Η Μεσσηνία και η Τριφυλία αποτελούν τον γεωγραφικό χώρο της νότιας Πελοποννήσου, που εκτείνεται από την Αρκαδία έως τη θάλασσα του Μεσσηνιακού κόλπου. Στην εν λόγω περιοχή εντάσσονταν εκκλησιαστικά -κατά καιρούς- οι επισκοπές Μεσσήνης, Μεθώνης, Κορώνης, Ανδρούσης, Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς) και Χριστιανουπόλεως.
To 1833 με το BA. Περί προσωρινής διαιρέσεως των Επισκοπών του Βασιλείου τροποποιήθηκε η εκκλησιαστική διοίκηση του μεσσηνιακού χώρου, οπότε και ταυτίστηκε η γεωγραφική διαίρεση του νεοελληνικού βασιλείου με την επισκοπική. Συγκεκριμένα, ο Νομός Μεσσηνίας αποτελούσε πια μια ενιαία εκκλησιαστική περιφέρεια με την ονομασία Επισκοπή Μεσσήνης, στην οποία συμπεριελήφθησαν οι προγενέστερες επισκοπές Τριφυλίας, Μεσσήνης και Μεθώνης. Καθέδρα της Μεσσήνης ορίστηκε το Νησί (Στενύκλαρος) και πρώτος Επίσκοπος εξελέγη o πρώην Ανδρούσης Ιωσήφ1. Δύο δεκαετίες αργότερα η επισκοπή θα μετονομαστεί σε Μεσσηνίας (10.7.1852) -συγκειμένη εκ των επαρχιών Μεσσήνης, Καλαμών και Πυλίας και η έδρα του αρχιεπισκόπου θα
μεταφερθεί εν Καλάμαις (1856)2. Στις μέρες μας η εν λόγω μητρόπολη περιλαμβάνει τις τέως επισκοπές Μεσσήνης, Μεθώνης, Κορώνης και Ανδρούσης και βάσει αυτών των ορίων εξετάζονται τα μοναστηριακά συγκροτήματα που παρατίθενται στη συνέχεια σε μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί ποιοτικά και ποσοτικά ο θεσμός του μοναχισμού στους νεώτερους χρόνους (15ος-19ος αιώνας)3.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ενασχόληση με τις μονές της Μεσσηνίας, όχι με διάθεση λεπτομερούς περιγραφής των μνημείων και της ιστορικής τους πορείας, αλλά της παρουσίασης εκείνων των στοιχείων που θα μας επιτρέψουν να εντάξουμε τις μονές στον χώρο-χρόνο και να ερμηνεύσουμε συμπεριφορές, όπως το πώς αντιμετώπισαν οι μοναχοί τους κατακτητές, τις επιπτώσεις της μετάβασης από τον έναν κυρίαρχο στον άλλον, τις σχέσεις που ανέπτυξαν με αυτούς, το αν οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις ωφέλησαν ή όχι τον θεσμό. Τέλος, να παρουσιαστούν τα δημογραφικά στοιχεία που κατέγραψε o μοναχισμός στην περιοχή, τα προσωπικά δεδομένα των εγκαταβιούντων και οι λόγοι που ώθησαν τα άτομα στον θεσμό.
Η επιλογή του μοναχισμού και των φορέων του δεν είναι τυχαία, αφού οι μοναχοί -ως τμήμα του εκκλησιαστικού μηχανισμού που έδρασε στη Μεσσηνία καθ΄όλη τη διάρκεια της κατάκτησης της από τους ξένους κυριάρχους- είχαν στη συνείδηση των ορθοδόξων την «πρωτοκαθεδρία» έναντι του ανώτερου κλήρου. Οι σχέσεις, εξάλλου, που διατηρούσαν οι πρώτοι με τους ορθοδόξους -κυρίως των αγροτικών περιοχών, όπου βρισκόταν σχεδόν το σύνολο των μονών- ήταν άμεσες και η επιρροή τους σε αυτούς καθοριστική4.
Τα μεσσηνιακά μοναστηριακά συγκροτήματα
Ο μοναχισμός στη Μεσσηνία διαγράφει από τον 11° αιώνα μια μακραίωνη μοναστηριακή πορεία στη διάρκεια της οποίας (11ος-19ος αιώνας) ιδρύθηκε ένας αυξημένος αριθμός μονών, ο οποίος λίγο πριν από την Επανάσταση ανερχόταν σε 17 5. Με την κατάληψη της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1460) ξεκινά μια νέα περίοδος για τον χώρο, που εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις προηγούμενες (βυζαντινή, φραγκική)6. O λαός όχι μόνο είναι ταλαιπωρημένος από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά έρχεται σε μόνιμη πια επαφή με έναν αλλόθρησκο κατακτητή. Τα έτη που ακολούθησαν έως τα μέσα του 16ου αιώνα αποτελούν τον χρόνο εγκλιματισμού στη νέα τάξη πραγμάτων, βάσει της οποίας οργάνωσαν οι κάτοικοι τη ζωή τους, ενώ οι επόμενοι αιώνες -έως το 1821- αποτελούν την περίοδο σταθεροποίησης, ανασύνταξης, ανάπτυξης και απόκτησης εθνικής συνείδησης7.
Η επιλογή του μοναχισμού και των φορέων του δεν είναι τυχαία, αφού οι μοναχοί -ως τμήμα του εκκλησιαστικού μηχανισμού που έδρασε στη Μεσσηνία καθ΄όλη τη διάρκεια της κατάκτησης της από τους ξένους κυριάρχους- είχαν στη συνείδηση των ορθοδόξων την «πρωτοκαθεδρία» έναντι του ανώτερου κλήρου. Οι σχέσεις, εξάλλου, που διατηρούσαν οι πρώτοι με τους ορθοδόξους -κυρίως των αγροτικών περιοχών, όπου βρισκόταν σχεδόν το σύνολο των μονών- ήταν άμεσες και η επιρροή τους σε αυτούς καθοριστική4.
Το Ανδρομονάστερο |
Τα μεσσηνιακά μοναστηριακά συγκροτήματα
Ο μοναχισμός στη Μεσσηνία διαγράφει από τον 11° αιώνα μια μακραίωνη μοναστηριακή πορεία στη διάρκεια της οποίας (11ος-19ος αιώνας) ιδρύθηκε ένας αυξημένος αριθμός μονών, ο οποίος λίγο πριν από την Επανάσταση ανερχόταν σε 17 5. Με την κατάληψη της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1460) ξεκινά μια νέα περίοδος για τον χώρο, που εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις προηγούμενες (βυζαντινή, φραγκική)6. O λαός όχι μόνο είναι ταλαιπωρημένος από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά έρχεται σε μόνιμη πια επαφή με έναν αλλόθρησκο κατακτητή. Τα έτη που ακολούθησαν έως τα μέσα του 16ου αιώνα αποτελούν τον χρόνο εγκλιματισμού στη νέα τάξη πραγμάτων, βάσει της οποίας οργάνωσαν οι κάτοικοι τη ζωή τους, ενώ οι επόμενοι αιώνες -έως το 1821- αποτελούν την περίοδο σταθεροποίησης, ανασύνταξης, ανάπτυξης και απόκτησης εθνικής συνείδησης7.
Τέτοιου είδους συμπεριφορές μπορούν να εντοπιστούν και από την εξέταση των μονών της Μεσσηνίας, καθώς η συνεχής αύξηση των μοναστηριακών κέντρων σχετίζεται με τις ενέργειες των πιστών και τις συνθήκες που αυτοί βίωσαν. Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε πως οι λαϊκοί ήσαν αυτοί που ενίσχυαν οικονομικά τις μονές και τις επάνδρωναν με νέο δυναμικό8.
Πίνακας 1ος
(1) Xρονικές περίοδοι, (2) Προσθήκες, (3) Μειώσεις, (4) Σύνολο, (5) Εκατοστιαία συχνότητα, (6) Εκατοστιαία αθροιστική συχνότητα. Πηγή: Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Αθήνα 1992, σ. 385-402, 425-436. Σπ. Κοκκίνης, Tα μοναστήρια της Ελλάδος, Αθήνα 19992, σ. 119-123. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας δια μέσου των αιώνων, Αθήνα 2003, σ. 109-241. B. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου. 1305-1805 αιώνας, Αθήνα 1987, σ. 249-258, 262-266.
Στον πίνακα (πίν. 1ος) καταγράφονται τα μοναστηριακά συγκροτήματα της επισκοπής Μεσσηνίας, τα οποία δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν από τον 11ο αιώνα έως και τον 19ο. Οι 17 μονές που εντοπίστηκαν κατατάσσονται σύμφωνα με χρονολογικά κριτήρια σε πέντε κατηγορίες.
Στην πρώτη ανήκουν όσες οικοδομήθηκαν στα υστεροβυζαντινά χρόνια και τη φραγκοκρατία (ποσοστό 35,3%), στη δεύτερη όσες ιδρύθηκαν από το 1460 και έως το 1686 (52,9%), στην τρίτη όσες λειτούργησαν στη βενετοκρατία, στην τέταρτη όσες δημιουργήθηκαν την περίοδο της β΄ οθωμανικής κυριαρχίας (11,8%) και στην πέμπτη όσες διατηρήθηκαν στo Ελληνικό Βασίλειο (-47% επί του συνόλου). Εύκολα λοιπόν διαπιστώνει κανείς πως στην πάροδο των ετών σκιαγραφείτε μια αυξητική τάση στην οικοδόμηση μονών, με το μέγιστο των στατιστικών δεδομένων (52,9%) να παρατηρείται μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα (Γράφημα 1ο). H τάση αυτή πρέπει να αποδοθεί όχι μόνο στη θρησκευτικότητα των κατακτημένων, αλλά και στην ανοχή ή και τον σεβασμό που επέδειξαν οι κατὰ καιρούς τοπικές οθῳμανικές αρχές στον μοναχισμό και τα μέλη του9. Για την πληρέστερη απεικόνιση της μοναστηριακής γεωγραφίας της Μεσσηνίας κατά την εν λόγω περίοδο παρουσιάζονται τόσο οι βυζαντινές μονές που επιβίωσαν μετά την κατάκτηση όσο και αυτές που ιδρύθηκαν στους επόμενους αιώνες.
Γραφημα 1°
Μεταβολές μοναστηριακών μονάδων στην Επισκοπή Μεσσηνίας (11ος- 19ος αιώνας)
Οι μονές προ του 1460
Αρκετές είναι οι υστεροβυζαντινές μονές που συνέχισαν τη λειτουργία τους επί οθωμανικής κυριαρχίας, στην επισκοπή Μεσσηνίας. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί πως από τις 17 εξεταζόμενες μονές οι 6 ανήκουν σ΄ αυτὴν την περίοδο, αν και αρκετές από αυτές, λόγω των ανακαινίσεων και των προσθηκών που κατά καιρούς πραγματοποιήθηκαν, απώλεσαν τον βυζαντινό τους χαρακτήρα, με αποτέλεσμα η ταύτιση να είναι δυνατή μόνο από φιλολογικές μαρτυρίες και από την αρχαιολογική έρευνα.
Μεταξύ των χωριών Πολίχνη (Χάνια) και Κωνσταντίνοι εντοπίζεται η μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Στο καθολικό της διαφαίνονται πολλές οικοδομικές φάσεις με αρχική αυτήν του 10ου αιώνα. Υπολείμματα κτισμάτων κοντά στον ναό φανερώνουν την ύπαρξη μονής, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία για τον ακριβή χρόνο επανίδρυσής της. Παρά ταύτα, σημειώνεται η αδιάλειπτη λειτουργία της μονής στον χώρο καθ΄ όλη τη διάρκεια της β΄ οθωμανικής κυριαρχίας και έως το 1833. H οριστική της διάλυση επήλθε τότε, ως συνέπεια των μέτρων που έλαβε η Αντιβασιλεία για τις μονές του Κράτους (1833-4)10. Στη διάρκεια των αιώνων οι Παμμέγιστοι Ταξιάρχες απέκτησαν κτηματική περιουσία, η οποία συχνά έγινε αντικείμενο καταπάτησης από τους πλησιόχωρους πληθυσμούς11.
Η μονή Γριβιτσιανής βρίσκεται ΝΔ του χωριού Χωματερό στην επαρχία Πυλίας. To καθολικό της, που τιμάται επ΄ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του αγίου Θεόδωρου του Τήρωνος, είναι κτίσμα, του τέλους του 11ου ή των αρχών του 12ου αιώνα. O ναός εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε -άγνωστο πότε- έως ότου νέος κτήτορας έκανε ριζικές προσθήκες, διασκευές και ανακαινίσεις κατά τον 16ο αιώνα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι διαστάσεις του κτηριακού συγκροτήματος.
Από την οικοδομική αυτή φάση σώζονται κάποιες αξιόλογες τοιχογραφίες της Κρητικής Σχολής, που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 16ου αιώνα. Η μονή εξ αρχής υπήρξε σταυροπηγιακή, ιδιότητα που επικυρώθηκε και επί πατριαρχίας του Νεόφυτου ΣΤ΄ (1744). To μοναστηριακό συγκρότημα πιθανόν υπέστη φθορές κατά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1715)12.
Η παλιά μονή Βουλκάνου |
To μοναστηριακό συγκρότημα της Σαμαρίνας βρίσκεται κοντά στα χωριά Καλογερόρραχη και Ελληνοεκκλησιά ή Σάμαρι. Την επωνυμία του το συγκρότημα, η μοναδική έως τα τέλη του 18ου αιώνα γυναικεία μονή της Μεσσηνίας, την οφείλει στο καθολικό του -κτίσμα των τελών του 12ου αιώνα- που αρχικά τιμόταν στο όνομα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας (Αγία Μαρίνα = Σία Μαρία = Σαμαρία = Σαμαρίνα). Οι τοιχογραφίες του ναού προέρχονται από δύο διαφορετικές εποχές, τον 12ο και τον 17ο αιώνα. Αργότερα, το καθολικό αφιερώθηκε στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ενώ σήμερα τιμάται επ΄ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής13.
Στο χωριό Μαγγανιακό της περιοχής Ανδρούσης -ΒΑ της Καλαμάτας- σημειώνεται η παρουσία της μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που σύμφωνα με την παράδοση η ανέγερσή της σχετίζεται με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο B΄ Παλαιολόγο (1282-1328). H ιστορία όμως του Ανδρομονάστηρου αρχίζει νωρίτερα, αφού η ίδρυσή του χρονολογείται στα τέλη 12ου ή στις αρχές 13ου αιώνα. Εκατό χρόνια αργότερα έγιναν προσθήκες στον ναό και στα κτίσματα του συγκροτήματος (14ο αιώνα), ενώ πραγματοποιήθηκαν ανακαινίσεις στη μονή στα έτη 1612 και 1753. To καθολικό της ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στον άγιο Γεώργιο και την αγία Αικατερίνη. Πιθανόν η κοινοβιακή μονή -άγνωστο πότε- εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς της και σ΄ αυτήν την η κατάσταση διατηρήθηκε έως τις αρχές του 17ου αιώνα, οπότε ο ιερομόναχος Άνθιμος την ανέκτισε και την ανωκοδόμησε. O τελευταίος ανανέωσε όχι μόνο το σταυροπηγιακό της προνόμιο, αλλά και την μετέτρεψε σε μετόχι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Επανωκαστριτίσσης, του Βουρκάνου, της Κορυφής (1612). Στη διάρκεια του 17ου αιώνα και έως το 1770 η μονή άκμασε οικονομικά, εξαιτίας όμως των επιθέσεων που δέχτηκε από Τουρκαλβανούς στα Ορλωφικά, ζημιώθηκε ηθικά και υλικά, με αποτέλεσμα οι μοναχοί να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Παράλληλα σημειώνονταν καταπατήσεις κτημάτων και υποστατικών της από τους πλησιόχωρους αγροτικούς πληθυσμούς. Για να βελτιωθεί η κατάσταση, ο Επίσκοπος Ανδρούσης Δανιήλ και οι πρόκριτοι της περιοχής ζήτησαν από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κύριλλο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη -Προκόπιο Πελεκάση- την ένωση της μονής με αυτήν του Σινά (1786). Στα 143 χρόνια που το Ανδρομονάστηρο υπήρξε μετόχι του Σινά (1786-1929), η μονή ωφελήθηκε αποκτώντας μεγάλη κτηματική περιουσία. To διάταγμα του Maurer (1833) έπαυσε προσωρινά τη δραση της μοναστηριακής κοινότητας, η οποία επαναλειτούργησε λίγα χρόνια αργότερα14.
Στο χωριό Μαγγανιακό της περιοχής Ανδρούσης -ΒΑ της Καλαμάτας- σημειώνεται η παρουσία της μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που σύμφωνα με την παράδοση η ανέγερσή της σχετίζεται με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο B΄ Παλαιολόγο (1282-1328). H ιστορία όμως του Ανδρομονάστηρου αρχίζει νωρίτερα, αφού η ίδρυσή του χρονολογείται στα τέλη 12ου ή στις αρχές 13ου αιώνα. Εκατό χρόνια αργότερα έγιναν προσθήκες στον ναό και στα κτίσματα του συγκροτήματος (14ο αιώνα), ενώ πραγματοποιήθηκαν ανακαινίσεις στη μονή στα έτη 1612 και 1753. To καθολικό της ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στον άγιο Γεώργιο και την αγία Αικατερίνη. Πιθανόν η κοινοβιακή μονή -άγνωστο πότε- εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς της και σ΄ αυτήν την η κατάσταση διατηρήθηκε έως τις αρχές του 17ου αιώνα, οπότε ο ιερομόναχος Άνθιμος την ανέκτισε και την ανωκοδόμησε. O τελευταίος ανανέωσε όχι μόνο το σταυροπηγιακό της προνόμιο, αλλά και την μετέτρεψε σε μετόχι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Επανωκαστριτίσσης, του Βουρκάνου, της Κορυφής (1612). Στη διάρκεια του 17ου αιώνα και έως το 1770 η μονή άκμασε οικονομικά, εξαιτίας όμως των επιθέσεων που δέχτηκε από Τουρκαλβανούς στα Ορλωφικά, ζημιώθηκε ηθικά και υλικά, με αποτέλεσμα οι μοναχοί να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Παράλληλα σημειώνονταν καταπατήσεις κτημάτων και υποστατικών της από τους πλησιόχωρους αγροτικούς πληθυσμούς. Για να βελτιωθεί η κατάσταση, ο Επίσκοπος Ανδρούσης Δανιήλ και οι πρόκριτοι της περιοχής ζήτησαν από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κύριλλο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη -Προκόπιο Πελεκάση- την ένωση της μονής με αυτήν του Σινά (1786). Στα 143 χρόνια που το Ανδρομονάστηρο υπήρξε μετόχι του Σινά (1786-1929), η μονή ωφελήθηκε αποκτώντας μεγάλη κτηματική περιουσία. To διάταγμα του Maurer (1833) έπαυσε προσωρινά τη δραση της μοναστηριακής κοινότητας, η οποία επαναλειτούργησε λίγα χρόνια αργότερα14.
Η νέα μονή Βουλκάνου |
Κοντά στο χωριό Άνθεια -12 χμ. ΒΔ της Καλαμάτας- βρίσκεται η μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η ίδρυση της οποίας ανάγεται στα τέλη του 12ου η στις αρχές του 13ου αιώνα. Την προσωνυμία Ελληνικά (Παλαιόκαστρο) την έλαβε από τα αρχαιολογικά λείψανα μυκηναϊκού νεκροταφείου που υπάρχουν στην περιοχή. Για τη δράση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στους νεώτερους χρόνους δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές, που θα επιτρέψουν με ασφάλεια την εξέτασή της. Οι πρώτες μαρτυρίες χρονολογούνται μετά το 1914 15.
H μονή του Τιμίου Προδρόμου ή Γαρδίκι ανεγέρθηκε μεταξύ της Θουρίας και του χωρίου Άμφεια-Γαρδίκι. O ναός -αφιερωμένος στο Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου- είναι κτίσμα του 14ου αιώνα, ενώ τον 16ο ή τον 17ο πραγματοποιήθηκαν κτιριακές επεμβάσεις. Η εσωτερική διακόσμηση του καθολικού δεν σώζεται, εξαιτίας της επικάλυψης των τοιχογραφιών με ασβέστη. Έως τις αρχές του 19ου αιώνα οι μαρτυρίες γι΄ αυτήν είναι ελάχιστες, όπως το ότι στα τέλη του 17ου αιώνα η μονή διέθετε περιουσιακά στοιχεία και είχε ως ηγούμενο τον ιερομόναχο Καλλίνικο. Από πατριαρχική επιστολή του Κύριλλου ΣΤ΄ στον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Χρύσανθο (Ιανουάριος 1816) αντλούμε την πληροφορία ότι η μονή υπήρξε μετόχι της Μαρδακίου, σχέση που διατηρήθηκε έως τον 20ο αιώνα16.
A' οθωμανική κυριαρχία
Μπορεί οι πηγές που αναφέρονται στον πολιτικό βίο των ορθοδόξων υπηκόων του Σουλτάνου και την καθημερινή τους ζωή κατά τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας να είναι περιορισμένες, εντούτοις τα εκκλησιαστικά μνημεία του λόγου, της ιστορίας και της τέχνης είναι περισσότερο διαφωτιστικά. O αιώνας που ακολούθησε την οθωμανική κατάκτηση, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε χρόνος συνειδητοποίησης και εγκλιματισμού, στοιχείο που αποτυπώνεται και στον μοναχισμό, αφού έως τα μέσα του 16ου αιώνα δεν δημιουργήθηκε κανένα νέο μοναστηριακό συγκρότημα. To σύνολο, εξάλλου, των μονών της Μεσσηνίας που οικοδομήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο εντοπίζονται στο β’ μισό του 16ου και τον 17ο αιώνα.
Στην κορυφή του όρους Ιθώμη και πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι -ανατολικά της αρχαίας Μεσσήνης- ιδρύθηκε η μονή του Βουλκάνου (μέσα 16ου αι.)17. To μοναστηριακό συγκρότημα -αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκο έφερε τα ονόματα Παναγία της Κορυφής και Παναγία Επανωκαστρίτισσας. To τελευταίο προσωνύμιο το έλαβε από την τοποθεσία ανέγερσής του. Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία δεν τεκμηριώνεται ιστορικά, η μονή ανεγέρθηκε επί αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328). H Παναγία Επανωκαστρίτισσά είχε τιμηθεί ως σταυροπηγιακή πριν από το 1570, προνόμιο που επικυρώθηκε και μεταγενέστεροι (1572)18. Ανακαίνιση εκ βάθρων πραγματοποίησε στο καθολικό της ο ιερομόναχος Νεοφυτος (1608), ενώ συγχρόνως αγιογραφήθηκε το εσωτερικό του από τους αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχο. Δεκαεπτά έτη αργότερα η μοναστηριακή κοινότητα μετακόμισε σε ομαλότερο μέρος, ώστε να εξασφαλιστεί η ύδρευσή της. Τα παλαιότερα κτίσματα δεν εγκαταλείφθηκαν, αλλά μετατράπηκαν σε μετόχι της νέας μονής, με την ονομασία Καθολικά. Στην καινούρια του θέση το μοναστηριακό συγκρότημα έλαβε την προσωνυμία Βουλκάνο (1625). To κοινόβιο διατήρησε την προγενέστερη σταυροπηγιακή του ιδιότητα, όπως πιστοποιούν τα σχετικά σιγίλλια που εκδόθηκαν για την ανανέωση της ιδιότητας αυτής (1630, 1736, 1769, 1798). To καθολικό της ήταν αφιερωμένο αρχικά στο Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου και στη συνέχεια στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αντικείμενο δηώσεων κατέστη η μονή στη διάρκεια των Ορλωφικών (1770) και της Επανάστασης από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ (1825), γεγονότα που ανάγκασαν τους εγκαταβιούντες να την εγκαταλείψουν. Συγκεκριμὲνα, το 1770 οι μοναχοί, για να αποφύγουν τις συνέπειες των επιδρομών, μετανάστευσαν στη Σμύρνη, όπου δημιούργησαν το μετόχι του Φασουλά. Αναγκαστική μετακίνηση σημειώθηκε και κατά τα έτη 1825-1828, όταν η μονή ερημώθηκε, καθώς άλλοι από τους μοναχούς της κατέφυγαν στην Παναγία της Κορυφής, άλλοι στη Μάνη και άλλοι στη Ζάκυνθο. Τον 19ο αιώνα συχνές ήταν οι διαμάχες των μοναχών με τους περίοικους αγροτικούς πληθυσμούς για καταπατήσεις κτημάτων της μονής και φθορά των καλλιεργειών της από τα ζώα των τελευταίων19.
H μονή του Τιμίου Προδρόμου ή Γαρδίκι ανεγέρθηκε μεταξύ της Θουρίας και του χωρίου Άμφεια-Γαρδίκι. O ναός -αφιερωμένος στο Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου- είναι κτίσμα του 14ου αιώνα, ενώ τον 16ο ή τον 17ο πραγματοποιήθηκαν κτιριακές επεμβάσεις. Η εσωτερική διακόσμηση του καθολικού δεν σώζεται, εξαιτίας της επικάλυψης των τοιχογραφιών με ασβέστη. Έως τις αρχές του 19ου αιώνα οι μαρτυρίες γι΄ αυτήν είναι ελάχιστες, όπως το ότι στα τέλη του 17ου αιώνα η μονή διέθετε περιουσιακά στοιχεία και είχε ως ηγούμενο τον ιερομόναχο Καλλίνικο. Από πατριαρχική επιστολή του Κύριλλου ΣΤ΄ στον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Χρύσανθο (Ιανουάριος 1816) αντλούμε την πληροφορία ότι η μονή υπήρξε μετόχι της Μαρδακίου, σχέση που διατηρήθηκε έως τον 20ο αιώνα16.
A' οθωμανική κυριαρχία
Μπορεί οι πηγές που αναφέρονται στον πολιτικό βίο των ορθοδόξων υπηκόων του Σουλτάνου και την καθημερινή τους ζωή κατά τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας να είναι περιορισμένες, εντούτοις τα εκκλησιαστικά μνημεία του λόγου, της ιστορίας και της τέχνης είναι περισσότερο διαφωτιστικά. O αιώνας που ακολούθησε την οθωμανική κατάκτηση, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε χρόνος συνειδητοποίησης και εγκλιματισμού, στοιχείο που αποτυπώνεται και στον μοναχισμό, αφού έως τα μέσα του 16ου αιώνα δεν δημιουργήθηκε κανένα νέο μοναστηριακό συγκρότημα. To σύνολο, εξάλλου, των μονών της Μεσσηνίας που οικοδομήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο εντοπίζονται στο β’ μισό του 16ου και τον 17ο αιώνα.
Στην κορυφή του όρους Ιθώμη και πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι -ανατολικά της αρχαίας Μεσσήνης- ιδρύθηκε η μονή του Βουλκάνου (μέσα 16ου αι.)17. To μοναστηριακό συγκρότημα -αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκο έφερε τα ονόματα Παναγία της Κορυφής και Παναγία Επανωκαστρίτισσας. To τελευταίο προσωνύμιο το έλαβε από την τοποθεσία ανέγερσής του. Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία δεν τεκμηριώνεται ιστορικά, η μονή ανεγέρθηκε επί αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328). H Παναγία Επανωκαστρίτισσά είχε τιμηθεί ως σταυροπηγιακή πριν από το 1570, προνόμιο που επικυρώθηκε και μεταγενέστεροι (1572)18. Ανακαίνιση εκ βάθρων πραγματοποίησε στο καθολικό της ο ιερομόναχος Νεοφυτος (1608), ενώ συγχρόνως αγιογραφήθηκε το εσωτερικό του από τους αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχο. Δεκαεπτά έτη αργότερα η μοναστηριακή κοινότητα μετακόμισε σε ομαλότερο μέρος, ώστε να εξασφαλιστεί η ύδρευσή της. Τα παλαιότερα κτίσματα δεν εγκαταλείφθηκαν, αλλά μετατράπηκαν σε μετόχι της νέας μονής, με την ονομασία Καθολικά. Στην καινούρια του θέση το μοναστηριακό συγκρότημα έλαβε την προσωνυμία Βουλκάνο (1625). To κοινόβιο διατήρησε την προγενέστερη σταυροπηγιακή του ιδιότητα, όπως πιστοποιούν τα σχετικά σιγίλλια που εκδόθηκαν για την ανανέωση της ιδιότητας αυτής (1630, 1736, 1769, 1798). To καθολικό της ήταν αφιερωμένο αρχικά στο Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου και στη συνέχεια στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αντικείμενο δηώσεων κατέστη η μονή στη διάρκεια των Ορλωφικών (1770) και της Επανάστασης από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ (1825), γεγονότα που ανάγκασαν τους εγκαταβιούντες να την εγκαταλείψουν. Συγκεκριμὲνα, το 1770 οι μοναχοί, για να αποφύγουν τις συνέπειες των επιδρομών, μετανάστευσαν στη Σμύρνη, όπου δημιούργησαν το μετόχι του Φασουλά. Αναγκαστική μετακίνηση σημειώθηκε και κατά τα έτη 1825-1828, όταν η μονή ερημώθηκε, καθώς άλλοι από τους μοναχούς της κατέφυγαν στην Παναγία της Κορυφής, άλλοι στη Μάνη και άλλοι στη Ζάκυνθο. Τον 19ο αιώνα συχνές ήταν οι διαμάχες των μοναχών με τους περίοικους αγροτικούς πληθυσμούς για καταπατήσεις κτημάτων της μονής και φθορά των καλλιεργειών της από τα ζώα των τελευταίων19.
Στους δυτικούς πρόποδες του Ταϋγέτου -κοντά στο χωριό Καρβέλι του Δήμου Αλαγονίας- οικοδομήθηκε το μοναστηριακό συγκρότημα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Σιδηρόπορτας από τον ιερέα Πέτρο Ψωμά (3.4.1586). Παλαιότερες ονομασίες της μονής ήταν Παναγία η Πλάσταινη και Περίβλεπτος. O Επίσκοπος Μεθώνης Παρθένιος Ψωμάς στο πλαίσιο εκπλήρωσης προσωπικού τάματος ανανέωσε το μοναστηριακό συγκρότημα και έγινε ο νέος κτήτοράς του (1623). Στον τελευταίο οφείλεται και η προσωνυμία Σιδηρόπορτα που έλαβε έκτοτε η μονή, όταν ο Παρθένιος έφερε από την Κωνσταντινούπολη σιδερένια πόρτα για την κεντρική πύλη, ώστε να εξασφαλίσει την προστασία της. To ίδιο έτος (1623) η μονή τιμήθηκε με σταυροπηγιακό προνόμιο. Για τη νέα περίοδο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου πληροφορίες μας παρέχει το σιγίλλιο του Πατριάρχη Κυρίλλου B΄ Κονταρή, που εκδόθηκε το 1638. Στη μακραίωνη ιστορία της -ἑως το 1929 οπότε και διαλύθηκε- η μονή προσέφερε στους κατοίκους της περιοχής Θρησκευτικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Οι ορθόδοξοι με τη σειρά τους, για να εκφράσουν τη Θρησκευτικότητά τους και την ευγνωμοσύνη τους στους μοναχούς της Σιδηρόπορτας, τους ενίσχυαν ηθικά και οικονομικά, αφιερώνοντας κτήματα, αντικείμενα και χρηματικά ποσά. Επισκευές πραγματοποιήθηκαν στο καθολικό της το 1818. Η οικονομική δυνατότητα που είχε η μονή της επέτρεψε να δημιουργήσει αξιόλογη βιβλιοθήκη20.
Η μονή Δήμιοβας, Ελαιοχώρι |
Σύγχρονη ή και λίγο προγενέστερη της μονής της Δήμιοβας είναι η Αγία Τριάδα, η οποία αναγέρθηκε στην πλαγιά του όρους Καλάθι (Ελαιοχώρι) με την οικονομική συμβολή των κατοίκων της Γιάννιτσας. Ιδρύθηκε κατά την περίοδο της α΄ οθωμανικής κυριαρχίας -αρχες 17ου ή τέλη 16ου αιώνα- και αρχικά υπήρξε ιδιόρρυθμη. To καθολικό της -αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα- χρονολογείται στα τέλη του 17ου, ενώ η αγιογράφησή του σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. To 1641, με σιγίλλιο του Πατριάρχη Παρθενίου A΄ του Γερόντα, ανανεώθηκε το σταυροπηγιακό της προνόμιο -που είχε αποκτήσει νωρίτερα επί πατριαρχίας του Τιμόθεου (1612-1620)- και ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Δήμιοβα, με την οποία ήταν έως τότε ενωμένη. Την αυτονόμησή της ζήτησαν οι μοναχοί της Αγίας Τριάδας με αίτησή τους από το Πατριαρχείο. To τελευταίο ανταποκρίθηκε θετικά στο συγκεκριμένο αίτημα, αφού μ΄ αυτόν τον τρόπο αύξανε τα έσοδά του. Τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα η μονή μετατράπηκε και πάλι σε μετόχι της Δήμιοβας (1788), ενώ πρωτύτερα ήταν για κάποια χρόνια ερειπωμένη. Η εγκατάλειψη των κτισμάτων της από τους μοναχούς θα πρέπει πιθανόν να αποδοθεί στις αρνητικές συνέπειες των Ορλωφικών. Η οριστική διάλυσή της επήλθε το 1833, λόγω των μέτρων της Αντιβασιλείας για τις μονές του ελληνικού βασιλείου, διότι φαίνεται στους χώρους της εγκαταβίωναν λιγότεροι από 6 μοναχοί21.
Βόρεια της Καλαμάτας -στους δυτικούς πρόποδες του Ταΰγετου ιδρύθηκε η μονή της Χρυσοπηγής ή Βελανιδιάς22. To πιθανότερο έτος ανέγερσης του καθολικού, προς τιμήν της Ζωοδόχου Πηγής, θεωρείται το 1679. Από πατριαρχικό σιγίλλιο (1727) προκύπτει πως η μονή πρωτολειτούργησε στα, τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Τη σταυροπηγιακή ιδιότητα της Βελανιδιάς της απένειμε αρχικά ο Πατριάρχης Τιμόθεος Β΄ (1612-1621) και έκτοτε το προνόμιο αυτό ανανεώθηκε άλλες δύο φορές, επί Παΐσιου B΄ (1726) και Προκοπίου Πελεκάση (1787). Ως σταυροπηγιακή η μονή όφειλε να καταβάλλει ετησίως στον Πατριάρχη χρηματικό ποσό 150 γροσίων (1813), κατανεμημένο σε δύο ισόποσες δόσεις. To κτηριακό συγκρότημα ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από τον μοναχό Μακάριο Σκούφαρη (1696), όπως μας πληροφορεί επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στην ανατολική πλευρά των κελιών της. Τις κατά καιρούς οικοδομικές εργασίες συνέδραμαν οικονομικά και οι πιστοί της περιοχής, ενώ όχι σπάνια τον σεβασμό τους στη Βελανιδιά επιδείκνυε και η οθωμανική διοίκηση. Τα κτίσματα της, που υπέστησαν δηώσεις στη διάρκεια της Επανάστασης από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ (1825), επισκευάστηκαν δύο δεκαετίες αργότερα (1847). Μόνο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα έλαβαν χώρα τρεις ανακαινίσεις: 1816, 1844 και 1862 (20.1.1862). Οι χώροι της, όπου εκοινοβίασε o Παπαφλέσσας, αποτέλεσαν κρησφύγετο και ορμητήριο των επαναστατημένων Ελλήνων23.
Στα νότια όρια της Νέδουσας (τ. Μεγάλη Αναστάσοβα) -Δ του Ταΰγετου- βρίσκεται το μοναστηριακό συγκρότημα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Μαρδακίου24 το οποίο ιδρύθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Σε επιγραφή στο καθολικό της σημειώνεται ως κτήτορας της μονής και του ναού ο Θ. Χανδρινός ή Χαντρινός από την Αλαγονία και ως αγιογράφος ο Δημήτριος Κακαβάς από το Ναύπλιο. O πρώτος κατέστησε τη μονή εκ γενετής σταυροπηγιακή (1635), προνόμιο που έκτοτε ανανεώθηκε άλλες δύο φορές (1702, 1798). Στο σιγίλλιο του 1702 γίνεται λόγος για την πτωχία και την πενία που αντιμετώπιζε η μοναστηριακή κοινότητα του Μαρδακίου. Σκοπός των μοναχών με τη συγκεκριμένη αναφορά ήταν να παρουσιάσουν μια οικτρή οικονομική κατάσταση, ώστε να κατοχυρώσουν αφενός μέσω του Πατριάρχη κτήματα που είχαν ήδη καταπατήσει από το ερημωμένο παρεκκλήσιο Κοσμά και Δαμιανού και αφετέρου να καταστήσουν το τελευταίο μετόχι της μονής τους. Συχνά επίσης οι μοναχοί ήρθαν σε αντιπαράθεση και με τους κατά καιρούς επιχώριους αρχιερείς για οικονομικές και κτηματικές διαφορές. Από τις αρχειακές πηγές προκύπτει πως στα τέλη του 19ου αιώνα η μονή ήταν ενωμένη με την πλησιόχωρη μονή Γαρδικίου (1895)25.
Αρχές του 17ου αιώνα ιδρύθηκε βόρεια της Καλαμάτας η μονή του Προφήτου Ηλιού. To καθολικό της είναι εσωτερικά κατάγραφο από τοιχογραφίες σύγχρονες με την εποχή κτήσης του. Για τη διατήρηση του σταυροπηγιακού της προνομίου η μονή παρείχε σε ετήσια βάση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 83 γρόσια. Την περίοδο 1729-1736 το μοναστηριακό συγκρότημα εμφανίζεται ως μετόχι της Βελανιδιάς. Όπως και πολλές άλλες μονές της Μεσσηνίας έτσι και η συγκεκριμένη δεν απέφυγε την καταστροφή στα Ορλωφικά, ενώ τη διάλυση της επέφεραν το 1834 τα διατάγματα της Αντιβασιλείας. Στη διάρκεια των ετών 1834-1874 παρέμεινε ερειπωμένη, έως ότου αγοράστηκε από τον μοναχό Κωνσταντίνο Δουκάκη, o οποίος την κατέστησε ιδιωτική αναγείροντας κελλιά. Η θρησκευτική και πνευματική κίνηση της μόνης έπαυσε οριστικά το 1885 εξαιτίας σεισμών που κατέστρεψαν το καθολικό26.
Βόρεια της Καλαμάτας -στους δυτικούς πρόποδες του Ταΰγετου ιδρύθηκε η μονή της Χρυσοπηγής ή Βελανιδιάς22. To πιθανότερο έτος ανέγερσης του καθολικού, προς τιμήν της Ζωοδόχου Πηγής, θεωρείται το 1679. Από πατριαρχικό σιγίλλιο (1727) προκύπτει πως η μονή πρωτολειτούργησε στα, τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Τη σταυροπηγιακή ιδιότητα της Βελανιδιάς της απένειμε αρχικά ο Πατριάρχης Τιμόθεος Β΄ (1612-1621) και έκτοτε το προνόμιο αυτό ανανεώθηκε άλλες δύο φορές, επί Παΐσιου B΄ (1726) και Προκοπίου Πελεκάση (1787). Ως σταυροπηγιακή η μονή όφειλε να καταβάλλει ετησίως στον Πατριάρχη χρηματικό ποσό 150 γροσίων (1813), κατανεμημένο σε δύο ισόποσες δόσεις. To κτηριακό συγκρότημα ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από τον μοναχό Μακάριο Σκούφαρη (1696), όπως μας πληροφορεί επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στην ανατολική πλευρά των κελιών της. Τις κατά καιρούς οικοδομικές εργασίες συνέδραμαν οικονομικά και οι πιστοί της περιοχής, ενώ όχι σπάνια τον σεβασμό τους στη Βελανιδιά επιδείκνυε και η οθωμανική διοίκηση. Τα κτίσματα της, που υπέστησαν δηώσεις στη διάρκεια της Επανάστασης από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ (1825), επισκευάστηκαν δύο δεκαετίες αργότερα (1847). Μόνο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα έλαβαν χώρα τρεις ανακαινίσεις: 1816, 1844 και 1862 (20.1.1862). Οι χώροι της, όπου εκοινοβίασε o Παπαφλέσσας, αποτέλεσαν κρησφύγετο και ορμητήριο των επαναστατημένων Ελλήνων23.
Η μονή Βελανιδιάς |
Στα νότια όρια της Νέδουσας (τ. Μεγάλη Αναστάσοβα) -Δ του Ταΰγετου- βρίσκεται το μοναστηριακό συγκρότημα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Μαρδακίου24 το οποίο ιδρύθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Σε επιγραφή στο καθολικό της σημειώνεται ως κτήτορας της μονής και του ναού ο Θ. Χανδρινός ή Χαντρινός από την Αλαγονία και ως αγιογράφος ο Δημήτριος Κακαβάς από το Ναύπλιο. O πρώτος κατέστησε τη μονή εκ γενετής σταυροπηγιακή (1635), προνόμιο που έκτοτε ανανεώθηκε άλλες δύο φορές (1702, 1798). Στο σιγίλλιο του 1702 γίνεται λόγος για την πτωχία και την πενία που αντιμετώπιζε η μοναστηριακή κοινότητα του Μαρδακίου. Σκοπός των μοναχών με τη συγκεκριμένη αναφορά ήταν να παρουσιάσουν μια οικτρή οικονομική κατάσταση, ώστε να κατοχυρώσουν αφενός μέσω του Πατριάρχη κτήματα που είχαν ήδη καταπατήσει από το ερημωμένο παρεκκλήσιο Κοσμά και Δαμιανού και αφετέρου να καταστήσουν το τελευταίο μετόχι της μονής τους. Συχνά επίσης οι μοναχοί ήρθαν σε αντιπαράθεση και με τους κατά καιρούς επιχώριους αρχιερείς για οικονομικές και κτηματικές διαφορές. Από τις αρχειακές πηγές προκύπτει πως στα τέλη του 19ου αιώνα η μονή ήταν ενωμένη με την πλησιόχωρη μονή Γαρδικίου (1895)25.
Αρχές του 17ου αιώνα ιδρύθηκε βόρεια της Καλαμάτας η μονή του Προφήτου Ηλιού. To καθολικό της είναι εσωτερικά κατάγραφο από τοιχογραφίες σύγχρονες με την εποχή κτήσης του. Για τη διατήρηση του σταυροπηγιακού της προνομίου η μονή παρείχε σε ετήσια βάση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 83 γρόσια. Την περίοδο 1729-1736 το μοναστηριακό συγκρότημα εμφανίζεται ως μετόχι της Βελανιδιάς. Όπως και πολλές άλλες μονές της Μεσσηνίας έτσι και η συγκεκριμένη δεν απέφυγε την καταστροφή στα Ορλωφικά, ενώ τη διάλυση της επέφεραν το 1834 τα διατάγματα της Αντιβασιλείας. Στη διάρκεια των ετών 1834-1874 παρέμεινε ερειπωμένη, έως ότου αγοράστηκε από τον μοναχό Κωνσταντίνο Δουκάκη, o οποίος την κατέστησε ιδιωτική αναγείροντας κελλιά. Η θρησκευτική και πνευματική κίνηση της μόνης έπαυσε οριστικά το 1885 εξαιτίας σεισμών που κατέστρεψαν το καθολικό26.
Ανατολικά της Καλαμάτας και κοντά στο χωριό Γιάννιτσα (Ελαιοχώρι) οικοδομήθηκε η μονή της Δήμιοβας27, προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στον χώρο προϋπήρχε βυζαντινό μοναστηριακό συγκρότημα, που υπέστη καταστροφές και εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς του πιθανόν στη διάρκεια της κατάκτησης της περιοχής από την οθωμανική Αυτοκρατορία (1460). H ανοικοδόμηση της εξεταζόμενης μόνης σημειώθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα. To καθολικό της, που αναγέρθηκε παράλληλα με τη μονή, αγιογραφήθηκε κάποιες δεκαετίες αργότερα (1663). Στη διάρκεια της μακραίωνης λειτουργίας της, ανακαινίσεις πραγματοποιήθηκαν συχνά στα κτίσματά της (1663, 1719), όπως συχνή υπήρξε και η ανανέωσή του σταυροπηγιακού της προνομίου (1612-1621,1641, 1788, 1798). Από τη βιβλιοθήκη και το αρχείο της μοναστηριακής κοινότητας πληροφορίες αντλούμε για την αξιόλογη κινητή και ακίνητη περιουσία που απέκτησε, η οποία προήλθε κυρίως από τις αφιερώσεις των κατοίκων της Γιάννιτσας, στους οποίους οι μοναχοί παρείχαν κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Αυτό, άλλωστε, φανερώνουν οι 335 καταχωρήσεις που σημειώνονται στον κώδικα της μονής (1664-1851) και αφορούν αφιερώσεις ακινήτων, ενθυμήσεις, ομόλογα, αγοραπωλησίες, διαθήκες και μετάνοιες μοναχών, Σημαντικές χρονολογίες στην ιστορία της μονής υπήρξαν τα έτη 1770 και 1834. H Αντιβασιλεία ανέστειλε προσωρινά την λειτουργία της, αλλά οι αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής ανάγκασαν το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να επιτρέψει την επανασύστασή της τέσσερα χρόνιοι αργότερα (1838)28.
Η μονή του Τιμίου Προδρόμου ή Μελέ ανεγέρθηκε τον 17ο αιώνα στα δυτικά του χωριού Αρτεμισία (Τσερνίτσα) -περιοχή Αλαγονίας- θέση Μελέ29. Από την αρχική οικοδομική φάση του μοναστηριακού συγκροτήματος, που καταστράφηκε από πυρκαγιά (1902), σώζεται μόνο το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Αποτομή της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη. Σύγχρονη με την εποχή ανέγερσης του ναού είναι και η αγιογράφησή του. Γνωστή κατέστη η μονή στην περιοχή της και εξαιτίας της σχολής που λειτουργούσε στους χώρους της από το 1712 έως και τον 19ο αιώνα. Στην εν λόγω σχολή διδάσκονταν κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων και ανώτερα μαθηματικά. Η διάλυση της μονής (1833) επέφερε και την παύση του εκπαιδευτηρίου, το οποίο επανιδρύθηκε ως Δημάκεια Εκπαιδευτήρια (1.1.1857). Υπό τη νέα μορφή θα διατηρηθεί έως το 1902, οπότε εγκαταλείφθηκε οριστικά, όταν πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς τα κτήριά του30.
Νότια της Μεσσηνίας -κοντά στην Κορώνη- μεταξύ των χωριών Βασιλιτσίου και Χρυσοκελλαριάς εντοπίζεται η μονή Χρυσοκελλαριάς31 το καθολικό της οποίας ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και την Αγία Τριάδα. Η μονή, που ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα, ήκμασε και παρήκμασε ανάλογα με τους μοναχούς που κατά καιρούς διέθετε. To τιμημένο με σταυροπηγιακό προνόμιο (1757) μοναστηριακό συγκρότημα καταστράφηκε στη διάρκεια της Επανάστασης από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ (1825). Έως το 1844 o χώρος θεωρείτω ερειπωμένος, ενώ οι ανακαινίσεις που σημειώθηκαν στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να δώσουν στη μονή την προγενέστερη αίγλη της. Στα μέσα του 19ου αιώνα αποτέλεσε χώρο εγκαταβίωσης κοσμικών γερόντων (1851), γεγονός που προκάλεσε την παρέμβαση του Υπουργείου, με αποτέλεσμα να μετατραπεί η Χρυσοκελλαριά σε μετόχι της Βουλκάνου (1852-1952)32.
Η μονή του Τιμίου Προδρόμου ή Μελέ ανεγέρθηκε τον 17ο αιώνα στα δυτικά του χωριού Αρτεμισία (Τσερνίτσα) -περιοχή Αλαγονίας- θέση Μελέ29. Από την αρχική οικοδομική φάση του μοναστηριακού συγκροτήματος, που καταστράφηκε από πυρκαγιά (1902), σώζεται μόνο το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Αποτομή της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη. Σύγχρονη με την εποχή ανέγερσης του ναού είναι και η αγιογράφησή του. Γνωστή κατέστη η μονή στην περιοχή της και εξαιτίας της σχολής που λειτουργούσε στους χώρους της από το 1712 έως και τον 19ο αιώνα. Στην εν λόγω σχολή διδάσκονταν κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων και ανώτερα μαθηματικά. Η διάλυση της μονής (1833) επέφερε και την παύση του εκπαιδευτηρίου, το οποίο επανιδρύθηκε ως Δημάκεια Εκπαιδευτήρια (1.1.1857). Υπό τη νέα μορφή θα διατηρηθεί έως το 1902, οπότε εγκαταλείφθηκε οριστικά, όταν πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς τα κτήριά του30.
Η μονή Καλογραιών |
Νότια της Μεσσηνίας -κοντά στην Κορώνη- μεταξύ των χωριών Βασιλιτσίου και Χρυσοκελλαριάς εντοπίζεται η μονή Χρυσοκελλαριάς31 το καθολικό της οποίας ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και την Αγία Τριάδα. Η μονή, που ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα, ήκμασε και παρήκμασε ανάλογα με τους μοναχούς που κατά καιρούς διέθετε. To τιμημένο με σταυροπηγιακό προνόμιο (1757) μοναστηριακό συγκρότημα καταστράφηκε στη διάρκεια της Επανάστασης από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ (1825). Έως το 1844 o χώρος θεωρείτω ερειπωμένος, ενώ οι ανακαινίσεις που σημειώθηκαν στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να δώσουν στη μονή την προγενέστερη αίγλη της. Στα μέσα του 19ου αιώνα αποτέλεσε χώρο εγκαταβίωσης κοσμικών γερόντων (1851), γεγονός που προκάλεσε την παρέμβαση του Υπουργείου, με αποτέλεσμα να μετατραπεί η Χρυσοκελλαριά σε μετόχι της Βουλκάνου (1852-1952)32.
Β΄ οθωμανική κυριαρχία
Με την ανακατάληψη της Μεσσηνίας από τα στρατεύματα της Πύλης (1715) σημειώθηκε περιορισμένης έκτασης οικοδόμηση μονών, καθώς δημιουργήθηκαν μόνο δύο33. Υπεύθυνοι γι΄ αυτό δεν ήσαν οι Οθωμανοί, αλλά η διάθεση των πιστών, οι οποίοι πιθανόν θεώρησαν πως τα υπάρχοντα μοναστηριακά συγκροτήματα επαρκούσαν, για να καλύψουν τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής και γι΄ αυτό δεν ίδρυσαν πολλά καινούρια34.
Στο α΄ μισό του 18ου αιώνα πρωτολειτούργησε η μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου ή Κούρτζενης35 στο χωριό Λαδά της Μεσσηνίας (A της Καλαμάτας). Κτήτοράς της ήταν o ιερομόναχος Διονύσιος Διακουμάκης. Έως σήμερα θεωρείται λανθασμένα το 1762 έτος ίδρυσης της μονής, καθώς τη συγκεκριμένη χρονολογία πραγματοποιήθηκε ανακαίνισή της. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε από το ότι ήδη στα 1740 εντοπίζονται αφιερώσεις κτημάτων στη μονή. Έκτοτε και έως τις αρχές του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν από τους πλησιόχωρους στην Κούρτζενη πληθυσμού πολλές, δωρεές. O σημερινός ναός -αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και τη Ζωοδόχο Πηγή- χτίστηκε στα ερείπια μεγαλύτερου ναού. Mε την εφαρμογή των διαταγμάτων του Maurer (1833-1834) επήλθε η διάλυση της Κούρτζενης36.
Ανατολικά του μητροπολιτικού ναού της Υπαπαντής του Χριστού βρίσκεται η μονή Καλογραιών Καλαμάτας. Ιδρυτής της υπήρξε ο ιερομόναχος και δάσκαλος Γεράσιμος Παπαδόπουλος (1763-1844)37, o οποίος συγκρότησε την εν λόγω γυναικεία μοναστηριακή κοινότητα στα τέλη του 18ου αιώνα. Πριν από την επίσημη λειτουργία της (1796), o Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Ιγνάτιος Τζαμπλάκος, είχε εγκρίνει την ανέγερση μονής στην αυλή του ερειπωμένου ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (1782). Ύστερα από την εκκλησιαστική έγκριση επισκευάστηκε o ναός -κτίσμα του 13ου αιώνα- και οικοδομήθηκαν τα πρώτα κελλιά, To μοναστηριακό συγκρότημα παρέμεινε σε άτυπη σύσταση από το 1796 έως και το 1940, όταν με B. Διάταγμα ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο (27.2.1940). Γι΄ αυτόν και στις πηγές της περιόδου -έως τις παραμονές του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου- οι ηγουμένες έφεραν τον τίτλο της προϊσταμένης. Οι πρώτες γυναίκες που εγκαταστάθηκαν στον χώρο της μονης (1796) ήσαν η Γρηγορία η επιλεγομένη μικρά από την Καρύταινα και η Μακαρία από τη Μεθώνη, οι οποίες προηγουμένως εγκαταβίωναν σε μονή της Νάξου. Στη διάρκεια της λειτουργίας της οι μοναχές προσέφεραν κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο στην πόλη της Καλαμάτας, περιθάλποντας άπορα και ορφανά κορίτσια, τα οποία μόρφωναν και εκπαίδευαν στην τέχνη της κατεργασίας ζωικής μετάξης και στη μεταξοϋφαντική. Τα κτίσματά της, όπως και προγενέστερα το καθολικό (1770), υπέστησαν την περίοδο της Επανάστασης καταστροφές από τον Ιμπραήμ (1825). H μονή διαλύθηκε προσωρινά με το σχετικό διάταγμα της Αντιβασιλείας για τις γυναικείες μονές (1834)38, για να επαναλειτουργησει τρία χρόνια αργότερα (1837) μετά την κατάληψη που πραγματοποίησαν οι μοναχές στον χώρο39.
Μονή Γριβιτσιανής |
Οι σχέσεις των μοναχών με τους ξένους κυριάρχους και τους Μεσσηνίους
Μπορεί ο θεσμός του μοναχισμού να δοκιμάστηκε πρόσκαιρα εξαιτίας της νέας κατάστασης που δημιούργησε η κατάκτηση της περιοχής από τα στρατεύματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γρήγορα όμως προσαρμόστηκε στην οθωμανική πραγματικότητα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε ύστερα από την εξέταση των βυζαντινών μοναστηριακών μνημείων της Επισκοπής Μεσσηνίας, τα οποία συνέχισαν να υφίστανται στο σύνολο τους και μετά το 1460. Άλλωστε, καμία από τις 6 μονές που εξετάζονται δεν διέκοψε τη λειτουργία της, αλλά όλες τους συνέχισαν να ακμάζουν προσφέροντας θρησκευτικό, πνευματικό και κοινωνικό έργο στους πλησιόχωρους πληθυσμούς41. Σε αντίθεση λοιπόν με τα όσα υποστηρίζει o X. Πατρινέλης42, στη Μεσσηνία δεν παρατηρείται μείωση μονών. Μπορεί να μην δημιουργήθηκε ούτε μία νέα για έναν και πλέον αιώνα, δεν διαλύθηκε όμως καμία με υπαιτιότητα των κυριάρχων. Οι όποιες δυσκολίες προέκυψαν φαίνεται πως δεν προήλθαν από την οθωμανική διοίκηση, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, αλλά από τους ορθόδοξους. Οι μονές -ως φορείς σημαντικών περιουσιακών στοιχείων- αντιμετώπισαν οικονομικής φύσης προβλήματα, σχετικά με την ακίνητη περιουσία τους, αφού αρκετά συχνά οι εγκαταβιούντες ήρθαν σε διένεξη με τους πλησιόχωρους αγροτικούς πληθυσμούς και τους επιχώριους αρχιερείς43.
Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στον θεσμό σημειώνονται το β΄ μισό του 16ου αιώνα με την οικοδόμηση τεσσάρων νέων μοναστηριακών συγκροτημάτων. To γεγονός αιτιολογείται και από το ότι η Πελοπόννησος είχε ενοποιηθεί υπό τη διοίκηση ενός και μόνο κυρίαρχου, στοιχείο που δεν παρατηρείται τους προηγούμενους αιώνες44. Τον επόμενο αιώνα, που η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί περισσότερο, η θρησκευτική διάθεση των πιστών -ευνοούμενη και από την οικονομική τους ανάκαμψη- εκδηλώνεται με τη δημιουργία άλλων πέντε μονών και την ανακαίνιση παλαιότερων45. Καθοριστικό παράγοντα στην ίδρυση και επιβίωση των μονών έπαιξε ο τοπικός πληθυσμός και όχι η εκκλησιαστική ιεραρχία, αφού οι πιστοί ήσαν αυτοί που όχι μόνο τις ενίσχυε οικονομικά, αλλά και τις στελέχωνε με ανθρώπινο δυναμικό46.
Ανεκτικότητα στον μοναχισμό επέδειξαν αργότερα και οι Βενετοί (1686-1715), αν κρίνουμε τόσο από τα περιουσιακά στοιχεία που διέθεταν οι μονές της Μεσσηνίας στις αρχές του 18ο αιώνα47, όσο και από το ότι δεν ερημώθηκε καμία από τις 15 μονές που λειτουργούσαν στην περιοχή48. Μοναδική ίσως ενέργεια των Βενετών -φαινομενικά κατά του θεσμού, αφού τον απέκοπτε από τον Πατριάρχη, στην ουσία όμως τον ευνοούσε οικονομικά- ήταν τα μέτρα εις βάρος του Πατριαρχείου. Συγκεκριμένα, η Βενετία απαγόρευσε την αποστολή εξάρχων στην Πελοπόννησο καταργώντας άμεσα τις οικονομικές εισφορές στον Οικουμενικό Πατριάρχη και σ΄ αντάλλαγμα παραχώρησε στις μονές και τον ανώτατο κλήρο ακίνητη περιουσία49.
Ανεκτικότητα στον μοναχισμό επέδειξαν αργότερα και οι Βενετοί (1686-1715), αν κρίνουμε τόσο από τα περιουσιακά στοιχεία που διέθεταν οι μονές της Μεσσηνίας στις αρχές του 18ο αιώνα47, όσο και από το ότι δεν ερημώθηκε καμία από τις 15 μονές που λειτουργούσαν στην περιοχή48. Μοναδική ίσως ενέργεια των Βενετών -φαινομενικά κατά του θεσμού, αφού τον απέκοπτε από τον Πατριάρχη, στην ουσία όμως τον ευνοούσε οικονομικά- ήταν τα μέτρα εις βάρος του Πατριαρχείου. Συγκεκριμένα, η Βενετία απαγόρευσε την αποστολή εξάρχων στην Πελοπόννησο καταργώντας άμεσα τις οικονομικές εισφορές στον Οικουμενικό Πατριάρχη και σ΄ αντάλλαγμα παραχώρησε στις μονές και τον ανώτατο κλήρο ακίνητη περιουσία49.
Όπως λοιπόν έχει προαναφερθεί, κανείς από τους κατακτητές δεν αντιστρατεύτηκε τον θεσμό ούτε προσπάθησε να τον αποδυναμώσει. Αντίθετα, αποδέχτηκαν την προϋπάρχουσα κατάσταση, παραχωρώντας αρκετά συχνά και πρόσθετα προνόμια50. Η στάση ανοχής που επέδειξε, άλλωστε, η οθωμανική διοίκηση στον μοναχισμό αντικατοπτρίζεται και στο πλήθος των μονών (64,7% επί του συνόλου) που ιδρύθηκαν έως τα τέλη του 18ου αιώνα στη Μεσσηνία. Επιπρόσθετα, τα ανωτέρω ενισχύει το γεγονός πως για την οικοδόμηση νέων μοναστηριακών συγκροτημάτων ή την ανακαίνιση παλαιότερων οι τοπικές οθωμανικές αρχές παρείχαν όχι δύσκολα τη σχετική άδεια51. Οι αρχές δεν είχαν λόγους αντιρρήσεων, αφού γνώριζαν αφενός την επιρροή των μοναχών στους πλησιόχωρους πληθυσμούς μέσω του δικτύου των μονών -επιρροή χρήσιμη για την επιβολή της νομιμότητας στις αγροτικές περιοχές- και αφετέρου τη συνέπειά τους στις φορολογικές υποχρεώσεις52.
Μονή Ταξιαρχών Πολίχνη |
Οι κυρίαρχοι επίσης δεν ευθύνονται για τις μετεγκαταστάσεις μοναστηριακών κοινοτήτων σε άλλες θέσεις. Όποτε σημειώνονταν τέτοιου είδους ενέργειες, αιτίες δεν ήταν οι πιέσεις των κυριάρχων αλλά η γεωμορφολογία της περιοχής, οι κλιματολογικές συνθήκες ή η έλλειψη ύδρευσης, γεγονός που προκύπτει και από την περίπτωση της Βουλκάνου53. Οι μονές ουσιαστικά υπέστησαν σε μεγάλο βαθμό δηώσεις (30%), όπως και ολόκληρη η Πελοπόννησος, στα Ορλωφικά (1770)54. Γι΄ αυτήν όμως την κατάσταση υπαίτιοι δεν ήσαν οι στρατιώτες του Σουλτάνου αλλά οι Τουρκαλβανοί. Κατά την περίοδο της Επανάστασης επέδρασαν στις μεσσηνιακές μονές οι συνέπειες του πολέμου από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, αλλά και πάλι οι καταστροφές αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων και όχι στο μένος της οθωμανικής διοίκησης για τον θεσμό. Μεγαλύτερη φθορά υπέστησαν ποσοτικά οι μονές τον 19° αιώνα, εξαιτίας αφενός των μέτρων της Αντιβασιλείας για τις μοναστηριακές κοινότητες του βασιλείου και αφετέρου της μειωμένης διάθεσης των πιστών να μονάσουν (πίν. 2ος)55.
* Έτη αναφοράς
Πίνακας 2ος
Οι εν ενεργεία μονές της Μεσσηνίας (1840-1907)56
Πηγή: Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμική εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, τόμ. Α, Αθήνα 1974, σ. 96-100, 142-148, 210-216, 293-298. Σπ. Κοκκὶνης, Τα μοναστήρια..., ό.π., ο. 245-246, 253, 285, 304. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία..., ό.π., σ. 385-402, 425-436. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 109-241. Στατιστική της Ελλάος. Πληθυσμός του έτους 1861, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Παράρτημα του περιοδικού Μνήμων αρ. 7, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991, σ. 4. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, Αθήνα 1840, σ. 108-110, 120-122, Αθήνα 1841, σ. 57; A. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά. Ἡτοι οδηγίαι, νόμοι, βασιλικά διατάγματα..., και του καταστατικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1859, σ 157, 161.
Υλική και ηθική υποστήριξη παρείχαν στους μοναχούς και οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί. Οι πάσης φύσεως αφιερώσεις των ορθοδόξων υπηκόων της Πύλης στις μονὲς δεν σχετίζεται με την ανεκτικότητα των κατακτητών στις μοναστηριακές κοινότητες, αλλά με τους ρόλους που επιτελούσαν αυτές στην περιοχή τους. Οι συχνές επαφές των μοναχών με τους αγροτικούς οικισμούς επέτρεπαν στους πρώτους να καλύπτουν όχι μόνο τις Θρησκευτικές και κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής τους, αλλά να γίνονται συγχρόνως γιά αυτούς φορείς πολιτισμού και παιδείας. Εξαιτίας αυτών των ρόλων, οι τοπικοί πληθυσμοί θεωρούσαν τα μοναστηριακά συγκροτήματα χώρους διατήρησης της θρησκευτικής τους πίστης, της γλώσσας τους, της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, του εθνικού τους φρονήματος, τους οποίους όφειλαν να προστατεύσουν και να διατηρήσουν57.
Στη διάρκεια της μακραίωνης ξενικής κυριαρχίας (1460-1821) μεγάλο ποσοστό των μονών της Μεσσηνίας απέκτησε αξιόλογη οικονομική επιφάνεια. Βασικές πηγές συγκέντρωσης της περιουσίας αυτής αποτέλεσαν η προσωπική εργασία των μοναχών, η αφιέρωση περιουσιακών στοιχείων από τα άτομα που κατέφευγαν στον μοναχισμό, οι δωρεές και οι κληροδοσίες πιστών υπέρ ψυχικής αυτών σωτηρίας, οι ζητείες, τα εισοδήματα από την αγροτική παραγωγή, τα ποσά από τις ενοικιάσεις. Στα ανωτέρω θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα προνόμια από τους ίδιους τους κυριάρχους, τα οποία επέτρεψαν στα μοναστηριακά κέντρα να διατηρήσουν παλαιότερα εδάφη ή να αποκτήσουν νέα58.
Χαρακτηριστικά των μονών
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι μεσσηνιακές μονές δεν διαφοροποιούνται αισθητά ως προς τα χαρακτηριστικά τους, σε σχέση με όσα ίσχυαν για τις μονές του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. To βασικότερο κριτήριο στην επιλογή της θέσης οικοδόμησης ενός μοναστηριακού συγκροτήματος στη Μεσσηνία ήταν η σχετική ασφάλεια του χώρου, η δυνατότητα επικοινωνίας με τους πλησιόχωρους αγροτικούς πληθυσμούς και με τα αστικά οικιστικά σύνολα της περιοχής, η πνευματικότητα του τόπου και η δυνατότητα ύδρευσης59. Στο σύνολό τους σχεδόν, οι εξεταζόμενες μονὲς οικοδομήθηκαν σε τοποθεσίες που εξασφάλιζαν στη μοναστική τους κοινότητα σιγουριά και ευοίωνες συνθήκες διαβίωσης. H εγκατάσταση μοναχών εκτός οικιστικών κέντρων, επιβαλλόταν, άλλωστε και από πνευματικούς λόγους, αφού, έστω και θεωρητικά, η συγκεκριμένη επιλογή έδινε τη δυνατότητα στα άτομα να απομακρυνθούν από τα εγκόσμια και να ασχοληθούν απερίσπαστα με τη σωτηρία της ψυχής τους. Ενδεικνυόμενες θέσεις για την πραγματοποίηση αυτών των σκοπών ήταν οι κορυφές λόφων και βουνών, τα φαράγγια, τα σπήλαια. Δεν παραγνώριζαν όμως τη γεωμορφολογία ή τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, καθώς αυτές υπήρξαν συχνά η αιτία που οι μοναχοί εγκατέλειπαν την αρχική τοποθεσία της μόνης για να εγκατασταθούν σε μία άλλη60.
Κτήτορες ή ανακαινιστές των μοναστηριακών συγκροτημάτων της Μεσσηνίας ήσαν πρωτίστως ντόπιοι μοναχοί ή ιερείς και δευτερευόντως λαϊκοί. Παράλληλα με τους κτήτορες και οι τοπικοί αγροτικοί πληθυσμοί προσέφεραν δωρεές και οικονομικές ενισχύσεις στις μονές. Οι Μεσσήνιοι προέβαιναν σε τετοιου είδους ενέργειες στο πλαίσιο εκπλήρωσης ταμάτων, Παρρησιών και Προθέσεων εις ψυχικήν και σωματικήν σωτηρίαν, μνημονεύσεων για τους θανόντες συγγενείς, δημιουργίας ιδιωτικού χώρου εγκαταβίωσης61.
Οι μεσσηνιακές μονές κατηγοριοποιούνται ως προς το φύλο τους σε ανδρικές (15) και γυναικείες (2), με σαφή υπεροχή των πρώτων (88,2%) έναντι των δευτέρων (11,8%). Οι τελευταίες -Σαμαρίνα, Αγίων Κωνασταντίνου και Ελένης ή μονή Καλογραιών- ιδρύθηκαν τον 12ο και τον 18ο αιώνα αντίστοιχα, για να καλύψουν την κλίση των γυναικών της περιοχής στον μοναχισμό62. Όταν πια η μία δεν επαρκούσε, ιδρύθηκε και μία η δεύτερη, αυτήν όμως τη φορά μέσα στην πόλη της Καλαμάτας, με πιθανό αίτιο τους λόγους προστασίας των μοναζουσών. Η ύπαρξη γυναικείων μονών στη Μεσσηνία αποτελεί άλλη μια απόδειξη της ασφάλειας που βίωναν οι Μεσσήνιοι -τον 17° και 18° αιώνα- από τη συμβίωση με τους κυριάρχους.
Εκκλησιαστικά οι μονές ταξινομούνται ανάλογα με την αρχή που ασκεί εποπτεία σ' αυτές -πατριάρχης, μητροπολίτης, επίσκοπος- σε Επαρχιακές και Πατριαρχικές ή Σταυροπηγιακές. Από την εξέταση των μοναστηριακών συγκροτημάτων της περιοχής προέκυψε πως τα περισσότερα ανήκαν στα σταυροπήγια (58,8%). To γεγονός ότι η πλειοψηφία των μεσσηνιακών μονών ανήκε σ΄ αυτήν την κατηγορία αιτιολογείται από τη χαλαρότερη εξάρτηση που είχαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, καθώς ένας απεσταλμένος του Πατριάρχη ήταν σαφώς λιγότερο πιεστικός από τον επιχώριο αρχιερέα. Μόνη υποχρέωση των μονών ήταν η καταβολή σε ετήσια βαση χρηματικών πορών ή παραγομένων προϊόντων (λάδι, κρασί, κερί) εις σημείον υποταγής και γνωρισμόν της σταυροπηγιακής αυτού αξίας, τα γνωστά δοσίματα63. To σταυροπηγιακό προνόμιο επικυρώθηκε αρκετές φορές στις μονές της Μεσσηνίας, ενέργεια που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως είτε το αρχικό σιγίλλιο χανόταν και χρειαζόταν η εκδοση νέου, είτε πως με την πάροδο των ετών η ισχύς του προνομίου εξασθενούσε και επιβαλλόταν η ανανέωσή του. Οι περισσοτερες επικυρώσεις της ιδιότητας αυτής σημειώθηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα, γεγονός που θα πρέπει να συσχετιστεί και με τη συνεχιζόμενη αύξηση των εξόδων του Οικουμενικού Πατριαρχείου64. Παρόλο που τα σιγίλλια έκαναν λόγο για αυτοδέσποτον και ακαταπάτητον των σταυροπηγιακών και απαγόρευαν στους κατά τόπους επισκόπους ζητήσαι παρά του ειρημένου μοναστηρίου ή λαβείν τι άχρι και οβολού, εν βάρει αργίας ασυγγνώστου και αφορισμού αλύτου, συχνά σημειώθηκαν οικονομικές διενέξεις μεταξύ των τελευταίων και των μοναχών. Για τις υπολοιπες επτά μονές, αν και δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία, πρέπει να υποθέσουμε πως ανήκαν στις επισκοπικές, οι οποίες κατέβαλλαν ανάλογα δοσίματα στους αρχιερείς που υπάγονταν65.
Πληθυσμιακά σύνολα και προσωπικά δεδομένα
H διαδικασία καταμέτρησης ενός ανθρώπινου συνόλου σε καθορισμένη χρονική περίοδο και σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο συναντά δυσκολίες -πολλές φορές αξεπέραστες- όταν λείπουν οι πηγές που θα επιτρέψουν τη διεξαγωγή ορθών στατιστικά συμπερασμάτων. Χαρακτηριοτικό παράδειγμα αποτελεί ο αριθμός των εγκαταβιούντων στη Μεσσηνία κατά την περίοδο της α΄ οθωμανικής κυριαρχίας (1460-1686), αφού δεν μπορούν να υπάρξουν ακριβή στατιστικά δεδομένα. Τα οθωμανικά απογραφικά κείμενα που παρέχουν τέτοιου είδους ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες είτε δεν σώζονται είτε δεν επιδέχονται επαληθεύσεις. Οι πρώτες αξιομνημόνευτες καταγραφές για τους μοναχούς της περιοχής προέρχονται από τη βενετοκρατία (1700)66.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι μεσσηνιακές μονές δεν διαφοροποιούνται αισθητά ως προς τα χαρακτηριστικά τους, σε σχέση με όσα ίσχυαν για τις μονές του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. To βασικότερο κριτήριο στην επιλογή της θέσης οικοδόμησης ενός μοναστηριακού συγκροτήματος στη Μεσσηνία ήταν η σχετική ασφάλεια του χώρου, η δυνατότητα επικοινωνίας με τους πλησιόχωρους αγροτικούς πληθυσμούς και με τα αστικά οικιστικά σύνολα της περιοχής, η πνευματικότητα του τόπου και η δυνατότητα ύδρευσης59. Στο σύνολό τους σχεδόν, οι εξεταζόμενες μονὲς οικοδομήθηκαν σε τοποθεσίες που εξασφάλιζαν στη μοναστική τους κοινότητα σιγουριά και ευοίωνες συνθήκες διαβίωσης. H εγκατάσταση μοναχών εκτός οικιστικών κέντρων, επιβαλλόταν, άλλωστε και από πνευματικούς λόγους, αφού, έστω και θεωρητικά, η συγκεκριμένη επιλογή έδινε τη δυνατότητα στα άτομα να απομακρυνθούν από τα εγκόσμια και να ασχοληθούν απερίσπαστα με τη σωτηρία της ψυχής τους. Ενδεικνυόμενες θέσεις για την πραγματοποίηση αυτών των σκοπών ήταν οι κορυφές λόφων και βουνών, τα φαράγγια, τα σπήλαια. Δεν παραγνώριζαν όμως τη γεωμορφολογία ή τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, καθώς αυτές υπήρξαν συχνά η αιτία που οι μοναχοί εγκατέλειπαν την αρχική τοποθεσία της μόνης για να εγκατασταθούν σε μία άλλη60.
Κτήτορες ή ανακαινιστές των μοναστηριακών συγκροτημάτων της Μεσσηνίας ήσαν πρωτίστως ντόπιοι μοναχοί ή ιερείς και δευτερευόντως λαϊκοί. Παράλληλα με τους κτήτορες και οι τοπικοί αγροτικοί πληθυσμοί προσέφεραν δωρεές και οικονομικές ενισχύσεις στις μονές. Οι Μεσσήνιοι προέβαιναν σε τετοιου είδους ενέργειες στο πλαίσιο εκπλήρωσης ταμάτων, Παρρησιών και Προθέσεων εις ψυχικήν και σωματικήν σωτηρίαν, μνημονεύσεων για τους θανόντες συγγενείς, δημιουργίας ιδιωτικού χώρου εγκαταβίωσης61.
Το καθολικό της μονής Μανδρακίου |
Οι μεσσηνιακές μονές κατηγοριοποιούνται ως προς το φύλο τους σε ανδρικές (15) και γυναικείες (2), με σαφή υπεροχή των πρώτων (88,2%) έναντι των δευτέρων (11,8%). Οι τελευταίες -Σαμαρίνα, Αγίων Κωνασταντίνου και Ελένης ή μονή Καλογραιών- ιδρύθηκαν τον 12ο και τον 18ο αιώνα αντίστοιχα, για να καλύψουν την κλίση των γυναικών της περιοχής στον μοναχισμό62. Όταν πια η μία δεν επαρκούσε, ιδρύθηκε και μία η δεύτερη, αυτήν όμως τη φορά μέσα στην πόλη της Καλαμάτας, με πιθανό αίτιο τους λόγους προστασίας των μοναζουσών. Η ύπαρξη γυναικείων μονών στη Μεσσηνία αποτελεί άλλη μια απόδειξη της ασφάλειας που βίωναν οι Μεσσήνιοι -τον 17° και 18° αιώνα- από τη συμβίωση με τους κυριάρχους.
Εκκλησιαστικά οι μονές ταξινομούνται ανάλογα με την αρχή που ασκεί εποπτεία σ' αυτές -πατριάρχης, μητροπολίτης, επίσκοπος- σε Επαρχιακές και Πατριαρχικές ή Σταυροπηγιακές. Από την εξέταση των μοναστηριακών συγκροτημάτων της περιοχής προέκυψε πως τα περισσότερα ανήκαν στα σταυροπήγια (58,8%). To γεγονός ότι η πλειοψηφία των μεσσηνιακών μονών ανήκε σ΄ αυτήν την κατηγορία αιτιολογείται από τη χαλαρότερη εξάρτηση που είχαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, καθώς ένας απεσταλμένος του Πατριάρχη ήταν σαφώς λιγότερο πιεστικός από τον επιχώριο αρχιερέα. Μόνη υποχρέωση των μονών ήταν η καταβολή σε ετήσια βαση χρηματικών πορών ή παραγομένων προϊόντων (λάδι, κρασί, κερί) εις σημείον υποταγής και γνωρισμόν της σταυροπηγιακής αυτού αξίας, τα γνωστά δοσίματα63. To σταυροπηγιακό προνόμιο επικυρώθηκε αρκετές φορές στις μονές της Μεσσηνίας, ενέργεια που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως είτε το αρχικό σιγίλλιο χανόταν και χρειαζόταν η εκδοση νέου, είτε πως με την πάροδο των ετών η ισχύς του προνομίου εξασθενούσε και επιβαλλόταν η ανανέωσή του. Οι περισσοτερες επικυρώσεις της ιδιότητας αυτής σημειώθηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα, γεγονός που θα πρέπει να συσχετιστεί και με τη συνεχιζόμενη αύξηση των εξόδων του Οικουμενικού Πατριαρχείου64. Παρόλο που τα σιγίλλια έκαναν λόγο για αυτοδέσποτον και ακαταπάτητον των σταυροπηγιακών και απαγόρευαν στους κατά τόπους επισκόπους ζητήσαι παρά του ειρημένου μοναστηρίου ή λαβείν τι άχρι και οβολού, εν βάρει αργίας ασυγγνώστου και αφορισμού αλύτου, συχνά σημειώθηκαν οικονομικές διενέξεις μεταξύ των τελευταίων και των μοναχών. Για τις υπολοιπες επτά μονές, αν και δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία, πρέπει να υποθέσουμε πως ανήκαν στις επισκοπικές, οι οποίες κατέβαλλαν ανάλογα δοσίματα στους αρχιερείς που υπάγονταν65.
Πληθυσμιακά σύνολα και προσωπικά δεδομένα
H διαδικασία καταμέτρησης ενός ανθρώπινου συνόλου σε καθορισμένη χρονική περίοδο και σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο συναντά δυσκολίες -πολλές φορές αξεπέραστες- όταν λείπουν οι πηγές που θα επιτρέψουν τη διεξαγωγή ορθών στατιστικά συμπερασμάτων. Χαρακτηριοτικό παράδειγμα αποτελεί ο αριθμός των εγκαταβιούντων στη Μεσσηνία κατά την περίοδο της α΄ οθωμανικής κυριαρχίας (1460-1686), αφού δεν μπορούν να υπάρξουν ακριβή στατιστικά δεδομένα. Τα οθωμανικά απογραφικά κείμενα που παρέχουν τέτοιου είδους ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες είτε δεν σώζονται είτε δεν επιδέχονται επαληθεύσεις. Οι πρώτες αξιομνημόνευτες καταγραφές για τους μοναχούς της περιοχής προέρχονται από τη βενετοκρατία (1700)66.
Στον ακόλουθο πίνακα (πίν. 3ος) σημειώνονται οι μονές και το ανθρώπινο δυναμικό τους, που καταμετρώνται στην απογροιφή Gριmani (1700). Σύμφωνα με αυτὴν, στην Provincia di Messenia (territorio Arcadia, Andrussa, Callamata, Coron-Modon) λειτουργούσαν δεκαεπτά μοναστικά κέντρα.
(1) Ποσοστιαὶα αναλογία μοναχών ανά μονή
Πηγή: B. Παναγιωτοπουλος, Πληθυσμός..., ό.π., σ. 249.
Από την ποσοστιαία αναλογία μοναχών ανά μονή προκύπτει πως οι μεσσηνιακές μονές ήταν στο σύνολό τους μικρά μοναστηριακά συγκροτήματα με αριθμό εγκαταβιούντων που δεν ξεπερνούσε τα 5 με 6 άτομα. Εξαίρεση αποτελεί το territorio της Andrussa οι μονές του οποίου εμφανίζονται πολυπληθέστερες (18,3 άτομα ανά μονή) σε σχέση με τις υπόλοιπες της Provincia. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η εγκαταβίωση γυναικών σε ανδρικές μονές, ενέργεια που αντιβαίνει τους εκκλησιαστικούς και μοναστηριακούς κανόνες67. To γεγονός πρέπει να ερμηνευτεί βάσει ηθικών (προστασία γυναικών, συγγένεια) και πρακτικών αιτιών (κάλυψη καθημερινών αναγκών). Στις ανδρικές μονές για παράδειγμα οι μοναχές επωμίζονταν την καθαριότητα των χώρων και την προετοιμασία της διατροφής, επιτρέποντας έτσι στους μοναχούς να ασχολούνται απερίσπαστα με τις αγροτικές και κάθε άλλου είδους εργασίες.
(1) Αναλογία εγκαταβιούντων ανά 100 κατοίκους
Πηγή: Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός..., ό.π., σ. 249.
Άξια σχολιασμού είναι και η αναλογία μοναχών ανά 100 κατοίκους της Μεσσηνίας (πίν. 4ος), αφού ο μέσος όρος των πρώτων δεν ξεπερνά το 0,39%. Tο ιδιαίτερα χαμηλό -σε σχέση με άλλες περιοχές της Πελοποννήσου- ποσοστό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η προσχώρηση των Μεσσηνίων στον μοναχισμό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη θρησκευτικότητά τους (θρησκευτική κλίση, τάσεις απομονωτισμού, μοναστική παράδοση) και όχι σε άλλα λιγότερο θρησκευτικής υφής αίτια (κάλυψη βιοτικών αναγκών, ανασφάλεια, εξαίρεση από αγγαρείες, φοροαπαλλαγές, εξασφάλιση περίθαλψης και φροντίδας)68. Διαφορετική είναι ποσοτικά η προσφυγή των γυναικών στον μοναχισμό (κυμαίνεται από 0,04% έως 0,11%). H εκατοστιαία διαφορά (0,39%- 0,075%) μεταξύ μοναχών και
μοναζουσών πρέπει να αναζητηθεί αρχικά σε κοινωνικούς παράγοντες, σχετικούς με το φύλο των γυναικών και αφετέρου στις προσωπικές επιλογές των ατόμων. To χαμηλό, εξάλλου, ποσοστό των μοναζουσών στη Μεσσηνία μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως οι γυναίκες δεν είχαν στις άμεσες επιλογές τους το μοναστικό σχήμα όπως οι άνδρες69.
μοναζουσών πρέπει να αναζητηθεί αρχικά σε κοινωνικούς παράγοντες, σχετικούς με το φύλο των γυναικών και αφετέρου στις προσωπικές επιλογές των ατόμων. To χαμηλό, εξάλλου, ποσοστό των μοναζουσών στη Μεσσηνία μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως οι γυναίκες δεν είχαν στις άμεσες επιλογές τους το μοναστικό σχήμα όπως οι άνδρες69.
*Η απογραφή του 1861 δεν παρέχει στοιχεία ανά μονή
** Στους 149 εγκαταβιούντες (1883) σημειώνονται μόνο οι 79 μοναχοί και όχι οι 70 μοναχές της μονής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης M. Χουλιαρακης, Γεωγραφική, διοικητική..,, (ML, σ. 96-100, 142-148, 210-216, 293- 298. Σπ. Κοκκίνης, Τα μοναστήρια,.., ό.π., 0. 245-246, 253, 285, 304. Στατιστική της Ελλάδος..., ό.π., o. 4. Ιστορικό Αρχείο Μεσσηνίας, ό.π., σ, 1-33. Αλ. Χρυσομάλλης, O δρόμος της αυταπάρνησης..., ό.π., 0. 271-274.
H ποσότητα και η αξιοπιστία των πηγών που αναφέρονται στα δημογραφικά δεδομένα των εγκαταβιούντων της Μεσσηνίας αυξάνεται με τη δημιουργία του νεοελληνικού βασιλείου, καθώς το Κράτος οργανώνεται καλύτερα και η ανάγκη για τον ακριβή προσδιορισμό των υπηκόων του γίνεται πλέον επιτακτική. Στην παρουσα μελέτη για τη συγκέντρωση των αριθμητικών στοιχείων των Μεσσήνιων μοναχών αξιοποιήθηκαν τρεις κατηγορίες πηγων: οι επίσημες απογραφές των ετών 1861, 1879, 1889, 1896, 1907, οι στατιστικές σημειώσεις της Ι. Συνόδου και το Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας71.
Μετεπαναστατικά η μοναστηριακή εικόνα της Μεσσηνίας διαφοροποιήθηκε εν μέρει σε σχέση με τις προγενέστερες ιστορικές περιόδους (πίν. 109). Μπορεί να μειώθηκαν σε αριθμό -απο 17 σε 9- τα μοναστηριακά κέντρα της περιοχής, δεν παρατηρείται όμως φθίνουσα πορεία ως προς το δυναμικό των Μεσσήνιων μοναχών. Οι εγκαταβιούντες δεν αποσχηματίστηκαν μετά την εφαρμογή των διαταγμάτων του 1833-34, αλλά συγκεντρώθηκαν στα εναπομείναντα και διατήρησαν με μικρές αυξομειώσεις το ίδιο δυναμικό έως το τέλος του 19ου αιώνα (= 130-160 άτομα, πίν. 5ος). Οι μονές ως προς τη σύνθεσή τους συνέχισαν να στελεχώνονται από τους πλησιόχωρους πληθυσμούς, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από την εξέταση των προσωπικών δεδομένων των μοναχών (1883)72. H μείωση, μάλιστα, των μονών και η σταθερότητα του αριθμού των μοναχών ενδεικνύει ότι τα μοναστηριακά συγκροτήματα της Μεσσηνίας αύξησαν το πληθυσμιακό δυναμικό τους.
H ποσότητα και η αξιοπιστία των πηγών που αναφέρονται στα δημογραφικά δεδομένα των εγκαταβιούντων της Μεσσηνίας αυξάνεται με τη δημιουργία του νεοελληνικού βασιλείου, καθώς το Κράτος οργανώνεται καλύτερα και η ανάγκη για τον ακριβή προσδιορισμό των υπηκόων του γίνεται πλέον επιτακτική. Στην παρουσα μελέτη για τη συγκέντρωση των αριθμητικών στοιχείων των Μεσσήνιων μοναχών αξιοποιήθηκαν τρεις κατηγορίες πηγων: οι επίσημες απογραφές των ετών 1861, 1879, 1889, 1896, 1907, οι στατιστικές σημειώσεις της Ι. Συνόδου και το Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας71.
Μετεπαναστατικά η μοναστηριακή εικόνα της Μεσσηνίας διαφοροποιήθηκε εν μέρει σε σχέση με τις προγενέστερες ιστορικές περιόδους (πίν. 109). Μπορεί να μειώθηκαν σε αριθμό -απο 17 σε 9- τα μοναστηριακά κέντρα της περιοχής, δεν παρατηρείται όμως φθίνουσα πορεία ως προς το δυναμικό των Μεσσήνιων μοναχών. Οι εγκαταβιούντες δεν αποσχηματίστηκαν μετά την εφαρμογή των διαταγμάτων του 1833-34, αλλά συγκεντρώθηκαν στα εναπομείναντα και διατήρησαν με μικρές αυξομειώσεις το ίδιο δυναμικό έως το τέλος του 19ου αιώνα (= 130-160 άτομα, πίν. 5ος). Οι μονές ως προς τη σύνθεσή τους συνέχισαν να στελεχώνονται από τους πλησιόχωρους πληθυσμούς, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από την εξέταση των προσωπικών δεδομένων των μοναχών (1883)72. H μείωση, μάλιστα, των μονών και η σταθερότητα του αριθμού των μοναχών ενδεικνύει ότι τα μοναστηριακά συγκροτήματα της Μεσσηνίας αύξησαν το πληθυσμιακό δυναμικό τους.
Γραφημα 2°
Αυξομειώσεις των εγκαταβιούντων (1840-1907)
(1) 1861, (2) 1879, (3) 1883, (4) 1889, (5) 1896, (6) 1907
Πηγή: M. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική..., ό.π., σ. 96-100, 142-148, 210-216, 293-298. Σπ. Κοκκίνης, Τα μοναστήρια..., ό.π., σ. 245-246, 253, 285, 304. Zmnanmi της Ελλάὸος..., ό.π., σ. 4. Ιστορικό Αρχείο Μεσσηνίας, ό.π., σ. 1-33. Αλ. Χρυσομαλλης, Ο δρόμος της αυταπάρνησης..., ό,π., σ. 271-274.
Στον προαναφερθέντα μοναστικό πληθυσμό (πίν. 5ος) υπερτερούν οι μοναχοί (53,2-66,7%), έναντι των μοναζουσών (33,3-46,8%). To υψηλό ποσοστό των τελευταίων στη Μεσσηνία αιτιολογείται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο που προσέφερε η μονή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Καλαμάτα, το οποίο έφερνε σε επαφή άπορα και ορφανά κορίτσια με τον μοναχισμό73. Όσο για την ποσοστιαία αναλογία μοναχών ανά 100 κατοίκους (0,1%), αυτή μειώθηκε κατά 0,29%, αρκετά δηλαδή κατώτερη τόσο από την αντίστοιχη των αρχών του 18ου αιώνα (0,39%), όσο απ΄ ότι ίσχυε την ίδια περίοδο στο υπόλοιπο ελληνικό βασίλειο (0,18%)74. Οι ανωτέρω αριθμοί ενδεικνύουν πως οι Μεσσήνιοι τον 19ο αιώνα δεν κατέφευγαν με την ίδια ευκολία στον μοναχισμό όπως προγενέστερα. Η διαφοροποίηση που σημειώνεται στην επιλογή του μοναστικού σχήματος θα πρέπει να αναζητηθεί σε συνδυασμό ετερογενών παραγόντων, όπως το ότι από την περιοχή έλειπαν τα πανελλήνιας φήμης μοναστηριακά κέντρα που θα προσέλκυαν όσους επιθυμούσαν να μονάσουν, η διαμόρφωση και η εξέλιξη του Ελληνικού Κράτους, η εκκοσμίκευση της πίστης, η στροφή προς τον ενοριακό κλήρο.
Πηγή: Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Μητροπολης Μεσσηνίας.,., ό.π., σ. 1-33.
Για να μελετηθούν τα προσωπικά δεδομένα των εγκαταβιούντων της Μεσσηνίας, πρέπει να υπάρχουν τα ποιοτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν μια τέτοιου είδους ενέργεια. Οι κρατικές απογραφές που διενεργήθηκαν στην περιοχή δεν ενδείκνυνται για ανάλογη αξιοποίηση, αφού περιορίζονται μόνο στην απαρίθμηση των ατόμων ανά μονή και επαρχία.
Στην παρούσα μελέτη η πληροφόρηση για τα χαρακτηριστικά των Μεσσήνιων μοναχών προέρχεται από το συγκεντρωτικό μοναχολόγιο των μονών της Αρχιεπισκοπής Μεσσηνίας (1883) με τον τίτλο: Μοναχολόγια των εν τη Αρχιεπισκοπή Μεσσηνίας Ιερών Μονών Βουλκάνου, Μαρδακίου, Βελανιδιάς και Δημιόβας, συνταχθέντα τον Απρίλιον του 1883, το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο της Μητρόπολης Μεσσηνίας. Στη συγκεκριμένη αρχειακή πηγή σημειώνονται 125 εγγραφές ατόμων, τα οποία ακολούθησαν το μοναστικό σχήμα από το 1828 έως και το 1913. Γίνεται μάλιστα, φανερό πως το μοναχολόγιο, αν και συντάχθηκε το 1883, δεχόταν για σειρά ετών προσθήκες και νέες εγγραφές75.
Η εξέταση δείγματος 125 μοναχών από τις μονές της Μεσσηνίας κατέδειξε -ως προς τη σύνθεσή τους- πως αυτές στελεχώνονταν κατά κύριο λόγο από γηγενείς. O μέλλων μοναχός, μάλιστα, δεν διανύε μεγάλες αποστάσεις, για να επιλέξει τόπο εγκαταβίωσης, αλλα συχνά κατευθυνόταν στην πλησιέστεοη προς αυτόν μονή (95,2%). Οι τέσσερις περιπτώσεις «επήλυδων» που εντοπίζονται στα εξεταζόμενα μοναστηριακά συγκροτήματα (Ύδρα, Τρίπολη, Αθήνα, Σέρρες) θα πρέπει να αναζητηθούν σε προσωπικούς λόγους των ατόμων. To γεγονός επίσης ότι οι μοναχοί επέλεγαν τις μονές της περιοχής τους φανερώνει την άμεση η έμμεση επιρροή που ασκούσαν οι εγκαταβιούντες στούς αγροτικούς πληθυσμούς της Μεσσηνίας.
Στην παράμετρο με τον τίτλο Βαθμός σημειώνονται στοιχεία για το εκκλησιαστικό σχήμα των μοναχών, βάσει του οποίου διακρίνονται σε χειροτονημένους (ιερομόναχοι, ιεροδιάκονοι, διάκονοι) και μη (μοναχοί)76. To μεγαλύτερο ποσοστό (54,4%) των μοναχών ήσαν μη χειροτονημένοι, ενώ ένας αξιόλογος αριθμός ατόμων -32 ιερομόναχοι, 10 διάκονοι (33,6%)- ανήκε στους χειροτονημένους. Στην τελευταία περίπτωση αξίζει να αναφερθεί πως το σύνολο των χειροτονημένων όχι μόνο επαρκούσε, για να καλύψει τις τελετουργικές ανάγκες των εννιά μονών της Μεσσηνίας, αλλά και τις υπερκάλυπτε. Τα στοιχεία αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως οι ιερομόναχοι και οι ιεροδιάκονοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως εφημέριοι στους πλησιόχωρους οικισμούς και τα χωριά και με αυτήν τους την ιδιότητα συντελούσαν στη διατήρηση της θρησκευτικότητας των πιστών.
Όσον αφορά την εγγραμματοσύνη των εγκαταβιούντων, τα δεδομένα που διαθέτουμε δεν καλύπτουν το σύνολο των μοναχών αλλά μέρος τους (49,6%). Σε δείγμα 62 ατόμων το 83,9% γνώριζε γράμματα, ένας μόνον υπογράφει και 9 ήσαν αγράμματοι (14,5%). Στις περισσότερες των περιπτώσεων η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής πραγματοποιείτο στις μονές της μετανοίας των μοναχών, με σκοπό να μπορούν να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά καθήκοντα που απέρρεαν από το σχήμα τους. Διαπίστωση που ενισχύεται και από το ότι τα περισσότερα από τα άτομα αυτά προέρχονταν από αγροτικές κοινότητες της περιοχής, στις οποίες η μόρφωση δεν είχε ιδιαίτερη σημασία.
Περιορισμένα είναι επίσης τα στοιχεία για τη μοναστική ονοματοθεσία των ατόμων, αφού μόνο σε δώδεκα περιπτώσεις (9,6%) από τη μονή Βουλκάνου σημειώνεται συγχρόνως το λαϊκό και το μοναστηριακό όνομα των μοναχών. Από τις εγγραφές επιβεβαιώνεται μια μοναστική συνήθεια ως προς την επιλογή του μοναστικού ονοματος, την οποία ελάμβαναν υπόψη οι υπεύθυνοι -ηγούμενος, γέροντας, επίσκσοπος- στη διάρκεια της κουράς, την ταύτιση δηλαδή του αρχικού γράμματος στο λαϊκό και το μοναστικό όνομα77. Η ερμηνεία της ενέργειας αυτής σύμφωνα με κάποιες θεολογικές απόψεις βασίζεται στο ότι δεν περιφρονείται με αυτόν τον τρόπο το πρώτο βάπτισμα που έλαβε ο ορθόδοξος χριστιανός σε νηπιακή ηλικία. Η μελέτη του δείγματος, των δώδεκα μοναχών κατέδειξε πως η συνήθεια αυτή τηρήθηκε σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων (91,7%).
Συμπερασματικές σκέψεις
H εξέταση των μεσσηνιακών μονών και του μοναχισμού που αναπτύχθηκε στην περιοχή στη διάρκεια πέντε αιώνων (15ος- 19ος) κατέδειξε μια μακραίωνη μοναστηριακή πορεία κατά την οποία ιδρύθηκε ένας αυξημένος αριθμός μονών, ο οποίος πριν από την Επανάσταση ανερχόταν σε 17. Πρόκειται για μοναστηριακά συγκροτήματα μικρού πληθυσμιακού δυναμικού (5-6 άτομα), ενώ το σύνολο των εγκαταβιούντων δεν ξεπέρασε στη Μεσσηνία τους 160. Πολλές από τις εξεταζόμενες μονές απέκτησαν αξιόλογη κινητή και ακίνητη περιουσία, η οποία προήλθε από την προσωπική εργασία των μοναχών, την αφιέρωση περιουσιακών στοιχείων από τα άτομα που κατέφευγαν στον μοναχισμό, τις δωρεές και τις κληροδοσίες πιστών υπέρ ψυχικής αυτών σωτηρίας, τις ζητείες, τα εισοδήματα από την αγροτική παραγωγή, τα ποσά από τις ενοικιάσεις.
Αριθμητική στασιμότητα σε μονές και μοναχούς γνώρισε ο θεσμός μετά την κατάκτηση της Μεσσηνίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1460) και σε αυτή την κατάσταση θα παραμείνει έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Πρόκειται για μια περίοδο που αποτέλεσε χρόνο εγκλιματισμού στη νέα ταξη πραγμάτων, βάσει της οποίας οργάνωσαν οι κάτοικοι και οι μοναχοί τη ζωή και την καθημερινότητά τους. Οι επόμενοι αιώνες -εως το 1821- υπήρξαν περίοδος σταθεροποίησης, ανασύνταξης και ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, με την πάροδο των ετών σκιαγραφείτε μια αυξητική τάση στην οικοδόμηση μονών, με το μέγιστό της (52,9%) να παρατηρείται μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα. Τάση η οποία αποδίδεται όχι μόνο στη θρησκευτικότητα των κατακτημένων -ευνοούμενη και από την οικονομική τους ανάκαμψη-, αλλά και στην ανοχή ή και τον σεβασμό που επέδειξαν οι κατά καιρούς κατακτητές (Οθωμανοί, Βενετοί) στον μοναχισμό και τα μέλη του. Οι σχέσεις, επίσης, που ανέπτυξαν οι εγκαταβιούντες με τους ορθοδόξους -κυρίως των αγροτικών περιοχών- ήταν άμεσες και η επιρροή τους καθοριστική. Οι λαϊκοί, άλλωστε, ήσαν αυτοί που ενίσχυαν οικονομικά τις μονές και τις επάνδρωναν με νέο δυναμικό. Οι μοναχοί με τη σειρά τους προσέφεραν στους πλησιόχωρους πληθυσμούς θρησκευτικό, πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Οι όποιες δυσκολίες προέκυψαν στο θεσμό φαίνεται πως δεν προήλθαν από την οθωμανική διοίκηση, αλλά από τους ορθοδόξους χριστιανούς. Οι μονές -ως φορείς σημαντικών περιουσιακών στοιχείων- αντιμετώπισαν οικονομικής φύσης προβλήματα, σχετικά με την ακίνητη περιουσία τους, αφού αρκετά συχνά οι εγκαταβιούντες έρχονταν σε διένεξη με τους αγροτικούς πληθυσμούς της περιοχής τους και τους επιχώριους αρχιερείς.
Οι λόγοι τέλος, που ωθούσαν τα άτομα στο να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και να αφιερωθούν στον ασκητικό τρόπο ζωής, εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στη θρησκευτικότητα τους και δευτερευόντως στην κάλυψη βιοτικών αναγκών, την ανασφάλεια, την εξαίρεση από αγγαρείες, τις φοροαπαλλαγες. Όσο για τα ιστορικά γεγονότα που κατά καιρούς σημειώθηκαν, π.χ. Ορλωφικά, Επανάσταση, παρουσία του Ιμπραήμ, διατάγματα της Αντιβασιλείας, μπορεί να μείωσαν τις μονές της Μεσσηνίας, όχι όμως και τη διάθεση όσων Μεσσηνίων επιθυμούσαν να μονάσουν. Μετεπαναστατικά, μάλιστα, η μοναστηριακή εικόνα της Μεσσηνίας είχε διαφοροποιηθεί εν μέρει σε σχέση με τις προγενέστερες ιστορικές περιόδους, καθώς τα μοναστηριακά συγκροτήματα ναι μεν ανήλθαν σε 9, δεν παρατηρήθηκε όμως αντίστοιχη φθίνουσα πορεία στο μοναστικό δυναμικό της περιοχής.
Μονή Σιδερόπορτας |
Συμπερασματικές σκέψεις
H εξέταση των μεσσηνιακών μονών και του μοναχισμού που αναπτύχθηκε στην περιοχή στη διάρκεια πέντε αιώνων (15ος- 19ος) κατέδειξε μια μακραίωνη μοναστηριακή πορεία κατά την οποία ιδρύθηκε ένας αυξημένος αριθμός μονών, ο οποίος πριν από την Επανάσταση ανερχόταν σε 17. Πρόκειται για μοναστηριακά συγκροτήματα μικρού πληθυσμιακού δυναμικού (5-6 άτομα), ενώ το σύνολο των εγκαταβιούντων δεν ξεπέρασε στη Μεσσηνία τους 160. Πολλές από τις εξεταζόμενες μονές απέκτησαν αξιόλογη κινητή και ακίνητη περιουσία, η οποία προήλθε από την προσωπική εργασία των μοναχών, την αφιέρωση περιουσιακών στοιχείων από τα άτομα που κατέφευγαν στον μοναχισμό, τις δωρεές και τις κληροδοσίες πιστών υπέρ ψυχικής αυτών σωτηρίας, τις ζητείες, τα εισοδήματα από την αγροτική παραγωγή, τα ποσά από τις ενοικιάσεις.
Αριθμητική στασιμότητα σε μονές και μοναχούς γνώρισε ο θεσμός μετά την κατάκτηση της Μεσσηνίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1460) και σε αυτή την κατάσταση θα παραμείνει έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Πρόκειται για μια περίοδο που αποτέλεσε χρόνο εγκλιματισμού στη νέα ταξη πραγμάτων, βάσει της οποίας οργάνωσαν οι κάτοικοι και οι μοναχοί τη ζωή και την καθημερινότητά τους. Οι επόμενοι αιώνες -εως το 1821- υπήρξαν περίοδος σταθεροποίησης, ανασύνταξης και ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, με την πάροδο των ετών σκιαγραφείτε μια αυξητική τάση στην οικοδόμηση μονών, με το μέγιστό της (52,9%) να παρατηρείται μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα. Τάση η οποία αποδίδεται όχι μόνο στη θρησκευτικότητα των κατακτημένων -ευνοούμενη και από την οικονομική τους ανάκαμψη-, αλλά και στην ανοχή ή και τον σεβασμό που επέδειξαν οι κατά καιρούς κατακτητές (Οθωμανοί, Βενετοί) στον μοναχισμό και τα μέλη του. Οι σχέσεις, επίσης, που ανέπτυξαν οι εγκαταβιούντες με τους ορθοδόξους -κυρίως των αγροτικών περιοχών- ήταν άμεσες και η επιρροή τους καθοριστική. Οι λαϊκοί, άλλωστε, ήσαν αυτοί που ενίσχυαν οικονομικά τις μονές και τις επάνδρωναν με νέο δυναμικό. Οι μοναχοί με τη σειρά τους προσέφεραν στους πλησιόχωρους πληθυσμούς θρησκευτικό, πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Οι όποιες δυσκολίες προέκυψαν στο θεσμό φαίνεται πως δεν προήλθαν από την οθωμανική διοίκηση, αλλά από τους ορθοδόξους χριστιανούς. Οι μονές -ως φορείς σημαντικών περιουσιακών στοιχείων- αντιμετώπισαν οικονομικής φύσης προβλήματα, σχετικά με την ακίνητη περιουσία τους, αφού αρκετά συχνά οι εγκαταβιούντες έρχονταν σε διένεξη με τους αγροτικούς πληθυσμούς της περιοχής τους και τους επιχώριους αρχιερείς.
Οι λόγοι τέλος, που ωθούσαν τα άτομα στο να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και να αφιερωθούν στον ασκητικό τρόπο ζωής, εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στη θρησκευτικότητα τους και δευτερευόντως στην κάλυψη βιοτικών αναγκών, την ανασφάλεια, την εξαίρεση από αγγαρείες, τις φοροαπαλλαγες. Όσο για τα ιστορικά γεγονότα που κατά καιρούς σημειώθηκαν, π.χ. Ορλωφικά, Επανάσταση, παρουσία του Ιμπραήμ, διατάγματα της Αντιβασιλείας, μπορεί να μείωσαν τις μονές της Μεσσηνίας, όχι όμως και τη διάθεση όσων Μεσσηνίων επιθυμούσαν να μονάσουν. Μετεπαναστατικά, μάλιστα, η μοναστηριακή εικόνα της Μεσσηνίας είχε διαφοροποιηθεί εν μέρει σε σχέση με τις προγενέστερες ιστορικές περιόδους, καθώς τα μοναστηριακά συγκροτήματα ναι μεν ανήλθαν σε 9, δεν παρατηρήθηκε όμως αντίστοιχη φθίνουσα πορεία στο μοναστικό δυναμικό της περιοχής.
Nίκος Φ. Τόμπρος
"Επισκοπή Μεσσηνίας: Μοναστηριακές αποτυπώσεις και πληθυσμιακά σύνολα (15ος-19ος αι.)"
Μεσσηνιακά Χρονικά Περιοδική Έκδοση Αθήνα 2008-2009 Τόμος Δ΄
"Επισκοπή Μεσσηνίας: Μοναστηριακές αποτυπώσεις και πληθυσμιακά σύνολα (15ος-19ος αι.)"
Μεσσηνιακά Χρονικά Περιοδική Έκδοση Αθήνα 2008-2009 Τόμος Δ΄
* O Νίκος Φ. Τόμπρος είναι διδάκτωρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Ioνίου Πανεπιστημίου.
1. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, Ναύπλιο 27.11.1833, αριθ. 38, σ. 285-288. I
2. Αρχιμ. Στέφανος Γιαννόπουλος, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1901, σ. 56.
3. Χρυσόστομος Θέμελης, H Ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας δια μέσου των αιώνων, Αθηνα 2003, σ. 29-40.
4. N. Τόμπρος, Μονές και Μοναχοί στον Ελλαδικό χώρο. Δημογριαφική μελέτη στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, Διδακτορική διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2001, σ. 24, 51, 338, 412. ,
5. Χρυσοστομος Θέμελης, H Ιερά Μητρόπολις..., ὁ.π., σ. 109-241.
6. A. Δουκάκης, Μεσσηνιακά και ιδιαίτερα περί Φαρών και Καλαμάτας. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τον Καποδίστρια, εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1999, σ. 95 (ανατύπωση). ’
7. Aπ Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. Β’, Θεσσαλονίκη - 1973, σ. 89-109, 150-157. Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν, Αθήνα 1992, σ. 5.
8. Βλ. Ν. Τόμπρος, «H Μοναστηριακή Γεωγραφία της Αχαΐας στους νεώτερους χρόνους (15ος-17ος αιώνας); Αυξομειώσεις στο μοναχισμό ως συνέπεια των κατακτήσεων», Συνέδριο για την Φραγκοκρατία - Ενετοκρατία - Α ’ Τουρκοκρατία στη, Αχαῖα (Κάτω Αχαῖα 1-2 Οκτωβρίου), (υπό ἑκδοση).
9. M. Γεδεών, Βραχεία σημείωσις περί των Εκκλησιαστικών ημών δικαίων υποβληθείσα τη 12η Δεκεμβρίου 1908 τω Παναγιωτάτω Οικουμενικώ Πατριάρχη, Κωνοταντινοῠπολη 1909, σ. 117. T. I‘Qnoénovlolg, Η Εκκλησία..., ό.π., o. 386- 387. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., 0. 237—238.
10. A. Μάμουκας, Τα μοναστηριακά. Ἠτοι οδηγίαι, νόμοι, βασιλικά διατάγματα,..., και του καταστατικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1859, σ. 77-79, 122-124. .
11 I. Αναπλιώτης, «Η Ιερά Μονή Ταξιαρχών Πολίχνης», Αριστομένης. Δελτίον Πληροφοριών Νομαρχίας Μεσσηνίας, 13 (Ιούλιος 1969), σ. 9. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της.,., (m, σ. 436. Χρυσὸστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., 0. 110-112. Γ. Δημητροκάλλης, Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς , Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα 1990, σ. 73-97.
12. Γ. Δημητροκάλλης, Άγνωστοι βυζαντινοί ό.π., σ. 99-153. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 126-130. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της, ό.π., σ. 425-426. Σπ. Κοκκίνης, Τα μοναστῆρια της Ελλάδος, Αθήνα 19992, o. 123.
13. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 112-113. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της...,ό.π., 0.427. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 123.
14. B. Αθανασοπουλου, «Βυζαντινὲς εκκλησίες της Μεσσηνίας», Μεσσηνιακά Γράμματα, τόμ. B‘, Καλαμάτα 1967, σ. 43-44. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό,π., 0. 427-431. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., a. 123. K. Καλοκύρης, Βυζαντιναί, εκκλησίαι..., ό.π., σ. 85-109. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 113-119. K. Ντόκος, «H EV Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά
την περίοὸο της B’ Ενετοκρατίας. Ανὲκδοτα ἑγγραφα εκ των Αρχείων της Βενετίας», Byz. Neugr. Jahrb., 21 (1971-1974), σ. 124-125. ·
15. Κ, Καλοκύρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 110-117. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 119-126. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία της..., ό.π., σ. 393-394. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 120.
16. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 392-393. K. Ξενογιάννης, To Καθολικόν της Μονής Προδρόμου Γαρδικίου Μεσσηνίας (14ος αιώνας), Καλαμάτα 1977, σ. 7, 17, 27, 35, 53. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 123. Χρυσὸστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 130-133. I. Βορβίλας, «To Μοναστηράκι «Παναγίτσα» της Θουρίας», Ιθώμη, τεύχ. η Καλαμάτα (Δεκέμβριος 1974), o. 228, 232.
15. Κ, Καλοκύρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 110-117. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 119-126. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία της..., ό.π., σ. 393-394. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 120.
16. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 392-393. K. Ξενογιάννης, To Καθολικόν της Μονής Προδρόμου Γαρδικίου Μεσσηνίας (14ος αιώνας), Καλαμάτα 1977, σ. 7, 17, 27, 35, 53. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 123. Χρυσὸστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 130-133. I. Βορβίλας, «To Μοναστηράκι «Παναγίτσα» της Θουρίας», Ιθώμη, τεύχ. η Καλαμάτα (Δεκέμβριος 1974), o. 228, 232.
17. H προσωνυμία Βουλκάνο προῆλθε από το επώνυμο βυζαντινοὺ κτήτορα ή άρχοντα της περιοχῆς που ονομαζόταν Βουρκάνος ή Βουλκάνος. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η ονομασία της ιεράς μονής Βουλκάνου, Καλαμάτα 1975, σ. 17-19, (ανάτυπο από τη Διὸαχη).
18. Β. Αθανασοπούλου, «Βυζαντινὲς εκκλησίες της Μεσσηνίας», ο,π., σ. 36.
18. Β. Αθανασοπούλου, «Βυζαντινὲς εκκλησίες της Μεσσηνίας», ο,π., σ. 36.
19. K. Ντόκος, «H εν Πελοποννήσω ...», ό.π., σ. 125-126. I. Αναπλιώτης, «Βουλκάνο το ιστορικό μοναστήρι της Μεσσηνίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, I" (1959), σ. 178-188. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., a. 432-436. Δ. Βαγιακάκος, Ι. Αναπλιώτης, εν Ιθώμη μονή του Βουλκάνου, Αθήνα 1956. Χρυσοστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 149-174. A. Λουκάκης, ο.π., σ. 300-306. K. Καλοκῠρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι..., ό.π., σ. 118-164. Σπ. Κοκκίνης, ο.π., σ. 120-121. Ι. Βορβίλας, H εν Μεσσηνία Ιερά Μονή Βουλκάνου, Καλαμάτα 1989, σ. 25-26, 28-30, 33, 48-65, 182-184, 166-172. A. Ταρσούλη, «Στο βουνό της Ιθώμης. Από το ιστορικό μοναστήρι του Βουλκάνου», Ιθώμη, τεύχ. γ’ Καλαμάτα (Οκτώβριος 1973), 0. 61—62.
20. Γ. Δημητροκάλλης, Άγνωστοι βυζαντινοί ..., ό.π., 0. 155-175. Σπ. Ρουσσάκης, To Μοναστήρι της Σιὸερόπορτας, Καλαμάτα 1984, σ. 86, 116, 128, 135-137, 162, 174-175. Χρυσόστομος Θέμελης, H Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., 0. 133-137. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 401-402. Σπ. Κοκκίνης, ο.π., ο. 123. Αντ. Μασουρίδης, ο.π., ο. 160-168. Av. Καλαμαράς, Αλαγονία και Αλαγόνιοι, Αθήνα 2001, σ. 271-288.
21. Χρυσόστομος Θὲμελης, Ιστορικά έγγραφα περί της εν τη Ιερά Μητροπόλει Μεσσηνίας διαλελυμένης Μονής της Αγίας Τριάὸος, Καλαμάτα 1988. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., ο. 123. Χρυσόστ. Θὲμελης, H Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., o. 174- 187. K. Καλοκύρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι..., ό.π., 229-232. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία της,.., ό.π., a. 390-392. ,
22. H ονομασία προήλθε από αιωνόβια βελανιδιά της περιοχῆς, η οποία ξεριζώθηκε από τον σεισμό του 1884. Σε κοίλωμά της βρὲθηκε η εικόνα της Παναγίας που φυλάσσεται στη μονή. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 187. '
23. K. Ξενογιάννης, Η ιστορική Ιερά Μονή της Βελανιδιάς, Καλαμάτα 1963, (ανατυπο από τη Διὸαχη). I. Αναπλιώτης, Ανέκδοτα ἑγγραφα και Ιστορικοὶ τίτλοι Μονής Βελανιὸιάς (1732-1856), Καλαμάτα 1966. Ι. Αναπλιώτης, To Ημερολόγιον του Αγώνος της ελευθερίας εν Μεσσηνία (1816-1828), Καλαμάτα 1971, 0. 110-111. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 187-194. Β. Αθανασοπούλου, «Βυζαντινές εκκλησίες της Μεσσηνίας», ό.π., σ. 49. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία της..., ό.π., 0. 385-387. Avr. Μασουρὶδης, ὁ.π., o. 190. Σπ. Κοκκίνης, ὁ.π., σ. 120. Δ. Δουκάκης, ό.π., σ. 294-299.
23. K. Ξενογιάννης, Η ιστορική Ιερά Μονή της Βελανιδιάς, Καλαμάτα 1963, (ανατυπο από τη Διὸαχη). I. Αναπλιώτης, Ανέκδοτα ἑγγραφα και Ιστορικοὶ τίτλοι Μονής Βελανιὸιάς (1732-1856), Καλαμάτα 1966. Ι. Αναπλιώτης, To Ημερολόγιον του Αγώνος της ελευθερίας εν Μεσσηνία (1816-1828), Καλαμάτα 1971, 0. 110-111. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 187-194. Β. Αθανασοπούλου, «Βυζαντινές εκκλησίες της Μεσσηνίας», ό.π., σ. 49. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία της..., ό.π., 0. 385-387. Avr. Μασουρὶδης, ὁ.π., o. 190. Σπ. Κοκκίνης, ὁ.π., σ. 120. Δ. Δουκάκης, ό.π., σ. 294-299.
24. Tηv επωνυμία έλαβε λόγω της γειτνίασης με το ομώνυμο χωρὶο (Μαρδάκι). Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία mg... ό.π., σ. 395.
25.Av1:. Μασουρὶδης, ό.π., σ. 149-150, 197-201. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 395-398. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 123. B. Αθανασοπούλου, «Βυζαντινὲς εκκλησίες της Μεσσηνίας», ό.π,, σ. 49. K. Καλοκὺρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι..., ὀ,π., σ. 174-200. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η ιερά Μητρόπολις..., μ ό.π., σ. 194-206. Περ. Παπαβασιλόπουλος, «Η Ιερά Μονή Μαρδακίου», Ιθώμη,
τεύχ. ιζ’ Καλαμάτα (Ιανουάριος-Μάιος 1977), σ. 615-616.
26. K. Καλοκῡρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι ..., ό.π., σ. 169-173. Χρυσόστ. Θεμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 297-211. Αντ. Μασουρίὸης, ό.π., ο. 190- 191. I. Αναπλιώτης, To Ημερολόγιον..., ό.π., σ. 119-120. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., o. 394. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., o. 123
25.Av1:. Μασουρὶδης, ό.π., σ. 149-150, 197-201. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 395-398. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 123. B. Αθανασοπούλου, «Βυζαντινὲς εκκλησίες της Μεσσηνίας», ό.π,, σ. 49. K. Καλοκὺρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι..., ὀ,π., σ. 174-200. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η ιερά Μητρόπολις..., μ ό.π., σ. 194-206. Περ. Παπαβασιλόπουλος, «Η Ιερά Μονή Μαρδακίου», Ιθώμη,
τεύχ. ιζ’ Καλαμάτα (Ιανουάριος-Μάιος 1977), σ. 615-616.
26. K. Καλοκῡρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι ..., ό.π., σ. 169-173. Χρυσόστ. Θεμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 297-211. Αντ. Μασουρίὸης, ό.π., ο. 190- 191. I. Αναπλιώτης, To Ημερολόγιον..., ό.π., σ. 119-120. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., o. 394. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., o. 123
27. H ονομασὶα προέρχεται από σλαβική λέξη (Γίμιοβα η Τίμνοβα), που σημαίνει τον τόπο παραγωγῆς κρόκου, το γνωστό βολβώδες κίτρινο φυτό κατάλληλο για βαφική ὐλη κίτρινου χρώματος (ζαφορά). Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..ζ,ό.π., σ. 387.
28. Κ. Ξενογιάννης, Δήμιοβα. Η ιστορική σεβάσμια μονή καί η Θαυματουργόζ εικών της Παναγίας, Καλαμάτα 1969. K. Ξενογιάννης, Η ιστορική μονή Δημιόβης εξ απόψεως αρχιτεκτονικής, αγιογραφικής και αισθητικής, τόμ. Β, Αθήνα 1976. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., ο. 137-149. Τ. Γριτσὸπουλος, H Εκκλησία της..., ο.π., ο. 387-392. Γ. Αναπλιώτης, «Σύντομα σχόλια στον Κώδικα της Ιεράς Μονής Ντίμιοβας», Ανάτυπο και το περιοδικό Διδαχή, Kaλαμάτα 1971. Σπ. Κοκκίνης, (ML, σ. 121-122. Δ. Ζακυθηνός, «Ανέκδοτα πατριαρχικά ἑγγραφα», Ελληνικά, Β’ (1929), ο. 154-158, E' (1932), σ. 185-187. Δ. Δουκάκης, ό.π., 0. 307-313
29. Η προσωνυμία Μελὲ προῆλθε από το φρουριο που υπάρχει στην περιοχή, το οποίο παραχώρησε ο Θεόδωρος Παλαιολόγος στον αδελφό του Κωνσταντὶνο (1428). Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ο.π., ο. 211-212.
30. K. Καλοκυρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι..., ό.π., 214-220. Χρυοὸστ. Θέμελης, H Ιερά Μητρόπολις..,, ό.π., 211-214. K. Ξενογιάννης, Μια Μεγάλη του Γ ένους Σχολή. Η Ιερά Μονή Τιμίου Προὸρόμου Μελέ Αλαγονίας, Καλαμάτα 1971. Aπ. Μασουρὶδης, Αλαγονιακά, Αθήνα 1936, ο. 177-183, 259. I. Αναπλιώτης, Το Ημερολόγιον του Αγώνος της Ελευθερίας εν Μεσσηνία, Καλαμάτα 1971, σ. 117-118. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ο.π., 398-401. Σπ. Κοκκὶνης, ό,π., σ. 123. '
30. K. Καλοκυρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι..., ό.π., 214-220. Χρυοὸστ. Θέμελης, H Ιερά Μητρόπολις..,, ό.π., 211-214. K. Ξενογιάννης, Μια Μεγάλη του Γ ένους Σχολή. Η Ιερά Μονή Τιμίου Προὸρόμου Μελέ Αλαγονίας, Καλαμάτα 1971. Aπ. Μασουρὶδης, Αλαγονιακά, Αθήνα 1936, ο. 177-183, 259. I. Αναπλιώτης, Το Ημερολόγιον του Αγώνος της Ελευθερίας εν Μεσσηνία, Καλαμάτα 1971, σ. 117-118. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ο.π., 398-401. Σπ. Κοκκὶνης, ό,π., σ. 123. '
31. To χωριό που δημιουργήθηκε αργότερα πλησίον της μονής ἑλαβε το όνομά του από αυτή. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό,π., σ. 214.
32. T. Δημόπουλος, B. Κατσαντώνης, «H Χρυσοκελλαριά», Εποχή. Φιλολογικόν Ημερολόγιον, Έτσς Πρώτο 1910, 0. 43-46. Χρυσόστ. Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ὁ.π., 0. 214-220. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 122. T. Γριτσὸπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 426-427. Γ. Βορβίλας, «Ανὲκδοτος Ἐκθεσις Γερασὶμου Παγώνη περὶ της Ιεράς Μονής Χρυσοκελλαριάς», Μεσσηνιακά Γράμματα, τόμ, Γ, Καλαμάτα 1981.
33. Δ. Δουκάκης, ό.π., σ. 173. Ι ·
34. H περιορωμένη οικοὸόμηση μονών στη Μεσσηνία κατά το 18° αιώνα ίσως πρέπει να συσχετιστεί με την αύξηση των σχολείων. Ενώ δηλαδή συνεχιζεται η σικονομική άνοδος των Ελλήνων, τα χρήματα που οι τελευταῖοι δωρίζουν ή κληροδοτούν -δεν κατευθύνονται σε μονες ,αλλὰ στην εκπαίδευση. Για τη δημιουργία σχσλεὶων στην περιοχή βλ. Τρ. Ευαγγελίδ Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας (Ελληνικά σχολεία από της αλώσεως μέχρι Καπόδιστρίου), τόμ. Α, Αθήνα 1936, σ. 340-342, 362-364. T. Γριτσόπουλος, Η Πελοποννησιακή παιδεία μετά την Άλωση, a. 288. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ὀ.π., σ; 377-379.
35. Από το όνομα του παρακείμενου χωριού έλαβε η μονή την ονομασὶα Κούρτζενη.
36. Χρυσὸστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., 0. 221-223. Αντ. Μασουρίδης, ό.π., 0. 184-186. Αγ. Καλαμαράς, Αλαγονία και Αλαγόνιοι, Αθήνα 2001, σ. 299-301. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία της..., ό.π., o. 398. Π. Χρισταθάκης, To μοναστήρι της Κούρτζενης στο Λαδά Μεσσηνίας, Καλαμάτα 1989. Ιερόθεος Κυριαζόπουλος, «Ο κτητορικός Κώδιξ της μονῆς Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κούρτζενη Μεσσηνίας», Πρακτικά Α Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδών, τόμ. I, Αθήνα 1976-1978, 0. 239-247.
37. Για τον Γεράσιμο Παπαὸόπουλο βλ. Αλ. Χρυσομὰλλης, O δρόμος της αυταπάρνησης. H ιστορία και η δράση της ιεράς μονής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών Καλαμάτας, Καλαμάτα 1992, 0. 459-463.
38. A. Μάμουκας, ό.π., 0. 122-124.
39. Αλ. Χρυσομόιλλης, O δρόμος της αυταπάρνησης..., ο.π., σ. 44-60, 85-87; 157-237, 276, 288-289, 331-333, 393-397. A. Δουκάκης, ό.π., σ. 314-318. Χρυσόστ.Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., 0. 223-238. I. Αναπλιώτης, Η Καλαμάτα aw χορό της Ιστορίας, Αθήνα 1963, σ. 202-208. Σπ. Κοκκίνης, ό.π., σ. 119.
40. Χ. Πατρινέλης, «H οργάνωση του γένους υπό τους Τούρκους και η επιβίωσή του», ΙΕΕ, Εκὸοτική Αθηνών, τόμ, I’, Αθήνα 1974, o. 132. V
41. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 230. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 402.
42. Ο ιστορικός κάνει λόγο για διὰλυση βυζαντινών μονών στους δύο πρώτους αιώνες της α’ οθωμανικής κυριαρχίας εξαιτίας των πολεμικῶν αναστατώσεων, της αρπαγής των περιουσιών τους και των κατά τόπους ὃημογραφικών αλλοιώσεων του πληθυσμοὺ. X. Πατρινέλης, ό.π., o. 132.
40. Χ. Πατρινέλης, «H οργάνωση του γένους υπό τους Τούρκους και η επιβίωσή του», ΙΕΕ, Εκὸοτική Αθηνών, τόμ, I’, Αθήνα 1974, o. 132. V
41. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 230. T. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 402.
42. Ο ιστορικός κάνει λόγο για διὰλυση βυζαντινών μονών στους δύο πρώτους αιώνες της α’ οθωμανικής κυριαρχίας εξαιτίας των πολεμικῶν αναστατώσεων, της αρπαγής των περιουσιών τους και των κατά τόπους ὃημογραφικών αλλοιώσεων του πληθυσμοὺ. X. Πατρινέλης, ό.π., o. 132.
43. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..,, ο.π., σ. 111, 115, 164-165, 201. .
44. B. Παναγιωτὸπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1987, σ. 111, 122..
45. S. Runciman, H μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, τόμ. ΙΙ, Αθήνα 1979,_ σ. 663-664. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία..., ό.π., τόμ. B’, σ. 225-226, 242. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία..., ό.π., σ. 30-31, 402, 428-429. Χρυσόστ. Θὲμελης, H Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 126, 134.
46. Σε περιπτώσεις σύγκρουσης εκκλησιαστικής ιεραρχίας και μοναχών, οι τελευταίοι υπολόγιζαν αρκετά στη λαϊκή υποστὴριξη για την επίλυση των διαφορῶν. S. Runciman, ό.π., τόμ. I, σ. 143. F. G. Pouqueville, Ταξίδι στο Μοριά. Ξένοι περιηγητές στον ελλαδικό χώρο, Τολίδης, Αθήνα 1997, σ. 271.
44. B. Παναγιωτὸπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1987, σ. 111, 122..
45. S. Runciman, H μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, τόμ. ΙΙ, Αθήνα 1979,_ σ. 663-664. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία..., ό.π., τόμ. B’, σ. 225-226, 242. T. Γριτσόπουλος, H Εκκλησία..., ό.π., σ. 30-31, 402, 428-429. Χρυσόστ. Θὲμελης, H Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 126, 134.
46. Σε περιπτώσεις σύγκρουσης εκκλησιαστικής ιεραρχίας και μοναχών, οι τελευταίοι υπολόγιζαν αρκετά στη λαϊκή υποστὴριξη για την επίλυση των διαφορῶν. S. Runciman, ό.π., τόμ. I, σ. 143. F. G. Pouqueville, Ταξίδι στο Μοριά. Ξένοι περιηγητές στον ελλαδικό χώρο, Τολίδης, Αθήνα 1997, σ. 271.
47. K. Ντόκος, «H εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β’ Ενετοκρατὶας. Ανὲκδοτα έγγραφα εκ των Αρχείων της Βενετιας», Byz. Neugr. Jahrb., 22 (1977-1984), σ. 287-374. 7 48. Οι Βενετοί στην Provincia di Messenia κατέγραψαν 17 μονὲς και όχι 15 που
στην πραγματικότητα λειτουργούσαν. Προφανώς, υπολόγισαν δυο μονες που αργότερα εντάχθηκαν σε κάποια άλλη Επισκοπή ἠ κατέγραψαν κάποια μετόχια ως αυτόνομες κοινότητες. Επευδή όμως τα στοιχεῖα της απογραφής εἰναι ποσοτικάααι όχι ποιοτικά, ὃεν μπορούμε να εντοπίσουμε ποια από τις δύο υποθὲσεις ισχύει. B. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός..., ό.π., σ. 249.
49. Αγγ. Πανοπούλου, «Οι Βενετοὶ και η ελληνική πραγματικότητα. Διοικητική, εκκλησιαστική, οικονομική οργάνωση», Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, επιστ. mane. Χρ, Μαλτέζου, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού 1993, o. 290. Π. Ζερλὲντης, Η εν Πελοποννήσου ελληνική Emin-σία επί Ενετών. Έτεσι 1865-1715, Αθήνα 1921, σ. 5-6.
50. E. Zachariadou, «Early Ottoman Documents of the Prodromos Monastery (Stat-res)», Siidost-Forschungen, 28 (1969), σ. 9-11. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ε’, Αθήνα 1965, o. 361.
51. N. Πιὲρρος, «H άδεια της τουρκικής αρχής για εργασίες επισκευών στις περιπτώσεις τεσσάρων πελοποννησιακών μονών (1554-1800)», Αντίδωρον τω Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμω Θέμελη, τόμ. I", Καλαμάτα 2006, σ. 317-328. S. Runciman, ό.π., τόμ. ΙΙ, σ. 357.
49. Αγγ. Πανοπούλου, «Οι Βενετοὶ και η ελληνική πραγματικότητα. Διοικητική, εκκλησιαστική, οικονομική οργάνωση», Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, επιστ. mane. Χρ, Μαλτέζου, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού 1993, o. 290. Π. Ζερλὲντης, Η εν Πελοποννήσου ελληνική Emin-σία επί Ενετών. Έτεσι 1865-1715, Αθήνα 1921, σ. 5-6.
50. E. Zachariadou, «Early Ottoman Documents of the Prodromos Monastery (Stat-res)», Siidost-Forschungen, 28 (1969), σ. 9-11. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ε’, Αθήνα 1965, o. 361.
51. N. Πιὲρρος, «H άδεια της τουρκικής αρχής για εργασίες επισκευών στις περιπτώσεις τεσσάρων πελοποννησιακών μονών (1554-1800)», Αντίδωρον τω Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμω Θέμελη, τόμ. I", Καλαμάτα 2006, σ. 317-328. S. Runciman, ό.π., τόμ. ΙΙ, σ. 357.
52. H επιστασὶα της κατεστημένης νομιμότητας ανήκε στον τοπικό κλήρο και στις μονὲς. Γ. Κοντογιώργης, Κοινωνική ὁυναμική και πολιτική αποὸιοίκηση. Οι ελληνικές Κοινότητες της τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982, σ. 277. Σπ. Ασδραχὰς, Ελληνική οικονομική ιστορία (IE ’-ΙΘ’ αιώνας), τόμ. I-II, Πολιτιστικό Ἰδρυμα Oui-λου Πειραιῶς, Αθήνα 2003, σ. 157.
53. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 157.
54. T. Γριτσόπουλος, Τα Ορλωφικά. H εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Αθήνα 1967. F. G. Pouqueville, ό.π., σ. 271, 281.
55. O στόχος της Αντιβασιλεὶας ήταν διττός, αφενός να ὃιαχειριστεί την περιουσία των μονών και αφετέρου να μειώσει την επιρροή που ασκοῠσαν οι μοναχοί στον τοπικό πληθυσμό. O τελευταίος στόχος ἠταν και ο σημαντικότερος, αφού οι μοναχοὶ λόγω της ομόὸοξης αντιληψης με τη Ρωσὶα ἐστρεφαν τους πληθυσμους προς το μέρος της, υπονομεύοντας το ἑργο της Κυβέρνησης. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 221. N. Τόμπρος, Μονές και Μοναχοί..., ό.π., σ. 110-111, 409.
53. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 157.
54. T. Γριτσόπουλος, Τα Ορλωφικά. H εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Αθήνα 1967. F. G. Pouqueville, ό.π., σ. 271, 281.
55. O στόχος της Αντιβασιλεὶας ήταν διττός, αφενός να ὃιαχειριστεί την περιουσία των μονών και αφετέρου να μειώσει την επιρροή που ασκοῠσαν οι μοναχοί στον τοπικό πληθυσμό. O τελευταίος στόχος ἠταν και ο σημαντικότερος, αφού οι μοναχοὶ λόγω της ομόὸοξης αντιληψης με τη Ρωσὶα ἐστρεφαν τους πληθυσμους προς το μέρος της, υπονομεύοντας το ἑργο της Κυβέρνησης. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 221. N. Τόμπρος, Μονές και Μοναχοί..., ό.π., σ. 110-111, 409.
56. Στο σύνολο των δεδομένων του πίνακα 2 ουνυπολογὶζονται οι μονὲς των Αγίων Κωνσταντὶνου και Ελὲνης ή μονή Καλογοαιών, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή Ανδρομονάοτηρο, Τιμίου Προδρόμου Γαρδικίου, που αν και δεν αναγνωρὶζονταν ως αυτὸνομες από την Ἐκκλησία και την Πολιτεία, συνὲχιζαν τη λειτουργία τους στη Μεσσηνία ως ιδιωτικές ή ως μετόχια των εντός και των εκτός Βασιλείου μονών
57. S. Runciman, ό.π., τόμ. Ι, σ. 151, 159, τόμ. II, σ. 412-413. Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και πολιτισμός, τόμ. ΣΤ’, Αθήνα 1955, σ. 107. Τ. Γριτσόπουλος, Η Εκκλησία,.., ό.π., σ. 6-7, 436. Σπ. Ασδραχάς, ὁ.π., σ. 235.
58. K. Ντόκος, Γ. Παναγόπουλος, To βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, ΜΙΑΤ, Αθήνα 1993, σ. XVIII, XXXVIII, XCIV. II. Παναγιωτάκος, To ὁίκαιο των μοναχώις Αθήνα 1957, σ. 47-48. Σπ. Ασὸραχάς, ό.π., σ. 27-28, 197. X. Πατρινέλης, ό.π., σ. 143-144. N. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκὸόσεις Θεμὲλιο, Αθήνα9 1985, 41-42. F. G. Pouqueville, ό.π., σ. 270,
280,
280,
59. Av. Λαμπροπούλου, H. Αναγνωστὰκης, B. Κόντη, M. Λεοντσίνη, Αγ. Πανοπούλου, «O μοναχισμός στην Πελοπόννησο κατα τη μέση βυζαντινή περίοδο. Τάσεις του ορθόδοξου μοναχισμού 9ῡς-20ος αιώνας», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου «Οι δρόμοι του ορθόὸοξου μοναχισμού; Πορευθέντες μάθετε», Αθήνα 1996, σ. 101. Αν. Λαμπροπούλου, «O μοναχισμός στην Αχαΐα κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδος Συνθήκες εξάπλωσης και ανάπτυξης», O μοναχισμός στην Πελοπόννησο (4ος-15ος αι.), Αθήνα 2004, σ. 91-93.
60. Γ. Αλπὲντζος, O παιδευτικός ρόλος των μοναστηριών, Αθήνα 2002, o. 51. Φ. Κουκουλὲς, ό.π., σ.,76, 107. Χρυσόστομος Θέμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..., ό.π., σ. 157.
61. E. Λυκούρη-Λαζάρου, Τα αρχεία στο νεοελληνικό κράτος έως την ίδρυση των γενικῶν αρχείων (1821-1914), «Ἐλλην», Αθήνα 19982, σ. 171-173. T. Γριτσοπουλος, Η Εκκλησία της..., ό.π., σ. 386-388, 391-392, 396-399, 401-402, 428- 430,434. Χρυσόστομος Θὲμελης, Η Ιερά Μητρόπολις..,, ό.π., 0. 134-135, 139-141, 144, 146, 152, 187, 1951-195, 212, 221-223.
62. O Χρυσομάλλης αναφὲροντας τους λόγους που ώθησαν τον Γερὰσιμο Παπαδόπουλο να ιδρύσει τη μονή Καλογραιών, μὰς δίνει μια εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στον γυναικείο μεσσηνιακό μοναχισμό στα τὲλη του 18ου αιώνα. Συγκεκριμὲνα σημειώνειε επειδή ὁεν ανεχόταν να βλέπει (o Γεράσιμος) καλόγριες, που πολλὲς από αυτὲς είχαν κυνηγηθή από τους Τούρκους, να περιπλανώνται από χωριό σε χωριό, να εμπορεύονται σταυρουλάκια, λιβάνι, φυλακτά Mm, για να ζήσουν και να ασκητεύουν, άλλες στα πατρικά τους σπίτια «συμπολιτευόμεναι με τους κοσμικούς», και άλλες, κάτω από στεγαστική ανάγκη, σε «μοναστήρια ανὸρών» και άλλες σε πρόχειρα ἠ ακατάλληλα ασκητήρια, αποφάσισε μετά τον ερχομό του στην Καλαμάτα, ...την ίὸρυση ενός μοναστηριού,... Αλ. Χρυσομάλλης, O δρόμος της αυταπάρνησης..., ό.π., σ. 53. ‘
63. Χρυσόστομος Θὲμελης, H Ιερά Μητρόπολις,.., ό.π., o. 129, 136, 146, 154, 156, 168-169, 175, 193, 201, 204, 207.
64. S. Runciman, 6.3L, 1611. _II, σ. 368-398. K. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. A, Αθήνα 2001, σ. 168-182.
65. Αντ. Μασουρίδης, ό.π., 197-201.
65. Αντ. Μασουρίδης, ό.π., 197-201.
66. Σπ. Ασδραχάς, ό.π., σ. 118-120. B. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός...,ό.π., ο. 249-258, 262—266.
67. Κανών IZ' της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αλ. Χρυσομάλλης, O δρόμος της αυταπάρνησης..., ό.π., σ. 56. A. Χριστοφιλόπουλος, Ελληνικόν και εκκλησιαστικόν δίκαιον, Αθήνα 1966, σ. 199.
68. Βλ. N. Tόμπρος, «Η Μοναστηριακή Γεωγραφὶα της Αχαΐας...», ό.π., (υπό ἑκδοση).
69. B. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός..., ό.π., σ. 249.
70. Αποκλίσεις παρατηρούνται στα αοιθμητικά δεδομένα που προέρχονται από εκκλησιαστικούς φορείς και τις επὶσημες Μογραφὲς. To φαινόμενο αιτιολογεὶται βάσει του ότι η Ιερά Σύνοδος κατέγραφε στα μοναχολογιά της μόνο τους μοναχούς που εγκαταβίωναν στις μονὲς και όχι τους δοκίμους, εν αντιθέσει με τους κρατικοὺς απογραφείς, οι οποίοι σημείωναν στα απογραφικά δελτία όλους όσους διὲμεναν στα μοναστηριακά συγκροτήματα, ασχὲτως αν είχαν λάβει την κουρά ή όχι. Χαρακτηριστικά εἰναι τα παραδείγματα των ετών 1896, 1907. Βλ. M. Xουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική..., ό.π., σ. 210-216, 293-298. Σπ. Κοκκίνης, Τα μοναστήρια...,ό.π., σ. 264-265, 303—304.
71. M. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμική εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, τόμ. A’ , Αθήνα 1974, σ. 96-100, 142-148, 210-216, 293-298. Σπ. Κοκκίνης, (m, σ. 245-246, 253, 285, 304. Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός τουμ έτους 1861, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Παράρτημα του περιοδικού Μνήμων αρ. 7, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ἰδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991, σ. 4. Ιστορικο Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας, Μοναχολόγια των εν τη Αρχιεπισκοπή Μεσσηνίας Ιερών Μονών Βουλκάνου, Μαρὸακίου, Βελανιδιάς και Δημιόβας, συνταχθέντα τον Απρίλιον του 1883, σ. 1-33.
72. Ιστορικό Αρχείσ Ιεράς- Μητρόπσλης Μεσσηνίας, σ. 1-33.
73. Χρυσόστομος Θὲμελης, Ἠ Ιερά Μητρόπολις..., ὀ.π., σ. 230.
74. Για την αναλογία μοναχών προς τους κατοίκους του ελληνικού βασιλείου (1861-1896) βλ. πίνακα 3°, στο Ν. Τόμπρος, «O μοναχός στην Ιστορική Δημογραφία», Επιστημονικά δημοσιεύματα Στρατιωτική Σχολής Ευελπίδων, τεύχ. 3, (υπό έκδοση).
75. Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας, ό.π., σ. 1-33.
76. N. Μαλαβάκης, Βυζαντινολόγιο. Λεξικό εκκλησιαστικών και θρησκευτικών όρων, Αστήρ, Αθήνα 1999, σ. 90, 94, 124, 129-130, 151-152. Γ. Αλπέντζος, ὁ.π., σ. 48-50. »
77. Οδ. Λαμψίδης, Αποστολικός κηρυγματικός μοναχισμός. (H δράση του Οσίου Νίκωνα του Μετανοεῖτε», O μοναχισμός στην Πελοπόννησο (4ος-15ος αι.), ΕΙΕ. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 19.