Σκιά, Ηλείας τοπογραφικά, AEphem 1919. J. Sperling, Explorations in Elis, AJA 46, 1942, 77-89. A. Bon, Ηλειακά, BCH 70,1946. E. Meyer, N.P.W., 1957.
2 Γιά το αρχαίο οδικό δίκτυο της περιοχής βλ. Baladie, Le Peloponnese de Strabon, 267-277. Ένας βασικός οδικός άξονας συνέδεε την Δύμη (σημ. Κάτω Αχαΐα) με την Ήλιδα , μέσω Βουπρασίου και Μυρτουντίου. (Στράβων VIII, 3, 10). Η πρωτεύουσα Ήλις συνδεόταν με την Ολυμπία μέσω δύο αρτηριών, μιας ορεινής και μιας πεδινής, βλ. Στράβων VIII, 3, 10.3, 32.
3 Τα λιμάνια τής Κυλλήνης και της Φειάς συνδέονταν με δρόμο με την Ήλιδα και την Ολυμπία αντίστοιχα, ενώ άλλος δρόμος πού διερχόταν από το Επιτάλιο διευθυνόταν στα νότια, την Κυπαρισσία, την Πύλο καί την Μεθώνη βλ. Baladie. Για το οδόσημο πού βρέθηκε στό Επιτάλιο βλ. Π Θέμελη, Τό μιλιάριον του Επιταλίου AEphem 1969. Αρχαιολογικά χρονικά, 16-17, είκ. 1. Τo oδόσημο ρωμαϊκών χρόνων πού εντοπίσθηκε στη θέση Μπιμπίκου (κτήμα Γ Καλδέλη), στη διασταύρωση των δρόμων Φιγαλείας- Κάτω Χωριών (αυτοψία Μάιος '89) δίνει νέα στοιχεία για το οδικό δίκτυο τής περιοχής και θα αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης.
4. Για την ανάπτυξη τής βιοτεχνίας, τής κλωστοϋφαντουργίας. τής αρωματοποιίας, τής ελαιουργίας, οινοποιίας, βυρσοδεψίας. ναυπηγικής κλπ. στην Ηλεία κατά την αρχαία εποχή βλ Αθ. Κανελλόπουλου, Η Ηλειακή βιομηχανία κατά την αρχαιότητα. Πρακτικά τού Β΄ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Αθήνα 1989) 129-154.
5. Βλ. Ν Δεπάστα, Οι Ηλείοι κατά την διάρκειαν τής Ρωμαιοκρατίας καί έπί των πρώτων Χριστιανών αυτοκρατόρων (+168/ +522), Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών Μελετών 5. 1987-1988, 5.
6 Δεπάτσα, ό.π. 9.
7 Για την κατάσταση στην Ελλάδα από την εποχή της ρωμαιοκρατίας ως την ίδρυση της επαρχίας Αχαΐας βλ. R. Bernhardt, Der Status des 146, Historia 26, 1977, 62- 73.
8. Δεπάτσα ό.π 17.
9. A. Bon, Les peloponnese byzantin jusqu'en 1204, (Paris 1951)3- 8.
10. Συνέκδημος Ιεροκλέους, 648,2
11. Συνέκδημος Ιεροκλέους, 647,13
12. Αγνής Βασιλικοπούλου Ιωαννίδου. Ή Επισκοπή Ωλένης- Βολαίνης κατά την Βυζαντινήν περίοδον. Πρακτικά τον Α Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Αθήνα 1980) 250.
13. A. Bon, Peloponnese 13.
14. Ιουλιανός, σελ. 223, τ. Α΄, μέρος Β΄, εκδ. J. Bidez, L'empereuer Julien, Παρίσι 1960.
15 A. Bon, Peloponnese 6, 14. bl. Ζώσιμος, V, 7, 1.
16 Ε. Χ. Χρυσού, Οί Βησιγότθοι στήν Πελοπόννησο (+396/ +397), Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών σπουδών, τόμ. Β΄ (Αθήνα 1981- 82) 186.
17 Codex Theodosianus XVI, 10, 25.
I8. A. Bon, Peloponnese 15. Για τα αμυντικά έργα του Ιουστινιανού στην επαρχία Αχαΐας βλ, T. E. Gregory, Fortification and Urban Design in early Byzantine Greece, 43-64
19. M. Vasmer (Βερολίνο 1941) 140-149
20. Ν. Γιαλούρη, Ολυμπία, Φειά, Λεχαινά, Πλατιάνα, Πλάτανος, άλλοι χώροι. ΑΔ 16.1960 Β,125-126.
21. Γ. Λάββα. Οί πόλεις τών «Χριστιανικών Βασιλικών». Μιά συμβολή στήν πολεοδομία τού Ανατολικού Ιλλυρικού. Εισηγήσεις του Δεκάτου Διεθνούς Συνεδρίου, Χριστιανικής Άρχαιολογίας (Ελληνικά παράρτημα 26) (Θεσσαλονίκη 1980) 423.
22. Συνέκδημος Ιεροκλέους, 648, 2 (Ήλις).
23.Tab. Peut 582. (Στουττγάρδη 1916).
24 Geogr. Rav. 22, 5 (etide civitas) Λιψία 1940
25 Guido 111, 25 (Eytide) Λιψία 1940
26. Στεφάνου Βυζαντίου Εθνικά (Ήλις, πόλις) .
27. H Ήλις βρισκόταν στήν άριστερή όχθη του Πηνειού μεταξύ τών χωριών Παλαιόπολις, Καλύβια καί Μπουχιώτη. βλ. Boblaye, Expedition 122. Curtius, Peloponneses II, 22-23. Για την αρχαία πόλη της Ήλιδας και την τοπογραφία της βλ. Tritsch, Die Agora von Elis, 1932. Βλ. επίσης Ν. Γιαλούρη, Ανασκαφή Ήλιδας, Prakt 1972.
28. Για το ο ψηφιδωτό δάπεδο πού ανήκει πιθανότατα στό κεντρικό κλιτός παλαιοχριστιανικής βασιλικής τής Ήλιδος και χρονολογείται στό δεύτερο ήμισυ τον +5ου αι. εξαιτίας τής ομοιότητάς του με ανάλογο φηφιδωτό τής βασιλικής τής Κνωσού στήν Κρήτη. Βλ. τήν παράθεση όλης τής σχετικής βιβλιογραφίας Π. Ασημακοπούλου- Ατζακά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδας, ΙΙ Πελοπόννησος - Στερεά Ελλάδα (Βυζαντινά Μνημεία 7) (Θεσσαλονίκη 1987)90-91. πίν. Ι26α- Ι27 β.
29. Ν Γιαλούρη, Αρχαιότητες καί μνημεία τής Ηλείας. ΑΔ 21. 1966. Β, Χρον . 208. πίν 149 α-β
30. Οί περισσότερες χριστιανικές επιγραφές που βρέθηκαν στήν Ήλιdα δημοσιεύθηκαν στό CIG ή SEG και επαναδημοσιεύθηκαν από τον R. Fleischer, Epigraphisches aus Elis, 1961-63.
31. Μάντω Καραμεσίνη- Οικονομίδου, Νομίσματα ανασκαφών Ήλιδος, AEphem 1963 78-79. Άννας Αβραμέα. Νομισματικοί «Θησαυροί» και μεμονωμένα Νομίσματα από την Πελοπόννησο (Στ΄- Ζ' αι. Σύμμεικτα 5. 1983). 66, άρ. 32.
32. Η ταύτιση της αρχαίας ηλειακής Πύλου με τα ερείπια στό λόφο Αρμάτοβα στούς πρόποδες τού χωριού Αγραπιδοχωρϊον έχει πιστοποιηθεί. Γιά τήν παλαιότερη βιβλιογραφία σχετικά με τήν Πύλο βλ.: Ε Meyer RΕ XXIII, 1959. Τό σύνολο τών άνασκαφικών εόρημάτων καί παραπομπές στις προ γενέατερες έρευνες στήν περιοχή περιλ,αμβάνοντα ι στό Εργο τον 3. Ε. (ΓοΙτιαχη, Εχεινεΐιιχι» 41 ΡγΙο» ιο ΕΙι», Ηαρτιι» ινρρίτπκη-ιασι 21. 1986.
33. Coleman. 139-148. 150-151.
34. American School of Classical Studies, ADelt 23, 1968
35. ΑDelt 23, Ι968, Β, 176. καί πίν. 130 b.
36. Ή Όλιμπία μαρτυρείται καί στις πηγές του 4ου καί 5ου αί. όπως στήν Tabula Peutigeriana, στήν κοσμογραφία του Ανωνύμου Ραυέννης, στά Γεωγραρικά τού Γουίδωνος και στόν Στέφανο Βυζάντιο (Ολυμπία, ή πρότερον Πίσα), καθώς καί σέ άλλες πηγές τής ίδιας εποχής (π.χ. Θεμίστιο. Λιβάνιο κλπ). Γιά τήν ιστορία καί τήν τοπογραφία τής άρχαίας πόλης καθώς καί βιβλιογραφία Ν. Υalouris, Olympia, Prinston Encyclopedia, 646- 650.
37 Βλ Σκιά. AEphem 1919, 44. Sperling, AJA 46, 1942, 83-84 G. Touchais BCH 102, 1978. 681.
38. Γιά τήν παλαιοχριστιανική βασιλική της Ολυμπίας καί τή χρονολόγηοή της καθώς καί όλη τή σχετική βιβλιογραφία βλ Π. Βελισσαρίου, Σχόλιον είς επιγραφήν τής Βασιλικής τής Αρχαίας Ολυμπίας. Πρακτικά τον Α ' Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Αθήνα 1980) 159-166.
39. Ν. Γιαλούρη, ADelt 20, 1965, Β2, 209.
40. G. Touchais BCH 112, 1988.
41. Γιά τις αναθηματικές επιγραρές τής βασιλικής τής Ολυμπίας, βλ. Βελισσαρίο, ό.π. 162. σημ. I. Γιά τις χριστιανικές επιγραφές πού βρέθηκαν στήν Ολυμπία βλ.: W. Dittenberger- K. Purgold, Die Inschriften von Olympia (Berlin 1896)
42. Δ Πάλλa. Τά άρχαιολογικά τεκμήρια τής καθόδου τών βαρβάρων εις τήν Ελλάδα, Ελληνικά 14, 1955, 92. Μάντω Καραμεσίνη- Οικονομίδου, Νομίσματα του Μουσείου Ολυμπίας. ADelt. 18. 1963, Β1, 105. Τής ίδιας, Νομίσματα εκ τής άνασκαφής τού νέου Μουσείου τής Ολυμπίας. Adelt.19. 1964. Β2, 180. Άβραμέα θησαyροί. ό.π. 67. άρ 35.
43. Ελένης Παπακωνσταντίνου-Χαμίτου, Περιοχή Σαμικού. Αρχαιολογικές ενδείξεις κατοικήσεως στα ιστορικά χρόνια Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών Μελετών 2, 1983, 302, φωτ. 8. Είναι σημαντικό ότι τό Σαμικό αναφέρεται κατά τήν πρωτοβυζαντινή περίοδο. βλ Tab. Peyt.582 (Samaco), Geogr. Rav.V 22.3 (Samachon).
44. Αβραμέα Θησαυροί 66, άρ. 33.
45 Meyer, Neue Pelopon. Wand 60
46 Meyer, Neue Pelopon. Wand 45.
47. Ασημακοπούλου- Ατζακά. Σύνταγμα 91. άρ .31.
48. Ν. Γιαλούρη, Ηλεία, Α', Ολυμπία καί περιοχή αυτής. Adlt.19, 1964, Β2, 178. πίν. 188 δ, Ροδονίκης Ετζέογλου, Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Πελοποννήσου, Adelt.28. 1973. Β1, 236.
49 Ν. Γιαλούρη, Αρχαιότητες καί μνημεία Ηλείας, ADelt. 22. 1967. Β . 206.
50 Γιά τήν ταύτιση τής αρχαίας Φιγαλίας μέ τό σημερινό χωριό Παύλιτσα Ηλείας βλ. Madeline Jost, Sanctuaries et Cultes d'Arcadie (Ρaris 1985) 86.
51. Παυσανία, VIII. 39. 5, Στέφ. Βυζ. βλ. λ Φιγαλία. Συνέκδημος Ιεροκλέους 647 13, (Φιάλεα).
52. Γιά τις πηγές αλλά καί τά ευρήματα της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής εποχής πού επισημάνθηκαν στήν Παύλιτσα. βλ. Άννας Λαμπροπούλου, Παύλιτσα Ηλείας, Ιστορικές καί άρχαιολογικές μαρτυρίες. Σύμμεικτα 8. 1989, 335-369.
53. Γ. Α. Παπαθανασόπουλου. Αρχαιότητες καί μνημεία τής Ηλείας. ADelt. 24, 1969, Β 1149.
54 Γιαλούρη, Όλυμπιακά Χρονικά 4, 1973, 178.
55 Γιαλούρη, ό.π. 178
56 Tab. Peut. 562. Χρηστομάθεια Στράβωνος. VII. 4
57. H Φειά πού βρίσκεται στό σημερινό Άγιο Άνδρέα άναφεριται από τόν Στέφανο Βυζάντιο (Φέα, πόλις τής Ηλείας) καί τή Χρηστομάθεια Στράβωνος, VIII. 8. Τα ευρήματα στήν περιοχή δέν είναι παλαιότερα τής ύστερης ρωμαϊκής ή τό πολύ τής πρώιμης βυζαντινής εποχής. Βρέθηκαν έπίσης μεταλλικα άντικείμενα ρωμαϊκών εως βυζαντινών χρόνων καί κτίσματα υστερορρωμαϊκών χρόνων. Ο καταποντισμός της τόν 6ο αί. προκλήθηκε έξαιτίας του ισχυρού σεισμοί του 551, βλ. Ν Γιαλούρη, Δοκιμαστικαί έρευναι είς τόν κόλπον τής Φειάς Ηλείας, Adelt. 1957, 31-44
58 Γιά τά κύρια χαρακτηριστικό γνωρίσματα τών οικισμών κατα τήν παλαιοχριστιανική περίοδο βλ. C. Claude, Λάββα, Οι πόλεις των Χριστιανικών βασιλικών.
59. Παυσανία VI. 22. 2 21. 8. 21. 6
60. Πτολ. III, 14, 39. Η Κορύνη του Πτολεμαίου πιθανότατα ταυτίζεται με τους Λετρίνους. Η Υπάνεια πιθανώς να ταυτίζεται με τα ερείπια στο χωριό Γρύλλος Τριφυλίας, βλ. Meyer Neue Peloponne. Wand 61-70. Οι Τυπανεαί πιθανώς εντοπίζονται κοντά στο χωριό Πλατιάνα Τριφυλίας, βλ. Meyer.
61. Διευκρινίζεται ότι τά έρείπια τού παλαιοχριστιανικού ναού στή θέση Φραγκοκκλησιά, μολονότι βρίσκονται κοντά στό Σαμικό μπορεί νά μήν άνήκον στήν ίδια οικιστική μονάδα του Σαμικού, όπως συμβαίνει στήν περίπτωση τού ρωμαϊκού βαλανείου που βρέθηκε στήν Φραγκοκκλησιά. βλ. σχετικά Ελένης Παπακωνστοντίνσυ-Χαρίτου, Περιοχή Σαμικού 305.
62. Π Θέμελη, Επιτάλιον- Σαλμώνη- Φλόκα. ADelt. 23. 1968. Β,. Χρον.. 165, 168. 170.
63. Σέ τιμητικό επίγραμμα τού +4ου/ +5ου αι. άπό τήν Πάτρα αναφέρετσι ότι οι πολίτες τών Πατρών έστησαν άνδριάντα πρός τιμήν τού άρχοντα τής πόλης Βασιλείου. Ό λόγος γιά τόν ώποίο στήθηκε τό άγαλμα ήταν ή σημαντική προσφορά του στήν πόλη καί τό δήμο τών Πατρών (συντήρηση των λουτρών, δωρεάν παροχή κρασιού άπό τά κτήματά του στήν κώμη.
64. Πάλλα. Αρχαιολογικά τεκμήρια. 93. "Ο Δ Πάλλας σχολιάζοντας τό φαινόμενο τών νομισματικών κενών πού παρουσιάζονται στά ευρήματα τής Όλυμπίας παρατηρεί ότι τούτο συμβαίνει καί σέ άλλες αγροτικές περιοχές, όπως ή Αρκαδία καί ή Σπάρτη, όταν λόνω τής σταδιακής όπισθοδρόμησης τής οικονομίας. μεταξύ τού τέλους τού 6ου καί τών άρχών τού 7ου αί. παύει σχεδόν ή κυκλοφορία του νομίσματος καί ή οικονομία μειατρέπεται σέ ανταλλακτική
65 Βιλισσαρίου, Σχόλιον εις επιγραφή της ολυμπίας, 162- 165
66. Βελισςαρίου, ό.π. 166.
67. Ασημακοπούλου-Άτζακά, Σύνταγμα, ό.π. 90.
68 Fleischet, Epigraphisches aus Elis, 3
69 Barnea, L'Epigraphie chretienne, 464
70. O Fleischer και ο Barnea εξηγούν τούς λόγους γιά τούς όποιους θεωρούν τήν επιγραφή χριστιανική, ενώ οί Jet L. Roberston αντικρούουν με επιτυχία τα επιχειρήματα.
71. Inscriptiones Graecae, τομ. Ε΄, τχ 2, σ 107
72. Α. Η. Μ. Jones, The Prosopography of the Later Roman Empire
73. J. Irmmscher, The Paganismus im justinianischen
H βόρειος και δυτική Ηλεία βρέχεται από τή θάλασσα, ενώ οι ποταμοί Λάρισος, Αλφειός, Ερύμανθος και τα όρη Σκόλλις, Ερύμανθος καί Λύκαιον αποτελούν τα ανατολικά σύνορά της με την Αχαία και Αρκαδία. Η Νέδα διαγράφει τα νότια όρια με την Μεσσηνία. Περιοχή εύφορη και πεδινή πού δεν στερείται ορεινών εκτάσεων διέθετε καλό οδικό δίκτυο2 μεταξύ των κυριότερων οικιστικών κέντρων της, της Ήλιδος, της Ολυμπίας, τής Πύλου και των λιμανιών πού διευκόλυναν τό εμπόριό της δηλ. τής Κυλλήνης και της Φειάς3. Η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή ήταν ή κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή. Αναπτυγμένες ήδη από την αρχαιότητα ήταν ορισμένες μορφές βιοτεχνίας, όπως ή κλωστοϋφαντουργία, ή εκμετάλλευση των λιγνιτών, πωρολίθων κλπ4.
Η Ηλεία κατά την περίοδο τής ρωμαιοκρατίας5 (μετά τό -146) έτυχε ιδιαίτερης μεταχείρισης από τούς κατακτητές χάρη στα ιερά της και στην τέλεση εκεί των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και εξαιτίας τού γεγονότος ότι οι Ηλείοι δεν βοήθησαν εγκαίρως το στρατό τής Αχαϊκής Συμπολιτείας εναντίον των Ρωμαίων. Ο Ρωμαίος Mummius πού κατέβαλε την αντίσταση τής Συμπολιτείας και ισοπέδωσε την Κόρινθο, αφιέρωσε ευθύς μετά τη νίκη του ασπίδες στη ζωφόρο του ναού του Ολυμπίου Διός και τιμήθηκε από τους Ηλείους μέ ανδριάντα6. Ευθύς μετά τό 146 οι Ηλείοι επέτυχαν να προσαρτήσουν την Τριφυλία και τό Σαμικό στην Ήλιδα, αποτέλεσαν οργανικό τμήμα τής επαρχίας Αχαΐας7, κατέβαλαν στους Ρωμαίους τον έγγειο φόρο και είχαν τo δικαίωμα κοπής νομισμάτων. Η βουλή των Hλείων λειτούργησε ως τα μέσα περίπου τού +3ου αί., όπως προκύπτει από επιγραφικές μαρτυρίες. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, Αύγουστος, Τιβέριος, Νέρων, Τραϊανός, Αδριανός, έλαβαν μέτρα υπέρ τού ιερού τής Ολυμπίας, ενώ ο Νέρων επισκέφτηκε την Ολυμπία περί το +66/67 και έλαβε μέρος στους Αγώνες.
Κατά την εποχή τού Καρακάλλα (211-217), αναπτύχθηκε ή Ήλις λόγω των προνομίων πού δόθηκαν στους κατοίκους8. Κατά τις μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού ή Ήλις ως τμήμα τής επαρχίας Αχαΐας, περιέρχεται διαδοχικά στη διοίκηση του Γαλερίου, του Λικινίου και του Κωνσταντίνου.
Η Ηλεία κατά τήν εποχή πού εξετάζεται εδώ και ήδη από το έτος +395 αποτελεί τμήμα τής επαρχίας Αχαΐας καί ανήκει στο Ανατολικό Ιλλυρικό μετά το χωρισμό τού ρωμαϊκού κράτους. Πρωτεύουσα τής επαρχίας ήταν ή Κόρινθος με διοικητή ανθύπατο πού υπαγόταν άμεσα στον αυτοκράτορα. Στον εκκλησιαστικό τομέα πρωτεύουσα τής μητρόπολης τής επαρχίας Αχαΐας ήταν η Κόρινθος πού είχε άμεση εξάρτηση από το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης9. Ανάμεσα στις πόλεις πού περιλαμβάνονται στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους καί ανήκουν στον εξεταζόμενο χώρο, είναι η Ήλις10 καί ή Φιγάλεια11. Η πληροφορία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι στην Σύνοδο τής Σαρδικής (343 ή 347) συμμετείχε ο επίσκοπος Ήλιδος Διονύσιος12. Οι συγκλίνουσες αυτές μαρτυρίες επιτρέπουν νά υποθέσουμε ότι κατά τον +4ο αί., ή Ήλις πρέπει να ήταν έδρα επισκόπου και προφανώς «πόλις».
Η περιοχή τής Ηλείας μετά τη δοκιμασία από τις επιδρομές των Ερούλων στην Πελοπόννησο κατά τα τέλη του +3ου αί., ανασυγκροτείται και αναπτύσσεται13. O αυτοκράτορας Ιουλιανός συνέβαλε με την πολιτική του στην ανασυγκρότηση κατά τρόπο αποφασιστικό. Από επιστολή του Ιουλιανού, τής όποιας όμως ή γνησιότητα αμφισβητείται, προκύπτει ότι περί τα μέσα τού +4ου αί., οι κάτοικοι τής Ηλείας δεν πλήρωναν εισφορά για την τέλεση ιών Ίσθμιων, επειδή διοργάνωναν τούς δικούς τους πανελλήνιους αγώνες14. Γεγονότα πού επηρέασαν άμεσα τις εξελίξεις στον ηλειακό χώρο ήταν ή κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων από τον Θεοδόσιο Α΄ το +393 και η επίθεση των Γότθων στην Πελοπόννησο περί το +396/397 15. Παρά τις φοβερές δηώσεις πού υπέστη ή περιοχή, θεωρείται πιθανό ότι ή Ολυμπία δεν καταστράφηκε κατά τη γοτθική επιδρομή16.
Κατά τον +5ο αι. ο Θεοδόσιος Β' (408-450), παίρνει μέτρα για την ανακούφιση των δοκιμασμένων κατοίκων τής Αχαΐας, μειώνοντας στό 1/3 τις φορολογικές υποχρεώσεις τής επαρχίας, ενώ τό +435 νομοθετεί την κατάργηση των εθνικών ναών και ιερών και τη μετατροπή τους σέ χριστιανικούς17.
Κατά τoν +6ο αι. τα βαρβαρικά φύλα πού φθάνουν ως τον Ισθμό τής Κορίνθου, υποχρεώνουν τον Ιουστινιανό να προστατεύσει την περιοχή με τείχη. Έτσι τειχίζεται ή Κόρινθος και ο Ισθμός18. H σλαβική παρουσία κατά τα τέλη τού +6ου αι. στην Πελοπόννησο, φαίνεται ότι αποτέλεσε ορόσημο και για την περιοχή τής Ηλείας, όπου απαντούν τοπωνύμια σλαβικής προέλευσης19, ενώ έχουν εντοπισθεί και σλαβικοί τάφοι στην περιοχή της Ολυμπίας20. Εξάλλου άμεση επίδραση στην εξέλιξη της Ηλείας είχαν οι σφοδροί σεισμοί του +4ου και ιδιαίτερα του +6ου αι. (522 και 551).
Η περιοχή τής Ηλείας μετά τη δοκιμασία από τις επιδρομές των Ερούλων στην Πελοπόννησο κατά τα τέλη του +3ου αί., ανασυγκροτείται και αναπτύσσεται13. O αυτοκράτορας Ιουλιανός συνέβαλε με την πολιτική του στην ανασυγκρότηση κατά τρόπο αποφασιστικό. Από επιστολή του Ιουλιανού, τής όποιας όμως ή γνησιότητα αμφισβητείται, προκύπτει ότι περί τα μέσα τού +4ου αί., οι κάτοικοι τής Ηλείας δεν πλήρωναν εισφορά για την τέλεση ιών Ίσθμιων, επειδή διοργάνωναν τούς δικούς τους πανελλήνιους αγώνες14. Γεγονότα πού επηρέασαν άμεσα τις εξελίξεις στον ηλειακό χώρο ήταν ή κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων από τον Θεοδόσιο Α΄ το +393 και η επίθεση των Γότθων στην Πελοπόννησο περί το +396/397 15. Παρά τις φοβερές δηώσεις πού υπέστη ή περιοχή, θεωρείται πιθανό ότι ή Ολυμπία δεν καταστράφηκε κατά τη γοτθική επιδρομή16.
Κατά τον +5ο αι. ο Θεοδόσιος Β' (408-450), παίρνει μέτρα για την ανακούφιση των δοκιμασμένων κατοίκων τής Αχαΐας, μειώνοντας στό 1/3 τις φορολογικές υποχρεώσεις τής επαρχίας, ενώ τό +435 νομοθετεί την κατάργηση των εθνικών ναών και ιερών και τη μετατροπή τους σέ χριστιανικούς17.
Κατά τoν +6ο αι. τα βαρβαρικά φύλα πού φθάνουν ως τον Ισθμό τής Κορίνθου, υποχρεώνουν τον Ιουστινιανό να προστατεύσει την περιοχή με τείχη. Έτσι τειχίζεται ή Κόρινθος και ο Ισθμός18. H σλαβική παρουσία κατά τα τέλη τού +6ου αι. στην Πελοπόννησο, φαίνεται ότι αποτέλεσε ορόσημο και για την περιοχή τής Ηλείας, όπου απαντούν τοπωνύμια σλαβικής προέλευσης19, ενώ έχουν εντοπισθεί και σλαβικοί τάφοι στην περιοχή της Ολυμπίας20. Εξάλλου άμεση επίδραση στην εξέλιξη της Ηλείας είχαν οι σφοδροί σεισμοί του +4ου και ιδιαίτερα του +6ου αι. (522 και 551).
Από τις πηγές πού αναφέρονται στην Ηλεία τής πρωτοβυζαντινής περιόδου, μεταξύ των όποιων συγκαταλέγονται τα οδοιπορικά κείμενα, το Γεωγραφικό Λεξικό τού Στεφάνου Βυζαντίου και ο Συνέκδημος τού Ιεροκλέους, μόνον ή τελευταία αποτελεί πηγή αξιόπιστη, όταν συμπληρώνεται και από άλλες μαρτυρίες (Πρακτικά Συνόδων κλπ.). Πάντως από τις πόλεις πού μνημονεύονται στον Συνέκδημο, δε γίνεται φανερό αν πρόκειται για αστικά κέντρα, απλούς οικισμούς, κάστρα ή χωριά21. Είναι φανερό ότι βασική προϋπόθεση για τη μελέτη τής Ηλείας κατά την περίοδο αυτή είναι ή συστηματική αρχαιολογική έρευνα με σκοπό την εξακρίβωση των μαρτυριών των πηγών, πού είναι και ολιγάριθμες και φειδωλές σε πληροφορίες.
Εκτός από την Ήλιδα και την Φιγάλεια πού όπως αναφέρθηκε μαρτυρούνται και από τον Συνέκδημο, εντοπίζονται αρχαιολογικά και άλλοι οικισμοί μικρότεροι ή μεγαλύτεροι, αστικοί ή αγροτικοί, για τούς όποιους όμως δεν έχουμε καμία γραπτή πληροφορία. Η επισήμανση ερειπίων παλαιοχριστιανικών βασιλικών σε θέσεις πού δεν μαρτυρούνται από γραπτές πηγές, μολονότι δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό τους ως πόλεων, αποτελεί ωστόσο ένδειξη για οικιστική εγκατάσταση.
Τα κυριότερα γνωστά κέντρα τής παλαιοχριστιανικής Ηλείας είναι τα ακόλουθα:
Η Ήλις μαρτυρείται από τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους22, την Tabula Peutingeriana23, την Κοσμογραφία του Ανωνύμου Ραυέννης24, τά Γεωγραφικά του Γουΐδωνος25 και τον Στέφανο Βυζάντιο26. Βρίσκεται σε θέση επίκαιρη στην αριστερή όχθη τού ποταμού Πηνειού και έχει ως ζωτική οικονομική περιφέρεια τη γύρω πεδινή περιοχή. Καλό οδικό δίκτυο την συνδέει με τούς κυριότερους οικισμούς τής Ηλείας και της Αχαΐας, όπως την Ολυμπία, την Δύμη, αλλά και το επίνειό της την Κυλλήνη. Η ακρόπολη τής αρχαίας πόλης βρισκόταν στο λόφο Άγιος Ιωάννης, ενώ στα βορειοδυτικά υψωνόταν η Αγορά και το Θέατρο27. Στη νότια στοά τής αρχαίας αγοράς βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικό σχέδια που χρονολογείται στο β' μισό τού +5ου αί και ανήκει πιθανότατα σε παλαιοχριστιανική βασιλική διαμορφωμένη σε τμήμα τού εσωτερικού χώρου τής στοάς28. Νοτιοανατολικά τού Θεάτρου εντοπίσθηκε κιβωτιόσχημος τάφος παλαιοχριστιανικής εποχής29. Ο αριθμός των χριστιανικών Επιγραφών30 που προέρχονται από την Ήλιδα μαρτυρά την παρουσία χριστιανών από νωρίς στη θέση αυτή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι επίσκοπος Ήλιδος μαρτυρείται ήδη περί τα μέσα τού 4ου αι. Εξάλλου ή εύρεση νομισμάτων από την εποχή τής ρωμαιοκρατίας ως και την εποχή τού Θεοδοσίου Β', καθώς και θησαυρού νομισμάτων εποχής Ιουστίνου Β΄, του οποίου ή απόκρυψη τοποθετείται μετά το 578 31, αποτελούν ενδείξεις για την οικονομική κατάσταση των κατοίκων τής περιοχής, ενώ οριοθετούν έμμεσα τα χρονικά πλαίσια τής ζωής τού οικισμού πού συνεχίζεται κατά τη ρωμαϊκή εποχή ως τα τέλη τού +6ου αι.
Άλλο οικιστικό κέντρο αποτέλεσε ή Πύλος. Η θέση της βρίσκεται στο λόφο τής Αρμάτοβας, όπου τοποθετείται ή αρχαία ηλειακή Πύλος, ακριβώς στη συμβολή των ποταμών Πηνειού καί Λάδωνα, σε περιοχή πεδινή και εύφορη32. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη θέση αυτή στηρίζουν την υπόθεση ότι ή κατοίκηση ήταν συνεχής ως την παλαιοχριστιανική αλλά και τη βυζαντινή περίοδο33. Την Πύλο κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα, την αποτελούσαν πολλοί γειτονικοί οικισμοί, των όποιων όμως ο πυρήνας δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί με ακρίβεια: ώς παλαιοχριστιανικές μπορούν να θεωρηθούν οι θέσεις Σούλι, Άγιος Ηλίας, Κεραμιδιά, Παναγούλα, Ξενιές, Βίγλα, Άγιος Αθανάσιος, πού εκτείνονται γύρω από το χωριό Αγραπιδοχώρι34. Έχει διατυπωθεί εξάλλου ή άποψη ότι τα αρχιτεκτονικά μέλη πού προέρχονται από τη θέση Άγιος Ηλίας πρέπει να συνδέονται με την ύπαρξη εκκλησίας στη θέση αυτή, καθώς και νεκροταφείου υστερορρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων35.
Η "Κόκκινη" Εκκλησιά. Παλαιοχριστιανική Βασιλική στο Μάζι της Τριφυλίας |
Οικιστική εγκατάσταση παλαιοχριστιανικών χρόνων μαρτυρείται και στην περιοχή τής αρχαίας Ολυμπίας36. O οικισμός σύμφωνα με τα ευρήματα εκτεινόταν στο χώρο γύρω από την Ολυμπία, όπως στο Φραγκονήσι νότια τού χωριού Μιράκα, στη θέση Πανούκλα βορειοδυτικά του χωριού Φλόκα, στο ύψωμα Άγιος Ηλίας και σε άλλες μικρότερες θέσεις37. Μέσα στo χώρο τής αρχαίας Ολυμπίας, έξω από το δυτικό τοίχο τής Άλτεως, το λεγόμενο εργαστήριο του Φειδία μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική στις αρχές τού +5ου αί.38. Ακόμη στο χώρο του Νέου Μουσείου Ολυμπίας βρέθηκαν κεραμοσκεπείς ταφαί παλαιοχριστιανικών χρόνων39, ενώ βόρεια του Πρυτανείου έχει εντοπισθεί κτήριο ρωμαϊκής εποχής πού υπέστη μετασκευές δύο τουλάχιστον φορές μεταξύ του +4ου καί +6ου αί.40. Οι μαρτυρίες των χριστιανικών επιγραφών τής βασιλικής41, καθώς και τα νομίσματα και οι θησαυροί νομισμάτων (από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του ως και τη βασιλεία του Φωκά)42, υποδηλώνουν κατά τρόπο σαφή την οικονομική κατάσταση των κατοίκων, άλλα συγχρόνως φανερώνουν και την τάση ορισμένων γαιοκτημόνων για αποθησαύριση.
Οικιστικές θέσεις, σύμφωνα μέ τις συγκλίνουσες πληροφορίες των πηγών και των αρχαιολογικών ευρημάτων, εντοπίζονται:
α) Στη θέση «Φραγκοκκλησιά» βορειοανατολικά του Αρχαίου Σαμικού, όπου επισημάνθηκαν ίχνη κτισμάτων και απόληξη πλινθοπερίβλητου παραθύρου παλαιοχριστιανικών χρόνων43. Υπενθυμίζεται ότι στην ίδια τοποθεσία στη θέση «Τάβλα» Σαμικού, βρέθηκε θησαυρός από χάλκινες υποδιαιρέσεις (minimi)44.
α) Στη θέση «Φραγκοκκλησιά» βορειοανατολικά του Αρχαίου Σαμικού, όπου επισημάνθηκαν ίχνη κτισμάτων και απόληξη πλινθοπερίβλητου παραθύρου παλαιοχριστιανικών χρόνων43. Υπενθυμίζεται ότι στην ίδια τοποθεσία στη θέση «Τάβλα» Σαμικού, βρέθηκε θησαυρός από χάλκινες υποδιαιρέσεις (minimi)44.
β) Στο χωριό Σκιλλουντία (πρώην Μάζι) και στη θέση «Κόκκινη Εκκλησιά», πολύ κοντά στον αρχαίο οικισμό πού σύμφωνα με τον Meyer ταυτίζεται με το αρχαίο Αίπυ45, εντοπίσθηκαν ερείπια τρίκογχης παλαιοχριστιανικής βασιλικής 5ου- 6ου αι. με κτιστό σύνθρονο46.
γ) Στό Λέπρεο (πρώην Στροβίτοι) και κοντά στην ακρόπολη τής αρχαίας πόλης στη θέση «Στρογγυλάδι», επισημάνθηκε τοίχος πού ορίζει πλευρά παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού δαπέδου47.
δ) Στό Ανήλιο (πρώην Γκλάτσα), περιοχής Κακοβάτου, υπάρχει ο ναός τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του οποίου τα θεμέλια χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική περίοδο48, όπως συνάγεται και από τα κατεσπαρμένα αρχιτεκτονικά μέλη.
ε) Στό δρόμο από Λαμπέτι Πύργου προς Άμπουλα κοντά σε ρωμαϊκό νεκροταφείο υπάρχουν αρχιτεκτονικά μέλη πού ανήκουν πιθανόν σε παλαιοχριστιανική βασιλική49.
δ) Στό Ανήλιο (πρώην Γκλάτσα), περιοχής Κακοβάτου, υπάρχει ο ναός τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του οποίου τα θεμέλια χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική περίοδο48, όπως συνάγεται και από τα κατεσπαρμένα αρχιτεκτονικά μέλη.
ε) Στό δρόμο από Λαμπέτι Πύργου προς Άμπουλα κοντά σε ρωμαϊκό νεκροταφείο υπάρχουν αρχιτεκτονικά μέλη πού ανήκουν πιθανόν σε παλαιοχριστιανική βασιλική49.
στ) Στήν Άνω Φιγάλεια (πρώην Παύλιτσα), όπου τοποθετείται ή αρχαία πόλη Φιγαλία50 που μαρτυρείται από τον Παυσανία, τον Στέφανο Βυζάντιο και τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους51, υπάρχουν ενδείξεις για οικιστική εγκατάσταση κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Από την έκθεση της οικείας εφορείας κλασικών αρχαιοτήτων Ολυμπίας στο νεκροταφείο τού χωριού Άνω Φιγάλεια προκύπτει ότι μέσα στον τάφο οικογενείας Π. Γεωργακόπουλου βρέθηκαν τμήματα μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών πού μπορούν να χρονολογηθούν στην παλαιοχριστιανική εποχή και πιθανόν ανήκουν σε παλαιοχριστιανικό ναό. Άς σημειωθεί ότι πολύ κοντά βρίσκεται ο τοιχογραφημένος ναός τής Κοίμησης τής Θεοτόκου52. Στο γύρω χώχο επισημάνθηκαν τμήματα από αρράβδωτους μονολιθικούς κίονες, περιρραντήριο κλπ.
Μεμονωμένα επίσης ευρήματα παλαιοχριστιανικών χρόνων εντοπίζονται σε διάφορα σημεία τού ηλειακού χώρου, όπως χριστιανικοί τάφοι στον Άγιο Ηλία Πύργου53 και στο χωριό Λαδικό54, κτήριο 4ου αι. στην Κανιά55 κ.ά. Εξάλλου, το επίνειο της Ήλιδος, ή Κυλλήνη (Γλαρέντζα), πού μαρτυρείται και στις παλαιοχριστιανικές πηγές56, πρέπει να βρισκόταν σε λειτουργία κατά την εποχή αυτή, ενώ η Φειά, επίνειο τής Ολυμπίας, αφού γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τα τέλη τής ρωμαϊκής και τής υστερορρωμαϊκής περιόδου, καταποντίστηκε στη διάρκεια τού σεισμού τού +551 57.
Με βάση τα παραπάνω λίγα αλλά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα και έχοντας υπόψη ότι συστηματική αρχαιολογική έρευνα στον ηλειακό χώρο δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί, διατυπώνουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις πού αφορούν τούς οικισμούς τής περιοχής κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο58. Γενικά διαπιστώνονται τα εξής:Ανήλιο Τριφυλίας: ο ναός τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο οποίος οικοδομήθηκε πάνω από παλαιοχριστιανική Βασιλική, τμήματα της οποίας φαίνονται στο κάτω μέρως του κτηρίου. |
1. Ο αριθμός των πόλεων τής Ηλείας μειώνεται σημαντικά κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο σε σύγκριση με τον αριθμό που αναφέρουν οι αρχαίοι γεωγράφοι και περιηγητές Στράβων, Πλίνιος, Παυσανίας. Ήδη τον +2ο αι. ο Παυσανίας59 επισημαίνει ότι πολλές πόλεις, όπως η Πίσα, η Άρπινα, η Φρίξα κ.ά., ήταν ερειπωμένες. Ο Πτολεμαίος αναφέρεται μόνον στην Ολυμπία, την Ήλιδα, την Πίσα, το Λέπρεο, την Υπάνεια, την Τυπάνεια και την Κορύνη (= Λετρίνοι;)60. Η Κοσμογραφία τού Ανώνυμου Ραυέννης μνημονεύει την Ολυμπία, την Ήλιδα, την Κυλλήνη και το Σαμικό, όπως συμβαίνει και στην Tabula Peutingeriana, όπου σημειώνονται μόνον οι πόλεις και οι σταθμοί από τούς οποίους διέρχεται το οδικό δίκτυο. Στον Συνέκδημο εξάλλου, μόνον η Ήλις και η Φιγάλεια μαρτυρούνται ως πόλεις. Συγκρίνοντας τα ονόματα των πόλεων που μαρτυρούνται στις αρχαίες πηγές και τεκμηριώνονται από την αρχαιολογική έρευνα, με τα ονόματα των πόλεων πού μαρτυρούνται στις παλαιοχριστιανικές πηγές και εξακριβώνονται πάλι αρχαιολογικά, προκύπτει αναμφίβολα η μείωση του αριθμού των πόλεων.
2. Επιβιώνουν τα κυριότερα αρχαία οικιστικά κέντρα και κατά την περίοδο αυτή η Ήλις, η Πύλος, η Ολυμπία, λειτουργούν ως οικιστικές μονάδες στον ίδιο σχεδόν οικονομικό χώρο, με το ίδιο οδικό δίκτυο και διατηρώντας το ίδιο όνομα. Οι βασιλικές στην Ήλιδα και την Ολυμπία βρίσκονται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, ενώ κοντά σε αυτόν βρίσκεται η βασιλική τής Σκιλλουντίας. Τέλος, η παλαιοχριστιανική θέση οτη «Φραγκοκκλησιά» βρίσκεται κοντά στο αρχαίο Σαμικό61.
3. Εγκαταλείπονται ορισμένα οικιστικά κέντρα, όπως π.χ. το Επιτάλιο62, στο όποιο δεν έχουν επισημανθεί ευρήματα μετά το τέλος του 4ου αι.
4. Παρατηρείται παράλληλη ανάπτυξη των παράλιων και μεσόγειων οικιστικών κέντρων τής νότιας Ηλείας (περιοχή Τριφυλίας), σε Αντίθεση με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη των μεσόγειων οικισμών πού διαπιστώνεται στη βορείως του Αλφειού περιοχή. Στην Τριφυλία πιστοποιείται μεγαλύτερος αριθμός μαρτυρημένων ερειπίων παλαιοχριστιανικών χρόνων τόσο στον παράλιο όσο και στο μεσόγειο χώρο, ενώ ο αριθμός των μαρτυρημένων ερειπίων στα βόρεια τού Αλφειού περιορίζεται στην Ήλιδα και την Πύλο.
5. Η οικονομική κατάσταση των κατοίκων τής Ηλείας, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες πού παρέχουν οι πηγές τής περιόδου αυτής, κυρίως οι επιγραφές και τα νομίσματα, σχετικά με την οικονομική ζωή. Με βάση τις μαρτυρίες της επιγραφής πού βρέθηκε στην Πάτρα63 πληροφορούμεθα ότι στην Πίσα γινόταν καλλιέργεια μεγάλης ποσότητας σταριού, γεγονός πού υποδηλώνει τον αγροτικό χαρακτήρα τής οικονομίας της. Παράλληλα προκύπτει η παρουσία πλούσιων ιδιοκτητών γης, πού ασκούν έργο κοινωφελές, υποκαθιστώντας την κρατική μέριμνα, σε μια κοινωνία όπως αυτή των Πατρών πού δείχνει να υπολογίζει πολύ στην ευεργετική δραστηριότητα των λίγων ευκατάστατων. Σε ό,τι αφορά τα νομισματικά ευρήματα στην Ολυμπία, τα οποία χρονολογούνται από την εποχή τού Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του μέχρι και την εποχή τού Φωκά (602-610), κρίνουμε ότι δε βοηθούν στη συναγωγή οριστικών συμπερασμάτων σχετικά με την οικονομική κατάσταση των κατοίκων. Αν μέχρι τον 6ο αι. υπήρχε στην Ολυμπία, όπως δηλώνει ή ύπαρξη νομισμάτων και θησαυρών, κάποια οικονομική δραστηριότητα, ή απουσία έκτοτε θησαυρών και νομισμάτων, φανερώνει τη βαθμιαία οπισθοδρόμηση τής οικονομίας64. Οί λίγες χριστιανικές επιγραφές τής Ολυμπίας έξαλλου μαρτυρούν την εκεί παρουσία μιας αγροτικής κοινότητας, τα μέλη τής όποιας ασκούν εκκλησιαστικά επαγγέλματα (αναγνώστης), κοσμικά (εμφυτευτής τής κτήσεως, μαρμαράριος)65 κλπ. Είναι πιθανό ότι ή ίδρυση τής παλαιοχριστιανικής βασιλικής στο χώρο τής Άλτης είναι έργο τής χριστιανικής αγροτικής κοινότητας τής Ολυμπίας.
6. Η διείσδυση τού χριστιανισμού στον ηλειακό χώρο από τα μεγάλα αστικά κέντρα προς τα αγροτικά ήταν προοδευτική. Παρά το γεγονός ότι ή εξάπλωση τού χριστιανισμού στην Πελοπόννησο άρχισε νωρίς και στην Ήλιδα μαρτυρείται εκκλησιαστικός αξιωματούχος πιθανόν από τον 4ο αι. η αρχαιότερη γνωστή παλαιοχριστιανική βασιλική τής Ηλείας στην Ολυμπία χρονολογείται στην περίοδο μεταξύ τού 435 και 451 66, ενώ το ψηφιδωτό δάπεδο πού ανήκει πιθανότατα στη βασιλική τής Ήλιδος χρονολογείται στο δεύτερο μισό τού +5ου αι.67 Οι χριστιανικές επιγραφές στην Ηλεία προέρχονται κυρίως Από την Ήλιδα και την Ολυμπία και χρονολογούνται από τον 4ο ως τον 6ο αι. Εξαίρεση αποτελεί η επιτύμβια επιγραφή της Αυρηλίας Ζωσίμης πού βρέθηκε στην Ήλιδα68, χρονολογείται στόν +3ο αι.69 και δεν είναι γνωστό αν είναι ή όχι χριστιανική70. Τέλος σε επιγραφή από την Ολυμπία πού χρονολογείται μεταξύ τού 3ου καί 5ου αί. και περιέχει επίγραμμα προς τιμή τού Πολυχάρμου71, αναφέρεται ότι οι Φιγαλείς έστησαν τον ανδριάντα τού Πολυχάρμου, πιθανότατα ανθυπάτου της επαρχίας Αχαΐας72, κοντά στο άγαλμα τού Δία στην Ολυμπία για να τον τιμήσουν. Μολονότι η χρονολόγηση τής επιγραφής δεν είναι ακριβής, επισημαίνεται ότι ούτε ο τιμώμενος, ούτε αυτοί πού έστησαν τον ανδριάντα είναι χριστιανοί, όπως ακριβώς συμβαίνει με την επιγραφή τού +5ου αι. από την Πάτρα πού αναφέρθηκε παραπάνω. Άλλωστε είναι γενικά αποδεκτό ότι η αρχαία θρησκεία επιβίωσε στο Βυζάντιο για αρκετό χρονικό διάστημα (μέχρι και τον +6ο αι.) και για πολύ μεγαλύτερη χρονική περίοδο σε ορισμένες περιοχές τής Πελοποννήσου.Άννα Λαμπροπούλου: "Θέματα της ιστορικής γεωγραφίας του νομού Ηλείας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο"
1. Ή Ηλεία κατά την εποχή τού Παυσανία εκτείνεται από την κοίτη τού Λάρισου ποταμού ακολουθώντας τις κορυφογραμμές των Σανταμεριώτικων βουνών και του Ερυμάνθου, Στά νοτιοανατολικά σταθερά σύνορο ήταν ή κοίτη τού ποταμού Ερυμάνθου καί πέραν του Αλφειού ο ποταμός Διάνων, έπειτα οι βουνοκορφές τής Μίνθης και τέλος στά νότια ή κοίτη της Νέδας. Για την αρχαία Ηλεία, την ιστορία και την τοπογραφία της βλ. Philippson- Swoboda, RE V 1905. Α. Σκιά, Ηλείας τοπογραφικά, AEphem 1919. J. Sperling, Explorations in Elis, AJA 46, 1942, 77-89. A. Bon, Ηλειακά, BCH 70,1946. E. Meyer, N.P.W., 1957.
2 Γιά το αρχαίο οδικό δίκτυο της περιοχής βλ. Baladie, Le Peloponnese de Strabon, 267-277. Ένας βασικός οδικός άξονας συνέδεε την Δύμη (σημ. Κάτω Αχαΐα) με την Ήλιδα , μέσω Βουπρασίου και Μυρτουντίου. (Στράβων VIII, 3, 10). Η πρωτεύουσα Ήλις συνδεόταν με την Ολυμπία μέσω δύο αρτηριών, μιας ορεινής και μιας πεδινής, βλ. Στράβων VIII, 3, 10.3, 32.
3 Τα λιμάνια τής Κυλλήνης και της Φειάς συνδέονταν με δρόμο με την Ήλιδα και την Ολυμπία αντίστοιχα, ενώ άλλος δρόμος πού διερχόταν από το Επιτάλιο διευθυνόταν στα νότια, την Κυπαρισσία, την Πύλο καί την Μεθώνη βλ. Baladie. Για το οδόσημο πού βρέθηκε στό Επιτάλιο βλ. Π Θέμελη, Τό μιλιάριον του Επιταλίου AEphem 1969. Αρχαιολογικά χρονικά, 16-17, είκ. 1. Τo oδόσημο ρωμαϊκών χρόνων πού εντοπίσθηκε στη θέση Μπιμπίκου (κτήμα Γ Καλδέλη), στη διασταύρωση των δρόμων Φιγαλείας- Κάτω Χωριών (αυτοψία Μάιος '89) δίνει νέα στοιχεία για το οδικό δίκτυο τής περιοχής και θα αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης.
4. Για την ανάπτυξη τής βιοτεχνίας, τής κλωστοϋφαντουργίας. τής αρωματοποιίας, τής ελαιουργίας, οινοποιίας, βυρσοδεψίας. ναυπηγικής κλπ. στην Ηλεία κατά την αρχαία εποχή βλ Αθ. Κανελλόπουλου, Η Ηλειακή βιομηχανία κατά την αρχαιότητα. Πρακτικά τού Β΄ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Αθήνα 1989) 129-154.
5. Βλ. Ν Δεπάστα, Οι Ηλείοι κατά την διάρκειαν τής Ρωμαιοκρατίας καί έπί των πρώτων Χριστιανών αυτοκρατόρων (+168/ +522), Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών Μελετών 5. 1987-1988, 5.
6 Δεπάτσα, ό.π. 9.
7 Για την κατάσταση στην Ελλάδα από την εποχή της ρωμαιοκρατίας ως την ίδρυση της επαρχίας Αχαΐας βλ. R. Bernhardt, Der Status des 146, Historia 26, 1977, 62- 73.
8. Δεπάτσα ό.π 17.
9. A. Bon, Les peloponnese byzantin jusqu'en 1204, (Paris 1951)3- 8.
10. Συνέκδημος Ιεροκλέους, 648,2
11. Συνέκδημος Ιεροκλέους, 647,13
12. Αγνής Βασιλικοπούλου Ιωαννίδου. Ή Επισκοπή Ωλένης- Βολαίνης κατά την Βυζαντινήν περίοδον. Πρακτικά τον Α Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Αθήνα 1980) 250.
13. A. Bon, Peloponnese 13.
14. Ιουλιανός, σελ. 223, τ. Α΄, μέρος Β΄, εκδ. J. Bidez, L'empereuer Julien, Παρίσι 1960.
15 A. Bon, Peloponnese 6, 14. bl. Ζώσιμος, V, 7, 1.
16 Ε. Χ. Χρυσού, Οί Βησιγότθοι στήν Πελοπόννησο (+396/ +397), Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών σπουδών, τόμ. Β΄ (Αθήνα 1981- 82) 186.
17 Codex Theodosianus XVI, 10, 25.
I8. A. Bon, Peloponnese 15. Για τα αμυντικά έργα του Ιουστινιανού στην επαρχία Αχαΐας βλ, T. E. Gregory, Fortification and Urban Design in early Byzantine Greece, 43-64
19. M. Vasmer (Βερολίνο 1941) 140-149
20. Ν. Γιαλούρη, Ολυμπία, Φειά, Λεχαινά, Πλατιάνα, Πλάτανος, άλλοι χώροι. ΑΔ 16.1960 Β,125-126.
21. Γ. Λάββα. Οί πόλεις τών «Χριστιανικών Βασιλικών». Μιά συμβολή στήν πολεοδομία τού Ανατολικού Ιλλυρικού. Εισηγήσεις του Δεκάτου Διεθνούς Συνεδρίου, Χριστιανικής Άρχαιολογίας (Ελληνικά παράρτημα 26) (Θεσσαλονίκη 1980) 423.
22. Συνέκδημος Ιεροκλέους, 648, 2 (Ήλις).
23.Tab. Peut 582. (Στουττγάρδη 1916).
24 Geogr. Rav. 22, 5 (etide civitas) Λιψία 1940
25 Guido 111, 25 (Eytide) Λιψία 1940
26. Στεφάνου Βυζαντίου Εθνικά (Ήλις, πόλις) .
27. H Ήλις βρισκόταν στήν άριστερή όχθη του Πηνειού μεταξύ τών χωριών Παλαιόπολις, Καλύβια καί Μπουχιώτη. βλ. Boblaye, Expedition 122. Curtius, Peloponneses II, 22-23. Για την αρχαία πόλη της Ήλιδας και την τοπογραφία της βλ. Tritsch, Die Agora von Elis, 1932. Βλ. επίσης Ν. Γιαλούρη, Ανασκαφή Ήλιδας, Prakt 1972.
28. Για το ο ψηφιδωτό δάπεδο πού ανήκει πιθανότατα στό κεντρικό κλιτός παλαιοχριστιανικής βασιλικής τής Ήλιδος και χρονολογείται στό δεύτερο ήμισυ τον +5ου αι. εξαιτίας τής ομοιότητάς του με ανάλογο φηφιδωτό τής βασιλικής τής Κνωσού στήν Κρήτη. Βλ. τήν παράθεση όλης τής σχετικής βιβλιογραφίας Π. Ασημακοπούλου- Ατζακά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδας, ΙΙ Πελοπόννησος - Στερεά Ελλάδα (Βυζαντινά Μνημεία 7) (Θεσσαλονίκη 1987)90-91. πίν. Ι26α- Ι27 β.
29. Ν Γιαλούρη, Αρχαιότητες καί μνημεία τής Ηλείας. ΑΔ 21. 1966. Β, Χρον . 208. πίν 149 α-β
30. Οί περισσότερες χριστιανικές επιγραφές που βρέθηκαν στήν Ήλιdα δημοσιεύθηκαν στό CIG ή SEG και επαναδημοσιεύθηκαν από τον R. Fleischer, Epigraphisches aus Elis, 1961-63.
31. Μάντω Καραμεσίνη- Οικονομίδου, Νομίσματα ανασκαφών Ήλιδος, AEphem 1963 78-79. Άννας Αβραμέα. Νομισματικοί «Θησαυροί» και μεμονωμένα Νομίσματα από την Πελοπόννησο (Στ΄- Ζ' αι. Σύμμεικτα 5. 1983). 66, άρ. 32.
32. Η ταύτιση της αρχαίας ηλειακής Πύλου με τα ερείπια στό λόφο Αρμάτοβα στούς πρόποδες τού χωριού Αγραπιδοχωρϊον έχει πιστοποιηθεί. Γιά τήν παλαιότερη βιβλιογραφία σχετικά με τήν Πύλο βλ.: Ε Meyer RΕ XXIII, 1959. Τό σύνολο τών άνασκαφικών εόρημάτων καί παραπομπές στις προ γενέατερες έρευνες στήν περιοχή περιλ,αμβάνοντα ι στό Εργο τον 3. Ε. (ΓοΙτιαχη, Εχεινεΐιιχι» 41 ΡγΙο» ιο ΕΙι», Ηαρτιι» ινρρίτπκη-ιασι 21. 1986.
33. Coleman. 139-148. 150-151.
34. American School of Classical Studies, ADelt 23, 1968
35. ΑDelt 23, Ι968, Β, 176. καί πίν. 130 b.
36. Ή Όλιμπία μαρτυρείται καί στις πηγές του 4ου καί 5ου αί. όπως στήν Tabula Peutigeriana, στήν κοσμογραφία του Ανωνύμου Ραυέννης, στά Γεωγραρικά τού Γουίδωνος και στόν Στέφανο Βυζάντιο (Ολυμπία, ή πρότερον Πίσα), καθώς καί σέ άλλες πηγές τής ίδιας εποχής (π.χ. Θεμίστιο. Λιβάνιο κλπ). Γιά τήν ιστορία καί τήν τοπογραφία τής άρχαίας πόλης καθώς καί βιβλιογραφία Ν. Υalouris, Olympia, Prinston Encyclopedia, 646- 650.
37 Βλ Σκιά. AEphem 1919, 44. Sperling, AJA 46, 1942, 83-84 G. Touchais BCH 102, 1978. 681.
38. Γιά τήν παλαιοχριστιανική βασιλική της Ολυμπίας καί τή χρονολόγηοή της καθώς καί όλη τή σχετική βιβλιογραφία βλ Π. Βελισσαρίου, Σχόλιον είς επιγραφήν τής Βασιλικής τής Αρχαίας Ολυμπίας. Πρακτικά τον Α ' Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Αθήνα 1980) 159-166.
39. Ν. Γιαλούρη, ADelt 20, 1965, Β2, 209.
40. G. Touchais BCH 112, 1988.
41. Γιά τις αναθηματικές επιγραρές τής βασιλικής τής Ολυμπίας, βλ. Βελισσαρίο, ό.π. 162. σημ. I. Γιά τις χριστιανικές επιγραφές πού βρέθηκαν στήν Ολυμπία βλ.: W. Dittenberger- K. Purgold, Die Inschriften von Olympia (Berlin 1896)
42. Δ Πάλλa. Τά άρχαιολογικά τεκμήρια τής καθόδου τών βαρβάρων εις τήν Ελλάδα, Ελληνικά 14, 1955, 92. Μάντω Καραμεσίνη- Οικονομίδου, Νομίσματα του Μουσείου Ολυμπίας. ADelt. 18. 1963, Β1, 105. Τής ίδιας, Νομίσματα εκ τής άνασκαφής τού νέου Μουσείου τής Ολυμπίας. Adelt.19. 1964. Β2, 180. Άβραμέα θησαyροί. ό.π. 67. άρ 35.
43. Ελένης Παπακωνσταντίνου-Χαμίτου, Περιοχή Σαμικού. Αρχαιολογικές ενδείξεις κατοικήσεως στα ιστορικά χρόνια Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών Μελετών 2, 1983, 302, φωτ. 8. Είναι σημαντικό ότι τό Σαμικό αναφέρεται κατά τήν πρωτοβυζαντινή περίοδο. βλ Tab. Peyt.582 (Samaco), Geogr. Rav.V 22.3 (Samachon).
44. Αβραμέα Θησαυροί 66, άρ. 33.
45 Meyer, Neue Pelopon. Wand 60
46 Meyer, Neue Pelopon. Wand 45.
47. Ασημακοπούλου- Ατζακά. Σύνταγμα 91. άρ .31.
48. Ν. Γιαλούρη, Ηλεία, Α', Ολυμπία καί περιοχή αυτής. Adlt.19, 1964, Β2, 178. πίν. 188 δ, Ροδονίκης Ετζέογλου, Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Πελοποννήσου, Adelt.28. 1973. Β1, 236.
49 Ν. Γιαλούρη, Αρχαιότητες καί μνημεία Ηλείας, ADelt. 22. 1967. Β . 206.
50 Γιά τήν ταύτιση τής αρχαίας Φιγαλίας μέ τό σημερινό χωριό Παύλιτσα Ηλείας βλ. Madeline Jost, Sanctuaries et Cultes d'Arcadie (Ρaris 1985) 86.
51. Παυσανία, VIII. 39. 5, Στέφ. Βυζ. βλ. λ Φιγαλία. Συνέκδημος Ιεροκλέους 647 13, (Φιάλεα).
52. Γιά τις πηγές αλλά καί τά ευρήματα της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής εποχής πού επισημάνθηκαν στήν Παύλιτσα. βλ. Άννας Λαμπροπούλου, Παύλιτσα Ηλείας, Ιστορικές καί άρχαιολογικές μαρτυρίες. Σύμμεικτα 8. 1989, 335-369.
53. Γ. Α. Παπαθανασόπουλου. Αρχαιότητες καί μνημεία τής Ηλείας. ADelt. 24, 1969, Β 1149.
54 Γιαλούρη, Όλυμπιακά Χρονικά 4, 1973, 178.
55 Γιαλούρη, ό.π. 178
56 Tab. Peut. 562. Χρηστομάθεια Στράβωνος. VII. 4
57. H Φειά πού βρίσκεται στό σημερινό Άγιο Άνδρέα άναφεριται από τόν Στέφανο Βυζάντιο (Φέα, πόλις τής Ηλείας) καί τή Χρηστομάθεια Στράβωνος, VIII. 8. Τα ευρήματα στήν περιοχή δέν είναι παλαιότερα τής ύστερης ρωμαϊκής ή τό πολύ τής πρώιμης βυζαντινής εποχής. Βρέθηκαν έπίσης μεταλλικα άντικείμενα ρωμαϊκών εως βυζαντινών χρόνων καί κτίσματα υστερορρωμαϊκών χρόνων. Ο καταποντισμός της τόν 6ο αί. προκλήθηκε έξαιτίας του ισχυρού σεισμοί του 551, βλ. Ν Γιαλούρη, Δοκιμαστικαί έρευναι είς τόν κόλπον τής Φειάς Ηλείας, Adelt. 1957, 31-44
58 Γιά τά κύρια χαρακτηριστικό γνωρίσματα τών οικισμών κατα τήν παλαιοχριστιανική περίοδο βλ. C. Claude, Λάββα, Οι πόλεις των Χριστιανικών βασιλικών.
59. Παυσανία VI. 22. 2 21. 8. 21. 6
60. Πτολ. III, 14, 39. Η Κορύνη του Πτολεμαίου πιθανότατα ταυτίζεται με τους Λετρίνους. Η Υπάνεια πιθανώς να ταυτίζεται με τα ερείπια στο χωριό Γρύλλος Τριφυλίας, βλ. Meyer Neue Peloponne. Wand 61-70. Οι Τυπανεαί πιθανώς εντοπίζονται κοντά στο χωριό Πλατιάνα Τριφυλίας, βλ. Meyer.
61. Διευκρινίζεται ότι τά έρείπια τού παλαιοχριστιανικού ναού στή θέση Φραγκοκκλησιά, μολονότι βρίσκονται κοντά στό Σαμικό μπορεί νά μήν άνήκον στήν ίδια οικιστική μονάδα του Σαμικού, όπως συμβαίνει στήν περίπτωση τού ρωμαϊκού βαλανείου που βρέθηκε στήν Φραγκοκκλησιά. βλ. σχετικά Ελένης Παπακωνστοντίνσυ-Χαρίτου, Περιοχή Σαμικού 305.
62. Π Θέμελη, Επιτάλιον- Σαλμώνη- Φλόκα. ADelt. 23. 1968. Β,. Χρον.. 165, 168. 170.
63. Σέ τιμητικό επίγραμμα τού +4ου/ +5ου αι. άπό τήν Πάτρα αναφέρετσι ότι οι πολίτες τών Πατρών έστησαν άνδριάντα πρός τιμήν τού άρχοντα τής πόλης Βασιλείου. Ό λόγος γιά τόν ώποίο στήθηκε τό άγαλμα ήταν ή σημαντική προσφορά του στήν πόλη καί τό δήμο τών Πατρών (συντήρηση των λουτρών, δωρεάν παροχή κρασιού άπό τά κτήματά του στήν κώμη.
64. Πάλλα. Αρχαιολογικά τεκμήρια. 93. "Ο Δ Πάλλας σχολιάζοντας τό φαινόμενο τών νομισματικών κενών πού παρουσιάζονται στά ευρήματα τής Όλυμπίας παρατηρεί ότι τούτο συμβαίνει καί σέ άλλες αγροτικές περιοχές, όπως ή Αρκαδία καί ή Σπάρτη, όταν λόνω τής σταδιακής όπισθοδρόμησης τής οικονομίας. μεταξύ τού τέλους τού 6ου καί τών άρχών τού 7ου αί. παύει σχεδόν ή κυκλοφορία του νομίσματος καί ή οικονομία μειατρέπεται σέ ανταλλακτική
65 Βιλισσαρίου, Σχόλιον εις επιγραφή της ολυμπίας, 162- 165
66. Βελισςαρίου, ό.π. 166.
67. Ασημακοπούλου-Άτζακά, Σύνταγμα, ό.π. 90.
68 Fleischet, Epigraphisches aus Elis, 3
69 Barnea, L'Epigraphie chretienne, 464
70. O Fleischer και ο Barnea εξηγούν τούς λόγους γιά τούς όποιους θεωρούν τήν επιγραφή χριστιανική, ενώ οί Jet L. Roberston αντικρούουν με επιτυχία τα επιχειρήματα.
71. Inscriptiones Graecae, τομ. Ε΄, τχ 2, σ 107
72. Α. Η. Μ. Jones, The Prosopography of the Later Roman Empire
73. J. Irmmscher, The Paganismus im justinianischen