Από της 11ης μέχρι της 21ης Ιουλίου 1960 ενηργήθη δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας εν τή περιφερεία της Αγίας Κυριακής, επινείου των Φιλιατρών, ανασκαφή παλαιοχρστιανικής βασιλικής και περί τα εκατόν μέτρα νοτίως αυτής επεσημάνθη όψιμων ρωμαϊκών χρόνων βαλανείον επί αγρών των Χαρ. Ψαρέου και Δημ. Σουρέτη, κειμένων βορείως του χειμάρρου Βρύσης και ανατολικώς της από Φιλιατρών προς την Αγίαν Κυριακήν δημοσίας οδού1.
Η βασιλική ευρέθη ακριβώς εις την θέσιν, όπου είχεν ιδρυθή εκκλησία, φερομένη κατά την παράδοσιν είς το όνομα τού Αγίου Γεωργίου.
Η ανασκαφή διεξήχθη εξ αφορμής ανασκαφικής ερεύνης, γενομένης αυθαιρέτως, κατά το παρελθόν έτος, υπό τού καθηγητού των Φυσικών κ. Π. Παπαχριστοπούλου, επιζητούντος να ανεύρη της αρχαίας μεσσηνιακής πόλεως Εράνης ιερόν τι ή κρήνην των Ναϊάδων4, εξ αφορμής υποθέσεως του Pouqueville, κατά την οποίαν η παρουσία των υπό τούτου σημειωθέντων ερειπίων εσήμαινε ότι πηγή τις εκεί πλησίον ήτο αφιερωμένη είς τινα τών Ναϊάδων.
Ενέτυχεν όμως ο κ. Παπαχριστόπουλος εις τήν βασιλικήν, τής οποίας ήλθε τότε είς φώς μέρος τής αψίδος και του ιερού βήματος, εστρωμένου διά ψηφιδωτού5.
Ο νάρθηξ είναι ενιαίος. Πιθανώς ούτος ήτο ανοικτός προς δυσμάς υπό τύπον στοάς. Έκ τού νάρθηκος ανά μία θύρα οδηγεί προς τα κλίτη του κυρίως ναού (διεπιστώθησαν θύραι είς το κεντρικόν και τα πλάγια προς νότον κλίτη). Εντός του κυρίως ναού τα κλίτη χωρίζονται άπ’ άλλήλων διά τοίχων διατρυπωμένων υπό μεγάλων τοξωτών ανοιγμάτων. Οι τοίχοι οι ορίζοντες το κεντρικόν κλίτος προς τα πλάγια αναλύονται εις δύο επιμήκη ποδαρικά εκατέρωθεν ανοίγματος ίσου διανύσματος προς το μήκος των, προς δυσμάς είς στενότερον άνοιγμα και παραστάδα και προς ανατολάς εις μεγαλύτερον δίλοβον άνοιγμα σχηματίζομενον διά παρεμβολής κίονος. Αί βάσεις τών κιόνων (διαμ. 0.45μ.) ευρέθησαν κατά χώραν. Το διάνυσμα εκάστου λοβού είναι περί που ίσον προς εκείνο τού δυτικού ανοίγματος. Το δίλοβον περατούται προς ανατολάς είς παραστάδα προέχουσαν μόλις κατά 0.12μ. από του ανατολικού τοίχου, πάχους όμως 0.88μ., ήτοι κατά ±0.30μ. παχυτέραν του διατρήτου τοίχου ( ± 58μ.), σχηματιζομένων ούτω δύο ώμων εκατέρωθεν της κόγχης, αλλά προς τα έσω. Όμοια παραστάς σχηματίζεται και προς Δυσμάς6.
Βασικώς παρομοία φαίνεται να είναι η σύνθεσις των χωρισμάτων, τα όποια διήκουν μεταξύ των πλαγίων κλιτών, με την διαφοράν ότι τα εδώ μήκη των ποδαρικών και τα διανύσματα των τόξων δεν αντιστοιχούν προς εκείνα των εκατέρωθεν του κεντρικού κλιτούς· και το δίλοβον άνοιγμα είναι μικρότερον και σχηματίζεται διά διαμέσου πεσσού.
Τοιούτο δίλοβον άνοιγμα διεπιστώθη μόνον μεταξύ των βορείων κλιτών το μεταξύ των νοτίων κλιτών χώρισμα δεν διεσώθη εις την αρχικήν του κατάστασιν.
Τα πλάγια κλίτη είναι ανίσου πλάτους μεταξύ των, αλλά συντεθειμένα συμμετρικώς ανά δύο κατ’άντίστοιχα ζεύγη, -τα εσωτερικά πλάτους +2.90, τα εξωτερικά ±3.50 (το ακραίον βόρειον) και ± 3.20 (το ακραίον νότιον)- εκατέρωθεν τού μεσαίου κλιτούς.
Η βασιλική ήτο ξυλόστεγος.
Πρό της αψίδος, καθ’ όλον το πλάτος του μεσαίου κλιτούς και είς μήκος μέχρι του ζεύγους των κιόνων, εκτείνεται το ιερόν βήμα είς σχήμα ανεστραμμένου πί και κατά μίαν βαθμίδα υψηλότερον του δαπέδου του κυρίως ναού.
Ευρέθη κατά χώραν ο στυλοβάτης του φράγματος του έκ πωρίνων δόμων συγκρατουμένων μεταξύ των διά σιδηρών συνδέσμων και μολυβδοχοής και εχόντων εγκοπήν (πλ. 0.06 μ.) προς στήριξιν θωρακίων.
Το βήμα είχε μόνον μίαν δίοδον- την ωραίαν πύλην- προς Δυσμάς. Εντός τούτου ευρέθησαν λείψανα της κρηπίδος της άγιας Τραπέζης, τοποθετημένης κατά την χορδήν της αψίδος, κατά χώραν δε αί πρός ανατολάς βάσεις των κιόνων (διαμ. +0.21 και +0.19 μ.) του κιβωρίου. Τέλος έξω του βήματος είς απόστασιν 1.85 μ. δυτικώς του φράγματός του, παρά τον βόρειον διαχωριστικόν τοίχον, ευρέθη ο άμβων, έχων το κύριον σώμα οκταγωνικόν και αξονικώς τοποθετημένα δύο συστήματα κλιμάκων (προς Α. και Δ.).
Το δάπεδον του κυρίως ναού ήτο εστρωμένον διά όχι μεγάλων διαστάσεων σχιστολιθικών πλακών υπολεύκων και μαύρων και ολίγων έκ πορφυρίτου. Ούτω δια σχετικώς πτωχού υλικού, εμιμήθησαν τρόπον πλούσιας στρώσεως διά μαρμάρινων πλακών, ελάχιστα όμως λείψανα της στρώσεως ταύτης διεσώθησαν. Τα πλάγια κλίτη φαίνονται άστρωτα. Καλύτερον είχε διασωθή το δάπεδον του βήματος, εστρωμένου δια ψηφιδωτού, άλλ’ ατυχώς κατεστράφη λωρίς του πλάτους 1.20μ. από της κορυφής της αψίδος αξονικώς μέχρι έξω του βήματος, κατά την προηγηθείσαν έρευναν του μνημείου υπό του κ. Παπαχριστοπούλου, αναζητούντος είς βάθος τον οχετόν, ως γράφει, κρήνης ή ιερού των Ναϊάδων. Κατά την μετά μανίας και ακρίτως διεξαχθείσαν έρευναν εκείνην κατεστράφη και ο στυλοβάτης του τέμπλου είς την θέσιν της ωραίας πύλης, απορριφθέντων κατόπιν των τεμαχίων του εντός της τομής είς το βάθος, κατά την έκ νέου κάλυψίν της. Το ψηφιδωτόν αποτελείται έκ διαχώρων μή σαφώς διαχωριζομένων. Εκατέρωθεν του κατεστραμμένου τμήματος και παραλλήλως προς τον άξονα του βήματος βαίνει ανά μία φυτική έλιξ με φύλλα κισσού, κατόπιν, προς τα πλάγια, ακολουθούν διάφορα γεωμετρικά σχέδια έκ τετραγώνων αναλυομένων είς τρίγωνα ή συντιθεμένων είς σταυρούς, κύκλων περικλειόντων ανά δύο αντωπάς πέλτας και έκ συμπλεκομένων οκταγώνων αναλυομένων είς εξάγωνα και τετράγωνα πληρούμενα δια σταυρών. Χρησιμοποιούνται κυρίως ψηφίδες λευκαί, μαύραι και ερυθραί (αί τελευταίαι κεράμιναι έκ πηλού λεπτοκόκκου). Η τέχνη του ψηφιδωτού είναι έπαρχιακή μετριωτάτη. Αντιθέτως καλής τέχνης είναι μαρμάρινα μέλη, προφανώς ελθόντα έτοιμα εκ καλλιτεχνικού τίνος κέντρου. Μεταξύ τούτων αξιοσημείωτα είναι τεμάχια διατρήτων θωρακίων κοσμουμένων διά διπλής ταινίας συμπλεκομένης κατά τον τύπον των σηρικών τροχών, είς κύκλους πληρουμένους διά σταυρού και μεταξύ των κύκλων δι’ έλαφρώς αναγλύφου πολυπετάλου άνθους. Επί τμήματος στέψεως θωρακίου, διασωθέντος είς τεμάχια, αναγινώσκεται η επιγραφή: «Επί του αγιωτάτου Επισκό[που.... καλανδών;] /ΙΑΝ[ουαρίων;]».
Όριον post quem διά την χρονολόγησιν της ανακαινίσεως συνάγεται πιθανώς έκ τής όμοιας περιπτώσεως, της καταστροφής δηλαδή της βασιλικής της Ολυμπίας κατά τούς σεισμούς του 522 ή του 551, ώς πιστεύεται, και ανακαινίσεώς της κατά τό τρίτον τέταρτον του 6ου αιώνος8. Αλλά τοϋτο δέν είναι βέβαιον, διότι αί χρονολογίαι 522 και 551 αφορούν είς σεισμούς, όφειλομένους είς το τεκτονικόν ρήγμα το αρχόμενον έκ των Πατρών και διάκον διά του Κορινθιακού κόλπου προς τα νοτιοανατολικά, αί δυτικαί δε ακταί της Μεσσηνίας πλήττονται έκ των σεισμών των οφειλομένων εις το τεκτονικόν ρήγμα, το διήκον διά του Ιονίου Πελάγους παρά τας δυτικάς ακτάς της Πελοπόννησου προς νότον θεωρείται δε ότι αί δύο αύται σεισμογόνοι αιτίαι δρούν ανεξαρτήτως9. Διά την καταστροφήν της Ολυμπίας είναι ίσως πιθανόν το έτος 551, ότε κατεστράφησαν και αί Πάτραι10, αλλά τούτο δεν σημαίνει αναγκαίως και καταστροφάς συγχρόνως εις περιοχάς της Μεσσηνίας, αλλά και δεν αποκλείεται η καταστροφή της Ολυμπίας να οφείλεται εις σεισμούς προκληθέντας έκ του τεκτονικού ρήγματος του Ιονίου. Θα ήτο ενδιαφέρον να εγνωρίζομεν το έτος της καταστροφής της βασιλικής Φιλιατρών- της πρώτης περιόδου- διότι θα εχρησίμευε τούτο ως όριον ante quem δια την χρονολόγησίν της.
Επειδή δεν αποκλείεται δέ να κατεστράφη και η βασιλική των Φιλιατρών κατά τούς σεισμούς του 551 και επειδή αύτη δεν φαίνεται να είχε χρησιμοποιηθή πολύ προ της καταστροφής της,- τα πλάγια κλίτη δεν είχον δεχθή δάπεδα- είναι πιθανόν να εκτίσθη όχι πολύ προ των μέσων του 6ου αιώνος. Έκ τών κινητών ευρημάτων αξιοσημείωτος, προς συναγωγήν ιστορικών συμπερασμάτων περί των γεγονότων της εποχής, είναι ο νομισματικός θησαυρός- απαρτισθείς, ως είπομεν, κατά τους χρόνους του Μαυρίκιου (+582 - +602)- εν συσχετισμό) προς θησαυρούς της μετά τον Ιουστινιανόν εποχής, ευρεθέντας εν Πελοποννήσω καί μάλιστα έν Ολυμπία, όπου οι οψιμώτεροι εκ τούτων περιλαμβάνουν νομίσματα μέχρι των ετών +565 και +576 11. Μετά τας αρχάς του 7ου αιώνος η ζωή είς την περιοχήν φαίνεται να διακόπτεται και το μνημείον νά ερειπιούται· επανήλθεν η ζωή κατά τούς χρόνους των Κομνηνών, ότε επί των ερειπίων του βήματος της βασιλικής εκτίσθη μικρά μονόκλιτος εκκλησία, πλάτους εξωτερικώς μόλις 3.50μ.12, εκείνη, τής οποίας τα ερείπια εσημείωσεν ο Valmin 13 και φέρονται κατά παράδοσιν ως εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.
Δέκα τορνήσια εύρεθέντα είς την επίχωσιν του έν λόγο ναϋδρίου μαρτυρούν ότι η ζωή είς την περιοχήν ήτο ζωηροτέρα πως κατά την εποχήν της Φραγκοκρατίας. Τα ερείπια του μεταγενεστέρου τούτου ναϋδρίου μετά την σχεδίασιν και φωτογράφησίν των απεμακρύνθησαν προς απελευθέρωσιν του ψηφιδωτού και του τέμπλου του βήματος.
Το Βαλανείον
Τό Βαλανείον κείται περί τα 100μ. νοτίως τής βασιλικής επί του αγρού του Δ. Σουρέτη υπό πυκνήν συστάδα μεγάλων πρίνων και σχίνων. Τούτου επεσημάνθησαν επιπολαίως τοίχοι τινές της δυτικής πλευράς του μέχρι μήκους 15.00μ. Μεταξύ των χώρων του αναγνωρίσιμοι είναι μία δεξαμενή πλ. +2.00μ. και νοτιώτερον αυτής αψιδωτός θάλαμος (πιθανώς αποδυτήριον ή frigidarium). Επί τη βάσει λεπτομερειών της τοιχοδομίας του βαλανείου, τούτο χρονολογείται πιθανώς είς τον 4ον αιώνα ή το πρώτον ήμισυ του 5ου αιώνος.
Ερείπεια εκκλησίας του αγίου Κωνσταντίνου παρά την Χριστιάνου
Αριστερά της έκ Φιλιατρών οδού πρός την Χριστιάνου, όπου η γνωστή μεγαλοπρεπής βυζαντινή εκκλησία, είς μικράν απόστασιν προ της Χριστιάνου, οι χωρικοί απηλευθέρωσαν ατελώς τα ερείπια εκκλησιδίου του Αγίου Κωνσταντίνου. Έξ όσων δύναταί τις να κρίνη, ταύτα ανήκουν είς τύπον μονοκλίτου σταυρικής τρουλλωτής εκκλησίας με νάρθηκα προύχοντα εκατέρωθεν του δυτικού σκέλους. Το βόρειον σκέλος φαίνεται μη επικοινωνούν μετά του κλιτούς. Μεταξύ των ερειπίων ανεύρον σιδηρούν σταυρόν, όστις διατηρεί είς την ακωκήν αυτού μάζαν μολύβδου, εγχυθέντος πρός στήριξιν του σταυρού κατά την εμπηξίν του είς τον τρούλλον του ναϋδρίου. Τον σταυρόν μετέφερα προσωρινώς είς το Μουσείον Κορίνθου. Τό μνημείον ανάγεται είς μεσοβυζαντινούς χρόνους, θά είναι δέ χρήσιμος ή συστηματική ανασκαφή, σχεδίασις και φωτογράφησίς του.
Δημ. Πάλλα. Αρχαιολογικό Δελτίο 16 (1960): Χρονικά 122- 125
1. Βλ. Ά.Όρλάνδου, τό Έργον της Αρχαιολογικής Εταιρείας κατά τό 1960, σ. 141-145, Αναλυτικώτερον είς Πρακτ. Άρχ. Έτ. 1960.
2. F.C.H.L. Pouqueville, Voyage de la Grice, VI, Paris 1827, 24.
3. Natan Valmin, Etudes topographiques sur la Messinie ancienne, Lund 1930, 136.
4. Βλ. περιοδικόν «Φιλιατρά» έτος 3ον τεύχος 13ον, Οκτώμβριος 1959, σ. 7.
5. Βλ. «Φιλιατρά» έ,ά. σ. 3 κ. έ.
6. Είς τήν κάτοψιν εσφαλμένως έχει παραλειφθή.
7. Βλ. άνωτ. σ. 123.
8. Περί τής Ολυμπίας βλ. Ε.Ν. Gardiner, Olympia. Its History and Remains, Oxford 1925, 3-5.Ή χρονολογία τής ανακαινίσεως τής βασιλικής συνάγεται έκ δύο νομισμάτων τών ετών 565 καί 575, ευρεθέντων μεταξύ τών ερειπίων οικισμού συμπηχθέντος είς τόν χώρον του ναού του Διός μετά τήν έκ σεισμών καταστροφήν του.
9. A. Philippson, Peloponnes, Berlin 1897, 438 κ,έ.
10. Πληροφορίαι παρά A. Hermann έν Reallex. f. Ant. u. Christ. 5 (1962), 1109-1111 ( δρθρ. Erdbeben ).
11. Πληροφορίαι καί βιβλιογραφία περί του θέματος είς «Ελληνικά» 14, σ. 92 ( Α. Πάλλας ).
12. Τά Ανατολικά μέρη κατεστράφησαν κατά τήν προηγουμένην άνεύθυνον έρευναν του μνημείου, θεωρηθέντων τών τοίχων του βυζαντινου ναϋδρίου ώς μεταγενεστέρας κατα σκευής πρός έναπόθεσιν λίθων («Φιλιατρά έ. άν.σ.8).
13. Βλ. άνωτ. σ. 123.