Πληροφορίες για τις αρχαίες Κολωνίδες μας δίνει ο Παυσανίας στα Μεσσηνιακά. Σχετικώς αναφέρει:
"Γειτονική με την Κορώνη είναι η πόλη Κολωνίδες, για της οποίας τους κατοίκους λένε πως δεν είναι Μεσσήνιοι, αλλά τους έφερε από την Αττική ο Κόλαινος, τον οποίο οδήγησε στην αποικία, σύμφωνα με χρησμό, το πουλί κόρυδος (τσουτσουλάνος ή κατσιλέρος). Αυτοί με τον καιρό εξοικειώθηκαν με την διάλεκτο και με τις συνήθειες των Δωριέων. Η πολίχνη των Κολωνίδων βρίσκεται ψηλά, σε μικρή απόσταση από την θάλασσα."
Ο Παυσανίας αναφέρει τις Κολωνίδες ως "γειτονική πόλη" με την αρχαία Κορώνη (σημερινό Πεταλίδι), αν και την συνάντησε μετά το ιερό του Απόλλωνος Κορύθου, το οποίο όπως λέει ο ίδιος, απείχε από την Κορώνη περίπου 80 στάδια (δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα). Επομένως γειτονική ήταν απλός η επικράτεια των δύο πόλεων, γιατί άλλη πόλη δεν υπήρχε ανάμεσα στις δύο.
Οι Μεσσήνιοι που ήταν σε αντιπαράθεση με τους Αχαιούς, μετά την νίκη των Ρωμαίων έναντι των Μακεδόνων (-197), ήταν έτοιμοι να αποσπάσουν από τους Αχαιούς την πολίχνη Κολωνίδα στα -183 και ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην έσπευσε να την σώσει, αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε στην αιχμαλωσία (Πλούταρχος, Φιλοπ. 18). Η Κολωνίδα αυτή, χρήσιμη στην αχαϊκή συμμαχία, ως γειτονική του "Αχαιών λιμένος" (αρχαία Κορώνη), πρέπει να είναι η ονομαζόμενη από τον Παυσανία Κολωνίδες.
Ο τύπος Κολωνίδες (σε πληθυντικό αριθμό) σημαίνει πως η "πόλη" ήταν διασκορπισμένοι σε περισσότερες αγροτικές κοινότητες. Σε μιά από αυτές ανήκαν ίσως και οι τάφοι που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Βουνάρια με πολλά αγγεία, μεταξύ των οποίων μιά πρόχους με παράσταση εφήβου, πολλοί σκύφοι, ασκοί, λάγυνοι ελληνιστικών χρόνων, λήκυθοι, μια πυξίδα πήλινη και δακρυδόχοι[1]
Η τοποθεσία των Κολωνίδων
Σαν πιθανή θέση των αρχαίων Κολωνίδων συνήθως αναφέρονται η τοποθεσίες της Νέας Κορώνης και των Βουναρίων, που βρίσκονται πάνω σε λοφίσκους δίπλα από την θάλασσα. Ωστόσο τα όποια ευρήματα σε αυτήν την περιοχή είναι σχεδόν αποκλειστικά από τάφους. Επίσης η περιγραφή του Παυσανία που αναφέρει ότι οι Κολωνίδες ήταν σε ψηλό σημείο δεν φαίνεται να ταιριάζει στις περιοχές αυτές.
Είναι πολύ πιθανό οι Κολωνίδες να βρίσκονταν στον πολύ ψηλότερο λόφο του Καφειριού κοντά στην Λογγά, μια θέση με πολύ καλύτερη οχύρωση αλλά και πρόσβαση σε νερό.
Η οχυρή θέση της ακρόπολης του Καφειριού παρείχε έλεγχο της πεδιάδας στην περιοχή νότια της Λογγά. |
Η ακρόπολη στον λόφο καφειριό
Στον λόφο Καφειριό, περ. 1 χλμ. ΝΔ. του χωριού Λογγά και 3 χλμ. από την θάλασσα στα Α., διεξήχθησαν έρευνες από τους Ν. Γιαλούρη και W.A.McDonald. Η θέση είχε υποστεί σημαντική διάβρωση, όπως έδειξαν οι δοκιμαστικές τομές, οι οποίες απεκάλυψαν ίχνη της ΥΕ εποχής, αλλά και των πρωτογεωμετρικών χρόνων.
Υπήρχε, πιθανόν, θολωτός τάφος της ΥΕ εποχής, κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, περίπου 500 μ. στα ΒΔ.
Μεταξύ της κεραμεικής γίνεται αναφορά σε όστρακα με πηλό χρώματος έντονου ερυθρού και με μαρμαρυγία (μίκκα), έναντι του καστανέρυθρου τοπικού πηλού. Όστρακα με παρόμοια σύσταση έχουν ανευρεθεί σε ΜΕ ΙΙΙ επιχώσεις στον Άγιο Στέφανο, σε ΜΜ ΙΙΙΒ επιχώσεις στα Κύθηρα και σε πρώιμες μυκηναϊκές επιχώσεις, οι οποίες περιείχαν και ΜΕ ΙΙΙ υλικό, στα Νιχώρια. Ο ερυθρός αυτός πηλός με την υψηλή περιεκτικότητα σε μαρμαρυγία είναι αρκετά κοινός στις Κυκλάδες και στη Β. Εύβοια και η ανεύρεσή του στη Ν. Πελοπόννησο, πιθανόν, φανερώνει εμπορικές επαφές με τα νησιά του Αιγαίου. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η θέση Καφειριό ασκούσε έλεγχο στην παράκτια πεδιάδα του Λογγά, όπως αναφέραμε ανωτέρω.
Μεταξύ της κεραμεικής γίνεται αναφορά σε όστρακα με πηλό χρώματος έντονου ερυθρού και με μαρμαρυγία (μίκκα), έναντι του καστανέρυθρου τοπικού πηλού. Όστρακα με παρόμοια σύσταση έχουν ανευρεθεί σε ΜΕ ΙΙΙ επιχώσεις στον Άγιο Στέφανο, σε ΜΜ ΙΙΙΒ επιχώσεις στα Κύθηρα και σε πρώιμες μυκηναϊκές επιχώσεις, οι οποίες περιείχαν και ΜΕ ΙΙΙ υλικό, στα Νιχώρια. Ο ερυθρός αυτός πηλός με την υψηλή περιεκτικότητα σε μαρμαρυγία είναι αρκετά κοινός στις Κυκλάδες και στη Β. Εύβοια και η ανεύρεσή του στη Ν. Πελοπόννησο, πιθανόν, φανερώνει εμπορικές επαφές με τα νησιά του Αιγαίου. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η θέση Καφειριό ασκούσε έλεγχο στην παράκτια πεδιάδα του Λογγά, όπως αναφέραμε ανωτέρω.
Όπως απέδειξε η ανασκαφή του Βερσάκη η ακρόπολη του Καφειριού κατοικήθηκε και στους Κλασικούς, Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Ήρθαν στο φως τα θεμέλια αρκετών κτηρίων που χρονολογούνται σε αυτές τις περιόδους.
Επίσης βρέθηκαν αρκετά χάλκινα και πήλινα αγαλματίδια Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων ενώ 1 χιλιόμετρο στα ανατολικά της ακρόπολης αναφέρεται η εύρεση Ρωμαϊκών μωσαϊκών δαπέδων ενώ πιθανολογείται και η ύπαρξη νεκροταφείου.
Η ακρόπολη του Καφειριού με έκταση 180Χ100 μέτρα βρισκόταν σε εξαιρετικά οχυρή θέση με πανοραμική θέα.
Παρά την άσχημη κατάσταση διατηρήσεως, είναι φανερό ότι η θέση αυτή ήλεγχε την εξαιρετικώς εύφορη παράκτια πεδιάδα του Αγίου Ανδρέα Λογγά.
Επίσης εκεί που βρίσκεται το χωριό Λογγά πιθανώς υπήρχε οργανωμένος οικισμός μεταβυζαντινών χρόνων, +900 έως +1200.
Από αυτόν σώζετε ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Αντωνίου, έξω από το χωριό.
Η ακρόπολη του Καφειριού με έκταση 180Χ100 μέτρα βρισκόταν σε εξαιρετικά οχυρή θέση με πανοραμική θέα.
Παρά την άσχημη κατάσταση διατηρήσεως, είναι φανερό ότι η θέση αυτή ήλεγχε την εξαιρετικώς εύφορη παράκτια πεδιάδα του Αγίου Ανδρέα Λογγά.
Επίσης εκεί που βρίσκεται το χωριό Λογγά πιθανώς υπήρχε οργανωμένος οικισμός μεταβυζαντινών χρόνων, +900 έως +1200.
Από αυτόν σώζετε ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Αντωνίου, έξω από το χωριό.
Δεξιά: Επιγραφή Αετωματική, επιτύμβια στήλη από το χωριό Κόμποι.Φέρει την επιγραφή Ονασιων, Μυρτις χαιρετε, -2ος έως -1ος αιώνας.
Η αγγειοπλαστική παράδοση στα Βουνάρια
Λέγεται ότι μυθικός ιδρυτής των Κολωνίδων, ο Κόλαινος, έφερε και την αγγειοπλαστική στην περιοχή, η οποία άνθισε από την αρχαιότητα στην περιοχή του χωριού Βουνάρια.
Είναι γνωστή η φράση κορωναίικα πιθάρια και κορωναίικες τζάρες, διότι η περιοχή της Κορώνης υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα κατασκευής πήλινων αποθηκευτικών πιθαριών, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σ’ όλη τη Μεσόγειο. Λόγω της μεγάλης τους ανθεκτικότητας ήταν περιζήτητα. Η εξαιρετική αντοχή τους οφειλόταν στην ιδιαιτερότητα του υλικού που ήταν κατασκευασμένα. Δεν επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες ζέστης ή υγρασίας και η κύρια αιτία καταστροφής τους ήταν το σπάσιμο, συνήθως σε βίαιη μετακίνησή τους.
Οι λόγοι που οδήγησαν την περιοχή στην ανάπτυξη της κεραμικής αγγειοπλαστικής ήταν η ύπαρξη των πρώτων υλών (η εξαίρετη πρώτη ύλη που υπήρχε στην περιοχή, χώμα από άργιλο, τα άφθονα καυσόξυλα για τα καμίνια, οι πολλές πηγές νερού), σε συνδυασμό με την τοπική παράδοση της αγγειοπλαστικής.
Ο ανοιχτόχρωμος καστανός πηλός που υπήρχε σε διάφορα σημεία της περιοχής λεγόταν χώμα, λάσπη , γλίνα ή άργιλος. Ήταν εξαιρετικής ποιότητας, «διαλεγμένο χώμα», χωρίς άμμο ή μικροαντικείμενα, το οποίο το εξόρυτταν από ορύγματα που άνοιγαν σε πλαγιά λόφου με το ειδικό χώμα. Αφού το μετέφεραν με ζώα και μέσα σε πανέρια στα εργαστήρια , το θρυμμάτιζαν με τον κόπανο και το αναμείγνυαν με νερό μέσα σε σουρές ή κουρούτες, όπου παρέμενε για 7-15 ημέρες. Έπειτα κοβόταν σε τετράγωνα και μεταφερόταν στην αποθήκη, όπου γινόταν το ζύμωμα του πηλού από τον πιθαρά με τα πόδια. Ξανακοβόταν σε κομμάτια, αποθηκευόταν και σκεπαζόταν με βρεγμένες λινάτσες. Σε αυτό το σημείο της επεξεργασίας του πηλού συχνά οι τεχνίτες πρόσθεταν κόκκους πέτρας, γνωστής ως λεπιδόχωμα ή λεπίδι που ενίσχυε τη στερεότητα των πιθαριών. Η εξόρυξή του γινόταν στις θέσεις Λιβαδάκι και Σκλαβηκό, δυτικά της Κορώνης. Η μείξη γινόταν σε πιθάρια που λέγονταν κουρούπες. Το μείγμα πηλού και λεπιδιού το έβγαζαν από την κουρούπα με το χέρι και το διαμόρφωναν σε λεπτά επίπεδα και μακρόστενα τμήματα που τοποθετούσαν μέσα σε λινάτσες στον ήλιο για να στεγνώσουν.
Κατόπιν ο πηλός αποθηκευόταν σε μεγάλα δοχεία μέσα στο εργαστήριο, ώστε να κρατήσει την επιθυμητή υγρασία για την κατασκευή του πιθαριού.
Η αγγειοπλαστική παράδοση στα Βουνάρια
Λέγεται ότι μυθικός ιδρυτής των Κολωνίδων, ο Κόλαινος, έφερε και την αγγειοπλαστική στην περιοχή, η οποία άνθισε από την αρχαιότητα στην περιοχή του χωριού Βουνάρια.
Είναι γνωστή η φράση κορωναίικα πιθάρια και κορωναίικες τζάρες, διότι η περιοχή της Κορώνης υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα κατασκευής πήλινων αποθηκευτικών πιθαριών, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σ’ όλη τη Μεσόγειο. Λόγω της μεγάλης τους ανθεκτικότητας ήταν περιζήτητα. Η εξαιρετική αντοχή τους οφειλόταν στην ιδιαιτερότητα του υλικού που ήταν κατασκευασμένα. Δεν επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες ζέστης ή υγρασίας και η κύρια αιτία καταστροφής τους ήταν το σπάσιμο, συνήθως σε βίαιη μετακίνησή τους.
Οι λόγοι που οδήγησαν την περιοχή στην ανάπτυξη της κεραμικής αγγειοπλαστικής ήταν η ύπαρξη των πρώτων υλών (η εξαίρετη πρώτη ύλη που υπήρχε στην περιοχή, χώμα από άργιλο, τα άφθονα καυσόξυλα για τα καμίνια, οι πολλές πηγές νερού), σε συνδυασμό με την τοπική παράδοση της αγγειοπλαστικής.
Κατόπιν ο πηλός αποθηκευόταν σε μεγάλα δοχεία μέσα στο εργαστήριο, ώστε να κρατήσει την επιθυμητή υγρασία για την κατασκευή του πιθαριού.
Οι κυριότερες θέσεις κατασκευής πιθαριών στην περιοχή της Κορώνης ήταν 4: στα Βουνάρια, στους Κόμπους, στο Χαρακοποιό, στις Πετριάδες. Και άλλες 3 μικρότερες στο Αϊδίνι, στην Γκορτζόγλη και στις Κατινιάδες.
Σήμερα η τέχνη της κεραμικής στην περιοχή έχει ,δυστυχώς, εκλείψει. Ζουν ακόμη κάποιοι κάτοικοι που γνωρίζουν την τέχνη από τον παππού τους ή τον πατέρα τους, κανένα καμίνι όμως δεν καίει πλέον.
Βιβλιογραφία
Σήμερα η τέχνη της κεραμικής στην περιοχή έχει ,δυστυχώς, εκλείψει. Ζουν ακόμη κάποιοι κάτοικοι που γνωρίζουν την τέχνη από τον παππού τους ή τον πατέρα τους, κανένα καμίνι όμως δεν καίει πλέον.
Βιβλιογραφία
-THE MINNESOTA MESSENIA EXPEDITION Reconstructing a Bronze Age Regional Environment Edited by William A. McDonald and George R. Rapp, Jr.
-Παπαχατζή: Παυσανία, Μεσσηνιακά
-Παπαχατζή: Παυσανία, Μεσσηνιακά
-Κατερίνα Κορρέ: "Τα κεραμικά του Ελληνικού χώρου"
1. (Αρχ. Δελτίο 1970, σελ.175).Εκ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών μετεφέρθησαν εις το Μπενάκειον Μουσείον Καλαμάτας τα κάτωθι περιγραφόμενα αρχαία, προερχόμενα εκ της θέσεως Βουνάρια Κορώνης: Τριφυλλόστομος ερυθρόμορφος οινοχόη με παράστασιν εφήβου προς τα δεξιά, φέροντος ιμάτιον, ύψ. 0,125μ. Ελληνιστική λάγηνος, ελλιπής κατά το στόμιον και τμήμα της κοιλίας, φέρουσα λευκόν επίχρισμα και ίχνη γραπτής διακοσμήσεως κατά τον ώμον, ύψ. 0,21μ. Ελληνιστική λάγηνος ακεραία, άνευ διακοσμήσεως, ύψ. 0,15μ. Ασκός άνευ διακοσμήσεως, ύψ. 0,115μ. Όμοιος, ύψ. 0,135μ. Όμοιος, ύψ. 0,115μ. Φλασκίον άνευ γραπτής διακοσμήσεως, ύψ. 0,225μ. Κανθαροειδής σκύφος μελαμβαφής, ύψ. 0,06μ.· η μία των λαβών αποκεκρουμένη. Όμοιος, ύψ. 0,05μ., με αποκεκρουμένην την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,046μ., ελλιπής κατά την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,049 μ., ελλιπής κατά τμήμα της μιας λαβής. Όμοιος, ύψ.0,053μ., ελλιπής κατά το μεγαλύτερον μέρος του σώματος και την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,049μ., ελλιπής κατά το σώμα και την μίαν λαβήν. Όμοιος, ύψ. 0,048μ., ελλιπής κατά την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,05μ., ελλιπής κατά τας λαβάς. Δύο τεμάχια κανθαροειδούς σκύφου μελαμβαφούς, το εν μετά της λαβής, ύψ. 0,035μ. Μικρός μελαμβαφής σκύφος, ύψ. 0,05μ. Όμοιος, ύψ. 0,035μ. Μικρός μονόμυξος λύχνος, ύψ. 0,036, μήκ. μετά του μυκτήρος 0,085μ. Πηλίνη δακρυδόχος, φέρουσα ελαφράς αποκρούσεις εις το χείλος, ύψ. 0,18μ. Πυξίς άνευ του πώματος αυτής, ύψ. 0,055μ. Ή μισυ περίπου μονομύξου λύχνου, ύψ. 0,025, μήκ. μετά του μυκτήρος 0,095μ. Δίωτον αγγείον ελλιπές κατά το χείλος, μελαμβαφές, ύψ. 0,09μ.· κάτωθεν των χειλέων εγχάρακτα κυματοειδή κοσμήματα. Ληκύθιον μετ’ αναγλύφων κατακορύφων ραβδώσεων εις το σώμα, ύψ. 0,085 μ. Ληκύθιον ελλιπές κατά την λαβήν και αποκεκρουμένον κατά τα χείλη, ύψ. 0,045μ. Ληκύθιον μελαμβαφές, ελλιπές κατά την λαβήν και αποκεκρουμένον κατά τα χείλη, ύψ. 0,045μ. Ληκύθιον μελαμβαφές, ελλιπές κατά τον ώμον, το στόμιον και την λαβήν, ύψ. 0,06μ. Τμήμα του σώματος και η μία των λαβών αβαθούς σκύφου· το ανώτερον μέρος του σώματος και η βάσις καλύπτονται δια μελανού γανώματος, ύψ. 0,052μ. Μικρόν ανοικτού σχήματος (φιαλοειδές) αγγείον, μελαμβαφές, ύψ. 0,037μ. Τέσσαρα όστρακα μελαμβαφή από αγγεία κλειστού σχήματος. Μόνωτος κώθων μετά πώματος, μελαμβαφής, φέρων κατακορύφους ραβδώσεις εις το σώμα, με το στόμιον εις σχήμα πλαστικής κεφαλής λέοντος, ύψ. μετά του πώματος 0,10μ. Άωτον πινάκιον μετά μέλανος εξιτήλου επιχρίσματος και χαμηλής βάσεως, φέρον δύο μικράς οπάς παρά το χείλος, ύψ. 0,045, μεγ. διαμ. 0,18μ. Δίωτος σκύφος μελαμβαφής, ακέραιος, ύψ. μετά των λαβών 0,055, διαμ. χειλ. 0,075μ. Τριφυλλόστομος οινοχόη ακεραία, μελαμβαφής, φέρουσα κατακορύφους ραβδώσεις εις την κοιλίαν, ύψ. 0,12μ. Μικρόν φιαλοειδές αγγείον μετά χαμηλής βάσεως και πεπλατυσμένων χειλέων, φέρον ερυθρόν εξίτηλον επίχρισμα, ύψ. 0,04, εξωτ. διαμ. χειλέων 0,092μ. Δίωτος κύλιξ μετά χαμηλής βάσεως, ελλιπής κατά το μεγαλύτερον τμήμα της ετέρας των λαβών, ύψ. μετά της λαβής 0,06μ. Δύο μονόμυξοι λύχνοι, εξ ων ο εις μελαμβαφής, άωτος, ο δ’ έτερος άνευ ίχνους χρώματος, μόνωτος. Μεγαρικός σκύφος μελαμβαφής, ύψ. 0,07, διαμ. χειλ. 0,123μ.
Η ιστορία και νομισματοκοπία των Κολωνίδων κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους
Η αρχαία πόλη των Κολωνίδων, γνωστή και ως Κολώνη, βρίσκεται στη Μεσσηνία πολύ κοντά στην Κορώνη (Πεταλίδι), με τη οποία συνδέθηκε ιστορικά και πολιτικά από την ίδρυσή της, στο α' μισό του -4ου αιώνα1. Υποστηρίχθηκε ότι οι αρχαίες Κολωνίδες βρισκόταν στη θέση Καστέλια Βουρνάρια2, ωστόσο εξαιτίας της περιγραφής του Παυσανία3, ο οποίος περιγράφει μία παραθαλάσσια πόλη, προτάθηκε τελευταία η τοποθεσία Λογγάς, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στη θέση Άγιος Ανδρέας και στο ιερό του Απόλλωνα Κορύθου4. Εξάλλου ο ίδιος ο περιηγητής, όταν κάνει λόγο για το συγκεκριμένο ιερό του Απόλλωνα τονίζει την εγγύτητα του με την Κορώνη, αλλά και με τις Κολωνίδες5.
Άγνωστο παραμένει αν οι δύο διαφορετικές υποστάσεις του θεού συνυπήρχαν ή αν η ιδιότητα του Ιατρού ήταν μεταγενέστερη του πολεμιστή. Πάντως από την ύστερη κλασική περίοδο και μετά η λατρεία θεοτήτων που συνδέονται με τη θεραπεία γίνεται ιδιαιτέρως δημοφιλής24.
1. (Αρχ. Δελτίο 1970, σελ.175).Εκ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών μετεφέρθησαν εις το Μπενάκειον Μουσείον Καλαμάτας τα κάτωθι περιγραφόμενα αρχαία, προερχόμενα εκ της θέσεως Βουνάρια Κορώνης: Τριφυλλόστομος ερυθρόμορφος οινοχόη με παράστασιν εφήβου προς τα δεξιά, φέροντος ιμάτιον, ύψ. 0,125μ. Ελληνιστική λάγηνος, ελλιπής κατά το στόμιον και τμήμα της κοιλίας, φέρουσα λευκόν επίχρισμα και ίχνη γραπτής διακοσμήσεως κατά τον ώμον, ύψ. 0,21μ. Ελληνιστική λάγηνος ακεραία, άνευ διακοσμήσεως, ύψ. 0,15μ. Ασκός άνευ διακοσμήσεως, ύψ. 0,115μ. Όμοιος, ύψ. 0,135μ. Όμοιος, ύψ. 0,115μ. Φλασκίον άνευ γραπτής διακοσμήσεως, ύψ. 0,225μ. Κανθαροειδής σκύφος μελαμβαφής, ύψ. 0,06μ.· η μία των λαβών αποκεκρουμένη. Όμοιος, ύψ. 0,05μ., με αποκεκρουμένην την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,046μ., ελλιπής κατά την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,049 μ., ελλιπής κατά τμήμα της μιας λαβής. Όμοιος, ύψ.0,053μ., ελλιπής κατά το μεγαλύτερον μέρος του σώματος και την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,049μ., ελλιπής κατά το σώμα και την μίαν λαβήν. Όμοιος, ύψ. 0,048μ., ελλιπής κατά την μίαν των λαβών. Όμοιος, ύψ. 0,05μ., ελλιπής κατά τας λαβάς. Δύο τεμάχια κανθαροειδούς σκύφου μελαμβαφούς, το εν μετά της λαβής, ύψ. 0,035μ. Μικρός μελαμβαφής σκύφος, ύψ. 0,05μ. Όμοιος, ύψ. 0,035μ. Μικρός μονόμυξος λύχνος, ύψ. 0,036, μήκ. μετά του μυκτήρος 0,085μ. Πηλίνη δακρυδόχος, φέρουσα ελαφράς αποκρούσεις εις το χείλος, ύψ. 0,18μ. Πυξίς άνευ του πώματος αυτής, ύψ. 0,055μ. Ή μισυ περίπου μονομύξου λύχνου, ύψ. 0,025, μήκ. μετά του μυκτήρος 0,095μ. Δίωτον αγγείον ελλιπές κατά το χείλος, μελαμβαφές, ύψ. 0,09μ.· κάτωθεν των χειλέων εγχάρακτα κυματοειδή κοσμήματα. Ληκύθιον μετ’ αναγλύφων κατακορύφων ραβδώσεων εις το σώμα, ύψ. 0,085 μ. Ληκύθιον ελλιπές κατά την λαβήν και αποκεκρουμένον κατά τα χείλη, ύψ. 0,045μ. Ληκύθιον μελαμβαφές, ελλιπές κατά την λαβήν και αποκεκρουμένον κατά τα χείλη, ύψ. 0,045μ. Ληκύθιον μελαμβαφές, ελλιπές κατά τον ώμον, το στόμιον και την λαβήν, ύψ. 0,06μ. Τμήμα του σώματος και η μία των λαβών αβαθούς σκύφου· το ανώτερον μέρος του σώματος και η βάσις καλύπτονται δια μελανού γανώματος, ύψ. 0,052μ. Μικρόν ανοικτού σχήματος (φιαλοειδές) αγγείον, μελαμβαφές, ύψ. 0,037μ. Τέσσαρα όστρακα μελαμβαφή από αγγεία κλειστού σχήματος. Μόνωτος κώθων μετά πώματος, μελαμβαφής, φέρων κατακορύφους ραβδώσεις εις το σώμα, με το στόμιον εις σχήμα πλαστικής κεφαλής λέοντος, ύψ. μετά του πώματος 0,10μ. Άωτον πινάκιον μετά μέλανος εξιτήλου επιχρίσματος και χαμηλής βάσεως, φέρον δύο μικράς οπάς παρά το χείλος, ύψ. 0,045, μεγ. διαμ. 0,18μ. Δίωτος σκύφος μελαμβαφής, ακέραιος, ύψ. μετά των λαβών 0,055, διαμ. χειλ. 0,075μ. Τριφυλλόστομος οινοχόη ακεραία, μελαμβαφής, φέρουσα κατακορύφους ραβδώσεις εις την κοιλίαν, ύψ. 0,12μ. Μικρόν φιαλοειδές αγγείον μετά χαμηλής βάσεως και πεπλατυσμένων χειλέων, φέρον ερυθρόν εξίτηλον επίχρισμα, ύψ. 0,04, εξωτ. διαμ. χειλέων 0,092μ. Δίωτος κύλιξ μετά χαμηλής βάσεως, ελλιπής κατά το μεγαλύτερον τμήμα της ετέρας των λαβών, ύψ. μετά της λαβής 0,06μ. Δύο μονόμυξοι λύχνοι, εξ ων ο εις μελαμβαφής, άωτος, ο δ’ έτερος άνευ ίχνους χρώματος, μόνωτος. Μεγαρικός σκύφος μελαμβαφής, ύψ. 0,07, διαμ. χειλ. 0,123μ.
Ακρόπολη Καφειριού: Αποτύπωση του 1962 από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους του THE MINNESOTA MESSENIA EXPEDITION
Η ιστορία και νομισματοκοπία των Κολωνίδων κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους
Η αρχαία πόλη των Κολωνίδων, γνωστή και ως Κολώνη, βρίσκεται στη Μεσσηνία πολύ κοντά στην Κορώνη (Πεταλίδι), με τη οποία συνδέθηκε ιστορικά και πολιτικά από την ίδρυσή της, στο α' μισό του -4ου αιώνα1. Υποστηρίχθηκε ότι οι αρχαίες Κολωνίδες βρισκόταν στη θέση Καστέλια Βουρνάρια2, ωστόσο εξαιτίας της περιγραφής του Παυσανία3, ο οποίος περιγράφει μία παραθαλάσσια πόλη, προτάθηκε τελευταία η τοποθεσία Λογγάς, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στη θέση Άγιος Ανδρέας και στο ιερό του Απόλλωνα Κορύθου4. Εξάλλου ο ίδιος ο περιηγητής, όταν κάνει λόγο για το συγκεκριμένο ιερό του Απόλλωνα τονίζει την εγγύτητα του με την Κορώνη, αλλά και με τις Κολωνίδες5.
Για την ιστορία και τη νομισματοκοπία της πόλης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους ελάχιστες πληροφορίες είναι γνωστές. Ωστόσο το νομισματοκοπείο της πόλης που είχε αναστείλει τη λειτουργία του ήδη από τον -2ο αιώνα6, δρατηριοποιείται εκ νέου στα χρόνια των Σεβήρων7. Στις κοπές της πόλης δεν απαντώνται τύποι του Διονύσου και του Ερμή, εμφανίζεται όμως ένας του Απόλλωνα.
Ο Απόλλωνας στις αυτοκρατορικές κοπές των Κολωνίδων
Ο Απόλλωνας στις αυτοκρατορικές κοπές των Κολωνίδων
-Ιστάμενος, γυμνός, Απόλλωνας με κλαδί στηρίζεται σε κίονα ή κορμό δέντρου
Στη λατρεία του Απόλλωνα Κορύθου πιθανόν να παραπέμπει το νόμισμα από τις Κολωνίδες, το οποίο δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε δημοπρασία του BCD και εικονίζει στον οπισθότυπό του τον θεό8. Ο Απόλλωνας, όρθιος και γυμνός, εικονίζεται σε τρία τέταρτα προς τα αριστερά, με την κεφαλή του σε τομή προς την ίδια κατεύθυνση. Το αριστερό του χέρι λυγίζει στο ύψος του αγκώνα και στηρίζεται σε κίονα, ο οποίος βρίσκεται δίπλα του. Με το δεξί του χέρι κρατά κλαδί, πιθανότατα δάφνης. Πρόκειται για κοπή του Γέτα, η οποία όμως θα πρέπει να χρονολογηθεί στα χρόνια του πατέρα του Σεπτεμίου Σεβήρου. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί το νεανικό, σχεδόν παιδικό πορτρέτο, που κοσμεί τον εμπροσθότυπο του νομίσματος.
Εξετάζοντας με προσοχή τον οπισθότυπο του χάλκινου νομίσματος παρατηρούμε ότι ο χαράκτης έχει αποδώσει συνοπτικά και χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια μία γυμνή ανδρική μορφή. Η ταυτότητά της προσδιορίζεται μόνο από το σύμβολο που φέρει στο δεξί χέρι, το κλαδί της δάφνης, στο οποίο και θα πρέπει να στραφεί η προσοχή μας. Ωστόσο ο τύπος αυτός δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Παυσανία, ο οποίος κάνει λόγο για ξόανο. Επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν τοπικό αγαλματικό τύπο.
Η προφανής έλλειψη φροντίδας που χαρακτηρίζει τη δουλειά του χαράκτη, μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Μια εύκολη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν ότι πρόκειται για δημιουργία ενός λιγότερο προικισμένου χαράκτη, που εργαζόταν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη, πόλισμα στην ουσία, στα χρόνια των Σεβήρων9. Πρέπει επίσης να τονιστεί η έλλειψη νομισματικής παράδοσης, καθώς οι Κολωνίδες έχουν να κόψουν νομίσματα από την περίοδο -188/ -146 10. Πιο πιθανό επίσης φαίνεται να πρόκειται για δουλειά μιας περιοδεύουσας ομάδας χαρακτών, η οποία εργαζόταν ταχύτατα εξυπηρετώντας τις ανάγκες των μικρών πελοποννησιακών πόλεων που δεν είχαν μόνιμα εγκατεστημένο νομισματοκοπείο11. Η βιασύνη του χαράκτη και η περιορισμένη ακτινοβολία, πολιτική δύναμη και οικονομική ισχύς της πόλης την συγκεκριμένη περίοδο -αλλά και διαχρονικά- θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον κακότεχνο αυτό νομισματικό τύπο του Απόλλωνα. Ωστόσο οι χαράκτες δεν ήταν αυτοί που επέλεγαν ποιος τύπος θα απεικονιστεί στον οπισθότυπο των νομισμάτων. Πίσω από αυτόν υπάρχει λοιπόν μια σκοπιμότητα που συνδέεται με τους τοπικούς άρχοντες και εκφράζει τις ιδιαίτερες θρησκευτικές πεποιθήσεις του τόπου, που αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ιδιαίτερης ταυτότητάς του, η οποία εκφράζεται μέσα από τα νομίσματα12.
Προκειμένου όμως να συνδέσουμε τον τύπο της κοπής των Κολωνίδων με τον Απόλλωνα Κόρυβο, είναι αναγκαία η ανάλυση και η μελέτη της συγκεκριμένη λατρείας. Φως στον τομέα αυτό ρίχνουν τα αρχαιολογικά δεδομένα και τα ευρήματα, που προέρχονται από τη συστηματική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Φ. Βερσάκη13 ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιγραφή, η οποία χρονολογείται στον +2ο αιώνα και επιβεβαίωσε την ταύτιση του συγκεκριμένου ιερού με αυτό του Απόλλωνα Κορύθου14. Η συγκεκριμένη λατρεία έχει τις ρίζες της στην -1η χιλιετία15 και συνεχίστηκε και στην ρωμαϊκή περίοδο. Αυτό προκύπτει τόσο από την αναθηματική επιγραφή για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, όσο και από μια ακόμα, η οποία χρονολογείται με ακρίβεια στην περίοδο +153/ +154 και αναφέρεται στον Φλαούιο Άλκιμο, ιερέα του Απόλλωνα Κορύθου16.
Από τα ευρήματα της ανασκαφής και την ετοιμολογία του επιθέτου Κόρυθος (κόρυς-υθος) που σημαίνει κράνος17, διαπιστώνεται ότι ο Απόλλωνας λατρευόταν με δύο υποστάσεις στην συγκεκριμένη περιοχή, αυτή του πολεμιστή και αυτή του ιατρού18. Η πρώτη επιβεβαιώνεται από πολυάριθμα όπλα, που αφιέρωναν οι πιστοί στον θεό19, καθώς και από τα ειδώλια οπλιτών20. Η δεύτερη πιστοποιείται από τον Παυσανία21 και επιβεβαιώνεται από τον Φ. Βερσάκη22. Ο μελετητής συνδέει -αν και με επιφύλαξη- το δεξί χέρι χάλκινου αγαλματιδίου, που κρατά κεφαλή φιδιού και αποκαλύφθηκε στο πλαίσιο της ανασκαφικής έρευνας, με τη λατρεία του Απόλλωνα Πυθίου ή Ιατρού23.
Στη λατρεία του Απόλλωνα Κορύθου πιθανόν να παραπέμπει το νόμισμα από τις Κολωνίδες, το οποίο δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε δημοπρασία του BCD και εικονίζει στον οπισθότυπό του τον θεό8. Ο Απόλλωνας, όρθιος και γυμνός, εικονίζεται σε τρία τέταρτα προς τα αριστερά, με την κεφαλή του σε τομή προς την ίδια κατεύθυνση. Το αριστερό του χέρι λυγίζει στο ύψος του αγκώνα και στηρίζεται σε κίονα, ο οποίος βρίσκεται δίπλα του. Με το δεξί του χέρι κρατά κλαδί, πιθανότατα δάφνης. Πρόκειται για κοπή του Γέτα, η οποία όμως θα πρέπει να χρονολογηθεί στα χρόνια του πατέρα του Σεπτεμίου Σεβήρου. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί το νεανικό, σχεδόν παιδικό πορτρέτο, που κοσμεί τον εμπροσθότυπο του νομίσματος.
Εξετάζοντας με προσοχή τον οπισθότυπο του χάλκινου νομίσματος παρατηρούμε ότι ο χαράκτης έχει αποδώσει συνοπτικά και χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια μία γυμνή ανδρική μορφή. Η ταυτότητά της προσδιορίζεται μόνο από το σύμβολο που φέρει στο δεξί χέρι, το κλαδί της δάφνης, στο οποίο και θα πρέπει να στραφεί η προσοχή μας. Ωστόσο ο τύπος αυτός δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Παυσανία, ο οποίος κάνει λόγο για ξόανο. Επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν τοπικό αγαλματικό τύπο.
Η προφανής έλλειψη φροντίδας που χαρακτηρίζει τη δουλειά του χαράκτη, μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Μια εύκολη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν ότι πρόκειται για δημιουργία ενός λιγότερο προικισμένου χαράκτη, που εργαζόταν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη, πόλισμα στην ουσία, στα χρόνια των Σεβήρων9. Πρέπει επίσης να τονιστεί η έλλειψη νομισματικής παράδοσης, καθώς οι Κολωνίδες έχουν να κόψουν νομίσματα από την περίοδο -188/ -146 10. Πιο πιθανό επίσης φαίνεται να πρόκειται για δουλειά μιας περιοδεύουσας ομάδας χαρακτών, η οποία εργαζόταν ταχύτατα εξυπηρετώντας τις ανάγκες των μικρών πελοποννησιακών πόλεων που δεν είχαν μόνιμα εγκατεστημένο νομισματοκοπείο11. Η βιασύνη του χαράκτη και η περιορισμένη ακτινοβολία, πολιτική δύναμη και οικονομική ισχύς της πόλης την συγκεκριμένη περίοδο -αλλά και διαχρονικά- θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον κακότεχνο αυτό νομισματικό τύπο του Απόλλωνα. Ωστόσο οι χαράκτες δεν ήταν αυτοί που επέλεγαν ποιος τύπος θα απεικονιστεί στον οπισθότυπο των νομισμάτων. Πίσω από αυτόν υπάρχει λοιπόν μια σκοπιμότητα που συνδέεται με τους τοπικούς άρχοντες και εκφράζει τις ιδιαίτερες θρησκευτικές πεποιθήσεις του τόπου, που αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ιδιαίτερης ταυτότητάς του, η οποία εκφράζεται μέσα από τα νομίσματα12.
Προκειμένου όμως να συνδέσουμε τον τύπο της κοπής των Κολωνίδων με τον Απόλλωνα Κόρυβο, είναι αναγκαία η ανάλυση και η μελέτη της συγκεκριμένη λατρείας. Φως στον τομέα αυτό ρίχνουν τα αρχαιολογικά δεδομένα και τα ευρήματα, που προέρχονται από τη συστηματική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Φ. Βερσάκη13 ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιγραφή, η οποία χρονολογείται στον +2ο αιώνα και επιβεβαίωσε την ταύτιση του συγκεκριμένου ιερού με αυτό του Απόλλωνα Κορύθου14. Η συγκεκριμένη λατρεία έχει τις ρίζες της στην -1η χιλιετία15 και συνεχίστηκε και στην ρωμαϊκή περίοδο. Αυτό προκύπτει τόσο από την αναθηματική επιγραφή για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, όσο και από μια ακόμα, η οποία χρονολογείται με ακρίβεια στην περίοδο +153/ +154 και αναφέρεται στον Φλαούιο Άλκιμο, ιερέα του Απόλλωνα Κορύθου16.
Από τα ευρήματα της ανασκαφής και την ετοιμολογία του επιθέτου Κόρυθος (κόρυς-υθος) που σημαίνει κράνος17, διαπιστώνεται ότι ο Απόλλωνας λατρευόταν με δύο υποστάσεις στην συγκεκριμένη περιοχή, αυτή του πολεμιστή και αυτή του ιατρού18. Η πρώτη επιβεβαιώνεται από πολυάριθμα όπλα, που αφιέρωναν οι πιστοί στον θεό19, καθώς και από τα ειδώλια οπλιτών20. Η δεύτερη πιστοποιείται από τον Παυσανία21 και επιβεβαιώνεται από τον Φ. Βερσάκη22. Ο μελετητής συνδέει -αν και με επιφύλαξη- το δεξί χέρι χάλκινου αγαλματιδίου, που κρατά κεφαλή φιδιού και αποκαλύφθηκε στο πλαίσιο της ανασκαφικής έρευνας, με τη λατρεία του Απόλλωνα Πυθίου ή Ιατρού23.
Άγνωστο παραμένει αν οι δύο διαφορετικές υποστάσεις του θεού συνυπήρχαν ή αν η ιδιότητα του Ιατρού ήταν μεταγενέστερη του πολεμιστή. Πάντως από την ύστερη κλασική περίοδο και μετά η λατρεία θεοτήτων που συνδέονται με τη θεραπεία γίνεται ιδιαιτέρως δημοφιλής24.
Ο τύπος του Απόλλωνα που απαντάται στα χάλκινα νομίσματα της πόλης δεν φαίνεται, αρχικά τουλάχιστον, να συνδέεται με καμία από τις δύο υποστάσεις του. Σίγουρα η γυμνή μορφή του θεού, που στηρίζεται σε κίονα και κρατά κλαδί δάφνης δεν παραπέμπει στον πολεμικό χαρακτήρα της λατρείας του Απόλλωνα Κορύθου. Απομένει λοιπόν να διερευνηθεί ο τύπος του Απόλλωνα Ιατρού. Ο J. Marcade, ο οποίος μελέτησε την συγκεκριμένη λατρεία, τη συνδέει με αυτήν του Απόλλωνος Salutaris, που είναι αντίστοιχη με αυτήν του Απόλλωνος Σωτήρος25. Ο τύπος του Salutaris μαρτυρείται σε κοπές τόσο του νομισματοκοπείου της Ρώμης (επιγραφή: Apollo Salutaris)26, όσο και αυτόνομων επαρχιακών πόλεων, όπως η Απολλωνία του Πόντου (επιγραφή: Απόλλων Ιατρός)27.
Παρά τις παραλλαγές που παρατηρούνται κοινό εικονογραφικό στοιχείο όλων νομισμάτων είναι το σύμβολο που ο θεός φέρει -πάντα- στο δεξί χέρι. Πρόκειται για το κλαδί δάφνης. Το φυτό αυτό, πέρα από σύμβολο του Απόλλωνα, ήταν γνωστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ιατρική28.
Επομένως είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι των Κολωνίδων, μίας πόλης χωρίς νομισματική παράδοση και χωρίς μόνιμα εγκατεστημένο νομισματοκοπείο, επιλέγουν να τοποθετήσουν στον οπισθότυπο των νομισμάτων τους έναν τύπο, που απαντάται και σε άλλες γειτονικές πελοποννησιακές πόλεις, όπως το Άργος, η Ψωφίδα, η Κυπαρίσσια29, που ωστόσο είναι οικείος σε αυτούς, γιατί παραπέμπει σε μία τοπική λατρεία, αυτή του Απόλλωνα Ιατρού. Φαίνεται μάλιστα ότι στην αυτοκρατορική περίοδο η λατρεία αυτή υποσκέλισε εκείνη του θεού πολεμιστή, που είχε τις ρίζες της στην κάθοδο των Δωριέων και είναι ανάλογη του Αμυκλαίου Απόλλωνα30. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται και από τον Παυσανία, ο οποίος επιβεβαιώνει τις θεραπευτικές ιδιότητες του Απόλλωνα Κορύθου, χωρίς να κάνει καθόλου λόγο για τις πολεμικές. Εξάλλου η θέση που επιλέχθηκε για την ανοικοδόμηση του ιερού παραπέμπει σαφώς σε θεραπευτήριο. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί η περίοπτη θέση του, που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και έχει πλούσια βλάστηση και άφθονες πηγές31.
Παρά τις παραλλαγές που παρατηρούνται κοινό εικονογραφικό στοιχείο όλων νομισμάτων είναι το σύμβολο που ο θεός φέρει -πάντα- στο δεξί χέρι. Πρόκειται για το κλαδί δάφνης. Το φυτό αυτό, πέρα από σύμβολο του Απόλλωνα, ήταν γνωστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ιατρική28.
Επομένως είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι των Κολωνίδων, μίας πόλης χωρίς νομισματική παράδοση και χωρίς μόνιμα εγκατεστημένο νομισματοκοπείο, επιλέγουν να τοποθετήσουν στον οπισθότυπο των νομισμάτων τους έναν τύπο, που απαντάται και σε άλλες γειτονικές πελοποννησιακές πόλεις, όπως το Άργος, η Ψωφίδα, η Κυπαρίσσια29, που ωστόσο είναι οικείος σε αυτούς, γιατί παραπέμπει σε μία τοπική λατρεία, αυτή του Απόλλωνα Ιατρού. Φαίνεται μάλιστα ότι στην αυτοκρατορική περίοδο η λατρεία αυτή υποσκέλισε εκείνη του θεού πολεμιστή, που είχε τις ρίζες της στην κάθοδο των Δωριέων και είναι ανάλογη του Αμυκλαίου Απόλλωνα30. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται και από τον Παυσανία, ο οποίος επιβεβαιώνει τις θεραπευτικές ιδιότητες του Απόλλωνα Κορύθου, χωρίς να κάνει καθόλου λόγο για τις πολεμικές. Εξάλλου η θέση που επιλέχθηκε για την ανοικοδόμηση του ιερού παραπέμπει σαφώς σε θεραπευτήριο. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί η περίοπτη θέση του, που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και έχει πλούσια βλάστηση και άφθονες πηγές31.
Τσαγκαλία Χριστίνα
"Εικονογραφικοί τύποι του Απόλλωνα, του Διονύσου και του Ερμή στις Πελοποννησιακές κοπές των Αυτοκρατορικών χρόνων."
1. Για την ίδρυση των Κολωνίδων το -369 ώστε οι Μεσσήνιοι να παρεμποδίσουν την πρόσβαση των Σπαρτιατών στις πόλεις Ασίνη και Μεθώνη, οι οποίες τότε ακόμη τελούσαν υπό σπαρτιατικό έλεγχο, βλ. Ξενοφώντας, Ελληνικά, 7.1.25 κ.ε, όπου γίνεται αναφορά στη σπαρτιατική φρουρά που ήλεγχε την Ασίνη. Shipley D.R., A commentary on Plutarch's life of Agesilaos : response to sources in the presentation of character, (1997), 209. Cartledge (2002), 256. Malkin I., A small Greek World: Networks in the Ancient Mediterranean, (2011), 78 σημ. 51.
2. Valmin M.Ν., Etudes topographiques sur la Messénie ancienne, (1930), 72, εικ. 132.
3. Παυσανίας, 4. 34.7-8: εκ Κορώνης δε ώς όγδοήκοντα σταδίους προελθόντι Άπόλλωνός έστιν ιερόν πρός θαλάσση τιμάς έχον: αρχαιότατόν τε γάρ λόγω τω Μεσσηνίων εστί και νοσήματα ο θεός ιάται, Κόρυνθον δε Απόλλωνα ονομάζουσι, τούτο μεν δή ξόανον, του Άργεώ τα δε χαλκούν έστι το άγαλμα: αναθείναι δε φασι τους εν τη Άργοί πλεύσαντας. τη Κορωναίων δε πόλει έστιν όμορος Κολωνίδες: οι δε ενταύθα ου Μεσσήνιοί φασιν είναι, αλλά εκ της Αττικής αγαγείν σφάς Κόλαινον λέγουσι, Κολαίνω δε κόρυδον την όρνιθα εκ μαντεύματος ες την αποικίαν ηγήσασθαι. έμελλον δε άρα διάλεκτόν τε ανά χρόνον και έθη μεταμαθήσεσθαι τα Δωριέων. κείται δε τό πόλισμα αι Κολωνίδες επί υψηλού, μικρόν απόθαλάσσης. Παπαχατζής, ΠΙ, (1979), 154 κ.ε.
4. Για τη θέση, βλ. Leake (1830), Ι, 443. Puillon Boblaye E., Recherches géographiques sur les ruines de la Morée, (1836), 111. Curtius E., Peloponnesos: eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel, I, (1851-1852), 167. Lazenby J.F. - Simpson R.H., “Greco Roman Times: Literary tradition and topographical Commentary”, oto: Mc Donald W.A. – Rapp G.R. (επιμ.), The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment (1972), 99 σημ. 125, όπου επιπλέον γίνεται αναφορά στη δυνατότητα ύδρευσης της πόλης, λόγω των πλούσιων αποθεμάτων νερού. Cartledge (2002), 166.
5. Η περιγραφή του Παυσανία αναλύεται και από πολλούς ερευνητές. Wernicke K., RE II, (1895), 57, λ. Apollon Korythos. Βερσάκης (1916), 65-66. Για την εγγύτητα του ιερού με τις Κολωνίδες, βλ. και Τod M.Ν., “Notes and Inscriptions from South-Western Messenia”, JHS 25 (1905), 39-40. Foard-Dengate C., The Sanctuaries of Apollo in the Peloponnesos, (1988), 182 κ.ε.
6. Η πόλη κόβει νομίσματα στο πλαίσιο της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Βλ. The Collection of S. Pozzi, Auction Naville I, 14.03.1921, αρ. 4202. BCD (2006), 775.
7. NCP (1886), 72, εικ. Ρ.χ. NCP (1887), 59, εικ. GG.XXI. Bellinger (1949), 103 αρ. 2110 2113. BCD (2006), 776-777.8.
8. BCD (2006), αρ. 776.
9. BCD (2006), 197.
10. The Collection of S. Pozzi, Auction Naville I, 14.03.1921, αρ. 4202. BCD (2006), 775, όπου γίνεται αναφορά σε ένα ακόμα νόμισμα στη συλλογή του Νομισματικού Μουσείου των Αθηνών.
11. Grunauer-von Hoerschelmann (1982-1983), 42.
12. Howgego (2005), 1-17 και κυρίως, 2-4.
13. Βερσάκης (1916), 65-118.
14. Η επιγραφή αυτή βρέθηκε εγχάρακτη σε ιωνικό κίονα και προέρχεται από τον ναό Α:
Φιλοκράτης
Φιλωνίδα
και Τιμοκράτης
Άγαθία Απόλλωνα
Κορύνθω
επί ιερέος Άγάθου(υ)
Φαίνεται μάλιστα ότι τα ονόματα της Τιμοκρατίδας και του Αγαθία, χαράχτηκαν ύστερα από τα υπόλοιπα, μετά την απολάξευση άλλου ονόματος. Λόγω μάλιστα του περιορισμένου χώρου έχουν μικρότερο μέγεθος από τα υπόλοιπα. Ο ιωνικός κίονας, στον οποίο έχει χαραχθεί η επιγραφή, είναι αρχιτεκτονικό μέλος του ναού Α. Για περισσότερες λεπτομέρειες για την επιγραφή, βλ. SEG 11.993. Βερσάκης (1916), 117, εικ. 1, παρένθ. πίν. 7. Διακουμάκου Μ., «Αναθηματική επιγραφή Απόλλωνος Κορύθου», ΗΟΡΟΣ 17-21 (2004 2009), 311-315 εικ. 1-4. Για τη σύνδεση του ιερού με τη λατρεία του Απόλλωνα Κόρυθου, βλ. και την επιγραφή του ύστερου -2ου -πρώιμου -1ου αιώνα, που αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. SEG 11.994. Valmin (1928-1929), 146 αρ. 18c, εικ. 11. Zunino (1997), 151 (Τ41). Lo Monaco (2009), 728 αρ. 2.
15. Βερσάκης (1916), 117. Παρόλο που από τότε δεν έχει γίνει συστηματική μελέτη του υλικού, πολλοί νεότεροι ερευνητές αμφισβητούν μια τόσο πρώιμη χρονολόγηση, που φθάνει ως τους Σκοτεινούς χρόνους. Με βάση τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα θεωρούν πιθανότερη μία αναγωγή των πρωιμότερων κτισμάτων του ιερού στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. βλ. Weickert C., Typen der archaischen Architektur in Griechenland und Kleinasien, (1929), 151-153. Bookidis N., A Study of the Use and Geographical Distribution of Architectural Sculpture in the Archaic Period (Greece, East Greece and Magna Graecia), (1967), 399-403. Luraghi (2002), 50.
16. Φλά (ουιος) Άλκιμος και το ρπδ' έτος 1ιερατεύσας Απολλώνι Κορύθωί εκ των ιδίων το τρίκλεινον κατασκεύασεν και τοις ιερωμένοις. Valmin (1928-1929), 146-147, αρ.19=SEG ΧΙ, (1950), 995. Rizakis A.D κ.ά, Roman Peloponnese, II: Roman Personal Names in their Social Context (Messenia and Laconia), Μελετήματα 36 (2004), 533, MES 188. Baldassara D., “Osservazioni prosopographiche sulle famiglie messenie dalla dinastia Flavia al III secolo d.C.”,oto: Capdetrey L.-Lafond Y., Les Cités et ses élites. Pratiques et representations des formes de domination et de contrôle sociale dans les cites grecques, (2010), 128-129. Pawlak M., “The Flavian Dynasty and the Cities of the Peloponnese (69-96)”, Oto: Ruciński S. Balbuza C.-Krölczyk C. (επιμ.), Studia Lesco Mrozewicz: ab amicis et discipulis dedicata, (2011), 330.
17. Zunino (1997), 168 σημ. 75. Luraghi (2002), 52.
18. Παυσανίας, 4. 34.7. Γενικότερα για τον Απόλλωνα Ιατρό στην αρχαία ελληνική γραμματεία βλ. και Αριστοφάνης, Πλούτος, στιχ. 9-11. Αριστοφάνης, Όρνιθες, στιχ. 584.
19. Πρόκειται για αιχμές από λόγχες, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 24.1-24.4. Για διάφορα τμήματα από λόγχες, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 25. Για μεταλλικού καύμματος ξύλινου δόρατος (στυράκιο), βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 26. Για χάλκινο στυράκιο, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 28. Χάλκινες αιχμές βελών, βλ. Βερσάκης (1916), εικ.29.1-2. Θραύσματα σιδερένιων ξιφών, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 45.1-45.7.
"Εικονογραφικοί τύποι του Απόλλωνα, του Διονύσου και του Ερμή στις Πελοποννησιακές κοπές των Αυτοκρατορικών χρόνων."
1. Για την ίδρυση των Κολωνίδων το -369 ώστε οι Μεσσήνιοι να παρεμποδίσουν την πρόσβαση των Σπαρτιατών στις πόλεις Ασίνη και Μεθώνη, οι οποίες τότε ακόμη τελούσαν υπό σπαρτιατικό έλεγχο, βλ. Ξενοφώντας, Ελληνικά, 7.1.25 κ.ε, όπου γίνεται αναφορά στη σπαρτιατική φρουρά που ήλεγχε την Ασίνη. Shipley D.R., A commentary on Plutarch's life of Agesilaos : response to sources in the presentation of character, (1997), 209. Cartledge (2002), 256. Malkin I., A small Greek World: Networks in the Ancient Mediterranean, (2011), 78 σημ. 51.
2. Valmin M.Ν., Etudes topographiques sur la Messénie ancienne, (1930), 72, εικ. 132.
3. Παυσανίας, 4. 34.7-8: εκ Κορώνης δε ώς όγδοήκοντα σταδίους προελθόντι Άπόλλωνός έστιν ιερόν πρός θαλάσση τιμάς έχον: αρχαιότατόν τε γάρ λόγω τω Μεσσηνίων εστί και νοσήματα ο θεός ιάται, Κόρυνθον δε Απόλλωνα ονομάζουσι, τούτο μεν δή ξόανον, του Άργεώ τα δε χαλκούν έστι το άγαλμα: αναθείναι δε φασι τους εν τη Άργοί πλεύσαντας. τη Κορωναίων δε πόλει έστιν όμορος Κολωνίδες: οι δε ενταύθα ου Μεσσήνιοί φασιν είναι, αλλά εκ της Αττικής αγαγείν σφάς Κόλαινον λέγουσι, Κολαίνω δε κόρυδον την όρνιθα εκ μαντεύματος ες την αποικίαν ηγήσασθαι. έμελλον δε άρα διάλεκτόν τε ανά χρόνον και έθη μεταμαθήσεσθαι τα Δωριέων. κείται δε τό πόλισμα αι Κολωνίδες επί υψηλού, μικρόν απόθαλάσσης. Παπαχατζής, ΠΙ, (1979), 154 κ.ε.
4. Για τη θέση, βλ. Leake (1830), Ι, 443. Puillon Boblaye E., Recherches géographiques sur les ruines de la Morée, (1836), 111. Curtius E., Peloponnesos: eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel, I, (1851-1852), 167. Lazenby J.F. - Simpson R.H., “Greco Roman Times: Literary tradition and topographical Commentary”, oto: Mc Donald W.A. – Rapp G.R. (επιμ.), The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment (1972), 99 σημ. 125, όπου επιπλέον γίνεται αναφορά στη δυνατότητα ύδρευσης της πόλης, λόγω των πλούσιων αποθεμάτων νερού. Cartledge (2002), 166.
5. Η περιγραφή του Παυσανία αναλύεται και από πολλούς ερευνητές. Wernicke K., RE II, (1895), 57, λ. Apollon Korythos. Βερσάκης (1916), 65-66. Για την εγγύτητα του ιερού με τις Κολωνίδες, βλ. και Τod M.Ν., “Notes and Inscriptions from South-Western Messenia”, JHS 25 (1905), 39-40. Foard-Dengate C., The Sanctuaries of Apollo in the Peloponnesos, (1988), 182 κ.ε.
6. Η πόλη κόβει νομίσματα στο πλαίσιο της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Βλ. The Collection of S. Pozzi, Auction Naville I, 14.03.1921, αρ. 4202. BCD (2006), 775.
7. NCP (1886), 72, εικ. Ρ.χ. NCP (1887), 59, εικ. GG.XXI. Bellinger (1949), 103 αρ. 2110 2113. BCD (2006), 776-777.8.
8. BCD (2006), αρ. 776.
9. BCD (2006), 197.
10. The Collection of S. Pozzi, Auction Naville I, 14.03.1921, αρ. 4202. BCD (2006), 775, όπου γίνεται αναφορά σε ένα ακόμα νόμισμα στη συλλογή του Νομισματικού Μουσείου των Αθηνών.
11. Grunauer-von Hoerschelmann (1982-1983), 42.
12. Howgego (2005), 1-17 και κυρίως, 2-4.
13. Βερσάκης (1916), 65-118.
14. Η επιγραφή αυτή βρέθηκε εγχάρακτη σε ιωνικό κίονα και προέρχεται από τον ναό Α:
Φιλοκράτης
Φιλωνίδα
και Τιμοκράτης
Άγαθία Απόλλωνα
Κορύνθω
επί ιερέος Άγάθου(υ)
Φαίνεται μάλιστα ότι τα ονόματα της Τιμοκρατίδας και του Αγαθία, χαράχτηκαν ύστερα από τα υπόλοιπα, μετά την απολάξευση άλλου ονόματος. Λόγω μάλιστα του περιορισμένου χώρου έχουν μικρότερο μέγεθος από τα υπόλοιπα. Ο ιωνικός κίονας, στον οποίο έχει χαραχθεί η επιγραφή, είναι αρχιτεκτονικό μέλος του ναού Α. Για περισσότερες λεπτομέρειες για την επιγραφή, βλ. SEG 11.993. Βερσάκης (1916), 117, εικ. 1, παρένθ. πίν. 7. Διακουμάκου Μ., «Αναθηματική επιγραφή Απόλλωνος Κορύθου», ΗΟΡΟΣ 17-21 (2004 2009), 311-315 εικ. 1-4. Για τη σύνδεση του ιερού με τη λατρεία του Απόλλωνα Κόρυθου, βλ. και την επιγραφή του ύστερου -2ου -πρώιμου -1ου αιώνα, που αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. SEG 11.994. Valmin (1928-1929), 146 αρ. 18c, εικ. 11. Zunino (1997), 151 (Τ41). Lo Monaco (2009), 728 αρ. 2.
15. Βερσάκης (1916), 117. Παρόλο που από τότε δεν έχει γίνει συστηματική μελέτη του υλικού, πολλοί νεότεροι ερευνητές αμφισβητούν μια τόσο πρώιμη χρονολόγηση, που φθάνει ως τους Σκοτεινούς χρόνους. Με βάση τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα θεωρούν πιθανότερη μία αναγωγή των πρωιμότερων κτισμάτων του ιερού στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. βλ. Weickert C., Typen der archaischen Architektur in Griechenland und Kleinasien, (1929), 151-153. Bookidis N., A Study of the Use and Geographical Distribution of Architectural Sculpture in the Archaic Period (Greece, East Greece and Magna Graecia), (1967), 399-403. Luraghi (2002), 50.
16. Φλά (ουιος) Άλκιμος και το ρπδ' έτος 1ιερατεύσας Απολλώνι Κορύθωί εκ των ιδίων το τρίκλεινον κατασκεύασεν και τοις ιερωμένοις. Valmin (1928-1929), 146-147, αρ.19=SEG ΧΙ, (1950), 995. Rizakis A.D κ.ά, Roman Peloponnese, II: Roman Personal Names in their Social Context (Messenia and Laconia), Μελετήματα 36 (2004), 533, MES 188. Baldassara D., “Osservazioni prosopographiche sulle famiglie messenie dalla dinastia Flavia al III secolo d.C.”,oto: Capdetrey L.-Lafond Y., Les Cités et ses élites. Pratiques et representations des formes de domination et de contrôle sociale dans les cites grecques, (2010), 128-129. Pawlak M., “The Flavian Dynasty and the Cities of the Peloponnese (69-96)”, Oto: Ruciński S. Balbuza C.-Krölczyk C. (επιμ.), Studia Lesco Mrozewicz: ab amicis et discipulis dedicata, (2011), 330.
17. Zunino (1997), 168 σημ. 75. Luraghi (2002), 52.
18. Παυσανίας, 4. 34.7. Γενικότερα για τον Απόλλωνα Ιατρό στην αρχαία ελληνική γραμματεία βλ. και Αριστοφάνης, Πλούτος, στιχ. 9-11. Αριστοφάνης, Όρνιθες, στιχ. 584.
19. Πρόκειται για αιχμές από λόγχες, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 24.1-24.4. Για διάφορα τμήματα από λόγχες, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 25. Για μεταλλικού καύμματος ξύλινου δόρατος (στυράκιο), βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 26. Για χάλκινο στυράκιο, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 28. Χάλκινες αιχμές βελών, βλ. Βερσάκης (1916), εικ.29.1-2. Θραύσματα σιδερένιων ξιφών, βλ. Βερσάκης (1916), εικ. 45.1-45.7.
20. Βερσάκης (1916), πίν. Α. Η λατρεία του Απόλλωνα ως πολεμιστή μαρτυρείται και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Απόλλωνα Αμυκλαίου στη γειτονική Σπάρτη βλ. στο αντίστοιχο κεφάλαιο για την Σπάρτη, σ.148-157. Ανάλογη λατρεία πιστοποιείται και στη Μητρόπολη της Θεσσαλίας, βλ. Intzesiloglou C., “Α newly discovered Archaic bronze statue from Metropolis (Thessaly)”, oto: Mattusch C–Brauer A.-Knudsen S.E., From the parts to the whole: Volume 1. Acta of the 13th International Bronze Congress held at Cambridge, Massachusettes, May 28-June 1, 1996, JRA Suppl. 39 (2000), 65-68, εικ. 2-5.
21. Παυσανίας, 4. 34.7: αρχαιότατόν τε γάρ λόγω τω Μεσσηνίων εστι και νοσήματα ο θεός Γάται, Κόρυνθον δε Απόλλωνα ονομάζουσι.
22. Βερσάκης (1916), 113, 116, 118.
23. Βερσάκης (1916), 113 αρ.72, εικ.59.1.
24. Ο Ν. Luraghi πάντως υποστηρίζει ότι η λατρεία του Απόλλωνα ως θεραπευτή ήταν υστερότερη. Καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό βασιζόμενος στη λατρεία του Απόλλωνα Υπερτελεάτα στη Νότια Λακωνία που υποκαταστάθηκε από αυτήν του Ασκληπιού. Για την λατρεία του Υπερτελεάτα βλ. Παυσανίας, 3. 22.10. Luraghi (2002), 52 σημ. 31. Lo Monaco (2009), 619-632.
25. Marcade (1969), 171.
26. Για την κοπή του Καρακάλλα, βλ. Overbeck J., Griechische Kunstmythologie, ΙΠΙ. 5, Apollon, 58, 228. Επίσης βλ. κοπή του Τριβωνιανού Γάλλου (251-253 μ.X.): RIC, IV.3,αρ. 5, 19, 32, 103-104b. Βολουσιανός (251-253): RIC, V.3, αρ. 188, 247-248b. Αιμιλιανός (253): RIC, V.3, αρ. 27. Βαλεριανός (253-260): RIC, V.1, αρ. 76.
27. Κοπές της Απολλωνίας του Πόντου, που χρονολογούνται τον -2° και τον -1° αιώνα. Στον οπισθότυπό τους εικονίζεται ο Απόλλωνας γυμνός, ο οποίος κρατά στο δεξί χέρι επίμηκες κλαδί δάφνης και στο αριστερό βέλος και τόξο. Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή ΑΠΟΛΛOΝΩΣ ΙΑΤΡΟΥ. Ο τύπος αυτός συνδυάζει τον πολεμικό χαρακτήρα του θεού με εκείνον του θεραπευτή. Ο L. Lacroix μάλιστα συνδέει τον τύπο που απαντάται στις ελληνιστικές κοπές της πόλης με το κολοσσιαίο έργο που φιλοτέχνησε ο Κάλαμις, βασιζόμενος στη μαρτυρία των πηγών, που όχι μόνο περιγράφουν το έργο, αλλά εξιστορούν και τη μεταφορά του στη Ρώμη από τον Λούκουλλο, βλ. Στράβων, Γεωγραφία, 7. 6. 1 (319). Πλίνιος, NH, 34.39. Για την ταύτιση του τύπου με το έργο του Καλάμιδος βλ. Lacroix (1949), 248-249, πίν. ΧΧ.8-9. Για νομίσματα του ίδιου τύπου χωρίς την επιγραφή ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ βλ. Lacroix (1949), πίν. ΧΧ.6, 7, 10. Για το σχολιασμό της επιγραφής ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ, βλ. Lambros M., “Monnaies portant les inscriptions ΔΙΟΣ ΛΙΤΑΙOY et ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ”, BCH 2 (1878), 508-510, πίν. ΧΧΙV.2. Για την λατρεία του Απόλλωνα Ιατρού στην Απολλωνία και την ευρύτερη περιοχή, βλ. Ystinova Y., “Apollo Iatros: a Greek God of Pontic Origin”, στο: Stahler K.-Gudrian G. (επιμ.), Die Griechen und ihre Nachbarn am Nordrand des Schwarzen Meers. Beiträge des Internationalen archäologischen Kolloquiums, Münster 2001, Eikon 9 (2009), 245-298.
28. Ο Διοσκουρίδης και ο Θεόφραστος (περι φυτών, 6.4.1), αναφέρονται στη φαρμακευτική δράση του φυτού, στις μαλακτικές και θερμαντικές του ιδιότητες, στη χρήση του ως φαρμακευτικού αφεψήματος, ως καταπραϋντικού των πληγών και των φλεγμονών. Επιπλέον το δαφνέλαιο αποτελεί βασικό αντισηπτικό και απολυμαντικό έλαιο εξαιτίας της σινεόλης που περιέχει.
29. Συνοπτικά, βλ. παρακάτω σ.329-330.
30. Βερσάκης (1916), 118. Luraghi (2002), 52. Βλ. και στο κεφάλαιο για τον Απόλλωνα Αμυκλαίο, σ.130-138.
31. Βερσάκης (1916), 118.
21. Παυσανίας, 4. 34.7: αρχαιότατόν τε γάρ λόγω τω Μεσσηνίων εστι και νοσήματα ο θεός Γάται, Κόρυνθον δε Απόλλωνα ονομάζουσι.
22. Βερσάκης (1916), 113, 116, 118.
23. Βερσάκης (1916), 113 αρ.72, εικ.59.1.
24. Ο Ν. Luraghi πάντως υποστηρίζει ότι η λατρεία του Απόλλωνα ως θεραπευτή ήταν υστερότερη. Καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό βασιζόμενος στη λατρεία του Απόλλωνα Υπερτελεάτα στη Νότια Λακωνία που υποκαταστάθηκε από αυτήν του Ασκληπιού. Για την λατρεία του Υπερτελεάτα βλ. Παυσανίας, 3. 22.10. Luraghi (2002), 52 σημ. 31. Lo Monaco (2009), 619-632.
25. Marcade (1969), 171.
26. Για την κοπή του Καρακάλλα, βλ. Overbeck J., Griechische Kunstmythologie, ΙΠΙ. 5, Apollon, 58, 228. Επίσης βλ. κοπή του Τριβωνιανού Γάλλου (251-253 μ.X.): RIC, IV.3,αρ. 5, 19, 32, 103-104b. Βολουσιανός (251-253): RIC, V.3, αρ. 188, 247-248b. Αιμιλιανός (253): RIC, V.3, αρ. 27. Βαλεριανός (253-260): RIC, V.1, αρ. 76.
27. Κοπές της Απολλωνίας του Πόντου, που χρονολογούνται τον -2° και τον -1° αιώνα. Στον οπισθότυπό τους εικονίζεται ο Απόλλωνας γυμνός, ο οποίος κρατά στο δεξί χέρι επίμηκες κλαδί δάφνης και στο αριστερό βέλος και τόξο. Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή ΑΠΟΛΛOΝΩΣ ΙΑΤΡΟΥ. Ο τύπος αυτός συνδυάζει τον πολεμικό χαρακτήρα του θεού με εκείνον του θεραπευτή. Ο L. Lacroix μάλιστα συνδέει τον τύπο που απαντάται στις ελληνιστικές κοπές της πόλης με το κολοσσιαίο έργο που φιλοτέχνησε ο Κάλαμις, βασιζόμενος στη μαρτυρία των πηγών, που όχι μόνο περιγράφουν το έργο, αλλά εξιστορούν και τη μεταφορά του στη Ρώμη από τον Λούκουλλο, βλ. Στράβων, Γεωγραφία, 7. 6. 1 (319). Πλίνιος, NH, 34.39. Για την ταύτιση του τύπου με το έργο του Καλάμιδος βλ. Lacroix (1949), 248-249, πίν. ΧΧ.8-9. Για νομίσματα του ίδιου τύπου χωρίς την επιγραφή ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ βλ. Lacroix (1949), πίν. ΧΧ.6, 7, 10. Για το σχολιασμό της επιγραφής ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ, βλ. Lambros M., “Monnaies portant les inscriptions ΔΙΟΣ ΛΙΤΑΙOY et ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΙΑΤΡΟΥ”, BCH 2 (1878), 508-510, πίν. ΧΧΙV.2. Για την λατρεία του Απόλλωνα Ιατρού στην Απολλωνία και την ευρύτερη περιοχή, βλ. Ystinova Y., “Apollo Iatros: a Greek God of Pontic Origin”, στο: Stahler K.-Gudrian G. (επιμ.), Die Griechen und ihre Nachbarn am Nordrand des Schwarzen Meers. Beiträge des Internationalen archäologischen Kolloquiums, Münster 2001, Eikon 9 (2009), 245-298.
28. Ο Διοσκουρίδης και ο Θεόφραστος (περι φυτών, 6.4.1), αναφέρονται στη φαρμακευτική δράση του φυτού, στις μαλακτικές και θερμαντικές του ιδιότητες, στη χρήση του ως φαρμακευτικού αφεψήματος, ως καταπραϋντικού των πληγών και των φλεγμονών. Επιπλέον το δαφνέλαιο αποτελεί βασικό αντισηπτικό και απολυμαντικό έλαιο εξαιτίας της σινεόλης που περιέχει.
29. Συνοπτικά, βλ. παρακάτω σ.329-330.
30. Βερσάκης (1916), 118. Luraghi (2002), 52. Βλ. και στο κεφάλαιο για τον Απόλλωνα Αμυκλαίο, σ.130-138.
31. Βερσάκης (1916), 118.