Ηλία Αναγνωστάκη
Θεώρησα ως ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος πρόβλημα να παρουσιάσω συνοπτικά, στο παρόν Συνέδριο, το πρόβλημα της μετονομασίας μεσσηνιακών οικισμών, μάλιστα την περίπτωση της μεσσηνιακής Κορώνης. Καθώς αυτό το ίδιο το θέμα της Συνάντησής μας "Ομηρική Αίπεια -αρχαία Κορώνη- Πεταλίδι", δηλαδή η φιλόδοξη διαχρονική μελέτη μιας τοπικής ιστορίας, το υποβάλλει, αν όχι το απαιτεί, θα ήταν χρήσιμο να σκιαγραφήσω το πρόβλημα, εκθέτοντας τις προτεινόμενες θέσεις που κατά την γνώμη μου άλλοτε ορθώς, άλλοτε καθ΄ υπερβολή, στηρίζονται σε υποθετικές μετοικεσίες, μεταφορές και εγκαταστάσεις πληθυσμών στην περιοχή κατά τους μέσους χρόνους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, διαχρονικά, η ιστορία και ονοματοδοσία της περιοχής έχει συνδεθεί ακριβώς με μεταφορές και μετοικεσίες πληθυσμών. Η ιστορία και το όνομα τόσο της αρχαίας Κορώνης με τον Θηβαίο οικιστή Επιμελίδη από την θηβαϊκή Κορώνεια, αλλά και η ιστορία του σημερινού Πεταλιδιού με τους Μανιάτες του, έχουν ως αφετηρία ρητές και τεκμηριωμένες αναφορές σε μεταφορά πληθυσμών και εγκατοίκησή τους στην πρόσφορη περιοχή, νοτιοδυτικά των ποτάμιων εκβολών της μεσσηνιακής πεδιάδας. Αντίθετα, οι υποθέσεις για αντίστοιχες μετονομασίες και μετοικεσίες στην περιοχή κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, με τις οποίες και θα ασχοληθώ, αποτελούν ουσιαστικά κατασκευές ιστορικών και αρχαιολόγων. Η κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους μετονομασία της αρχαίας και πρωτοβυζαντινής Ασίνης σε Κορώνη, όταν επιστημονικώς η αρχαία και πρωτοβυζαντινή Κορώνη ταυτίζεται με το σημερινό Πεταλίδι, αποτελεί την εδώ αφετηρία των υποθέσεων και του ερμηνευτικού προβλήματος. Ευάριθμοι μελετητές αξιοποιούν τις σχετικές μαρτυρίες μεταγενεστέρων βυζαντινών πηγών και μάλιστα για άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, τις εφαρμόζουν στην Κορώνη, χρησιμοποιούν δυσερμήνευτα ή ακόμη αμφίβολα, ως προς την τεκμηριωτική τους αξία, ευρήματα, κυρίως επιγραφικά, για να ερμηνεύσουν ερημώσεις και να αμφισβητήσουν μετονομασίες. Όντως βρισκόμαστε από κάθε άποψη σε απόλυτα σκοτεινούς χρόνους, όπως συνηθίσαμε να καλούμε την μεταβατική περίοδο από το τέλος του αρχαίου κόσμου στον κυρίως βυζαντινό.
Ουσιαστικά για την παλαιοχριστιανική Κορώνη, το σημερινό Πεταλίδι, δεν γνωρίζομε σχεδόν τίποτε, όχι όμως και για την περιοχή της. Και ίσως, στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινισθεί ότι θα χρησιμοποιούμε απολύτως διακριτά την υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή πόλη της Κορώνης, από την ευρύτερη περιοχή της Κορώνης, δηλαδή την χώρα, νότια του Βία ποταμού (Βελίκα) ώς την Ασίνη (την σημερινή Κορώνη) και ανατολικά του όρους Μαθία, του σημερινού Λυκοδήμου.
Άποψη του Πεταλιδίου |
Για την πόλη και την περιοχή αυτή, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, μετά τις αναφορές του Στράβωνα και του Παυσανία, δεν διαθέτουμε άλλη πιο συγκεκριμένη και βέβαιη αναφορά ή αναλυτικότερη περιγραφή. Τα ρωμαϊκά Itineraria αγνοούν την Κορώνη (Tambula Peutingeriana, ανώνυμος Ραβέννης, Guidonis Geographica κλπ.), ενώ όλα τους αναφέρουν τις γειτονικές Ασίνη, Μεθώνη και βεβαίως Μεσσήνη. Η αναφορά της Κορώνης, από τους βυζαντινούς φιλολόγους και γεωγράφους, θα μπορούσε να θεωρηθεί καθαρά αρχαιογνωστική και μέσα στην παράδοση, που η ύστερη αρχαιότητα κληροδότησε, με το πρόβλημα της ταύτισης των ομηρικών πόλεων Πηδάσου, Ανθείας, Αιπείας. Από τον Στέφανο Βυζάντιο του +6ου αιώνα παραδίδονται τέσσερεις πόλεις με το όνομα Κορώνεια (μία μάλιστα στην Πελοπόννησο μεταξύ Σικυώνος και Κορίνθου), ένα φρούριο στην Αμβρακία και μια χερσόνησος στην Αττική, πέντε δε με το όνομα Κορώνη με κυρίαρχη την μεσσηνιακη1, ενώ στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους, επίσης του +6ου αιώνα, αναγράφεται στην Πελοπόννησο Κορώνη και Κορωνία. Μια πληροφορία για τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Κορωνίας, που έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Σαρδικής, το 343, ενδέχεται να αφορά επίσκοπο όχι της μεσσηνιακής πόλεως. Τέλος, στον προβληματικό κατάλογο των πόλεων που περιλαμβάνονται στο λεγόμενο Τακτικό Εικονομαχίας, στον 8ο αιώνα, στα χρόνια του Λέοντα του Γ΄ Ισαύρου, ο μνημονευόμενος επίσκοπος (ο Κύδνας), υπαγόμενος στη μητρόπολη Κορίνθου, δεν είναι βέβαιον αν μπορεί να αναγνωσθεί τελικά ως Κορώνης. Έτσι πρέπει να φθάσομε πλέον στους μεσοβυζαντινούς χρόνους, στο περίφημο Χρονικό της Μονεμβασίας, πιθανότατα των αρχών του 10ου αιώνα, για να αξιωθούμε μιας σίγουρης ιστορικής μαρτυρίας για την Κορώνη. Μόνο που την φορά αυτή, το όνομα έχει ταξιδέψει ακόμη πιο νότια για να σταματήσει οριστικά στην Ασίνη, δηλαδή την σημερινή Κορώνη2.
Σύμφωνα με το Χρονικό, στα τέλη του 8ου αρχές 9ου αιώνα, μετά την ανακατάληψη από τους Βυζαντινούς των δυτικών μερών της Πελοποννήσου, τα οποία οι Σλάβοι ήλεγχαν επί 218 χρόνια, από το 587/588, πολλοί κάτοικοι που είχαν μετοικήσει, όπως οι Πατρείς, επί αυτοκράτορος Νικηφόρου, γύρω στα 805/806, επιστρέφουν στις εστίες τους, που ανοικοδομούνται εκ βάθρων, και άλλες πόλεις ενοικίζονται με σύμμικτους πληθυσμούς, όπως η Λακεδαίμων, δηλαδή η Σπάρτη.
Την ίδια εποχή, η Πελοπόννησος αναδιοργανώνεται εκτός των άλλων και εκκλησιαστικά, η Πάτρα προβιβάζεται από επισκοπή σε μητρόπολη, στην οποία προσαφιερώνονται οι επισκοπές που αποσπώνται από την Κόρινθο, αυτές της Λακεδαίμονος, της Μεθώνης και της Κορώνης3. Πρόκειται βεβαίως, όπως ήδη αναφέραμε, όχι πλέον για την αρχαία και πρωτοβυζαντινή Κορώνη, αλλα για την μεσοβυζαντινή και σημερινή Κορώνη στην θέση της αρχαίας Ασίνης. Έτσι, από τον 9ο αιώνα και εξής, αυτήν μόνον εννοούν, όταν την αναφέρουν οι πηγές, αυτήν μόνον υποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, όταν αντίθετα, στην θέση της αρχαίας και πρωτοβυζαντινής Κορώνης, διαπιστώνεται μια σταδιακή εγκατάλειψη και ερήμωση, ήδη από τον 5ο αιώνα. Τι αλήθεια είχε συμβεί, ανάμεσα στον 6ο και 9ο αιώνα; Πώς γίνεται και ένας φθίνων οικισμός επιβάλλει το όνομά του σε μια οχυρότατη και, κατά τα φαινόμενα, σημαντική πόλη; Είναι όμως επαρκή τα στοιχεία που διαθέτομε για να σχηματίσομε μια ασφαλή εικόνα τόσο για την πρωτοβυζαντινή Κορώνη, όσο και την Ασίνη, αλλά, και την περιοχή τους;
Θυμάμαι ότι, σε μια επιτόπια έρευνα με φίλους αρχαιολόγους και ιστορικούς, συζητούσαμε το πρόβλημα των μετονομασιών και διαγράφαμε την πορεία Ασιναίων- Κορωναίων και των ονομάτων Ασίνη και Κορώνη. Διαπιστώναμε με έκπληξη, ότι και τα δύο ξεκίνησαν από την Στερεὰ (Παρνασσό το ένα, Θήβα το άλλο). Αφού πέρασαν στην Πελοπόννησο, σταμάτησαν κοντά στην Ερμιόνη της Αργολίδας το ένα, στην Αίπεια, σημερινό Πεταλίδι το άλλο, για να καταλήξουν και τα δύο τελικά στην χερσόνησο του Ακρίτα. Αξίζει να επαναλάβω εν συντομία τις σχετικές παραδόσεις μετοικιών και μετονομασιών, όπως τις αναφέρει, στο δεύτερο χριστιανικό αιώνα, ο Παυσανίας:
"To παλιό όνομα της Κορώνης ήταν Αίπεια. Όταν όμως οι Θηβαίοι επανέφεραν στην Πελοπόννησο τους Μεσσηνίους, λένε ότι ο Επιμηλίδης, που είχε σταλεί ως οικιστής, την ονόμασε Κορώνεια, γιατί ο ίδιος καταγόταν από την βοιωτική Κορώνεια. Όμως, από την αρχή, οι Μεσσήνιοι δεν τα κατάφερναν με το όνομα αυτό (οὐ κατορθοῦν περί τό ὄνομα) και έτσι επεκράτησε η λανθασμένη ονομασία, δηλαδή Κορώνη. Υπάρχει όμως και άλλη παράδοση, ότι δηλαδή όταν άνοιγαν τα θεμέλια του τείχους βρήκαν μια χάλκινη κορώνη (κουρούνα) για αυτό και το όνομα Κορώνη... υπάρχει μάλιστα έξω στην ακρόπολη χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς που κρατά κορώνη».
Αντίστοιχα για την Ασίνη, ο Παυσανίας αναφέρει: "Οι Ασιναίοι αρχικά ζούσαν περί τον Παρνασσό, όταν όμως νικήθηκαν από τον Ηρακλή, οδηγήθηκαν στους Δελφούς και έπειτα πέρασαν στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν πρώτα στην παρά την Ερμιόνη Ασίνη. Από εκεί διώχτηκαν από του Αργείους και οι Λακεδαιμόνιοι τους επέτρεψαν να κατοικήσουν στην Μεσσηνία"4.
Άποψη της Κορώνης |
Όντως, στην επιβλητική χερσόνησο του ακρωτηρίου Ακρίτας, δόθηκε και η τελική λύση της επικράτησης και στερέωσης ονομάτων που ξεκίνησαν να ταξιδεύουν αιώνες πριν. Η μετατόπιση και στερέωση ενός ονόματος γίνεται σε ένα άκρον και σε μια θέση, με ασυνήθιστο ύψος και ευρύχωρη οχυρωμένη κορυφή, που ξεπερνάει από άποψη ασφαλείας όλες τις άλλες οχυρωμένες παραλιακές θέσεις της Μεσσηνίας. Αυτή είναι η περιγραφή της Ασίνης από τον Παπαχατζή και αν κρίνομε από τις υποθέσεις που έχουν καταστρωθεί για να εξηγήσουν την μετονομασία, εφάμιλλες των παραδόσεων του Παυσανία, όντως η οχυρὴ θέση της Ασίνης αποτελεί, όχι αδίκως, ένα από τα βασικά επιχειρήματα. Πέρα πάντως από τα ιστορικά θρυλούμενα, πέρα από τις εκπλήξεις μας για τα ιστορικά παράδοξα και ομοιότροπα, πέρα από τα παίγνια για την συνάντηση, επικάλυψη και δυναμική επικράτηση ονομάτων, αυτό που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι ότι όλες ουσιαστικά οι υποθέσεις, για το εξεταζόμενο πρόβλημα, εκκινούν από τα λεγόμενα του Χρονικού της Μονεμβασίας, περί καταφυγής ή μεταφοράς πληθυσμών, μετοικιών, εγκατάλειψης πόλεων, και βεβαίως μετονομασιών. Καθώς τα χρονολογικό πλαίσιο του Χρονικού, αλλά και η ελλιπής, αποσπασματική αρχαιολογική μαρτυρία το επιτρέπουν, τα περί της σλαβικής καθόδου, εγκατάστασης και εκδίωξης ή καταφυγής πληθυσμών σε οχυρές θέσεις, βρίσκουν την απόλυτη εφαρμογή τους και στην περίπτωση της Κορώνης, που μετατοπίζεται στην οχυρή Ασίνη. To Χρονικό, του οποίου η εξάρτηση σε καίρια σημασία από τον Παυσανία, έχει τελευταία υποστηριχθεί, αναφέρεται ακριβώς σε παρόμοιες μετακινήσεις πληθυσμών μπροστά στην σλαβική λαίλαπα, ίδρυση νέων πόλεων στις ακτές, βλ. Μονεμβασία, σε καταφυγή π.χ. των Λακεδαιμονίων στη Σικελία, όπου ιδρύθηκαν τα Δέμενα και οι κάτοικοι Δεμενίται αντί Λακεδαιμονίται κατονομαζονται5. Η περίπτωση μάλιστα αυτή, της υποτιθέμενης παραφθοράς του ονόματος, θυμίζει το “οὐ κατορθοῦν περί τό ὅνομα” που αναφέρει ο Παυσανίας για την Κορώνεια και Κορώνη.
Η ιστορία όμως των μεσσηνιακών οικισμών, κατά τους μεταβατικούς βυζαντινούς χρόνους, μας έχει διδάξει ότι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί σε παρόμοιες κατασκευές, όσο κι αν εμφανίζονται απόλυτα πειστικές ή αληθοφανείς. Μια από τις πρώτες μάλιστα υποθέσεις που διατυπώθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, με βάση την σλαβική κάθοδο και την συλλογιστική του Χρονικού, είναι αυτή για την μετονομασία της Κυπαρισσίας σε Αρκαδιά. Αντί όμως της άποψης ότι οι Αρκάδες, κατά την σλαβική προέλαση, κατέφυγαν στην ακρόπολη της Κυπαρισσίας και έδωσαν το νέο όνομα, πιθανότερο μοιάζει τελικά το νέο όνομα να επεκράτησε σταδιακά για ἀλλους λόγους εκκλησιαστικούς- διοικητικούς, μετά τον μαρασμό του υστερορωμαϊκού κόσμου, σε μια περιοχή της Τριφυλίας που από την αρχαιότητα διεκδικούνταν από τους Αρκάδες και που διαχρονικά αποτελούσε το πιο κοντινό και πρόσφορο παράκτιο χώρο της Αρκαδίας προς στην δυτική Πελοπόννησο. Τελικά, η μετονομασία της Κυπαρισσίας σε Αρκαδιά μάλλον ελάχιστα σχετίζεται με την σλαβική κάθοδο, τουλάχιστον όσον αφορά εκδιώξεις και μετεγκαταστάσεις πληθυσμών. Επίσης, η περίπτωση της μεσσηνιακής Μαντίνειας είναι διαφορετική, καθώς εμφανίζεται πολύ αργότερα και θεωρώ ότι μάλλον αποτελεί αρχαιογνωστικό εξελληνισμό συγγενούς φωνητικά ονόματος, οικισμού των παλαιολόγειων χρόνων, κάτι αντίστοιχο με το νεότερο Τροπολιτζα- Τρίπολις. Η θεωρία του Fougére, περί καταφυγής εκδιωχθέντων από τους Σλάβους κατοίκων από την αρχαία Μαντίνεια, αν και σταθερά επαναλαμβάνεται, δεν μοιάζει να ισχύει6.
Βυζαντινός ναός Αγίας Σοφίας, Κορώνη |
Τα αναφερόμενα, λοιπόν, από το Χρονικό της Μονεμβασίας για καταφυγή, εκδίωξη, μετοικίες πληθυσμών (Μονεμβασία, Πάτρα, Λακεδαίμονα, Ρήγιον, Δέμενα) αποτελούν το υποτιθέμενο ιστορικό προηγούμενο. Οι ίδιες περίπου υποθέσεις θα διατυπωθούν από τους ιστορικούς και για την Κορώνη- Ασίνη, για να ερμηνευθεί η μετατόπιση του ονόματος, όταν μάλιστα στο ίδιο το Χρονικό αναφέρεται ότι, μετά την καθυπόταξη των Σλάβων, προσαφιερώνεται η επισκοπή Κορώνης, μαζί με αυτήν της Μεθώνης και Λακεδαίμονος, στην νέα μητρόπολη Πατρών. Στο μεταξύ, όμως, προέκυψε και πάλι, στους αρχαιολόγους και ιστορικούς, το μείζον πρόβλημα της ταύτισης των αρχαίων πόλεων Κορώνης και Ασίνης, γεγονός που έθεσε σε ὃεύτερη μοίρα το θέμα της μεταγενέστερης μετονομασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά την πρώτη δημοσίευση των επιγραφικών δεδομένων από την αρχαία Κορώνη και την Ασίνη (σημερνό Πεταλίδι και Κορώνη αντίστοιχα), επήλθε προσωρινά σχετική σύγχυση. Τεκμηριωτικό υλικό, για τα ονόματα, δεν είχε εντοπιστεί και το υπάρχον δεν προσφερόταν, για να ενισχύει την όποια ταύτιση. Αντίθετα, επιγραφές στην Ασίνη μιλούσαν για Κορωναίους, όπως και επιγραφές στην Κορώνη για Μεσσηνίους.
Πρόκειται βεβαίως για κάτι το σύνηθες, όμως ελλείψει άλλων τεκμηρίων, για μια ακόμη φορά, η αμφιβολία για την ταύτιση των αρχαίων πόλεων άνοιγε λαμπρό πεδίο για υποθέσεις, όταν μάλιστα τα προβλήματα της ταύτισης των ομηρικών πόλεων Πηδάσου, Αίπειας, Άνθειας συνέχιζαν να προκαλούν την έρευνα. O Valmin, παρακάμπτοντας τον Στράβωνα και κυρίως τον Παυσανία, με βάση συγκεκριμένη επιγραφή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρχαία Κορώνη δεν πρέπει να αναζητείται στο Πεταλίδι, αλλά στην σημερινή Κορώνη, η δε Ασίνη πρέπει να αναζητηθεί κάπου αλλού7. Η θέση αυτή, αν και δεν έγινε αποδεκτή, ανέστειλε αρχικά την όποια διερεύνηση του προβλήματος της μετατόπισης του ονόματος. Ακόμη και o Παπαχατζής, χρόνια αργότερα, αισθάνεται υποχρεωμένος να ομολογήσει ότι, ακόμη και χωρίς ρητή επιγραφική μαρτυρία oνόματος, η αναγνώριση της αρχαίας Κορώνης στο σημερινό Πεταλίδι πρέπει να θεωρείται ασφαλής. Σχολιάζοντας δε τα αναφερόμενα του Παυσανία για την Ασίνη, θα γίνει πιο κατηγορηματικός: η θέση της μεσσηνιακής Ασίνης στο φρούριο της σημερινής Κορώνης, πρέπει να θεωρείται βεβαία. Επιφυλακτικός παρουσιάζεται όμως, ως προς την σλαβική παράμετρο της μετονομασίας, την οποία όμως δεν παραγνωρίζει. Λέγει χαρακτηριστικά; "Άv και η υπόθεση της μετοίκησης των κατοίκων της αρχαίας Κορώνης στην Ασίνη είναι αληθινή, η εγκατάλειψη της αρχαίας Κορώνης πρέπει να έγινε περί τα μέσα του 9ου αιώνα. Γιατί τότε μόνον, πλην των από ξηράς βαρβαρικῶν επιδρομών, οι παραλιακές πόλεις άρχισαν να υποφέρουν και από τους Σαρακηνούς πειρατές"8. Στο μεταξύ σε πλήθος μελετών, εγκυκλοπαιδειών, γεωγραφικών λεξικών τα περί από ξηράς, βαρβαρικών επιδρομών και, τα περί, σλαβικής καθόδου και ερήμωσης, περιφρουρούμενα, με πολλές επιφυλάξεις θα αναφέρονται, ως μια ενδεχόμενη παράμετρος της μετεγκατάστασης και μετονομασίας. Ήδη ο Κούρτιος θεωρούσε, ως εποχή εγκατάλειψης της αρχαίας Κορώνης, τον 8ο αιώνα. Κατά καιρούς μάλιστα θα προταθεί, ως χρόνος εγκατάλειψης της αρχαίας και πρωτοβυζαντινής Κορώνης και μετονομασίας της Ασίνης σε Κορώνη, ο 5ος αι., ο 8ος αι. ή ο 9ος αι., και θα αναφέρονται ως αίτια τα περί Σαρακηνών πειρατών και αραβικών από θαλάσσης επιδρομών9. Η θεωρούμενη μάλιστα ως αναφορά του λεγόμενου εικονομαχικού Τακτικού σε μεσσηνιακές επισκοπές Κορώνης και Ασίνης, ακόμη και στον 8ο αιώνα, γεγονός που θεωρήθηκε ότι πιστοποιεί την ύπαρξη και των δύο αυτών πόλεων- επισκοπών με διαφορετικά ονόματα, στα μέσα του 8ου αι., ενίσχυσε τις χρονολογικές αυτές αποκλίσεις10. Κυρίως όμως, στις εκλαϊκευτικές τοπικές ιστορίες της Κορώνης τα περί επιδρομών παρουσιάζονται ως να πρόκειται για μια απολύτως τεκμηριωμένη θέση, ως τα μόνα αίτια της αλλαγής11.
Παλαιοχριστιανική Βασιλική Κορώνης |
Στο μεταξύ, σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη του ο Μιχάλης Κορδώσης, το 1987, ήλθε να περιπλέξει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας ένα χωρίο του συνοδικού γράμματος που ο πατριάρχης Νικόλαος είχε απευθύνει στον Αλέξιο A΄ Κομνηνό, το 1084 12. O πατριάρχης αναφερόμενος στα παλιά εκκλησιαστικά πράγματα της Πελοποννήσου και μάλιστα στην διαμορφωθείσα κατάσταση μετά την καθυπόταξη των Σλάβων, επί Νικηφόρου, στις αρχές του 9ου αι., θα υπενθυμίσει ότι τότε παραχωρήθηκαν στην νέα μητρόπολη Πατρών οι επισκοπές Μεθώνης, Λακεδαίμονος και Σαρσοκορώνης. Αντί λοιπόν της Κορώνης που αναφέρει το λεγόμενο Χρονικό της Μονεμβασίας για τα ίδια γεγονότα, έχομε για πρώτη φορά, αλλά περίπου δύο αιώνες αργότερα, στο συνοδικό γράμμα, την μαρτυρία επισκοπής με το όνομα Σαρσοκορώνη. Ποια είναι αυτή η Σαρσοκορώνη και ποια η σχέση της με την μεσσηνιακή Κορώνη; O Κορδώσης ορθώς βλέπει, στην Σαρσοκορώνη, την μαρτυρούμενη και κατά τα μεταγενέστεροι χρόνια, επί Τουρκοκρατίας, ομώνυμη επισκοπή, στην περιοχή Φενεού και Στυμφαλίας, και ορθώς πιστεύει ότι αποτελεί την επιβίωση της αρχαίας αρκαδικής Κορώνειας (πιθανώς αυτής που αναφέρεται και από τον Στέφανο Βυζάντιο, μεταξύ Σικυώνος και Κορίνθου) και, που μαζί με την, εκεί, γνωστή από νεότερες πηγές, αλλά πιθανώς αρχαία πόλη, Ταρσό, δίδει τον τύπο Σαρσοκορώνη κατά τα αντίστοιχα Μοθοκόρωνα, Αργοναυπλία κλπ. Προχωρώντας, όμως, παραπέρα ο Κορδώσης, χωρίς να γίνεται αναλυτικότερος ή να ερμηνεύει την διαφοροποίηση του συνοδικού γράμματος σε σχέση με το Χρονικό, συμπεραίνει ότι "n ανύψωση της Πάτρας σε μητρόπολη και η παραχώρηση των τριών επισκοπών έγινε αμέσως μετά την απόκρουση των Σλάβων από τους κατοίκους της πόλης (έτος 805) και το τέλος της υποτιθέμενης σλαβοκρατίας των 218 ετών, στην Πελοπόννησο. Επομένως, οι πόλεις Τάρσος και Κορώνη, καθώς και η Λακεδαίμονα και Μεθώνη, που απετέλεσαν έδρες επισκοπών της νέας μητρόπολης, πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον από τον H΄ αιώνα”13. Με την θέση αυτή, χωρίς να δηλώνεται σαφώς, δημιουργείται η εντύπωση ότι αμφισβητείται, για πρώτη φορά από την δημοσίευση του Χρονικού της Μονεμβασίας, η ταύτιση της εκεί αναφερόμενης επισκοπής Κορώνης με την μεσσηνιακή Κορώνη των μεσοβυζαντινών χρόνων.
Η θέση αυτή του Κορδώση, κατά την γνώμη μας, ισχύει μόνον, όσον αφορά την σημαντική διαπίστωση για την ύπαρξη των βυζαντινών πόλεών “Ταρσός” και “Κορώνη”, ανάμεσα στο Φενεό και Στυμφαλία και που, ως επισκοπή Σαρσοκορώνης, υπήρχε ήδη στα τέλη του 11ου αι. Θεωρώ, όμως, ότι η αναφερόμενη Σαρσοκορώνη αποτελεί μια πιθανώτατα λανθασμένη προσωπική εκτίμηση, ερμηνεία ή υπόμνηση, μια ενδεχόμενη αβλεψία ή παρανόηση ή ακόμη και σκόπιμη στρέβλωση στο συνοδικό γράμμα, το οποίο δεν πρέπει να ανάγεται σε ρυθμιστή της ιστορικής αλήθειας, κατά τον ίδιο τρόπο που σε πολλά σημεία και το ίδιο το Χρονικό της Μονεμβασίας είχε την αντίστοιχη επιφυλακτική αντιμετώπιση από την έρευνα και από τον ίδιο ερευνητή. Στην καλύτερη περίπτωση, στο συνοδικό γράμμα του, ο πατριάρχης, με την σύνθετη ονομασία Σαρσοκορώνη (συνεπώς γνωστὴ του, ως επισκοπή στον 11ο αι., όπως και αυτή της Κορώνης), ερμηνεύει την γνωστή ιστορία της προσαφιέρωσης στην Πάτρα της μεσσηνιακής Κορώνης, πολλαπλασιάζοντας όμως τις επισκοπές με μία ακόμη, δηλαδή τον Ταρσό (Σαρσο-κορώνη) δίπλα στην γνωστή Κορώνη, θεωρώντας ότι έτσι πρέπει να είχαν τα πράγματα. Εξάλλου, ανά εποχή και σύμφωνα με τις πολιτικές σκοπιμότητες, περιπέτειες ή διεκδικήσεις κατά την αναδιάρθρωση της εκκλησιαστικής οργάνωσης, στους επισκοπικούς καταλόγους, στα πρακτικά Συνόδων και στα εκκλησιαστικά έγγραφα πολύ συχνά διαπιστώνεται σχετική πολυτυπία, δυσεξήγητη διατύπωση και παρανόηση στα ονόματα των επισκοπών, ακόμη και αυθαιρεσία με σύνθετες ονομασίες. Θεωρώ, λοιπόν, ότι δεν συντρέχει λόγος να αμφισβητηθεί η μεσσηνιακή Κορώνη του Χρονικού. Αξίζει να σημειωθεί παρεκβατικά ότι λίγο έλειψε παλαιότερα, πριν αποκαλυφθεί η πρωτοβυζαντινή της φάση, να διατυπωθεί αντίστοιχη αμφισβήτηση και για την μεσσηνιακή Μεσσήνη και να δημιουργηθεί σύγχυση με ομώνυμες επισκοπές η σχετικώς συγγενείς ως προς το όνομα, αν η ανασκαφική έρευνα δεν προσκόμιζε πλήθος τεκμήρια που μαρτυρούν μια συνέχεια του οικισμού, ακόμη και στους σκοτεινούς χρόνους, κατά τον 7ο- 9ο αι., μέχρι και τα χρόνια, που, ο όσιος Νίκων «πρός Μαίνην παρεγένετο κακεῖθεν πρός Καλαμάταν μετέβη. Εἴθ’ οὕτως εὐθύ Κορώνης καί Μεθώνης καί Μισύνης, ἥν καί Βουρκάνον ἐγχωρίως καλοῦσιν, ἐπιβάς, εἰς Ἀρκάδας ἁφίκετο»14. Άραγε πρέπει να αναζητήσομε λόγω του τύπου Μισύνη έναν άλλο εκτός της Μεσσήνης οικισμό;
Πέρα πάντως από τις όποιες υποθέσεις, θεωρώ ότι η ερμηνεία του Κορδώση, στηριγμένη σε πηγή πολύ μεταγενέστερη της σύνταξης του Χρονικού και των πηγών του15, τελικά δεν αμφισβητεί ότι η Κορώνη του Χρονικού είναι η μεσσηνιακή. Απλώς, προσκομίζει στην ιστορική έρευνα ακόμη και για τον 9ο αι., μια ακόμη επισκοπή, αυτήν της Σαρσοκορώνης, που και αυτή, όπως υποστηρίζεται, προσαφιερώθηκε στην μητρόπολη Πατρών. Ποια όμως αρχικά από τις δύο, την πρωτοβυζαντινή Κορώνη (σημερινό Πεταλίδι) ή την Aσίνη (μεσοβυζαντινή και σημερινή Κορώνη), αφορούσε η προσαφιέρωση που αναφέρεται στο Χρονικό, όταν ακόμη και στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου αι., σύμφωνα με τις ιστορικές ερμηνείες που αναφέραμε παραπάνω, δεν καθίσταται σαφές και βέβαιον για ποια Κορώνη μπορεί να γίνεται λόγος, όταν στα χρόνια της εικονομαχίας υποτίθεται ότι μαρτυρείται διακριτά η ύπαρξη επισκοπών Κορώνης και Ασίνης; Τίθεται, λοιπόν, και πάλι το πρόβλημα, πότε τελικά η Ασίνη μετονομάστηκε σε Κορώνη και βεβαίως για ποιους λόγους εγχωρίως, αλλά και επισήμως, την Ασίνη Κορώνην καλούσι (έτσι για να μιμηθούμε τον βιογράφο του Νίκωνος). Για να απαντηθεί τούτο, θεωρώ ότι προϋποτίθεται η όσο πιο σαφής εικόνα (αρχαιολογική, εν προκειμένω, ελλείψει γραπτών πηγών) της παράκτιας περιοχής της ανατολικής Πυλίας, από τις εκβολές του Παμίσου ως την σημερινή Κορώνη, κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους ως και τον 9ο και 10ο αι.
Για ένα πρόβλημα, όμως, όπως αυτό που μελετούμε, όπου αναγκαστικά κυριαρχούν οι ιστορικές κατασκευές, τα σενάρια με βαση υποθέσεις, ενδεχόμενα, πιθανολογίες, ομοιότητες και αληθοφάνειες, είτε καταθέτομε την αδυναμία και την άγνοιά μας εν αναμονή τεκμηριωτικού υλικού, είτε αρθρώνομε επιφυλακτικά με την σειρά μας την πλησιέστερη προς τα όποια τεκμήρια πρόταση, όταν μάλιστα υποψιαζόμαστε ότι μια εγχώριος παράμετρος δημιουργεί ή και επηρεάζει την επίσημη νέα ονοματοθεσία, αλλά πιθανώς και το αντίστροφο. Επιλέγομε την δεύτερη θέση. Τα τεκμήρια στην προκείμενη περίπτωση είναι κυρίαρχα αρχαιολογικά, όμως θα επαναλάβω ότι καθίσταται σχεδόν αποτρεπτική, και για το πρόβλημα της Κορώνης, η σιωπή των πηγών και η αποσπασματική μαρτυρία της αρχαιολογίας, αλλά και η συχνά αδιέξοδη, επικίνδυνη μέχρι ειρωνείας, διαπλοκή και συνεργασία αρχαιολογίας και ιστορίας16. Ας επιχειρήσομε, λοιπόν, μια σύντομη αρχαιολογική περιδιάβαση στον εν λόγω χώρο, στην πρωτοβυζαντινή παράκτια περιοχή από Παμίσου μέχρι Κορώνης (μιας παράλιας γραμμής μόλις 25 χλμ.) και η οποία θεωρώ ότι αποτελούσε μια ιστορικογεωγραφική και οικονομική ενότητα. Θα καταλήξομε ακολούθως σε κάποιες χρονολογικές διαπιστώσεις, πάντα βέβαια με βάση την μέχρι σήμερα διαθέσιμη πληροφόρηση.
Αρχίζοντας με τα ευρήματα στο Πεταλίδι, ας επαναλάβω αμέσως ότι η αρχαιολογική μαρτυρία για την πρωτοβυζαντινή Κορώνη είναι απογοητευτικά ελλιπής και περιορισμένη17. Το σύνολο των τεκμηρίων ανήκουν στα υστερορωμαϊκά χρόνια και χρονολογούνται κυρίως ως και τον 3ο- 4o, τα δε ελάχιστα και εμφανώς παλαιοχριστιανικά στον 4ο- 6ο αι. Οι χρονολογήσεις πάντως των παλαιοχριστιανικών ευρημάτων δίδονται από τους ανασκαφείς και αρχαιολόγους, κατά τρόπο που δηλώνει ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα αβεβαιότητας. Μια νέα εξέταση κρίνεται αναγκαία. Πρωτοβυζαντινά γλυπτά (κιονόκρανα, επίθημα και θωράκιο), που χρονολογούνται στον 5ο και 6ο αι., προέρχονται από την περιοχή του Πεταλιδιού. Κινητά ευρήματα των πρώτων χριστιανικών αιώνων (όστρακα, πήλινα και γυάλινα αγγεία, φθαρμένα χάλκινα νομίσματα και αρχιτεκτονικά μέλη) αποκαλύφθηκαν κατά τον εντοπισμό ρωμαϊκών λουτρών. Υστερορωμαϊκά και, πιθανότατα, πρωτοβυζαντινά λείψανα υπάρχουν στην αρχαία ακρόπολη (στον χαμηλό λόφο επάνω από το Γυμνάσιο του Πεταλιδιού). Άφθονη κεραμική και θεμέλια κτηρίων υστερορωμαϊκών χρόνων, που καταστράφηκαν κατά την διαμόρφωση του χώρου, εντοπίστηκαν στη θέση Καλάθι (NA του χωριού). Στον ίδιο χώρο αποκαλύφθηκε μικρό τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου, αχρονολόγητου. Σίγουρα η εικόνα που αποκομίζομε από την πρωτοβυζαντινή Κορώνη, θεωρώ ότι είναι παραπλανητική και μας απογοητεύει αν συγκριθεί με την αντίστοιχη της ευρύτερης περιοχής. Τούτο όμως οφείλεται, όπως έχω και αλλού υποστηρίξει, στην ανυπαρξία συστηματικών ανασκαφών και, ό,τι διαθέτομε τελικά, αποτελεί αποτέλεσμα φιλότιμης προσπάθειας σωστικών επεμβάσεων. Αυτό που συγκρατούμε, λοιπόν, είναι ότι όχι μόνον τα πρωτοβυζαντινά ευρήματα είναι ελάχιστα και μετά βίας εγγίζουν τον 6ο αι. (σύμφωνα πάντα με τις προτεινόμενες χρονολογήσεις), αλλά δημιουργείται και η εντύπωση μιας διακοπής στον 6ο αιώνα. Ουδέν πέραν του 6ου αι. μαρτυρεί μεσοβυζαντινή φάση στον οικισμό, όπως στην περιοχή Καρποφόρας, στον Άγιο Ανδρέα Λογγάς και στην βυζαντινή Κορώνη, όπου αντιθέτως εντοπίζονται ναοί, γλυπτά, αποθήκες, κεραμική του 8ου, 9ου και 10ου αι. κ.ε.
Πιο ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται, ως προς την πρωτοβυζαντινή μαρτυρία, η ευρύτερη περιοχή της Κορώνης. Όλα συντείνουν στην δημιουργία μιας εικόνας του χώρου με κύρια χαρακτηριστικὰ την αγροτική εκμετάλλευση, ξεκινώντας από την περιοχή της Καρποφόρας ως την Λογγά και τον Άγιο Ανδρέα, με παλαιοχριστιανικές βασιλικές, με αγροτικούς οικισμούς, αγρεπαύλεις, με αποθηκευτικούς χώρους για σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα. O Καζντάν, μάλιστα, στηριζόμενος στα πορίσματα της ανασκαφής στα Νιχώρια, δίδει την βυζαντινή φάση της εν λόγω περιοχής ως σημαντικό παράδειγμα για την μελέτη της βυζαντινής αγροτικής παραγωγής και εκμετάλλευσης18. Πρόκειται για ένα χώρο που βρίσκεται στην κορυφή ενός τριγώνου, στον μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου, όπου καταλήγουν οι πλωτοί ποταμοί της εύφορης και εντατικά εκμεταλλευόμενης μεσσηνιακής πεδιάδας, τόσο κατά τους ρωμαϊκούς, όσο και τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Πρόκειται για μια ευφορότατη περιοχή δίπλα, αλλά όχι πανω, στους θαλασσίους δρόμους Ανατολής Δύσης και που βεβαίως γειτνιάζει και επικοινωνεί με σημαντικούς θαλάσσιους σταθμούς, όπως είναι η Μεθώνη, ο κόλπος της Πύλου και με σημαντικές πόλεις, όπως η Μεσσήνη της ενδοχώρας, η Κορώνη και Ασίνη των παραλίων. Θα μπορούσε μάλιστα να θεωρηθεί, ως ο κατεξοχῆν χώρος συγκέντρωσης αγροτικών αγαθών και προώθησης, ανάλογα με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες. Σε αυτό πιθανώς συνηγορεί και μια ιστορική μαρτυρία, η περίπτωση επισιτισμού του στόλου του Βελισαρίου στην Μεθώνη με επιχώρια μεσσηνιακά προϊόντα, κατά την εκστρατεία του κατά των Βανδάλων, στα 533 19. Τούτο μάλλον ίσχυε και κατά τον 10ο και 11ο αιώνα, όπως δηλώνουν τα μεσοβυζαντινά ευρήματα στην Καρποφόρα, μετά μια μακρά περίοδο κενού, στην πληροφόρηση, και απόλυτης σιωπής πλέον των πηγών για την ιστορία της περιοχής.
Λογγά: Βυζαντινός ναός Αγίου Αντωνίου |
Στρεφόμενοι νοτιότερα, σε αυτό που αποκαλέσαμε ευρύτερη περιοχή της Κορώνης, αφού προσπεράσομε τις αρχαίες Κολωνίδες, χωρίς βυζαντινά ευρήματα, συναντούμε την Λογγά, όπου η πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή εικόνα παρουσιάζεται, όσο πουθενά αλλού, μνημειακά ενισχυμένη. Παλαιοχριστιανικά γλυπτά έχουν βρεθεί στην περιοχή, ένα μαρμάρινο θωράκιο φράγματος πρεσβυτερίου, παλαιοχριστιανικής βασιλικής 4ου - 6ου αι., στον μεταγενέστερο ναό του Αγίου Αντωνίου, μια σφραγίδα άρτων από πωρόλιθο, του 5ου ή 6ου αι., στα ερείπια ναού στη θέση Κρεμμύδια. Επίσης, στην Λογγά, βρέθηκαν μεσοβυζαντινά γλυπτά με επιγραφή και αναφορά σε ναό του Σωτήρος. Ακόμη σημαντικότερα είναι τα ευρήματα στον παράλιο οικισμό Αγίου Ανδρέα Λογγάς με δύο παλαιοχριστιανικών χρόνων ναούς πάνω στα ερείπια του ιερού του Απόλλωνα Κορύθου. Τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική με νάρθηκα είχε κτιστεί επάνω στα αρχαία θεμέλια και το μεσαίο κλίτος έφερε ψηφιδωτό δάπεδο. Μέσα και έξω από τη βασιλική αποκαλύφθηκαν τάφοι με ένα αγγείο ο καθένας. Βρέθηκαν ακόμη, αλαβάστρινο ποτήριο, θωράκια, πλίνθος με μονόγραμμα Χριστού, καθώς και μερικά επίκρανα και κίονες. Ακόμη ένας παλαιοχριστιανικός(;) ναός δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού, ενώ δίπλα του σώζεται ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Ανδρέα, αρχικά τρίκλιτη βασιλική του 10ου αι. και που, στον 110 αι, μετατράπηκε σε σταυροειδή εγγεγραμμένο μεταβατικού τύπου.
Ακόμη νοτιότερα, παρά τα κενά και τις σημαντικές ελλείψεις στην αρχαιολογική έρευνα της περιοχής της σημερινής Κορώνης, διαπιστώνεται, σε αντίθεση με το Πεταλίδι, μια σχετική συνέχεια, όπως και στην Λογγά, από την υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή στην μεσοβυζαντινή περίοδο κ.ε. Κατά μια άποψη, πάντα σε αντίθεση με την Κορώνη- Πεταλίδι που δεν μοιάζει να παρουσιάζει βυζαντινή οχύρωση, τα τείχη της αρχαίας Ασίνης πιστεύεται ότι, κατά την βυζαντινή περίοδο, επισκευάστηκαν με επαναχρησιμοποίηση αρχαίου υλικού, το δε μεσοβυζαντινό κάστρο, όπως περιγράφεται στο Χρονικό του Μορέως, ήταν κατά την κατάκτηση της πόλης από τους Φράγκους, «άχαμνῶν από τειχέα καί πύργους». Αν και η ευρύτερη περιοχή της Ασίνης- Κορώνης (Βουνάρια, πρώην Τζαφέρογλι, Αγία Τριάδα-Φανερωμένη, Βασιλίτσι-Λιβαδάκι), σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, παρουσιάζει υστερορωμαϊκό και πρωτοβυζαντινό ενδιαφέρον, δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσων, σοβαρής επιστημονικής έρευνας. To σημαντικότερο μάλιστα μνημείο της βυζαντινής Κορώνης, ο ναός της Αγίας Σοφίας, και πιθανώς το κλειδί για το θέμα που εδώ μας απασχολεί, δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική στην οποία σώζονται ίχνη σύνθρονου και μαρμάρινη κάλυψη του δαπέδου. To μνημείο, στο οποίο διακρίνονται θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών του 7ου- 8ου αι., χρονολογήθηκε αρχικά στον 8ο- 9ο αι. Αργότερα θεωρήθηκε ότι ιδρύθηκε από τον όσιο Νίκωνα και ότι ακολουθεί πιστά τη διάταξη της λεγόμενης «βασιλικής του οσίου Νίκωνος» στη Σπάρτη, η οποία όμως έχει πρόσφατα αναχρονολογηθεί στούς μεταβατικούς σκοτεινούς χρόνους του 7ου και 8ου αι. Έχουν, επίσης, εντοπισθεί τεμάχια κιόνων, κιονόκρανα, επιθήματα και αρχιτεκτονικά μέλη χρονολογούμενα στο β’ μισό του 11ου αιώνα20. Η μεσοβυζαντινή Κορώνη είναι ο μόνος οικισμός- κάστρο της περιοχής που επανειλημμένως μνημονεύεται από τον 10ο αι. κ.ε στις πηγές, είτε ως επισκοπή, είτε ως σταθμός στις περιοδείες και επισκέψεις περιηγητών και αποτελεί την πατρίδα του αγίου Θεοδώρου Κυθήρων21. Πρόκειται για μια περιοχή που, σύμφωνα με μαρτυρίες, στα μεσοβυζαντινά χρόνια φημιζόταν ήδη για την άφθονη παραγωγή ελαίου22.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, διαπιστώνομε ότι στον ευρύτερο ιστορικογεωγραφικό χώρο της Κορώνης, από τα Νιχώρια, Ριζόμυλο και Καρποφόρα ως την Λογγά και την σημερινή Κορώνη, υπάρχει η αρχαιολογική μαρτυρία για τους πρωτοβυζαντινούς και μεσοβυζαντινούς χρόνους, αν και αποσπασματική, και μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα, τα οποία θα πρέπει ακολούθως να συσχετίσομε ή και να ελέγξομε με τις πληροφορίες των ελαχίστων πηγών και κυρίως των ερμηνειών τους. Πρέπει πάντως να έχομε υπόψη μας ότι πολλά αναμένεται να αναθεωρηθούν, από μια σοβαρή αρχαιολογική έρευνα στη πρωτοβυζαντινή Κορώνη- Πεταλίδι, αλλά και όσον αφορά τις χρονολογήσεις βυζαντινών ευρημάτων και μάλιστα αυτών της μεταβατικής περιόδου από τον 6ο- 9ο αι., με την συντελούμενη σήμερα πρόοδο της βυζαντινής αρχαιολογίας (γλυπτική, κεραμική, αρχιτεκτονική)23. Τα προσωρινά μας, λοιπόν, συμπεράσματα, αλλά απολύτως ενδεικτικά στην παρούσα φάση της έρευνας και με βάση τα διαθέσιμα τεκμήρια, είναι τα εξής;
1ο. Στην θέση της αρχαίας και πρωτοβυζαντινής Κορώνης, στο σημερινό Πεταλίδι, η αρχαιολογική μαρτυρία σταματά στον 6ο αι. και βεβαίως απουσιάζει η μεσοβυζαντινή. Ουδέν προς το παρόν, όσο τουλάχιστον γνωρίζω, σημαντικό βυζαντινό μνημείο η άλλο εύρημα έχει εντοπισθεί.
2ο. Στην περιοχή Λογγά και δευτερευόντως στην Ασίνη- Κορώνη, υπάρχει σημαντική πρωτοβυζαντινή αρχαιολογική τεκμηρίωση, αλλά κυρίως η μεσοβυζαντινή φάση και των δύο χώρων, σε αντίθεση με το Πεταλίδι, είναι ενισχυμένη και συνεχής με την παρουσία ναών και οχυρώσεων. Παρατηρείται συνεπώς μια εντονότερη δραστηριοποίηση στο νοτιότερο τμήμα, στην Λογγά και Ασίνη- Κορώνη, κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους
3ο. Στην Ασίνη- Κορώνη, σημαντικός ναός των μεταβατικών χρόνων, 7ου- 8ου αι., προσφέρει τον ελλείποντα χρονολογικό κρίκο για να υποστηριχθεί η βυζαντινή παρουσία και συνέχεια ορισμένων οικισμών, κατά τους χρόνους της θεωρουμένης νομής ολοκλήρου της Δυτικής Πελοποννήσου από τους Σλάβους.
4ο. Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, η ευρύτερη περιοχή από τα Νιχώρια και Καρποφόρα ως την Ασίνη- Κορώνη, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις πηγές, χαρακτηρίζεται για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων, σιτηρών και ελαίου, μοιάζει δε κυρίαρχα προσανατολισμένη προς το νότιο τμήμα της, όπου και το οχυρό κάστρο και η μεσοβυζαντινή επισκοπή της Κορώνης.
Ήδη με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε επαρκώς να υποστηριχθεί ότι κατά την μεταβατική και κυρίως βυζαντινή φάση της περιοχής, διαπιστώνεται μια μετατόπιση των δραστηριοτήτων του πληθυσμού προς νότο. Όμως, δεν υπάρχει κανένα σοβαρό επιχείρημα ότι ο πληθυσμός που δραστηριοποιούνταν σε αυτήν την περιοχή εκδιώχθηκε εν μια νυκτί, εγκατέλειψε τις εστίες του και εγκαταστάθηκε στην Ασίνη. Η διαφαινόμενη έκπτωση της πρωτοβυζαντινής Κορώνης μάλλον αφορά μια αργή διαδικασία αλλαγών που χαρακτηρίζει το σύνολον του επαρχιών της ύστερης αρχαιότητος, οι δε σλαβικές ή άλλες επιδρομές στα τέλη του 6ου αιώνα βεβαίως προσθέτουν με την σειρά τους το ειδικό τους βάρος στις εξελίξεις. Τις αλλαγές και την αργή αυτή έκπτωση των αρχαίων άστεων μπορούμε να παρακολουθήσομε αναλυτικότερα, ήδη από τον 5ο αι. σε πολλές πόλεις και οικισμούς της Πελοποννήσου. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα χρήσιμα τα συμπεράσματα των ερευνητών για πόλεις σχετικώς πλησιόχωρες της Κορώνης, στην κλίμακα της αυτοκρατορίας, οι οποίες έχουν επαρκώς ερευνηθεί και μελετηθεί, όπως η Πάτρα, η Ολυμπία και κυρίως η Μεσσήνη24. To γεγονός, εντούτοις, ότι με τα υπάρχοντα ευρήματα δεν διαπιστώνεται παρουσία στην Κορώνη- Πεταλίδι, μετά τον 6ο αιώνα, δεν πρέπει να μας οδηγεί σε υποθέσεις ολοκληρωτικής εγκατάλειψης του χώρου στους μετέπειτα χρόνους. Αν μάλιστα κρίνομε από το παράδειγμα της Μεσσήνης, που μέχρι τις τελευταίες ανασκαφές δεν είχε διαφανεί συνέχεια του οικισμού στον 7ο και 8ο αιώνα, όπως τώρα μπορεί να υποστηριχθεί με τα νέα ευρήματα του Πέτρου Θέμελη, με τις υποψιασμένες αναγνώσεις των τεκμηρίων και την στροφή στη μελέτη του μη μνημειακού, αλλά ευτελούς και καθημερινού, θα μπορούσε κάτι αντίστοιχο να αναμένεται και για την Κορώνη. Η μόνη βεβαίως σημαντική διαφορά, που τελικά μας οδηγεί και στην διατύπωση της δικής μας υπόθεσης για την μετονομασία της Ασίνης σε Κορώνη, είναι το γεγονός (αν δεν είναι τυχαίο ή αν τούτο δεν οφείλεται σε καταστροφές των μνημείων), ότι στον ευρύτερο χώρο του Πεταλιδιού μετά τον 6ο αιώνα και καθ’ όλη την μεσοβυζαντινή περίοὸο δεν εντοπίζεται ή δεν διασώθηκε ίχνος σημαντικού λατρευτικού μνημείου, αντίστοιχου των μεσοβυζαντινών ναών του 10ου, 11ου και 12ου αι. στην Μεσσήνη, Λογγά, Ασίνη-Κορώνη25. Επί πλέον, αν η παλαιοτέρα φάση του ναού της Αγίας Σοφίας, στην μεσοβυζαντινή Κορώνη, χρονολογηθεί τελικά στα μεταβατικά χρόνια του 7ου- 8ου αι., θα άξιζε να μελετηθεί συγκριτικὰ και με την ανασκαπτόμενη βασιλική στην Μεσσήνη, όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μια αντίστοιχη χρονολόγηση με βάση τα γλυπτά, αλλάζει ριζικά την εικόνα της νοτιοδυτικῆς Πελοποννήσου, κατά τους χρόνους αυτούς, και επαναπροσδιορίζει το σλαβικό πρόβλημα στην περιοχή26.
Νιχώρια: Βυζαντινή εποχή, +4ος έως +12ος αιώνας. Αριστερά θεμέλια κτιριακών εγκαταστάσεων και δεξιά εσωτερικό οικίας |
Σύμφωνα με τα παραπάνω, αυτό που θα μπορούσε να προταθεί και να υποστηριχθεί, με βεβαιότητα, είναι κυρίως η εγκατάλειψη, όχι τόσο των οικισμών, όσο των σεναρίων περί μετοικιών και ερημώσεων μεγάλης διαρκειας (που έχουν ως πηγή έμπνευσης το Χρονικό της Μονεμβασίας, το οποίο εμπιστεύονται και στις ελάχιστες αποστροφές του και το αντιγράφουν κατά γράμμα), είτε αυτά αφορούν την Πάτρα, Λακεδαίμονα, είτε την Κυπαρισία- Αρκαδιά, Μαντίνεια, και βεβαίως Κορώνη και Ασίνη. Οι απλουστεύσεις και γενικότητες πρέπει οριστικά να εγκαταλειφθούν, καθώς η ιστορική πραγματικότητα υπήρξε τελικά περισσότερο σύνθετη. Η σλαβική κάθοδος και εγκατάσταση, κατά τον 7ο αι., είχε πολλές παραμέτρους και δεν πιστεύεται πλέον ότι, όπως αναφέρεται στο Χρονικό, για δύο αιώνες (218 χρόνια) δεν υπήρξαν αντιστάσεις ή συγκρούσεις με τη βυζαντινή εξουσία, που σίγουρα ήλεγχε την παράλια χώρα και της δυτικής Πελοποννήσου. Και για να αναφερθούμε μόνο στην Μεσσηνία, βοηθούμενοι από την αρχαιολογία και το τοπωνυμικό, μπορούμε να υποστηρίξομε ότι, μετά μια πρώτη παρουσία και προσωρινή εγκατάσταση των Σλάβων σε ορισμένες πεδινές περιοχές, επήλθε είτε συνύπαρξη με τους εντοπίους (Μεσσήνη-Βουρκάνο) ή βίαια απώθησή τους προς τους ορεινούς όγκους (Καλαμαι- Γιάνιτσα, Ταΰγετος), ανάλογα με την κατά καιρούς δυναμική επέμβαση της βυζαντινής εξουσίας. Δηλαδή, συνέβη και με τους Σλάβους, το αντίστοιχο των εντοπίων κατά την σλαβική κάθοδο. Όλο και περισσότερο, λοιπόν, υποστηρίζεται η συνεχής κινητικότητα των πληθυσμών, επήλυδων και εντοπίων, και κατά τον 7ο και 8ο αι., όπως αυτό καταγράφεται και μας παραδίδεται κυρίως για όλον τον 9ο και 10ο αιώνα27.
Συνεπώς, θεωρώ ότι τα σχετικά με την διάρκεια της αποκλειστικά σλαβικής νομής της περιοχής και το επιχείρημα της εκδίωξης των εντοπίων και καταφυγής τους στους ορεινούς όγκους και τα οχυρά κάστρα, αμέσως μετά την σλαβική κάθοδο, αλλά και η παγίωση της κατάστασης αυτής για αιώνες, δεν μπορεί να ισχύουν για την περιοχή της Κορώνης, ούτε να αποτελούν τα αίτια για την ερμηνεία της μετονομασίας της Ασίνης. Θεωρώ, απεναντίας, πιθανότερο ότι, από πολύ παλιά, η περιοχή από Πεταλιδίου μέχρι Ασίνης θα εκαλείτο, όπως γίνεται συνήθως ακόμη και σήμερα, (πρβλ. Μοθοκόρωνα) η χώρα η τα μέρη της Κορώνης. Σταδιακά δε και εγχωρίως, μετά την έκπτωση στον 6ο αι., τόσο της υστερορωμαϊκής και πρωτοβυζαντινής Κορώνης- Πεταλιδιού, όσο και της Ασίνης, με το όνομα Κορώνη δηλωνόταν, εκτός από την ευρύτερη περιοχή, και ο κυριώτερος, αναδιοργανούμενος οικισμός στα νότια, κατά τους μεταβατικούς χρόνους του 7ου και 8ου αι., οικισμός μάλιστα με κάστρο και επισκοπή. Ενδέχεται, σε εποχές ανασφάλειας, μέρος του πληθυσμού της περιοχής να κατέφευγε σε οχυρωμένες θέσεις, μετά μάλιστα την εγκατάλειψη των ανοικτών πεδιάδων και των αφύλακτων παράκτιων οικισμών της ύστερης αρχαιότητος, όπως τούτο διαπιστώνεται και αλλού. Δεν πρέπει να αποκλεισθεί λοιπόν, ότι πολλοί Κορωναίοι αισθάνονταν κατά εποχές ασφαλέστεροι στην οχυρή θέση της Ασίνης, όπου κατέφευγαν προσωρινά. Πρόκειται για γνωστή, μελετημένη και διαχρονική συμπεριφορά των πληθυσμών που αναφέρεται από το Χρονικό της Μονεμβασίας και διαπιστώνεται από την αρχαιολογία, κατά τους μεταβατικούς χρόνους, αλλά επίσης παρατηρείται στον Μοριά και κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, με την εγκατάλειψη της Σπάρτης- Λακεδαιμονίας για τον Μυστρά, του Νικλίου για το Μουχλί, ή της Βελιγοστής για το Λεοντάρι. Σημειώνεται μάλιστα, ότι οι τρεις παραπάνω πόλεις εξαφανίστηκαν οι ίδιες καθώς και τα ονόματά τους, γιατί οι πληθυσμοί τους τις εγκατέλειψαν προς χάριν άλλων κοντινών και ασφαλέστερων φρουρίων28. Πρόκειται βεβαίως για μια διαφορετική ιστορική περίοδο, με διαφορετικές παραμέτρους. Πάντως, στην περίπτωση της εγκαταλειφθείσης πρωτοβυζαντινής Κορώνης, το όνομα δεν εξαφανίστηκε, αλλά αντίθετα μεταφέρθηκε στην Ασίνη, της οποίας μάλιστα το όνομα εξαφάνισε, αν δεν είχε ήδη εκπέσει και περάσει στην λήθη.
Γεννώνται βεβαίως τα εύλογα ερώτηματα, πότε και πώς τελικά οι πληθυσμοί μεταφέρουν και επιβάλλουν το όνομα των πρώην οικισμών τους στις θέσεις που ιδρύουν ή καταφεύγουν. Πότε και πώς τα παλιά ονόματα των οικισμών επιβιώνουν, διατηρούνται, εκπίπτουν ή αντικαθίστανται με νέας Πότε οι νέοι οικισμοί φέρουν νέα ονόματα, αντί για τα ονόματα των οικισμών από όπου προέχονται οι μέτοικοι; Πιστεύω ότι θα μπορούσε να καταστρωθεί μια τυπολογία, ανά εποχή και επαρχία, και όπου θα συνυπολογίζονται πολλές παράμετροι (πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, εθνοτικές, δημογραφικές, κλιματολογικές), με πολλές ειδικές περιπτώσεις και εξαιρέσεις. Έχω, πάντως, την αίσθηση ότι, σε αντίθεση με την Μεθώνη και Κορώνη, από πολύ νωρίς το όνομα Ασίνη θα πρέπει να είχε εκπέσει και ξεχασθεί από τον πληθυσμό, όπως πιθανώς και τα ονόματα της Πύλου- Κορυφασίου, Κυπαρισσίας, Καλαμών ακόμη και Μεσσήνης (τα θυμούνται λόγιοι και αρχαιογνώστες), και τα οποία αντικαταστάθηκαν ακολούθως, μέσα στην γενικότερη κινητικότητα των πληθυσμών, με τα μεσαιωνικά δημώδη, ελληνικά ή σλαβογενή Ναβαρίνο, Αρκαδιά, Γιάνιτσα, Βουρκάνο. Έτσι και η ξεχασμένη Ασίνη μετονομάσθηκε σε Κορώνη, μόνον που, για την καθιέρωση του νέου ονόματός της, θεωρώ ότι πρέπει να αναζητηθεί μια αιτία δραστικότερη από την προτεινόμενη γενικότητα και απλούστευση, δηλαδή της μετακίνησης των Κορωναίων στην Ασίνη, λόγω σλαβικών και σαρακηνικών επιδρομών. Ακόμη και αν αυτό συνέβη, δεν εξηγείται γιατί δεν διατηρήθηκε το όνομα Ασίνη, που υποτίθεται ότι στα μέσα του 8ου αι. διαβάζεται στο «Τακτικό της Εικονομαχίας» ως έδρα επισκοπής (ὁ Ἀσίνας), υπαγόμενης στη μητρόπολη Κορίνθου, αλλά αντικαταστάθηκε με το "Κορώνη".
Άγιος Ανδρέας Λογγά Μεσσηνία: Βυζαντινός ναός Αγίου Ανδρέα |
Η φροντίδα του Νικηφόρου για την Πελοπόννησο (δηλαδή, η μετά την μετοικία αποκατάσταση των Πατρέων στα πάτρια, η ανοικοδόμηση εκ βάθρων πόλεων και ναών, η ενοίκηση ειδικά στην Λακεδαίμονα συμμίκτου λαού, Καφήρων, Θρακησίων, Αρμενίων με την επισύναξη λοιπών από διαφόρους τόπους και πόλεις), έχω και πάλι την αίσθηση ότι δεν περιοριζόταν μόνον στην Πάτρα και Λακεδαίμονα, αλλά αφορούσε και τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, διά φροντίδος ἔθετο τό καί τάς ἐκεῖσε πόλεις ἀνακαινίσαι, όπως την Κορώνη. Θεωρώ ότι τα αναφερόμενα για την Λακεδαίμονα ισχύουν και για την μεσοβυζαντινή Κορώνη, δηλαδή ἐκ βάθρων καί αὐτήν ἀνεγείρας καί ἐνοικίσας ἐν αὐτῇ λαόν σύμμικτον, Καφήρους τε καί Θρακησίους καί Ἀρμενίους καί λοιπούς ἀπό διαφόρων τόπων τε καί πόλεων ἐπισυναχθέντας, ἐπισκοπήν καί αὖθις ταύτην κατέστησε καί ὑποκεῖσθαι τῇ τῶν Πατρῶν μητροπόλει ἐθέσπισεν. Έτσι, αν, κατά τον 7ο- 8ο αι., η ερειπωμένη Ασίνη, ως οχυρά όμως θέση, αποτελούσε πάντα το προσωρινό καταφύγιο των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, των Κορωναίων, τώρα πλέον, με την πολιτική βούληση του Νικηφόρου, σταθεροποιήθηκε ως πόλος συσπείρωσης, ενοικίσθηκε με σύμμικτο λαό, δηλαδή με λοιπούς πληθυσμούς ἀπό διαφόρων τόπων τε καί πόλεων ἐπισυναχθέντας, και πιθανώτατα πρώτιστα με Κορωναίους από την ευρύτερη περιοχή.
Ως επισκοπή μάλιστα Κορώνης (με την εγκατάλειψη του ονόματος Ασίνης- Ασίνας) προσαφιερώθηκε στην νέα μητρόπολη Πατρών και ανοικοδομήθηκαν, εκ βάθρων, το κάστρο και ο επισκοπικός ναός (Ἀνῳκοδόμησέ τε ἐκ βάθρων καί τήν πόλιν αὐτῶν καί τάς τοῦ θεοῦ ὰγίας ἐκκλησίας). Ενδέχεται, ως επισκοπή Κορώνης στην νέα εκκλησιαστική αναδιάταξη, σε μεγάλο βαθμό, ο νέος τίτλος να συνέβαλε, ώστε να εκπέσει και, στους εκκλησιαστικούς κύκλους, το όνομά της Ασίνης και να επικρατήσει της Κορώνης31. Αρκεί να αναλογισθούμε πόσο συχνά και μόνο το όνομα Επισκοπή κατέληξε να αποτελεί τοπωνύμιο στον ελλαδικό χώρο. Τέλος, η ενίσχυση της νότιας περιοχής και του κάστρου, η ανοικοδόμηση του ναού της Αγίας Σοφίας, στα οποία οι ερευνητές διαπιστώνουν φάσεις των μεταβατικών χρόνων, θα μπορούσε να χρονολογηθούν, αν όχι στα χρόνια της δραστικής επανάκαμψης της βυζαντινής εξουσίας και της ίδρυσης του θέματος Πελοποννήσου στα τέλη του 8ου αι., τουλάχιστον στα χρόνια του Νικηφόρου, στις αρχές του 9ου αι, οπότε αρχίζει ουσιαστικά η βυζαντινή ιστορία της Κορώνης.
Με την ερμηνεία αυτή θεωρώ ότι αιτιολογείται, πλησιέστερα προς τα δεδομένα και την ιστορική αλήθεια (πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα), η μετονομασία της Ασίνης σε Κορώνη, δηλαδή ως αποτέλεσμα πολιτικής βούλησης και εκκλησιαστικής αναδιοργάνωσης, στις αρχές του 9ου αι. Τα νέα ονόματα εξάλλου, των προσφάτως δημιουργηθέντων και επιβληθέντων κάποδιστριακών δήμων (στην περιοχή που μελετούμε επιβλήθηκαν οι δήμοι Πεταλιδίου, Αιπείας και Κορώνης), μας βοηθούν να κατανοήσομε, τηρουμένων των αναλογιών, τόσο την διαχρονική δυναμική των ιστορικογεωγραφικών ενότητων μιας περιοχής, όσο και τον ρόλο της εξουσίας στις συνενώσεις και ονοματοδοσίες. Καθώς το νέο αυτό μέτρο εξαναγκάζει κοινότητες και οικισμούς να συνενωθούν υπό νέο όνομα, οι νέοι δήμοι θεωρήθηκαν επίσης από πολλούς ως μοντέρνα κάκωσις. Το πρόβλημα, μάλιστα, της ταύτισης αρχαίων μεσσηνιακών πόλεων οδήγησε, από παλιά, τις αρχές στην αντικατάσταση των ονομάτων πολλών οικισμών με αρχαία αντίστοιχα, με την πεποίθηση ότι οι αρχαίοι οικισμοί βρίσκονταν στην συγκεκριμένη περιοχή. Έτσι, Αίπεια ονομάστηκε οικισμός στον σημερινό δήμο Θουρίας, έξω από την Καλαμάτα, όπως Ασίνη το πρώην Τζαφερόγλι ἐξω από την σημερινη Κορώνη, επίσης καποδιστριακός δήμος Αιπείας ονομάσθηκε η περιοχὴ των χωριών Λογγά και Νέα Κορώνη, ενώ ο δήμος Πεταλιδίου με το παρόν Συμπόσιο "Ομηρική Αίπεια- αρχαία Κορώνη-Πεταλίδι" υπενθυμίζει τις διεκδικήσεις του στα ονόματα και στην ιστορία τους. Άδηλη, βεβαίως, η προοπτική των νέων ονομάτων και αντιγράφοντας τον Παυσανία θα λέγαμε ότι άγνωστο κατά πόσον οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής Κορώνης, και όχι μόνον αυτοί, κατορθοῦν περί τό ὄνομα.
Ηλίας Αναγνωστάκης, Ιστορικός - Βυζαντινολόγος
"Μετονομασίες- Μετοικεσίες: Η περίπτωση της Βυζαντινής Κορώνης"
Σημειώσεις
1. Στέφανος Βυζάντιος, Ἐκ τῶν Ἑθνικῶν (έκδ. Meineke),377-378; Κορώνεια, πόλις Βοιωτίας, Ἑκαταῖος Εὐρώπη. ἀπό Κορώνου τοῦ Θερσάνδρου, ἐν ταύτῇ οὐ φαίνεται ἀσπάλαξ, πάσης τῆς Βοιωτίας ἐχούσης τό ζῶον, κᾶν τις ἔξωθεν ἐνέγκῃ εἰς τήν Κορωνέων χώραν, οὐ δύναται ζῆν, δευτέρα πόλις (15) Πελοποννήσου [μεταξύ] Σικυῶνος καί Κορίνθου. τρίτη τῆς Φθιώτιδος. ἔστι δέ καί φρούριον τῆς Ἀμβρακίας. Τετάρτη πόλις Κύπρου, ἔστι καί χερρόνησος πρός τήν Ἀττικήν, πέμπτη πόλις Σαλαμινίων Κορώνη. ὁ πολίτης Κορώνιος καί Κορωνεύς. οἱ δέ φασι παρά τήν Κορώνειαν Κορωνιεύς, παρά δέ (20) τήν Κορώνην Κορωναεύς.(378) Κορώνη, πόλις Μεσσήνης, ὡς Ἀπολλόδωρος ἑβδόμῳ τοῦ καταλόγου. ὁ πολίτης Κορωνεύς καί Κορωναιεύς καί Κ ορωναῖος. ἔστι καί Κορώνη μοῖρα τῆς Σαλαμῖνος τῆς ἐν Κύπρῷ. καί τρίτη... ταύτης ὁ οἰκήτωρ Κορωνίτης. ἔστι καί πόλις Βιθυνίας. Για τα προβλήματα σχετικά με τις πελοποννησιακές πόλεις Κορώνεια- Κορώνη στις πηγές και στα επιγραφικά δεδομένα βλ. Μ, Κορδώσης, “Η ἀρχαία ἀρκαδική πόλη Κορώνη καί ἡ βυζαντινή Σαρσοκορώνη (Γ αἱ, πΧ.-Θ’ αἱ. μΧ), Δωδώνη 16,1 (1987), 243-251.
2. Για όλα τα παραπάνω με πλήρη βιβλιογραφική υποστήριξη βλ. Η. Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας. Η σιωπή των πηγών και η αποσπασματική μαρτυρία της αρχαιολογίας, Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη καί Ὀλυμπία. Ἀστικός καί ἀγροτικός χῶρος στή Δυτική Πελοπόννησο. Πρακτικά τοῦ Διεθνοῦς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998, επιστημ. επιμ. Π. Γ. Θέμελη- Βούλα Κόντη, Αθήνα 2002, 148-1 51. Επίσης, Ιστορική Γεωγραφία της Βυζαντινής Πελοποννήσου (395-1204), μέρος ΒΖ Οι βυζαντινές θέσεις (Βούλα Κόντη, Αννα Λαμπροπούλου, Ηλίας Αναγνωστάκης, Αγγελική Πανοπούλου, Μαρία Λεοντσίνη, υπό δημοσίευση).
3.Από την πλουσιότατη βιβλιογραφία αναφέρω μόνο τις σχετικά νεότερες εκδόσεις και σημαντικές εργασίες με σχόλια στο Χρονικό, όπου και όλη,η προγενέστερη εργογραφία, Ρ, Lemerie, La Cronique improprement dite de Monemvasie: Le contexte historique et le’gendaire, REB 21 (1963), 5-49. Cronaca di Monemvasia ,'introduzione, testo critico 6 note, Ivan Duicev, (Palermo :Istitiito siciliano di studi bizantini e neoellenici, 1976). J. Koder, Arethas von Kaisereia und die sogenannte Chronik von Monembasia, Jahrbiich der osterreichischen Byzantinistik 25 (1976), 75-80. 0. Kresten, Zur Echtzeit des sigillion des Kaisers Nicephoros I fiir Patras, Romische Historische Mitteiliingen 19 (1977), 15-78. Ewald Kislinger, Regionalgeschichte als Quellenproblem: die Chronik von Monembasia und das sizilianische Demenna ; eine historisch-topographische Studie, Akademie der Wissenschaften in Wien, Philosophisch- Historische Klasse, Βιέννη 2002. Για την ενότητα της δυτικής Πελοποννήσου υπό το φως του Χ ρονικού και την σχέση της με την Κόρινθο, Ηλίας Αναγνωστάκης, Άννα Λαμπροπούλου, Βούλα Κόντη, Χώρος και ενότητα της Δυτικής Πελοποννήσου, Π ρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία, ό.π., 65-81. ,
4. Παυσανίου, Ἑλλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά, Ι V, 34. N. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου, Ἑλλάδος περιήγησις. Βιβλία 4 καί 5. Μεσσηνιακά καί Ηλειακά, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1979, 1 52-1 61 . Γ ια μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της ταυτότητος των Μεσσηνίων, με αναφορές στον Π αυσανία και με βάση τις νεότερες ερμηνείες αρχαιολόγων και ερευνητών, βλ. J. Siapkas, Heterological Ethnicity: Conceptualizing Identities in Ancient Greece, (BOREAS, Uppsala Studies in Ancient Mediterranean and Near Eastern Civilizations 27, 2003).
5. Ειδικά για το θέμα αυτό βλ. H. Αναγνωστάκης, To επεισόδιο του Αδριάνού, Πρόγνωσις και τελεσθέντων δήλωσις, Η Επικοινωνία στο Βυζάντιο, Π ρακτικά του Β’ Διεθνούς Συμποσίου KBE/EIE, Αθήνα 1993, 195-226 και Kislinger, Regionalgeschichte als Quellenproblem: die Chronik von Monembasia und das sizilianische Demenna, ό.π., Η ,Αναγνωστάκης, Περιούσιος λαός, Oι σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου 7 ος-9ος αι., Αθήνα 2001 (IBE/EIE, Διεθνή Συμπόσια, 9), 345-
6. Βλ Ιστορική Γ εωγραφία της Βυζαντινής Πελοποννήσου (395-1204), μέρος Β’; Oi βυζαντινές θέσεις, όπ. (λήμματα Κυπαρισσία-Αρκαδιά, Μαντινεία). Επίσης, βλ. απόψεις και βιβλιογραφία Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί, όπ., 140-141 και Η. Αναγνωστάκης, Η βυζαντινή Καλαμάτα, Καλαμάτα, Επτά Η μέρες Καθημερινή 18 Νοεμβρίου 2001 [εΠόλειςλιμάνια της Πελοποννήσου, 26-31 ], Γ ια το σλαβικό ζήτημα ως ιστοριογραφικό πρόβλημα με αναφορές και στις μεσσηνιακές πόλεις βλ. επίσης Η. Αναγνωστάκης, Ναταλία Πούλου-Παπαδημητρίου, Η πρωτοβοζαντινή Μεσσήνη (5ος- 7ος ai.) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο, Σύμμεικτα 11 (1997), 295-301 και Η.Αναγνωστάκης, Oi πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι; To σλαβικό ζήτημα, Oi Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-1 5ος αι), Επιστήμης Κοινωνία, ΕΙΕ 2000, 1 9-34.
7. R. Valmin, Etudes topographiques sur la Messénie ancienne (1930) 1 75 κε, R. Valmin, BLund (1934-35) 44 κε. Γ ια τα σχετικά επιγραφικά και την βιβλιογραφία βλ. A. D Rizakis, S. Zoumbaki, C. Lepenioti, Roman Peloponnese II: Roman Personal Names in their Social Context (Laconia and Messenia), Μελετήματα Αθήνα 2004. Επίσης στον παρόντα τόμο βλ. την ανακοίνωση της Ανδρονίκης Μακρή, Επιγραφαί της αρχαίας K ορώνης.
8. Παπαχατζής, Μεσσηνιακά καί Ηλειακά, ὄπ.. 157-161 σημ. 1 .
9. Pieske, Korone, RE 11, 1422-24. A. Bon, Le Peloponnese byzantin jusqu en 1204, Παρίσι 1951, 8-9, 23. P. Topping, The Post-Classical Documents, The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, έκδ. W. A. McDonald - G. R. Rapp, Μιννεάπολη 1972, 64-80, The Princeton Encyclopedia of Classical Sites, (επιμ. Richard Stillwell, William L. MacDonald και Marian Holland McAllister) NJ. Princeton University Press 1976 (λήμμα Koroni- Petalidi του G. S. Korres). M. Σ. Κορδώσης, H σλαβική ἐποίκηση στήν Πελοπόννησο μέ βάση τά σλαβικά τοπωνύμια, Δωδώνη 10 (1.981), 420. Griechenland. Lexikon der historischen Sta'tten von den Anfangen bis zur Gegenwart (έκδ, Siegfried Lauffer), Μόναχο 1989, 343-344. Anna Avrame’a, Le Peloponnese du IVe au VIIIe siécle. Changement et persistances, Παρίσι 1997, 193-194 ἀρ. 230, 27 7.
10. V. Laurent, Le Corpus des sceaux de l ’Empire byzantin, τόμ. V1 , L’église, Παρίσι 1963, 486. V. Laurent, La date de l’érection des métropoles de Patras et de Lacéde’mone, REB 21 (1963), 129-141.Γ.Κονιδάρης, ΧΑσίνης ἃπισκοπή, Θρησκευτική καί ΧΗθική ΧΕγκυκλοπαίδεια (ΞΘΗΕ) 3 (1965), 374. Τ. Γριτσόπουλος, Κορώνης ΧΕπισκοπή, ΘΗΕ 7 (1965), 874-879.Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, ‘H «Εἰκονοκλαστική» Notitia 3 καί τό λατινικό πρότυπό της, Σύμμεικτα 10 (1996), 60 και
11. Φ. Κ. Λίτσας, Τόποι καί στιγμές στή Βυζαντινή Μεσσηνία, Τριφυλιακή Ἑστία 8 (1982), 381 -384, Φ. Λίτσας, Κορώνη, ‘H προσωπογραφία μιᾶς πολιτείας, Αθήνα 1983, 195-205, Β, Δ. Μαράντος-Β. Ρούβαλης, Η ιστορία της Κορώνης, Αθήνα 2000, 23-32, Δ. Μουρδουκούτας, Κορώνη. Ἱστορικά - Χριστιανικά Μνημεῖα, Μεσσήνη χχ.
12. Γ. Ράλλης, Π . Ποτλής, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμ. 5 Αθήνα 1855, 72 και J. P. Migne, Patrologia Graeca τόμ. 1 1 1, στλ. 880.Μ.Σ.Κορδώσης, 'H ἀρχαία ἀρκαδική πόλη Κορώνη καί ἡ βυζαντινή Σαρσοκορώνη (Γ αἱ. πΧ. - Θ’ αἱ. μΧ), Δωδώνη 16 (1987), τχ. 2, 243-251.
13, Κορδώσης, ό,π., 248-249. Εν μέρει οι απόψεις αυτές ειῄζαν διατυπωθεί υπαινικτικά ήδη στο Μ. Σ. Κορδώσης, Συμβολή στήν ἱστορία καί τοπογραφία τῆς περιοχῆς Κορίνθου στούς μέσους χρόνους, Αθήνα 1981, 264-265, 360-362.
14. Βίος Νίκωνος, έκδ. Οδ. Λαμψίδου, Ὁ ἐκ Πόντου ὅσιος Νίκων ὀ Μετανοεῖτε, Αθήνα 1982 (Ἐπιτροπή Ποντιακῶν Μελετῶν περιοδικοῦ Ἃρχεῖον Πόντου, Παράρτημα 13, Πηγαί τῆς ἱστορίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, 4), 62§ 22, 187§ 22. Κυριακή Μαμώνη, ‘H βυζαντινή Μεσσήνη (ἀνατολικῆς Θράκης), BF 1 4 (1989), 329- 341, H. Αναγνωστάκης, Ι (πορικογεωγραφικές σημειώσεις, Σύμμεικτα 8(1989), 61- 79, Αναγνωστάκης και Πούλου-Παπαδημητρίου, Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη, όπ.
15. O. Kresten, Zur Echtzeit des sigillion des Kaisers Nicephoros I fur Patras, Ἰ Κόιηίςεὴε Historische Mitteilungen 19(1977), 15-78 και Kislinger,. Regionalgeschichte als Quellenproblem, όπ.
16. Για μια θεώρηση των προβλημάτων αυτών βλ. την προσωπική εργογραφία, Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί, ὄπ, H. Αναγνωστάκης, Η χειροποίητη κεραμική ανάμεσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία, Βυζαντιακά 17(1997), 285-330. H. Αναγνωστάκης, Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι; To σλαβικό ζήτημα, Οι Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι), Επιστήμης Κοινωνία, EIE 2000, 19-34. H. Αναγνωστάκης, Συναίνεση με την βυζαντινή ιστοριογραφία; η ειρωνεία, Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχ. 88 Σεπτ. 2003, 8-13
17. Για όσα αρχαιολογικά αναφέρονται εδώ άκρως συνοπτικά, παραπέμπομε στις παρακάτω εργασίες, όπου και η αναλυτική βιβλιογραφία; Avraméa, Peloponnese, ό. π., 193-194, αρ. 227- 230 και 277. Anna Lambropoulou, Le Peloponnese occidental a l’e’poque protobyzantine (IVe-VIIe siecles). Problemes de geographic historique d’un espace a reconside’rer, Byzanz als Raum: Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographic des ostlichen Mittelmeerraumes (επιμ. Klaus Belke), Wien 2000, 100-103.Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί, ὄπ, 149- 151,Kizlinger Regionalgeschichte als Quellenproblem, ό.π.
18. Γενικώς βλ. για τα βυζαντινά Ν ιχώρια, Καρποφόρα, Ριζόμυλο, Excavations at Nichoria in Southwest Greece, Vol. III. Dark Age and Byzantine Occupation, έκδ. W.A.McDonald, W.D.E. Coulson, J. Rosser, The University of Minnesota Press, Mιννεάπολη 1983. A. Kazhdan, Once more Agrarian History of Byzantium, Byzantinoslavica 55(1944), 72, Lambropoulou, Le Peloponnese occidentale, ό. π.,
19. Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί, ὀπ, 155-1 58.
20. Για την Αγία Σοφία Κορώνης βλ, I . Σταμπολτζής, Παρατηρήσεις ἐπί τριῶν χριστιανικῶν ναῶν τῆς Μεσσηνίας, Πρακτικά τοῦ A’ Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν (Σπάρτη 7-14 Σεπτεμβρίου 1 975), Α-Γ, Αθήνα 1 976-1 978 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6), τόμ. 2, 268-270, Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί, όπ, 151, Άννα Λαμπροπούλου, H. Αναγνωστάκης, Βούλα Κόντη, Αγγελική Πανοπούλου, Συμβολή στήν ἑρμηνεία τῶν ἀρχαιολογικῶν τεκμηρίων τῆς Πελοποννήσου κατά τούς «σκοτεινούς αἰῶνες», Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (705'- 905' αι), Αθήνα 2001 (IBE/EIE, Διεθνή Συμπόσια, 9), 21 0-21 1.
21 Βίος Θεοδώρου Κυθήρων, έκδ,Ν ,Α. Οικονομίδης, Ὸ βίος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Κυθήρων (10ος αἱ) (12 ΜαὶὉυ - BHG 3, ρ. 2430), Πρακτικά Γ Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ.Α, Αθήνα 1967, 281 -291 (= Byzantinium from the Ninth Century to the Fourth Crusade. Studies, Texts, Monuments, Λονδίνο, Variorum Collective Studies Series, 1992, VII), Άννα Λαμπροπούλου, H. Αναγνωστάκης, Βούλα Κόντη, Αγγελική Πανοπούλου, Μνήμη και λήθη της λατρείας των αγίων της Πελοποννήσου 9ος-15ος αι., Οι ήρωες της ορθόδοξης εκκλησίας, Οι νέοι άγιοι 805-1609 αι., Αθήνα 2004, (IBE/EIE, Διεθνή Συμπόσια, 15) 265-294.
22. EX benedicti Petroburgensis abbatis Vita et Gestis Henrici II Anglia Regis, ab anno 1 1 79 usque ad annum 1 192, Recueil des historiens des Gaules et de la France, έκδ. Dom Martin Bouquet, τόμ. 17, Παρίσι 1818, 533 και Gesta Regis Henrici Secundi Benedicti Abbatis, The Chronicle of the Reigns of Henry II and Richard I AD. 1169-1 192, έκδ. William Stubbs [Rerum Britannicarum Medii ap. vi Scriptores 49], τόμ. 2 Λονδίνο 1867, 200.
23,Λαμπροπούλου κά, Συμβολή, ὄπ, 189-229.
24. Βλ, τις σχετικές απόψεις στα δύο πιο πρόσφατα δημοσιεύματα, Anna Avraméa, Le Peloponnese du ΙVe au VIIIe siecle. Changement et persistances, Παρίσι 1997, και Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998, επιστημ. επιμ. Π. Γ. Θέμελη - Βούλα Κόντη, Αθήνα 2002. Γ ια τις μεσοβυζαντινές πόλεις της Μεσσηνίας βλ. τα σχετικά λήμματα στο Iστορική Γεωγραφία της Βυζαντινής Πελοποννήσου (395- 1 204), μέρος Β; Oi βυζαντινές θέσεις, ό.π.
25. Για τις μεσοβυζαντινές πόλεις της Μεσσηνίας βλ. τα σχετικά λήμματα στο Ιστορική Γεωγραφία της Βυζαντινής Πελοποννήσου (395-1 204), μέρος B: Oi βυζαντινές θέσεις, (m.
26. Βάσω Πέννα, Άννα Λαμπροπούλου, Ηλίας Αναγνωστάκης, Γ λυπτά της Μεσσήνης; μελέτη της γλυπτικής της Δυτικής Πελοποννήσου κατά την διάρκεια των μεταβατικών χρόνων, Πρακτικά διεθνούς Συμποσίου για την Βυζαντινή Γλυπτική 7ος-12ος αι,, Αθήνα 6-10 Σεπτεμβρίου 2000 (υπό εκτύπωση).
27.Το θέμα τεράστιο, αλλά για την Μεσσηνία βλ,ΡΙιᾶεάοη Malingoudis, Studien zu den slavischen Ortsnamen Griechenlands. 1 , Slavische Flurnamen aus der messenischen Mani, [Abhandlungen der Geistes- und Sozialwissenschaftlichen Klasse.Akademie der Wissenschaften und derLiteratur in Mainz 3] 1981. Phaedon Malingoudis, Toponymy and History. Observations Concerning the Slavonic Toponym y of the Peloponnese, Cyrillomethodianum 7(1983), 99-11 Αναγνωστάκης, Ιστορικογεωγραφικές σημειώσεις, oar, Αναγνωστάκης, Πούλου-Παπαδημητρίου, Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος at), όπ. Επίσης, H. Αναγνωστάκης, Άννα Λαμπροπούλου, Μια περίπτωση εφαρμογής του βυζαντινού θεσμού του ασύλου στην Πελοπόννησο; Η προσφυγή των Σλάβων στο ναό του αγίου Ανδρέα Πατρών, Σύμμεικτα 14(2001), 29-47, Η ,Αναγνωστάκης, Άννα Λαμπροπούλου, Καταστολή μια μορφή ανοχής στην Πελοπόννησο του 9ου και 10ου αι., Ανοχή και καταστολή στους μέσους χρόνους, [IBE/EIE, Διεθνή Συμπόσια, 10] Αθήνα 2002, 47-61.
28. Μ. Σ. Κορδώσης, Μετατόπιση πελοποννησιακών πόλεων στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, Ιστορικογεωγραφικά 6(1998), 91 -96.
29. Θεοφάνης, Χρονογραφία (εκδ. de Boor), 48610-12, βλ. και αγγλική μτφ. με σχόλια C. Mango, R. Scott, The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern History AD 284-813, Oxford 1997, 667-670. Κλασική θεωρείται η πρώτη σημαντική για το θέμα μελέτη του Ρ. Charanis, Nicephorus I, the saviour of Greece from the Slavs (810 AD), Byzantina-Metabyzantina, 1 (1946) 75-92. Η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη και απλώς παραπέμπομε σε κάποιες νεότερες σχετικές εργασίες, Hans Ditten, Ethnische Verschiebungen zwischen der Balkanhalbinsel und Kleinasien vom Ende des 6. bis zur zweiten Ha'lfte des 9. Jahrhunderts, Berlin, 1993, J. C. Cheynet, Les transferts de population sous la contrainte a Byzance, Travaux et Recherches de l’UMLV. Litte’ratures. Sciences humaines. Les de’placements contraints de population, Marne-la—Valle’e 2003, p. 45-70, Florin Curta, Byzantium in Dark-Age Greece (the numismatic evidence in its Balkan context), Byzantine and Modern Greek Studies, 29.2 (2005), 113-146.
30. Χρονικόν της Mονεμβασίας, (έκδ, I. Duicev), 20-22.
31. Πρβλ. την αντιστοιχία με τον Αρκαδίας, Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί, όπ,, 1 40-141 . Για την εκκλησιαστική αναδιοργάνωση των αρχών του 9ου αι. στην Πελοπόννησο, βλ. Ρ. Yannopoulos, Me’tropoles du Peloponnese mésobyzantin:un souvenir des invasions avaro-slaves, Byzantion 63 (1993), 388-400 και Αναγνωστάκης κ.ά., Χώρος και ενότητα της Δυτικής Πελοποννήσου, όπ,
29. Θεοφάνης, Χρονογραφία (εκδ. de Boor), 48610-12, βλ. και αγγλική μτφ. με σχόλια C. Mango, R. Scott, The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern History AD 284-813, Oxford 1997, 667-670. Κλασική θεωρείται η πρώτη σημαντική για το θέμα μελέτη του Ρ. Charanis, Nicephorus I, the saviour of Greece from the Slavs (810 AD), Byzantina-Metabyzantina, 1 (1946) 75-92. Η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη και απλώς παραπέμπομε σε κάποιες νεότερες σχετικές εργασίες, Hans Ditten, Ethnische Verschiebungen zwischen der Balkanhalbinsel und Kleinasien vom Ende des 6. bis zur zweiten Ha'lfte des 9. Jahrhunderts, Berlin, 1993, J. C. Cheynet, Les transferts de population sous la contrainte a Byzance, Travaux et Recherches de l’UMLV. Litte’ratures. Sciences humaines. Les de’placements contraints de population, Marne-la—Valle’e 2003, p. 45-70, Florin Curta, Byzantium in Dark-Age Greece (the numismatic evidence in its Balkan context), Byzantine and Modern Greek Studies, 29.2 (2005), 113-146.
30. Χρονικόν της Mονεμβασίας, (έκδ, I. Duicev), 20-22.
31. Πρβλ. την αντιστοιχία με τον Αρκαδίας, Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί, όπ,, 1 40-141 . Για την εκκλησιαστική αναδιοργάνωση των αρχών του 9ου αι. στην Πελοπόννησο, βλ. Ρ. Yannopoulos, Me’tropoles du Peloponnese mésobyzantin:un souvenir des invasions avaro-slaves, Byzantion 63 (1993), 388-400 και Αναγνωστάκης κ.ά., Χώρος και ενότητα της Δυτικής Πελοποννήσου, όπ,