Ο Νικόλαος Γιαλούρης
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1918. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα, όπου στη συνέχεια σπούδασε Αρχαιολογία. Απέκτησε ευρύτατη κλασική παιδεία και παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Βασιλείας, της Ζυρίχης και της Γενεύης, οι οποίες του προσέφεραν την στέρεη επιστημονική υποδομή, απαραίτητη για τη συνολική θεώρηση της έννοιας του Κλασικού, που τον ενδιέφερε διαχρονικά. Ανακηρύχτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Βασιλείας το 1949.
Από το 1951 υπηρέτησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία από διάφορες θέσεις, συνδέοντας την υπαλληλική του σταδιοδρομία με την άνθιση της ελληνικής αρχαιολογίας. Μέσα στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια τοποθετήθηκε στην Αρχαία Ολυμπία, όπου ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα. Οργάνωσε Μουσεία στην Ηλεία, την Αχαΐα αλλά και τη Μεσσηνία, προετοίμασε και επέβλεψε την κατασκευή αλλά και τη μουσειολογική– μουσειογραφική έκθεση των αρχαιοτήτων του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου της Ολυμπίας. Διεξήγε δεκάδες ανασκαφών σε ολόκληρη τη Δυτική Πελοπόννησο, προσφέροντας πολύτιμες γνώσεις για την αρχαιολογία της περιοχής. Έργο ζωής του υπήρξε η συστηματική ανασκαφή της αρχαίας Ήλιδας, της οργανώτριας πόλης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο Νίκος Γιαλούρης ανέλαβε κρίσιμες θέσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία με επιστέγασμα την ανάληψη των καθηκόντων του Γενικού Επιθεωρητή Αρχαιοτήτων. Πνεύμα ευρύ, ανήσυχο και πρωτοπόρο οργάνωσε μεγάλες εκθέσεις ελληνικών αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, ενώ εισήγαγε και θεμελίωσε την ενάλια αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα. Πολυγραφότατος και με βαθιά γνώση του Κλασικού Πολιτισμού ασχολήθηκε τόσο με τη συστηματική δημοσίευση των ανασκαφικών του πορισμάτων, τη διδασκαλία σε Πανεπιστήμια της ημεδαπής και της αλλοδαπής, όσο και με θέματα που άπτονται της Διαχρονικής Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και της Αρχαίας Ελληνικής Γλυπτικής. Ο Νικόλαος Γιαλούρης απεβίωσε στις 24/11/2011
Ανασκαφή στις Μπάμπες Μακρυσίων 1954
Εις την περιοχήν Μακρυσίων και επί του υπερκειμένου οροπεδίου Μπάμπες συνεπληρώθη η κατά το παρελθόν έτος αρξαμένη ανασκαφή δωρικού ναΐσκου εν παραστάσι (8.36X 4.55) εκ κογχυλιάτου λίθου, ανήκοντος εις τας αρχάς του -5ου αι. (εικ.1).
Ο ναΐσκος ούτος, κείμενος επί του λοφίσκου Αρνοκατάραχον, του υψηλότερου του οροπεδίου, ήτο αφιερωμένος εις τον Δία, ως επιτρέπει να συμπεράνωμεν η επί τεμαχίου ασβεστόλιθου εντός του σηκού ευρεθείσα επιγραφή TODIOS.
Προσπάθειαι ανευρέσεως του βωμού ή αποθέτου έμειναν άνευ αποτελέσματος, αντ’ αυτού όμως χαμηλότερον του λόφου και ΒΑ. αυτού ανεσκάφη μέρος συγκροτήματος ιδιωτικών κατοικιών ευρισκομένων επί κατωφερείας και απετελουσών τμήμα ολοκλήρου πόλεως (είκ.2), της οποίας άλλα συγκροτήματα οικιών επεσήμανα εις τρεις ετέρας θέσεις, ουχί πολύ μακράν των πρώτων.
Η περί ης ο λόγος πόλις ανήκει εις το β' ήμισυ του 5ου αιώνος, πρέπει όμως να υφίστατο και εις παλαιοτέραν εποχήν, διότι είς την αυτήν θέσιν ευρέθησαν αγγεία από της πρωίμου μέχρι της υστέρας αρχαϊκής εποχής, κατολισθήσαντα ασφαλώς εκ των υψηλοτέρων μερών της πλαγιάς, όπου δεν ανέσκαψα.
Η ανασκαφή της ως άνω πόλεως ευρίσκεται εντελώς εις την αρχήν αυτής.
Είς την εικόνα 2 διακρίνεται ο τοίχος, κατά μήκος του οποίου διήρχετο κεντρική οδός, εσωτερικώς δε είναι ούτος υποδιηρημένος διά τοιχίων εις κανονικά τετράγωνα δωμάτια.
Έκ τhς τοπογραφικής ερεύνης της επαρχίας Ολυμπίας την οποίαν ήρχισα, κατέστη δυνατή η επισήμανσις πολλών μεμονωμένων κτηρίων, συγκροτημάτων κτηρίων, τειχών και τάφων εις πλείστας θέσεις των περιοχών Ανδριτσαίνης, Κρεσταίνων, Ολυμπίας (παρά το χωρίον Φλώκα), Πλατάνου, Πύργου, Σμύλα κλπ. Ωσαύτως παρουσιάζονται ερείπια κτηρίου κλασσικού παρά την θέσιν Φρύο εις το μέσον της οδού Ζάχας - Ανδριτσαίνης. Η εργασία όμως αύτη, προσφάτως αρξαμένη, απαιτεί ακόμη μακράν εργασίαν, ινα δυνηθή να δώση πλήρη εικόνα των σωζομένων αρχαιοτήτων.
Επίσης εξόδοις της Αρχαιολογικής Εταιρείας εγένετο, διά του τεχνίτου Τριαντάφυλλου Κοντογιώργη, εργασία καθαρισμού, ταυτισμού και συγκολλήσεως των ευρημάτων εκ των προ δυο ετών περίπου γενομένων ανασκαφών εις δυο υστερομυκηναϊκούς θαλαμοειδείς τάφους και εις αποθέτην ιερού παρά τον Αλφειόν. Εντός του αποθέτου (σχήματος περίπου τετραγώνου, μήκους πλευράς 9.50 και βάθους 0.75μ.), κειμένου τρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικώς της Ολυμπίας και επί της αριστεράς όχθης του Αλφειού εις την θέσιν Καμπούλη, ευρέθη πλήθος μικρών αγγείων εγχωρίου κατασκευής κρατηρίσκων, άμφορίσκων, λυκηθίων, μικρών υδριών κά.,ως και αττικών μελανόμορφων και ερυθρόμορφων, κυρίως ληκύθων, εξ ων μία είναι του ζωγράφου Bowdin (εικ.3). Ομοίως μέγας αριθμός μελαμβαφών ληκύθων του τύπου των «ηλειακών» (εικ.4), πήλινων αγαλματίων και προτομών αρχαϊκής και κλασσικής εποχής μέτριου μεγέθους, δυστυχώς πολύ κατεστραμμένων, ως φαίνεται επίσης εγχωρίου κατασκευής (εικ.5- 6). Όλαι αί προτομαί παριστούν άνευ εξαιρέσεως γυναικείας μορφάς φερούσας πόλον επί της κεφαλής αί μεγαλυτέρων διαστάσεων (ύψ. 0.21μ.) έχουν τούς βραχίονας κεκαμμένους επί του στήθους. Μερικά πήλινα θραύσματα ανήκουν ασφαλώς εις αγάλματα ολίγον μικρότερα του φυσικού μεγέθους.
Άξιον ιδιαιτέρας μνείας είναι το πήλινον αρχαϊκόν ανάγλυφον της είκόνος 7 έκ του αυτού αποθέτου προερχόμενου, διαστάσεων 0 193x 0.09, παριστών κατακεκλιμένην ανδρικήν μορφήν με φιάλην εις την αριστεράν και λύραν είς το βάθος του ανάγλυφου. Τα έργα ταύτα πλαστικής εκ πηλού, γνωστά και εξ άλλων σημείων της Ηλείας, είναι κατά το μέγιστον μέρος εντόπιας κατασκευής, η δε ποιότης της εργασίας αυτών είναι εξαίρετος, δεικνύοντα αξιόλογον δραστηριότητα καλλιτεχνικήν της περιοχής, περί της οποίας θα πραγματευθώμεν προσεχώς.
Προς τούτοις ευρέθησαν εις τον ίδιον αποθέτην ικανός αριθμός χαλκών ενωτίων οφιοειδούς σχήματος και ψέλλια χαλκά. Το γεγονός ότι όλαι αι πήλιναι προτομαί παριστούν γυναικείαν μορφήν, προς δε ότι ψέλλια και ενώτια ευρέθησαν μετ’ αυτών, μας άγει εις το συμπέρασμα ότι ο αποθέτης ούτος ανήκεν εις ιερόν γυναικείας θεότητος. Η απουσία παντός ανδρικού αφιερώματος ή ανδρικής παραστάσεως, εκτός του πήλινου αναγλύφου παριστώντος πιθανώς ηρώα, είναι χαρακτηριστική. Τέλος ο τεράστιος αριθμός μικροσκοπικών αγγείων ενισχύει το συμπέρασμα τούτο, διότι τοιαύτα αγγεία εις μικρογραφίαν είναι συνήθη αφιερώματα συνδεόμενα μετά λατρείας γυναικείας θεότητος, ως φιλικώς μου υπέδειξεν ο Διευθυντής της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής κ. J. Caskey· πρβλ. Caskey- Amandry, Investigationsat the Heraion of Argos 1949: Hesperia 21 (1952) σελ.212, πίνακες 52-59, τα ευρήματα του εις Ηραίον του Άργους αποκαλυφθέντος αποθέτου έχουν μεγάλας αναλογίας προς τα ημέτερα πρβλ. και J.Μ. Cook, Laconia: ABSA XLV (1950) σελ.273 κ.έ. πίν.27.
Του ιερού τούτου δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθή η ακριβής θέσις, λόγω εξαντλήσεως της μικράς σχετικής πιστώσεως, μολονότι αρκετά ερείπια καλής εποχής είναι ορατά εις μικράν ακτίνα πέριξ του αποθέτου. Εις τούτον συνεσωρεύθησαν αφιερώματα, ως εκ τών ευρημάτων καταφαίνεται, από των μέσων του 6ου μέχρι και του 4ου αιώνος, οπότε ούτος εκαλύφθη και εγκατελείφθη.
Έκ των πολυπληθών ευρημάτων των δυο υστερομυκηναϊκών θαλαμοειδών μετά δρόμου τάφων, κειμένων τέσσαρα χιλιόμετρα μακράν της Ολυμπίας, πέραν του ως άνω αποθέτου και επί της αριστεράς όχθης του Αλφειού πλησίον του χωρίου Μακρύσια (πβλ. BCH 78 [1954] σελ.128 κ.έ. εικ.29-31), άξια μνείας είναι
α) ψήφοι έξ υαλομάζης, ανήκουσαι εις περιδέραιον, έχουσαι την έκ ροδάκων διακόσμησιν αυτών έντυπον, διαστάσεων 0.028x 0.01 (είκ.8),
β) τρεις μεγάλοι τρίωτοι αμφορείς μέσου ύψους 0.50 (εικ.9-11), ευρεθέντες μετά των καλυμμάτων αυτών, τα οποία είναι το κάτω τμήμα ποδός κύλικος αχρηστευθείσης και
γ) τρία θραύσματα κρατήρος (εικ.12) εκ του δρόμου του δευτέρου τάφου, κεκοσμημένα δι’ ελίκων και κερασφόρων ζώων. Εκτός τούτων σημαντικός είναι ο αριθμός των ψευδοστόμων αμφορέων, αλαβαστροειδών αγγείων, τριώτων και διώτων αμφορέων και αμφορίσκων, κρατηρίσκων, κυάθων μετά και άνευ προχοής.
Τέλος άξιον μνείας είναι ασκοειδές αγγείον μετ’ ιδιορρύθμου ακτινωτής διακοσμήσεως. Ο υπ’ άριθ. εικ. 13 μυκηναϊκός αμφορεύς είναι αγνώστου προελεύσεως, παρουσίασε δέ την επ’ αυτού διακόσμησιν μετά τον καθαρισμόν του υπό του αυτού ως άνω τεχνίτου. Τα ευρήματα ταύτα, ανήκοντα εις την υστερομυκηναϊκήν IIIb-c εποχήν, είναι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, διότι είναι τα πρώτα μυκηναϊκών τάφων αποκαλυπτομένων τόσον πλησίον της Ολυμπίας, της θέσεως του εις τους τάφους αυτούς ανήκοντος συνοικισμού προσδιορισθείσης επίσης, και πληρούν εν σημαντικόν κενόν εις τας γνώσεις μας περί των προϊστορικών φάσεων της περιοχής της Ολυμπίας. Ίσως η απουσία μυκηναϊκών ευρημάτων εκ του ιερού της Ολυμπίας είναι απλή σύμπτωσις, τα δε ευρεθέντα κατά τας εν αυτώ ανασκαφάς δύο μυκηναϊκά όστρακα δεν είναι τυχαία, ως μέχρι προ τίνος επιστεύετο.
Τα νέα ευρήματα τόσον πλησίον της Ολυμπίας μας υποχρεώνουν να επανεξετάσωμεν την επικρατούσαν χρονολόγησιν του ιερού εις την εποχήν της Δωρικής καθόδου και πιθανώτατα η εκτέλεσις ανασκαφών εις βαθύτερα στρώματα του ιερού θέλει επιβεβαιώσει τούτο. Η μυθολογική παράδοσις περί του ιερού παρέχει σαφείς ενδείξεις περί παλαιοτέρων της Δωρικής καθόδου φάσεων αυτού, άλλωστε έχει πολλαπλώς παρατηρηθή ότι εις τας θέσεις όπου υπάρχει μυθική παράδοσις σχετική προς την μυκηναϊκήν εποχήν εκεί αι ανασκαφαί απέδοσαν και ευρήματα της αυτής περιόδου.
Άξιον σημειώσεως είναι οτι πολλά των αγγείων τούτων είναι σαφώς εντόπιας παραγωγής, ως δεικνύει ο πηλός και η διακόσμησίς των. Ταύτα, ως και άλλα ευρήματα της περιοχής, φανερώνουν αξιόλογον άνθησιν και δραστηριότητα καλλιτεχνικήν εντοπίαν, ανεξάρτητον εν μέρει των άλλων μυκηναϊκών κέντρων, την οποίαν δυνάμεθα ήδη να παρακολουθήσωμεν από της πρωίμου μυκηναϊκής εποχής μέχρι και της ιστορικής άνευ διακοπής, ως θα εκθέσωμεν είς την προσεχή εκτενή δημοσίευσιν των ως άνω ανασκαφών.
Ανασκαφή στις Μπάμπες Μακρυσίων 1955
Aι κατά τό παρελθόν έτος εις Μπόμπες Μακρυσίων έρευναι, καθ’ας απεκαλύφθη τμήμα της κλασσικής πόλεως, συνεχίσθησαν και εφέτος δι’ όλίγας ημέρας, υπολειπομένων μικρών είσέτι σκαφικών ερευνών προς συμπλήρωσιν της σχετικής οριστικής μελέτης ως προς το ανασκαφέν τούτο τμήμα. (Τα ευρήματα έκ των ανασκαφών του παρελθόντος έτους συνεκολλήθησαν και εφωτογραφήθησαν).
Εκτός των ανευρεθέντων κατά το παρελθόν έτος πήλινων τεμαχίων με έντυπον διακόσμησιν εξ ιππέων και ροδάκων του τέλους του -7ου αι., εύρον εις την αποθήκην του Μουσείου Ολυμπίας έτερα δυο τεμάχια άνευ ενδείξεως προελεύσεως, προσαρμοζόμενα εις τα πρώτα, ομοίως δε έτερα δυο εις την αποθήκην του Μουσείου Πατρών, προερχόμενα εκ κατασχέσεως. Τα εξ ταύτα θραύσματα, προσαρμοζόμενα μεταξύ των, συνεκολλήθησαν (εικ. α) και έδειξαν ότι ανήκουν εις πόδα μεγάλου αγγείου ή περιρραντηρίου. Η διακόσμησις του σωζομένου τμήματος είναι εναλλασσόμεναι επάλληλοι ζώναι εξ ιππέων και ροδάκων. Διά της ταυτίσεως ταύτης βεβαιούμεθα οριστικώς περί της προελεύσεως και των νέων τούτων τεμαχίων.
Το εύρημα τούτο του ποδός αγγείου ή περιρραντηρίου, του τέλους του -7ου αιώνος, επίπλέον δε αρκεταί αρχαϊκαί κύλικες, κιονόκρανα αρχαϊκά, χαλκά ειδώλια μεταξύ των οποίων τινά γεωμετρικά, ως και θραύσματα έκ λίθινων αγαλμάτων αρχαϊκών, άπαντα ευρεθέντα είς τον αυτόν ως άνω χώρον, δεικνύουν πόσον μέγα ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκαλυφθείσα αύτη πόλις, ήτις, ως διά των ανωτέρω καθίσταται καταφανές, είναι πολύ παλαιοτέρα του 5ου αιώνος. Ένεκα τούτου είναι αναγκαία η συνέχισις τής ερεύνης εκεί.
Η κατά το παρελθόν έτος αρξαμένη τοπογραφική έρευνα συνεχίσθη και κατά το τρέχον· έκ της νέας ταύτης άξια μνείας είναι τα ακόλουθα:
Παρά το χωρίον Διάσελλα της αυτής Επαρχίας ευρέθη τάφος υστερομυκηναϊκός θαλαμοειδής αποκαλυφθείς προ ετών υπό των χωρικών. Έξ αυτού περισυνέλεξα τα έν τη εικόνα β αγγεία· ούτος δεν φαίνεται να έχη ερευνηθή βαθύτερον υπό των χωρικών, ένεκα δε τούτου επιβάλλεται η έρευνα αυτού. Πλησίον του τάφου τούτου υπάρχει και έτερος, άθικτος ως φαίνεται.
Παρά το χωρίον Βρεστός, μεταξύ Ζάχας και Ανδριτσαίνης, σώζεται άγνωστος μέχρι τούδε αρχαία πόλις μετά πολλών ερειπίων κτηρίων και τειχών, πολλά δε είναι τα κατεσπαρμένα εκεί κινητά ευρήματα πήλινα και λίθινα, εξ ών τινά μετεφέρθησαν εις το Μουσείον της Ολυμπίας.
Έτερα κτήρια καλής εργασίας κλασσικών χρόνων ευρίσκονται παρά το χωρίον Μούντριζα, καταλαμβάνοντα μεγάλην έκτασιν, ώστε πρέπει να συμπεράνωμεν, ότι υπήρχεν εκεί ετέρα αρχαία πόλις.
Παρά το χωρίον Χάρια Ωλένης ευρέθη εντός πίθου θησαυρός εξ αρκετών χιλιάδων μικρών χαλκών νομισμάτων, των πλείστων ρωμαϊκής εποχής.
Κάτοικοι της Κοινότητος Τρυπητής (Μπιτζιμπάρδη) εύρον παρά την θέσιν Κάστρο, όπου σώζονται πολλά αρχαία ερείπια, και παρέδωσαν εις την Εφορείαν Αρχαιοτήτων σημαντικόν αριθμόν νομισμάτων χαλκών και αργυρών ελληνικής και ρωμαϊκής εποχής, ως και διάφορα χαλκά αντικείμενα και αγγεία πήλινα.
Εις το χωρίον Μάτεσι Ανδριτσαίνης απεκαλύφθη υπό των χωρικών τυχαίως τάφος, εντός του οποίου ευρέδη και παρεδόθη μεγάλη αττική πυξίς μετά καλύμματος του -4ου αιώνος κεκοσμημένη διά συμπλέγματος μεγάλων ανθεμίων.
Ανασκαφή στις Μπάμπες Μακρυσίων 1958
Κατά την γενομένην εφέτος υπό την διεύθυνσιν του επιμελητού κ. Ν. Γιαλούρη ανασκαφήν εις Μπάμπες Μακρυσίων συνεπληρώθη η έρευνα και η πλήρης αποκάλυψις του προ τριετίας ανακαλυφθέντος μεγάλου κτηρίου (εικ.162, κτήρια A, B) ως επίσης και του νοτίως αυτού παρακειμένου κτηρίου (εικ.162, κτήριον Γ), του οποίου μόνον τμήμα είχεν ερευνηθή κατά το παρελθόν. Προς τούτοις ανεσκάφη πλήρως τρίτον σημαντικών διαστάσεων κτήριον, του οποίου η ύπαρξις είχεν επισημανθή κατά την ανασκαφικήν έρευναν του προπαρελθόντος έτους.
Κατά την συμπληρωματικήν ερευναν των Α-Β κτηρίων ανευρέθησαν νέα θραύσματα αγγείων μελαμβαφών αρχαϊκής και κλασσικής εποχής. Πολλά των νέων θραυσμάτων επέτρεψαν την συμπλήρωσιν αγγείων τινών αρχαϊκής εποχής εκ των ευρεθέντων κατά τας προηγηθείσας ερεύνας εις το κτήριον τούτο το αυτό επετεύχθη και διά των νέων ευρημάτων του κτηρίου Γ.
Διά της συμπληρωματικής ερεύνης αμφοτέρων των κτηρίων επεβεβαιώθη η χρονολόγησις του κυρίου όγκου αυτών εις το πρώτον ήμισυ του 5ου αιώνος. Εις το κτήριον Γ απεκαλύφθησαν κάτωθεν των θεμελίων δωματίου αυτού ερείπια και ετέρας οικοδομής∙ τα ευρεθέντα εκεί όστρακα χρονολογούν ταύτην εις τας αρχάς του -6ου αιώνος.
Μεγάλου ενδιαφέροντος είναι το κτήριον Δ, το οποίον, ως μας διδάσκουν τα ευρήματα, παρέμεινεν εν χρήσει από του τέλους του 7ου αιώνος μέχρι της υστεροκλασσικής εποχής, υποστάν κατά το διάστημα τούτο μετασκευάς τινας. Μεταξύ των σημαντικωτέρων ευρημάτων είναι πυξίς του -6ου αιώνος (εικ.163), έχουσα επί των ώμων και της κοιλίας διακόσμησιν εκ γλωσσωτών κοσμημάτων αμαυρού χρώματος, εις δε το μεταξύ της κοιλίας και των ώμων μέρος ελικοειδές κόσμημα. Θραύσματα ετέρων τριών πυξίδων φέρουν την αύτην ώς άνω διακόσμησιν. Επίσης άξιοι μνείας είναι ο κρατήρ της εικόνος 164 ώς και η οινοχόη της εικόνος 165.
Εκ των υπολοίπων ευρημάτων αναφέρομεν συνοπτικώς θραύσματα χαλκών ελασμάτων εξ ασπίδος, έχοντα ώς διακόσμησιν πλοχμόν σφυρήλατον, πόδα χαλκής υδρίας διακεκοσμημένον διά ραβδώσεων, κάτω ήμισυ αρχαϊκού πηλίνου ειδωλίου γυναικείας μορφής καθημένης επί θρόνου. Θραύσματα αρχαϊκών και κλασσικών αγγείων μεθ' απλής γραμμικής ή φυλλοειδούς ή ακτινωτής διακοσμήσεως, ήτοι σκύφων, κυλίκων, αμφορέων κλπ, ικανόν αριθμόν μελαμβαφών κυλίκων, κρατήρων και οινοχοών με γάνωμα ουχί όμως καλής ποιότητος.
Το πλείστον των αγγείων είναι εντοπίας κατασκευής, ώς μαρτυρούν η ποιότης του πηλού και το γάνωμα. Επίσης ευρέθη σημαντικός αριθμός αρχαϊκών πίθων ώς και τα καλύμματά τινων εξ αυτών∙ το στόμιον ενός των πίθων είναι διακεκοσμημένον δι' αναγλύφων ραβδίων εναλλασσομένων μετ' εντύπων πλοχμών. Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι το άνω τμήμα αρχαϊκού πηλίνου περιρραντηρίου (εικ.166)∙ ο πους αυτού και η βάσις ήσαν χωριστά κατεσκευασμένα, ώς μας πληροφορεί βαθεία κυκλική κοιλότης εις το κάτω μέρος του σωζομένου περιρραντηρίου (διαμετρήματος 0.34) εντός ταύτης εστερεούτο ο πους φέρων αυλακώσεις, συνέχεια των οποίων είναι αποτυπωμένη εις το κάτω του περιρραντηρίου, το όποιον έχει σχήμα δωρικού κιονοκράνου, του οποίου ο εχίνος διακοσμείται δι΄ ωραιοτάτου εγχαράκτου πλοχμού. Άνωθεν του εχίνου σώζεται τμήμα της λεκάνης του περιρραντηρίου.
Εντός του κτηρίου ευρέθησαν κιονόκρανα δωρικά αρχαϊκής και υστεροκλασσικής εποχής∙ ταύτα είναι εκ του εγχωρίου κογχυλιάτου λίθου. Εν εκ τούτων αρίστης διατηρήσεως ανήκει εις το τέλος του -4ου αιώνος∙ έτερον κιονόκρανον αρχαϊκής εποχής, ευρεθέν ΝΑ. του κτηρίου Δ και εις μικράν απόστασιν, συνεκολλήθη εκ πολλών τεμαχίων.
Τόσον τα κτήρια Α- Β όσον και τα Γ, Δ είναι εκτισμένα δι' αργολίθων διαφόρων μεγεθών μετά παρεμβολής μεγάλων πελεκητών ογκολίθων, ασφαλώς προερχομένων εξ άλλων παλαιοτέρων κτηρίων.
Τα ως άνω πλήρως ανασκαφέντα τέσσαρα κτήρια ανήκουν εις αρχαίαν πόλιν, ήτις κατελάμβανε μεγάλην έκτασιν του οροπεδίου των Μπαμπών∙ ερείπια των οικοδομημάτων ταύτης φαίνονται πολυάριθμα εις κάθε βήμα, τα δε ευρήματα, τα οποία συνολικώς συνεκεντρώθησαν, μας πληροφορούν τόσον περί της μακράς ιστορίας της πόλεως (τουλάχιστον από της γεωμετρικής εποχής και εντεύθεν) όσον και περί της ανθηρότητός της.
Ανασκαφή ναού Σκιλλουντίας Αθηνάς, Μαζίου Σκιλλουντίας 1960
Μετά την πρώτην συστηματικήν ανασκαφήν, γενομένην κατά το 1938 υπό του Εφόρου κ. Φ. Σταυρόπουλλου (BCH 64- 65, 1940- 1941, 245-246, ΑΑ1940, 235 κ.έ. Περί της πρώτης ανακαλύψεως του ναού βλ. Olympia Textb. I, σ.12 και Ε. Meyer, Neue Pelopon. Wanderungen 6.96) και κατόπιν της μικράς ερεύνης διενεργηθείσης μετά τον Β' παγκόσμιον πόλεμον υπό του Εφόρου κ. Ν. Ζαφειρόπουλου (BCH 76, 1952, 223), επανελήφθη η έρευνα του ναού κατά το έτος 1960 και απεκαλύφθη πλήρως ο πρόναος μετά μέρους του σηκού, ως και ο πέριξ αυτών χώρος μέχρι του φυσικού βραχώδους εδάφους.(εικ.α,β)
Επίσης ήρχισεν η ανασκαφή του οπισθοδόμου, ήτις όμως δεν επερατώθη. Ολόκληρον το κρηπίδωμα του ναού αποτελούμενον εκ τριών βαθμιδών είναι εκ του πωρολίθου της περιοχής (εικ.γ) διά δε την κατασκευήν του υπολοίπου αυτού εχρησιμοποιήθη ο γνωστός και εκ των κτηρίων της Ολυμπίας καταλληλότερος του εντοπίου πωρολίθου διά λεπτοτέραν κατεργασίαν κογχυλιάτης λίθος, όστις είναι εκ της καλυτέρας ποιότητος ως προς την συνεκτικότητα και λεπτότητα των απολιθωμένων κογχυλίων. Εξαίρεσιν αποτελούν οι κέραμοι του ναού, στρωτήρες και καλυπτήρες, οίτινες είναι εκ μαρμάρου.
Εις τον προ του προνάου χώρον και προς τήν ΒΑ. αυτού γωνίαν ήλθον εις φώς τοιχία κατεσκευασμένα εξ αργών λίθων ακανονίστου μεγέθους, σχηματίζοντα μικρόν κακώς διατηρούμενον ορθογώνιον κτίσμα αγνώστου χρήσεως (εικ.δ).
Κατά μήκος του αποτόμως καταπίπτοντος βορείου πρανούς ήτο κατεσκευασμένος αναλημματικός τοίχος σωζόμενος εις πολλά τμήματα και ικανόν ύψος.
Η ανασκαφή απέδωσεν ικανόν αριθμόν οστράκων ως και χαλκά ελάσματα, μερικά των τελευταίων φέρουν σφυρήλατον ή εγχάρακτον διακόσμησιν. Έτερα χαλκά ελάσματα, ανήκοντα εις την περιφέρειαν ασπίδος, είναι διακεκοσμημένα διά πλοχμού. Προς τούτοις ευρέθη μέγας αριθμός ήλων σιδηρών και χαλκών, χαλκών εφηλίδων και συνδέσμων σχήματος διπλού Τ, οι σύνδεσμοι ούτοι είναι σιδηροί και επενδεδυμένοι διά μολύβδου. Ιδιαιτέρας μνείας άξια είναι θραύσματα χαλκού ελάσματος φέροντα σφυρήλατον επιγραφήν.
Πολλά των οστράκων, ανήκοντα εις φιάλας, κύλικας και κρατήρας, συνεκολλήθησαν.
Τέλος πλούσια εις αριθμόν ήσαν τα θραύσματα μαρμαρίνων αγαλμάτων μικροτέρων του φυσικού μεγέθους, τα σημαντικώτερα των οποίων είναι:
α) Πούς γυναικείας πιθανώτατα μορφής μετά υπολειμμάτων του ενδύματος,
β) Άκραι χείρες, εξ ων δύο κρατούσαι χαλκούν ξίφος, διατηρούμενον μόνον κατά το κατώτατον αυτού τμήμα,
γ) Δύο τεμάχια πήχεως ανδρικής μορφής, έφ’ ών δηλούται πλαστικώς το όχανον της ασπίδος.
δ) Ώμος γυναικείου αγάλματος μετά τμήματος του βραχίονος καλυπτομένου υπό ενδύματος,
ε) Τεμάχιον ανδρικού βραχίονος.
στ) Δύο μηροί γυμνής μορφής σωζόμενοι μέχρι του γόνατος.
ζ) Ικανός αριθμός θραυσμάτων, έφ’ ών σώζονται πτυχαί ενδύματος.
Πάντα τα ως άνω θραύσματα γλυπτών ευρέθησαν έξωθι και πέριξ του προνάου και του οπισθοδόμου, ανήκουν δε ασφαλώς εις τα εναέτια γλυπτά του ναού.
Ταύτα δεν κατέστη δυνατόν μέχρι της στιγμής να συσχετισθώσι μετά των υπό του κ. Σταυρόπουλλου ευρεθέντων μαρμάρινων εναετίων γλυπτών του αυτού ναού των αποκειμένων εις το Μουσείον Πατρών.
Εκτός των ως άνω γλυπτών ευρέθη εντός του χωρίου Μαζίου κατώτερον τμήμα αγάλματος οκλαζούσης γυναικείας μορφής αναμφιβόλως προερχόμενον εκ του ναού και ανήκον εις γωνιαίαν μορφήν του ενός των δύο αετωμάτων.
Ο ναός ούτος αποκλείεται να είναι ο δαπάναις του Ξενοφώντος κατασκευασθείς προς τιμήν της Αρτέμιδος- πιθανώτατα είναι ο υπό του Στράβωνος (343) αναφερόμενος ναός της Σκιλλουντίας Αθηνάς διά τούς εξής λόγους1:
α) Η θέσις του ναού τούτου συμβιβάζεται προς την υπό του Στράβωνος αναφερομένην τοποθεσίαν.
β) Η παραδιδομένη υπό του Ξενοφώντος (Κύρου Ανάβ.V3.11) απόστασις των 20 σταδίων του ναού του Ξενοφώντος από της Ολυμπίας δεν συμβιβάζεται προς την θέσιν του ανασκαφέντος ναού, απέχοντος πολύ περισσότερον του εν λόγω ιερού.
γ) Ο ναός του Ξενοφώντος απομιμούμενος πιθανώτατα, εν σμικρογραφία βεβαίως, τον ναόν της Εφεσίας Αρτέμιδος (Παυσ.V6.5) πρέπει να ήτο ιωνικού ρυθμού, ενώ ο ανασκαφείς είναι δωρικού ρυθμού.
δ) Ο υπό του Ξενοφώντος ανατεθείς ναός πρέπει να ήτο μικρών διαστάσεων και ουχί τόσον μνημειώδης και πολυδάπανος ως περί ο ού λόγος.
ε) Το εν των θεμάτων, άτινα παρίσταντο επί του ετέρου των αετωμάτων, πρέπει να ήτο Γιγαντομαχία, εις ην, ως γνωστόν, ηρίστευσεν η Αθηνά. Τούτο συνάγεται εκ των σωζομένων τεμαχίων εναετίων γλυπτών, τόσον των προσφάτως ευρεθέντων, όσον και των εκ της παλαιοτέρας ανασκαφής προερχομένων, παριστώντων θεούς και γίγαντας ως και πιθανώτατα Ηρακλέα.
1. Αί αντιρρήσεις του G. Daux (BCH 86, 1962, σ.629) επί της προτεινομένης ταυτίσεως του ναού τούτου πρέπει μάλλον να αποδοθούν εις εσπευμένην ανάγνωσιν, τόσον τής συντόμου σχετικής εκθεσεώς μου, Έργον 1960, σ.136, Δελτίον 1960, σ.135 και BCH 1961, σ.719, όσον και τών οικείων σελίδων του Ε. Meyer, Neue Pelop. Wand., σ.46-63-68, όστις μετ’ επιφυλάξεως- Wahrscheinlich γράφει- αποδίδει τον ναόν είς την Άρτεμιν Δαιδαλείαν. Άλλωστε και του Αιπίου η θέσις εξακολουθεί να παραμένη αβεβαία. Ως προς την θέσιν της πόλεως Σκιλλούς τέλος, μου αποδίδει ο Daux γνώμην, την οποίαν δέν διετύπωσα, διότι μόνον περί του ναού της Σκιλλουντίας Αθηνάς γράφω καί ουχί περί της πόλεως Σκιλλούς, ήτις, ώς ορθώς έχει προταθή, πρέπει να έκειτο είς αρκετών χιλιομέτρων απόστασιν δυτικώς του ειρημένου ναού, ως ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος από της πόλεως Φιγαλείας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Φ. ΓΙΑΛΟΥΡΗΣ
-Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1954, 1955, I960.
-Έργον Αρχαιολογικής Εταιρείας 1958