Η θέση του τύμβου, κάπου πεντακόσια μέτρα Ανατολικά της ακτής, βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων Β- ΒΔ. του αρχαίου Κορυφάσιου, όπου τα ίχνη της κλασσικής, ελληνιστικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής Πύλου, πάνω από τα όποια δεσπόζουν σήμερα, στην κορυφή του απότομου αυτού βραχόβουνου, τα ερειπωμένα τείχη φραγκοβενετσιάνικου κάστρου, του γνωστού Παλιόκαστρου ή Παλιού Ναυαρίνου.
Σε ίση περίπου απόσταση βρίσκεται ο τύμβος και από τα ίχνη του αρχαίου πολίσματος, που βρισκόταν απέναντι από τη νήσο Πρώτη, στο λιμανάκι τριγύρω του σημερινού Μαράθου.
Φωτογραφία του 1995 που δείχνει στο βάθος τον Τύμβο στην Τοπάνη Ράχη με την αγροικία
Ο τύμβος, που σε κάτοψη είναι ωοειδής και που και τώρα ακόμα δεσπόζει, λίγο - πολύ, στο κέντρο του εκτεταμένου εκεί ψηλού κάμπου, δεν φαίνεται να ήταν αρχικά πολύ πιο ψηλός από όσο σήμερα δείχνει, σύμφωνα με τα δεδομένα της ανασκαφής.
Ένας ογκώδης αστράγαλος από πουρί της περιοχής, επιτύμβιο σήμα πρωτόφαντο, θα έπρεπε να ήταν στημένος στην κορυφή μάλλον του τύμβου, μιά και βρέθηκε κυλισμένος στα ριζά του, λίγα μέτρα μόνο πιο πέρα από την αρχική του θέση, που την προσδιόρισαν υπολείμματα πέτρινου υπόβαθρου στο κέντρο πάνω της χωμάτινης τεχνητής επίχωσής του3. Ο τύμβος περιείχε πέντε συνολικά τάφους σκαμμένους μέσα στο στερεό έδαφος.
Οι δύο από αυτούς (τάφοι 1ος και 5ος), παράλληλα και κοντά ο ένας στόν άλλον στα νότια του κέντρου του τύμβου, ήταν λάκκοι που περιείχαν αρχικά τα ξύλινα φέρετρα των νεκρών. Οι υπόλοιποι τρείς (τάφοι 2ος, 3ος και 4ος), ακριβώς στο πλάι ο ένας του άλλου και στα βόρεια αυτοί του κέντρου του τύμβου, είναι κιβωτιόσχημοι με πλευρές ντυμένες με πώρινες πλάκες- τούτους περιβάλλει φτηνός πέτρινος χτιστός ορθογώνιος περίβολος, που βρίσκεται σε ψηλότερο από τούς τάφους επίπεδο και ο οποίος, μέσα στην τεχνητή επίχωση του τύμβου, καθόριζε απλώς την έκταση που αυτοί, βαθύτερα, κατείχαν4.
Εκτός από τη βορειοδυτική, ο χώρος προς τις υπόλοιπες τρεις πλευρές του ταφικού τούτου περιβόλου, δηλαδή το ένα τέταρτο σχεδόν της όλης έκτασης του τύμβου, περιείχε μικρές ή μεγαλύτερες λατρευτικές πυρές που το πάχος της σταχτόμαυρης ανθρακιάς τους, ανάκατο με σπασμένα τα περισσότερα αγγεία, ξεπερνούσε το ένα μέτρο5.
Στούς τάφους και στις πυρές του τύμβου αποκαλύφτηκαν συνολικά μερικές εκατοντάδες διάφορα πήλινα αγγεία και σκεύη- επίσης μερικά από μολύβι, από χαλκό, από ασήμι κι από γυαλί. Βρέθηκαν ακόμα μετάλλινα εργαλεία και ποικίλα είδη καθημερινής ή πιο ειδικής χρήσης, όπως στλεγγίδες, μαχαιρίδια, κάτοπτρα, ψαλίδια, κοσμήματα κλπ6.
Σημειώνεται ότι κάθε τάφος περιείχε, μεταξύ άλλων, από ένα ως οχτώ λυχνάρια, καθώς και ότι σε τρεις από αυτούς βρέθηκαν από ένα ως δύο χάλκινα ή αργυρά νομίσματα.
Ένας τάφος (ο πρώτος) είχε δύο σκελετούς, πού ο καθένας τους είχε στο κεφάλι του από μιά χρυσή ταινία7. Ένας άλλος τάφος ο (πέμπτος) περιείχε ένα μόνο σκελετό, πού το κεφάλι του βρέθηκε στεφανωμένο από τρία ζεύγη χρυσών ταινιών, οι όποιες, συνδεδεμένες ιδιόμορφα μεταξύ τους, σχημάτιζαν επάνω στο κρανίο ολόκληρο πλέγμα.
Τα δεδομένα της ανασκαφής γενικά, ειδικότερα μάλιστα τα νομίσματα και τα λυχνάρια, για τα οποία θα γίνη λόγος αμέσως παρακάτω, όπως και μια σειρά ολόκληρη από αγγεία πού βρέθηκαν στους τάφους και στις πυρές, τοποθετούν τον τύμβο προς το τέλος του -3ου και τις αρχές τού -2ου αιώνα8.
Η ανυπαρξία επιγραφής κάνει αδύνατη την εξακρίβωση του προορισμού του τύμβου- ωστόσο, οι χρυσοστεφανωμένοι νεκροί, η πληθώρα των μαχαιριδίων και των στλεγγίδων, ο μεγάλος επιτύμβιος αστράγαλος και η ταυτόχρονη ταφή που διαπιστώθηκε στον πρώτο τάφο, φανερώνουν ίσως ότι στον τύμβο ήταν θαμμένοι μαχητές ή και αθλητές δοξασμένοι, πού ιδιαίτερα τους τίμησαν οι συγγενείς και η πόλη.
Θα πρέπη επίσης, λόγω της γεωγραφικής θέσεως του τύμβου, να θεωρηθή σαν βέβαιη η σύνδεσή του με την κοντινή, ακμάζουσα τότε, ελληνιστική Πύλο, που από τον 3ο αιώνα την διεκδικούσαν οι Μεσσήνιοι και η Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Γιά το όλο εύρημα θα ακολουθήση αναλυτική δημοσίευση.
Επειδή όμως αυτή θα βραδύνη λόγω τού μεγάλου αριθμού των ευρημάτων, θεωρήθηκε σκόπιμο να παρουσιαστούν εδώ, νωρίτερα, τα τρία γυάλινα αγγεία του τύμβου, για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους και με σκοπό να ρίξουν περισσότερο ίσως φως στις γνώσεις μας γύρω από το πραγματικά δύσκολο πρόβλημα της χρονολόγησης γενικότερα των γυάλινων αγγείων της ελληνικής αρχαιότητας.
Αν εδώ αναφέρωνται, σε γενικές φυσικά γραμμές, πράγματα πού αφορούν στον τύμβο, για το περιεχόμενο, την τοποθεσία και την εποχή του, γίνεται για να δοθή μιά, γενική έστω, εικόνα του πλαισίου, μέσα στο οποίο ανήκουν τα τρία αυτά γυάλινα αγγεία, ώστε να εκτιμηθή, να κατανοηθή και να εξαρθή περισσότερο η αξία τους, μια και απομονώθηκαν από το όλο εύρημα. Εκτενέστερα κάπως θα γίνη ακόμα εδώ λόγος για τη χρονολόγηση του τύμβου, γιατί τούτο ενδιαφέρει άμεσα τον προσδιορισμό της εποχής των τριών γυάλινων αγγείων αυτής της μελέτης. Τα τρία αγγεία, γυάλινα ξανατονίζεται, βρέθηκαν στούς τάφους του τύμβου και όχι στις πυρές του.
Άμεσα έτσι εδώ ενδιαφέρει η χρονολόγηση των ταφών στον τύμβο και όχι των λατρευτικών πράξεων που ενδεχόμενο είναι να εξακολούθησαν και μετά τις ταφές, στις πυρές του τύμβου, κατά τη διάρκεια μιας ή και δυό γενεών ακόμα, όπως τουλάχιστο διαπιστώθηκε στρωματογραφικά σ’ αυτές.
Για το λόγο τούτο θα αναφερθούν εδώ σύντομα τα απαραίτητα μονάχα στοιχεία πού κρίνονται αναγκαία για τη χρονολόγηση των τάφων του τύμβου και τα οποία προσφέρονται κατά κύριο λόγο από τα νομίσματα και τα λυχνάρια πού βρέθηκαν σ’ αυτούς.
Β'. Χρονολόγηση των Τάφων
Και πρώτα πρώτα θα γίνη λόγος για τα πέντε νομίσματα που βρέθηκαν σε τέσσερεις τάφους του τύμβου9.
Ο πρώτος τάφος, στον οποίο βρέθηκε και ο σκύφος μιλλεφιόρι, περιείχε σύγχρονη ταφή δύο νεκρών, που τα στεφανωμένα με χρυσές ταινίες κεφάλια τους ήταν τοποθετημένα κανονικά το ένα δίπλα στ’ άλλο. Στο ύψος των κεφαλιών βρέθηκαν δύο χάλκινα νομίσματα που σίγουρα συνόδευαν καθέναν από τους νεκρούς.
Το ένα είναι μεγαρικό και έχει κεφαλή Αθηνάς από τη μιά μεριά και οβελίσκο ανάμεσα σε δελφίνια από την άλλη, μαζί με τα αρχικά του ονόματος της πόλεως. Το νόμισμα αυτό κυκλοφόρησε περίπου μετά τα -307 10.
Τό άλλο νόμισμα, με κεφαλή Δήμητρας μπροστά και τον Ιθωμάτα Δία με τρίποδα στην πίσω όψη, είναι των Μεσσηνίων και κυκλοφόρησε μετά τα -280 περίπου11.
Γι’ αυτά τα νομίσματα δεν μπορεί από την μέχρι σήμερα γνωστή βιβλιογραφία να προσδιοριστούν κατώτατα όρια κυκλοφορίας τους, ωστόσο πρέπει να πλησιάζουν η να μην ξεπερνούν το -146, όριο δηλαδή που γενικότερα αποτελεί σταθμό για την ελληνική νομισματοκοπία, μια και χάνουν από τότε οι πόλεις της Ελλάδας την ανεξαρτησία τους. Για τον τάφο αυτό του τύμβου, αφού η ταφή των νεκρών είναι ταυτόχρονη, το -280, είναι ένα σίγουρο terminus post quem, ενώ στα μέσα του -2ου αιώνα (-146), καθορίζεται ένα πιθανό κατώτατο terminus ante quem.
Τα όρια αυτά επιβεβαιώνονται από ένα ασημένιο νόμισμα της Αχαϊκής Συμπολιτείας πού βρέθηκε στον τρίτο τάφο του τύμβου: Στη μια όψη του έχει παράσταση κεφαλής Διός και στην άλλη το γνωστό μονόγραμμα της Συμπολιτείας, κλεισμένο σε στεφάνι. Δυστυχώς το σύμβολο και το όνομα της πόλεως είναι δυσδιάκριτα λόγω φθοράς και δεν μπορεί να δοθή έτσι ειδικότερη χρονολογία. Πάντως το νόμισμα κόπηκε μετά τα -280 ή στα -251, και κυκλοφόρησε ίσαμε τα -146 12
Σημαντική για τον τύμβο χρονολογία είναι εκείνη που μας δίνει ο δεύτερος τάφος του, στον οποίο και βρέθηκε ο αριθ. 2 γυάλινος κωνικός σκύφος. Στον τάφο αυτό υπήρχε ο σκελετός ενός μόνο νεκρού που τον συνόδευε ένα ασημένιο νόμισμα της μεσσηνιακής πόλεως της Κορώνης, με κεφαλή Αθηνάς μπροστά και τα γράμματα ΚΟΡ με τσαμπί σταφυλιού μέσα σε στεφάνι, στην πίσω όψη. Το νόμισμα αυτό κόπηκε στα -220 και κυκλοφόρησε ίσαμε το -182 13. Παρέχεται έτσι ένα terminus post quem και ένα terminus ante quem, για τον τάφο, τα όποια και περιορίζουν την ταφή σ’ αυτόν σε χρονική διάρκεια λιγότερη από δυό γενιές.
Γιά το χάλκινο νόμισμα πού συνόδευε τον, επίσης μοναδικό, νεκρό του πέμπτου τάφου και στον οποίο βρέθηκε ο αριθ. 2 γυάλινος «μεγαρικός» σκύφος, δεν μπορεί να γίνη λόγος γιατί έχει κατεστραμμένες και τις δύο του όψεις.
Στον τέταρτο τάφο τού τύμβου δε βρέθηκε νόμισμα.
Παρά την έλλειψη νομισματικών χρονολογικών στοιχείων για τους δύο αυτούς τάφους, μπορούμε να πούμε ότι αυτοί είναι σε όλα σύγχρονοι με τούς τρεις προηγούμενους, πράγμα πού στηρίζεται τόσο στα ανασκαφικά δεδομένα, όσο και στην ομοιότητα των πολυπληθών ευρημάτων, τα οποία, κοινά σε όλους, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να τοποθετηθούν χαμηλότερα από το α' τέταρτο του -2ου αιώνα.
Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω για τα νομίσματα, συμπεραίνει κανείς εύκολα την εποχή του τύμβου, που θα μπορούσε να περιοριστή στην περίοδο τουλάχιστον από το -220 ίσαμε το -182, χρονολογία δηλαδή απόλυτα σίγουρη πού προσφέρει το νόμισμα του μοναδικού νεκρού του δεύτερου τάφου και την οποία αδίσταχτα μπορούμε να δεχτούμε και σαν τη χαμηλότερη χρονολογία για τις ταφές στον τύμβο, παρά το γεγονός ότι τα νομίσματα των άλλων τριών τάφων, αλλά και τα περισσότερα από τα ευρήματα πού αποκαλύφθηκαν σ’ αυτούς, δικαιολογούν χρονολογίες ακόμα παλαιότερες. Οι χρονολογίες πού μας δίνουν τα νομίσματα θα συσχετιστούν με εκείνες πού βγαίνουν για τούς τάφους, από την εξέταση της χρονολόγησης των λυχναριών πού βρέθηκαν επίσης σ’ αυτούς.
Στους πέντε τάφους του τύμβου βρέθηκαν συνολικά δεκαπέντε λυχνάρια. Τέσσερα από αυτά (βλ. Πίν. 68 α-ς' και 69 β, ε), αποκαλύφθηκαν στους αριθ. δεύτερο, πέμπτο και πρώτο τάφους, οι οποίοι περιείχαν αντίστοιχα τα αριθ. 1, 2 και 3 γυάλινα αγγεία.
Τα τέσσερα αυτά λυχνάρια, που τυπολογικά ανήκουν στην ίδια ομάδα, έχουν παράλληλό τους εκείνα της αγοράς των Αθηνών, που ο Howland συγκεντρώνει στον τύπο 43 D και για τα οποία δέχεται ότι εμφανίζονται περίπου από το -225 και ότι εξακολουθούν να βρίσκωνται μέχρι λίγο πιό κάτω από τα μέσα τού -2ου αιώνα14. Μιά σύγκριση επίσης των λυχναριών αυτών με τα γνωστά από τις ανασκαφές της Κορίνθου οδηγεί στα ίδια χρονολογικά αποτελέσματα15. Μπορεί επίσης γενικότερα να ειπωθή εδώ ότι τα λυχνάρια και των πέντε τάφων του τύμβου έχουν παράλληλα ανάμεσα στα λυχνάρια εκείνα μόνο του -3ου και -2ου αιώνα από τις ανασκαφές της Κορίνθου, που ο Broneer συμπεριλαβαίνει, σε διάφορες ποικιλίες και ομάδες, από τον τύπο VIII μέχρι και του τύπου XV, για τον οποίο σαν χαμηλότερη χρονολογία δέχεται την εποχή λίγο πριν από τα μέσα του -2ου αιώνα.
Σημειώνουμε ακόμα εδώ ότι δυό λυχνάρια του τύμβου Τσοπάνη Ράχη, από τον τρίτο τάφο(βλ. Πίν. 69 α, δ, γ, ς), διαφορετικού αυτά τύπου από τα άλλα, έχουν παράλληλό τους στην ομάδα εκείνη των λυχναριών της Κορίνθου, που ο Broneer συγκεντρώνει στον τύπο XVII 16. Τα δύο αυτά λυχνάρια μπορεί να συγκριθούν επίσης με μερικά σχήματα λύχνων πού περιλαβαίνονται στους τύπους λυχναριών 33Α και 33Β της αγοράς των Αθηνών και τους οποίους χρονολογεί ο Howland ανάμεσα στα -225/ -180, για τον τύπο 33Β και -225/ -125, για τον τύπο 33Α 17.
Γενικά επίσης αναφέρεται εδώ, ότι τα λυχνάρια της Τσοπάνη Ράχη βρίσκονται πολύ πιο κοντά με εκείνα που ανήκουν στις ομάδες I - III από τις ανασκαφές της Ταρσού και τα οποία χαρακτηρίζονται ως Early- and Middle Hellenistic, ενώ αντίθετα δεν έχουν καμιά σχέση με τα λυχνάρια των ομάδων IV - VIII, από τις ίδιες ανασκαφές πού χρονολογούνται ως Late Hellenistic18.
Η χρονολογία πού, σύμφωνα με τα προηγούμενα, δεχόμαστε για τους τάφους του τύμβου Τσοπάνη Ράχη, πλησιάζει έτσι, και από τα πάνω και από τα κάτω, το έτος -200, πράγμα πού συμφωνεί πέρα για πέρα και με τη χρονολογία πού πρόσφερε κατά κύριο λόγο το νόμισμα του δεύτερου τάφου του τύμβου, το όποιο, ξαναθυμίζουμε εδώ, ανήκει στην περίοδο -220/ -182.
Τη χρονολόγηση των γυάλινων αγγείων του τύμβου θα στηρίξουν επίσης και μερικά άλλα στοιχεία που σε συνέχεια θα αναφερθούν πιο κάτω στην ανάπτυξη του θέματος.
Γ'. Τα γυάλινα αγγεία
Τα τρία γυάλινα αγγεία της Τσοπάνη Ράχη, που εκθέτονται τώρα στο Μουσείο της Πύλου, βρέθηκαν χωριστά, σε ισάριθμους τάφους του τύμβου, και το καθένα ανήκει σε διαφορετική κατηγορία γυάλινων αγγείων. Ας τα δούμε όμως από κοντά.
1. Βαθύς γυάλινος κωνικός σκύφος.
Ύψος : 0,095 μ. Διάμ. χειλ. : 0,155 - 0,57 μ. Αριθ. Ευρετηρίου Μουσείου Πύλου 177.
Βρέθηκε στον 2ο τάφο. Θυμίζουμε εδώ ότι σ’ αυτό τον τάφο βρέθηκε το ασημένιο νόμισμα της Κορώνης (βλ. σ. 187), το λυχνάρι του Πίν. 68, γ, ς' καθώς επίσης ένας μεγαρικός σκύφος, μερικά πινάκια, τρεις λάγηνοι κλπ.
Ο σκύφος είναι συγκολλημένος από πέντε κομμάτια. Ένα πολύ μικρό τμήμα, το μοναδικό που λείπει από τα τοιχώματά του, είναι τώρα συμπληρωμένο με κερί- ωστόσο τούτο, καθώς και οι συγκολλήσεις, δεν αλλοιώνουν την όψη, αλλά και δεν αφαιρούν τίποτα σχεδόν από την κατά τα άλλα θαυμαστή διατήρηση του αγγείου.
Η γυαλόμαζα έχει θαμπό λαδοπράσινο χρώμα, τα δε τοιχώματά της, εσωτερικά και εξωτερικά λεία, διατηρούν παντού σταθερό πάχος τέσσερα χιλιοστά.
Το σχήμα του αγγείου, άψογο ταίριασμα του ημισφαιρικού και του κωνικού, είναι τυπικά ελληνιστικό και χαρακτηρίζει την κεραμεική αυτής της περιόδου, ιδιαίτερα από το +200 περίπου19. Στο εσωτερικό, λίγο πιο κάτω από τα χείλη, δυο άβαθα λεπτά αυλάκια περιτρέχουν το σώμα του σκύφου· το μοναδικό τούτο στολίδι, στο διάχυτο φως της ημέρας είναι ορατό και από τα έξω20.
Οι δυο μικροί κανονικοί ομόκεντροι ασπρουδεροί κύκλοι που διακρίνονται σαν ζωγραφημένοι στο κέντρο του πυθμένα, μάλλον οφείλονται σε καθιζήματα υγρού που τυχαία δυό φορές καταστάλαξε διαδοχικά στον τάφο, ίσως αποτέλεσμα βροχής, που εισχώρησε και μέσα στο σκύφο, μιά και τούτος στεκόταν όρθιος, ακόμα κι ως τη στιγμή που βρέθηκε.
Αξίζει εδώ να σημειωθή ότι το αγγείο ήταν τοποθετημένο, μέσα στον τάφο, στα σκέλη ανάμεσα του νεκρού, λίγο πιο πάνω από τα γόνατα· θέση που δικαιολογεί και την προσεκτική τοποθέτησή του κατά την ταφή, με το να χωνευτή δηλαδή ο σκύφος στο βαθούλωμα πού σχηματίζει εκεί τοο άνοιγμα των μηρών.
Όμοιος με το σκύφο τούτο του Μουσείου της Πύλου, είναι ένας άλλος που βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης21. Είναι λίγο μικρότερος αυτός και αντί δύο, έχει τρία αυλάκια για στόλισμα κάτω από τά χείλη. Ο Jerome Straus τον χαρακτηρίζει ως Late Hellenistic χωρίς όμως και να το αιτιολογεί22. Από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω για τη χρονολόγηση των τάφων του Τύμβου Τσοπάνη Ράχη, τίποτε δεν εμποδίζει να δεχτούμε και γι’ αυτόν, την χρονολογία που δέχεται και ο όμοιος του εδώ, του Μουσείου της Πύλου, δηλαδή την περίοδο του τέλους του 3ου και των αρχών του -2ου αιώνα.
Ίδια επίσης χρονολόγηση θα πρέπει να δεχτούμε και για μια σειρά γυάλινα αγγεία, ανάλογα με τον σκύφο της Πύλου, αν φυσικά αυτά δε δικαιολογούν διαφορετική χρονολόγηση πού να βασίζεται σε ανασκαφικά και μόνο δεδομένα. Μεταξύ αυτών σημειώνουμε έτσι εδώ, τους με αριθμό Ευρετηρίου 2691, 2692,2887 και 2888 γυάλινους σκύφους του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Από αυτούς, οι σκύφοι 2691 και 2888 είναι και προς το μέγεθος ακόμα όμοιοι με τον σκύφο του Μουσείου Πύλου και προέρχονται, ο πρώτος μαζί με τον 2692 από τη Μήλο23, και ο δεύτερος μαζί με τον 2887 από τα Κόκλα24.
2. Γυάλινος «μεγαρικός» σκύφος.
Ύψος: 0,064 μ. Διάμ. χειλ.: 0,144-0,145 μ. Άριθ. Εύρετηρίου Μουσείου Πύλου 501.
Βρέθηκε έξω από τον ταφικό περίβολο, στον 5ο τάφο. Σημειώνουμε εδώ ότι ο τάφος αυτός περιείχε, ανάμεσα σε άλλα, ένα πινάκιο, ένα λαγήνι, το λυχνάρι πού αναφέρθηκε πιο πάνω (Πίν. 69 β, ε ), τα τρία ζευγάρια χρυσές ταινίες, καθώς και ένα ζευγάρι μεγάλες σιδερένιες στλεγγίδες γαντζωμένες στόν κρίκο τους.
Ο γυάλινος «μεγαρικός» σκύφος είναι ακέραιος, η δε διατήρησή του θαυμαστή. Η μάζα του γυαλιού, με μεγαλύτερο πάχος τοιχώματος στον πυθμένα (5 χιλιοστά), λιγότερο στα χείλια (4,5 χιλ.), και ακόμα λιγότερο στη μέση του ύψους του αγγείου (4 χιλ.), έχει το χρώμα και τη διαφάνεια μάζας μελιού.
Το κύριο σώμα του αγγείου είναι ημισφαιρικό, χωρίς ιδιαίτερη βάση, και τελειώνει επάνω με ταινία, ελαφρά κοίλη, κάτω από το χείλος. Κάτω από τον πυθμένα υπάρχει μικρός εξάφυλλος ρόδακας εγγεγραμμένος σε σύστημα τριών αυλακωτών ομόκεντρων κύκλων που οι περιφέρειές τους απέχουν από το κέντρο του, αντίστοιχα, 23, 21 και 19 χιλιοστά.
Από την περιφέρεια του εξωτερικού κύκλου του κοσμήματος τούτου του πυθμένα, ανοίγονται ακτινωτά προς τα πάνω, πυκνά όμως το ένα πλάι στο άλλο, πλήθος αυλακωτά μακρόστενα πέταλα, με ράχες οπωσδήποτε οξείες, πού αγκαλιάζοντας και στολίζοντας το σώμα του σκύφου, φτάνουν λίγο πιο κάτω από την κοίλη ταινία του χείλους, όπου και σβήνουν.
Στο σημείο αυτό του ύψους του αγγείου σχηματίζεται υποτυπώδης ώμος, από όπου και ξεκινάει η κοίλη ταινία του χείλους για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω.
Την ταινία αυτή περιτρέχουν συστήματα από λεπτότατες επάλληλες αυλακώσεις, δηλαδή ένα τρίγραμμο σύστημα προς τον ώμο και ένα δίγραμμο προς τα χείλη, τα οποία και σκύβουν ελαφρά προς τα έξω.
Σημειώνεται ότι ο σκύφος αυτός, όπως ακριβώς και ο προηγούμενος του δεύτερου τάφου, βρέθηκε όμοια τοποθετημένος ανάμεσα στα σκέλη, λίγο πιο πάνω από τα γόνατα, του μοναδικού νεκρού του τάφου.Στο Royal Ontario Museum του Toronto βρίσκεται ένας άλλος γυάλινος σκύφος, απαράλλαχτα όμοιος με τον εδώ αριθ. 2 της Τσοπάνη Ράχη25.
Ο Axel von Saldern υποθέτει για προέλευσή του την Αλεξάνδρεια και τον συσχετίζει με την παράδοση των μεγαρικών σκύφων ακόμα δε και με τη μεταλλοτεχνία26.
Αναφερόμενος ο ίδιος σε μια σειρά παράλληλα με τον σκύφο του Toronto, άλλα γυάλινα αγγεία, καταλήγει στο ότι σε Αλεξανδρινά εργαστήρια θα πρέπη να αναζητηθή η πατρίδα των τέτοιου είδους, «μεγαρικού» τύπου, γυάλινων σκύφων, που εκτός άλλων, καθώς σημειώνει, δείγματά τους βρέθηκαν και στο Γόρδιο της Μικράς Ασίας27.
Ένα άλλο αγγείο, παράλληλο στο σχήμα με τους σκύφους του Toronto και του Μουσείου Πύλου, χωρίς όμως ρόδακα και ραβδωτά πέταλα, βρίσκεται στη Βιέννη28.
Ο William Duglas Hall το χρονολογεί στην περίοδο του -3ου προς τον -2ο αιώνα29. Η χρονολογία αυτή συμφωνεί απόλυτα με εκείνη που δίνουν οι τάφοι του τύμβου Τσοπάνη Ράχη και για τον εδώ γυάλινο σκύφο του Μουσείου Πύλου.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κατέχει επίσης ένα γυάλινο σκύφο, ακριβώς όμοιο με τον σκύφο της Βιέννης30. Η Gladys Davidson - Weinberg (βλ. προηγ. υποσημείωση), τον χρονολογεί στο α' μισό του -2ου αιώνα, ωστόσο κι αυτός μπορεί να δεχτή χρονολογία ακόμα πρωιμότερη σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω.
Ρόδακες περίκλειστοι σε σύστημα τριών ομόκεντρων κύκλων, οκτάφυλλοι όμως αυτοί, υπάρχουν σε γυάλινους επίσης σκύφους, του St. Louis31 και του Βατικανού32.
Ο σκύφος της Τσοπάνη Ράχη μπορεί ακόμα να συγκριθή, για το σχήμα του, με τον επίσης γυάλινο σκύφο της αγοράς των Αθηνών, πού κι αυτός δέχεται, αλλά και δίνει συνάμα τη χρονολόγηση του σκύφου τούτου, του Μουσείου Πύλου33.
3. Σκύφος μιλλεφιόρι.
Ύψος: 0,075 μ., διάμ. χειλ.: 0,129 μ. Άριθ. Ευρετηρίου Μουσείου Πύλου 460.
Βρέθηκε έξω από τον ταφικό περίβολο, στον Ιο τάφο. Θυμίζουμε εδώ ότι ο τάφος περιείχε τα δύο χάλκινα νομίσματα, των Μεγάρων και των Μεσσηνίων, τα δύο λυχνάρια, τον ασημένιο σκύφο, καθώς και πινάκια, λαγήνια και διάφορα άλλα τυπικά ελληνιστικά αγγεία.
Ο σκύφος μιλλεφιόρι είναι συγκολλημένος από δέκα κομμάτια, αλλά τούτο δεν αλλοιώνει, ούτε και ανεπαίσθητα ακόμα, την εξαίρετη όψη του πολύτιμου ευρήματος34.
Η μορφή του αγγείου είναι άψογη, με περίγραμμα που πλησιάζει το τέλειο ημισφαιρικό σχήμα35.
Τα τοιχώματα της γυαλόμαζας δεν είναι πολύ λεπτά· έτσι, το πάχος τους στον πυθμένα είναι τέσσερα χιλιοστά, ενώ κατά τα χείλια, προς τα οποία καθώς ανεβαίνουν ολοένα μειώνονται, είναι κατά ένα χιλιοστό λεπτότερα. Ίσως κάποιο άνισο αρχικό μοίρασμα του πάχους των τοιχωμάτων, ή ακόμα και κάποια διαφυγή από την καμπύλη του περιγράμματος, στην κατασκευή ακόμα του καλουπιού του, στερούν το σκύφο από την απόλυτη ισορρόπηση του βάρους του, με αποτέλεσμα να μην έχη ευστάθεια μια και δε σχηματίζει στον πυθμένα, ιδιαίτερη, έστω και υποτυπώδη βάση, για τη στήριξή του.
Παρόμοια στο σχήμα με τα ελικωτά φλουδάκια που αφήνει με το γύρισμά του σε ξύστρα ένα κοινό ξύλινο μολύβι, είναι τα αναρίθμητα πρασινωπά σπειροειδή σχήματα, με τις κίτρινες ακμές τους, που με έντονο οπτικό βάθος, γεμίζουν όλη την επιφάνεια του αγγείου, τοποθετημένα μέσα της, πυκνά το ένα πλάι στ’ άλλο, γυρτά κάπως και χωρίς ιδιαίτερη γεωμετρική τάξη. Ορατά και από μέσα και απ’ έξω, αλλοιώνουν με το πλήθος τους, το βασικό βαθύ βιολετί χρώμα της θαμπής μάζας, ιδιαίτερα όταν το αγγείο δέχεται διάχυτο το φως της ημέρας, οπότε με τη διάθλασή του μέσα στη γυάλινη μάζα, αυτά χάνουν το παιχνίδισμα της ελικωτής φόρμας τους, ολόκληρο όμως το αγγείο αποκτά διαύγεια και έντονα φεγγερή πρασινωπή απόχρωση. Η διακόσμηση συμπληρώνεται με δεκατρείς μικρές ανισόμορφες πλακωτές ψηφίδες, από άλλη, πιότερο θαμπή, χρωματιστή γυαλόπαστα- πέντε απ’ τις ψηφίδες έχουν χρώμα πορτοκαλί προς το κίτρινο, τρεις είναι βαθυγάλαζες προς το βιολετί και οι υπόλοιπες είναι άσπρες.
Βρίσκονται όλες στα μισά περίπου του ύψους του αγγείου και φανερώνουν πρόθεση του κατασκευαστή για ισόμετρες κανονικές μεταξύ τους αποστάσεις.
Μια χρωματιστή, ξέχωρη, λεπτή ταινία από την ίδια θαμπή γυαλόπαστα, επίστεψη μαζί και όριο, ζώνει τα χείλια του σκύφου, κατεβαίνοντας μέσα και έξω από τις άκρες τους, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο. Τη σχηματίζουν λεπτές, παράλληλες, εναλλασσόμενες άσπρες και κίτρινες γραμμές και ανάμεσά τους γαλάζιες λεπτότερες· είναι όλες σε πυκνή, λοξή και ανάλαφρα κυματιστή διάταξη και μοιάζουν με πινελιές ζωγράφου.
Η επιφάνεια του αγγείου, μέσα κι’ έξω, στερείται «γυαλάδας»· είναι τραχειά κάπως στην αφή και βελούδινα χνουδωτή στην όψη, γνώρισμα τούτο ξεχωριστά θερμό και πολύτιμο της ιδιόμορφης τεχνικής των αγγείων μιλλεφιόρι.
Παρόμοιος με τον σκύφο τούτο του Μουσείου τής Πύλου, είναι ένας άλλος, επίσης μιλλεφιόρι, που βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, αδελφό πραγματικά γυάλινο έργο, και μοναδικό σε μένα μέχρι τώρα, γνωστό παράδειγμα για σύγκριση36.
Αξίζει για τη σπανιότητά τους λεπτομερέστερη εξέταση.
Είναι και οι δυό κομψά προϊόντα της ίδιας τεχνικής, αλλά και συνάμα εξαίρετα δημιουργήματα της ίδιας καλλιτεχνικής αντίληψης. Φανερώνουν με την όμοιότητά τους κοινή την προέλευση, από το ίδιο κι΄όλας ίσως εργαστήρι, παρά τις μικροδιαφορές και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του καθενός.
Η μορφή τους είναι η ίδια, ο σκύφος όμως της Νέας Υόρκης δε φτάνει την ημισφαιρική τελειότητα στην όποια αβίαστα πλησιάζει ο σκύφος του Μουσείου Πύλου.
Στα βασικά επίσης χρώματα της γυαλόμαζας και των στολιδιών της, αλλά και στα χρώματα της γιρλάντας των χειλιών, οι ομοιότητες των δύο σκύφων είναι σημαντικές37.
Μερικές διαφορές υπάρχουν κυρίως στη μορφή και τη διάταξη της διακόσμησης.
Έτσι, τα σπειροειδή πλουμίδια του σκύφου της Νέας Υόρκης, μοιάζουν πιότερο με ταινιωτά μισάνοιχτα ελατήρια, πού χωριστά το καθένα και σε απόσταση, λίγο - πολύ, το ένα από το άλλο, τοποθετήθηκαν στη γυαλόμαζα έτσι, ώστε να αναπνέουν και να «μετριούνται». Τα στολίδια του σκύφου της Πύλου, αντίθετα, είναι «αμέτρητα», χίλια θα μπορούσε κανείς να δή· θυμίζουν και δείχνουν εικόνα όμοια με περιδινούμενα ανοιχτά κωνοειδή κελύφια θαλασσινών οστράκων που συγκεντρώθηκαν ασφυχτικά και χωνεύτηκαν στριμωγμένα όρθια το ένα δίπλα στ’ άλλο, σα σε βυθό, σπρωγμένα θαρρείς από ρεύμα πελαγίσιο.
Τα στολίδια του σκύφου της Πύλου κάνουν σαν να σαλεύη δώθε - κείθε την επιφάνεια του αγγείου. Το στοιχείο τούτο, παλμικά τονικό, δεν βρίσκεται στο σκύφο της Νέας Υόρκης, πράγμα που οφείλεται στη στατικότητα και την ακινησία των δικών του, αυθύπαρκτων στολιδιών.
Οι δύο σκύφοι διαφέρουν επίσης στη μορφή, στη διάταξη και στην πληθώρα των διάσπαρτων χρωματιστών μικροψηφίδων, Mosaikglas, που πρόσθετα διακοσμούν τις επιφάνειές τους. Στο σκύφο της Πύλου οι ψηφίδες αυτές είναι μικρότερες και δεν αλλοιώνουν την κύρια διακόσμηση. Στον σκύφο της Νέας Υόρκης, αντίθετα, είναι σημαντικά μεγαλύτερες, αποτελούν δε και με το πλήθος τους, υπερδιπλάσιες σε αριθμό, κύριο και έξ ίσου σημαντικό με τα σπειροειδή σχήματα, στοιχείο της διακόσμησής του, τουλάχιστο στην εσωτερική όψη του αγγείου.
Εδώ θα πρέπει ακόμα να σημειωθή ότι στο σκύφο της Πύλου οι ψηφίδες αυτές είναι οι ίδιες ορατές και στην εξωτερική όψη του αγγείου, ενώ δε φαίνεται να συμβαίνη το ίδιο και στον σκύφο της Νέας Υόρκης παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του Kisa, ο όποιος αναφέρει ότι αυτές διαπερνούν ολόκληρο το πάχος των τοιχωμάτων του αγγείου38.
Πιθανό επίσης φαίνεται ότι οι ψηφίδες του σκύφου τής Νέας Υόρκης, τουλάχιστο σε ένα μέρος τους, είναι τυχαίες, απλώς οφειλόμενες σε συμπτωματική παραμόρφωση, των από τα πριν ετοιμασμένων στολιδιών κατά το τελικό ψήσιμο της γυαλόμαζας, μετά δηλαδή το καλούπωμά της μέσα στη διπλή μήτρα39.
Γιά τον προσδιορισμό της χρονολόγησης του σκύφου μιλλεφιόρι του Μουσείου Πύλου, άς σημειωθή ότι δε βλέπω να υπάρχουν λόγοι που να συνηγορούν στο να μη γίνη και γι αυτόν αποδεχτή η χρονολόγηση που εδώσαμε παραπάνω, γενικά στις ταφές του τύμβου Τσοπάνη Ράχη.
Επειδή, μάλιστα, τα πολυάριθμα και τα πιο χαρακτηριστικά ευρήματα των τάφων του τύμβου είναι πολύ πιο κοντά προς τα παλαιότερα χρονικά όρια πού προσδιορίζουν τα νομίσματα, παρά προς τα χαμηλότερα, νομίζουμε ότι θα μπορούσε να ειπωθή, ότι και ο σκύφος μιλλεφιόρι, θα πρέπη να είναι κι αυτός πολύ πιο κοντά, χρονικά, προς τα πρώτα, ή τουλάχιστο να τοποθετηθή στην περίοδο μέσα από τα -220 ίσαμε τα -182 πού καθορίζει το νόμισμα της Κορώνης από το δεύτερο τάφο του τύμβου. Επειδή δε ακόμα, τίποτε δεν μπορεί να στηρίξη το ότι ο σκύφος μιλλεφιόρι φιλοτεχνήθηκε στην αρχή της περιόδου 220- 182, προτείνουμε σαν το κατώτατο όριο χρονολόγησής του, το α' τέταρτο του -2ου αιώνα.
Την πρώιμη χρονολόγηση του σκύφου μιλλεφιόρι, την ενισχύουν ακόμα και οι αριθ. 1 καί 2 γυάλινοι σκύφοι από τάφους του ίδιου τύμβου, οι οποίοι χρονολογούνται και από άλλα παράλληλα αγγεία, στα οποία δεν αμφισβητήθηκε η χρονολογία τους στην ώριμη ελληνιστική εποχή.
Η Gladys Davidson- Weinberg στο άρθρο της για τα γυάλινα αγγεία του Ναυαγίου των Αντικυθήρων, αναφέρεται και στον σκύφο μιλλεφιόρι του Μουσείου της Πύλου, τον οποίο χρονολογεί το νωρίτερο στην αρχή του -1ου αιώνα40, χωρίς όμως και να το αιτιολογή ή να συζητή τη χρονολόγηση που δόθηκε γενικά για τον τύμβο από τον ανασκαφέα του, δηλαδή τον 3ο προς τον -2ο αιώνα41.
Αδικαιολόγητο επίσης βρίσκω και το χαμήλωμα, κατά δύο αιώνες, πού επιχειρεί η G. Davidson- Weinberg στο ίδιο άρθρο της, σχετικά με ένα πινάκιο μιλλεφιόρι - μοσαϊκγκλάς, που βρέθηκε το 1923 σε τάφο μιας νεκρόπολης της Κύμης στην Κάτω Ιταλία και που από την ανασκαφέα του Alda Levi χρονολογήθηκε στο β' μισό του -3ου αιώνα42. Για τη χρονολήγηση του πινακίου μιλλεφιόρι, σημειώνουμε εδώ, ότι ο τάφος στον όποιο βρέθηκε, καθώς και τα λοιπά κτερίσματά του, τοποθετούνται από την Alda Levi στην ελληνοσαμνιτική περίοδο της Κύμης, αδιάφορο αν ο τύπος του τάφου ξαναβρίσκεται στο τέλος τού 2ου και τις αρχές του -3ου αιώνα43. Πολύ περισσότερο είναι τούτο ακατανόητο, όταν το κατέβασμα της χρονολογίας του πινακίου στηρίζεται μόνο στην τυχαία μάλλον ύπαρξη μέσα στον ίδιο τάφο, ενός νομίσματος μεταγενέστερου, που το μόνο ίσως που αυτό μπορεί με κάποια βεβαιότητα να καθορίση, είναι η μερική σύληση του τάφου κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου της Κύμης, πράγμα που είχε διαπιστωθή ήδη και από τα δεδομένα της ανασκαφής44.
Δ'. Συμπεράσματα
Δεν σκοπεύει το άρθρο τούτο, έξ αιτίας του ευρήματος της Τσοπάνη Ράχης, να επεκταθή, εδώ, σε προσπάθεια αναθεώρησης της χρονολογίας στα γνωστά μέχρι σήμερα αγγεία μιλλεφιόρι, τα οποία τοποθετούνται από παλιές και σύγχρονες δημοσιεύσεις, κατά κανόνα, στην εποχή των αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης. Απλώς μόνο σημειώνουμε εδώ, ότι η χρονολογία του σκύφου μιλλεφιόρι του Μουσείου Πύλου, μπορεί άνετα να δοθή σε μια σειρά από ανάλογα γυάλινα αγγεία, για τα οποία οι γνώσεις μας γιά την εποχή τους, δε βασίζονται σε ασφαλή ανασκαφικά δεδομένα. Ειδικά μόνο για τον σκύφο μιλλεφιόρι του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, που αναφέραμε πιο πάνω, και τον οποίο ο Kisa χρονολογεί στο α' μισό του -1ου αιώνα45, προτείνουμε να δεχτή αδίσταχτα, εξαιτίας της πολύπλευρης με τον σκύφο της Πύλου ομοιότητάς του, την ίδια ακριβώς με αυτόν χρονολογία, δηλαδή το α' τέταρτο του -2ου αιώνα.
Τα αγγεία μιλλεφιόρι, πρέπει εδώ να σημειωθή, ήταν περιζήτητα στην αρχαιότητα. Τόσο αυτά, όπως και μιά σειρά άλλα διάφορα γυάλινα αγγεία, θεωρούνταν πολύτιμα και ήταν ασφαλώς και πανάκριβα. Έτσι, δεν είναι καθόλου απίθανο νά σκεφτή κανείς ότι οι αρχικοί κάτοχοί τους, πλούσιοι ίσως άρχοντες και υψηλοί αξιωματούχοι, θα φρόντιζαν Ιδιαίτερα γιά τη διατήρηση και τη διασφάλισή τους. Αυτά ίσως αργότερα τα εδώριζαν κι όλας, ή και τα ξαναπουλούσαν, με αποτέλεσμα να κληρονομιούνται και να συνοδεύουν ύστερα στον τάφο, όχι πιά τον αρχικό κάτοχο, αλλά τον κληρονόμο του, της επόμενης ίσως ή και της μεθεπόμενης γενιάς. Επειδή, ιδιαίτερα η ποιότητα του σκύφου μιλλεφιόρι της Πύλου, φανερώνει ότι δεν είναι έργο πειραματικού σταδίου πρόσφατης τεχνικής, αλλά αντίθετα δημιούργημα εξελιγμένης τεχνοτροπίας, που προϋποθέτει μαστορική πείρα και καλλιτεχνική παράδοση μιάς ή και δυο τουλάχιστον γενεών, θα πρέπη ίσως να υπολογίζουμε ένα μεγαλύτερο ακόμα ανέβασμα της χρονολογίας για την αρχή τής κατασκευής τέτοιου είδους γυάλινων αγγείων, πού δεν είναι απίθανο να φτάνη και ως τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας.
Η ανασκαφή του ελληνιστικού τύμβου Τσοπάνη Ράχη, έδωσε τρεις γυάλινους σκύφους πρώτης ποιότητας, που ανήκουν σε ισάριθμες γνωστές διαφορετικές κατηγορίες χυτών γυάλινων αγγείων συνάμα πρόσφερε για την κατηγορία των μιλλεφιόρι, όπως εκτέθηκε παραπάνω, μια καινούρια χρονολογία, αναμφισβήτητα ακριβέστερη και σημαντικά διαφορετική από την ίσαμε τώρα παραδεκτή.
Ειδικά για την κατηγορία των αγγείων μιλλεφιόρι, μπορεί να ειπωθή συμπερασματικά, ότι το όλο θέμα διερεύνησής τους, συνοψίζεται στα παρακάτω:
Στην αναζήτηση και εξέταση των προδρόμων τους. Στη συστηματικότερη παρακολούθηση της σταδιακής προόδου και εξέλιξης της ιδιόμορφης τεχνικής τους, τόσο στην πρώτη εμφάνισή τους μέσα στα παλιά φαραωνικά εργαστήρια, όσο και στην κατοπινή και κύρια φάση τους, από την ελληνιστική περίοδο, ίσαμε και την εποχή της ύστερης αρχαιότητας κι ακόμα ως και τον έβδομο μεταχριστινιακό αιώνα που εμφανίζονται τα τελευταία δείγματα της τεχνικής αυτής46.
Στην προσπάθεια πιό συγκεκριμένου προσδιορισμού του χρόνου κατασκευής τους, που μπορεί και να μην είναι πάντοτε ο ίδιος με εκείνον, λ.χ. πού δέχονται τα συγκτερίσματά τους σε σύγχρονο τάφο47.
Στον εντοπισμό των πιθανών κέντρων κατασκευής τους, που θα πρέπη να αναζητηθούν κατά κύριο λόγο, στις πρωτεύουσες των ελληνιστικών βασιλείων των Διαδόχων, με επίκεντρο πάντως την Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων, όπου γνωστό είναι ότι πήραν καταπληκτική ανάπτυξη τα βασιλικά βιοτεχνικά εργαστήρια παραγωγής και επεξεργασίας γυαλιού και τα οποία εύλογο και φυσικό είναι να συνέχισαν το έργο τους και μετά τη ρωμαϊκή κατοχή, ίσαμε και τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητας ακόμα48.
Στη συστηματικότερη εξέταση των πληροφοριών που έσωσαν οι αρχαίες πηγές, Ελληνικές και Λατινικές, γενικά για τα γυάλινα αγγεία, με σκοπό την πληρέστερη συσχέτιση και ταύτιση των σχετικών χαρακτηρισμών, ονομασιών ή και περιγραφών, με τα δείγματα γυαλιών του αρχαίου κόσμου πού έχουν ως τώρα βρεθή49.
Στην αποφυγή και για τα γυαλιά, του εύκολου, επικίνδυνου και αόριστου χαρακτηρισμού, «ρωμαϊκό». Και τούτο, γιατί αβασάνιστα συνηθίσαμε να συνδέουμε με τους Ρωμαίους, αποκλειστικά ό,τι είναι σχετικό με το γυαλί, σε χρήση και τεχνική.
Τελειώνοντας το άρθρο αυτό ας επιτραπή να θυμίσουμε, ότι το πλήθος των γυάλινων αγγείων που αποκαλύφθηκαν στην Πομπηία και που σώθηκαν μόνο και μόνο γιατί νεκρώθηκε η πόλη, προτού αυτά από τη χρήση τους θρυμματιστούν, δεν αποδείχνει ότι οι Ρωμαίοι και πολύ περισσότερο, παλιότερα, οι αρχαίοι κάτοικοι της Ιταλικής χερσονήσου, ακόμα κι από τον -5ο και τον -4ο αιώνα και κάτω, έκαναν τάχα χρήση του γυαλιού και τ’ αγαπούσαν περισσότερο από τούς σύγχρονούς τους τότε Έλληνες. Έξ άλλου δεν μεταφυτεύεται εύκολα, και μάλιστα με επιτυχία, η τεχνική παράδοση και η μαστορική γνώση και η πείρα σε άλλον τόπο και σε άλλο λαό.
Η Ελληνική Αλεξάνδρεια ήταν και έμεινε, φαίνεται για αιώνες, γυαλοπλαστικό κέντρο της αρχαιότητας. Ωστόσο, και την όποιας μορφής μεταφύτευση, στη συγκεκριμένη περίπτωση του γυαλιού, από τα ελληνιστικά κέντρα στους τόπους της Ιταλικής γης, θα πρέπη πάντοτε να τη βλέπουμε μέσα στα πλαίσια του πυκνού, ζωντανού και ακμαίου τότε ιταλιωτικού Ελληνικού στοιχείου, που και στην Ιταλία δημιούργησε περίτεχνα κομψοτεχνήματα, για στόλισμα και χρήση, κερδίζοντας νέα θέλγητρα από το παιχνίδισμα που κάνει η πολυχρωμία με το φώς, καθώς χύνεται στη διαφάνεια της γυάλινης μάζας.
Γ. Α. Παπαθανασόπουλος
Ελληνιστικά Γυάλινα αγγεία του Μουσείου Πύλου, Αρχ. Δελτίο 21, 1966, Μελέται Α
*Εκφράζονται θερμές ευχαριστίες στόν κ. Χρήστο Καρούζο, όπως καί στόν Καθηγητή κ. Ulrich Hausmann, γιά τήν πρόθυμη καί πολύπλευρη βοήθεια πού πρόσφεραν στό άρθρο αυτό. ’Επίσης ευχαριστώ τήν προϊστάμενη τής Νομισματικής Συλλογής Αθηνών, Επιμελήτρια κ. Μάντω Οίκονομίδη γιά τις πληροφορίες της σχετικά μέ τή χρονολόγηση καί τόν καθορισμό τών τύπων τών νομισμάτων πού βρέθηκαν στους τάφους τού τύμβου. Εύχαριστίες επίσης εκφράζονται καί πρός τόν φωτογράφο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κ. Κ. Κωνσταντόπουλο γιά τις έγχρωμες φωτογραφίες του τών παρένθετων έδώ τεσσάρων πινάκων, καθώς καί πρός τίς δδ. Ί. Ίωαννίδου καί Λ. Μπαρτζιώτου γιά τίς φωτογραφίες τών Πινάκων 66, 68 καί 69.
1. Στόν ακάματο ανιχνευτή τής μεσσηνιακής γής κ. Χαράλαμπο Χριστοφιλόπουλο, πρώην αρχαιοφύλακα, εκφράζεται ευγνωμοσύνη γιατί μέ τίς έγκαιρες πληροφορίες του, βόηθησε στό νά σωθούν πολύτιμα αντικείμενα του τύμβου, πού είχαν περιέλθει σέ ξένα χέρια, μέ αποτέλεσμα τήν επισήμανση καί σέ συνέχεια τή διερεύνησή του. Σύντομες εκθέσεις γιά τίς δύο πρώτες περιόδους τής ανασκαφής βλ. είς ΑΔ 17 (1961 /2): Χρονικά σ. 98 καί ΑΔ 18 (1963) : Χρονικά σ. 91.
2. Οί διαστάσεις τού τύμβου έχουν ώς έξής : Σημερινό ύψος : 1.50μ. Μεγαλύτερη διάμετρος: 25 μ. Μικρότερη διάμετρος : 18 μ.
3. Βλ. ΑΔ (1963): Χρονικά ό.π.π. πίν. 105α, όπου καί εικονίζεται ό αστράγαλος στή θέση πού βρέθηκε.
4. Βλ. ΑΔ 18 (1963): Χρονικά πίν. 106α - 3.
5. Βλ. ΑΔ ό,π.π. πίν, 105 β - ζ', όπου διάφορες από τήν ανασκαφή τών πυρών μαζί μέ ευρήματα.
6. Μερικά από τά ευρήματα βλ. εις ΑΔ 17 (1961/2) ό.π.π. πίν. 103β καί 104α-γ. Επίσης ΑΔ 18 (1963) ό.π.π. πίν. 106 στ.
7. Βλ. ΑΔ 17 (1961/2) ο.π.π. πίν. 104α.
8. Βλ, ΑΔ 18 (1963) ο.π.π. σ. 91.
9. Γιά τά νομίσματα του τύμβου θά ακολουθήση ειδικό άρθρο τής νομισματολόγου κ. Μάντως Οικονομίδη μαζί μέ τή δημοσίευση του όλου ευρήματος του τύμβου.
10. Πρβλ. όμοιο εις SNG Cop. άριθ. 484, όπου καί αναφέρεται: «... this coin seems to be hitherto unpublished».
11. Η επιγραφή τής πίσω όψης είναι τελείως κατεστραμμένη από τό νόμισμα τούτο. Πρβλ. όμοιο εις BMC σ. Ill άριθ. 21 κ.έ. καί SNG Cop. άριθ. 508 κ.έ.
12. Πρβλ. όμοιο εις BMC σ. 2, άριθ. 5 κ.έ. ’Επίσης άλλο όμοιο εις SNG Cop.άριθ. 230 κ.έ., γιά τό όποιο δίνεται διαφορετική χρονολογία : περί τά 251- 146 π. X.
13. Πρβλ. όμοιο εις BMC σ. 114, 1-5.
14. Βλ. Howland, The Athenian Agora, Vol. IV, Greek Lamps, σ. 137-8, πίν. 46. Ιδιαίτερα συγγενές είναι τό λυχνάρι άριθ. 554. Βλ. επίσης στό τέλος τό Chronological Distribution of Types.
15. Corinth, Vol. IV, Part II, Terracotta Lamps. { Broneer).
16. Πρβλ. δ.π.π. σ. 60, πίν. VI, άριθ. 296.
17. Βλ. Howland, ό.π.π. στά λεγάμενα γιά τούς τύπους 33Α καί 33Β.
18. Excavations at Gozlii Rule, Tarsus: Vol. I, πίν. 93, άριθ. 1,5, 6, 7 καί 11. Γιά τούς τύπους I - III βλ. ο.π.π. σ. 85 καί 99. Επίσης γιά τούς τύπους IV - VIII πρβλ. ο.π.π. τά λυχνάρια στούς πίν. 94 καί 95.
19. Βλ. σχετικά γιά τό σχήμα, στήν πρόσφατη μελέτη τού D. Ε. Strong : Greek and Roman Gold and Silver Plate, London 1966, σ. 108, είκ. 24.
20. Πρβλ. τό σχήμα, αλλά καί τό όμοιο στολίδι πού έχει ό ασημένιος σκύφος άριθ. 459 τοϋ Μουσείου Πύλου, από τόν 1ο τάφο του τύμβου Τσοπάνη Ράχη, είς ΑΔ 17 (1961 /2 ) : Χρονικά, πίν. 104α δεξ.
21. Βλ. JGS 1959, 106 No 5.
22. Βλ. JGS ο.π.π. σ. 107.
23. Η προέλευση δέν είναι βεβαιωμένη από ανασκαφές. Στό Ευρετήριο του Εθνικού Μουσείουσημειώνεται καί γιά τούς δύο αυτούς σκύφους: « ηγοράσθησαν παρά Πολυχρονοπούλου, Δεκέμβριος 1867, έκ Μήλου ώς είπεν ό πωλήσας».
24. Οί δύο αύτοί σκύφοι προέρχονται από ανασκαφές τής Αρχαιολογικής Εταιρείας στά Κόκλα.
25. Άριθ. Μουσείου : 918, 21, 15. Βλ. JGS I ( 1959) σ. 36, είκ. 18 (Axel von Saldern ).
26. Βλ. JGS δ.π.π. σ. 37 - 8 καί 43 - 4. Επίσης γιά τό θέμα βλ. Κ. Parlaska, Das Verhaltnis der megarischen Becher zum Alexandrinischen Kunsthandwerk Jdl 70 (1955) σ. 129 -154.
27. Βλ. JGS δ.π.π. σ. 37. αύτ. όποσ. άριθ. 36.
28. Βλ. JGS III (1961) σ. 134 No. 3.
29. Βλ. JGS δ.π.π. σ. 135.
30. Συλλογή Εμπεδοκλή Ε 1526. Βλ. JGS I ( 1959) σ. 21 είκ. 27 (G. Davidson-Weinberg).
31. City Art Museum No. 288 : 23.
32. Museo Etrusco. Βλ. JGS I ( 1959) σ. 40 είκ. 25 καί 26 ( Axel von Saldern ).
33. Hesperia 3 ( 1934) σ. 385 είκ. 73α.
34. Ή συγκόλληση τού σκύφου οφείλεται στή φιλότιμη εργασία του έκτακτου τεχνίτη του Μουσείου Πύλου κ. Γεωργίου Αλεξάκη.
35. Βλ. απεικόνισή του καί στό ΑΔ 17 (1961/2) : Χρονικά πίν. 104 α άνω αριστερά καί 104 γ.
36. Βλ. Kisa, Das Glas im Altertume, 1908, σ. 523, είκ. 203 καί 273α.
37. Δέν έχω δει τό σκύφο τής Νέας 'Υόρκης, στερούμαι επίσης καί έγχρωμης απεικόνισής του- έτσι ή σύγκριση γιά τά χρώματα βασίζεται στή σύντομη περιγραφή πού δίνει ό Kisa, δ.π.π. σ, 523.
38. « ... die sich durch die ganze Dicke der Wandung verfolgen lassen ; ». Βλ. δ.π.π., πράγμα όμως πού έρχεται σέ αντίθεση μέ τις δύο φωτογραφίες πού ό ίδιος ό Kisa (δ.π.π. είκ. 203 καί 203α) παραθέτει. Βλ. εδώ ανατύπωσή τους στον Πίν. 67 α, β.
39. Αυτό δείχνει μιά προσεχτική ματιά στήν εσωτερική όψη τού σκύφου τής Νέας Υόρκης, όπως τουλάχιστο φαίνεται στήν είκ. 203 ο.π.π.
40. Βλ. Transactions of the American Philosophical Society, Vol. 55, Part 3 ( 1965 ) : The Glass Vessels from the Antikythera Wreck, σ. 30, αύτ. σημ. άριθ. 2, οπου :... apparently of the early first century B.C.».
41. Βλ. ΑΔ 18 (1963): Χρονικά σ. 91.
42. Βλ. Not. Scavi, 1925, σ. 90. Γιά τήν αλλαγή τής χρονολόγησης του πινακίου από τήν Weinberg, βλ. δ.π.π. σ. 34.
43. Βλ. Not. Scavi, ο.π.π. σ. 86 και 90.
44. Βλ. Not. Scavi, ο.π.π. σ. 87. Σχετικά μέ τό νόμισμα, ο.π.π. σ. 89, σημειώνεται τό εξής: «Una moneta non chiaramente riconoscibile per la sua corrosione, che appare pero essere un medio bronzo dell’ Impero Romano, portatovi forse dai precedent visitatori della tomba».
45. Βλ. Kisa, ο.π.π. σ. 519.
46. Γιά τήν ιδιάζουσα τεχνική τού τρόπου κατασκευής αγγείων μιλλεφιόρι, καθώς καί γιά τή γυαλοψηφοθετική τεχνοτροπία (Mosaikglass) βλ. τό άρθρο τού Frederic Schuler, Ancient Glassmaking Techniques (The Molding Process) στό Archaeology 12 (1959) σ. 47 - 52.
47. Οί έρευνες πού, όπως γνωρίζομε, βρίσκονται σέ εξέλιξη στό Corning Museum of Glass, γιά τή χρονολόγηση γυάλινων αρχαίων αντικειμένων, βασισμένες σέ νέες σύγχρονες μεθόδους, ίσως νά συμβάλουν σημαντικά στήν προώθηση του θέματος, παράλληλα μέ τά καθαρά αρχαιολογικά κριτήρια καί δεδομένα.
48. Γιά μερικά δείγματα από αγγεία μιλλεφιόρι τής ύστερης αρχαιότητας, βλ. Denkmaler der Romischen Koln III (1958): Romisches Buntglas im Koln, σ. 20.
49. Βασικό πάντα γιά τή συγκέντρωση τών πηγών καί τή διερεύνηση τού θέματος, παραμένει τό τρίτομο έργο τού Anton Kisa, Das Glas im Altertume, Λειψία 1908.