.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Το ελάφι: Οι παρουσία του στην Αιγαιακή και Μεσσηνιακή εικονογραφία και τις πινακίδες της Πύλου



 Στο προϊστορικό Αιγαίο απαντούν τρία είδη ελαφιών: το κόκκινο ελάφι, (έλαφος η ευγενής, Cervus elaphus), το ζαρκάδι ή δορκάς (Καπρέολος ο κοινός, Capreolus capreolus) και το πυρόξανθο ελάφι ("fallow deer", Dama dama η Cervus dama). 
 To κόκκινο ελάφ1 ή ταν το πιο διαδεδομένο, ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους2. Το αρσενικό, εξαιτίας του μεγέθους του και των εντυπωσιακών κεράτων με διακλαδώσεις, αποτελεί εξαιρετικό θήραμα. Το ζαρκάδι απαντά3 σε μικρό αριθμό ήδη από τη μεσολιθική περίοδο4 σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής Ελλάδας και την Εύβοια5. Το πυρόξανθο ελάφι6 απαντά στους οικισμούς των Σιταγρών και του Καστανά7, ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους, ενώ αναγνωρίστηκε και σε ΥΕ ΙΙΙΒ και ΙΙΙΓ στρώματα της κάτω πόλης της Τίρυνθας. Μέχρι τα ευρήματα της Τίρυνθας το είδος εθεωρείτο εισηγμένο στο νότιο ελλαδικό χώρο, ενώ η απεικόνιση ελαφιών με στικτό δέρμα στην αιγαιακή τέχνη θεωρούνταν αποτέλεσμα ανατολικής επίδρασης8. Αν και η παραπάνω υπόθεση για το νότιο ελλαδικό χώρο δεν έχει αποδειχτεί, τα ελάφια που απαντούν στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πρέπει να θεωρηθούν εισηγμένα, καθώς δεν ανευρίσκονται σε περιόδους προγενέστερες της ανθρώπινης κατοίκησης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει αμφιβολία κατά πόσον μικρά νησιά διέθεταν τους φυσικούς πόρους για να θρέψουν γηγενείς πληθυσμούς ελαφιών9. Έτσι, σύμφωνα με τον C. Gable10, το κόκκινο ελάφι είχε μάλλον μεταφερθεί στο Ακρωτήρι από τους πρώτους κατοίκους του νησιού, υπόθεση που έχει γίνει και για την παρουσία του πυρόξανθου ελαφιού στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη11.



 Η παρουσία μόνο κεράτων ελαφιού σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα εμπορικών ανταλλαγών12. Στους ιστορικούς χρόνους οι Ρωμαίοι εισήγαγαν ελάφια σε νησιά της Μεσογείου13. Γνωρίζουμε ότι το πυρόξανθο ελάφι ζούσε στην Κρήτη μέχρι τους αυτοκρατορικούς χρόνους και μέχρι πριν από ένα αιώνα τουλάχιστον στην Πελοπόννησο και την Αττική14. Σήμερα το ζαρκάδι έχει την μεγαλύτερη εξάπλωση από τα τρία είδη, ενώ το κόκκινο και το πυρόξανθο ελάφι έχουν περιοριστεί στη χερσόνησο της Χαλκιδικής και το νησί της Ρόδου15.
 Η πολλαπλή εκμετάλλευση του ζώου πρέπει να έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία της εποχής: το κρέας και ενδεχομένως το γάλα του16 θα πλούτιζαν το διαιτολόγιο. Τα κέρατα17 και τα οστά του χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή εργαλείων18, ενώ το δέρμα εξίσου πολύτιμο19 χρησίμευε ίσως στην ενδυμασία και την υπόδηση.
 Κέρατα από τα δύο χαρακτηριστικά πελοποννησιακά είδη, το κόκκινο ελάφι και το ζαρκάδι είχαν τοποθετηθεί σε θαλαμωτούς τάφους στην περιοχή του ανακτόρου του Εγκλιανού, στους θαλαμωτούς τάφους των Βολιμιδίων, ενώ οι δύο τύποι ελαφιών έχουν αναγνωριστεί και στα Νιχώρια20.
 Το ελάφι είναι γνωστό, αν και όχι αρκετά συνηθισμένο στην αιγαιακή τέχνη21. Υιοθετήθηκε περισσότερο από τη μυκηναϊκή μεγάλη ζωγραφική, ίσως εξαιτίας της προτίμησης των Μυκηναίων στην απόδοση κυνηγετικών σκηνών22. Την πρώτη εμφάνιση του θέματος στη μνημειακή τέχνη αποτελούν τα ελάφια που εικονίζονται στη μικρογραφική ζωφόρο της Δυτικής Οικίας23 και σε μικρογραφική ζωφόρο από την Κέα24. Σε YM ΙΙΙΑ τοιχογραφία από την Αγία Τριάδα δύο αποσπασματικά σωζόμενα ελάφια με στικτό τρίχωμα οδηγούνται από γυναικεία μορφή σε υπαίθριο βωμό25. Ελάφια εικονίζονται και σε τοιχογραφία από την Τίρυνθα, ίσως ως τμήμα ευρύτερης κυνηγετικής σκηνής26. Στο ανάκτορο του Εγκλιανού ελάφια απεικονίζονται σε διάφορους χώρους του ανακτόρου27, συνήθως στον άνω όροφο, αλλά και σε εμφανή σημεία στην κύρια είσοδο του ανακτόρου, όπως στο εσωτερικό Πρόπυλο και τον νοτιοανατολικό τοίχο του Μεγάρου. Απαντούν σε σκηνή κυνηγιού, σε βωμό28, μαζί με γυναικείες μορφές και φυτά. Τέλος, ελάφια σε σειρά εμφανίζονται σε γραπτή στήλη από τις Μυκήνες29 της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου.


Αριστερά: Σφραγιδόλιθος από τον Θολωτό τάφο της Άνθειας Μεσσηνίας. Χρον. -1600/ -1500. Λέοντας επιτίθεται σε ελάφι. Στο κάτω μέρος απεικονίζεται διπλός πέλεκυς. Δεξιά: Σκυφοειδής κρατήρας, ημισφαιρικού σώματος με υποτυπώδες πόδι και παχύ επίπεδο χείλος, που φέρει ταινιόσχημες λαβές στο ύψος του ώμου. Πρόκειται για το πιο αξιόλογο εύρημα κεραμεικής ΥΕ ΙΙΙ Γ στο δρόμου του τάφου Κοκκέβη στην Χώρα Μεσσηνίας. Εσωτερικά είναι μονόχρωμο, ενώ εξωτερικά φέρει διάκοσμο από μαυροκάστανη βαφή, που όμως δύσκολα ερμηνεύεται. Απεικονίζεται παράσταση αφηγηματικού χαρακτήρα, ίσως μία σκηνή κυνηγιού, καθώς διακρίνονται ζώα όπως αρσενικό ελάφι, λιοντάρι(;) και δύο σκύλοι να τα κυνηγούν. Αποδίδεται επίσης, ένας κυνηγός που φέρει περικεφαλαία πανομοιότυπη με αυτές που εικονίζονται στον «Κρατήρα των Πολεμιστών» από την Ακρόπολη των Μυκηνών.
 Το ελάφι δεν αποτέλεσε δημοφιλές θέμα του συνήθους θεματολογίου της μυκηναϊκής εικονιστικής κεραμικής. Χρησιμοποιείται μετά τα μέσα του -13ου αι.30, ίσως κάτω από την επίδραση της τοιχογραφική τέχνη του ανακτόρου της Τίρυνθας31. Περισσότερο δημοφιλές είναι το θέμα του ελαφιού στη σφραγιδογλυφία σε ολόκληρη την Χαλκοκρατία32. Η πρωιμότερη απεικόνισή του σε σφραγίδες33 από το νότιο θολωτό τάφο στη Σίβα χρονολογείται στην ΠΜΙΙΙ/ ΜΜΙΑ περίοδο. Απαντά μόνο του, ιστάμενο34, καθιστά35 ή σε κίνηση36, ανά δύο εραλδικά ή αντωπά37 ή με σημαίνοντα παραπληρωματικά στοιχεία, όπως η οκτώσχημη ασπίδα38 και το ιερό δέντρο39. Ενίοτε εικονίζεται σε σκηνές κυνηγιού με λιοντάρια40, σκύλους41 και σε μια περίπτωση με ανθρώπινη μορφή42. Άλλοτε το κυνήγι έχει προηγηθεί και το ζώο κείτεται πληγωμένο με δόρυ43. Σε ορισμένα παραδείγματα θηλάζει το μικρό του44 ή στέκεται μαζί του45. Σπάνια εμφανίζεται σε παραστάσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Σε σφράγισμα από το ανάκτορο του Εγκλιανού διακρίνεται στην άνω ζώνη ανδρική μορφή ανάμεσα σε ζεύγος γρυπών και στην κάτω ζώνη ανδρική μορφή ανάμεσα σε ζεύγος ελαφιών46. Ζεύγος ελαφιών πλαισιώνει ανδρική μορφή σε σφράγισμα από τη Νότια Οικία των Μυκηνών47. Σε δύο άλλα παραδείγματα εικονίζονται κέρατα ελαφιού με ανθρώπινα μέλη48, ενώ ασυνήθιστος είναι και ο κύλινδρος από τη Νέα Υόρκη49 με μινώταυρο, σφίγγα και σκηνή κυνηγιού με λιοντάρι και ελάφι. Κατά την Α. Σακελλαρίου50 στη σφραγιδογλυφία απεικονίζονται δύο τύποι ελαφιών, το κόκκινο και το πυρόξανθο. Το δεύτερο απεικονίζεται αποκλειστικά στις μινωικές σφραγίδες και σποραδικά στη μυκηναϊκή τέχνη.
 Σπάνια είναι η απεικόνισή του ζώου σε κοσμήματα και όπλα. Επιλεκτικά αναφέρονται: χρυσό έλασμα σε σχήμα αντίνωτων ελαφιών πάνω σε φοινικόδεντρο από τον τάφο II! του ταφικού κύκλου A των Μυκηνών51, χάλκινο εγχειρίδιο με εμπίεστη διακόσμηση από τον τάφο IV του ταφικού κύκλου A των Μυκηνών με παράσταση καταδίωξης ελαφιού από λιοντάρι52, ξύλινη εξαγωνική πυξίδα με επένδυση χρυσών πλακιδίων διακοσμημένων με την έκτυπο τεχνική από τον τάφο V του ταφικού κύκλου A των Μυκηνών53 Εγχάρακτο ελάφι απαντά και σε στήλη από τον ίδιο τάφο54.
Το θέμα είναι σπάνιο στην ειδωλοπλαστική55. Αξιοσημείωτο είναι ένα παράδειγμα YE ΙΙΙΒ ελαφιού με κατάστικτο σώμα από συλημένο τάφο στην θέση Μετόχι Σπηλιωτάκη της περιοχής των Αρχανών56.
Το ελάφι εξάλλου διακοσμεί και μυκηναϊκά ελεφάντινα αντικείμενα57. Εμφανίζεται συνήθως σε σκηνές κυνηγιού σαν θύμα γρυπών, λιονταριού ή σε μια περίπτωση δαιμόνων58.
 Για το ελάφι προσφέρουν πληροφορίες δύο ομάδες πινακίδων Γραμμικής Β της Πύλου, οι Cr 591, Cr 868 + 8752786 και οι Ub 1316, 1317, 1319, 1318. Οι πινακίδες της πρώτης ομάδας59 σώζονται αποσπασματικά και περιλαμβάνουν καταλόγους περιοχών, γνωστών και από άλλες πινακίδες, και τουλάχιστον 24 ελάφια60. Στις πινακίδες της δεύτερης ομάδας καταγράφονται, μεταξύ άλλων, δέρματα ελαφιών61 που είτε δίνονται σε ιδιώτες για την κατασκευή δερμάτινων ειδών, είτε αναμένονται να επιστρέφουν στο ανάκτορο κατεργασμένα62.


Επάνω Εγκλιανός, Ανάκτορο Νέστορος. Τοιχογραφία με παράσταση κυνηγού και ελαφιού, από την επίχωση του Δωματίου 43 (κατά Lang 1969, ζωγραφική αναπαράσταση από τον Piet de Jong). Μουσείο Χώρας.

Τα ελάφια των πινακίδων Cr έχουν ερμηνευθεί ως νεκρά θηράματα παραδοτέα στο ανάκτορο63. Ωστόσο σύμφωνα με τη R. Palmer64, η ομοιότητα των πινακίδων της σειράς Cr με τις πινακίδες της σειράς Cn65 υποδηλώνει ίσως ότι τα ελάφια που προορίζονται για το ανάκτορο πρέπει να θεωρηθούν ως ζώα για θυσία, αν και δεν δεν είναι γνωστό ποιές θεότητες θα ήταν οι αποδέκτες. Το ελάφι στην τοιχογραφία της Αγίας Τριάδας66 ακολουθεί γυναικεία ιέρεια. Στην Κλασσική Αθήνα ο μήνας Ελαφηβολιών έλαβε την ονομασία του από γιορτή προς τιμήν της Άρτεμης67, που περιελάμβανε θυσίες ελαφιών. Η Άρτεμις υπάρχει και λατρεύεται στη μυκηναϊκή περίοδο68, αλλά δεν είναι γνωστό εάν συνδέεται με το ελάφι ή το κυνήγι ή δέχεται θυσίες ελαφιών. Το ελάφι των Cr πινακίδων ίσως να συλλαμβάνεται με δίχτυα ή παγίδες. Εναλλακτικά μπορεί να είναι εξημερωμένο69 ή να προέρχεται από κοπάδι ελεγχόμενο από το ανάκτορο, ενώ είναι, τέλος, πιθανόν ο παραπάνω κατάλογος να αποτελεί ένα είδος «κυνηγετικής άδειας».


Νιχώρια: Χάλκινο Ειδώλιο Ελαφιού. Η βάση του χρησίμευε ως σφραγίδα. -11ος έως -10ος αιώνας. Τα Νιχώρια Μεσσηνίας είναι από του λίγους αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα όπου έχουμε συνεχή κατοίκηση από την εποχή του Χαλκού στους λεγόμενους "Σκοτεινούς αιώνες" που ακολούθησαν την πτώση του Μυκηναϊκού κόσμου γύρω στο -1100.Η μελέτη των ευρημάτων των Νιωχωρίων πρόσφερε πολύτιμες πληροφορίες για την περίοδο αυτή. Από τα απομεινάρια των οστών ζώων που βρέθηκαν μπορούν επιπλέον να εξαχθούν συμπεράσματα. Κατά την σκοτεινή εποχή υπάρχουν λιγότερα οστά προβάτων, χοίρων και αιγών. Από την άλλη μεριά παρουσιάζονται περισσότερα οστά σκύλων τα οποία πιθανότατα συνδέονται με την εκτροφή βοοειδών και με το κυνήγι. Επίσης η κατανάλωση κρέατος κόκκινου ελαφιού την περίοδο των σκοτεινών χρόνων έχει μεγιστοποιηθεί κάτι που υποδεικνύει το εντονότερο κυνήγι τους, μέχρι την τελική εξαφάνισή τους κατά το τέλος της σκοτεινής εποχής.
 Αν και τουλάχιστον δύο είδη ελαφιών θα ήταν γνωστά στους κατοίκους της Μεσσηνίας, μόνο ένας τύπος ιδεογράμματος χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ζώο στις πινακίδες Cr. Προφανώς οι γραφείς θα αναγνώριζαν το είδος του ελαφιού από το περιεχόμενο της πινακίδας. Σύμφωνα με τον Τ. Palaima70 το ιδεόγραμμα του ελαφιού, που απαντά μόνο στις πινακίδες της Πύλου, ίσως είχε επηρεαστεί από τις απεικονίσεις του ελαφιού στις τοιχογραφίες του ανακτόρου, μια από τις οποίες υπήρχε αμέσως έξω από το Αρχείο στους τοίχους του Προπύλου.

Το ιδεόγραμμα του Ελαφιού από τις πινακίδες Γραμμικής Β΄του ανακτόρου του Νέστορα στον Εγκλιανό Μεσσηνίας. Στις πινακίδες Cr 591 και Cr 868 της Πύλου καταχωρείται μικρός αριθμός ελαφιών που συνοδεύονται από τοπωνύμια. Ο σκοπός των καταγραφών είναι ασαφής, καθώς το υλικό είναι αρκετά αποσπασματικό, ωστόσο είναι πιθανό τα ελάφια να προορίζονταν για κατανάλωση σε συμπόσια (Bendall 2007, 58). To ζωοαρχαιολογικό υλικό και οι εικονογραφικές παραστάσεις με κυνήγι ελαφιώναπό το ανακτορικό κέντρο της Πύλου, συνάδουν με την παραπάνω ερμηνεία (Ηalstead & Isaakidou 2004, 144). Τα ελάφια πιθανόν να αποτελούσαν συνεισφορά που είχε αποκτηθεί μέσω του κυνηγιού από μέλη της ελίτ (Bennett2001, 35).

Τελετουργικό Ρυτό Ζωόμορφο τριποδικό αγγείο. Χρον.: -14ος/ -13ος αι. Βολιμίδια, τάφος 6, Αγγελόπουλου. Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας, Αίθουσα 1.
Τριποδικό ρυτό με σφαιρικό σώμα, κάθετη λαβή και ψηλό λαιμό, ο οποίος φέρει έξεργο δακτύλιο και καταλήγει σε πεπλατυσμένο οριζόντιο χείλος. Πρόκειται για ιδιόμορφο αγγείο, θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο φέρει οπές στον πυθμένα, στα τρία πόδια του καθώς επίσης και στα τρία πλαστικά ζωόμορφα διακοσμητικά στοιχεία τα οποία εκφύονται γύρω από το λαιμό του. Γραπτός διάκοσμος κοκκινωπού χρώματος κοσμεί τις ζωόμορφες κεφαλές (ελαφιών και ταύρου) στο πρόσωπο και τα κέρατα. 
Το σφαιρικό σώμα του ρυτού διακοσμείται από επάλληλες οριζόντιες ταινίες ζωγραφισμένες με ποικίλα μοτίβα όπως κοκκινωπές κυματιστές γραμμές, πλέγματα και ζώνες από τελείες. Η συγκεκριμένη κατηγορία αγγείου χρησιμοποιείται για σπονδές σε τελετουργίες είτε σε ιερά (όπου λατρεύονταν θεότητες) είτε σε ταφές (όπου αποδίδονταν τιμές- χοές σε αγαπημένους νεκρούς). Ο τελετουργικός χαρακτήρας του εν λόγω σκεύους αποδεικνύεται από το γεγονός ότι βρέθηκε πάνω σε σωρό άλλων μυκηναϊκών αγγείων σε θαλαμωτό τάφο στα Βολιμίδια. Με αυτό έγιναν οι τελευταίες χοές προς τιμήν των νεκρών, που ίσως ήταν δεινοί κυνηγοί, εξ ου και τα κεφάλια των ζώων στο ρυτό. Η ύπαρξη της ταυροκεφαλής ως θρησκευτικό σύμβολο παραπέμπει σε ρυτά σε σχήμα ταυροκεφαλής που απαντώνται στα Δωδεκάνησα (Κπαρπαθος & Ρόδο) και ανάγουν τις επιρροές τους στα βουκράνια της Μινωικής Κρήτης.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι βρέθηκε σκελετός, ακτέριστος, ύψους 1,90- 2, 00 μ. διαγωνίως εκτός θαλάμου, λίγο πριν το ανώφλι (εντός του δρόμου). Η δε επίχωση του θαλάμου περιείχε στα ανώτερα στρώματα ρωμαϊκή κεραμεική, οστά ζώων μαζί με υστερογεωμετρική κεραμεική. Συνεπώς, κατά την ελληνιστική εποχή ο τάφος ανοίχτηκε, αλλά δεν συλήθηκε, αντίθετα οι άνθρωποι σεβάστηκαν και εξακολούθησαν να τιμούν τους νεκρούς ρίχνοντας μέσα από μια οπή της στέγης του τάφου κέρατα και άλλα τεμάχια θηραμάτων (πρβλ Παυσανίας V, 6,6). Ο Μαρινάτος υποθέτει με βάση το αγγείο αλλά και την πληθώρα οστών και κεράτων ζώων ότι οι νεκροί του συγκεκριμένου τάφου ήταν κυνηγοί, οι οποίοι μεταγενέστερα “αφηρωίστικαν”, τιμήθηκαν δηλαδή από τις κατοπινές γενιές ως ήρωες.


Κουντούρη Έλενα: "Η Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ Κεραμική από το Νεκροταφείο των Βολιμιδίων Χώρας και η Σύγχρονη Κεραμική παραγωγή της Μεσσηνίας".

1  Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 11, Ζωολογία, Εκδοτική Αθηνών 1983, 95.
2  Trantalidou 1990, 100. Για το νεολιθικό οικισμό της Δήμητρας στη Μακεδονία βλ. Yannouli 1997, 110.
3  Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 11, Ζωολογία, Εκδοτική Αθηνών 1983, 134.
4  Trantalidou 1990, 95.
5  Trantalidou 1990, 100. Για τον οικισμό της Δήμητρας βλ. Yannouli 1997, 110
6  Είναι μεσαίου μεγέθους και χαρακτηρίζεται από λευκό στικτό τρίχωμα το καλοκαίρι, λευκά πίσω πόδια και λαιμό και κέρατα σε σχήμα κλαδιού.
7  Σχετικά με την αύξηση στον αριθμό του πυρόξανθου ελαφιού στους νεολιθικούς οικισμούς των Σιταγρών και του Καστανά, σε αντιδιαστολή με τη σπάνια παρουσία του είδους στις υπόλοιπες βόρειες ελληνικές θέσεις, βλ. Yannouli 1997,110.
8  Το είδος Dama mesopotamica συγγενές του Cervus dama υπήρχε στη Μ.Ασία και την Κύπρο από τη νεολιθική περίοδο, βλ. και Morris 1985,185.
9  Ρ. Halstead, Man and other animals in later Greek Prehistory, BSA 82 (1987), 75.
10  Gamble 1978, 752.
11  Gamble 1978, 752. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές το ζώο στην Κρήτη φυλασσόταν σε ζωολογικά πάρκα. Οστά του έχουν αναγνωριστεί στην MM I Κνωσό και στο υλικό από το σπήλαιο του Ψυχρού, βλ. σχετικά Ρ. Μ. Warren, The Miniature Fresco from the West House at Akrotiri, Thera and its Aegean Setting, JHS 99 (1979), 123, Morgan 1988, 188, σημ. 120. Για την άποψη ότι το ελάφι ήταν ενδημικό στην Κρήτη βλ. J. de Vos, Taxonomy, Ancestry and Spéciation of the Endemic Pleistocene Deer of Crete compared with the Taxonomy, Ancestry and Spéciation of Darwin's Finches στο D.S. Reese (εκδ.), Pleistocene and Holocene Fauna of Crete and its First Settlers, Monographs in World Arcaeology 28, Madison Wisconsin 1996,111-124.
12 Trantalidou 1990, 402 για το «fallow deer» στο Ακρωτήρι. Τα κέρατα του κόκκινου ελαφιού έχει θεωρηθεί ότι έφταναν στην Αγία Ειρήνη της Κέας μέσω εμπορίου από την Εύβοια ή την ηπειρωτική Ελλάδα, βλ. σχετικά J. Coy, Animal Remains, στο J. Coleman (εκδ.), Keos I: Kephala. A Late Neolithic Settlement and Cemetery, Princeton 1977, 132. Έχει ωστόσο υποστηριχτεί ότι η μη εύρεση ορισμένων τμημάτων του σκελετού ενός θηράματος πρέπει να εκληφθεί σαν ένδειξη ότι η σύλληψη του ζώου γινόταν μακριά από τον οικισμό και κατά συνέπεια μόνο ορισμένα τμήματα του ζώου ήταν δυνατόν να μεταφερθούν πίσω, βλ. σχετικά Halstead 1987, ό.π. (σημ. 2736) 75-77.
13  Trantalidou 1990,402.  
14  Η ανθρώπινη παρέμβαση σε περιοχές που αποτελούσαν το φυσικό τους περιβάλλον περιόρισε τα είδη σε λιγότερο φιλικά περιβάλλοντα, βλ. σχετικά Yannouli 1997,110.
15  Morris 1985, 189. Σύμφωνα με κάποιες παρατηρήσεις που έγιναν σε «fallow deers» που φιλοξενούνται σε ζωολογικούς κήπους της Γερμανίας τα θηλυκά του είδους παράγουν γάλα από το Μάιο έως τον Αύγουστο. Έτσι υπάρχει η περίπτωση της εκτροφής ελαφιών στους νεολιθικούς χρόνους για το γάλα τους.
16  Το κέρας του ελαφιού διαθέτει πολύτιμες φυσικές και μηχανικές ιδιότητες για εργαλεία, ενώ εκτιμάται σε πολλές κοινωνίες για τις ιατρικές, κοσμητικές και συμβολικές ιδιότητές του. Συνδυάζει σκληρότητα και ελαστικότητα που το καθιστούν κατάλληλο για ορισμένους τύπους εργαλείων. Γενικά το κέρας του ελαφιού είναι ευκολότερο στην κατεργασία από το οστό. Ο εμβαπτισμός του με νερό το καθιστά μαλακό και εύκολο στην επεξεργασία, μετά από την οποία επανέρχεται η αρχική του σκληρότητα. Για τις τεχνικές κατεργασίας του βλ. Krzyszkowska 1990, 58-64, εικ.24-26. Η αφθονία στελεχών κεράτων που βρέθηκαν σε θέσεις της Μακεδονίας των νεολιθικών χρόνων και της πρώιμης εποχής του Χαλκού υποδεικνύει ότι το κέρας ελαφιού ήταν υλικό ευρείας χρήσης για εργαλεία ήδη από την περίοδο αυτή, βλ. σχετικά Yannouli 1997, 112.
17  Στελέχη κεράτων ελαφιού με ίχνη επεξεργασίας προέρχονται από ΜΕ αποθέτες της Αγοράς των Αθηνών, βλ. σχετικά Immerwahr 1971, 68:402-406, και της Ασίνης, βλ. σχετικά Frödin, Persson 1938, 253-255. Εργαλεία από κέρατα ελαφιών έχουν αναγνωριστεί στις ανασκαφές του ανακτόρου του Εγκλιανού. Δεν έχει ταυτιστεί ακόμη η χρήση τους, το καμπύλο άκρο τους αποκλείει την περίπτωση να χρησιμοποιούνταν για ράψιμο υφασμάτων ή δερμάτων. Κάποια από τα παραδείγματα προέρχονται από YE III στρώματα, ενώ άλλα από αναμοχλευμένα (προσωπική επικοινωνία με S. Hofstra). Παρόμοια εργαλεία καθώς και άλλοι τύποι έχουν αναγνωριστεί στα ΜΕ-ΥΕ Νιχώρια, βλ. σχετικά Nichorìa II, 729- 730 (ίσως χρησιμοποιούνταν στην κατεργασία του οψιανού) και τη Μιδέα, βλ. σχετικά A. Ostenso, The Small Finds, στο Midea, 151. Από ανασκαφικά σύνολα εκτός ανακτόρου του Εγκλιανού προέρχονται πριονισμένα τμήματα από κέρατα ελάφων, ίσως σε στάδιο προετοιμασίας για περαιτέρω επεξεργασία. Παρόμοια παραδείγματα πριονισμένων κεράτων έχουν βρεθεί στην Αγία Ειρήνη της Κέας, βλ. σχετικά Krzyszkowska 1990, 60-64, πίν. 28, τη Μιδέα, βλ. σχετικά D. Reese, The Faunal Remains, στο Midea, 277, την κάτω πόλη της Τίρυνθας Α. Von den Driesch, J. Boessneck, Die Tierreste von der mykenischen Burg Tiryns bei Nauplion/Peloponnes, Tiryns XI, Rhein 1990, 104-107. Στελέχη κεράτων κόκκινου ελαφιού με ίχνη επεξεργασίας προέρχονται ακόμη από το Ακρωτήρι, βλ. Gamble 1978, 747.
18  R. Palmer, Perishable Goods in Myceneaen Texts, στο S. Jalkotzy, S. Hiller, O. Panagl (εκδ.), Floreant Studia Mycenaea, Akten des X. Internationalen Mykenologischen Colloquiums in Salzburg vom 1-5 Mai 1995, Wien 1999
19  R. Sloan, M-A. Duncan, Zooarchaeology of Nichorìa, Nichoria I, 68-9. Μελέτη του οστεολογικού υλικού από το ανάκτορο του Εγκλιανού δεν έχει γίνει, οπότε δεν μπορούν να υπάρξουν υποθέσεις για την αναλογία οστών ελαφιού επί του συνόλου των οστών ζώων.
20  Vanschoonwinkel 1990,330.
21  Morgan 1988, 55.
22  α) Στο νότιο τοίχο σε καταδίωξη από λιοντάρι, βλ. σχετικά Immerwahr 1990, 71, 187:Ak no12, X. Ντούρας, Οι τοιχογραφίες της Θήρας, Αθήνα 1992, εικ. 35, Τελεβάντου 1994, 224-226, έγχρ. πίν. 55, εικ. 4. Η Τελεβάντου θεωρεί ότι το ζώο, με δέρμα ωχρό με μαύρες στιγμές, ανήκει στην οικογένεια των ελαφοειδών και ίσως πρόκειται για ζαρκάδι, β) Στον ανατολικό τοίχο σε «υποτροπικό τοπίο», βλ. σχετικά L. Morgan, Theme in the West House Paintings at Thera, AE 1983, 97, Ντούρας 1992, εικ. 30, Τελεβάντου 1994, 226, έγχρ. πίν. 46, εικ. 49. Τα ελάφια στο Ακρωτήρι αποδίδονται φυσιοκρατικά, πράγμα που δεν αποκλείει την άμεση παρατήρηση τους από το ζωγράφο.
23  Κ. Abramovitz, Frescoes from Ayia Irini, Keos. Parts ll-IV, Hesperia 49 (1980), 61-62, 66-67, πίν. 6d. Τα ελάφια αποδίδονται στο είδος Dama dama εξαιτίας του καστανού χρώματος και του στικτού δέρματος τους, βλ και Morgan 1988, 55, Immerwahr 1990, 82, 189:Α.!.Νο 4. Τα ζώα αποδόθηκαν με διάθεση φυσιοκρατική. Η μικρογραφία της Κέας χρονολογείται στην ΥΜ ΙΒ περίοδο και θεωρείται σύγχρονη με αυτή της Δυτικής Οικίας.
24  R. Paribeni, Il sarcofago dipinto di Haghia Triada, MonAnt XIX 1908, 71, εικ. 22, M. Borda, Arte cretese-micenea nel Museo Pigorini di Roma, Roma 1946, 75, πίν. LV (για θραύσμα της τοιχογραφίας στο Μουσείο Pigorini της Ρώμης), Long 1974, 21, 61, εικ. 85, Immerwahr 1990, 102, 181: Α.Τ.Νο 4, Kontorli-Papadopoulou 1996, 121. Τα ζώα είναι άσπρα ή ρόδινα με μαύρες στιγμές, χωρίς να γίνεται καμία προσπάθεια φυσιοκρατίας στην απόδοση των χρωμάτων, βλ. σχετικά Vanschoonwinkel 1990, 330.
25  Το τρίχωμα των ελαφιών αποδίδεται συμβατικά με μαύρους σταυρούς, η ουρά είναι κοντή, τα κέρατα τους θυμίζουν κλαδιά δέντρου. Τα χαρακτηριστικά αυτά οδήγησαν στην ταύτιση του ζώου που απεικονίζεται με «fallow deer» βλ. σχετικά Tiryns II, 140-154, πίν. XV-XVII, Morgan 1988, 56, Immerwahr 1990, 148, 149,165, 203:ΤΙ no 7.
26  Lang 1969, Εσωτερικό Πρόπυλο: θραύσματα 1 C 2, 2 C 2, πίν. 45-46,48, 131, Ε, Δωμάτιο 20: θραύσμα 3 C 20, 36-7, 105, 199-201, πίν. 46, 132, αυλή 63:θραύσμα 5 C 63, πίν. 48, 131, ΒΔ και εξωτερικά του ανακτόρου:θραύσμα 6 C nm, 106, 220, πίν. 48, Δωμάτιο 17:θραύσμα 36 C 17, 118, 119, πίν. 61-62, 136, Δωμάτιο 19:θραύσμα 4 C 19, 105, 198, πίν. 45, Ε. Δωμάτιο 43:θραύσμα 16 Η 43, 205, πίν. 12, 121, Immerwahr 1990, 198:Py No 12, No 17.
27  Το νόημα της τοιχογραφίας με το ελάφι μπροστά σε βωμό (Lang 1969, 105: 3 C 20, πιν, 46, 132) δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο, δηλαδή εάν τα ζώα οδηγούνται στο βωμό σαν θύματα θυσίας, ή προσωποποιούν την επιφάνεια της θεότητας, βλ. σχετικά Kontorli-Papadopoulou 1996, 121.
28  G. Mylonas, Mycenae Rich in Gold, Athens 1983, 219, εικ. 171. Αρχικά ήταν εγχάρακτη, σε δεύτερη φάση καλύφθηκε με κονίαμα και επιζωγραφήθηκε. Ελάφια με καστανό και γαλάζιο χρώμα απεικονίζονται στην κάτω ζώνη.
29  Η. Catling, A Mycenaean Stag from Sparta, στο Στήλη, τόμος εις μνήμην Νικολάου Κοντολέοντος, Αθήνα 1980, 440-447, Vermeule, Karageorghis 1982, 98-101, 115-116,144.
30  Immerwahr 1990, 131.
31  P.Yule, Early Cretan Seals: A Study of Chronology, Rhein 1980, 125-126.
32  CMS II 1, 374a.
33  Ενδεικτικώς αναφέρουμε, CMS II 1, nos 70, 320, 497-501, CMS II 3, no 336, CMS II 4, nos 4, 86, 195, 220, 228, CMS II 6, no 271, CMS V, nos 336, 686, CMS VII, no 138.
34  Ενδεικτικώς CMS I, no 272b, CMS II 4, no 183, CMS V:2, nos 644, 665.
35  Ενδεικτικώς CMS I, no 497, CMS II 4, nos 113, 140, 174, 226, CMS IV, nos 269, 299, CMS V, no 297, CMS VII, no 262, CMS XII, no 236.
36 2764 Ενδεικτικώς CMS II 3, no 339, CMS II 4, no 57, CMS V, no 297, CMS VIB, no 63, CMS VIII, no 150.
37  Ενδεικτικώς CMS I, no 41, CMS VIB, no 11.
38  CMS I, no 52.
39  Ενδεικτικώς CMS II 3, no 210, CMS II 4, 167, CMS XIII, no 20.
40  Ενδεικτικώς CMS I, nos 124, 363, 412, CMS VSIB, no 276.
41  CMSI.no 15.
42  Ενδεικτικώς CMS II 3, 74, CMS IV, no 296, CMS VII, no 152.
43  CMS I, no 13.
44  CMS II 4, no 182.
45  CMS I, no 324, Pini 1997, 5-6, πίν. 3:10.
46  CMS V, no 594.
47  CMS V, no 297.
48  CMS XII, no 242.
49  A. Σακελλαρίου, Μυκηναϊκή Σφραγιδογλυφία, Αθήναι 1966, 7-10.
50  Karo 1930, 50:nos 45-46, πίν. XXVI.
51  Karo 1930, 95-97:nos 394, πίν. XCIII-XCIV.
52  Karo 1930, 143-144:nos 808-811, πίν. CXLIII-CXLIV. '
53  Karo 1930, 35:no 1427, πίνΛ/ΙΙ.
54  French 1971,164, Ιακωβίδης 1969-70, B’, 268:506, Ειρ. Πέττπα-Παπαϊωάννου, Πήλινα ειδώλια από το ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα Επιδαυρίας, Αθήνα 1985, 76:Β63, πίν. 12:Β63.
55  Σακελλαράκης, Σαπουνά-Σακελλαράκη 1997, 524, εικ. 523.
56  Poursat 1977, 77-78 για κατάλογο ελεφάντινων αντικειμένων με θέμα το ελάφι.
57  Poursat 1977, 77-79, 83-84. Για την περίφημη YE II πυξίδα από την Αθήνα με παράσταση δύο πτερωτών γρυπών που επιτίθενται σε ζεύγος λιονταριών και ελαφιών βλ. Immerwahr 1971, 106:1-16, πίν. 32.
58  Οι Cr 868 και 875 είναι τμήματα μιας πινακίδας, βλ. σχετικά J. L. Melena, 133 joins and quasi-joins of fragments in the Linear B tablets from Pylos, Minos 29-30 (1994-1995), 284.
59  T. Palaima, Mycenean Scribal Aesthetics στο R. Laffineur, J. Crowley (εκδ.), Εικών, Aegean Bronze Age Iconography:Shaping a Methodology, Proceedings of the 4th International Aegean Conference, University of Tasmania, Hobart, Australia, 6-9 April 1992, Liège 1992, Aegaeum 8, 72. Οι πινακίδες της σειράς C που χαρακτηρίζονται από το ιδεόγραμμα *104 CERV, προέρχονται από δύο γραφείς και βρέθηκαν στο αρχείο του ανακτόρου, ενδεικτικό της σημασίας τους.
60  Οι λέξεις στην πινακίδα Cr 591 είναι πολύ αποσπασματικές, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον 7 εισαγωγές, κάθε μια με αριθμούς μεταξύ 1 και 3, οπότε συνολικά αναφέρονται τουλάχιστον 17 ελάφια. Η Cr 868 έχει επίσης 7 εισαγωγές.
61  Palmer 1995, ό.π. (σημ. 2746) 468. Προέρχονται από το εργαστήριο 99 στο ΒΑ κτίριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ub 1318 που αναφέρεται μεταξύ άλλων στην κατασκευή σανδαλιών, περιλαμβάνει και δέρματα βοοειδών και χοίρων, βλ. σχετικά Ventris Chadwick 1973, 490.
62  Palmer 1995, ό.π. (σημ. 2746) 468.
63  Ventris, Chadwick 1973,132.
64  Palmer 1995, ό.π. (σημ. 2746) 469.
65  Ιδιαίτερα τις ΡΥ Cn 3, 418 και 608, που περιλαμβάνουν εισφορές περιοχών σε αιγοειδή, βοοειδή και χοίρους που προορίζονταν για θυσία.
66  ό.π. (σημ.2752).
67  W. Burkert, Greek ReligiomArchaic and Classical, translated by J. Raffan, Oxford 1985, 226.
68  Chadwick 1976, 99, του ίδιου, What do we know about Mycenaean Religion, στο A. Morpurgo- Davies, Y. Duxouh, Linear B: A 1984 Survey, Louvain-la-Neuve, 1985, 197-198, M. S. Ruiperez, J. L. Melena, Οι Μυκηναίοι Έλληνες, μεταφρ. Μ. Παναγιωτίδου, Αθήνα 1996, 186. Σε πινακίδα της Πύλου (Es 650.5) κάποιος χαρακτηρίζεται «δούλος» της Άρτεμης (a-te-mi-to do-e-ro). Δεν είναι βέβαιο ότι και στην πινακίδα ΡΥ Un 219.5 η εγγραφή a-ti-mi-te είναι δοτική του ίδιου ονόματος, θεωρείται όμως πιθανό, λαμβάνοντας υπόψη ότι συναριθμείται σε κατάλογο προσφορών, όπου αναγράφονται η Πότνια και ο Ερμής, αλλά και αξιωματούχοι και πρόσωπα του βασιλείου. Ακόμη η αποστολή ποσοτήτων μαλλιού για θρησκευτικούς σκοπούς από τη Θήβα στη μυκηναϊκή Αμάρυνθο (Of 25), όπου υπήρχε στους κλασικούς χρόνους φημισμένο ιερό της Άρτεμης, ίσως υποδηλώνει ότι η λατρεία της Άρτεμης είχε από τότε εγκαθιδρυθεί στην περιοχή.
69  Η πιθανότητα αυτή υποδηλώνει στενό έλεγχο της φύσης και της γης από το ανάκτορο και το κυνήγι σαν αποκλειστικά δραστηριότητα της αριστοκρατίας, αλλά δεν υπάρχει άμεση απόδειξη γι’ αυτό.
70  Palaima 1992, ό.π. (σημ. 2787) 73. Ιδιαίτερα η αποσπασματικά σωζόμενη τοιχογραφία με κεφάλι αρσενικού ελαφιού που βρέθηκε στο δωμάτιο 19, αλλά προέρχεται από πάνω όροφο, βλ. Lang 1969, πίν. 45, παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το ιδεόγραμμα του ελαφιού στην πινακίδα Cr 868.




Printfriendly